«Δεν με θεωρώ μεγάλη καλλιτέχνιδα, απλώς υπηρετώ μια τέχνη με συνέπεια κι αισθητική»

Λίγο πριν ανέβει στη σκηνή του «Πειραιώς 131» με το πρόγραμμα «Elly loves Jazz», η αγαπημένη ερμηνεύτρια δίνει μια απολαυστική ορμητική συνέντευξη για τους πάντες και τα πάντα!

71774177 2426115677508492 3554140644949622784 n

Την πρωτάκουσα στα «35 τραγούδια της Ρωμαϊκής Αγοράς» του Μάνου Χατζιδάκι να ερμηνεύει με έναν τρόπο δικό της, μεταξύ άλλων, το «Αγάπη πού’γινες δίκοπο μαχαίρι». Λίγο μετά, την ανακάλυψα στις «Μπαλάντες της οδού Αθηνάς», ένα έργο του ίδιου συνθέτη, που δεν έχει αποτιμηθεί – κατά τη γνώμη της – όσο θα του άξιζε μέσα στην εργογραφία του. Ύστερα αποφάσισε να μεταφερθεί στη «Λάμψη του φεγγαριού», απ’ όπου έμαθε σε κάποιους τον Piovani, τον Kurt Weill και τον Randy Newman.

Το καλό για εκείνη και την τέχνη της είναι ότι κατάφερε να αποσχιστεί νωρίς από το περιβάλλον του Χατζιδάκι ώστε να κατορθώσει ν’ ανοίξει τα δικά της φτερά, ακόμη και πριν εκείνος φύγει από τη ζωή. Αποτέλεσμα ήταν να συνεργαστεί με πολλούς δημιουργούς της γενιάς της και να μεσουρανήσει στο λεγόμενο έντεχνο της δεκαετίας του 1990 με τραγούδια που αγαπήθηκαν πολύ: Το «Λευκό μου γιασεμί» και το «Σ’ αγαπώ» του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου και του Μιχάλη Γκανά, το αγγλόφωνο «Summertime in Prague» επίσης του Καλαντζόπουλου, τις «Τρεις μέρες» του Κώστα Χαριτάτου, τον πιο πρόσφατο «Αύγουστο» της Ευανθίας Ρεμπούτσικα και της Ελένης Ζιώγα – να, μερικά μόνο από τα πιο δημοφιλή τραγούδια της. Στο περιθώριο της δισκογραφίας της, την έχω δει live να δίνει μια συγκλονιστική a capella ερμηνεία στο «Σε ποιο βουνό», ένα αδέσποτο παλιό λαϊκό τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη.

Η Έλλη Πασπαλά, γεννημένη και μεγαλωμένη στη Νέα Υόρκη, φέρει ένα διευρυμένο μουσικό DNA, όπως παραδέχεται στη συζήτηση μας. Και γι’ αυτό ίσως, λίγα χρόνια μετά από εκείνο το μοναδικό αφιέρωμα της στη Joni Mitchell, ετοιμάζεται να ξαναβγεί στη σκηνή για να ερμηνεύσει στη μητρική τους γλώσσα τον Cole Porter, τον George Gershwin, τον Frank Sinatra και τον Nat King Cole. Σαν Ελληνίδα ή σαν Αμερικάνα; Η ίδια πιστεύει το δεύτερο (έχει και την καλύτερη αγγλική προφορά απ’ οποιονδήποτε άλλο Έλληνα συνάδελφο της) με εμβόλιμο όμως το στοιχείο της ελληνικής φρασεολογίας. 

Σ’ αυτή τη συνέντευξη, πάντως, που δεν μας πήρε πολλή ώρα για να μετατραπεί σε μία άτυπη ψυχανάλυση, η Πασπαλά εκθέτει για πρώτη φορά τις υπαρξιακές της ανησυχίες, τα άγχη και τις ανασφάλειες του καλλιτέχνη, τη σημασία της μητρότητας μαζί με τις σκέψεις της για την πολιτική και την Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ και του 21ου αι.

Θα λέγατε ότι τελούμε υπό καθεστώς μελαγχολίας; Ακόμα κι ο καιρός…

Όχι, ο καιρός δεν είναι μελαγχολικός καθόλου. Μήπως είστε εσείς μελαγχολικός;

Σήμερα ήμουν λίγο, το ομολογώ. Σκεφτόμουν ότι θα συναντήσω κι ένα μελαγχολικό πρόσωπο, εσάς εννοώ.

Α, ευχαριστώ πολύ (γέλια). Δεν μου φτάνουν αυτά που έχω από μόνη μου, έχω κι εσάς από πάνω να μου τα ενισχύετε!

Αίσθηση μου είναι, συγγνώμη.

Μα γιατί;

Δεν είναι κακό να είναι κανείς μελαγχολικός.

Μάλλον και μένα μου το βγάζω αυτό, το θέμα είναι όμως πως δεν θέλω να μου το βγάζω.

Κουβαλάτε πιθανώς μια έμφυτη μελαγχολία.

Πολύ πιθανό…Δεν θα αντισταθώ σ’ αυτό που λέτε, απλώς προσπαθώ να αντισταθώ στην ίδια τη μελαγχολία.

Με ποιο τρόπο;

Θέλω πολύ να γελάω και βρίσκω συνέχεια αφορμές μεσ’ στην ημέρα.

Ψυχαναγκαστικά;

Όχι, όχι ψυχαναγκαστικά. Δεν είμαι και χαζή…Μ’ αρέσει να γελάω και το χαίρομαι και μπορεί να θέλω να το μοιραστώ με κάποιον φίλο. Οπότε όταν βλέπω ή ακούω κάτι…

(τη διακόπτω) Θα τηλεφωνήσετε της Ντόρας Μπακοπούλου, της πιανίστριας!

Εννοείται! Μετά πιάνω τον τηλεφωνικό μου κατάλογο και συνεχίζω.

Σοβαρά τώρα, το κάνετε αυτό;

Ναι, μπορεί να πάρω το γιο μου, ας πούμε, που είναι στην Αγγλία.

Μένει εκεί τώρα ο Τόμι;

Ο Τόμι σπουδάζει στην Αγγλία, έχει μια βδομάδα τώρα που έφυγε για να επιστρέψει στις σπουδές του. Μπορεί να στείλω, λοιπόν, και κάνα μήνυμα σε φίλους στο messenger. Δεν μου αρέσει καθόλου να δημοσιεύω την ιδιωτική μου ζωή και δεν μ’ αρέσει όταν το κάνουν κι οι άλλοι. Το να βάλω μια φωτογραφία από συναυλία μου, είναι ΟΚ. Πείτε όμως ότι βρίσκομαι σε μία παρέα: Απεχθάνομαι πραγματικά όταν βλέπω να ανεβάζουν φωτογραφίες και να λένε «χθες ήμουν εκεί»…

Γιατί σας απωθεί τόσο η έκθεση;

Δεν τη θέλω. Η ιδιωτική μου ζωή ειν’ αυτό! Ιδιωτική. Μία έξοδος με τους φίλους μου είναι για μένα και τους φίλους μου, δεν είναι για μένα και γι’ άλλους χίλιους!

Πριν από 20 χρόνια, όμως, γίνατε εξώφυλλο στο «Δίφωνο» με τον David Lynch και το νεογέννητο παιδί σας.

Εκεί μας είχε δοθεί από τη διεύθυνση του περιοδικού μια πολύ μεγάλη αίσθηση ασφάλειας με μεγάλο σεβασμό, αλλά και με μεγάλη χαρά για το γεγονός ότι είχαμε κάνει τον Τόμι. Έκτοτε, δεν ξανάκανα φωτογράφηση ή γύρισμα μαζί με τον γιο μου. Ήταν μια δήλωση της χαράς μας που κάναμε οικογένεια. Μόνο ο Τόμι δεν είχε δώσει συνέντευξη, αφού ακόμη είχε την πιπίλα στο στόμα του. Ήταν μια χαρά για το περιοδικό, αλλά και για την κοινωνία που έβλεπε να γεννιούνται παιδιά απ’ την κοινότητα των μουσικών.

Ανέκαθεν τη θέλατε τη δημιουργία οικογένειας;

Όταν ήμουν μικρή, για να πειράξω τη μαμά μου, της έλεγα ότι δεν θα κάνω ποτέ παιδιά. Εκείνη πήγαινε να πεθάνει, αφού ήταν ακριβώς το αντίθετο. Κάτι που κατάλαβα πολλά χρόνια αργότερα ήταν το ότι για τη μητέρα μου, η μεγαλύτερη κατάκτηση μιας γυναίκας ήταν η μητρότητα και το να κάνει οικογένεια.

Δεν την αποκτήσατε ποτέ εσείς τέτοια πεποίθηση.

Κοιτάξτε, για μένα η μητρότητα ήταν και είναι μεγαλείο. Αν για ένα πράγμα είμαι υπερήφανη, είναι για την ύπαρξη του γιου μου, το ότι τον θήλασα και τον μεγάλωσα. Είναι μια τρομερή εμπειρία στη ζωή. Δεν μπορούν όλοι να το κάνουν και μ’ αυτό δεν θέλω να το παίξω κατάλληλη μητέρα. Αντιλαμβάνομαι τις δυσκολίες, ώστε καλά κάνουν κάποιοι και δεν κάνουν παιδιά, απ’ την άλλη όμως κρίμα που κάποιοι θα έπρεπε να έχουν κάνει παιδιά. Θα ήταν εξαιρετικοί γονείς, αλλά τους γεμίζει ο φόβος και η ανασφάλεια.

Μου θυμίζετε τον Ηλία Λιούγκο, που όταν έμεινε έγκυος η γυναίκα του, είχε φρικάρει. Σήμερα δεν έχει μεγαλύτερη χαρά στη ζωή του από τον γιο του.

Καλά, ο Ηλίας είναι «ερωτευμένος» με τον γιο του, λιώνει. Εμείς, όταν αποφασίσαμε να κάνουμε παιδί με τον David, ήμουν έτοιμη και το ήθελα. Ήμουν μεγάλη, αλλά δεν πείραζε.

Σας έπιασε κι εσάς το βιολογικό ρολόι της γυναίκας;

Δεν το πήρα ποτέ στα σοβαρά αυτό, ενώ θα μπορούσα όντως να έχω θέμα. Είχα μια εξαιρετική εγκυμοσύνη, κύλησε πάρα πολύ ωραία και δεν ήμουν καθόλου μελαγχολική (γέλια). Ήταν μια υπέροχη περίοδος στη ζωή μου.

Από τις παραστάσεις του Σείριου, στο ZOOM της Πλάκας, τη σαιζόν 1987 – 88, ο Μάνος Χατζιδάκις διευθύνει την Έλλη Πασπαλά στο «In Germany before the war» του Randy Newman

Θέλω να πάμε στους γονείς σας. Πότε έφυγαν για την Αμερική;

Το 1955 μαζί με τα δύο μου μεγαλύτερα αδέρφια, που είχαν γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη. Εγώ κατάγομαι από την Ανατολική Ρωμυλία. Ο μπαμπάς μου γεννήθηκε στη Φιλιππούπολη, σημερινό Πλόβντιβ, και η μαμά μου στο Ασένοβγκραντ, στη Στενήμαχο. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, από το ’25 και μετά, οι οικογένειες τους ήρθαν στη Θεσσαλονίκη, τότε που ήταν ένα πολυπολιτισμικό κέντρο με Τούρκους, Βούλγαρους κι Εβραίους. Εκεί γνωρίστηκαν οι γονείς μου και παντρεύτηκαν από έρωτα, από αγάπη, όχι από συνοικέσιο. Βασικό αυτό!

Μεταφέρεται στα παιδιά, λέτε;

Ναι, αν και πολλές φορές έχω ακούσει για συνοικέσια που οδήγησαν σε έρωτες. Σε άλλες περιπτώσεις, όχι, πάντως εμένα οι γονείς μου ερωτεύθηκαν.

Ήταν ωραίοι άνθρωποι;

Πολύ ωραίοι, πολύ καλοί άνθρωποι, με μια βαθιά αίσθηση και οι δύο της δικαιοσύνης. Θέλανε πολύ να είναι δίκαιοι και έτσι μεγάλωσαν και μας. Με τρία παιδιά, ωστόσο, όσο και να πιστεύει ο γονιός ότι θα τα αναθρέψει το ίδιο, δεν γίνεται. Πρώτα απ’ όλα διαφέρουν οι χαρακτήρες τους, παίζουν ρόλο πολλοί παράγοντες. Πρώτα έκαναν τα δύο αγόρια και έφυγαν για Αμερική προς αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Ο πατέρας μου δεν ήταν οικονομικός μετανάστης, όπως γινόταν τα χρόνια εκείνα. Ο πατέρας μου είχε δουλειά στη Θεσσαλονίκη, αλλά λόγω οικογενειακών πιέσεων, αντί να πει «θα πάω πέντε στενά πιο κάτω», είπε «θα πάω έναν ωκεανό πιο πέρα». Ένας μακρινός συγγενής του’χε υποσχεθεί έτοιμη δουλειά κιόλας. Δυστυχώς, με το που φτάνουν στην Αμερική ο συγγενής αυτός πεθαίνει κι έτσι έμεινε άνεργος ο πατέρας μου σε μια ξένη χώρα με δύο παιδιά. Βέβαια ο πατέρας μου, επειδή είχε βγάλει την Αμερικανική Γεωργική Σχολή, μιλούσε αγγλικά. Η μητέρα μου, όμως, όχι κι αυτό πρέπει να τη δυσκόλεψε. Ο πατέρας μου είχε πολλούς συγγενείς εκεί, η μάνα μου δεν είχε κανέναν. Μετά τους προέκυψα κι εγώ…Σίγουρα δεν με είχαν στο πρόγραμμα (γέλια), αλλά εντάξει, με κράτησαν. Το ότι ήρθε το κορίτσι, μάλλον έκανε και τη μάνα μου να με «κρατήσει».

Είχε ορθοποδήσει η οικογένεια όταν εσείς αρχίσατε να μεγαλώνετε;

Ήμασταν μια φτωχή προς μέση οικογένεια. Όταν γεννήθηκα εγώ, οι γονείς μου μένανε στο Μπρονξ. Ο πατέρας μου έπιασε μια δεύτερη δουλειά με πρώτη αυτή στο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης, το οποίο λεγόταν τότε Idle Wild, εφόσον ακόμη δεν είχε γίνει η δολοφονία του Κένεντι και μετονομαστεί σε JFK. Η δεύτερη δουλειά που έπιασε ήταν του διαχειριστή της πολυκατοικίας, που εκεί οι διαχειριστές έκαναν και μικροδουλειές, σαν του υδραυλικού ή του ηλεκτρολόγου. Έπαιρνε ένα ελάχιστο ποσό, γιατί μας παραχώρησαν το διαμέρισμα και μέχρι ενός σημείου το τηλέφωνο μας, απ’ ότι θυμάμαι. Ήταν μεγάλο πλεονέκτημα να μην πληρώνουμε νοίκι.

Σας άρεσαν τα παιδικά χρόνια στην Αμερική;

Καμιά φορά το σκέφτομαι αυτό και νομίζω πως πρέπει να ήταν πάρα πολύ μελαγχολικά χρόνια. Δεν το έβλεπα έτσι τότε. Οι γονείς μας δεν μας στέρησαν τίποτα, δεν νιώσαμε ότι ήμασταν στερημένοι, μόνο που τελικά ήμασταν! Δεν μπορούσαμε, ας πούμε, να ταξιδέψουμε, δεν ερχόμασταν συχνά στην Ελλάδα. Ευτυχώς που ο πατέρας μου δούλευε για την αεροπορική TWA και είχαμε εισιτήρια. Τα πρώτα χρόνια, βέβαια, ερχόμασταν στην Ελλάδα ανά πενταετία. Δεν πηγαίναμε διακοπές, δεν υπήρχε αυτό. Ο πατέρας μου έκανε τις δύο δουλειές και με το φρικτό κλίμα της Νέας Υόρκης, που έβρεχε συνέχεια, προσευχόμασταν να κάνει καλό καιρό να πάμε καμιά θάλασσα τις Κυριακές. Περνούσε ένα ολόκληρο καλοκαίρι και μπορεί να’χαμε κάνει με το ζόρι δύο μπάνια. Υπήρξε επίσης η ελπίδα της επιστροφής ακόμη και για μένα που είχα γεννηθεί εκεί.

Κι ακούγατε τους γονείς να μιλάνε όλο για την Ελλάδα, υποθέτω.

Μεγάλωσα μιλώντας ελληνικά, που δεν ήταν τόσο καλά όσο τώρα. Μας έστειλαν και τους τρεις στο ελληνικό σχολείο, ενώ υπήρχε έντονο και το ελληνορθόδοξο στοιχείο – η μαμά μου ήταν αρκετά θρήσκα. Ο μπαμπάς μου δεν πίστευε τους παπάδες, δεν τους είχε εμπιστοσύνη δηλαδή.

Δεξιός ή αριστερός ο πατέρας;

Ο μπαμπάς μου ήταν μάλλον καραμανλικός και λέω μάλλον, αφού δεν εκδηλωνόταν. Είχε ζήσει τον πόλεμο και τον Εμφύλιο και είχε το στίγμα του να είναι προσεχτικός. Η μαμά μου καταγόταν από οικογένεια που ήταν όλοι Βενιζελικοί και μετά Παπανδρεϊκοί. Ο μπαμπάς μου μπορεί να ήταν πιο συντηρητικός πολιτικά, η μαμά μου όμως γοητευόταν από τη βασιλική οικογένεια, κυρίως της Αγγλίας (γέλια). Εγώ δεν το’χα αντιληφθεί αυτό και, μάλιστα, μου το αποκάλυψε πρόσφατα ο αδερφός μου. 

Δεν είναι όμορφο να μεγαλώνεις και να μαθαίνεις πράγματα για τους απόντες πια γονείς σου;

Ναι, ελπίζω μόνο να μη μάθω και τίποτα άλλο ακραίο (γέλια)

Κι εγώ το ελπίζω!

Να φανταστείτε, όταν στην Αμερική άρχισα να δραστηριοποιούμαι κατά της χούντας στην Ελλάδα πήγαινα στο Γυμνάσιο. Είχα μπει σε φοιτητικές οργανώσεις. Ο μπαμπάς μου ανησύχησε πάρα πολύ και με απείλησε με έξωση, αν συνέχιζα. Όχι για το φρόνημα μου, αλλά για τον κίνδυνο που θα μπορούσα να διατρέξω. «Δεν έχεις καταλάβει τι κάνουν αυτοί, θα μπεις σε μαύρη λίστα» μου έλεγε και, πράγματι, ακόμη θυμάμαι έναν τύπο που ερχόταν σ’ όλες τις συγκεντρώσεις και φωτογράφιζε – φακέλωνε τους φοιτητές. Στην ουσία, να με προστατεύσει ήθελε ο πατέρας μου.

Μην ξεχνάμε ότι εκείνη την περίοδο οι ΗΠΑ έβριθαν απ’ τα προοδευτικά κινήματα. Υπήρχαν οι χίπις μαζί με την έκρηξη του rock.

Τα αδέρφια μου ήταν πιο πολύ αυτής της γενιάς, εγώ ήμουν μικρότερη. Το καλοκαίρι του 1970 ο πατέρας μου με την παρότρυνση των αδερφών μου, αγόρασε ένα ασύλληπτο στερεοφωνικό σύστημα με κάτι απίστευτα ηχεία που όλη μέρα έπαιζαν στη διαπασών – φαντάζεστε…Ο ένας μου αδερφός ήταν ροκάς, ο άλλος αγαπούσε τη jazz, μαλλιάδες κι οι δύο – όχι υπερβολές – και ωραία παιδιά. Εγώ, έχοντας κλασική παιδεία, άρχισα ν’ ανακαλύπτω τη σκηνή των songwriters. Ήμουν φαν της Joni Mitchell, των Simon & Garfunkel και, βέβαια, των Beatles. 

Ισχύει ότι πήγατε στο ίδιο σχολείο με τη Janis Ian;

Ναι, ένας λόγος που πήγα σ’ αυτό το σχολείο ήταν επειδή τό’χε επιλέξει και η Janis Ian. Την είχα μάθει από τον πρώτο της δίσκο, τότε που σπούδαζε ζωγράφος, γιατί σ’ αυτό το σχολείο σπούδαζες και τέχνες. Αυτή, εκτός απ’ το ταλέντο του song writing, τό’χε και με τη ζωγραφική. Ενθουσιασμένη με τις μπαλάντες της στα 12 – 13 μου, είπα «Θα πάω κι εγώ σ’ αυτό το σχολείο»!

Τη συναντήσατε ποτέ άραγε;

Όχι, ποτέ! Αυτό, όμως, που μου έκανε εντύπωση αργότερα ήταν που την είχε γνωρίσει ο Χατζιδάκις και κάνανε παρέα.

Ο Χατζιδάκις γούσταρε πολύ και τη Melanie.

Και τη Grace Slick, που καμάρωνε για τη φιλία τους! Μα, δεν είναι φοβερό; Ο ένας μου αδερφός, λοιπόν, έβαζε στη διαπασών Jefferson Airplane, Jimi Hendrix, Eric Clapton και Cream – απορώ με τη μάνα μου! Μετά έβαζα εγώ τα δικά μου: Πέρναγα από την κλασική μουσική στην Joni Mitchell.

Σας απωθούσε ο ηλεκτρικός ήχος;

Όχι, καθόλου, απλά έτεινα προς τον πιο μαλακό ήχο. Αυτοί που μου άρεσαν πάρα πολύ ήταν οι Cream, τους θεωρώ ακόμη απίστευτη μπάντα! Και οι Stones μου άρεσαν, αλλά προτιμούσα τους πιο λυρικούς Beatles. Σήμερα θυμήθηκα ότι στο δημοτικό, ένας δάσκαλος που λάτρευα, ήθελε να στήσει μία παράσταση.

Έλληνας;

Όχι, Ιταλοαμερικανός ήταν αυτός. Τον έλεγαν Mr. Comi. Ήθελε να κάνει μια ρετροσεπεκτίβα και μας έβαλε στην τετάρτη δημοτικού να μάθουμε ένα κομμάτι του Benny Goodman. Παράλληλα, άκουγα Frank Sinatra, Ella Fitzgerald και, αργότερα, τη Sarah Vaughan.

Billie Holiday;

Όχι. Τη Billie Holiday την άκουσα περισσότερο όταν ήρθα εδώ. Η Bille Holiday ήταν μαύρο πρόβατο εκείνα τα χρόνια στην Αμερική. Εδώ είδα να την ανακαλύπτουν και πάλι. Ήταν σαφώς πιο αντεργκράουντ, εκεί που ο Nat King Cole, τον οποίο ακόμα λατρεύω, είχε δική του εκπομπή στην τηλεόραση, άρα ήταν πιο mainstream. Απ’ τον άλλο μου αδερφό πρωτάκουσα τον John Coltrane, πήγαμε μαζί και σε μια συναυλία του Dizzie Gillespi. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ μου τη συναυλία αυτή! Ήμασταν σ’ ένα κλαμπ – δεν θυμάμαι ποιο ήταν – και καθόμασταν μπροστά με τα δυο μου αδέρφια πανευτυχείς. Ο μεγάλος μου αδερφός πρέπει να φαινόταν σαν να βρισκόταν στον Παράδεισο! Είχε ένα χαμόγελο απ’ τό’να αυτί μέχρι τ’ άλλο και σε μια φάση τον δείχνει ο Dizzie και άρχισε να μιμείται την έκφραση του! Ο Αργύρης εκείνη τη στιγμή πετούσε στα σύννεφα!

Καμία σκέψη δηλαδή τότε για Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Σαββόπουλο.

Αυτά όλα συνυπήρχαν. Όταν κάποτε ο Μάνος έφτιαχνε τη λίστα με τα τραγούδια για τη «Ρωμαϊκή Αγορά», ήμασταν μέσα σ’ ένα πούλμαν, κάπου πηγαίναμε. Του άρεσε πολύ του Μάνου να φτιάχνει συνέχεια λίστες τραγουδιών. Σημειώνει το «Ήρθε βοριάς, ήρθε νοτιάς» κι εγώ καθόμουν δίπλα του. Πετάγομαι: «Αχ, σας παρακαλώ, θέλω να το πω εγώ αυτό». Σηκώθηκε η τρίχα μου απ’ τη συγκίνηση, αφού αυτό το τραγούδι τό’ξερα απ’ όταν ήμουν πέντε χρονών στην Αμερική.

Δεν σας το έδωσε, όμως.

Λες και τό’κανε επίτηδες…Όχι «λες», το έκανε επίτηδες! Μου κάνει: «Όχι! Αυτό θα το πει ο Λιούγκος»!

Και τελικά το είπαν οι δυο τους ντουέτο στη «Ρωμαϊκή Αγορά».

Το τραγουδούσε ο Λιούγκος και κάποια στιγμή μπήκε στο στούντιο ο Μάνος για να του το υποδείξει, σαν «φωνή – οδηγός». Ο Σμυρναίος το κράτησε και μπήκε έτσι στο δίσκο. Έλεγα, λοιπόν, ότι στο σπίτι μας έμπαιναν τότε ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Μαρκόπουλος. Ο Σαββόπουλος ήρθε πιο αργά, αρχές του ’70, κι ο ένας αδερφός μου έγινε μεγάλος φαν του. Ένας φίλος του πατέρα μου μας είχε φέρει μια κούτα με βινύλια, που εκεί μέσα υπήρχαν ο Τσιτσάνης κι ο Παπαϊωάννου, άλλο ένα κεφάλαιο! Μετά ήρθαν τα δημοτικά με τους Χαλκιάδες. Ήμουν στο Γυμνάσιο και είχε έρθει ένας Ινδός μουσικός κλασικής μουσικής, φλαουτίστας. Ενθουσιάστηκα αμέσως, αλλά εδώ θέλω να πω ότι από τα 14 μου έκανα μαθήματα πιάνου σε παιδάκια. Ήθελα ανεξαρτησία, δεν μ’ άρεσε να ζητάω απ’ τους γονείς μου, γιατί αυτό το «Τι θα τα κάνεις τα λεφτά;» μου έσπαγε τα νεύρα! Έτσι, μπορούσα κι αγόραζα δίσκους, βιβλία ή πήγαινα στον κινηματογράφο, άντε και σε καμία συναυλία αν είχα παραπάνω χρήματα. Έτσι αγόρασα και το δίσκο αυτού του Ινδού μουσικού κι έτσι κυλούσε γενικά η ζωή μου.

Μου περιγράφετε μια κάπως συντηρητική ζωή: Σπίτι, μαθήματα, ποιοτικά ενδιαφέροντα.

Μα κάπως έτσι δεν μεγαλώνουν όλα τα παιδιά;

Υπήρχαν έρωτες;

Ε, βέβαια, αστειεύεστε; Πολύ παθιασμένοι έρωτες από πολύ μικρή ηλικία. Η πιο σοβαρή μου πρώτη σχέση έγινε στα 14 μου, πριν ήταν φλερτάκια. Το πράγμα συνεχιζόταν…Τώρα που το σκέφτομαι, εκείνα τα χρόνια ήμουν συνέχεια ερωτευμένη. Και πρόσωπο να μην υπήρχε, άκουγα μουσική και ερωτευόμουν.

Η μουσική ήταν η ζωή σας. Όχι πρωτότυπο, αλλά αληθινό.

Ναι, αλλά διάβαζα και λογοτεχνία επίσης. Ήταν και μία περίοδος που διάβαζα πολύ θέατρο, θεατρικά έργα.

Γιατί ειδικά θέατρο;

Μου άρεσε πολύ και σκέφτηκα μήπως γινόμουν ηθοποιός.

Στη Λένα Πλάτωνος είχα πει πως άμα γινόταν ηθοποιός και, μάλιστα κωμίκα, ενδεχομένως να είχε λύσει όλα της τα προβλήματα.

(γελάει πολύ) Το πιστεύω! Και εγώ το ίδιο θα έκανα, κωμωδία. Δεν θέλω να παίρνω τον εαυτό μου στα σοβαρά, θέλω να τον διακωμωδώ.

Το έχω καταλάβει.

Αλήθεια; Από που;

Πριν πολλά χρόνια μετείχατε σε ένα σχήμα με άλλους δύο τραγουδιστές, οι οποίοι μάλωναν για το ποιος θα έμπαινε πρώτο όνομα. Πετάγεστε εσείς και λέτε: «Εμένα βάλτε με τέταρτη, δεν με νοιάζει»!

Δεν έμενα ποτέ σ’ αυτά, τα βαριέμαι και τα βαριέμαι και στους άλλους. Βέβαια, αυτό με έκανε να μη διεκδικώ τα πράγματα όσο θα έπρεπε. Έχω παρεξηγηθεί γι’ αυτό.

Ως προς τι;

Κάποιοι με θεωρούν τεμπέλα, επειδή δεν είμαι συνέχεια στο προσκήνιο. Ότι δεν έχω κάτι να πω…

Σας έχουν πει σνομπ;

Ναι, βέβαια, πολύ. Συνήθως. Επίσης, μου είναι δύσκολο να διεκδικήσω κάτι που θεωρώ αυτονόητο.

Αν δεν το θεωρούν οι άλλοι, όμως;

Είναι αλήθεια αυτό. Ελάττωμα μου, λάθος μου. Το συζήταγα πρόσφατα και με τον γιο μου.

Κι όταν σας αδικούν, τι κάνετε;

Αναλόγως…Αν δεν μ’ ενδιαφέρει ο άλλος, γίνομαι κι εγώ απόλυτη και διεκδικώ. Όταν αγαπώ τον άλλον, δυσκολεύομαι πάρα πολύ.

Σας κερδίζουν εύκολα οι άνθρωποι ή κρατάτε αποστάσεις ασφαλείας;

(σκέφτεται αρκετά) Δεν θα έλεγα ότι ενθουσιάζομαι εύκολα. Δεν κρίνω, αλλά διαπιστώνω ότι αυτό θέλει χρόνο και για μένα και για τους άλλους. Μπορεί εμείς οι δύο σήμερα να περάσουμε όμορφα, αλλά θα είναι σήμερα. Θα τό’χω μαζί μου σαν ανάμνηση μεθαύριο, αλλά δεν παρασύρομαι όπως άλλοι άνθρωποι από μια ωραία συνάντηση. Θεωρώ ανώριμη μια διαφορετική προσέγγιση κι εγώ είμαι πολύ πιστή στο χρόνο, πιστεύω πάρα πολύ στη δύναμη του.

Θα έχετε και μεγάλη υπομονή.

Έχω υπομονή και καμιά φορά δεν έχω, αλλά μόνο με κοντινούς μου ανθρώπους, όπως με τον γιο μου.

Αυτή είναι σχέση μάνας – παιδιού, δεν προϋποθέτει κανένα ρίσκο.

Θέλουν χρόνο όλα τα πράγματα, οι σχέσεις, η μουσική, ακόμη κι η ίδια η σκέψη.

Γι’ αυτό ίσως δεν είστε δραστήρια στα social media, που όλοι πετάνε μια σκέψη αβασάνιστα.

Δεν σκέφτονται οι άνθρωποι, μου κάνει μεγάλη εντύπωση. Εδώ βλέπεις έναν Τραμπ που βγαίνει και λέει τέρατα και είναι αρχηγός μιας υπερδύναμης. Λες «Πως γίνεται αυτό το πράγμα;»

Μια και αναφέρεστε στον Τραμπ, είναι γνωστό πως τον ψήφισε το σύνολο των Ελλήνων της Αστόρια.

Τον ψήφισαν πολλοί, αλλά ξέρω και πολλούς Έλληνες που δεν τον ψήφισαν. Ακούστε να δείτε, το θέμα είναι πολύπλοκο: Δεν υπάρχει ένας Ελληνοαμερικανός, ένα είδος, μία συμπεριφορά. Παλιότερα στην Αμερική πήγαιναν άνθρωποι που είχαν πολλών ειδών προβλήματα και, κυρίως, οικονομικά. Οι Έλληνες αυτοί δεν είχαν εδώ την ευκαιρία να μορφωθούν κι εκεί πήγαιναν με μια σχεδόν ανύπαρκτη παιδεία. Βρέθηκαν σε μια χώρα που έπεσαν με τα μούτρα στην εργασία και μάθανε κουτσά – στραβά πέντε αγγλικά. Δεν μιλούσαν ούτε από δω καλά ελληνικά, πολλοί μπορεί να ήταν και τελείως αναλφάβητοι. Μιλάμε για ανθρώπους του δημοτικού ή των πρώτων τάξεων του Γυμνασίου, στην καλύτερη. Εκεί επίσης δεν μπόρεσαν να μορφωθούν, αφού δούλευαν συνέχεια. Αυτό τι κάνει; Μην έχοντας τα φόντα να προχωρήσεις στη ζωή σου, συντηρείς αυτό που έχεις, την παράδοση σου ενδεχομένως, μαζί όμως με τη μιζέρια που είχες πριν πας εκεί. Νομίζω πως αυτό έχει αλλάξει κάπως. Οι νέες γενιές είναι αυτά τα παιδιά που μεγάλωσαν μ’ αυτούς τους γονείς, οπότε ούτε κι αυτά τα παιδιά δεν μάθανε ποτέ να μιλάνε καλά ελληνικά. Πας και σου πετάνε «Γεια σου, κού-κλα μου» (μιμείται την αμερικανική προφορά)…Το παράδοξο είναι πως οι Έλληνες, όπως και οι Εβραίοι της Αμερικής, δίνουν μεγάλο βάρος στη μόρφωση, στέλνουν δηλαδή τα παιδιά τους στο σχολείο. Θέλουν οπωσδήποτε τα παιδιά τους να μπουν στο πανεπιστήμιο, ασχέτως αν σήμερα τα αμερικανικά πανεπιστήμια είναι μία τελείως διαφορετική κατάσταση. Βλέπεις, όμως, καλούς γιατρούς, δικηγόρους και επιστήμονες να έχουν σπουδάσει στην Αμερική. Οι Έλληνες δεν είναι μόνον αυτοί που έχουν τα καφέ και τα σουβλατζίδικα στην Αστόρια. Αυτοί είναι εργατικοί, αλλά συντηρούν οπισθοδρομικές καταστάσεις.

Σας λείπει η Αμερική, πηγαίνετε καθόλου;

Ναι, μου λείπει και ήμουν εκεί τον περασμένο Μάρτιο. Δυστυχώς δεν έχουμε κανένα περιουσιακό στοιχείο στην Αμερική πια και φιλοξενούμαι σε πολύ αγαπητούς και φιλόξενους φίλους. Μου κοστίζει αυτό λίγο, με θλίβει που εκεί γεννήθηκα και μεγάλωσα και δεν έχω έναν δικό μου χώρο. Η κολλητή μου φίλη, απ’ το Γυμνάσιο, έχει φύγει από τη Νέα Υόρκη και μένει στη Φιλαδέλφεια. Έκανα ένα αστραπιαίο ταξίδι για να πάω να τη δω. Ακόμα κι αυτή έχει φύγει από τη Νέα Υόρκη…Είναι δύσκολο, αλλά η ζωή συνεχίζεται.

Εδώ εμείς θλιβόμαστε που περνάμε απ’ την παλιά γειτονιά μας και συνειδητοποιούμε πόσο έχει αλλάξει.

Ακριβώς…Η Νέα Υόρκη όμως έχει γίνει μη βιώσιμη για κάποιον που δεν έχει πολλά λεφτά. Είναι πανάκριβη. Απορώ, πώς ζουν οι φοιτητές εκεί; Αυτό με στενοχώρησε πάρα πολύ…Ένας νέος καλλιτέχνης, ένας ζωγράφος, ένας γλύπτης, πως θα τα βγάλει πέρα στη Νέα Υόρκη; Έχει γίνει απαγορευτική! Μόνο σκουπίδια φαΐ μπορείς να φας, ένα καλό φαγητό κοστίζει πανάκριβα. Ο γιος μου, ας πούμε, πήγε ένα χρόνο για σπουδές στην Αμερική και δεν του άρεσε καθόλου, δεν ήθελε να την ξαναδεί. Βέβαια, δεν ήταν στη Νέα Υόρκη.

Ο πατέρας του, ο David Lynch, είναι Νεοϋρκέζος;

Όχι, ο David είναι από το Λος Άντζελες. Ο γιος μου είναι στην Αγγλία τώρα, αλλά και πάλι δεν τρελαίνεται. Θέλει να μείνει εδώ ο Τόμι, στην Ελλάδα. Δεν μ’ ενοχλεί αυτό, απλώς όταν ήταν μικρούλης κι εδώ ξέσπασε η κρίση, ήθελε να φύγουμε. «Ακόμα να πειστείς ότι πρέπει να σηκωθούμε να φύγουμε; Τι άλλο θες να δεις;» μου έλεγε. Κι εγώ του έλεγα: «Τόμι μου, να φύγουμε να πάμε που;»

Κι εγώ σας λέω ότι φεύγατε. Δεν θα’πρεπε εκεί να ξεκινήσετε καριέρα απ’ την αρχή;

Σίγουρα. Ήμασταν και ήδη χωρισμένοι πολλά χρόνια με τον David. Εγώ εδώ θέλω να ζήσω και ο David, που το έχουμε κουβεντιάσει, επίσης εδώ θέλει να ζήσει. Τα πράγματα έχουν δυσκολέψει και θλιβόμαστε, αλλά όπως όλος ο κόσμος. Δεν εξαιρείται κανείς, ακόμη κι αυτοί που είχαν πολλά λεφτά. Το πολύ θλιβερό για μας ήταν η κατάρρευση της δισκογραφίας. Θαυμάζω τα νέα παιδιά που βγάζουν τα δικά τους πράγματα στο internet, δεν βλέπω να μπορεί να γίνει κάτι άλλο.

Τα ακούει κανείς, πιστεύετε;

Δεν ξέρω, εσείς θα μου πείτε, που είναι η δουλειά σας.

Δύσκολα θα ανακαλύψεις κάτι καινούργιο.

Νομίζω, πως να το πω, ότι τα περισσότερα δεν είναι καλά…

Την ίδια κουβέντα ακριβώς είχαμε πριν μια βδομάδα με την Τάνια Τσανακλίδου.

Με ρώτησε κάποιος αν παρακολουθώ το νέο ελληνικό τραγούδι. Το βαριέμαι…Βαριέμαι αφάνταστα.

Δικαιούστε ίσως να το λέτε εσείς με τόσα που έχετε κάνει.

Ναι, είμαι πολύ τυχερή γι’ αυτά που έχω κάνει και για τους ανθρώπους που συνάντησα, αλλά πιστεύω πραγματικά ότι θα υπάρξει μια Αναγέννηση που θα’ρθει από κει που δεν το περιμένουμε και που μπορεί εγώ να μην το ακούσω καν.

Να διαφύγει της προσοχής σας;

Ναι, όταν υπάρχουν τόσες πολλές πηγές. Με ρωτάνε «Που να σας στείλω αυτό;» και βλέπεις ότι υπάρχουν το inbox, το messenger, το email, το viber…Παλιά είχαμε ένα τηλέφωνο, με έπαιρνες και μ’ έβρισκες. Φτάνει, δεν φτάνει αυτό; Τρελαίνομαι και μ’ αυτά που υπάρχουν στο YouTube. Παρασύρομαι, βάζω ν’ ακούσω κάτι και σκάει από κάτω το άλλο και τ’ άλλο και τ’ άλλο..Ξεκινάω απ’ την Αθήνα και φτάνω στο Πεκίνο στο τέλος. Κουράζομαι, δεν μπορώ.

Μένει τελικά κάτι απ’ όλη αυτή την υπερπληροφόρηση;

Όλοι μας μια συγκίνηση αναζητάμε. Θα την εισπράξουμε…(σ.σ. από τα ηχεία του «Black Duck Garden» ακούγεται το «Mrs. Robinson» των Simon & Garfunkel. Σταματά να μιλάει και αφουγκράζεται) Τι όμορφο που’ναι αυτό το τραγούδι!

Τι σας συγκινεί σ’ ένα τραγούδι, η μουσική ή ο στίχος;

Καλώς ή κακώς, ανέκαθεν ήμουν ακουστικός μουσικός τύπος. Μπορεί να με ελκύσει όχι μια μελωδία, αλλά ένα χρώμα, μια ενορχήστρωση συναρπαστική. Μετά θα ακούσω τον στίχο, στον οποίο θα εστιάσω απόλυτα ως τραγουδίστρια.

Θέλω να πάμε στον οριστικό επαναπατρισμό σας και τη γνωριμία με τον Μάνο Χατζιδάκι.

Είχε μόλις κατέβει η παράσταση της «Πορνογραφίας» και θα γινόταν ο δίσκος, στον οποίο αντικατέστησα τη Μαίρη Δαλάκου στη Ρόζα Εσκενάζυ απ’ τις «Τρεις Ρόζες». Είχε ένα θέμα με τη φωνή της, νομίζω, και ο Χατζιδάκις βιαζόταν. Αυτό είχε φτάσει σε μένα.

Έτσι είναι, μου τα έλεγε η ίδια επίσης σε πρόσφατη συνέντευξη.

Αρχικά πήγα να δώσω μία κασέτα με τη φωνή μου στον Μάνο και με πετυχαίνει ο Τάσος Καρακατσάνης. Δεν πίστευα ότι θα την άκουγε ποτέ! Ο Καρακατσάνης με ήξερε γιατί είχα τραγουδήσει στο πρώτο φεστιβάλ τραγουδιού της Ιθάκης το καλοκαίρι του ’82 με δήμαρχο έναν Αρσένη, αν τα λέω σωστά. Πολλοί και διάφοροι ήταν εκεί και ο Τάσος έκανε τις ενορχηστρώσεις. Έπαιζαν όλοι οι μουσικοί του Μάνου, ο Σκούρας, ο Άνθης, ο Ταχιάτης, ο Καζιάνης. Να σας πω και μια αστεία ιστορία: Εκεί συμμετείχε κι ένας συνθέτης πολιτικού τραγουδιού που δεν θα αποκαλύψω το όνομα του. Έπρεπε να φέρει παρτιτούρες για τα κομμάτια του, αλλά δεν τό’χε πολύ, δεν ήταν του χεριού του. «Α, πρέπει να φέρεις παρτιτούρες, δεν γίνεται» του είπε ο Καρακατσάνης αυστηρά. Έγραψε αυτός κάτι νοτίτσες εκεί, αλλά δεν ήξερε πως να γράψει τις παύσεις. Πάνω στο πεντάγραμμο, λοιπόν, σημείωσε: «Εδώ, άραξε»! (έχουμε σκάσει στα γέλια) Αν θυμάμαι, εκεί είχαν τραγουδήσει κι η Πρωτοψάλτη με τον Ηλία Ανδριόπουλο κι εγώ ήμουν μια νεαρή Ελληνοαμερικάνα που τραγουδούσα μελοποιημένο Κάλβο μελοποιημένο από μία άλλη Ελληνοαμερικάνα συνθέτρια. Το φεστιβάλ, μάλιστα, είχε επίτιμο καλεσμένο τον ποιητή – στιχουργό Δημήτρη Χριστοδούλου. Ήρθε με τη γυναίκα του, γίναμε φίλοι, κάναμε παρέα. Δεν ήταν λίγο για ένα κορίτσι που μόλις είχε έρθει απ’ την Αμερική. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαγγελματική τραγουδιστική εμπειρία. Ο Καρακατσάνης, λοιπόν, μου λέει: «Δεν θα δώσεις καμία κασέτα στον Χατζιδάκι, θα σε πάω εγώ στον Μάνο»! Μετά από λίγες μέρες κλείσαμε οντισιόν με τον Μάνο στο Polysound. Το ραντεβού ήταν στις δύο και ο Μάνος ήρθε στις έξι (γέλια)

Από την «Πορνογραφία» ξεκίνησε μια στενή συνεργασία με τον Χατζιδάκι που συνεχίστηκε με τις «Μπαλάντες της οδού Αθηνάς», το «Memed, my hawk», τη «Ρωμαϊκή» και τη «Λαϊκή Αγορά».

Ευτυχώς, γιατί με την αλαζονεία της ηλικίας, δεν την ψώνισα ως παιδί του Χατζιδάκι. Αυτό, το «παιδί του Χατζιδάκι», άρχισε να καλλιεργείται αργότερα στον Τύπο. Εγώ ήμουν πολύ προσεχτική και πιστή απέναντι του. Όταν ήμουν στο περιβάλλον του, στην παρέα του, άκουγα και δεν μιλούσα. Κάποτε μια λαϊκή τραγουδίστρια της πίστας. που οι εφημερίδες «καλλιτέχνιδα» την ανέβαζαν και «καλλιτέχνιδα» την κατέβαζαν, άρχισε να μ’ απασχολεί ως φαινόμενο, αφού εγώ μόνο τη Φλέρυ Νταντωνάκη παραδεχόμουν ως καλλιτέχνιδα! Συνάντησα μια μέρα τον Νίκο Γκάτσο που έτρωγε στο GB Corner, το στέκι του. «Πως γίνεται» τον ρώτησα, «να την αποκαλούν αυτήν καλλιτέχνιδα;» Κι ο Γκάτσος ήρεμα μου απαντάει: «Υπάρχουν καλοί και κακοί καλλιτέχνες». Είναι ότι ακριβώς είχε πει για τα τραγούδια και ο Duke Ellington: «There’ s good music and there’ s bad music».

Έχετε παρατηρήσει ότι τα τελευταία χρόνια οι τραγουδίστριες του σκυλάδικου στα 80s χαρακτηρίζονται σήμερα ως «θεές», «ντίβες» κλπ.;

Το βλέπω κι εγώ αυτό. Ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80 από συναδέλφους σας, δημοσιογράφους, που πήγαιναν για να σπάσουν πλάκα, να γελάσουν και να πετάξουν γαρίφαλα. Έγινε ολόκληρη «σκηνή» αυτό το πράγμα.

Κι απ’ την άλλη, το ίδιο δεν έκανε και ο Χατζιδάκις όταν έδινε βήμα στον Φλωρινιώτη;

Ο Μάνος δεν έβαλε τον Φλωρινιώτη να τραγουδήσει αυτά που έλεγε. Ο Χατζιδάκις ήθελε να προκαλέσει και δεν είναι το ίδιο πράγμα. Δεν θα μπορούσε κανείς να τον θεωρήσει υπεύθυνο για την απενοχοποίηση του σκυλάδικου.

Σαφώς. Ίσως τον Μίκη Θεοδωράκη περισσότερο, όταν προσέγγιζε από τότε τραγουδιστές της πίστας.

Ο Μάνος εκτιμούσε το λαϊκό που έφερε έναν πολιτισμό, μία αισθητική. Ο Χατζιδάκις καταλάβαινε το «λαϊκό» και το εκτιμούσε βαθύτατα. Αυτό που δεν αγαπούσε ήταν ο λαϊκισμός. Οι εποχές αλλάζουν, είπαμε, κι αν επιτρέψουμε στον εαυτό μας να μελαγχολήσει γι’ αυτό, θά’ναι θλιβερό. Η ζωή πάει μπροστά και πρέπει ν’ αναζητήσεις τη χαρά, τον έρωτα, την υγεία στο μέλλον. Διαφορετικά πάμε σε συντηρητισμό, φόβο και παθολογικές καταστάσεις. Δεν είναι κι ωραίο να λες μονίμως ότι παλιότερα ήταν καλύτερα. Σκεφτείτε να σ’ ακούει ένα παιδί να λες ότι το παρελθόν ήταν καλύτερο απ’ το σημερινό παρόν. Δεν μπορούμε να είμαστε τυφλοί στα τωρινά καλά πράγματα. Δεν θα λυθούν όλα τα προβλήματα και θα προστεθούν κι άλλα, όμως ο καθένας ας βάλει το λιθαράκι του για το μέλλον.

Σκέφτομαι ότι εσείς ήσασταν τυχερή…

(με διακόπτει) Για πολλούς λόγους!

Συνεχίζω: Που αποσχιστήκατε από τον Μάνο Χατζιδάκι πριν φύγει από τη ζωή.

Εγώ θεωρούσα πάντα τον εαυτό μου τραγουδίστρια, όπως και ο Βασίλης Λέκκας τον εαυτό του – πιστεύω -, ενώ ο Λιούγκος και η Βενετσάνου έγραφαν από νωρίς τα δικά τους τραγούδια. Εγώ ήμουν πιστή στον Μάνο, αλλά ήθελα να συνεργαστώ και με συνθέτες της ηλικίας μου, της γενιάς μου.

Ο Χατζιδάκις το ήθελε αυτό;

Το ενθάρρυνε, αλλά πάντα υπό τη δική του επίβλεψη. Ο Λιούγκος, ας πούμε, ακόμη και τώρα θεωρεί τον εαυτό του περισσότερο τραγουδοποιό παρά τραγουδιστή. Εγώ ήθελα να συνεργαστώ μ’ άλλους ανθρώπους, εκεί που μου έλεγαν στην αρχή: «Ποιον θα βρεις που να’ναι ισάξιος με τον Χατζιδάκι;» Μα δεν ήταν αυτό το θέμα! Πες ότι ο Χατζιδάκις μπορεί να μην ήθελε να γράψει για μένα ή να μην ήθελε να ξαναγράψει γενικώς. Εγώ δεν ήμουν δημιουργός, γι’ αυτό βρήκα μεγάλο καταφύγιο σε τραγούδια που είχαν ήδη τραγουδηθεί: Βρήκα, ας πούμε, το «Yioukali» που ξετρελάθηκα κι ήθελα οπωσδήποτε να το πω και στον Σείριο και στο δίσκο «Στη λάμψη του φεγγαριού».

Μάλιστα. Εκεί ήταν κι η διένεξη σας με τον Μάνο, έτσι;

Ναι, ναι, τα ξέρετε καλά…

Διένεξη που οδήγησε τον Χατζιδάκι να βγάλει στον Σείριο τα «Είδωλα» με την Αλίκη Καγιαλόγλου, ενώ εσείς ήδη είχατε βγάλει το άλμπουμ στην ΑΚΤΗ της SONY. Δύο δίσκοι με σχεδόν ίδιο ρεπερτόριο.

Η ιδέα ήταν παρόμοια, κινηματογραφικά τραγούδια, αλλά στο δικό μου δίσκο υπήρχαν κι άλλα του Piovani ή του Randy Newman, που δεν ήταν από το σινεμά. Τραγούδησα επίσης τραγούδι του Kurt Weill από εκείνον τον εκπληκτικό δίσκο του με την Teresa Stratas. Ξέρετε ότι γνώρισα την Teresa Stratas πριν από δύο χρόνια;

Αλήθεια, που συνέβη αυτό;

Στη Νέα Υόρκη, πήγα σπίτι της. Περάσαμε μαζί σχεδόν δύο 24ωρα, ήταν μοναδική εμπειρία! (στο σημείο αυτό, μου μιλάει αρκετά για τη συνάντηση της με την Teresa Stratas. Βγάζει το κινητό της και μου δείχνει φωτογραφίες με την ίδια και τη Stratas σε τρυφερούς εναγκαλισμούς. Όταν της ζητάω να δημοσιεύσω μία απ’ αυτές τις φωτογραφίες, μου απαντάει: «Αυτό δεν έχει κανένα νόημα. Όχι, sorry»)…

Ήταν τέτοια η θέληση σας να απεξαρτηθείτε από τον Χατζιδάκι, υποθέτω, ώστε τολμήσατε να κάνετε δίσκο σε άλλη εταιρεία.

Είναι μεγάλη ιστορία. Ο Μάνος άρχισε λίγο να με εμπαίζει κι αυτό δεν μου άρεσε, ήμουν μόλις 30 ετών και δεν ένιωθα ωραία…

Το «εμπαίζει» ίσως ακούγεται βαρύ ως έκφραση.

Άρχισε λίγο να με παίζει συναισθηματικά. Ήξερε ότι ήμουν ευάλωτη.

Πολλοί ομοφυλόφιλοι κατά καιρούς γίνονται διεκδικητικοί με τις γυναίκες.

Αυτό μου τό’χε πει ο γιος του, ο Γιώργος Χατζιδάκις. Ότι ήταν τελείως «γκομενική» η φάση μου με τον Μάνο.

Έχω ακούσει πως δεν άφηνε κανένα άλλο αρσενικό να πλησιάσει την Ηδύλη Τσαλίκη στους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Κέρκυρας, «δική μου ειν’ αυτή» έλεγε…

(γελάει πολύ) Δεν το ήξερα! Ήξερε ο Μάνος πόσο εγώ τον λάτρευα και στην πορεία φανερώθηκαν κάποιοι δημοσιογράφοι, οι οποίοι ήθελαν να βγάλουν «βρώμα» για τον Μάνο! Δεν υπήρξε φυσικά καμία «βρώμα» κι εγώ δεν είχα να πω τίποτα απολύτως. Και να είχα, δεν υπήρχε περίπτωση να έλεγα τίποτα! Δεν είχα, όμως, όπως δεν έχω μέχρι σήμερα! Εξακολουθώ να τον αγαπώ και να τον θαυμάζω, αλλά ευτυχώς υπάρχει η μουσική του. Μας λείπει πολύ, λείπει η δημόσια παρουσία του και ο λόγος του.

Ακούτε τη φωνή σας στις ηχογραφήσεις με τον Χατζιδάκι;

Αναγκαστικά για να θυμηθώ κάτι, αλλά γενικά δεν μ’ αρέσει ν’ ακούω τον εαυτό μου. Ούτε όταν πρέπει δεν τον ακούω! Τι να κάνω, να κάθομαι ν’ ακούω τον εαυτό μου; Είναι τρέλα αυτό, είναι άρρωστο (γέλια)

Όταν, ας πούμε, κάνατε τον πρώτο δίσκο με τον Στάμο Σέμση, ποιοι ήταν οι πρώτοι που τ’ άκουσαν;

Τα αδέρφια μου, αν θυμάμαι καλά, οι δικοί μου άνθρωποι. Τώρα μεγάλο ρόλο παίζει για μένα η γνώμη του γιου μου. Είναι πολύ καλός μουσικός, αν και τώρα σπουδάζει Ιστορία και Πολιτικές Επιστήμες. Θα δούμε…Είναι μουσικό ταλέντο, αλλά είναι και δύσκολο για ένα παιδί να’χει δύο γονείς μουσικούς. Παίζει μάλιστα σαξόφωνο, ότι παίζει και ο πατέρας του.

Θα θέλατε ν’ ασχοληθεί με τη μουσική;

Θα ήθελα ν’ ασχοληθεί και με τη μουσική. Να’ χει έντονη παρουσία η μουσική στη ζωή του.

Πόσο μοναχική είστε;

Τα τελευταία χρόνια, αρκετά. Πρώτα δεν ήμουν. Καθόλου…

Σας αγρίευε η μοναξιά;

Πολύ, πολύ…Την απέφευγα…Τώρα πέρασα στην άλλη άκρη.

Την αποφεύγατε να μη μείνετε μόνη εσείς κι ο εαυτός σας;

Ναι. Φοβόμουν να μείνω μόνη, την προοπτική ότι θα’μαι μόνη μου. Δούλεψα πάνω σ’ αυτό γιατί δεν μ’ αρέσει να φοβάμαι τίποτα. Δεν μ’ αρέσει να ζω με το φόβο. Φοβάμαι την ασθένεια και μου’χουν συμβεί τρομερά πράγματα.

Υπήρξατε χειραφετημένη ως γυναίκα;

Πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Νομίζω πως ναι. Και νομίζω γι’ αυτό μπορώ να είμαι μόνη μου και δεν ένιωσα ποτέ εξαρτώμενη.

Συναισθηματικά;

Συναισθηματικά υπήρξα πολύ εξαρτώμενη, αλίμονο! Στη ζωή, επαγγελματικά, καλλιτεχνικά κλπ. ήμουν πάντα αυτάρκης και δεν ήθελα να με αντιμετώπιζαν διαφορετικά απ’ τα αγόρια αδέρφια μου, πόσο μάλλον μέσα σε μια ελληνική οικογένεια της Αμερικής που τα αδέρφια μου ήταν εννέα και εφτά χρόνια μεγαλύτερα.

Θυμάμαι τη Χαρούλα Αλεξίου που πριν μερικά χρόνια, σε μια κρίση ειλικρίνειας, μου είχε πει πως θα’θελε να’χε έναν άντρα να μυρίζει τη φανέλα του.

Ωραίο είναι να μυρίζεις τη φανέλα του άντρα, αρκεί να μυρίζει ωραία! Η φανέλα! Ωραίο, δεν το συζητώ…

Δεν σας ακούγεται κάπως φετιχιστικό;

Μπορείς να το πας εκεί, να το κάνεις εσύ φετιχιστικό, δεν είναι ανάγκη όμως να γίνει. Η συντροφικότητα είναι ωραία, ο έρωτας είναι σπουδαίος…Εγώ θυμάμαι την Κική Δημουλά σε μία συνέντευξη. Τη ρώτησαν για τον έρωτα και το θεώρησε γελοίο στην ηλικία της.

Μη μου πείτε ότι ταυτίζεστε. Η Δημουλά είναι κατά πολύ μεγαλύτερη σας.

Όχι, ίσα – ίσα, με ενόχλησε. Δεν μου άρεσε…Δεν θα έπρεπε οι άνθρωποι να γυρνάνε την πλάτη στον έρωτα, γιατί τα απρόοπτα είναι πολλά, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να σου συμβεί. 

Εσείς διατηρείτε άσβηστη τη φλόγα μιας αγάπης, ενός έρωτα που θα’ρθει;

Ε βέβαια, ωραίο δεν είναι αυτό; Έστω και σε φανέλα! (γέλια)

Έχετε πει πολλά όχι σε συνθέτες;

Πάρα πολλά. Δεν το μετάνιωσα.

Τραγούδια που δεν είπατε, έγιναν επιτυχίες με φωνές άλλων;

Δεν ξέρω. Μπορεί όταν βγαίνει κάτι και γίνεται επιτυχία να μη σημαίνει πως θα γινόταν επιτυχία και με τον άλλον.

Έχω να παρατηρήσω πως δεν ήσασταν ποτέ η αμιγώς λόγια τραγουδίστρια. Κάνατε δηλαδή από νωρίς ποπ τραγούδια και ηλεκτρονική μουσική. Δεν το λέω υποτιμητικά, μην παρεξηγηθώ, αλλά ήσασταν πιο «ανάλαφρη», πιο mainstream.

Το παρελθόν δείχνει τις επιρροές μου, το μουσικό μου DNA είναι πάρα πολύ διευρυμένο. Κλασική, jazz, pop, rock, folk, δημοτικά, λαϊκά, ρεμπέτικα, Χατζιδάκις, Ξαρχάκος…Δεν ήθελα ποτέ, όπως είπε ευφυώς και η Jessey Norman, οι «καβουρότρυπες νά’ναι για τους κάβουρες». Εμένα πάντα δεν ήξεραν που να με κατατάξουν όταν ακόμη πωλούνταν δίσκοι. Που να με βάζανε; Στα ελληνικά, στα ξένα, στο λεγόμενο έντεχνο, που’ναι και απαράδεκτο ως όρος; Θυμάμαι ότι έκανα κλασικό τραγούδι και τραγουδούσα Mozart κι είχα ένα φίλο μαέστρο, πολύ προικισμένο μουσικό. Γυρνάω και του λέω: «Θέλω να τραγουδήσω τραγούδια του Michael Jackson»! «Τραγούδησε τα» μου απαντάει πολύ απλά και μιλάμε για έναν μουσικό από Pucchini και πάνω!

Τώρα που το λέτε, σας έχω ακούσει να τραγουδάτε το «Like a prayer» της Madonna κι ήσασταν συγκλονιστική.

Ευχαριστώ πολύ! Τώρα έχω πάει αλλού, έφυγα από κει, αυτό ήταν το 2003! Γι’ αυτό και τώρα, μ’ αυτό που ετοιμάζω, συνεργάζομαι με την αφρόκρεμα της jazz, χωρίς να είμαι jazz τραγουδίστρια: Με τον David Lynch, τον Τάκη Φαραζή, τον Πέτρο Βαρθακούρη και τον Βασίλη Ποδαρά. Αυτοί θα με περιβάλλουν κι έτσι θα μπω κι εγώ μεσ’ στην παράσταση.

Δεν πιστεύετε πως είναι ένα ρίσκο αυτή η παράσταση;

Ναι. Εδώ, βέβαια, θα ακουστούν jazz standards, δεν θα βγω να πω τα πολύ εξειδικευμένα κομμάτια.

Ήταν δική σας ιδέα;

Όχι, η ιδέα ήταν της Ευανθίας Ρεμπούτσικα. Κάναμε διακοπές λίγες μέρες μαζί το καλοκαίρι, της ήρθε η ιδέα και μου τό’πε. Ήθελα να κάνω κι εγώ, όμως, ένα τέτοιο πρόγραμμα μ’ αυτούς τους συγκεκριμένους μουσικούς. Πέρσι που το ήθελα, συνάντησα διάφορα προβλήματα, από τον χώρο μέχρι τους χρόνους των μουσικών.

Λοιπόν, δεν ξέρω για την Ελλάδα, αλλά στο πλαίσιο μιας διεθνούς πραγματικότητας, η ιδέα της Ρεμπούτσικα είναι ευφυής. Τα τελευταία χρόνια, θέλω να πω, οι δίσκοι του Bob Dylan ή του Paul McCartney βασίζονται σε jazz standards των δεκαετιών του ’40 και του ’50.

Δεν έχει σχέση με μένα, γιατί εγώ δεν το γνώριζα αυτό. Πολλοί καλλιτέχνες, κυρίως αυτοί της rock, βρίσκουν καταφύγιο σε δύο είδη μουσικής, στην κλασική και τη jazz. Δεν το λέω με την έννοια ότι πάνε στις ρίζες τους, γιατί οι χεβιμεταλλάδες πάνε πάντα στην κλασική, κάτι που βρίσκω τρομερά ενδιαφέρον. Ο Dylan, όμως, προφανώς άκουγε jazz ως παιδί χωρίς να’ναι τζαζίστας ο ίδιος. Δεν ξέρω και τι άκουγε…

Ο Dylan άκουγε πολύ τα νέγρικα blues και τον Woody Guthrie.

Ε, γι’ αυτό έγραψε αυτά που έγραψε, αλλά στη jazz επέστρεψε, καθώς είναι μια μουσική με μεγαλύτερη πνευματικότητα. Είναι μουσική άλλης νοημοσύνης, είναι λίγο πιο complicated αρμονικά και δομικά. Είναι στοιχεία που ελκύουν κάθε δημιουργό όσο μεγαλώνει και ωριμάζει.

Εσείς τουλάχιστον, λόγω αμερικανικής καταγωγής, τραγουδάτε καλύτερα στα αγγλικά από κάθε άλλο Έλληνα.

Τα αγγλικά μου είναι not bad (γέλια), αλλά υπάρχουν και νέα παιδιά που τό’χουν με τα αγγλικά. Ο Vasslikos είναι εξαιρετικός, έχει και τον χρωματισμό της γλώσσας. Πολύ μου αρέσει!

Είστε πάνω στη σκηνή και τραγουδάτε Gershwin. Τον τραγουδάτε σαν Αμερικάνα ή σαν Ελληνίδα;

Ω, καλή ερώτηση! Ούτε σαν Αμερικάνα, ούτε σαν Ελληνίδα, ο διαχωρισμός αυτός έχει θολώσει, έχοντας τόσα χρόνια που ζω στην Ελλάδα. Με έχει επηρεάσει το αμερικανικό, ακόμα και στην εκφορά του ελληνικού λόγου κι όταν μιλάω με φίλους, μου βγαίνει το νεοϋρκέζικο. Στο τραγούδι με έχει επηρεάσει η ελληνική φρασεολογία και οι ελληνικοί χρωματισμοί. Μα, είναι πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση! Σαφώς δεν θα’μαι αμιγώς Ελληνίδα σ’ αυτά τα τραγούδια, αλλά έχει μπει μέσα το ελληνικό στοιχείο.

Με ποιο τρόπο;

Στο πως τραγουδάω…Δεν γίνεται συνειδητά.

Καλό ειν’ αυτό. Ας έρθει ο άλλος ν’ ακούσει jazz standards από μια Αμερικάνα. Θα το προτιμούσα.

Εντάξει, αλλά είμαι και τ’ άλλο. Τόσα χρόνια στα ελληνικά τραγουδάω.

Ο Χατζιδάκις είχε πει πως δεν θέλησε να ζήσει μόνιμα στο εξωτερικό, διότι δεν μπορούσε να μην σκέφτεται στα ελληνικά.

Αυτό το καταλαβαίνω, σίγουρα δεν θα μπορούσε. Μου θυμίζει μια δική μου αίσθηση όταν πρωτοήρθα στην Ελλάδα. Περπατούσα με φίλους στο δρόμο, έβλεπαν κάποιον και μου έλεγαν «Είναι παλιός συμμαθητής μου» ή «Αυτή ήταν ξαδέρφη μου, που χαθήκαμε». Συνειδητοποίησα εγώ ότι δεν είχα κανένα παρελθόν εδώ. Είναι μεγάλη υπόθεση αυτό! Ίσως το ίδιο θεωρούσε σημαντικό και ο Χατζιδάκις. Εγώ έφυγα, όμως, γιατί έπαιζε πολύ το πήγαινε – έλα. Οι δικοί μου με την πρώτη στραβή, γύριζαν πίσω. Πήγαιναν Αμερική και ξανάρχονταν. Εγώ ήθελα πάρα πολύ να στεριώσω εδώ…Είναι πολύ σκληρό το να μην έχεις παρελθόν. Βέβαια, τώρα έχω, αλλά πέρασαν πολλά χρόνια. Τότε λυπόμουν, ένιωθα ότι κάτι μου έλειπε. 

Αναρωτιέμαι αν είχε δοκιμάσει ποτέ με τη φωνή σας τα «Reflections» ο Χατζιδάκις.

Όχι, ποτέ, ούτε ασχολήθηκε με την ξενική προφορά μου. Ίσως να μην την είχε προσέξει καν. Τα «Reflections» τα δούλευε τότε στα ελληνικά με τον Γκάτσο. Κάποια είχε δοκιμάσει με τη Γαλάνη, νομίζω, στον Σείριο. Εγώ στα «Reflections» είχα συμμετάσχει μόνο όταν τα διασκεύασαν ο Vassilikos με τους Raining Pleasure και βγήκαν σε δίσκο.

Δεν υπήρχε λοιπόν κανένα αμερικανικό παρελθόν δικό σας για τον Χατζιδάκι.

Ναι, όπως ακριβώς το λέτε.

Πιάνομαι απ’ το ότι δεν είχατε παρελθόν στην Ελλάδα τα πρώτα χρόνια. Είπατε: «Λυπόμουν»…Έχετε φτάσει πολλές φορές σε σημείο να λυπάστε τον εαυτό σας;

Νομίζω, ναι, σε στιγμές απίστευτης αδυναμίας και θλίψης. Δεν είναι κάτι που μ’ αρέσει να το λέω, αλλά τώρα σας το ομολογώ. Κι είναι κάτι που με δυσκολεύει πάρα πολύ. Το παλεύω, αλλά το προσπαθώ και συνήθως το καταφέρνω. Έχω μεγάλη πίστη στην αναγέννηση, καταρχάς γιατί έχω περάσει δύσκολες καταστάσεις και γνωρίζω πόσο απίστευτη είναι η δύναμη του ανθρώπου. Ακόμα και αυτοί που δεν νομίζουν ότι έχουν μια εσωτερική δύναμη, την έχουν και πρέπει να την αναζητήσουν. Έχω μάθει πως όσο κατηφής και μελαγχολική να’μαι, δεν θα επιτρέψω στον εαυτό μου να σέρνεται και να λυπάται.

Ποιον θεωρείτε ύψιστο βαθμό δυστυχίας;

Ουφ…Δεν θέλω ούτε να το σκεφτώ!

Οδηγηθήκατε ποτέ στον ψυχίατρο;

Ναι.

Σας βοήθησε;

Πολύ.

Φαρμακολογικά;

Και με συμβουλές, αλλά και λίγο φαρμακολογικά, όπως λέτε. Κι αυτό θέλει δύναμη, το να αποδεχτείς ότι έχεις ένα θέμα και θες να το λύσεις! Οι άνθρωποι κατακρίνουν, στιγματίζουν…Λένε: «Γιατί να πάω σε ψυχίατρο; Δεν είμαι τρελός»…Καμιά φορά έχεις το περιβάλλον σου, τους φίλους σου, την οικογένεια σου και δεν μπορούν να σε βοηθήσουν. Όχι πως δεν θέλουν, αλλά είναι πολύ μεσ’ στο πρόβλημα και δεν μπορούν να αποστασιοποιηθούν.

Τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους αυτοκαταστροφικούς, να βουλιάζουν στα πάθη τους;

Πριν από περίπου 30 χρόνια, πέρασα μία περίοδο διερεύνησης του σκότους. Όλο το περιβάλλον μου ήταν εκεί και το έβρισκα γοητευτικό. Είχα δίπλα μου άτομα που ήταν χρήστες ναρκωτικών, ενώ εγώ ποτέ δεν ήμουν μέσα σ’ αυτό. Έπαιξε ρόλο το ότι σε πολύ μικρή ηλικία είχα δει ανθρώπους να αυτοκαταστρέφονται. Συναισθηματικά, ακόμα και καλλιτεχνικά, πίστευα πως ότι άξιζε ήταν μόνο το βαρύ, το σκοτεινό, βλέπε Diamanda Galas. Δεν μου έβγαινε πουθενά! Έβλεπα πως ήταν ένας δρόμος που έπρεπε να διανύσω για να βγω στην απέναντι όχθη. Οδηγήθηκα τελείως στην απέναντι όχθη, όταν έκανα τον γιο μου. Τότε είδα ότι όλα αυτά είναι ασύλληπτες μαλακίες! Ασύλληπτες! Και είναι και λίγο ναρκισσιστικά!

Κι αν κάποιος προτιμά τα πάθη από την οικογένεια; Δεν έχει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης;

Σαφώς και γι’ αυτό ένας άνθρωπος που εκτιμώ απεριόριστα είναι ο Tom Waits, ο οποίος τα έχει κάνει όλα.

Συγγνώμη, αλλά θα το πω: Ακούγεστε κάπως συντηρητική, σαν να μιλάτε από απόσταση ασφαλείας.

Δεν με χέζετε λέω γω; (το λέει σχεδόν βαριεστημένα κι αμέσως μετά ξεσπάει σε γέλια) Έχω περάσει πολλά στη ζωή μου! Καθόλου εκ του ασφαλούς δεν μιλάω! Άμα θέλετε να με βγάλετε και συντηρητική, βγάλτε με συντηρητική, χέστηκα…

Καταλαβαίνετε πως το είπα…

Με στριμώχνετε και καλά κάνετε, αλλά κι εγώ σας βάζω στη θέση σας! Δεν με ενδιαφέρει πως θα χαρακτηριστώ! Εγώ οφείλω τη ζωή μου να την κάνω κάτι και να μην τη χαραμίσω με όλες τις ταλαιπωρίες και τα μηδαμινά μέσα που έχω. Δεν είμαι ούτε η Teresa Stratas, ούτε η Jessey Norman!

Ποια είστε τελικά;

Είμαι ένας άνθρωπος που προσπαθεί να είναι συνεπής στις αγάπες του. Θέλω να ζήσω τη ζωή μου με καλοσύνη, θέλω να αγαπηθώ και να αγαπήσω και να το μεταφέρω σ’ αυτό που κάνω γιατί είναι κάτι που επέλεξα από αγάπη. Όταν ανεβαίνει ένας άνθρωπος στη σκηνή οφείλει να έχει και μία δόση εγωκεντρισμού, που εγώ θέλω να ισορροπήσω. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου μία μεγάλη και σπουδαία και τρομερή καλλιτέχνιδα, προσπαθώ απλά να υπηρετήσω μια τέχνη με συνέπεια και αισθητική. Το μεγαλείο το’χω νιώσει, αλλά δεν ξέρω αν το’χω μεταδώσει κιόλας.

Ξέρετε κάτι; Δεν είστε μελαγχολική τελικά! Μεταφέρετε μία υγεία, θα έλεγα.

Καλό αυτό…Μ’ αρέσει…Είναι σημαντικό για μένα, θέλω να’μαι και να φαίνομαι υγιής, γιατί έχω περάσει δύσκολα. Σαφώς και την έχω ζήσει τη μελαγχολία στα όρια της απόγνωσης. Δεν θέλω τη διάλυση στη ζωή μου, την πολεμάω και δεν θέλω να την περάσει και το παιδί μου. Αυτοί που καταλήγουν σε ακραίες καταστάσεις, έχουνε και άλλα θέματα. Δεν είναι λίγοι και δεν είναι μόνο καλλιτέχνες.

Ποιοι είναι φίλοι σας σήμερα;

Έχω καλούς και ωραίους φίλους. Είναι η Ευανθία Ρεμπούτσικα, η Μαρία Φαραντούρη, η Ντόρα Μπακοπούλου, η Σαβίνα Γιαννάτου, ο Vassilikos που δεν τον πολυβλέπω αλλά τον θεωρώ φίλο, ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος, ο Τάκης Φαραζής, ο David Lynch – ενδεχομένως να ξεχνάω κάποιους. Αγαπώ επίσης τον σκηνοθέτη Δημήτρη Μπογδάνο, που συνεργαστήκαμε σε μία παράσταση, από τις πιο νέες γενιές. Έχω κι άλλους φίλους που δεν είναι καλλιτέχνες.

Δεν έρχεται στιγμή που βαριέστε τους καλλιτέχνες;

Αυτούς όχι, γιατί είναι οι φίλοι μου. Έχω κι ανθρώπους, όμως, στη Τζιά που δεν έχουν σχέση μ’ όλα αυτά και με τους οποίους επίσης συζητάμε ενδιαφέροντα πράγματα.

Με την πολιτική έχετε σχέση εσείς;

Μ’ ενδιαφέρει πολύ. Νομίζω πως ανέκαθεν αριστερή ήμουν, αν και δεν μπόρεσα να στηρίξω συγκεκριμένα αριστερά κόμματα. Δεξιά δεν έχω ψηφίσει ποτέ, όμως! Τρομερά ανησυχητικό είναι το ρεύμα της ακροδεξιάς σε Αμερική και Ευρώπη. Μπορεί για τον Τραμπ να βρίσκουμε χίλιους χαρακτηρισμούς, σκεφτείτε όμως ότι τον ψήφισαν 49.000.000 άνθρωποι. Αυτός τραβάει το χαβά του, άξεστος, ρατσιστής, ανεγκέφαλος, παρορμητικός, χωρίς κανένα αίσθημα ιστορικότητας και ευθύνης! Στη μικρή Ελλάδα 500.000 άτομα έβαλαν τους Ναζί στη Βουλή, δεν είναι μακρινή η αντιστοιχία! Τώρα σκέφτομαι πως όταν εγώ ήρθα στην Ελλάδα το ’82, αν έλεγε κάποιος ότι σε τριάντα χρόνια θα μπουν οι φασίστες στη Βουλή, θα γελούσαμε όλοι. Θα λέγαμε «Που ζει αυτός;» Κι όμως μπήκαν! Ευτυχώς που βγήκαν, αλλά δεν έχουν εξαφανιστεί και γι’ αυτό δεν ξέρω τι θα κάνουν οι τωρινοί κυβερνώντες στις τάξεις τους. Το πράγμα αυτό σιγοβράζει και θέλει μεγάλη προσοχή, δεν πρέπει να επαναπαυόμαστε. Παρακολουθώ πολύ και το Brexit, που είναι εντυπωσιακή όλη αυτή η πώρωση. Βλέπουμε την Ιταλία με τον Σαλβίνι, την Ουγγαρία…Οι ακροδεξιοί είναι περιχαρακωμένοι στα πιστεύω τους και δεν υπάρχει κανένας διάλογος. Στην Αμερική, οι ακροδεξιοί τύπου Τραμπ πετάνε μία λέξη και σκορπίζουν τρόμο. Με το που ακούνε «σοσιαλισμό», τρέμουν οι Αμερικανοί, εξ ου και τον Ομπάμα για να τον χτυπήσουν οι αντίπαλοι του, τον αποκαλούσαν σοσιαλιστή. Διαλύονται καθημερινά οι θεσμοί και, ναι μεν, οι Αμερικανοί έχουν κάνει τέρατα εντός κι εκτός συνόρων, αλλά υπάρχει και το σπουδαίο Σύνταγμα τους.

Πιστεύετε ότι το μεταναστευτικό πυροδότησε την έξαρση της ακροδεξιάς;

Όχι, πιστεύω ότι αυτό είναι δευτερεύον. Οι πολιτικοί αναλυτές λένε ότι ξεχάσαμε τον μέσο Αμερικανό και πάνω σ’ αυτό πάτησε ο Τραμπ. Ξέχασαν τον μέσο λευκό Αμερικανό, τη μεσαία τάξη.

Γιατί το τοποθετείτε φυλετικά;

Γιατί αυτοί είναι κυρίως που ψήφισαν τον Τραμπ, οι λευκοί άνδρες της μεσαίας τάξης. Δυστυχώς, ψήφισαν και πολλές γυναίκες…Έβλεπα αυτό το «Women for Trump» και δεν το πίστευα!

Λίγο πριν κλείσουμε, να σας ρωτήσω κάτι άλλο: Είδα ότι την επιμέλεια του προγράμματος που ετοιμάζετε, την έχουν η Ευανθία Ρεμπούτσικα και η Λίνα Νικολακοπούλου. Εσείς δηλαδή δεν μπορείτε να κάτσετε να σκεφτείτε τι θα τραγουδήσετε;

Αυτό το’χω κάνει, η ιδέα ήταν της Ευανθίας όμως, κακά τα ψέματα. Η Λίνα, πάλι, θα γράψει κάποια κείμενα μεταξύ των τραγουδιών. Πρέπει ν’ αναγνωρίσω τη συμβολή της Ρεμπούτσικα στη σύλληψη της ιδέας, δεν γίνεται αλλιώς. Σχετικά μ’ αυτό που ρωτήσατε, όντως, κάποιοι καλλιτέχνες μπορεί να βαριούνται να ψάξουν ρεπερτόριο. Τη δουλειά τους θα την κάνουν, μπορεί όμως κάποιος να σου δώσει μία ιδέα κι αυτό πρέπει να αναγνωρίζεται.

Όταν τελειώσουν κι αυτές οι παραστάσεις…

Σκοπεύω να τις συνεχίσω και μετά θα δούμε! Καθίστε να γίνουν πρώτα, δεν κάνω πολλά πράγματα ταυτόχρονα.

Θέλω να πω ότι δεν θα γυρίσετε σπίτι και θα πείτε «So what? Έγινε κι αυτό»…

Όχι, χαίρομαι, αρκεί νά’χει πάει κάτι καλά. Ελπίζω να μου δώσει χαρά το πρόγραμμα αυτό και να δώσω χαρά.

Κυρία Πασπαλά, σας ευχαριστώ πολύ. Εύχομαι κάθε επιτυχία στο «Elly loves jazz».

Εγώ ευχαριστώ! Πολύ! Αυτή η συνέντευξη είναι ένα βιβλίο από μόνη της!

* Οι παραστάσεις «Elly loves Jazz» με την Έλλη Πασπαλά σε jazz standards των Billie Holiday, Nina Simone, Frank Sinatra, Nat King Cole, Cole Porter κ.α. ξεκινάνε στο «Πειραιώς 131» από το Σάββατο 19 Οκτωβρίου και θα συνεχιστούν τα Σάββατα 26/10, 2/11 και 9/11. Εισιτήρια στο viva.gr:  https://www.viva.gr/tickets/music/peiraios-131/elly-paspala-elly-loves-jazz/

** Ευχαριστούμε για τη φιλοξενία το «Black Duck Garden» (Ι. Παπαρρηγοπούλου 5 -7, Αθήνα)

Στέφανος Κασσελάκης: «Αλέξη, έλα πάνω» – Η στιγμή που ο Τσίπρας ανεβαίνει στο βήμα (video)

ΤΣΙΠΡΑΣ ΣΥΡΙΖΑ

Στέφανος Κασσελάκης: «Αλέξη, έλα πάνω» – Η στιγμή που ο Τσίπρας ανεβαίνει στο βήμα (video)

«Πάμε μπροστά. Αλέξη, έλα πάνω», ανέφερε ο Στέφανος Κασσελάκης με αποδέκτη τον τέως αρχηγό του…