Ελένη Ροδά: «Μπορεί να μην ήμουν η φωνάρα, αλλά διασκέδασα τον κόσμο και ακόμη εισπράττω αγάπη»

Πέρασαν πολλά χρόνια για να καταλάβει η ηθοποιός και τραγουδίστρια Ελένη Ροδά τη σημαντικότητα της συμμετοχής της στη θρυλική «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού! 

DSC 5649

Η Ελένη Ροδά αποτελεί άλλη μία μοναδική περίπτωση καλλιτέχνιδας από το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1960 στη χώρα μας. Μέχρι σήμερα δηλαδή, που ησυχία δεν έχει και όλο και κάπου θα τη συναντήσεις: Σε ένα live, σε μία δισκοπαρουσίαση, σε μία θεατρική παράσταση φίλων και συναδέλφων της! Η Ροδά γυρίζει σαν μία…ρόδα θετικών vibes προς όλους, απλή, προσηνής, μία «social freak» τύπισσα πραγματικά αξιαγάπητη. 

Η ιστορία της παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς από πολύ νωρίς «συνταξίδεψε» με μυθικά ονόματα του νεοελληνικού πολιτισμού – όλα αυτά που έπεσαν στο τραπέζι κατά τη, σχεδόν δίωρη, συζήτηση μας: Δημήτρης Ροντήρης, Μίκης Θεοδωράκης, Μάνος Λοΐζος, Αλέξης Δαμιανός, Κατερίνα Γώγου κ.α. 

Η ίδια παραδέχεται πως δεν υπήρξε ποτέ η «μεγάλη φωνή» και πως το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να περνάει καλά ο κόσμος. Αυτός ο κόσμος που ακόμη τη σταματάει στο δρόμο για να της πει δυο ζεστές κουβέντες. Κι όμως, η φωνή της ακούγεται σαν προέκταση του οργανικού «Ζεϊμπέκικου της Ευδοκίας» του Λοΐζου μ’ αυτή την αλησμόνητη γλεντζέδικη φράση, το «Παναγιά μου», που κάποτε έκανε τη Μαλβίνα Κάραλη να σπεύσει να την αγκαλιάσει! 

Προσωπικά τη χάρηκα πολύ τη συνέντευξη που θα διαβάσετε. Μου δόθηκε η ευκαιρία να μάθω κι εγώ άγνωστες ιστορίες και λεπτομέρειες από τον βίο μίας καλλιτέχνιδας και μίας γυναίκας που τόσο στην επαγγελματική, όσο και στην προσωπική της πορεία κινήθηκε με γνώμονες την ελευθερία, την επικοινωνία με τους άλλους και με το στοιχείο του «χύμα». Αυτό το «χύμα» που θα έκανε άλλους να το βάλουν στα πόδια, την ίδια όμως τη βοήθησε να κάνει μία ζωή, όπως ακριβώς θα την ήθελε και χωρίς νά’χει τίποτα σχεδιασμένο! Απολαύστε την! 

Κυρία Ροδά, το ότι σας βλέπω συχνά να είστε πανταχού παρούσα, με κάνει να σκέφτομαι πόσο ολοζώντανος άνθρωπος παραμένετε.

Προσπαθώ. Είναι και το DNA, νομίζω. Πέρσι πέθανε η θεία μου, η αδερφή του πατέρα μου, 100 χρόνων κι ήταν μια χαρά. 

Έχετε καλό κύτταρο, που λένε.

Ναι, αν και τους γονείς μου τους έχασα νωρίς. Η μητέρα μου σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα σε ηλικία 64 ετών. Ο πατέρας μου, πάλι, «έφυγε» στα 80 και. Μου κόστισαν οι θάνατοι τους, αλλά εμένα μου κοστίζει κάθε θάνατος! Των φίλων, όπως τελευταία μου κόστισε πάρα πολύ ο θάνατος του γάτου μου. Το γατάκι αυτό τό’χα βρει με μαδημένη την ουρά και δεν με πλησίαζε. Τελικά ήρθε στην αυλή και το πήρα μέσα πριν από έξι – εφτά χρόνια. Ακούω μια μέρα ένα ουρλιαχτό στο σαλόνι, τρέχω και πέθανε πάνω στο χέρι μου. Η πρώτη φορά ήταν που είδα θάνατο από κοντά! 

Προφανώς θα ήταν άρρωστο το ζωντανό.

Δεν ξέρω, δεν το πήγα μετά να μου πουν τι είχε…Μια χαρά ήταν, ίσως να το δηλητηρίασαν γιατί έβγαινε κι έξω, δεν καθόταν όλο μέσα. Παράξενο, γιατί έχω κι άλλες έξι γάτες αδέσποτες, που έρχονται και τρώνε, αλλά δεν τις πειράζει κανένας. 

Ζείτε μόνη;

Ζω μόνη μου. 

Να ένας λόγος που σας κόστισε τόσο η απώλεια ενός ζώου συντροφιάς.

Όχι, καθόλου. Με πειράζει ο θάνατος γενικά, δε μπορώ, δεν τον μπορώ…

Θα έχετε εξοικειωθεί λογικά με το θάνατο στην πορεία τόσων χρόνων.

Σκέφτομαι όλους όσους έχασα και πάντα έχω μαχαιριές. Τώρα τελευταία στενοχωρήθηκα πάρα πολύ με τη Μπρόγιερ και τον Βουτσά. Ήτανε αγαπημένοι μου άνθρωποι και ιδίως ο Κώστας. Προσπαθώ να μην το σκέφτομαι.

Και που προσπαθείτε, εγώ σας βλέπω τώρα να δακρύζετε.

Δεν ξέρω…Μεγάλωσα ίσως κι έχω γίνει πολύ ευαίσθητη…

Που να οφείλεται, πιστεύετε, η ευαισθησία σας;

Στο που μεγάλωσα! Κατάγομαι από τη Λάρισα, γεννήθηκα όμως στην Καρδίτσα. Η μάνα μου ήταν δασκάλα σε χωριά γύρω απ’ την Καρδίτσα, όπου πέρασα τα πρώτα έξι μου χρόνια. Ήμουν στο γυρολόι κατά μία έννοια.

Και θα εκπαιδευτήκατε παράλληλα.

Καθόλου, γιατί στα έξι μου έφυγα και πήγα στη Λάρισα, στις θείες της μητέρας μου, που είχαν μεγαλώσει και την ίδια. Αυτές μεγάλωσαν και μένα και τον ένα αδερφό μου. Τι να κάναμε, η μάνα μου γύριζε συνέχεια τα χωριά σαν δασκάλα που ήταν. Ο πατέρας μου ήταν αυτοεξόριστος, πολιτικοποιημένος. Όταν πήγα πρώτη φορά σχολείο στη Λάρισα, λέει την πρώτη μέρα η δασκάλα: «Ποιο παιδάκι θα μας πει ένα τραγουδάκι;» Σηκώνω το χέρι: «Εγώ»…«Ανέβα πάνω και πες το μας»…Λέω ένα αντάρτικο τραγούδι! 

Που το είχατε μάθει απ’ τον πατέρα σας;

Όχι, τό’χα μάθει απ’ το χωριό, που όλοι τραγουδούσαν συνέχεια αντάρτικα τραγούδια! Πολλά τραγούδια έμαθα από κει που μου’χουν μείνει ακόμα. Η δασκάλα αγρίεψε! «Ποιος σου το έμαθε αυτό το τραγούδι;»…«Τα παιδιά στο χωριό το τραγουδούσαν»…Μου δίνει ένα χαστούκι και μου λέει «Κάτσε κάτω», αλλά εγώ νόμιζα πως δεν το’πα καλά και γι’ αυτό με χτύπησε. Ούτε καταλάβαινα τι τραγούδι ήταν αυτό!

Θυμάστε ποιο τραγούδι ήταν;

(σ.σ. το τραγουδάει) Ήρθαν τα χρόνια τα παλιά/ τα χρόνια του Κανάρη/ όλα τα Ελληνόπουλα τα όπλα έχουν πάρει…

Είχατε συναίσθηση του κομμουνιστικού «περιβάλλοντος» που μεγαλώνατε;

Δεν καταλάβαινα. Δεν είχα καμία συνείδηση. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση είναι που ακουγόντουσαν «μπαμ – μπουμ» και ρωτάγαμε τι έγινε! Μπήκαν πέντε αντάρτες στη Λάρισα για ν’ ανατινάξουν την Ηλεκτρική Εταιρεία, τη νυν ΔΕΗ. Τους πήραν είδηση, όμως, τους πιάσανε, τους σκοτώσανε και το πτώμα του ενός το έβαλαν έξω απ’ την πόρτα του, στη γειτονιά μας. Τον θυμάμαι στημένο νεκρό, ένας πανέμορφος ήτανε, μα απ’ το σπίτι του δε βγήκε κανείς. Κάνανε σα να μη συνέβη τίποτα, ούτε η μάνα του, ούτε η γυναίκα του, ούτε τα παιδιά του, που ήταν μέσα κλειδωμένοι. Δεν θα ξεχάσω που του έλειπε ένα ολόκληρο κομμάτι από το μέτωπο του.

Σκληρή εικόνα.

Τώρα που τη σκέφτομαι, συγκλονίζομαι πιο πολύ, τότε όμως ήμασταν παιδιά…Που να καταλάβουμε τι γινόταν…Καθόμασταν και κοιτούσαμε τον άνθρωπο αυτό…

Τέτοιες εικόνες συντέλεσαν σε μία πολιτικοποίηση σας;

Κάποια στιγμή, ναι, αλλά όχι αυτό ακριβώς που λέτε. Μόνο όταν πήγα με τον Μίκη Θεοδωράκη.

Λογικό.

Εκεί επηρεάστηκα. Εν τω μεταξύ, μιαν άλλη στιγμή είχαν συμβεί πάρα πολύ άσχημα πράγματα. Στο χωριό που δούλευε η μάνα μου και είχα πάει κι εγώ για διακοπές, κοιμόμουν στο κρεβάτι μαζί της. Μπαίνουν μέσα κάποιοι άντρες, αντικομμουνιστές, ταγματασφαλίτες, που αρπάζουν τη μάνα μου και αρχίζουν να τη σέρνουν. Έψαχναν ψαλίδι για να της κόψουν τα μαλλιά…Η μάνα μου, όμως, καμία σχέση, δεν ήταν πολιτικοποιημένη και δεν ξέρω γιατί. Δεν την ενδιέφεραν τα πολιτικά.

Ενδιέφεραν τους άλλους, όμως.

Ναι, αλλά η ίδια δεν ήταν ούτε αριστερή, ούτε δεξιά. Δεν έλεγε τίποτα, δεν εκφραζόταν. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να βγάλει καλά παιδιά – μαθητές και γι’ αυτό απ’ το χωριό είχαν βγει καλοί επιστήμονες τα επόμενα χρόνια. Ήταν μια πάρα πολύ καλή δασκάλα! Ήθελε το καλό των παιδιών της, που τα’χε παρατήσει όμως στη Λάρισα και πήγαινε και τά’βλεπε κάθε δυο μήνες, γιατί δεν υπήρχαν και συγκοινωνίες τότε. 

Σαν να το λέτε με παράπονο.

Όχι, γιατί πέρασα πολύ ωραία στις θείες μου. Ήμουν ελεύθερη και έπαιζα τα παιχνίδια μου, διάφορα, τα ποδόσφαιρα με τα αγόρια, αμπάριζα, ξυλίκι, όλα όσα μ’ ενδιέφεραν. Δεν σκεφτόμουν τίποτα άλλο και δεν διάβαζα καθόλου. 

Ως αντίδραση, ίσως, στη μαμά δασκάλα.

Δεν διάβαζα, γιατί δεν μ’ άρεσε! Ότι έπαιρνα, το έπαιρνα απ’ την παράδοση των μαθημάτων. Ήμουν μια μέτρια μαθήτρια, ούτε καλή, ούτε κακή. Στο τέλος, επειδή δεν ήμουν καλή στα μαθηματικά, προσπαθούσα ν’ αντιγράψω απ’ τις άλλες, γιατί ήθελα να πάω στην Αθήνα για φιλολογία και Γυμναστική Ακαδημία. Ήμουν και πολύ καλή αθλήτρια. Τέλος πάντων, δεν κατάφερα ν’ αντιγράψω στα μαθηματικά και με άφησαν μετεξεταστέα για τον Σεπτέμβριο. Μάζεψα πέτρες, πήγα έξω απ’ το σπίτι του καθηγητή και του τις πετούσα! Δεν ξέρω αν κατάλαβε ποια ήμουν, γιατί βγήκαν κάποιοι έξω, αλλά με το «ντανγκ – ντουνγκ» απ’ τις πέτρες, μπήκαν πάλι μέσα. Μια τρελή να πετάει πέτρες έβλεπαν! Αν γινόταν σήμερα, θα με περνούσαν για γραφική, σαν την Ελένη Λουκά (γέλια). Τον Σεπτέμβριο ξανάδωσα εξετάσεις και μπήκα στη Γυμναστική Ακαδημία στην Αθήνα. 

Θα πρέπει να ήσασταν κι ένα πολύ ωραίο κορίτσι.

Ε, λέγανε ότι ήμουνα…Αν κρίνω απ’ το πόσοι με κυνηγούσαν!

Είχατε μεγάλο σουξέ, έτσι;

Μεγάλο! Υπήρχαν γυναίκες πιο όμορφες από μένα στους θιάσους που δούλεψα τα επόμενα χρόνια, σαν τη Χαριτίνη Καρόλου, αντικειμενικά μία ωραία γυναίκα, αλλά εγώ είχα τις «επιτυχίες». Ίσως φαινόμουν πιο αγνή εγώ, ήμουν και πιο αθώα ως βλαχαδερό κι αυτό άρεσε. Ήμουν ζουμερή, να το πω αλλιώς. 

Και θέλατε εξ αρχής να γίνετε ηθοποιός.

Είχα ψώνιο και πήγα και βρήκα τον αδερφό του Κώστα Γκουζγκούνη, του γνωστού, που τότε εμφανιζόταν κομπάρσος σε ελληνικές ταινίες της εποχής. 

Και ο οποίος αυτή τη στιγμή νοσηλεύεται στο νοσοκομείο.

Ω, μη μου το λέτε! Τον είδα πριν ένα χρόνο που πήγα στη Λάρισα και με βράβευσε η κινηματογραφική λέσχη. Στη Λάρισα μένει ο Κώστας, εκεί είχε πάει τελευταία ως Λαρισαίος. Εμείς τότε τον είχαμε για σταρ στη Λάρισα, γι’ αυτό πήγα κι έπιασα τον αδερφό του, που είχε φωτογραφείο: «Θα πάω στην Αθήνα και θέλω να πω του Κώστα να με βάλει να παίξω στον κινηματογράφο»! Εγώ έβλεπα πολύ τον Αλεξανδράκη στις ταινίες και μου άρεσε σαν άντρας, ήμουν ερωτευμένη μαζί του κι ήθελα να γίνω η παρτενέρ του (γέλια). Μου δίνει τη διεύθυνση του Κώστα, πάω, χτυπάω το κουδούνι του, κάπου στη Μιχαήλ Βόδα, και βγαίνει ένας ψηλός νεαρός! Ο Χριστόφορος Λιάμπος ήταν, ο μετέπειτα σκηνοθέτης του Γκουζγκούνη σ’ όλες τις ταινίες που γύρισε, πορνό και όχι μόνο. Αυτός, όπως μου είπε αργότερα, με ερωτεύθηκε με την πρώτη (γέλια). Ο Κώστας έλειπε και μου μίλησε ο Χριστόφορος: «Ότι θες από μένα, θα σε πάω πρώτα σε δραματική σχολή». Με πήγε, έτσι, στην κινηματογραφική σχολή του Σταυρόπουλου.

Μήπως εννοείτε του Σταυράκου;

Όχι, του Σταυρόπουλου, που δεν υπάρχει πια! Την είχε κάνει ένας Ιταλός επιχειρηματίας μαζί με τον Σταυρόπουλο. Στη σχολή αυτή δίδασκαν ο σκηνοθέτης Ντίνος Δημόπουλος και ο Λάμπρος Κωστόπουλος του Εθνικού, που με πήγε στον Ροντήρη. 

Πάντως, για να σας «τρέχουν» τόσοι άνθρωποι, σήμαινε πως έβλεπαν κάτι, το ταλέντο σας.

Μα έτσι με πήρε ο Δημόπουλος κι έπαιξα στην «Αστέρω» με τη Βουγιουκλάκη. Ήμουν σε μια βρύση και θυμάμαι ακόμη τα λόγια που έλεγα: «Μεγάλη η τύχη για την Αστέρω να πάρει αυτόν με τα πρόβατα και τα χιλιάδες γίδια» και μετά είχαμε ένα μικρό διάλογο με τη Νίκη Λινάρδου. Στη σχολή, λοιπόν, γνώρισα και τον Γιώργο Διαλεγμένο.

Υπήρξατε ζευγάρι με τον Διαλεγμένο;

Όχι, εγώ ακόμη ήμουν αγνή. Αγνή και όχι ατιμασμένη (γέλια). Δώσαμε μαζί εξετάσεις με το έργο «Άννα Κρίστι» του Ο’ Νιλ, αυτός στον Κουν κι εγώ στον Ροντήρη. Ο Γιώργος ήθελε να πάει στου Κουν κι εγώ στου Ροντήρη. Τελικά, ο Κουν πήρε τον Διαλεγμένο και μένα με πήρε ο Ροντήρης, πετύχαμε δηλαδή αυτό που θέλαμε. 

Γιατί θέλατε να πάτε στου Ροντήρη και όχι στο Τέχνης;

Γιατί ο Λάμπρος Κωστόπουλος, που’χαμε γίνει πολύ φίλοι, μου’λεγε τρομερά πράγματα για τον Ροντήρη, τον θεωρούσε πολύ μεγάλο θεατράνθρωπο, αν όχι τον μεγαλύτερο! Ο Ροντήρης έκανε τότε μεγάλη περιοδεία στο εξωτερικό και με πήρε μαζί του. 

Κι έτσι βρίσκεστε ούτε 20 ετών να γυρνάτε όλο τον κόσμο!

Βέβαια! Ευρώπη, Αμερική, Ισραήλ, Ρωσία, Βουλγαρία, Ρουμανία, επί κομμουνιστικών καθεστώτων κιόλας! Εκεί γνώρισα και πήρα αυτόγραφο απ’ τη μπαλαρίνα Γκαλίνα Ουλάνοβα! Μας δεξιώθηκε το προξενείο κι εγώ πήγα στην εκδήλωση και είδα τον Νικολάι Τσερκάσοφ, αυτόν τον μέγιστο ηθοποιό, απ’ τον οποίο επίσης πήρα αυτόγραφα.

Τα έχετε σήμερα αυτά τα αυτόγραφα;

Ναι, τά’χω, τά’χω! Στο μεταξύ, εγώ από δω είχα δει τη «Μπαλάντα του Στρατιώτη» κι είχα ερωτευθεί τον Ουρμπάνσκι. Τον έλεγαν «ο καλλιτέχνης του λαού», αυτό ήταν το εύσημο για έναν ηθοποιό τότε. Εκεί, στη Ρωσία, γνώρισα και την Ολυμπία Γελοδάρη, που μετά ήρθε στην Ελλάδα και διατέλεσε διευθύντρια της Λυρικής. Στη Γελοδάρη είπα ότι θέλω να πάω απ’ τον Ουρμπάνσκι και προθυμοποιήθηκε να μου τον γνωρίσει. Με πήγε, πράγματι, απ’ το θέατρο του, όταν έπαιζε τις «Μάγισσες του Σάλεμ». Έπαθα πλάκα, γιατί δεν είχα δει ωραιότερο άντρα στη ζωή μου! Με υποδέχτηκε με ένα χαμόγελο, με κάτι δόντια σαν να ήταν από κερί! Με πήρε στο καμαρίνι μέσα, τα είπαμε για ώρα, αφού εγώ μιλούσα και ρώσικα τότε. 

Τα οποία έχετε ξεχάσει σήμερα;

Εδώ έχω ξεχάσει τα αγγλικά, τα ρωσικά θα θυμάμαι; Ξέρετε, έκανα και γερμανικά για πολλά χρόνια, αλλά ήρθε ένας Γερμανός μια φορά, προσπάθησα να του μιλήσω γερμανικά και στο τέλος του είπα: «Welcome». Δε θυμάμαι τίποτα. Μιλούσα ιταλικά και ρώσικα σε καθημερινή βάση χωρίς- εννοείται- να μπορώ να κάνω βαθιές συζητήσεις. Τέλος πάντων, ο καιρός περνούσε πότε στην Ελλάδα και πότε στο εξωτερικό σε περιοδείες με τον Ροντήρη, ως μαθήτρια του ακόμη εγώ. Πολλά βράδια πηγαίναμε στην Αθήνα, στη Φυλής, σ’ ένα ταβερνάκι. Παρέα μου ήταν ένας ωραίος τύπος, ο Βασίλης, αυτοκινητιστής. Αυτός με θαύμαζε πολύ και στην ταβέρνα μου έλεγε: «Πες μας τώρα ένα ποίημα». Άρχιζα εγώ: «Μεσ’ στην υπόγεια την ταβέρνα, μεσ’ σε καπνούς και σε βρισιές»…

Βάρναλης!

Ακριβώς. «Εντάξει, τώρα πες μας την ”Ιτιά τη λουλουδιασμένη»…«Άντε, μωρέ Βασίλη» του έλεγα, αλλά ξανάρχιζα (σ.σ. τραγουδάει μία στροφή) Παραπέρα, κάθονταν τρεις γέροι και με χάζευαν. Ξαναπάμε μετά από δυο μέρες, εκεί οι γέροι. Είχαν ακούσει τ’ όνομα μου και την ώρα που πάω να φύγω, με φωνάζει ο ένας: «Ελένη! Πάρτο αυτό»! Μου δίνει ένα κομμάτι χαρτί, πήγα σπίτι και το πέταξα.

Ποιος ήταν;

Ο Γιάννης Σκαρίμπας! Τρεις φορές μου’δωσε από’να χαρτί. Τι είχαν μέσα, ποτέ δεν έμαθα. Τα πέταγα. 

Το λέτε με μία μεταμέλεια, έχω την εντύπωση.

Μα τώρα είναι δυνατόν να το’χω κάνει αυτό; Δεν ήξερα ποιος ήτανε…Να σας πω τι έγινε στην Αμερική που πήγαμε να παίξουμε, στο Λος Άντζελες! Το πρώτο βράδυ της άφιξης μας, ήμασταν καλεσμένοι στο κονσέρτο του Nat King Cole. Πάμε, μας δίνει σε όλους αυτόγραφο, εμένα της ηλίθιας, όμως, το μυαλό μου ήταν στην οικογένεια μου, στα αδέρφια μου. Μου υπογράφει, λοιπόν, δύο αυτόγραφα ο Nat King Cole: «Στον Δήμο» και «Στον Ταξιάρχη». Εγώ δεν πήρα για μένα και όχι τίποτα άλλο, αλλά τα έστειλα σ’ αυτούς και τα πέταξαν! 

Γνωρίσατε όμως τον Nat King Cole, κάτι είναι κι αυτό.

Βέβαια τον γνώρισα, όπως και τη Lola Falana! Την επόμενη που παίξαμε, ήταν και ο Nat King Cole από κάτω, μεταξύ του κοινού.

Α, σας είδε και να παίζετε!

Μη φανταστείτε, στο Χορό ήμουν εγώ. Μιαν άλλη φορά στην ίδια περιοδεία, στη Νέα Υόρκη, όπως κάνω μια κίνηση και λέω τα λόγια μου, «Ω κόρη, πανάθλια κόρη μητέρας», βλέπω να’χει σηκώσει ο Harry Belafonte την κουίντα κι έμεινα κάγκελο! Τον κοιτούσα, αλλά οι άλλοι προχωρούσαν και μου φώναζαν: «Καλέ, καλέ, προχώρα»…(γέλια) Τα ίδια και στην Αγγλία. Πάμε σ’ ένα κονσέρτο του Yehudi Menuhim, του βιολιστή, ξανά εγώ ζήτησα αυτόγραφα μόνο για τον Δήμο και τον Ταξιάρχη! Κι αυτά τα πέταξαν τα κτήνη! 

Έχετε μεγάλη πλάκα, κυρία Ροδά.

Τι να έκανα, μικρότερα ήταν τα αδέρφια μου. Τους έχω και τους δύο, ζωή νά’χουν!

Τουλάχιστον, αν μας διαβάσουν, θα γελάσουν. Παράλληλα παίζατε και στον κινηματογράφο;

Καταρχάς έπαιξα στην «Αστέρω», όπως σας είπα. Στη σχολή όταν ήμουν, έπαιξα στην ταινία «Ο διάβολος και η ουρά του» με τη Φόνσου και τον Σταυρίδη. Θυμάμαι ότι είχα διάλογο με τον Σταυρίδη και του’κανε εντύπωση μια κίνηση που έκανα κι έπιανα την ποδιά μου. Με φωνάζει μετά και μου λέει: «Εσύ είσαι σπουδαίο θεατρινάκι»! Και σ’ αυτό σημασία δεν έδωσα τότε, αλλά τώρα που μεγάλωσα κι είμαι ώριμη, τα σκέφτομαι σαν να τα ξαναζώ!

Πως ήταν σαν άνθρωπος ο Νίκος Σταυρίδης;

Ο Σταυρίδης ήταν πολύ ωραίος τύπος, πολύ χαριτωμένος άνθρωπος! Ήταν και λίγο γκομενιάρης, του άρεσαν τα κορίτσια. Πάνω απ’ όλα ήταν καλός άνθρωπος! Με τη Φόνσου είμαστε ακόμα φίλες, αλλά τότε φυσικό ήταν να μη μου έδινε σημασία. Ούτε κι εγώ της έδινα, όμως. Εγώ έδινα σημασία στον Αλεξανδράκη μόνο, ούτε καν στη Βουγιουκλάκη, αν πιάσουμε τα μεγάλα ονόματα της εποχής.

Κάνατε παρέα με τη Βουγιουκλάκη;

Μετά που τη γνώρισα κάναμε κατά κάποιο τρόπο παρέα. Εγώ έφτιαχνα καλές πίτες. Κάθε φορά που η Αλίκη είχε τραπέζι – δηλαδή κάθε μέρα είχε – μου έλεγε: «Ελένη, ξέρεις»…«Ξέρω, Αλίκη! Πίτα!»…«Ναι»…Έφτιαχνα την πίτα κι έστελνε την Άντα, τη βοηθό της, για παραλαβή.

Πείτε μου και γι’ άλλες ταινίες που παίξατε.

Μου είπαν για μία ταινία, «Άδικη κατάρα» λέγεται, που έπαιζα με τον Νίκο Ξανθόπουλο, αλλά εγώ δεν το θυμόμουν. Μου την έστειλαν σε ένα dvd και, πράγματι, είμαι σε μία σκηνή που περνάω και λέω «Τι κάνετε; Πως είστε; Καλά» κλπ. Μετά τραγούδησα στην ταινία «Ο τρελός της πλατείας Αγάμων» με τον Γκιωνάκη και λίγο πριν στο «Τρούμπα ’67», όπου είπα το «Η δουλειά κάνει τους άντρες». Μεσ’ στη χούντα πρέπει να’ταν όλα αυτά. Σε μιαν άλλη ταινία εμφανιζόμουν μόνο να τραγουδάω μαζί με τον Κωνσταντάρα. Γινόταν το εξής: Μου πρόσφεραν ρόλους, αλλά εγώ δεν ήθελα να παίξω.

Προτιμούσατε το τραγούδι;

Όχι. Κάποτε πήγα σε μία ταινία του Φυλακτού, που έκανα τον πρώτο ρόλο, συμπρωταγωνίστρια με την Καίτη Παπανίκα, αν θυμάμαι καλά. Βγάλαμε μια σκηνή στις 8 το πρωί, αν και δεν είχα κοιμηθεί καθόλου, πηγαίνοντας κατευθείαν απ’ το μαγαζί. Είχα σχολάσει στις 6 τα χαράματα. Το γύρισμα τελείωσε στις 6 το απόγευμα. Δεν ξαναπήγα. Εξαφανίστηκα! Δεν μπορούσα, γιατί έπρεπε να’μαι στο μαγαζί στις 10. Ώσπου να έφτανα σπίτι μου, θα πήγαινε 8, να φάω κάτι, να κάνω ένα μπάνιο, δεν υπήρχε περίπτωση να προλάβω. Πως να ξυπνούσα να πήγαινα στο γύρισμα; Κι έτσι, από πρωταγωνίστρια έγινα κομπάρσα, αν δηλαδή μου κράτησαν κι αυτή τη μία σκηνή. Ποτέ δεν είδα την ταινία και ούτε ξέρω τι έγινε.

Στην «Τρούμπα ’67» γνωρίσατε τον Μάνο Λοΐζο;

Όχι, τον Λοΐζο τον ήξερα από το ’66, από τις συναυλίες του Θεοδωράκη.

Άρα η σωστή σειρά είναι να μου πείτε πως γνωρίσατε τον Μίκη Θεοδωράκη.

Θα σας πω πρώτα ότι με τον Ροντήρη είχαμε τελειώσει πρόβες κι ήταν να παίξω την Κασσάνδρα. Είχα πια τελειώσει τη σχολή και συμμετείχα σε παράσταση της «Ηλέκτρας» στην Τουρκία. Σε μιαν άλλη περιοδεία, έκανα την Κορυφαία του Χορού. Είχα πάρει το δίπλωμα μου, παίζοντας τέσσερα χρόνια κοντά στον Ροντήρη. Πληρωνόμουν κανονικά. Στην περιοδεία έμενα μαζί με την Κρινιώ Παπά, τη σπουδαία τραγωδό, γυναίκα του Μουσούρη. Αυτή έκανε την Κλυταιμνήστρα και ήθελε μόνο εμένα στο δωμάτιο, κανέναν άλλον! Σε μία δεξίωση των Αμερικανών συγγραφέων, στη Νέα Υόρκη, πάμε και βλέπουμε τον Arthur Miller! Όλοι πήγαν γύρω του, αλλά εγώ βρήκα ένα τεκνό και κάθισα μαζί του (γέλια).

Σωστή σας βρίσκω!

Ε ναι, άσε με τώρα, ποιον Arthur Miller μου λες; Ούτε έδωσα σημασία! Τώρα πάλι το σκέφτομαι και λέω «Τι μαλάκας που ήμουν»! Στο μεταξύ, η Κρινιώ Παπά που βγαίναμε μαζί κάθε μέρα έξω και τα λέγαμε, διότι κάτσαμε ένα μήνα στη Νέα Υόρκη, είχε ένα φίλο χρηματιστή. «Ελένη, έχω συνεννοηθεί με τον Elia Kazan να πας στη σχολή του» μου λέει αυτός μια μέρα. Μεγάλος άνθρωπος ήταν, πάνω από 70. «Ο Kazan ήρθε, του είπα ποια είσαι και θα ξανάρθει. Θα πας εκεί. Θα σε βάλω στο Λας Βέγκας και με τα λεφτά που θα βγάζεις, θα πληρώνεις τη σχολή και θα περνάς όλο τον καιρό»! Τόσα πολλά θα έβγαζα, αλλά που θα μ’ έβαζε; Σερβιτόρα; Ποιος ξέρει…«Να πας και να μείνεις» με συμβούλεψε η Κρινιώ Παπά. Να μείνω; Και τα αδέρφια μου, ο Δήμος κι ο Ταξιάρχης; Η μάνα μου, ο πατέρας μου, οι φίλοι μου; Είχα και δεσμό πλατωνικό μ’ έναν τύπο, οπότε γύρισα πίσω. «Βρε ζώον, δεν υποφέρεσαι» μου φώναζε η Παπά, αλλά εγώ τίποτα! 

Μπορεί να κάνατε το σωστό.

Ίσως, γιατί εδώ που γύρισα, πήγαινα τακτικά απ’ το σπίτι του Νίκου Κούνδουρου στο Κολωνάκι. Εκεί μαζεύονταν ο Δήμος Θέος, ο Τάκης Κανελλόπουλος, που ήθελε να με παντρευτεί. Σε μια φάση πάω στη Λάρισα για διακοπές κι έρχονται μαζί μου ο Κούνδουρος με τον Κανελλόπουλο. Ήθελαν ν’ ακούσουν από πρώτο χέρι ιστορίες από τον Εμφύλιο, αφού ο πατέρας μου ήταν σύντροφος του Άρη Βελουχιώτη. Μου λέει ο πατέρας μου: «Εσύ θα μείνεις σπίτι, δεν θα έρθεις μαζί μας», άκου τώρα κάτι μυαλά παλαιολιθικά που είχε! Βγήκαν τελικά οι τρεις τους στα ουζερί και τους αφηγήθηκε τα πάντα για τον Βελουχιώτη και την εποχή εκείνη. Στου Κούνδουρου, επίσης, είχα γνωρίσει τον Δημήτρη Σταύρακα και τον ερωτεύθηκα πλατωνικά, αυτός ήταν η αιτία που δεν ήθελα να μείνω στην Αμερική.

Σαν πολύ πλατωνικά δεν ερωτευόσασταν;

Πάντα, γιατί ακόμη ήμουν όπως σας τό’πα πριν. Αγνή! Ήθελα και να γυρίσω, όμως, γιατί μου άρεσε που γνώριζα στου Κούνδουρου όλους τους διανοούμενους. Και ο Κώστας Φέρρης ήταν εκεί, θυμάμαι, που ακόμη δεν φαντάζονταν οι άλλοι πως θα γίνει αυτός που έγινε. Βοηθός ήταν ο Φέρρης, όπως και ο Σταύρακας. Στην παρέα αυτή, έβαζαν κι άκουγαν συχνά «Τα ματόκλαδα σου λάμπουν» με τον Μπιθικώτση. Εκεί ανακάλυψα τον Μάρκο, απ’ τους δίσκους του Κούνδουρου. Το έλεγα συνέχεια αυτό το τραγούδι μεσ’ στο πούλμαν, στις περιοδείες με τον Ροντήρη. Τέλος πάντων, το ίδιο διάστημα έφυγα απ’ τον Ροντήρη. Κάναμε πρόβες για την Κασσάνδρα, που σας έλεγα, αλλά μου πρότεινε η Κρινιώ Παπά να κάνουμε μια τουρνέ με τον Γιώργο Λευτεριώτη. Τον Λευτεριώτη εγώ τον ήξερα, ήταν πανέμορφος και μου άρεσε πάρα πολύ! Στην τουρνέ αυτή θα ήταν πρωταγωνίστρια η Λάσκαρη και θα έπαιζαν ακόμη ο Χριστοφορίδης, ο Σαντοριναίος, η Κρινιώ Κωνσταντέλλου, μια άλλη κοπέλα, και η Κρινιώ Παπά. Παράτησα τον Ροντήρη για να πάω με τον Λευτεριώτη, αλλά συνέβη το εξής: Ξεκινάμε πρόβες και ο Φίνος στέλνει εξώδικο στη Λάσκαρη. Έτσι, η Λάσκαρη φεύγει και μαζί της φεύγουν η Κρινιώ Παπά, ο Χριστοφορίδης, οπότε μένουμε ο Λευτεριώτης, η Κρινιώ Κωνσταντέλλου, ο Σαντοριναίος κι εγώ. Πήραμε και μερικούς άλλους «ευκαιριακούς» και ξεκινήσαμε την τουρνέ!

Σε ποια μέρη;

Εξωτερικό! Θήβα- Λιβαδειά- Λαμία (γέλια). Καταλήξαμε να παίζουμε σε κάτι χωριά, γιατί ο Λευτεριώτης ήταν και ένα περίεργο άτομο, αλλά τελικά τον παντρεύτηκα! Στο γάμο μας ήταν κάποιοι απ’ το θίασο, η μάνα μου, ο πατέρας μου κι ένας κουμπάρος, που δεν τον ήξερα. Βέβαια, η μάνα μου έξω φρενών, με τίποτα δεν τον ήθελε! Είχε μετατεθεί πια στην Αθήνα, Αιγάλεω City, και μία συνάδελφός της, θεία του ηθοποιού Γιώργου Μιχαλακόπουλου, της μετέφερε αυτό που’χε πει ο Μιχαλακόπουλος: «Μην τη χαραμίσετε την κοπέλα». Να φωνάζει η μάνα μου «Δεν θα τον πάρεις», να ουρλιάζω εγώ «Θα τον πάρω»! «Μην τον πάρεις – Θα τον πάρω», τελικά τον πήρα και σ’ ένα χρόνο χωρίσαμε! 

Ασυμφωνία χαρακτήρων;

Όχι, τον ζήλευα πολύ. Κι αυτός ζήλευε με τον τρόπο το δικό του, αλλά εγώ ζήλευα αφόρητα και χωρίσαμε. Μετά το χωρισμό μου, πήγα με τη Βίλμα Κύρου να παίξουμε το «Οχτώ γυναίκες κατηγορούνται» στη Θεσσαλονίκη. Μου λέει ένα βράδυ η Κατερίνα Γώγου: «Ελένη, μας έχει καλέσει ο Μίκης Θεοδωράκης σε μία ταβέρνα να μας κάνει το τραπέζι και θα πάμε οι δυο μας».

Ήσασταν φίλες με την Κατερίνα Γώγου;

Πολύ, πολύ! Τελευταία είχαμε χαθεί…Στην κηδεία της, μ’ έπιασε η μάνα της και μου είπε: «Αχ, Ελένη, την αφήσατε την Κατερίνα, την αφήσατε»! Με χτύπησε πολύ αυτή η φράση…Την αφήσαμε, γιατί ο καθένας κοιτούσε τη δουλειά του, την καριέρα του. Μια μέρα την είδα στο δρόμο και έκανα να της μιλήσω, αλλά δεν καταλάβαινε. Σαν να μη με είδε…Την κρατούσε και κάποιος απ’ τον ώμο…Ένα πλάσμα καταπληκτικό ήτανε!

Πήγατε, λοιπόν, μαζί στο τραπέζωμα του Θεοδωράκη.

Δεν ήμασταν μόνοι, υπήρχαν και πολλοί του κόμματος. Τραγουδούσαν όλοι. Άρχισα κι εγώ να τραγουδάω, οπότε κάνει ο Μίκης: «Έλα να με βρεις όταν θά’σαι στην Αθήνα». Δεν έδωσα σημασία, γύρισα εδώ κι έπαιξα σε μία επιθεώρηση – ούτε θυμάμαι τον τίτλο της. Κάποια στιγμή σκεφτόμουν τον Λευτεριώτη, μου την έδωσε και τηλεφώνησα του Μίκη: «Έλα γρήγορα από δω στο στούντιο ΕΡΑ». Πήγα και κατευθείαν ο Μίκης μ’ έστειλε στην Τερψιχόρη Παπαστεφάνου. Γίναμε πολύ φίλες.

Πέθανε πριν λίγο καιρό σε αρκετά μεγάλη ηλικία.

Πέθανε κι αυτή, γαμώτο! Δεν κατάφερα να πάω να τη δω μια μέρα! Μας φάγανε…

Οι ρυθμοί της ζωής…

Ναι, ρε παιδί μου…Τέλος πάντων…Πήγα στην Τερψιχόρη να μου κάνει φωνητική. Έμενε στην Πεύκη. Ανέβηκα δυο φορές, καθίσαμε, τα είπαμε, βρεθήκαμε πατριώτισσες, απ’ τα Τρίκαλα αυτή – απ’ τη Λάρισα εγώ, ώσπου μου πρότεινε να κάνουμε ένα δίσκο με δημοτικά. Ήθελε να τραγουδήσουν άνθρωποι που να μην είναι τραγουδιστές κι όταν με ρώτησε αν ξέρω κανέναν, της πρότεινα τον πατέρα μου. Φυσικά ούτε θα ερχότανε αυτός, αλλά εγώ τον πρότεινα. Το ίδιο διάστημα με καλεί ο Μίκης σε μία συναυλία στο γήπεδο του ΠΑΟΚ, στη Θεσσαλονίκη. Με ήθελε να προλογίσω, όπως και έγινε! Μου έδωσε και κάτι δικά του κείμενα, τα οποία έχω ακόμα! 

Τι έγραφε στα κείμενα αυτά ο Μίκης;

Ου, ένα σωρό πράματα, εναντίον των γιεγιέδων όλα! Στη συναυλία εκείνη ήταν η Φαραντούρη, ο Μητροπάνος και ο Πουλόπουλος. Μετά στην Αθήνα συμμετείχα σε μιαν ακόμη συναυλία του στο γήπεδο της ΑΕΚ ως ηθοποιός που προλόγιζα. Σε μια συναυλία του στην Καισαριανή με έβαλε να τραγουδήσω.

Θυμάστε ποια τραγούδια;

«Τον Παύλο και τον Νικολιό», «Ένα δειλινό» κι ένα άλλο, που καλύτερα να μην το θυμάμαι, γιατί δεν ήξερα τι έλεγα. Ιδέα δεν είχα τι ήταν η «εισαγωγή» στο τραγούδι. Δεν είχα κάτσει ποτέ να δω πως πάει ένα τραγούδι, εγώ τραγούδαγα μόνο ότι άκουγα.

Τα πήγατε καλά, ωστόσο;

Όχι, ήμουν φάλτσα, δεν ήξερα που να «μπω», σας λέω!

Κι ο κόσμος θα το κατάλαβε.

Ούτε ξέρω, εγώ χειροκροτήματα άκουγα. Η Φαραντούρη με κοίταζε με μισό μάτι, του στυλ «Πως τραγουδάει έτσι αυτή τώρα;» Την είδα προχθές στον «Ιανό» και της θύμισα τη σκηνή, αλλά δεν το θυμόταν. Άρχισα να συμμετέχω κανονικά στις συναυλίες του Μίκη και σύντομα πήγαμε στην Κύπρο. Εκεί ο Διδίλης, ο πιανίστας του, έλεγε: «Τι τους θέλει αυτούς τους δύο;», για τον Μητροπάνο και μένα. Ο Πουλόπουλος και η Φαραντούρη ήταν ωραίοι, σωστοί. Ο Μητροπάνος τώρα…Εντάξει, αλλά τον ήθελε ο Μίκης! Ξέρετε τι μου’χε πει ο μεγάλος Γιώργος Μουζάκης για τον Μητροπάνο, όταν κάναμε μαζί ένα δίσκο; Θυμάμαι δύο πράγματα που μου’χε πει ο Μουζάκης: «Ελένη, αυτός ο Μητροπάνος δεν είναι σωστός, εμένα μου αρέσει όμως»! Και το άλλο: «Όταν εγώ έγραψα το ”Παναγιά μου, ένα παιδί”, ήθελα να το πουν, όπως τό’πες εσύ σήμερα»! 

Μεγάλη κουβέντα.

Οπωσδήποτε. Σ’ όλες τις συναυλίες του Μίκη ήταν από κάτω ο Μάνος Λοΐζος. Ανήκε στην παρέα των νέων ακόλουθων του, που περιλάμβανε ακόμη τον Χρήστο Λεοντή, τον Δημήτρη Ιατρόπουλο, τον Τάκη Μπενά και τον Τάσο Σχορέλλη, που υπήρξε διοργανωτής των συναυλιών του Θεοδωράκη και υπεύθυνος για την αναβίωση του ρεμπέτικου. Ο Σχορέλλης με κράτησε δίπλα στον Μίκη, γιατί εγώ δεν θα καθόμουν μετά το φιάσκο της πρώτης μου εμφάνισης ως τραγουδίστρια στην Καισαριανή. Γνωριστήκαμε με τον Λοΐζο κι αρχίσαμε να κάνουμε κολλητή παρέα. Εγώ είχα ερωτευθεί τον Λεοντή, να πω την αλήθεια (γέλια). Με τον Λοΐζο, που ήταν πολύ γλυκό και ζεστό παιδί, είχαμε πλατωνική σχέση. Περπατούσαμε όλη τη νύχτα την Πλάκα πιασμένοι χέρι – χέρι. 

Στην παρέα όλων αυτών που αναφέρατε, μπήκατε ως τραγουδίστρια;

Όχι, απλά ως φίλη. Στην ταινία «Τρούμπα ’67» βασικά ο Μπακ – Μπακ με έβαλε, που ήταν το δεξί χέρι του Φίνου. Ήταν παραγωγός και κάναμε στενή παρέα, μ’ αυτόν και με τον Σειληνό. Ψάχναμε ένα τραγούδι για την ταινία, που τη μουσική της θα έγραφε ο Λοΐζος. Εγώ ακόμη δεν ήμουν τραγουδίστρια. Πήγαινα κάθε μέρα, με ρώταγε ο Μάνος: «Σ’ αρέσει αυτό;»…«Α, δεν μ’ αρέσει»…«Αυτό;»…«Ούτε»…«Καλά, ξαναέλα αύριο να σου γράψω άλλο»! Την επόμενη τα ίδια, ώσπου με πιάνει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος: «Άκου να σου πω, σ’ αρέσει – δεν σ’ αρέσει θα το πεις, γιατί έχεις γύρισμα αύριο». Πάω, πάλι δεν μ’ άρεσε, αλλά επέμενε και ο Μάνος να το πω! Ήταν το «Η δουλειά κάνει τους άντρες»!

Από ένστικτο μηδέν, μετά συγχωρήσεως κιόλας.

Ήμουν άπειρη, που να φανταζόμουν τι επιτυχία μπορεί να’χε; Από κει και πέρα, άρχισαν να με καλούν στην εκπομπή του Στρατού, από δω κι από κει. 

Είχατε συνεργαστεί εκτενώς με τον Θεοδωράκη. Δεν ήταν αφορμή αυτό για να μην περάσετε καλά μέσα στη χούντα;

Κανένα πρόβλημα δεν αντιμετώπισα, κανένα όμως. Ούτε εγώ, ούτε η οικογένεια μου. Τα χρόνια της χούντας μεσουρανούσα, ψέματα να σας πω; Είχα γνωρίσει πολλούς στρατιωτικούς παράγοντες, σαν τον Λαδά που ερχόταν συνέχεια και μ’ άκουγε. Μου έλεγε ο Μπιθικώτσης, που δουλεύαμε μαζί στη «Φαντασία»: «Ελένη, με παρακάλεσε ο Ιωαννίδης να σε πάρω να τραγουδήσουμε μαζί στην ΕΣΑ». Εγώ τον Μπιθικώτση τον λάτρευα, δεν του χαλούσα χατήρι και ο Ιωαννίδης υπήρξε αξιωματικός του, τον είχε στρατιώτη τον Μπιθικώτση. 

Δηλαδή μου λέτε ότι ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, που τραγούδησε τη «Ρωμιοσύνη» του Ρίτσου, μετά τραγούδησε για την ΕΣΑ;

Αμέ! Μόνο ο Μπιθικώτσης τραγούδησε, μωρέ; Όλοι τραγούδησαν και όταν λέμε όλοι, όλοι! Τι αντιστασιακοί και σαχλαμάρες; Πήγαμε στην ΕΣΑ, μετά από δύο εβδομάδες, με ξαναφωνάζει ο Μπιθικώτσης: «Ελένη, μας ζητάνε να ξανατραγουδήσουμε»…«Πάλι, ρε Γρηγόρη;»…«Μα, μου είπε ο Ιωαννίδης ”Αν δεν φέρεις και τη Ροδά μαζί σου, ούτε εσύ νά’ρθεις»…Πήγαμε, τραγουδήσαμε πάλι. 

Και παράλληλα κάνατε παρέα με τον Λοΐζο;

Βέβαια κάναμε.

Καλά, ο Λοΐζος που ήταν κομμουνιστής, δεν σας συμβούλευε να μην τραγουδήσετε για τη χούντα;

Όλοι τά’χαμε συνηθίσει όλα. Τα πράγματα ήταν έτσι κι είχαν γίνει ρουτίνα. Μπορεί να μην τα καταλαβαίναμε, γιατί ζούσαμε και σε μία άλλη κατάσταση. Γνώριζα τόσο πολύ κόσμο κάθε μέρα! 

Θέλω να πω, πώς τα καταφέρνατε κι ήσασταν και με τον χωροφύλακα και με τον αγροφύλακα; «Παίζατε» παντού.

Όχι, εγώ δεν «έπαιζα» με κανέναν! Ήμουν εκεί που ήμουν, με τους Λαμπράκηδες, με τον Μίκη κλπ. Η ζωή τά’φερνε έτσι και με το επάγγελμα που έκανα, ξέρετε, μίλαγα σε όλους. Επίσης έχω και πολλούς θανάτους δικών μου αριστερών από δεξιούς στον Εμφύλιο, αλλά δεν έμειναν μέσα μου κατάλοιπα και κακίες. 

Ωστόσο, είχατε επίγνωση πως την ίδια στιγμή που εσείς μεσουρανούσατε, κάποιοι άλλοι στέλνονταν στα ξερονήσια;

Τα ήξερα όλα αυτά, αφού είχα πολλούς φίλους, που ήταν στα ξερονήσια (σ.σ. στο σημείο αυτό, χτυπάει το κινητό της. Το σηκώνει και συνομιλεί πολύ ευγενικά με μία ηλικιωμένη γυναίκα για λίγο). Δεν φαντάζεστε πόσοι με πήραν σήμερα και μου ζητάνε λεφτά…

Τους δίνετε άμα έχετε;

Βεβαίως δίνω! Ντρέπομαι καμιά φορά γιατί μου ζητάνε 300 ευρώ και τους δίνω 200, αλλά δεν γίνεται…

Μπράβο σας!

Τι μπράβο μου, μωρέ; Δεν είμαι για μπράβο!

Μην το λέτε. Κι άλλοι μπορεί νά’χουν, αλλά δεν δίνουν.

Κοιτάξτε, όταν είχα τα πολλά λεφτά δεν τα κρατούσα, τα μοίραζα από δω κι από κει. Με κορόιδευαν…Μου πούλαγαν ένα γραφείο τεράστιο, τα «έσκαγα», το αγόραζα κι όταν πήγαινα να το δω, ήταν 20 τετραγωνικά. Μπορεί να πλήρωνα κάτι ενάμισι εκατομμύριο που να κόστιζε στην πραγματικότητα 300.000! Πίσω, στο ερώτημα σας, συνεχίζω και σας λέω ότι είχα πολλούς φίλους που είχαν υποστεί τα πάνδεινα από τη δεξιά. Θυμάμαι τον Παπαϊωάννου, έναν καλό ζωγράφο από τον Τύρναβο. Τι είχε περάσει αυτός! Στα δημοψηφίσματα της χούντας, επίσης, υπογράφαμε όλοι ΟΧΙ και έτρεμε το φυλλοκάρδι μας. Φωνάζαμε «Κάτω η Χούντα» και στο Πολυτεχνείο μάζευα γιαούρτια για να τα πάμε στα παιδιά μέσα. Τώρα που’χω μεγαλώσει επιτρέψτε μου να τα βρίσκω όλα πολύ μάταια. Δεν θέλω να μιλάω πολιτικά, δεν μου αρέσει, γιατί πλέον μ’ ενδιαφέρει μόνο ένας άνθρωπος που θ’ αγαπήσει πραγματικά τον τόπο αυτό. Όπως ήταν ο Πλαστήρας! Αν είχαμε, εννοώ, έναν Πλαστήρα, έναν Καποδίστρια, για τέτοιους ανθρώπους μιλάω! Δεν μ’ ενδιαφέρει αν είναι αριστερός ή δεξιός ή Κεντρώος! 

Κατανοητό. Θα ήθελα να πάμε τώρα στη συμμετοχή σας στην κινηματογραφική «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού.

Ο Δαμιανός έψαχνε ηθοποιούς, κορίτσια, για να ντουμπλάρουν τη Μαρία Βασιλείου, που ήταν Κύπρια με αγγλικό αξάν στη φωνή της. Είχαν περάσει πάνω από σαράντα γυναίκες, από το θέατρο και το τραγούδι, αλλά ο Δαμιανός είχε απελπιστεί, δεν του έκανε καμία! Με πιάνει ο Λοΐζος: «Ελένη, έρχεσαι να δεις κάτι που μπορεί να χρειαστείς;» Τον ακολουθώ και με πάει στον Δαμιανό. Γλυκύτατος άνθρωπος. Μου δίνει το σενάριο: «Πάρε αυτό και διάβασε, βλέποντας στην οθόνη τα χείλη της ηθοποιού» – βρισκόμασταν σε στούντιο. Αρχίζω εγώ, ατάκα – ατάκα, ο Δαμιανός ενθουσιάζεται! Φωνάζει: «Το πάμε τώρα απ’ την αρχή»! Έκατσα δυο ώρες, τελείωσε, αυτό ήταν!

Είχατε καταλάβει ότι εμπλεκόσασταν σε μία οριακή στιγμή του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου;

Όχι, δεν κατάλαβα. Απλώς το έκανα για τον φίλο μου τον Λοΐζο και μετά συμπάθησα τον Δαμιανό. Θεωρώ, πάντως, πως όταν η Βασιλείου πήρε το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης κανονικά έπρεπε να το μοιραστεί μαζί μου. Ούτε με ανέφεραν καθόλου! 

Κάνατε παρέα με τη Βασιλείου;

Βέβαια κάναμε! Ήταν ένα συμπαθητικό κοριτσάκι που τότε τά’χε με τον Ευαγγελίδη, τον ηθοποιό, έναν ψηλό νόστιμο. Ερχόταν και στο μαγαζί που τραγουδούσα και μ’ άκουγαν. Δυστυχώς σκοτώθηκε το κορίτσι…Τέλος πάντων, η ταινία έγινε κι εγώ στον καιρό της δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία, σήμερα όμως καταλαβαίνω πόσο σπουδαίο ήταν όλο αυτό. Το ίδιο θα έλεγα και για την «Παραγγελιά» του Τάσιου. 

Η «Παραγγελιά» είναι του 1980, μία δεκαετία ακριβώς μετά. 

Εγώ τον Τάσιο τον ήξερα από τότε που είχε δεσμό με τη Γώγου. Μου τηλεφωνεί μια μέρα και μου ζητάει να στήσω την όλη κατάσταση μεσ’ στο λαϊκό μαγαζί που θα διαδραματιζόταν η καινούργια ταινία του. Συμφώνησα και επικοινώνησα αμέσως με τον Αθανασιάδη, τον τραγουδιστή που ήταν μπροστά στη στιγμή του μακελειού με τον Κοεμτζή στη «Νεράιδα», το μαγαζί του Κώστα Καρουσάκη. Δουλεύαμε μαζί με τον Αθανασιάδη, του μίλησα για την ταινία, αλλά δεν μ’ άφησε καν να του πω…«Σταμάτα, μη μου λες τέτοια, δεν θέλω να θυμάμαι»…Έτσι, πήρα τον Καμπουρίδη που επίσης δουλεύαμε μαζί τότε στο «Ιφιγένεια». Πήρα και δυο κοπέλες που τις είχαμε στο πρόγραμμα και ένα παιδί, τον Πηνιώτη, που πέθανε ο καημένος – όλοι αυτοί δουλεύαμε παρέα στο μαγαζί «Ιφιγένεια».

Η Γώγου απαγγέλλει συγκλονιστικά στην «Παραγγελιά», πάντως.

Δεν ήταν στα δικά μας γυρίσματα. Εγώ δεν την είδα καθόλου και ήταν η περίοδος που, δυστυχώς, είχαμε χαθεί. Τότε απ’ όσο ξέρω είχαν χωρίσει με τον Τάσιο και ήταν ζευγάρι με τον Γιώργο Ζορμπά. Το θέμα είναι πως την «Παραγγελιά» την κατάλαβα περισσότερο στον καιρό της απ’ ότι την «Ευδοκία». Μερικά πράγματα δικά μου, ας πούμε, δεν μου αρέσουν. Θα μπορούσα να τα’χα πει καλύτερα, παρόλο που ο Δαμιανός ήταν κυριολεκτικά κατενθουσιασμένος! 

Με τον Μάνο Χατζιδάκι έχετε να μοιραστείτε κάποια μνήμη;

Δεν τον γνώρισα ποτέ, αλλά ξέρετε γιατί; Εκείνα τα χρόνια ήμασταν χωρισμένοι: Θεοδωρακικοί και χατζιδακικοί με μένος κιόλας! Τον Χατζιδάκι τον θεωρούσαμε δημιουργό κατώτερων τραγουδιών, δεν έκανε τα ζεϊμπέκικα του Μίκη, «Δραπετσώνα», «Σαββατόβραδο» κλπ. Έκανε το «Πως τον λεν, πως τον λεν τον ποταμό, Ιλισσό»…Σάμπως ξέραμε πάλι τότε πόσο σημαντικός ήτανε;

Είπαμε ότι μεταξύ «Ευδοκίας» και «Παραγγελιάς» μεσολάβησε μια δεκαετία, κατά την οποία λογικά θα δουλεύατε ως τραγουδίστρια.

Ακριβώς έτσι. Ήμουν στα πάλκα και στη δισκογραφία όλη τη δεκαετία του ’70. Με τον Γιώργο Μουζάκη κάναμε έναν ολόκληρο δίσκο το 1990. 

Κι όχι μόνο: Προηγήθηκαν ο Μούτσης, ο Ζαμπέτας και άλλοι συνθέτες. Η ερώτηση μου είναι πως δεν ασχοληθήκατε με το αμιγώς έντεχνο τραγούδι, ούσα στην παρέα του Λοΐζου και του Λεοντή;

Δεν μ’ ενδιέφερε! Ερχόταν ο Λοΐζος και μου’λεγε «Ελένη, θα πεις το ”Θα κεντήσω πάνω στου αλόγου σου τη σέλα”;» κι εγώ απαντούσα «Άσε να το πει κάνας άλλος, μωρέ». Ξέρετε πόσα τραγούδια μου έδωσαν για να τα πω ο Μάνος με τον Λευτέρη;

Δεν είχατε πίστη στη φωνή σας;

Όχι, δεν ήξερα τη σημασία της δισκογραφίας. Εμένα με ζητούσαν τότε όλα τα μαγαζιά, ήμουν βεντέτα! Μπορεί να μην ήμουν η φωνάρα, αλλά ήμουν άνθρωπος που μάζευα κόσμο, από καψούρια μέχρι άτομα που μ’ εκτιμούσαν. Έλεγα τι να πάω τώρα εγώ να ανακατευτώ με δίσκους και τραγούδια, με τα κουλτουριάρικα, όταν έχω φτιάξει το κοινό μου και οι άλλοι με θεωρούν κάτι σαν τη δικιά τους λαϊκή ντίβα; (σ.σ. στο σημείο αυτό, χτυπάει το κινητό της. Είναι η τραγουδίστρια και κουμπάρα της, Ρένα Κουμιώτη)

Με την Κουμιώτη, αλήθεια, πως γνωριστήκατε;

Το ’68, όταν δούλευα με τον Τσιτσάνη στους Μενιδιάτηδες. Αυτή δεν ήταν ακόμη τραγουδίστρια κι ερχόταν στο μαγαζί ως πελάτισσα. Είχε μάνατζερ της τον Σουρμελίδη και κάποια στιγμή έγινε τραγουδίστρια δίπλα στον Μητσιά, τον οποίο είχα φέρει εγώ από τη Θεσσαλονίκη. Εμφανίζονταν στην «Απανεμιά» στην Πλάκα, όπου ένα βράδυ πήρα τον Λοΐζο και τον Λευτέρη και πήγαμε. Η Ρένα είναι μεγάλη φωνή, πολύ μεγάλη τραγουδίστρια! Για να φανταστείτε, δύο μεγάλες τραγουδίστριες έχω εγώ: Τη Τζένη Βάνου και τη Ρένα Κουμιώτη. Δεν είναι Φαραντούρη, που η Μαρία είναι κάτι άλλο, είναι κλασική τραγουδίστρια, αλλά σαν λαϊκές ερμηνεύτριες μόνο αυτές τις δύο παραδέχομαι! Καλή τραγουδίστρια είναι και η Χαρούλα Αλεξίου με τόσα τραγούδια που’χει τραγουδήσει, δε μπορώ να πω, αλίμονο! Εμένα- θα σας φανεί παράξενο- ξέρετε ποιος με συγκινεί από άντρες τραγουδιστές; Ο Χρήστος Κυριαζής! Μου λένε όλοι «Είσαι τρελή;» και τους απαντάω «Είμαι τρελή, αυτόν ξεχωρίζω». Πολύ ωραίος τραγουδιστής με χρώμα, αυτό που εμένα μ’ ενδιαφέρει σε μία φωνή. Εν πάση περιπτώσει, με τη Ρένα έχουμε πια μια φιλία 50 χρόνων και της βάφτισα και τον ένα της γιο. Φιλία – φιλία, όμως! Βριζόμαστε κιόλας, συνήθως αυτή με βρίζει (γέλια)

Έχετε κρατήσει κι άλλες φιλίες τόσο παλιές;

Απ’ το ’60 όχι, γιατί οι πιο πολλοί έχουνε πεθάνει (γέλια). Αγαπώ πολύ τον Κώστα Γεωργουσόπουλο, που ήμασταν μαζί περιοδεία επί Ροντήρη. Απ’ τα επόμενα χρόνια, τότε που δούλευα πολύ, κράτησα φιλία με τον Γιάννη Πετρόπουλο. Το ’84 δουλέψαμε για δεύτερη φορά με τον Πουλόπουλο στο «Cavo d’ Oro», με τον Γιώργο Σαρρή επίσης. 

Και πότε γίνατε επιχειρηματίας;

Το ’88 – ’89 άνοιξα το πρώτο μου μαγαζί, ένα ψητοπωλείο στο Παλαιό Φάληρο. Το κράτησα έξι χρόνια και μέχρι ο φιλόσοφος Πασκάλ Μπρικνέρ πέρασε!  Ποιον να πρωτοθυμηθώ; Τον Βαρδινογιάννη; Τον Κοπελούζο; Ερχόντουσαν με τους μπάτσους απ’ έξω κι εγώ έλεγα «Τι συμβαίνει; Μας την πέσανε;» Ο Ζουγανέλλης με την Ισιδώρα Σιδέρη και την Ελεωνόρα, την κόρη τους, ήταν εκεί συνέχεια. Ο Σαββόπουλος ακόμη! Το ’95 έφτιαξα το δεύτερο μαγαζί μου, αλλά εκείνο ήταν σε στυλ «τσαντίρ – μαχαλάς», όχι πολυτελείας δηλαδή. Γύρω – γύρω είχε πλαστικά που για να μη μπαίνει το κρύο βάζαμε πατσαβούρες από πάνω. Απέναντι υπήρχε η φάτνη των αλόγων με τον Ιωσήφ και τη Μαρία, αλλά όλον τον καιρό, γιατί βαριόμασταν να τη μαζέψουμε! Δίπλα υπήρχαν τα αποκριάτικα και παραδίπλα τα πασχαλινά (γέλια).

Καλά, τι μαγαζί ήταν αυτό;

Ψητοπωλείο κι αυτό. Ένας πολύ μικρός χώρος που απ’ έξω, με τα πλαστικά, δεν σου γέμιζε το μάτι. Έρχονταν οι κυρίες καλοντυμένες κι έκαιγαν τις γούνες τους απ’ τις σόμπες που είχαμε (γέλια). Μια μέρα ήρθε ο Γιάννης Χανδρής με κάποιες κυρίες, που τους είχε πει «Θα σας πάω σ’ ένα φοβερό μέρος». Αυτές ήταν ντυμένες- στολισμένες και τις βλέπω που κάθονταν απ’ έξω και λέγανε «Μα τι είναι αυτό;». Δεν ήθελαν να μπουν κι εγώ να τους λέω «Περάστε», αλλά ευτυχώς μετά έγιναν ένα με τον κόσμο και τραγουδούσαν. 

Εσείς τραγουδούσατε για τους πελάτες σας;

Τραγουδούσα και σερβίριζα, όπως αν τους δεχόμουν σπίτι μου. Κουζίνα δεν υπήρχε, παρά μόνο μια μεγάλη ψησταριά που πετάγαμε απάνω κοντοσούβλι, γύρο, μπιφτέκια- τα καλύτερα της Αθήνας- και μπριζόλες. 

Θα βγήκαν καλά λεφτά, φαντάζομαι.

Δεν είστε με τα καλά σας! Όταν ανακατεύεσαι με κρέας, δεν βγάζεις λεφτά! Πρέπει να πηγαίνεις να ψωνίζεις απ’ το «Μάκρο», ενώ εγώ ψώνιζα απ’ τον δικό μου κρεοπώλη τα καλύτερα κρέατα της Νάξου. Τα κρέατα τα δικά μου έχουνε μείνει παροιμιώδη!

Τι σας είχε οδηγήσει στο να ανοίξετε αυτά τα δύο μαγαζιά;

Κοιτάξτε, στο τραγούδι είχανε μπει πια νέοι άνθρωποι, καινούργια πρόσωπα και νοοτροπία. Είπα: «Έτσι είστε; Θα κάνω κι εγώ τα δικά μου»! Πήγαινα με μια φίλη μου και τρώγαμε σ’ ένα ψητοπωλείο στη Νίκαια. Δεν υπήρχαν τραπέζια και ο ιδιοκτήτης είχε μόνο ένα τσίγκινο, για τον εαυτό του, που έβαζε πάνω μια λαδόκολλα. Πέταγε το κρέας κι από κει τρώγαμε. Τότε είπα στη φίλη μου: «Δεν ανοίγουμε κι εμείς ένα τέτοιο;» Λάκισαν όλες, η μία «Α, δεν μ’ αφήνει ο δικός μου», η άλλη «Θα μυρίζω κρεατίλα», μ’ άφησαν μόνη μου, ξεκρέμαστη και το συνέχισα μόνη μου, αφού είχα ήδη αγοράσει το χώρο. Ερχόταν η Άννα Φόνσου- νά’ναι καλά- και με βοηθούσε.

Και πόσο κράτησε το δεύτερο μαγαζί σας;

Πιο πολλά απ’ το πρώτο. Πριν πέντε χρόνια το άφησα. Το’χα ανοίξει απέναντι απ’ τον Φλοίσβο κι ήταν, πραγματικά, πολύ ωραίο στέκι. 

Παράλληλα κάνατε κι έναν απ’ τους τελευταίους σας δίσκους με την Αφροδίτη Μάνου.

Στη δουλειά που έκανε με τους Ρέππα – Παπαθανασίου, η Αφροδίτη ήθελε να πει και τη «Βουρκωμένη Δευτέρα», αλλά αυτοί της πρότειναν να πάρουν εμένα που έλεγα το τραγούδι. Ήρθαν στο μαγαζί, με ρώτησαν αν θα μ’ ενδιέφερε και απάντησα θετικά. Την Αφροδίτη ναι μεν την ήξερα από παλιά, αλλά δεν κάναμε ποτέ παρέα. Είναι λίγο περίεργο άτομο – ενώ ήμασταν πολύ αγαπημένες, κάποια στιγμή κάτι την πείραξε και ξέκοψε. Χαθήκαμε ξαφνικά. Ήταν ωραίος εκείνος ο live δίσκος, πάντως! 

Καλλιτεχνικά τι θα σας ενδιέφερε αυτή τη στιγμή;

Τίποτα! Θεωρώ σημαντική γυναίκα την ηθοποιό και σεναριογράφο Δήμητρα Παπαδοπούλου. Παίξαμε μαζί τελευταία. Αυτή αν μου’λεγε να ξαναπαίξουμε μαζί, θα πήγαινα! Στο μεταξύ, ήταν να παίξω με τον Μπισμπίκη στον «Πατέρα» του Στρίντμπεργκ. Έτυχε να λείπω Αγγλία τότε, με έψαχναν και δεν μ’ έβρισκαν, οπότε πίστεψαν πως αποχώρησα. Πήραν άλλη…Μετά μου τηλεφώνησε ο Δημήτρης Καρατζιάς από το «Vault», όπου πήγα και είδα τον «Άνθρωπο – ελέφαντα», για μένα η καλύτερη παράσταση που είδα φέτος! Ο Καρατζιάς με ζήτησε για ένα καινούργιο έργο που θ’ ανέβαζαν με τη Νόρα Κατσέλη και δυο άλλες κοπέλες. Πήρα το έργο, το διάβασα, μ’ άρεσε, αλλά δεν υπήρξε νέα ειδοποίηση. Προφανώς πήγε πάρα πολύ καλά ο «Άνθρωπος- ελέφαντας» και δεν είχαν σκοπό ν’ ανεβάσουν άλλο έργο.

Σας ενδιαφέρει, βλέπω, περισσότερο η υποκριτική από το τραγούδι.

Πάντα μ’ ενδιέφερε η υποκριτική περισσότερο! Έπαιξα και στο ριμέικ του «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα» που γύρισε πρόσφατα σχετικά ο Όμηρος Ευστρατιάδης, με τον οποίο γνωρίζομαι από τα 70s. Έκανα μια καθηγήτρια με αλτσχάιμερ (γέλια).

Έχετε κι έναν γιο, αν τα λέω σωστά.

Ναι, ένα παιδί έχω. Πατέρας του και άντρας μου ήταν ο Καραντάνης, αυτός με τα εμφιαλωμένα νερά. Δεν υπήρχε άλλος άντρας σαν αυτόν! Πέθανε πριν δυο χρόνια 72 ετών και ήμασταν πολύ αγαπημένοι, παρότι είχαμε χωρίσει. Στη ζωή μου δεν είχα γνωρίσει τόσο σπουδαίο άτομο! Ο γιος μας τώρα με δύο μάστερ και τέσσερα διπλώματα δεν έβρισκε δουλειά και άνοιξε πιτσαρία στου Ψυρρή, το «Crash». Είναι καλά, πάει πάρα πολύ καλά το μαγαζί και ανοίγει και δεύτερο στον Κεραμικό. Δόξα τω Θεώ, γιατί έχω ένα πολύ καλό παιδί. 

Απ’ όλη την εξιστόρηση σας, συμπεραίνω πως είστε ένας άνθρωπος που μια ζωή κινηθήκατε με γνώμονα την ελευθερία σας, την καλοπέραση σας και το «χύμα» σας.

Κυρίως το «χύμα» μου! Πέρασαν πολλές ευκαιρίες από δίπλα μου, αλλά δεν ήμουν συγκροτημένη για κάτι σταθερό. Αν μου λέγανε να ξαναρχίσω τώρα, απ’ τη στιγμή αυτή που μιλάμε, θα γινόμουν δασκάλα. Δεν θ’ ασχολιόμουν με τα καλλιτεχνικά, αλλά θα φρόντιζα να μάθουν ωραία πράγματα τα παιδιά, διότι αυτό χρειαζόμαστε σήμερα.

Και θα «πετάγατε» όλα αυτά που ζήσατε;

Ναι, ναι! Όταν μεγαλώνει κανείς, βλέπει τη ματαιότητα των πάντων. Έλεγε καμιά φορά η μάνα μου «Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης» κι εγώ σκεφτόμουν τι λέει αυτή…Τώρα κι εγώ το κατάλαβα.

Και όλα τα μεγάλα ονόματα που έπεσαν στη συζήτηση μας, ο Λοΐζος, ο Δαμιανός, ο Μίκης, ήταν απλά «παρενθέσεις» στη ζωή σας;

Αυτοί όλοι ήταν και είναι μεσ’ στην καρδιά μου. Απλά λέω ότι θα ήθελα τώρα να πρόσφερα στην κοινωνία. 

Με την τέχνη δεν θα γινόταν αυτό;

Διασκέδασα πολύ κόσμο, η αλήθεια είναι. Ευχαριστιόταν ο κόσμος! Με σταματάνε στο δρόμο με αγάπη και μου «χαρίζουνε» πράγματα. Πέτυχα μια κυρία στο Σύνταγμα, μια υπέροχη γυναίκα, ούτε 60 ετών. Έκλαιγε που με είδε κι αισθάνθηκα τόσο άσχημα. Είπα «Τι στο καλό κλαίει με μένα μια σπουδαία γυναίκα;» Άλλοι μ’ αγκαλιάζουν όπου με δουν, όπως έγινε πρόσφατα στην κηδεία του Βουτσά. 

Σας γεμίζουν χαρά οι αντιδράσεις αυτές;

Δεν είμαι ξιπασμένη, όμως. Συγκινούμαι, κάθομαι και μιλάω με όλους κι αν μπορώ τους χαρίζω και κάτι να με θυμούνται. Αισθάνομαι κάπως υπερβολικές για μένα τις αντιδράσεις που λέτε, δεν νιώθω ότι είμαι σπουδαία ή αντάξια των όσων εισπράττω. 

Απ’ όλα όσα κάνατε, ποιο θεωρείτε σημαντικότερο;

Την «Ευδοκία»! Εγώ, όμως, ξέρω πολύ καλά την αρχαία τραγωδία, που τη σπούδασα δίπλα στον Ροντήρη, και θεωρώ ότι θα μπορούσα να’χω ασχοληθεί μ’ αυτό αποκλειστικά. Μπορώ να το κάνω καλά και αν δεν υπήρξα η μεγάλη τραγουδίστρια, διασκέδαζα τον κόσμο. 

Κι αν σας ρωτούσα τι περιμένετε από δω και πέρα;

Τώρα πια τίποτα δεν μ’ ενδιαφέρει. Θέλω να’ναι ευτυχισμένος ο κόσμος γύρω μου κι αφού δεν μπορώ να το πετύχω εγώ αυτό με όλους, τουλάχιστον ας είναι οι κοντινοί μου άνθρωποι καλά και το παιδί μου.

Κυρία Ροδά, σας ευχαριστώ πολύ.

Να μη μ’ ευχαριστείτε, εγώ ευχαριστώ γι’ αυτή τη συνέντευξη – απολογισμό ζωής. 

Στην αντεπίθεση περνά η Καϊλή: «Δεν με υπερασπίστηκαν το ΠΑΣΟΚ και η Ε.Ε., θα μετακομίσω στην Ιταλία»

5754833

Στην αντεπίθεση περνά η Καϊλή: «Δεν με υπερασπίστηκαν το ΠΑΣΟΚ και η Ε.Ε., θα μετακομίσω στην Ιταλία»

Τα παράπονα της προς το ΠΑΣΟΚ εξέφρασε σε συνέντευξη η Εύα Καϊλή

Ράδιο Αρβύλα: Το «αντίο» του Αντώνη Κανάκη για τη φετινή σεζόν – «Η χρονιά είχε δυο πρόσωπα, δεν ξέρω αν θα ξαναέρθουμε»

Κανάκης 1

Ράδιο Αρβύλα: Το «αντίο» του Αντώνη Κανάκη για τη φετινή σεζόν – «Η χρονιά είχε δυο πρόσωπα, δεν ξέρω αν θα ξαναέρθουμε»

Αυλαία έριξε για φέτος το Ράδιο Αρβύλα, με τον Αντώνη Κανάκη να μιλάει για τη…

Αλαζονικές δηλώσεις από Μητσοτάκη στο ΣΚΑΪ: «Η οικονομία πάει καλά και οι φόροι μειώνονται» (video)

μητσο

Αλαζονικές δηλώσεις από Μητσοτάκη στο ΣΚΑΪ: «Η οικονομία πάει καλά και οι φόροι μειώνονται» (video)

Εκτός τόπου και χρόνου τα όσα είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνέντευξη του στο ΣΚΑΪ