Ελένη Φιλίνη: «Πως έγινε έτσι η κοινωνία μας, ανθρωποφαγική;»

Σταθερή παρουσία χρόνων στα mainstream καλλιτεχνικά δρώμενα και το «καλύτερο παιδί», όπως θ' ακούσεις να λένε στο χώρο της, η ηθοποιός Ελένη Φιλίνη σε μία ορμητική συνέντευξη αποκλειστικά στο koutipandoras.gr 

53039159 2064955970291133 5327329420795445248 n

Την έχουν πει «Ελληνίδα Μόνικα Μπελούτσι» και η αλήθεια είναι πως παραμένει μία εντυπωσιακή γυναίκα! Στην Ελένη Φιλίνη δεν αρέσει ο χαρακτηρισμός «icon των 80s», εφόσον εξακολουθεί να είναι δημιουργική σε θέατρο, τηλεόραση και – την τελευταία δεκαετία – στο τραγούδι. Δεν υπάρχει Έλληνας, πιστεύω, που να μην γνωρίζει την Ελένη Φιλίνη και να μη χαμογελάει με συμπάθεια στο άκουσμα του ονόματος της. Με αγάπη, θα έλεγα, όχι απλά με συμπάθεια, αν μπορούσε να δει κιόλας πόσοι και πώς τη σταματάνε στο δρόμο για να ανταλλάξουν δυο λόγια μαζί της. Στην ακόλουθη συνέντευξη, η ηθοποιός μίλησε πρώτη φορά για το ανθρώπινο σύμπλεγμα απέναντι στο κάλλος, που αντιμετώπισε στο ξεκίνημα της, καθώς και για τα βαθύτερα αίτια της δυσάρεστης ανόδου του ρατσισμού στη χώρα μας. Της εύχομαι να έχει πάντα την ίδια φυσική ευγένεια κι αυτή την «έξω καρδιά» διάθεση:

Σαν να μην έχετε την ησυχία σας, κυρία Φιλίνη.

Δε μπορώ. Από μικρή ήμουν έτσι. Εγώ και δουλειά να μην κάνω, θα βρω κάτι ν’ ασχοληθώ. Έχω χίλια ενδιαφέροντα: τα ζώα μου, το διάβασμα, τα ταξίδια μου, δεν έχω πει ποτέ τη λέξη «βαριέμαι» ή «δεν έχω τι να κάνω».

Έχετε πολλούς φίλους;

Γνωστούς χιλιάδες, αλλά φίλους καρδιάς, λίγους. Δεν έχω παράπονο.

Εξαρτάστε απ’ τους φίλους;

Όχι. Ως μοναχοπαίδι που ήμουν, έπαιξε ρόλο αυτό στη ζωή μου. Δεν φορτώνομαι, δεν φορτώνω το πρόβλημα μου στον διπλανό μου. Μπορεί να μοιραστώ πέντε πράγματα, αλλά δε θέλω να μαυρίζω τον άλλον. Το έχω αρχή μου! Τα δύσκολα με οδηγούν στην απομόνωση.

Όπως;

Οι απώλειες των δικών μου. Δεν υπάρχει κάτι πιο βαρύ, μη γελιόμαστε. Η μητέρα μου τώρα, 3 Μαρτίου, κλείνει 9 χρόνια από τότε που «έφυγε». Δεν υπάρχει μέρα που να μην την έχω μπροστά μου. Ήμουν και πολύ δεμένη μαζί της, δεν ήταν ότι απλά συζούσαμε. Ακόμα και τον πατέρα μου που έφυγε για τον Παναμά, όταν ήμουν σχετικά μικρή, στα 27 μου, δεν τον έζησα όπως θά’θελα. Έλειπε για μια δεκαετία και παραπάνω και δεν πρόλαβα να τον χαρώ. Δεν ξέρω αν πονάνε το ίδιο όλοι οι άνθρωποι, σε μένα όμως είναι μόνιμος ο πόνος.

Απ’ τον οποίο «δραπετεύετε» με τη δουλειά.

Μόνο! Εργασιομανία. Το μυαλό αναγκάζεται να μη σκέφτεται άλλα εκείνες τις ώρες. 

Είστε γέννημα θρέμμα Πατησιώτισσα.

Όχι, γεννήθηκα στην Κόρινθο. Ο μπαμπάς μου έπαθε μια οικονομική καταστροφή και όταν ήμουν 5 ετών ήρθαμε στην Αθήνα. Πάλεψε για δυο – τρία χρόνια, δεν τα κατάφερε κι έτσι αναγκάστηκε να πάει στον Παναμά, στο μικρότερο αδερφό του, ο οποίος ήταν μόνιμα εγκατεστημένος εκεί με γάμο και δουλειά. Έμεινε τουλάχιστον δώδεκα χρόνια και στην Ελλάδα ερχόταν κάθε δύο χρόνια. Ήταν να πάμε κι εμείς, αλλά η μαμά δεν ήθελε. Κάθε μήνα μας έστελνε λεφτά ο πατέρας μου.

Άρα δεν ζήσατε φτωχικά.

Μετρημένα ζήσαμε. Δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο, ο άνθρωπος απλά δούλευε εκεί και έστελνε λεφτά στην οικογένεια του στην Ελλάδα. 

Σας πρόλαβε καλλιτέχνιδα ο πατέρας σας;

Ναι, αλλά δεν πρόλαβε να με χαρεί. Του άρεσε στην πορεία, γιατί όταν είπα στην αρχή ότι θέλω ν’ασχοληθώ με το χώρο, ήταν όλοι εναντίον. Δεν ήθελαν με τίποτα!

Από συντηρητισμό;

Ο μπαμπάς μου σίγουρα απ’ αυτό, γιατί προερχόμουν κι από μια πολύ πατριαρχική – να την πω έτσι – οικογένεια. Ξέρετε, γενικά στην Πελοπόννησο «έπαιζε» η πατριαρχία. Η μαμά μου δεν ήθελε να πληγωθεί η ευαίσθητη κόρη της, αλλά μάλλον δεν ήξερε τη δύναμη μου. Η ευαισθησία κρύβει και δύναμη συχνά. Πάντως, ναι, μετά το χάρηκαν και οι δύο.

Το θέατρο…

Κυρίως το θέατρο.

Και το σινεμά, σαν τον «Σεξοκυνηγό» που παίξατε δίπλα στον Φαίδωνα Γεωργίτση, τον οποίο χάσαμε πριν λίγες μέρες. 

Εκεί ήμουν μωρό, κοριτσάκι. Μόλις είχα τελειώσει τη δραματική σχολή. Στενοχωρήθηκα με την απώλεια του Φαίδωνα, γιατί ήτανε πολύ κύριος. Λίγα χρόνια μετά τον «Σεξοκυνηγό», κάναμε και μία άλλη βιντεοταινία, τη «Γοργόνα». Τον θυμάμαι άρτιο στη δουλειά του και σεμνό.

Πως και ακολουθήσατε το θέατρο;

Το ήθελα από πιτσιρίκα. Έκανα χορό από 9 ετών και στα 14 ασχολήθηκα με το φλαμένκο. Μιλάμε για τα μέσα της δεκαετίας του 1970.

Είχατε πολιτική συνείδηση τότε;

Ναι, τότε είχα. Μετά έπαψα ν’ ασχολούμαι. Τότε πιστεύαμε σε κάτι, είχαμε ιδανικά, σήμερα που είναι τα ιδανικά; Δεν βλέπω να υπάρχουν! Υπάρχει μια απογοήτευση που ελπίζω ν’ αλλάξει για τα νέα παιδιά.

Μιλήστε μου για το κλίμα εκείνων των χρόνων.

Η δεκαετία του ’70 ήταν πολύ ωραία με όλες τις αναζητήσεις μας. Εμένα, όμως, η δεκαετία μου ήταν του ’80, που ξεκίνησα τη δουλειά μου. Ίσαμε τότε είχαμε ελπίδες και όνειρα, μετά άρχισαν σιγά – σιγά να γκρεμίζονται όλα. Πήρε υψηλή θέση το χρήμα στη ζωή μας, το θεοποιήσαμε. Τη δεκαετία του ΄90 δεν το πήραμε χαμπάρι, από το 2000 και μετά κορυφώθηκε και από το 2010 μέχρι σήμερα λέμε «Καλά που έφυγαν οι δικοί μας για να μη βλέπουν το χάλι»…Το πιστεύω πως αν έβλεπαν όλη αυτή την ισοπέδωση που ζούμε τώρα, εκείνοι που γεννήθηκαν σε άλλες εποχές, δεν ξέρω αν θα αντέχανε. Κατά μία έννοια, καλώς έφυγαν οι άνθρωποι.

Ας πάμε καλύτερα στο ξεκίνημα της καριέρας σας.

Τότε που σπούδαζα χορό, θέλανε κοπέλες για πασαρέλα. Με διάλεξε η Τούλα Ιωαννίδου, γιατί ήθελαν και σόου, όχι μόνο περπάτημα. Έτσι, απ’ τα 15 μου ξεκίνησα μόντελινγκ και φωτογραφίσεις, απ’ όπου πέρασα γρήγορα στην τηλεόραση. Γι’ αυτό σας λέω πριν πάω στη δραματική του Θεοδοσιάδη, εγώ δούλευα. Κάναμε, θυμάμαι, ένα αστυνομικό σήριαλ με τον Χρήστο Νέγκα. Ακόμα σχολείο πήγαινα, γύρω στο ’77 – ’78. Στο τρίτο έτος στη σχολή δούλευα ήδη με τον Ντίνο Ηλιόπουλο.

Αλήθεια είναι πως προλάβατε να συνυπάρξετε με μυθικούς Έλληνες ηθοποιούς.

Μετά τον Ηλιόπουλο, απ’ το ’81 – ’82 και μετά συνεργάστηκα με Παπαγιαννόπουλο, Μουστάκα, Ρηγόπουλο, Πάρλα, Τσιβιλίκα, Σκουρολιάκο, με Γεωργίτση, Δαδινόπουλο, Τζένη Ρουσσέα – ποιον να πρωτοθυμηθώ; Ακόμα και με τα παιδιά της γενιάς μου, Γαρδέλη, Ευαγγελόπουλο.

Έχετε επαφές με τους τελευταίους;

Μόνο όταν βρισκόμαστε κοινωνικά. Χαθήκαμε μες τα χρόνια, αλλά μας δένουν πολλά. (σκέφτεται κι άλλα ονόματα) Έπαιξα επίσης με Ρίζο, Βουτσά, Κομνηνό, Βερλέκη…

Είχαν άλλη ποιότητα οι καλλιτέχνες αυτοί;

Νομίζω πως κι η δική μου γενιά, κοντά τους, είχε άλλη ποιότητα. Ήμασταν πολύ συνεσταλμένοι και με σεβασμό απέναντι τους. 

Ενώ σήμερα δεν υπάρχει αυτό απ’ τους νέους απέναντι στους παλιότερους;

Σήμερα έχει χαθεί γενικώς ο σεβασμός, ας αφήσουμε κατά μέρος το επάγγελμα. Όταν περπατάς ή οδηγείς, βλέπεις να υπάρχει μία αγένεια γύρω σου. Όχι απ’ όλους, φυσικά, αν είναι δυνατόν! Πιστεύω ότι είναι θέμα σπιτιού και παιδείας, αφού τη βάση την παίρνουμε απ’ το σπίτι μας. Μετά έρχεται το σχολείο και οι παρέες. Κι αν με ρωτήσετε τι φταίει γι’ αυτό, θα σας έλεγα, πέραν της αδιαφορίας των γονιών, τα σύγχρονα παιχνίδια. Εμείς μεγαλώσαμε με Μίκη Μάους, Κλασικά Εικονογραφημένα, Λούκι Λουκ, με παραμύθια, με ομορφιά. Τώρα είναι όλα μες τη βία! Πως επιτρέπει ο γονιός να ασχολούνται τα παιδιά του με βίαια παιχνίδια;

Μου κάνει εντύπωση που μιλάτε σαν μάνα, ενώ ποτέ δεν αποκτήσατε παιδί.

Έχω τα στοιχεία της μάνας! Είχα μια μάνα, κανονική μάνα, και γι’ αυτό ίσως δεν το τόλμησα, άσε που αισθανόμουν πάντα παιδί. Έφτασα στο σημείο της σκέψης για ένα παιδί στο πλαίσιο σχέσης, όμως, όχι γάμου. Εγώ άλλωστε σχέσεις γάμου έχω. Φοβόμουν…Θα μου πεις γιατί; Άμα σκέφτονταν όλοι έτσι, πως θα κάναμε νέους ανθρώπους στον κόσμο; Εντάξει, ο κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός. Δεν ήθελα να παντρευτώ, να κάνω παιδί, να χωρίσω, όλα αυτά… Για το παιδί, όχι για μένα. Μιλάω βέβαια τώρα με παιδιά που έχουν χωρίσει οι δικοί τους κι είναι μια χαρά. Εγώ κρίνω απ’ το δικό μου χαρακτήρα που μου έλειπε ο πατέρας μου…

Ήσασταν κι ένα κορίτσι που χάλαγε κόσμο τότε.

Έτσι λένε, ναι (γέλια). Δεν κάνω πλάκα, νομίζετε πως εγώ καταλάβαινα; Δεν είχα επίγνωση, είναι κάτι που ξέρουν όσοι είναι φίλοι μου.

Δεν κοιτάγατε τον εαυτό σας στον καθρέφτη…

Και να κοιταζόμουν, τι θα γινόταν; Τώρα που με βλέπω καμιά φορά, λέω «Κοίτα τι ωραίο κορίτσι ήσουν και καθόσουν κι έσκαγες για τό’να και τ’ άλλο». Είναι όπως λες «Αχ νά’χα το τωρινό μυαλό στα 20», δεν γίνεται όμως! Πρέπει να κάνεις λάθη, να αποκτήσεις εμπειρίες και να βρεις το θάρρος να κάνεις ωραίες τρέλες.

Ρατσισμό δεχτήκατε λόγω ομορφιάς;

Αυτό υπήρχε, μία άλφα εμφάνιση στη δική μου εποχή, είτε σε γυναίκα, είτε σε άντρα, αντιμετωπιζόταν κομπλεξικά. Έλεγαν «Α, είσαι ωραίος/α; Δεν έχεις ταλέντο»! Έπρεπε να υπερβείς τον εαυτό σου για ν’ αποδείξεις τι αξίζεις! Σήμερα ισχύει το αντίθετο. Η ομορφιά είναι διαβατήριο. Τότε ήταν κατακριτέο, έπρεπε να μπορείς ν’ αποδείξεις το «Όχι, εγώ μπορώ να κάνω και το άλλο»!

Σας πείσμωνε αυτό;

Αυτό με κράτησε! Τέτοια είναι η φύση μου. Άλλοι φοβούνταν, αλλά εγώ στην πολεμική θύμωνα! 

Σας πλήγωνε κιόλας;

Βέβαια με πλήγωνε τότε, που ήμουν μικρή. Πάρα πολύ…

Απ’ την άλλη, μία όμορφη γυναίκα…

(με κόβει απότομα) Σας είπα, το «όμορφη» είναι υποκειμενικό. Δεν το εκμεταλλεύτηκα εγώ αυτό, ούτε το προέβαλα. Δεν είπα «Κοιτάξτε, είμαι ωραία κι απλά κάθομαι». Δεν θα είχα γίνει ηθοποιός, δεν θα έτρεχα απ’ τη μια σχολή στην άλλη για να καλυτερεύσω, να κάνω χορό, να πάω ωδείο…Αγωνίστηκα εγώ, είμαι μαχητής της ζωής, πολεμίστρια. 

Βάζατε πάντα τη δουλειά πάνω απ’ όλα;

Ναι. Τη δουλειά έβαζα! Έλεγα πώς ότι και να γίνει, θα φταίω κι εγώ. Στα προσωπικά μου, υπήρξα δύσκολη στο να εμπιστευθώ συναισθηματικά 100%. Δεν ξέρω να το εξηγήσω. Ίσως απ’ αυτά που έβλεπα δίπλα μου.

Άμα δεν το λουστείς όμως;

Ε, το λούζεσαι κι έτσι. Βάζεις όρια, λες μέχρι εδώ! Είχα λατρεία με τη δουλειά μου, δεν ξέρω αν θα μπορούσα να μοιράσω τη ζωή μου μ’ έναν άλλον άνθρωπο.

Σαν τον Γιάννη Σπανό, τον συνθέτη, που μου έλεγε πως μια ζωή ήθελε να παίζει πιάνο στο σπίτι του και νά’ναι μόνος του.

Τον λατρεύω τον Γιάννη, ένα μεγάλο παιδί έχει μέσα του! Κοιτάξτε, ζεις έρωτες, σχέσεις, που κάποια στιγμή τελειώνουν. Κι εμείς δεν τελειώνουμε κάποια στιγμή; Γεννιόμαστε και φεύγουμε. Ερωτεύθηκα, με ερωτεύθηκαν, αγάπησα, χάρηκα, πόνεσα, μες τη ζωή είναι αυτά. Η δουλειά η δική μου, όμως, δεν είναι ακριβώς δουλειά, είναι εσωτερική μου ανάγκη, ψυχοθεραπεία. Είμαι εγώ, γεννήθηκα γι’ αυτό. Μού’λεγε η μάνα μου πως αν δεν είχε κάνει παιδί, θα ήταν η πιο δυστυχισμένη γυναίκα στον κόσμο. Ποτέ δεν μου πέρασε απ’ το μυαλό εμένα αυτό. 

Σταθερή δουλειά είχατε πάντα, και στα 80s, και στα 90s…

Δεν σταμάτησα να δουλεύω ποτέ. 

Σκληρό λίγο, αλλά θα το ρωτήσω: Φοβηθήκατε μην εγκλωβιστείτε στη δεκαετία του ’80, να γίνετε κάπως σαν σύμβολο της;

Δεν το πιστεύω, αν και κάποιοι το λέγανε. Πρόβλημα δικό τους, όχι δικό μου. Εγώ υπάρχω και τώρα.

Σας αποδίδουν ωστόσο ότι αναλωθήκατε πολύ στις λεγόμενες βιντεοκασέτες.

Ποτέ δεν το κατάλαβα! Έκανα μόνο 23 τέτοιες ταινίες, επιλεκτικά πάντα, εκεί που άλλοι συνάδελφοι έκαναν καμιά ογδονταριά, γιατί ήταν πολλά τα λεφτά. Ξέρετε ποιοι «έθαψαν» συνειδητά τη βιντεοκασέτα; Όσοι στη συνέχεια πέρασαν στην ιδιωτική τηλεόραση. Μη μου πείτε ότι δεν έγιναν προχειροδουλειές στην τηλεόραση, όπως στο θέατρο και στο σινεμά! Γιατί αυτή η υποκρισία; Για να το κλείσουμε, θεωρώ ότι στην ιδιωτική τηλεόραση έγιναν χειρότερες δουλειές απ’ ότι στις βιντεοκασέτες κι εγώ είχα την ευκαιρία να παίξω δίπλα σε σημαντικούς σκηνοθέτες και συμπρωταγωνιστές. 

Ίσως τελικά αρέσει στον κόσμο ν’ ασχολείται μαζί σας. Όπως και με την ηλικία σας.

Άλλο αυτό! Ο Ντινάκος ο Ηλιόπουλος, όταν ήμουν στη δραματική σχολή και παίζαμε μαζί, μου έλεγε: «Δεν θα πεις ποτέ την ηλικία σου». «Γιατί;» ρώταγα. «Όταν μεγαλώσεις, δεν θα σε πιστεύουν» μου απαντούσε. «Θα το λες, δεν θα σε πιστεύουν και θα σου φορτώνουν άλλα πέντε χρόνια». Δεν μπορούσα να το φανταστώ τότε, το βρήκα όμως μπροστά μου μετά.

Σημαντικό που είχατε προστασία απ’ αυτούς τους ανθρώπους.

Με σεβάστηκαν πολύ ως άνθρωποι με φυσική ευγένεια που ήταν. 

Με το σινεμά ως θεατής τι σχέση είχατε;

Ήμουν δέκα ετών κι έλεγα στη μάνα μου «Δώσε μου τα ρούχα της γιαγιάς να πάω να δω ακατάλληλη ταινία». Τέτοιο πάθος για το σινεμά είχα. Κι ακόμη! Μπορεί σε ένα κενό, να πάω να δω δύο ταινίες συνεχόμενες και μετά να βγω. Ότι θέλεις έχω δει! Κάθε βδομάδα η αποσυμπίεση μου είναι ο κινηματογράφος και εννιά στις δέκα φορές θα πάω μόνη μου, γιατί θέλω απόλυτη προσήλωση. Μόνο στο σινεμά και στη θάλασσα θέλω να πηγαίνω μόνη μου. «Ταξιδεύω» πάντα μ’ ένα βιβλίο στη θάλασσα.

Τι μπορεί να είναι αυτό το βιβλίο;

Διαβάζω πολλή κοινωνιολογία και ψυχολογία, εκτός από λογοτεχνία. Ήθελα να γινόμουν ψυχολόγος από μικρή, να κάτι άλλο που θα ήθελα να κάνω. Μυθιστορήματα δεν διαβάζω, ίσως γιατί παρακολουθώ πολύ σινεμά. 

Σας είδα πριν να έρχεστε και να σας σταματούν άνθρωποι για να σας χαιρετίσουν.

Είναι υπέροχο αυτό! Άνθρωποι όλων των ηλικιών. Και 15, και 18, και 20, και μεγαλύτεροι! Είμαι η Ελένη τους, η Ελενίτσα τους κι αυτό δεν μου έλειψε ποτέ, απ’ την αρχή!

Κι έτσι λέτε ότι δεν είστε μόνη.

Μα δεν είμαι μόνη μου, δεν νιώθω μόνη! Για το μέσα μου μιλάω. Κι έχω γράψει ένα ποίημα, απ’ αυτά που άντε να δούμε πότε θα τα εκδώσω στην «Όστρια», που λέω πως η μοναξιά είναι η καλύτερη μου φίλη. Τα πάω πολύ καλά μαζί της. Στο ταξίδι που κάνουμε, μόνοι ερχόμαστε και μόνοι φεύγουμε. Άλλο αν στην πορεία έχουμε συνοδοιπόρους, φίλους, συντρόφους, που πρέπει να τους επιλέγουμε κιόλας. Όταν το «χωνέψεις» αυτό, δεν έχεις πρόβλημα, δεν είσαι σαν και κάτι άλλους, που κάνουν το παν για να μη βρεθούν μόνοι τους. 

Τα λέτε ωραία και με μια άνεση σαν να ξορκίζετε κιόλας τη μοναξιά.

Όχι…

Ανοίγετε το σπίτι σε φίλους, σε παρέες;

Όχι. Να βγω, ναι. Είμαι ελάχιστα στο σπίτι μου. Δεν κάθομαι μέσα, δεν έχω ασχοληθεί μ’ αυτό.

Είναι κι αυτό ένα δείγμα εξωστρέφειας. Μένετε όλα τα χρόνια στο ίδιο σπίτι;

Πατήσια όλα μου τα χρόνια. Κόρινθο και μετά Πατήσια, όπως σας είπα. Καθόλου δεν μου αρέσουν οι μετακομίσεις. Δεν αλλάζω εγώ, είμαι σταθερή, γενικά είμαι σταθερή. 

Όλοι στο χώρο, ξέρετε, λένε για σας «Το καλύτερο παιδί», δεν θ’ ακούσεις δηλαδή κακό λόγο.

Κοιτάξτε, στη ζωή τίποτα δεν χαρίζεται, το κατακτάς! Το μόνο που μας χαρίζεται είναι το γεγονός της ζωής, όλα τα άλλα είναι κατάκτηση, για την οποία μπορεί να πονέσεις και να στερηθείς. Κακοήθεια πάντα θα υπάρξει, δεν γίνεται διαφορετικά.

Σας έχει ζητηθεί ποτέ η υπογραφή σας υπέρ κάποιου κοινωνικού σκοπού;

Και τώρα, αλλά και σε όλες τις προεκλογικές περιόδους, μου έχει ζητηθεί να μπω σε ψηφοδέλτιο. Κι όχι ενός κόμματος μόνο, αλλά από δυο – τρία διαφορετικά. Δεν θέλω! Εγώ είμαι ηθοποιός, ανήκω ουσιαστικά σε όλο τον κόσμο. Μπορεί να διαφωνώ σε κάτι με κάποιον και να συμφωνώ σε κάτι με άλλον. Δεν έχω κομματικές παρωπίδες, πιστεύω στην έννοια της δημοκρατίας. Παρατηρώ, ας πούμε, μία άνοδο του ρατσισμού. Δεν πρέπει να ψάξουμε πρώτα γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί επιτρέψαμε να συμβεί;

Σωστό αυτό.

Σε όλα τα πράγματα αναζητάς πρώτα τη ρίζα τους. Τίποτα δεν φυτρώνει από μόνο του! Ακόμη και να φυτρώσει, άμα εξαπλωθεί μετά, πως θα το ελέγξεις; Γιατί το άφησες δηλαδή, τι κρύβεται από πίσω; Ευθύνη πολλών δεν είναι; Δηλώνω κατά του ρατσισμού, κατά της βίας, κατά των διακρίσεων, de facto είμαι κατά! Δυστυχώς η αρχή που έπρεπε να έχουν όλοι οι άνθρωποι είναι «Δεν κάνω στον άλλον ότι δεν θα ήθελα να μου κάνουν». Αυτό προσπαθώ εγώ, δεν είμαι ούτε καλό παιδί, ούτε εκείνο, ούτε τίποτα άλλο! Μόνο αυτό νά’χαμε σαν αρχή, θα ζούσαμε στον Παράδεισο, γιατί η Γη είναι Παράδεισος που τον κάναμε Κόλαση! Ο ένας τρώει τον άλλον από αρχαιοτάτων χρόνων. Εγώ να έχω τα πάντα κι εσύ να μην έχεις τίποτα. 

Ποια η σχέση σας με το χρήμα;

Να δουλεύουμε, να έχουμε μια αξιοπρέπεια, μέχρι εκεί. Παίρνει κανείς μαζί του τίποτα; Πίνουμε εμείς τώρα το εσπρεσάκι μας. Το φλιτζανάκι είναι από πορσελάνη. Αν ήταν από χρυσό, θα άλλαζε γεύση για μένα ο εσπρέσο; Εμένα η ουσία με ενδιαφέρει σε όλα τα πράγματα, όχι η επιφάνεια. Μπορεί να οφείλεται και στη γιόγκα που έκανα από τα 15 μου. Τότε που ήθελα να φύγω στο Θιβέτ, τέτοια ωραία…Ήμουν άλλης φιλοσοφίας κι αν δεν είχα αυτή τη μάνα, θα είχα φύγει, να είστε σίγουρος. Διάβαζα, είχα ασχοληθεί πολύ.

Διαβάζατε και Καστανέντα;

Και Καστανέντα, και την «Αυτοβιογραφία ενός γιόγκι». Κανείς δεν έκανε γιόγκα τότε, μία σχολή υπήρχε μόνο. Δεν έδωσα ποτέ βάση στο χρήμα, ο πατέρας μου είχε δική του τη μισή Κόρινθο και τά’χασε όλα σε μια στιγμή. Κατάλαβα ότι σήμερα έχεις, αύριο δεν έχεις. Ποια είναι η ουσία; Είσαι εσύ άνθρωπος; Πόσοι και πόσοι επιχειρηματίες δεν καταστράφηκαν; Μόνο την ποιότητα μας σαν άνθρωποι κουβαλάμε στη ζωή μας. 

Να πούμε και για μία άλλη πτυχή σας, το τραγούδι.

Τραγουδούσα από παλιά, αλλά μόνο στο θέατρο. Νόμιζα ότι μάλλον δεν το «είχα». Το ανακάλυψα εδώ και μια δεκαετία περίπου. Ήθελε να κάνει μια δουλειά ο Μπάμπης Τσέρτος μαζί με τον Πέτρο Βαγιόπουλο και τη Νάντια Καραγιάννη, αυτή η φουρνιά ήμασταν. Ως ηθοποιούς που θα τραγουδούσαν κιόλας, κάλεσαν εμένα και τη λατρευτή Τζέσσυ Παπουτσή. Περάσαμε τέλεια, εκεί είπα στην αρχή «Ο Θεός βοηθός», γιατί έπαιζα και στο θέατρο ταυτόχρονα. Το 2009 ήταν, πριν πεθάνει η μανούλα μου. Πίστευα ότι θα μου πουν, «Καλή είσαι, αλλά καλύτερα στο θέατρο να γυρίσεις». Ξέρετε τι μου είπαν; Και όχι ένας και δύο! «Τι έκανες τόσα χρόνια;» Τελικά ανακάλυψα ότι στο θέατρο είσαι ο ρόλος, στο τραγούδι όμως εγώ ήμουν η Ελένη. Ανακάλυψα την αμεσότητα μου με τον κόσμο. Ξεκίνησα με κινηματογραφικά, μετά με λαϊκά, ρεμπέτικα, μέχρι και ξένο ρεπερτόριο.

Μιλάτε ξένες γλώσσες;

Όλοι έχουμε κάνει αγγλικά στην Ελλάδα, όλοι πήραμε Lower, άμα δεν τα εξασκείς όμως…Και ιταλικά έχω κάνει στα 15 μου και τώρα στο «Your face» μου έτυχε να τραγουδήσω στα ιταλικά!

Πως προέκυψε, αλήθεια, το «Your Face» στον ΑΝΤ1;

Απ’ το πουθενά, όπως όλα τα καλά στη ζωή μου, εξ ουρανού. Πήρα ένα μήνυμα του στυλ «Κυρία Φιλίνη, αν ενδιαφέρεστε…» Το βρήκα ενδιαφέρον και φαντάστηκα ότι θα με θέλουν για την επιτροπή. Ξέρω κι από χορό κιόλας, από κίνηση…Δεν θα πήγαινα εγώ, ας πούμε, ποτέ κριτής στο «X Factor», τι δουλειά θα είχα; Όταν πήγα στην πρώτη συνάντηση, μου είπαν ότι με θέλουν να συμμετάσχω, αξιοποιώντας όλο το πακέτο «ηθοποιός – χορεύτρια – τραγουδίστρια». Ήμουν διστακτική, το σκέφτηκα λίγο. Αποφάσισα να το κάνω.

Ήταν δελεαστικά τα χρήματα;

Ήταν αξιοπρεπή. Περισσότερο το βρήκα κάτι καινούργιο μες το πλαίσιο της δουλειάς μου. Πρώτα υποδύθηκα τη Σπεράντζα Βρανά, μετά τον Τόνι Σφήνο, τη Μοσχολιού, τη Ρένα Μόρφη, τη Ραφαέλα Καρά και τον Μαραβέγια. 

Θα έχετε πολύ γεμάτο πρόγραμμα, είδαμε και πάθαμε για να κλείσουμε αυτή τη συνέντευξη.

Δεν προλαβαίνω! Βάλτε και κάποια live που κλείνω μερικά Παρασκευοσάββατα. Έχω δύο ομάδες μουσικών που συνεργάζομαι. Τώρα μετά από δω θα πάω σε ένα ιταλικό εστιατόριο.

Είστε συνεχώς on the road, που λέμε.

Σας τό’πα, δεν είμαι του «αράζω». Ετοιμάζουμε κι ένα θεατρικό μονόλογο: Τη ζωή της Σπεράντζας Βρανά, γραμμένη από τον Κώστα Παπαπέτρου, με την έγκριση φυσικά του γιου της. Θα το σκηνοθετήσει ο Γιάννης Διαμαντόπουλος και εγώ θα υποδυθώ τη Σπεράντζα που αφηγείται τη ζωή της, αλλά με όλα της τα τραγούδια μέσα, με ένα πιάνο. Θα το πάμε με τη νέα σαιζόν, γιατί τώρα τρέχω και δεν προλαβαίνω. Θέλω να εκδώσω και την ποιητική συλλογή μου, που σας έλεγα, από την «Όστρια», με τίτλο «Με το χέρι στην καρδιά». Κάποια από τα ποιήματα μου έχει μελοποιήσει ο Θόδωρος ο Κατσανέβας, όπως και ο Καρποδίνης, ο ξάδερφός μου. 

Ποιος Κατσανέβας;

Ο πρώην άντρας της Σοφίας. Μόνο οικονομολόγος πλέον.

Γράφει μουσικές ο Κατσανέβας του ΠΑΣΟΚ; Δεν τό’ξερα.

Μα έτσι ξεκίνησε ως φοιτητής, σε μπουάτ της Πλάκας. Είμαστε φίλοι πολλά χρόνια. Καθόμασταν ένα βράδυ με τον Λάκη Παπαδόπουλο, τον «Με τα Ψηλά Ρεβέρ», που είναι επίσης πολύ φίλοι, και μου λέει: «Θα σε μελοποιήσω εγώ». Νά’μαστε γεροί πάνω απ’ όλα.

Έτσι ας κλείσουμε, λοιπόν.

Ας φύγει αυτό το υπάρχον μίσος. Πως έγινε έτσι η κοινωνία μας, ανθρωποφαγική; 

Σας ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σας.

Εγώ ευχαριστώ πολύ κι ελπίζω να είπαμε ενδιαφέροντα πράγματα.