Η, πραγματικά υπέρκομψη, Έλενα Ακρίτα και τα «σκισμένα τούλια» της ζωής της

Με αφορμή την κυκλοφορία του καινούργιου μυθιστορήματος της, η αγαπημένη δημοσιογράφος και συγγραφέας, Έλενα Ακρίτα, δίνει μία απολαυστική, έξω απ' τα δόντια, συνέντευξη στο koutipandoras.gr 

DSC 0110

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ηθική ικανοποίηση – μη σου πω και επιβράβευση – για κάθε δημοσιογράφο, όταν έρχεται η ευλογημένη εκείνη ώρα που του δίνει συνέντευξη ένα ίνδαλμα των εφηβικών του χρόνων. Και δεν μιλάω για τη «Βέρα στο δεξί», ούτε για τον «Πιο αδύναμο κρίκο», εφόσον δεν στέκομαι με κανένα σνομπισμό απέναντι σε μία άκρως πετυχημένη σαπουνόπερα κι ένα εξίσου πετυχημένο τηλεπαιχνίδι – και ποιος είμαι εγώ στην τελική για να το κάνω αυτό; Μιλάω γι’ αυτή τη μοναδική σχέση αναγνώστη – εφημερίδας που διατηρήθηκε για πολλά – πολλά χρόνια με πάντα την ίδια κίνηση: Το άνοιγμα της σελίδας με το νέο χρονογράφημα της Έλενας Ακρίτα. 

Τα χρόνια πέρασαν, η Ακρίτα παρέμενε εδώ, όπως παραμέναμε και όλοι στις θέσεις μας. Την βρήκα πάλι στα «Φώτα Πορείας», σε εκείνες τις μοναδικές συνεντεύξεις της που δεν είχαν ίχνος επίφασης, ακόμη κι αν απέναντι της στέκονταν οι πιο επιφανείς Έλληνες διανοούμενοι και καλλιτέχνες. Νομίζω πως αυτή η προφορικότητα που χαρακτηρίζει και τις δικές μου συνεντεύξεις σήμερα, στην Έλενα Ακρίτα και τη δουλειά της οφείλεται. Της το πιστώνω και την ευχαριστώ σαν τον μαθητή που κάνει εκ των υστέρων μια εξομολόγηση στον δάσκαλο του. Φαντάσου τώρα τη χαρά που πήρα, όταν στα τέλη του 2018, δίχως να γνωριζόμαστε προσωπικά, η ίδια δέχτηκε γενναιόδωρα να γράψει τον πρόλογο στο δικό μου βιβλίο με συνεντεύξεις. 

Την Ακρίτα σαν να τη γνωρίζουν όλοι, αλλά έχω την εντύπωση πως κανείς δεν τη γνωρίζει στην πραγματικότητα. Είναι ίσως το πιο «ανοιχτό», μα και το πιο «κλειστό» πλάσμα που συνάντησα ποτέ. Τη συγκινούν οι κοινωνικοί αγώνες, μάχεται κατά όλων των φοβικών συνδρόμων, ξεμπροστιάζει τον φασισμό που ενέσκηψε τελευταία σε όλη του την τρομακτική έκταση, λέει τη γνώμη της με πάθος και δίχως φόβο. Από τη βίλα της στη Φιλοθέη; Ναι, από τη βίλα της στη Φιλοθέη και η ίδια εξηγείται μια χαρά επ’ αυτού στην ακόλουθη συνέντευξη! Πιστεύω, μάλιστα, πως το επιμύθιο της συνέντευξης μας συνοψίζεται όλο στις εξής φράσεις της: «Θα θέλατε να’ μαι αυτή που είμαι, να’χω μεγαλώσει έτσι και να’μαι μία ακόμα δεξιά;»

Τα τελευταία χρόνια η Ακρίτα διαπρέπει και ως συγγραφέας βιβλίων – best sellers! Χρησιμοποιώ επίτηδες τον ξενικό όρο «best seller», καθώς τον έχουμε ταυτίσει εν πολλοίς και εν αδίκω με την παραλογοτεχνία. Τα θέματα, όμως, με τα οποία καταπιάνεται η Ακρίτα, είναι σοβαρότατα: Μεταξύ άλλων, ο κοινωνικός, φυλετικός και σεξουαλικός ρατσισμός, η πατριαρχική βία, η καταγραφή των εποχών σε παρελθόντα και ενεστώτα χρόνο, καθώς και η αγάπη της για τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Κι αν υποτεθεί πως η τέχνη αφυπνίζει και «ανοίγει» μυαλά, εκείνη – ειδικά με την απήχηση που έχει – τον σκοπό της ως συγγραφέας και ως καλλιτέχνιδα τον πετυχαίνει και με το παραπάνω! 

Συναντηθήκαμε στο σπίτι της, ένα από τα πιο καλόγουστα σπίτια που έχω δει ποτέ, συνδυασμός κλασικού και μοντέρνου. Η όλη ομορφιά ενισχύθηκε απ’ την αίσθηση της φιλοξενίας, τόσο εκ μέρους της ίδιας, όσο και του Γιώργου Κυρίτση. Γευματίσαμε παρέα. Η Ακρίτα είναι «vegetarian», το μενού όμως περιλάμβανε κρέας, μαγειρεμένο από τους οικοδεσπότες. Κι όταν ο Κυρίτσης αποχώρησε για να ταΐσει τις δεκατρείς αδέσποτες γάτες της γειτονιάς, όπως μας είπε, εμείς περάσαμε στον καφέ και σε μία ορμητική συζήτηση, προϊόν της οποίας είναι η συνέντευξη που θα διαβάσετε.

Αν προσπαθήσουμε ν’ αφήσουμε εκτός την πολιτική και τον Σεφερλή, πιστεύετε ότι θα’ναι μια καλή συνέντευξη αυτή;

Ναι, νομίζω θα είναι. Για τον Σεφερλή τα’χω πει και στον ίδιο, από κει και πέρα θα τα ξαναπούμε εκεί που πρέπει. Η πολιτική είμαι εγώ, δεν μπορείς να την αφήσεις απ’ έξω, με την έννοια ότι η κάθε μου απάντηση είναι λίγο πολιτική. Ο τρόπος που ζω έχει μέσα την πολιτική. Τα ζώα που μαζεύω και φροντίζω ως πράξη έχει ολίγη από πολιτική από ένα σημείο κι έπειτα.

Παρατηρώ ότι είναι ισχυρή η παρουσία της μητέρας σας στη ζωή σας. Μένετε μαζί, βγαίνετε, φωτογραφίζεστε μαζί. Στην ηλικία που είστε σήμερα αμφότερες, έχετε μία σχέση αλληλεξάρτησης.

Α, βέβαια, να μην κοροϊδευόμαστε και να μη λέμε ψέματα. Καμιά φορά λέω ότι τον ομφάλιο λώρο με τη μητέρα μου ακόμη δεν τον έχω κόψει. Όταν πέθανε ο άντρας της και μπαμπάς μου, εγώ ήμουν στο δημοτικό. Ήταν πολύ νέα γυναίκα και κατά ένα τρόπο μεγαλώσαμε μαζί και κάναμε καριέρα ταυτόχρονα. Όταν εγώ ξεκινούσα και καθιερωνόμουν, μπορώ να πω γρήγορα, με τα τότε χρονογραφήματα, η μητέρα μου ήταν βουλευτίνα, υπουργός, μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Στρασβούργο κι ένα σωρό άλλα. Βίοι παράλληλοι με απίστευτες κόντρες, εκεί που τώρα μας βλέπουν και μας «φτύνουν» μη μας ματιάξουν. Δε φαντάζεστε, όμως, πόσο δύσκολα ήταν τα χρόνια, κυρίως όταν η μητέρα μου αποφυλακίστηκε κι εγώ ήμουν πια δώδεκα ετών, ζώντας με τους χαφιέδες κυριολεκτικά έξω απ’ την πόρτα μας. Τους ξέραμε! Μέχρι το ’73, λέγαμε «Ο κύριος Νίκος είναι απ’ έξω απόψε», σ’ αυτό το στυλ τους αναγνωρίζαμε. Υπήρξε και μια περίοδος, που επειδή η μητέρα μου αισθανόταν ότι λογοδοτεί και απέναντι στο σόι του πατέρα μου στην Κύπρο, ήταν αρκετά αυστηρή. 

Ήταν παρεμβατική βλέποντας την κόρη της να μεγαλώνει;

Θα σας πω κάτι που δεν το’χω ξαναπεί ποτέ: Είχα κι εγώ ένα ραντεβουδάκι στα 16 – 17. Έπρεπε να γυρίζω σπίτι ακριβώς στις 11 η ώρα. Γυρίζω, λοιπόν, και βλέπω τη μητέρα μου να χτυπιέται και να οδύρεται και τον θείο μου τον Γιώργο, που ήταν δεύτερος πατέρας μου, να μου λέει: «Δεν θα μου τρελάνεις εσύ την αδερφή μου»…«Τι έκανα, τι έγινε, ρε παιδιά;» να ρωτάω εγώ…Τι είχε γίνει; Είχαν βρει εδώ στον κήπο μας ένα προφυλακτικό. Πίστεψαν ότι εγώ με το τότε αγόρι μου, τον Αλέξη, είχαμε κάνει έρωτα. Δεν είχα κάνει ακόμα τίποτα, δεν ήμουν καν 17 χρονών. «Δεν είναι δικό μου αυτό» να τους λέω…Ποτέ δεν με πίστεψαν! Είχα πει τότε στη μάνα μου: «Θα περάσουν τριάντα χρόνια και θα σου πω ότι το προφυλακτικό αυτό δεν ήταν δικό μου». Περνάνε, πράγματι, τριάντα χρόνια και στα γενέθλια μου, όταν γινόμουν 46 ετών, της κάνω: «Μαμά, θέλω να σου πω κάτι! Θυμάσαι κάποτε εκείνο το προφυλακτικό στον κήπο; Δεν ήτανε δικό μου»! Κι εκείνη μου απαντάει: «Δεν θυμάμαι καθόλου! Απ’ το κεφάλι σου τα βγάζεις»! 

Να, τελικά, πως διατηρείται αυτή η σχέση μάνας με κόρη.

Δεν είναι κακό, ξέρετε. Εγώ πέρασα αρκετό καιρό και έδινα μια μομφή στον εαυτό μου. Έλεγα «Μα, είναι νορμάλ να είσαι τόσο δεμένη με τη μάνα σου;» Και μετά είδα ότι’ναι νορμάλ, γιατί ήμουν εγώ και η συγκεκριμένη γυναίκα. Οτιδήποτε μας ενώνει είναι το δικό μας νορμάλ. Τόσο απλά. Η μάνα μου – θέλω να το πω αυτό – γίνεται όλο και πιο αριστερή με τα χρόνια. Όλο και ανοίγουν οι αντιλήψεις της, ενώ συνήθως συμβαίνει το αντίθετο στις ηλικίες αυτές. Είναι στα 90 και έμαθα να χρησιμοποιεί κανονικά το facebook, σε φάση «Μου έστειλε αυτός στο messenger» κλπ. Μπορείτε να φανταστείτε μία γυναίκα στα 90 της να κλαίει και να οδύρεται για τον Ζακ Κωστόπουλο, επειδή ήταν φίλος μου; Που θέλει ακόμη να κατεβαίνει στις πορείες; Που μου λέει: «Πάρε το φίλο μας τον Γιάννη Ανδρουλιδάκη να κάνει ότι πρέπει, γιατί εγώ αυτή την πορεία δεν την χάνω»! Αυτή είναι η μάνα μου και δεν έχω να πω κάτι άλλο! Γιατί να μην την αγαπάω;

Έχετε μια μόνιμη εφηβική συμπεριφορά στα social. Τα κάνετε όλα έντονα σαν ένα κορίτσι που θυμώνει, αστειεύεται, τα «χώνει», υπερασπίζει με πάθος πρόσωπα και ιδέες. Σαν να μην έχετε μεγαλώσει.

Τα χρόνια που περνάνε σε μένα λειτουργούν αντίστροφα. Με τα χρόνια οι άνθρωποι γλυκαίνουν ή γίνονται πιο ανεκτικοί. Εγώ, πάλι, αρχίζω να μην ανέχομαι. Όλο και πιο δύσκολο μου γίνεται το «Αγάπα τον φίλο σου με τα ελαττώματα του». Θέλω να ξεσκαρτάρω ανθρώπους! Παρόλη την αστική καταγωγή μου, γιατί η μάνα μου ήταν ένας σύγχρονος άνθρωπος, λόγω Φιλοθέης, λόγω του ότι θέλετε, υπήρχαν πάντα ορισμένα πρέπει. Σήμαιναν μια έντονη λογοδοσία στην κοινωνία, στους φίλους, στο περιβάλλον. Τώρα πια δεν έχω καθόλου να κάνω μ’ αυτά. Αν το να με κουράζουν οι παλιοί φίλοι, το να βλέπω ότι γερνάνε, θεωρείται δείγμα δικής μου παρατεταμένης εφηβείας, εγώ δεν γερνάω! Δεν θα γεράσω ποτέ! Θα’μαι μια κωλόγρια εξωτερικά, αλλά δεν θα γεράσει η ψυχούλα μου ποτέ, όπως και της μάνας μου δεν γέρασε ποτέ!

Μου θυμίζετε την τραγουδίστρια Σαβίνα Γιαννάτου που έχουν γκριζάρει τα μαλλιά της. Την είχα ρωτήσει πως είναι να τραγουδάς τη «Λιλιπούπολη» και να βλέπεις ότι ασπρίζεις. «Ε, θα’μαι μια γηραιά κυρία που θα τραγουδάει ”Ρόζα – Ροζαλία”» μου’χε απαντήσει.

Αυτό ακριβώς! Κατά ένα τρόπο ισχύει και για μένα και δεν με πειράζει. Μου λένε καμιά φορά «Μα, βρε παιδί μου, έχουμε φιλία σαράντα χρόνων;» Ναι, γιατί; Σαράντα χρόνια! Άμα εσένα το μυαλό σου έχει πάθει μια αρτηριοσκλήρωση – χωρίς να ψυχιατρικοποιώ τώρα την κουβέντα – και μένα το μυαλό μου γίνεται όλο και πιο νέο, γιατί αποτινάζει όλα τα πρέπει, συνοψίζεται σ’ ένα κείμενο που’χω γράψει και που θα μπορούσε να’ναι ο τίτλος της ζωής μου: «Γιατί έτσι»! Γιατί δεν αλλάζεις; Γιατί έτσι γουστάρω! Γιατί δεν ανέχεσαι πια φίλους που έχετε να μοιραστείτε μνήμες και ιστορίες; Γιατί έτσι! Όσο περνάνε τα χρόνια, εκτιμάς όλο και περισσότερο το χρόνο που σου απομένει.

Οι ψυχολόγοι λένε ότι συνήθως απ’ τα 40 και μετά οι άνθρωποι κάνουν «αποψίλωση» των φίλων τους, των επαφών τους. 

Είναι λογικό, κάπου εκεί στα 40 – 45 συμβαίνει αυτό. Εγώ ήμουν η πρώτη απ’ την οικογένεια μου που βγήκα και είπα: «Είμαι γεννημένη το 1955». Ξέρετε πόσοι πήραν μια βαθιά ανάσα; Οι συμμαθητές μου ζουν, εάν εγώ βγω και πω ότι είμαι του ’58, ενώ είμαι του ’55, κάποιοι δεν θα πουν την αλήθεια; Κοινή λογική είναι, όχι ειλικρίνεια. 

Όσο οι κοινωνίες προοδεύουν, αυτά πια μένουν πίσω. Υπάρχουν γυναίκες, ωστόσο, πολύ μεγαλύτερες σας, που ακόμη κρύβουν χρόνια. Δεν τους είναι εύκολο. 

Ναι, καταλαβαίνω, ήταν άλλες εποχές. Όταν γνώρισα τον δεύτερο άντρα μου, τον Κώστα Αρζόγλου, ήμουν 32 χρονών. Είχα ήδη κάνει έναν αδιάφορο γάμο, μετά γνώρισα τον Κώστα, αγαπηθήκαμε και παντρευτήκαμε. «Πόσων ετών είσαι;» με ρώτησε ο Κώστας, που είναι οχτώ χρόνια μεγαλύτερος μου, του ’47. «28 είμαι» του απάντησα. Το ξέχασα, ούσα χύμα σ’ αυτά, αλλά ήρθε η ώρα που θα βγάζαμε άδειες στην εκκλησία για το γάμο. Ζητάει ο παπάς τα στοιχεία μας, «28 είμαι» του κάνω, αφού αυτό προφανώς θα’χα μες το κεφάλι μου. Ζητάει ταυτότητες κι εκεί άρχισα ν’ ανασύρω μια φρίκη…«Δεν είμαι 28, είμαι 32»…Δίνω ταυτότητα, μου κάνει «Εδώ λέει ότι είστε του ’55. Αν ήσασταν 28, θα ήσασταν του ’59». Και σαν τον πιο έξυπνο άνθρωπο, που μπορεί να πει το πιο ηλίθιο πράγμα της δεκαετίας, του κάνω: «Α, ναι…Αφηρημένη» (γέλια). Φεύγουμε με τον Αρζόγλου και δε μιλάγαμε. Εγώ έλεγα «Δε μπορεί, κάπου θ’ ανοίξει αυτή η πουτάνα η γη να με καταπιεί, απλά δεν το βλέπω καθόλου», όμως ο Κώστας γυρνάει και μου κάνει: «Συγγνώμη, επειδή δηλαδή είσαι 32, εγώ δεν θα σε παντρευόμουν;» Όλα αυτά, λοιπόν, που τα λέμε τώρα και γελάμε, είναι δουλεία για μία γυναίκα! Δεν τις θέλω πάνω μου τέτοιες δουλείες εγώ! 

Είστε η αγαπημένη των ΜΜΕ, ακόμη κι αυτών που δεν τους ευχαριστεί ο δημόσιος λόγος σας. Πιστεύετε ότι σας χειρίζονται σε ορισμένες περιπτώσεις ή το αντίστροφο συμβαίνει; Να σας δώσω ένα παράδειγμα…

Ναι, θα με βοηθούσε.

Λέτε κάτι, γράφετε κάτι αρνητικό για την κυβέρνηση π.χ. κι αναπαράγεται ακόμη κι από φιλοκυβερνητικά sites. 

Αμοιβαίο μανιπουλάρισμα είναι αυτό! Κι εγώ ξέρω πολύ καλά τι θα «παίξει» στα ΜΜΕ κι αυτά ξέρουν πολύ καλά πως θα «στραγγίξουν» εμένα. Μην ξεχνάτε ότι υπάρχει μία ιδιαιτερότητα εδώ: Είμαι 40 χρόνια δημοσιογράφος. Αν δεν είμαι σε θέση εγώ να αξιολογήσω πως θα χειριστώ τα μέσα ή σε ποιο βαθμό θα τους επιτρέψω να χειριστούν αυτά εμένα, δεν θα ήμουν παράλληλα σε θέση να καταλάβω το ότι όλοι έχουμε μια σχέση με τους άλλους. Όλοι αυτοί που λένε καμιά φορά «Έλα, μωρέ, μην ασχολείσαι», αν…(ψάχνει τη λέξη)

Έπαυαν!

Ναι, έπαυαν, αυτή ειν’ η λέξη! Όπως εγώ διόρθωνα τον Χατζιδάκι καμιά φορά (γέλια). Αν αυτοί όλοι, λοιπόν, έπαυαν, αφού δεν θ’ασχολούμουν, εγώ πως θα διαλαλούσα την πραμάτεια μου, την ιδεολογία μου; Με βοηθάει και το γεγονός ότι είμαι αυτόνομη με τόσο κόσμο που’ χω στο facebook. Τους λέω καμιά φορά «Παιδιά, δεν χρειάζεται να δώσουμε κάπου μια δήλωση κλπ. Πιο δυνατό θα’ναι να τ’ ανεβάσω εγώ στο facebook και τελείωσε»! 

Παρατηρώ τις ηρωίδες των έργων σας που φέρουν ονόματα όχι και τόσο της καθημερινότητας. Από τη Ρεγγίνα στο σήριαλ έως την Αλίκη στα «Τάπερ της Αλίκης», που ήταν παραπομπή στη Βουγιουκλάκη, βλέπω μία κοριτσίστικη αισθητική, όχι ροζ σίγουρα. Ίσως κι αυτό να’χει να κάνει με την παρατεταμένη εφηβεία σας.

Όχι απαραίτητα, ειδικά τώρα. Στο «Σκισμένο τούλι» υπάρχουν ιδιαιτερότητες: Ηρωίδες έχω τη Μάρω, την πρωταγωνίστρια μου, θύμα βιασμού. Εμπνεύστηκα τη ρεαλιστική ιστορία της, όπως αυτή της δίκης της, απ’ άλλες δίκες σαν αυτή της Τοπαλούδη. Η κολλητή της είναι η Νένα. Αυτό το εμπνεύστηκα απ’ τη Νένα Μεντή, την οποία φωνάζουμε και Νενού. Έχω μέσα μια φοβερή ιστορία για έναν έρωτα στην τρίτη ηλικία. Η γριούλα που ερωτεύεται λέγεται Ιοκάστη – τελικά, ναι, έρχομαι στα λόγια σας! Η μάνα της ήταν μπουλουκτσού, αλλά μια φορά είχε πάει στην Επίδαυρο κι είχε δει την Παξινού Ιοκάστη στον «Οιδίποδα». Η Παξινού της είχε μιλήσει. «Είμαστε συναδέλφισσες» της είχε πει…Το λέω τώρα και βουρκώνω…Έτσι αυτή έβγαλε την κόρη της Ιοκάστη, από το έργο που την είχε αγγίξει. Κι υπάρχουν άλλες δύο ηρωίδες, γυναίκες σε ερωτική σχέση! Δεν ξέρω, αλλά έχω την αίσθηση πως έγραψα το πρώτο φεμινιστικό μυθιστόρημα στην ιστορία του ελληνικού μυθιστορήματος. Οι δύο αυτές γυναίκες είναι η Σολφέζ και η Μιράντα!

Σολφέζ; Πως σας ήρθε;

Η Σολφέζ λέγεται Κυριακούλα. Αυτή, τη δεκαετία του ’80, πηγαίνει για δουλειά στο αριστοκρατικό κομμωτήριο του Άγγελου. Ο Άγγελος τις έβγαζε «Ζενεβιέβ, Κατρίν» κλπ. Αυτήν την είχε βγάλει Σολάνζ, αλλά επειδή κανείς δε μπορούσε να πει το βαρύ «ζου» στην κατάληξη, άρχισαν να τη λένε Σολφέζ. Της έμεινε της Κυριακούλας το Σολφέζ. Η Μιράντα, πάλι, είναι μεγάλη ντίβα του λαϊκού τραγουδιού και το πραγματικό της όνομα – υποτίθεται – ήταν Πηνελοπίτσα. Τα ονόματα, θέλω να πω, είναι αποκαθηλωμένα μέσα από τη δράση τις περισσότερες φορές. Μικρή όταν ήμουν, είχα φτιάξει μια ηρωίδα, τη Δηιάνειρα, που ήταν ηρωίδα του Σαίξπηρ. Ακόμα και σήμερα έρχεται κόσμος και μου λέει «Τι κάνει η θεία Δηιάνειρα;» Πάντα έβρισκα παράξενα ονόματα. Η ηρωίδα μου στα δύο αστυνομικά βιβλία μου ήταν η Ελσινόρη Χατζή. Έλα, όμως, που Ελσινόρη είναι κάστρο στη Δανία! Απλά εκεί πήγαν μια φορά οι γονείς της, πηδήχτηκαν στο κάστρο και την βάφτισαν έτσι. Τρώω κόλλημα με τα ονόματα, η αλήθεια είναι.

Οι Έλληνες καλλιτέχνες μοιάζουν να ενοχλούνται από μη ρεαλιστικά τοπωνύμια. Σε ξένα βιβλία ή ταινίες, ας πούμε, η δράση εξελίσσεται σε φανταστικά ανύπαρκτα μέρη. 

Βέβαια, ισχύει. Ενώ εδώ έχουμε μια άμεση σύνδεση με το ρεαλισμό, εμένα οι επιλογές που’χω κάνει είναι μάλλον υπερρεαλιστικές. Τελείως! Το ίδιο έκανε, όμως, ο Ταχτσής, ο μεγάλος μου δάσκαλος. Αυτός με είχε χαράξει με το «Τρίτο στεφάνι».

Τον είχατε γνωρίσει, αλήθεια, τον Ταχτσή;

Τον είχα γνωρίσει, με είχε πάρει ένα τηλέφωνο όταν έκανα τα «Κυριακάτικα» με τον Δημήτρη Κωνσταντάρα. Είχε ακούσει ότι θα έβγαζα στην εκπομπή μία τρανς γυναίκα της εποχής.

Γνωστή σήμερα;

Πρέπει να ήταν γνωστή. Η Αλόμα ήτανε!

Ήταν «σκοτωμένος» με την Αλόμα ο Ταχτσής.

Ναι, γιατί με πήρε ένα τηλέφωνο έξαλλος! Σιγά μη βγάζαμε στην ελληνική τηλεόραση, το ’80 τόσο, μια γυναίκα τρανς, δεν γινόταν αυτό! Πως του’ρθε, λοιπόν, ποιος του το σφύριξε, και με παίρνει: «Δεν το περίμενα από σας»! Μέχρι να του δώσω να καταλάβει ότι όχι Αλόμα στην τηλεόραση, αλλά ούτε έξω απ’ το πεζοδρόμιο της Αγίας Παρασκευής δεν πέρναγε τρανς άνθρωπος, έβριζε και φώναζε! Όταν κατάλαβε, άρχισε τα «Συγγνώμη» και «Σας παρακολουθώ» και «Τι ωραία που γράφετε». Με διάβαζε στα χιουμοριστικά. Ε, μετά φτάσαμε να μιλάμε με τις ώρες στα τηλέφωνα, αποκτήσαμε στενές επαφές. Ο Δαλάι Λάμα μου είναι ο Ταχτσής εμένα! Και ξέρετε, ο Ταχτσής ως τρανς γυναίκα είχε μια απ’ τις πιο ακριβές ταρίφες της εποχής. Ήταν εξαιρετικός στη δουλειά του. Χτύπαγε απίστευτα υψηλό κασέ.  

Στα έργα σας διαπραγματεύεστε σοβαρότατα θέματα. Το κάνετε, όμως, μ’ έναν τόσο άμεσο και εύληπτο τρόπο, που με κάνει να σκέφτομαι ότι αυτό έχει τις ρίζες του στη θητεία σας ως σεναριογράφος.

Πιστεύω ότι αυτό έχει τις ρίζες του ακόμη και στα λίγα χρόνια που έκανα θέατρο. Η προφορικότητα στον γραπτό λόγο για μένα είναι θρησκεία, γι’ αυτό και μ’ αρέσουν τόσο οι δικές σας συνεντεύξεις. Αυτό που προσπαθώ να πετύχω στα βιβλία και που κανείς δεν κατάλαβε στα «Τάπερ της Αλίκης», είναι ότι είχα καταργήσει όλα τα σημεία στίξεως. Πίστευα και πιστεύω ότι όταν μιλάνε οι άνθρωποι, η ομορφιά του λόγου τους βρίσκεται στο λάθος, στο πόσο άγαρμπα και άτσαλα είναι δομημένη μια πρόταση, μα και τόσο μαγική ταυτόχρονα. Πάντα έγραφα έτσι και άφηνα συνειδητά μέσα τα λάθη. Μου’λεγε η φίλη μου, η Εύα Καραϊτίδη, που’χει την «Εστία»: «Βάλε, βρε παιδί μου, σημεία στίξης. Θα νομίζει ο κόσμος πως είσαι αγράμματη». Και της λέω «40 χρόνια έκανα για να τα πετάξω αυτά από πάνω μου». Είναι η πραγματικότητα, είναι δύο φιλενάδες που πίνουν καφέ και τα λένε όμορφα, απλά κι ωραία. Εκτός από σημεία στίξης, δεν βάζω εισαγωγικά, δεν βάζω τίποτα! Αφηγούμαι μια ιστορία, όμως, που πρέπει να’χεις 40 χρόνια στο χώρο για να τη γράψεις έτσι. Όταν μετέφραζα θεατρικά έργα απ’ τ’ αγγλικά και τα γαλλικά, έλεγα απ’ έξω τις ατάκες για να δω πως θα «γλιστρήσει» – όπως λέω εγώ – η ατάκα στο στόμα του ηθοποιού. Κι ας μην ήταν σωστή συντακτικά. Το σωστό συντακτικό, ξέρετε, είναι πολύ βαρετό στον γραπτό λόγο. 

Θα μας κράξουν οι φιλόλογοι με τέτοια που λέμε.

Μα, «Ο κήπος είναι ανθηρός» που έλεγε ο Κωνσταντίνου στο «Καλωσήλθε το δολάριο», είναι πραγματικά βαρετό σαν φράση. Αν, όμως, πεις «Μωρέ, ξέρεις κάτι; Αυτός ο κήπος είναι ανθηρός», αυτό είναι λόγος που πάλλεται, έχει ζωντάνια. Τον πιάνεις στο χέρι σου και χτυπάει σαν καρδιά. Αυτό εμένα μ’ αρέσει! Και το αν ξέρω γράμματα, τό’χω αποδείξει. 

Γράφατε καθημερινά σήριαλ επί σειρά ετών. Όταν αναγκαστικά ασχολείστε με τον έρωτα του Α για τη Β ή για τον Γ, κάπου δεν στερείστε την επαφή σε δημιουργικό επίπεδο με τα μεγαλύτερα μυστήρια της ζωής και της ύπαρξης; Δεν «μικροαστικοποιείται» μοιραία η γραφή σας;

Επειδή, όμως, τα μεγαλύτερα μυστήρια της ζωής, Αντώνη μου, είναι όνειρο τρελό – όνειρο απατηλό για πολλούς της γενιάς μου, θα πω την πλήρη αλήθεια: Εγώ πάντα, απ’ τα 18 μου, ζούσα απ’ τη δουλειά μου. Όταν είχα την ευλογία του Θεού να πέσω όχι στη χρυσή, αλλά στην πλατινένια εποχή της τηλεόρασης, δούλεψα για 15 χρόνια πάνω στο «Top of the Top»: Τα λεφτά που παίρναμε τότε για να γράφουμε τις σαπουνόπερες, ήταν ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ! Το μεγάλο λάθος πολλών, που παίρναμε αυτά τα λεφτά, είναι ότι επειδή δεν τα’χαν δει ούτε στον ύπνο τους, τα φάγανε. Εγώ έκανα μια πολύ συνειδητή διαχείριση των οικονομικών μου, διότι έτσι είμαι σαν άνθρωπος. Αυτό με έσωσε, έδωσε ποιότητα ζωής σε μένα, στον γιο μου, σε όλους. Για να κάνεις όμως μία σαπουνόπερα…

Εγώ τον απέφυγα τον όρο αυτό, αλλά τον λέτε εσείς.

Μα, σαπουνόπερα είναι! Να κρυβόμαστε πίσω απ’ τις λέξεις; Κάναμε χρυσά συμβόλαια με τον Γιώργο (σ.σ. τον Κυρίτση), το λέω έντιμα, οπότε όχι μόνο σέβομαι το ψωμί που’χω βγάλει, αλλά ιδιαίτερα τη «Βέρα στο δεξί» την αγάπησα! Δεν μπορώ να λογοδοτώ για τα πράγματα που αγαπάω. Είναι σαν να πεις «Αυτό είναι το παιδί σας; Λίγο κοντόχοντρο δεν είναι;» Ε, όχι, «Δεν είναι κοντόχοντρο, είναι ένας μικρός Θεός, που τον αγαπάω και θα τον αγαπάω! Κι εσείς να πάτε στα τσακίδια»! Έχω μεγάλη εκτίμηση στις σαπουνόπερες, μεγάλωσα τον γιο μου, και εκτός αυτού, αγάπησα και τις δουλειές μου. Δεν ήξερα ότι μια μέρα θ’ απολογούμαι γι’ αυτό. Και, υπ’όψιν, πάντα έβγαζα λεφτά απ’ τη δημοσιογραφία και είχα πολύ υψηλό κασέ. 

Στο νέο βιβλίο σας καταπιάνεστε, είπαμε, με τον έρωτα στην τρίτη ηλικία.

Ναι, με το πάθος όμως, όχι με την αμοιβαία κατανόηση, συντροφικότητα και τέτοια. Μιλάω για πάθος αβυσσαλέο.

Πως αντιλαμβάνεστε το δικό σας σώμα στην παρούσα φάση; Σαν κάτι φθαρτό που δεν σας εγκαλεί πια στις ηδονές των αισθήσεων;

Αυτή είναι η πιο ειλικρινής και καλή ερώτηση που μου έχουν κάνει τα τελευταία πέντε χρόνια! Θα σας απαντήσω εκτενώς, αφού είναι σαν να έχετε διαβάσει ήδη το βιβλίο μου: Η Ιοκάστη, η ηρωίδα μου, που’χει περάσει τα 70, ερωτεύεται έναν συνταξιούχο, τον κύριο Γιώργο. Ο κύριος Γιώργος παίρνει ένα βιάγκρα για να λειτουργήσει. Η Ιοκάστη λέει στις φίλες της, τη Σολφέζ και τη Μιράντα: «Μα πως θα με δει εμένα γυμνή ο Γιώργος; Ξέρετε πως είναι το σώμα μου; Τι θα πει;» Κι αυτές της απαντάνε: «Εκείνος δηλαδή πως είναι; Έχει κορμί φέτες και κοιλιακούς;»…Έχω επίσης μέσα και μια νέα γυναίκα που ερωτεύεται, είναι κομμώτρια με παχάκια απ’ τη μέση και πάνω και με κιρσούς στα πόδια απ’ την ορθοστασία. Δεν μπορεί να λειτουργήσει την ώρα του σεξ με τον σύντροφο της, γιατί αυτός θα την πιάσει και θα δει ένα πεσμένο στήθος, μηρούς με ραγάδες κλπ. Έτσι, την πρώτη τους φορά την περνάνε χάλια. Είναι τα καλά κρυμμένα μυστικά απ’ τα σπίτια μας, αφού βρίσκονται στα όρια της αμαρτίας. 

Η ερώτηση μου είχε να κάνει με εσάς, όχι με τις φανταστικές ηρωίδες σας.

Εγώ υπήρξα μια γυναίκα πολύ όμορφη με ένα σώμα πάρα πολύ ωραίο. Ήμουν περήφανη για το σώμα μου και το πρόσωπο μου σε ηλικίες που αυτά μας κάνουν περήφανους. Όταν άρχισα να μεγαλώνω και το σώμα μου ν’ ακολουθεί, έπαθα την κρίση της ζωής μου και κράτησε πάρα πολλά χρόνια. Για να’μαι ειλικρινής, ακόμη δεν το’χω ξεπεράσει. Θέλω πια να λέω μόνο αλήθειες στη ζωή μου. Θύμωνα πάρα πολύ με τις γυναίκες που λένε «Εγώ τις αγαπώ τις ρυτίδες μου»! Γιατί τις αγαπάς; Εγώ στενοχωριέμαι πάρα πολύ! Χαίρομαι που έχω ένα καλό DNA και μ’ έχει κρατήσει, αλλά η κοκεταρία σε μία γυναίκα δεν σταματάει με την ηλικία. Εάν εσύ νομίζεις ότι θα’ρχόσουν σήμερα στο σπίτι μου κι εγώ δε θα σκεφτόμουν να φορέσω ένα ρούχο, που θα είναι ωραίο, θα έλεγα ψέματα. Θέλω να είμαι όμορφη, θελκτική και γοητευτική. Δεν μπορώ να παίξω με τους όρους που έπαιζα κάποτε, αλλά θα ήταν και παράλογο. 

Εντάξει, έχετε δίπλα σας τον Γιώργο Κυρίτση, έναν σύντροφο πολλών χρόνων. Σας είδα πριν πως τον αγκαλιάσετε κι έβλεπα ένα νιόπαντρο ζευγάρι στην ουσία.

Είμαστε 30 χρόνια μαζί. Κι επαναλαμβάνω, επειδή εδώ λέμε μόνο αλήθειες, ήμασταν και οι δύο παντρεμένοι. Ο έρωτας μας πήρε και μας σήκωσε, δεν καταλαβαίναμε τίποτα! Ξέρετε πόσα χρόνια κάναμε να παντρευτούμε; Απ’ το ’90 τόσο που είμαστε μαζί, το 2012 παντρευτήκαμε. Όσο είχα μικρό τον γιο μου, δεν ήθελα ούτε τη νύχτα να περάσει εδώ ο Γιώργος. Ήμουν πολύ παλιομοδίτισσα επ’ αυτού.

Ο Κώστας Αρζόγλου γνώριζε την παράλληλη σχέση σας;

Με τον Κώστα, ακόμη και τώρα που καθόμαστε, δεν μιλάμε ποτέ ανοιχτά γι’ αυτό. Μα το ξέρει! Ποτέ, όμως, δεν του είπα «Κώστα, είμαι παντρεμένη μαζί σου, αλλά τα’χω με τον Γιώργο». Σαν τη Μπλανς Ντιμπουά (γέλια), αφού δεν το λέω, δεν υπάρχει κιόλας! Γι’ αυτό και το «Σκισμένο τούλι» τώρα είναι ένα πάρα πολύ βιωματικό βιβλίο, έχοντας κάνει τρεις γάμους και ερωτευθεί πολύ στη ζωή μου. Λίγους ανθρώπους βέβαια, αλλά ήταν πολύ έντονο! Με τον δε Γιώργο έχουμε περάσει δια πυρός και σιδήρου, άγριες καταστάσεις. Λέω ότι κάποια ώρα θα γράψω ένα τρυφερό θυμωμένο και αγαπησιάρικο έργο για τη σχέση μου με τον Γιώργο που θα’χει τίτλο «Τα πρώτα 30 χρόνια είναι δύσκολα». Αφού ο Γιώργος μπορεί ακόμα να μ’ εκνευρίζει και να τον εκνευρίζω, όταν βγαίνουμε στη Φιλοθέη σε κάνα σινεμαδάκι, μου λέει: «Πω, πω, αυτό το μπλε πουκάμισο πως πάει με τα μάτια σου»! Υπάρχει κάτι ωραιότερο απ’ αυτό; Και για να το κλείνω, αυτό το περί φθαρτού σώματος, που με ρωτήσατε, εμένα το φθαρτό δεν με νοιάζει. Το να μη γίνει, όμως, χάλια το σώμα μου, με νοιάζει. Παλιά, επειδή είχα ωραίες γάμπες, φόραγα κοντές μίνι φούστες. Όταν άρχισαν να μακραίνουν οι φούστες μου, το έφερα βαρέως. Μ’ ενοχλεί να κάθομαι στον καθρέφτη και να βλέπω πράγματα που προδίδουν την ηλικία μου. Το στήθος μου, π.χ., που’χει βαρύνει. Τώρα το πώς οι άλλες αγαπάνε τις ρυτίδες τους, ας μου το πουν και μένα! 

Μα κι εσείς δεν έχετε δικαίωμα στην παραίτηση; Όλοι οι άνθρωποι έχουν.

Αν κουραστώ και βαρεθώ, έχω δικαίωμα στο οτιδήποτε, σε ότι μου γουστάρει: Να μην ξαναγράψω ποτέ, να μην ξαναψωνίσω τίποτα για τον εαυτό μου, να μην ξαναγράψω λέξη στο facebook, να έχω δηλαδή το κερδισμένο μου δικαίωμα να κάνω ότι μου καπνίσει. Όσο αυτά που με ρωτάτε ως δικαίωμα είναι ακόμα επιλογή μου, είμαι καλά! Ελπίζω να’ναι για πάντα έτσι.

Παρακολουθώ σχεδόν με ψυχαναλυτικό ενδιαφέρον την ακτιβιστική σας δράση, απ’ τα ζώα και τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα μέχρι την καταγγελία κάθε μορφής βίας. Πάντα έτσι ήσασταν;

Ήμουν πάντα έτσι. Όταν η μάνα σου καταδικάζεται, στα 10 – 11 σου, σε δέκα χρόνια κάθειρξη, όταν απ’ το σπίτι αυτό μες τη χούντα περνούσαν όλοι οι διανοούμενοι της Αριστεράς της εποχής, όταν κρύβαμε τον Αντώνη Μπριλλάκη και τον Κύρκο, δεν είναι δυνατόν να μην ήμουν έτσι! Από κει και πέρα, στα 17 – 18 μου πέρασα απ’ τον Ρήγα για ένα διάστημα. Ποτέ δεν έφυγα από κει! Η πλάκα είναι που μερικοί νομίζουν ότι πέρασα απ’ το ΠΑΣΟΚ. Ποτέ! Όποτε η μητέρα μου κατέβαινε με το ΠΑΣΟΚ, την ψήφιζα στη Β’ Αθήνας. Ποτέ μου δεν ξαναψήφισα ΠΑΣΟΚ. Μια ζωή ψηφίζαμε ΚΚΕ Εσωτερικού και ενοχικά. Θυμάμαι τον Αρζόγλου που έλεγε «Πω, πω, είμαι άρρωστος και πρέπει να πάμε να ψηφίσουμε. Μήπως δεν μπει στη Βουλή και φταίμε εμείς»! Όλες τις μαλακίες που έκανε τότε ο Συνασπισμός και μπαίνανε τσίμα – τσίμα στη Βουλή, τις χρεωνόμασταν εμείς. «Τι θα γίνει άμα δεν πάμε να ψηφίσουμε;» λέγαμε τότε όλο αγωνία. Ποτέ, επίσης, δεν ασχολήθηκα με την πολιτική, έχει σημασία! 

Έχετε δηλώσει πως σήμερα δεν θα «πέρναγαν» με τίποτα παλιότερα κείμενα σας. Τι είναι αυτό, λοιπόν, πέραν ενός background, που σας έκανε ακτιβίστρια; Η ωρίμανση; Το να προλάβετε την εποχή που αλλάζει;

Πολύ καλή ερώτηση! Αντώνη, έχω περάσει όλα τα στάδια…Από την Αριστερά της νιότης μου, των δρόμων και των κόκκινων γαρίφαλων, αλλά και από έναν απερίγραπτο σουσουδισμό. Έχω περάσει εποχές, στα 30 μου, που έλεγα «Εντάξει, αυτό είναι το ”καρτιέ” το πιο δεύτερο»…Είμαι ο Ιανός όχι με δύο πρόσωπα, αλλά με δώδεκα το λιγότερο! Έχω γίνει και ντυθεί, λογοδοτήσει και φερθεί πολύ «comme il faut». Τα’χω κάνει και για να τα πετάξω, τα έζησα πρώτα. Όταν είσαι στη δική μου ηλικία, έχεις δύο επιλογές: Ή γλυκαίνεις ή θυμώνεις. Εγώ θυμώνω όλο και πιο πολύ. Είμαι η τρελή που όταν βγάζω βόλτα το σκυλί μου, αν δω μιαν άλλη και τραβάει βίαια το δικό της, της ορμάω κανονικά: «Τι κάνετε, δεν έχετε το δικαίωμα» κλπ. Έχουν δίκιο να με μισούν, είμαι μια στρίγγλα κανονική! Δεν ανέχομαι πια τίποτα, δεν θέλω να βλέπω! Πως λένε «Και τι να κάνεις; Θα κάτσεις να μαλώσεις;» Ε ναι, θα κάτσεις να μαλώσεις! Θα μαλώσω ακόμη κι επειδή ο απέναντι μου δεν φοράει μάσκα. Τι να κάνουμε τώρα;

Μήπως είστε βαθιά ενοχική; Ένας άλλος μπορεί να’λεγε ότι η Ακρίτα, που δεν είναι πια 20, 30 ή 40 ετών, έζησε μια ζωούλα καλοστρωμένη, όπως την ήθελε, και τώρα ασχολείται με τις ζωές των άλλων, όσων τέλος πάντων χρήζουν της προσοχής της. 

Ναι. Κακό είναι αυτό; Δεν είναι πολύ καλό; Δεν μπαίνει ενοχικός παράγοντας, διότι στα χρόνια που είμαι εγώ τώρα θα μπορούσα να πω ότι αποσύρομαι και κάνω τα ταξίδια μου και βλέπω τις παραστασάρες μου, γιατί με παίρνει οικονομικά να το κάνω. Να ζω έτσι και να μη μ’ ενοχλεί κανείς. Θα μπορούσα να’μαι έτσι και να μην είμαι καθόλου ενοχική επίσης! Γιατί να βγαίνω στους δρόμους και να διεκδικώ; Και θα βγαίνω να διεκδικώ! Κι αν δεν πήγα στην πορεία για τον Ζακ, λόγω κορονοϊού, έπεσα να πεθάνω! Είναι και βήματα που κάνουμε μαζί με τον άντρα μου, αφού περάσαμε κι απ’ τη φάση: «Πήγανε τα δυο ζευγάρια στη Μονεμβασιά και τι ωραία που περάσανε»…Στους δρόμους πια βγαίνουμε μαζί με τον Γιώργο, αυτή είναι η αντοχή μας. Όχι, δεν είμαι καθόλου ενοχική, γιατί δεν έχω κάνει κάτι στη ζωή μου που να επισύρει την ενοχή! Δούλεψα σκληρά, γεννήθηκα από μια καλή οικογένεια, εδώ γεννήθηκα, στη Φιλοθέη, κι εδώ θε’ να πεθάνω. Και, ξέρετε, τα πράγματα που κάνω και δεν τα ξέρει κανείς, είναι πενήντα φορές πιο πάνω – και δεν υπερβάλλω – απ’ αυτά που κάνω και τα γνωρίζουν όλοι. 

Είπατε για τη Φιλοθέη και η αλήθεια είναι ότι σας κατηγορούν ως αριστερή με δεξιές τσέπες, γεμάτες δηλαδή. Συνήθως απαντάτε με χιούμορ, μια άμυνα – ως γνωστόν – ειδικά όταν το χιούμορ το «έχει» κανείς, όπως εσείς. Εμένα πάλι μ’ αρέσει που, κόντρα σ’ αυτό, τη Φιλοθέη την έχετε κάνει σημαία σας.

Η καταγωγή της μάνας μου είναι από μεγάλο τζάκι της Μικρασίας. Του πατέρα μου, από ένα χωριό της Κύπρου. Πολύ φτωχός άνθρωπος, που «ανέβηκε» με την αξία του. Η άλλη ήταν πριγκιποπούλα. Ο πατέρας της, ο παππούς μου, όταν ήρθαν εδώ, έγινε μεγαλοβιομήχανος και η ειδικότητα του μάλιστα ήταν τα τούλια! Σας το λέω και πάλι βουρκώνω, γιατί λάτρευα τον παππού μου και τη γιαγιά μου. Νιώθω ότι το τωρινό μου βιβλίο είναι κι ένα είδος hommage στη μνήμη τους. Είχαν, λοιπόν, πολλά λεφτά. Αγόρασαν αυτό εδώ το οικόπεδο, έμεναν απέναντι. Είμαστε όλοι γέννημα – θρέμμα της Φιλοθέης. Ε, δεν θα λογοδοτήσω, επειδή ο παππούς μου καταστράφηκε στη Μικρά Ασία και ξανάφτιαξε στην Αθήνα μια μεγάλη περιουσία απ’ την αρχή. Δεν θα λογοδοτήσω που ο πατέρας μου έφυγε από’να μικρό χωριό της Κύπρου, σπούδασε και πολέμησε στο ελληνοαλβανικό μέτωπο. Ούτε για τη μάνα μου, που την έπιασαν και την πήγαν στην Ασφάλεια και της έλεγε ένας ασφαλίτης: «Αχ, κυρία Υπουργού μου, που καταντήσατε, που σας θυμάμαι εγώ στους γάμους του Βασιλέως»! Έχω φωτογραφία με τον παππού μου και τη γιαγιά μου σε δεξίωση που φοράνε φράκο και βραδινές τουαλέτες. Δεν φταίω εγώ γι’ αυτό! Τι να λέω; «Αχ, η γιαγιάκα μου στο χωριό που έπλενε στη σκάφη;» Δεν ειμ’ αυτό και δεν με πειράζει καθόλου! Το ίδιο με ρωτάνε άλλοι, πως γίνεται να γράφω στα ΝΕΑ. Να σας πω κάτι στην τελική; Θα θέλατε να’ μαι αυτή που είμαι, να’χω μεγαλώσει έτσι και να’μαι μία ακόμα δεξιά; Μία δεξιά, όπως όλες οι άλλες οι αντίστοιχες με μένα; Θα σας άρεσε; Να δούλευα στα ΝΕΑ, που δουλεύω τα τελευταία 20 χρόνια, και μια ζωή να μην πήγαινα κόντρα στη γραμμή της εφημερίδας; Αυτή είμαι! 

Δεν θα διαφωνήσω. Αρκετοί αριστεροί ισχυρίζονται πως η Ακρίτα στα ΝΕΑ είναι ένα άλλοθι για την παντοκρατορία του Μαρινάκη στα ΜΜΕ. 

Εγώ τον Μαρινάκη δεν τον ξέρω, θέλω να το ξεκαθαρίσω αυτό το πράγμα.

Δεν έχετε συναντηθεί ποτέ;

Ποτέ! Όταν γίνεται κοπή πίτας, ας πούμε, εγώ πολύ απλά δεν πηγαίνω. Δεν έχω βρεθεί καν στον ίδιο χώρο μαζί του στα 200 μέτρα. Εγώ στη δουλειά μου είχα ένα μότο: «Μη μου αλλάξεις ούτε ένα ”και” στα γραπτά μου. Αν μου τ’ αλλάξεις, έχω φύγει». Ο Ψυχάρης, αυτός ο τόσο αμφιλεγόμενος άνθρωπος, ποτέ δεν είπε: «Κυρία Ακρίτα, αυτό το ”και” να το βλέπαμε λίγο;» Το ίδιο είναι και τώρα. Ούτε ο Μαρινάκης, ούτε ο Μαντέλας, μου έχουν πει το οτιδήποτε. Γράφω ότι θέλω! Στο μεταξύ, είμαι σίγουρη ότι θα υπάρχουν πιέσεις, του στυλ «Τι τη θέλετε αυτήν εδώ;» 

Είναι η Ακρίτα, όμως, δεν τους «παίρνει» και τόσο στην περίπτωση σας.

Εγώ τα συντάξιμα μου, πάντως, τα’χω βγάλει. 

Αγαπημένους συγγραφείς έχετε; 

Ε, όχι πια, μωρέ…Δεν έχω…Δε μπορώ να απαντήσω, όλα αυτά είναι παλιά στη ζωή μου που τα’χω διαβάσει ξανά και ξανά. Να σας πω όμως δύο επιρροές μου: Ο Κώστας Ταχτσής στο μυθιστόρημα και ο Νίκος Τσιφόρος στα ευθυμογραφήματα. Ποτέ δεν ήμουν του Δημήτρη Ψαθά, ούτε του Φρέντυ Γερμανού – καμία σχέση δεν είχα. 

Και ο Αλέκος Σακελλάριος;

Του Σακελλάριου η αξία είναι αδιαπραγμάτευτη και το λέω εγώ που ήμουν πάντα τσιφορική. Οι «Σταυροφορίες» ή η «Μυθολογία» του Τσιφόρου ήταν βίβλος κανονική για μας! Όταν μεγάλωσα πια πολύ και είδα τα πράγματα απ’ τη μεριά του πολιτικώς ορθού, κατάλαβα ότι ο Σακελλάριος ήταν πολύ μπροστά για την εποχή σε κάποια πράγματα. Η Γεωργία Βασιλειάδου, αυτή η μεγάλη κωμικός, ήταν η άσχημη καρικατούρα στις ταινίες του Τσιφόρου, «Η Ωραία των Αθηνών» κλπ. Σ’ αυτές του Σακελλάριου, όμως, «Η κυρά μας η μαμή» ή «Η θεία απ’ το Σικάγο», η Βασιλειάδου ήταν μια γυναίκα καλοεδραιωμένη μες την κοινωνία. Γι’ αυτό λέω ότι ο Σακελλάριος έβλεπε 40 χρόνια μπροστά! 

Ενώ στα social media συνήθως σφάζετε με το μπαμπάκι, αναρωτιέμαι αν η Έλενα Ακρίτα βρίζει, βωμολοχεί, να γίνεται «νταλικέρης» όμως.

Όχι, δεν μπορώ. Οι μεγάλες μου υπερβάσεις είναι να πω «μαλάκας» και σπανίως «γαμιέται». Πως είπε ο άλλος για τον Μεγάλο Περίπατο; Ε, το «γαμιέται» βγαίνει – δε βγαίνει (γέλια). Υπάρχουν λέξεις που έχουν να κάνουν με τα γεννητικά όργανα αντρών και γυναικών και δε μπορώ να τις πω ποτέ. Δεν υπάρχει περίπτωση! Ντρέπομαι…

Δεν μπορεί να μην έχετε πει ποτέ ένα «Στα αρχίδια μου».

Όχι, αλλά όταν ο Γιώργος λέει «Στα αρχίδια μου», εγώ συμφωνώ μαζί του (γέλια). Πάντως, η απάντηση είναι ότι δεν μπορώ να βωμολοχήσω. 

Δηλώσατε, κι εδώ και αλλού, την αγάπη σας για την όπερα. Δεν σας έχει απασχολήσει το λαϊκό τραγούδι ποτέ; 

Δεν ξέρω πολλά από τραγούδι πέρα από όπερα. Στο λαϊκό τραγούδι, σίγουρα εκτιμώ την τραγουδοποιία του Άκη Πάνου και τη στιχοπλοκή του Μανώλη Ρασούλη. Για την όπερα να σας μιλήσω ευχαρίστως, γιατί έχουμε εξαιρετικούς καλλιτέχνες. Θέλω να μιλήσω γι’ αυτό σε σας, πού’ναι ο τομέας σας. Όταν τραγουδήσει κάπου η Χριστίνα Πουλίτση, σε δύο ώρες θα’χει κάνει sold out. Ο Τάσσης Χριστογιαννόπουλος είναι εκπληκτικός σκηνικά, ως ηθοποιός στον «Βόιτσεκ» που τον είχα δει, χωρίς να’ναι όμως Πλατανιάς. Ο Δημήτρης Πλατανιάς είναι φαινόμενο, επίσης θα μπορούσε να γεμίζει στάδια. Καλό είναι ν’ ακούγονται τα ονόματα αυτά. 

Σας είναι αδιανόητο, έχετε πει, να πεινάνε άνθρωποι. Ως που θα μπορούσατε να φτάσετε για να μην πεινάνε οι άλλοι;

Δεν το ξέρω. Δεν απαντάω επιπόλαια τώρα, γιατί το’χω σκεφτεί πάρα πολλές φορές αυτό που μου λέτε. Κανείς δεν ξέρει τα όρια του. Αν μου λέγατε να έμπαινα κι εγώ στη βάρκα μ’ αυτούς που πεινάνε και τους σέρνουν, θα μπορούσα να μπω; Δεν θα μπορούσα να μπω; Θα μπορούσα να περάσω ανάμεσα απ’ τους αγριεμένους στα Καμμένα Βούρλα για να έδινα πέντε φέτες ψωμί σ’ έναν άνθρωπο; Θέλω να πιστεύω ότι θα μπορούσα, υπάρχει περίπτωση όμως και να φοβόμουν. Δεν παύω να’μαι μια γυναίκα μεγάλη, μικρόσωμη, που μ’ ένα «φου» θα έπεφτα κάτω. 

Μετράει η πρόθεση μόνο, λοιπόν;

Με τα χρόνια, δυστυχώς, δε μετράει μόνο η πρόθεση. Μετράει και η πράξη, ίσως γι’ αυτό να έγινα τελικά ακτιβίστρια που με ρωτήσατε πριν. Καλούτσικη ερώτηση ήταν κι αυτή τελικά, βγήκε – και δε βγήκε σαν τον Μεγάλο Περίπατο (έχουμε σκάσει στα γέλια).

Το διαδίκτυο έκανε περισσότερο καλό ή κακό στη δημοσιογραφία;

(σκέφτεται) Δεν ξέρω ακριβώς, γιατί και στη δημοσιογραφία δεν ανήκω σ’ αυτούς που λένε «Αχ, όταν ήμουν εγώ νέα, πέφτανε οι μεγάλες υπογραφές». Σιγά τ’ αυγά, λαμόγια ήταν και τότε! Διάβασα κι αυτά που σας είπε η Ζωή Ρηγοπούλου για το ελληνικό σινεμά. Ακριβώς έτσι ήτανε, δέκα ταινίες είναι όλος ο ελληνικός κινηματογράφος. Δέκα, όμως! Έμπαινα τότε εγώ στο συγκρότημα Λαμπράκη, που ήταν τα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ, και μπορεί να ήταν σπουδαίοι και μεγάλοι ορισμένοι, αλλά κεράτωναν τις γυναίκες τους, έκαναν συμφωνίες κάτω απ’ το τραπέζι και τα πάντα. Και λαμόγια ήτανε και γαμίκοι ήτανε! 

«Γαμίκος»! Χρόνια είχα ν’ ακούσω αυτή τη λέξη.

Κι εγώ είχα χρόνια να την πω (γέλια). Εγώ βλέπω κάτι πάρα πολύ καλό στο διαδίκτυο σήμερα, έναντι αυτού που λέγανε παλιά, την «επανάσταση του καναπέως». Σηκώνει πολύ κόσμο απ’ τον καναπέ και τους παραιτεί απ’ την απουσία, απ’ τη σιωπή, απ’ την επανάσταση ακριβώς του καναπέως. Αν βγει ένας κυβερνητικός και πει ένα ψέμα για το δίπλωμα του, θα γίνει σάλος. Σ’ άλλους, όπως σε μένα, μας έχουν ζητήσει συγγνώμη. Εγώ ειλικρινά δεν πιστεύω πως ο Μεγάλος Περίπατος, αυτό το αίσχος που ζήσαμε, θα κατέληγε στο ν’ ακούσουμε το «Βγήκε και δεν βγήκε». Εμείς το κάναμε αυτό, οι επαναστάτες του πληκτρολογίου και του καναπέως. Εμένα δεν με νοιάζει που δεν άκουσα τη «συγγνώμη» του. Δεν είναι φίλος μου για να παρεξηγηθώ. Τα λεφτά μας πίσω, όμως, μπορεί να μας δώσει; 

Από ταπεινότητα άραγε να μη μου λέτε τώρα τι έχετε εσείς καταφέρει σ’ αυτό; Αναγκάσατε τον Σκαλούμπακα, τον γιο του βασανιστή της Μακρονήσου, να ρεζιλευτεί, να γελάει μαζί του όλο το διαδίκτυο.

Μα γι’ αυτό θυμώνω όταν μου λένε «Κυρία Ακρίτα, εσείς έχετε ένα επίπεδο. Γιατί ασχολείστε;» Απαντάω «Όχι, θ’ ασχολούμαι»! Τώρα τον Οκτώβρη έχω άλλη μια δικαστική εκκρεμότητα μ’ έναν Καραχάλιο που με «χτύπησε« χυδαιότατα. Όλοι αυτοί δεν καταλαβαίνουν ότι μαζί μου μπλέκουν πάρα πολύ άσχημα! Πριν χρόνια είχε γράψει κάτι για μένα το «Talk» και έστειλα εξώδικο. Εγώ δεν αστειεύομαι! Μου λένε «Εσείς έχετε και τα μέσα να έχετε δικηγόρο» και απαντάω απλά: «Ναι, έχω και τα μέσα για νά’χω δικηγόρο»! Ένας λόγος παραπάνω για να μην αφήσω την καρφίτσα να πέσει χάμω ανάποδα. Μόλις μου κολλήσει, λέω με χαριτωμένη φωνή: «Ουπς, μηνύσιμο» και μετά το πράγμα παίρνει το δρόμο του και δεν συγχωρώ. Συγχωρώ μόνο όσους αγαπάω, τη μάνα μου, τους φίλους μου, την οικογένεια μου, τις φίλες μου που’ναι εικόνισμα για μένα. Τον Σκαλούμπακα, γιατί όμως να τον συγχωρέσω; Ή τον ΣΤΟΧΟ που έγραφε όλα αυτά τα άθλια ψέματα για μένα; Δεν καταλαβαίνω γιατί να το κάνω! 

Ειδικά το κομμάτι της γονικής σύνταξης, που ενώ έχει διαλευκανθεί, κάποιοι το επικαλούνται ακόμα, καταντά εκνευριστικό και οπωσδήποτε μηνύσιμο.

Πότε θα μου τη βαρέσει και θα βγάλω στη φόρα τα inbox που έχω λάβει! Μιλάμε για inbox από φασίστες που όταν καταλαβαίνουν ότι το πράγμα χοντραίνει, ζητάνε συγγνώμη γονυπετείς. Όλα τα’χω φυλαγμένα! Εγώ, Αντώνη, με τους εχθρούς μου δεν είμαι καλός άνθρωπος! Χαλί να με πατήσεις, ούτε αυτό είμαι, είτε με τη μάνα μου, είτε με το παιδί μου. Υπάρχει μέσα σ’ αυτό το σπίτι και μέσα σ’ αυτή την οικογένεια ένα αξιακό σύστημα, πως να το κάνουμε! Αν εμένα ο γιος μου έρθει και μου πει ότι χτύπησε με τ’ αυτοκίνητο έναν άνθρωπο και τον παράτησε – κούφια η ώρα – δεν θα υπάρξει ούτε συγγνώμη, ούτε η καρδιά της μάνας, ούτε τίποτα! Θα του πω «Να το λύσουμε πρώτα κι όταν το λύσουμε, θα είμαι μαζί σου σε ότι κι αν σου συμβεί. Μέχρι την τελευταία ανάσα του προβλήματος»! Θα ήμουν δίπλα του στα πάντα εκτός εάν χάραζε πρόσφυγες, δεν μιλάω για τέτοια πράγματα. Εκεί δεν θα ήμουν! Και πάλι θα έπρεπε να πληρώσει το τίμημα, γνωρίζοντας πως εγώ δεν τον μεγάλωσα με πολλά «πρέπει». Δεν πήρα αποφάσεις ποτέ για τη ζωή του, γι’ αυτό και η σχέση μας ήταν ζάχαρη στην εφηβεία του. 

Θαύμασα την απόφαση σας να μην κατεβείτε στις ευρωεκλογές ως ευρωβουλεύτρια με τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν θα έλεγαν πολλοί όχι σ’ ένα τόσο παχυλό μηνιάτικο μισθό, ειδικά αν ήταν βέβαιοι πως θα εκλέγονταν κατά 99%, όπως εσείς.

Όπως είχε πει ο διευθυντής της «Le Monde», καλύτερα νά’σαι ψαράς παρά να’σαι ψάρι. Ποτέ δεν θα’θελα να μπω στην πολιτική, αφού απ’ τα πέντε μου χρόνια σταύρωνα τα ψηφοδέλτια του μπαμπά μου. Την ξέρω τη δουλειά και μετά από λίγο θα ανεξαρτητοποιούμουν κι επειδή είμαι και τίμια, θα άφηνα και την έδρα…Δεν το «έχω» καθόλου. Ένας άλλος λόγος είναι ότι επρόκειτο ειδικά για Ευρωβουλή, να πηγαίνω και να έρχομαι στις Βρυξέλλες δηλαδή, τη στιγμή που εδώ έχω τη ζωή μου και φροντίζω τα ζωάκια μου. Δεν σας κρύβω ότι η μητέρα μου ήθελε και με πίεζε να το δεχτώ. Όμως εγώ σκεφτόμουν πως δεν ξέρω για πόσα χρόνια ακόμα θα’μαι μαζί της. Δεν θα’θελα να ξενιτεύομαι επί τρία – τέσσερα χρόνια κάπου που να μην τη βλέπω…

Το τελευταίο που είπατε είναι πραγματικά συγκινητικό.

Σας εξηγώ γιατί οι λόγοι της άρνησης μου ήταν κυρίως ανθρώπινοι. 

Η Σύλβα Ακρίτα ήταν μέλος του Π.Α.Μ., διατέλεσε υπουργός του ΠΑΣΟΚ κλπ. Όταν βλέπετε σήμερα τον Ανδρέα Παπανδρέου να αντιμετωπίζεται ως αντικείμενο σάτιρας στα social media, τι σκέψεις κάνετε;

Κοιτάξτε, εγώ ήμουν 6 – 7 χρονών και μ’ είχε στα γόνατα του ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο πατέρας του Ανδρέα. Του διάβαζα τις «Μικρές Κυρίες», ένα μυθιστόρημα. Μ’ άκουγε αυτός…Αν ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος την πρώτη τετραετία έκανε σπουδαία πράγματα, δεν επηρεαζόταν απ’ τις δύο γυναίκες του – πρώτα τη Μαργαρίτα που ήταν κράτος εν κράτει – και μετά τη Δήμητρα, θα’χε κάνει πολλά περισσότερα πράγματα. Αναχαιτίστηκε ως ηγέτης απ’ τις επιλογές στην προσωπική του ζωή.

Ούτε τις επιλογές ενός ανθρώπου, ακόμη κι αν είναι πάθη, συγχωρείτε;

Όχι, όταν τα πάθη του άλλου καθορίζουν τη ζωή τη δική μου! Αν ήταν ένας μεγαλέμπορος ή ο Σκλαβενίτης, καθόλου δεν θα μ’ ένοιαζε. Θα κρίνω, όμως, όποιον η προσωπική του ζωή είναι ίδια με την πολιτική του. 

Έχετε δεχτεί ποτέ ερωτική πολιορκία από άτομο του ίδιου φύλου; 

Έχω δεχτεί, ναι. Ήταν παλιά, ήμουν πολύ νέα και πολύ αμήχανη. Έχει πολλά χρόνια να μου συμβεί. 

Ίσως γιατί είναι γνωστή πια η προσωπική σας ζωή. 

Ακριβώς, ισχύει αυτό. Θα ήταν δύσκολο από’να σημείο και μετά να μου συνέβαινε. Πάντα είχα μιαν αμηχανία, την ίδια όμως και με τους άντρες που μου άρεσαν. Εκεί γινόμουν ενοχική, έλεγα «Πως θα του πω ότι δεν μου αρέσει»; 

Όταν αρχίσατε να γίνεστε δημοφιλής με τα γραπτά σας, γνωρίζατε πως ήταν ένας τρόπος κι αυτός για να σας ερωτευθούν; Το ίδιο είχε πει ο Μάνος Χατζιδάκις για τη μουσική του. 

Εγώ δεν το χρειαζόμουν, γιατί – να σας πω την αλήθεια – είχα μία εμφάνιση διαφορετική απ’ του Χατζιδάκι (γέλια). Κοίτα, να βάλεις την υποσημείωση «γέλια», όπως κάνεις στις συνεντεύξεις σου, γιατί οι άλλοι δεν θα ξέρουν ότι γελάμε πολύ και θα μας πουν μαλάκες! Είχα μία έπαρση επ’ αυτού πολύ συχνά, ακόμη και μέχρι πριν λίγα χρόνια που είμαι με τον Γιώργο. Όταν ήθελα κάποιον, τον είχα. Πέρα απ’ την εμφάνιση, ήμουν μια κοπέλα με πολλά ενδιαφέροντα. Είχα μια προσωπικότητα, είχα χιούμορ, ήμουν κι από σπίτι, με λίγα λόγια ήμουν πολύ θερμή νύφη ή ερωμένη. 

Την ορμή του σεξ τη χαλιναγωγούσατε στη ζωή σας; Τι ρόλο έπαιξε;

Βέβαια και τη χαλιναγωγούσα. Εντάξει, είμαι ξερόλας, αλλά για τους άνδρες δε μπορώ να μιλήσω. Όταν ερωτεύεσαι και σ’ ερωτεύονται με πάθος, προφανώς και δεν σταματάς να κάνεις έρωτα μέρα – νύχτα.

Και γιατί μόνο στο πλαίσιο συντροφικότητας; Σεξ κάνεις και μ’ έναν/ μία που δεν είναι σύντροφος.

Δεν είχα πολυκάνει εγώ στα νιάτα μου one night stands. Μην τα κρίνετε με τη σημερινή εποχή, το ’70 και το ’80 ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Θα ήταν τεράστιο ψέμα αν έλεγα ότι δεν έχω κάνει one night stand, όταν όμως το έκανα, δεν το ρομαντικοποιούσα. Το άφηνα στη μία νύχτα και τελείωνε εκεί.

Πείτε μου την πιο δυστυχισμένη στιγμή σας, που «κοπανηθήκατε» στα πατώματα.

Όταν προσπαθούσα να βγω απ’ την κατάθλιψη, με την οποία πάλεψα επί 30 χρόνια, χωρίς ποτέ να’μαι σίγουρη αν θα ξανακυλήσω ή όχι. Το να’μαι σ’ ένα δωμάτιο και να παίζει μια τηλεόραση 24 ώρες το 24ωρο, να κατουριέμαι και να μην έχω το σθένος να πάω ως την τουαλέτα, αυτή δεν είναι απλά η πιο δυστυχισμένη στιγμή, αλλά ο ύπατος βαθμός της προσωπικής δυστυχίας μου. Ξέρετε, μπορεί η κατάθλιψη να σε περιμένει στη διπλανή πόρτα, να υποτροπιάσεις ανά πάσα στιγμή. 

Λένε πως η γονική είναι η μεγαλύτερη απώλεια. Άνθρωποι στα 60 που χάνουν τους γονείς τους βιώνουν για πρώτη φορά, σε ώριμη ηλικία, το συναίσθημα της ορφάνιας. Θυμάμαι τη Μαργαρίτα Θεοδωράκη που μου είχε πει πως δεν μπορεί να διανοηθεί ότι ο Μίκης, ο πατέρας της, αισίως 95 ετών, θα φύγει κάποια στιγμή απ’ τη ζωή. 

Σχεδόν κάθε μήνα, σήμερα που μιλάμε, πηγαίνω στο νεκροταφείο και φροντίζω τον τάφο του πατέρα μου. Το «Σκισμένο τούλι», όταν κυκλοφόρησε, το έβαλα σε μια θέση ν’ αγκαλιάζει τη φωτογραφία του. Αν προσέξετε τον τοίχο μου, έχω ολόκληρη γκαλερί από φωτογραφίες του. Ο μπαμπάς μου θα πεθάνει μαζί με μένα. Οι νεκροί πεθαίνουν μόνο και όταν πεθαίνουν όσοι τους αγαπούν. Διαφορετικά, ζουν. Ζουν! Αυτή είναι η απάντηση μου…

Πρόσφατα, ένας φίλος στιχουργός, μου είπε το εξής: «Οι δύο γυναίκες που μάχονται πιο πολύ στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή το νεοναζισμό είναι η Μάγδα Φύσσα και η Έλενα Ακρίτα». Το βρίσκετε υπερβολικό;

Βέβαια και είναι υπερβολικό. Η Μάγδα Φύσσα θα μείνει στην ιστορία του αντιφασιστικού κινήματος στην Ελλάδα ως ένα κορυφαίο πρόσωπο αρχαίας τραγωδίας, που πήρε την τραγωδία αυτή και τη μετουσίωσε σ’ έναν παρόντα λόγο ζωτικής άμεσης σημασίας. Κανείς μας δε μπορεί να το κάνει αυτό εύκολα! Μία τραγωδός που έχει ζήσει ότι έχει ζήσει, που δεν έχει όνομα – δεν το λες ούτε απώλεια, ούτε τραγωδία – να βρίσκει το θάρρος να αγωνίζεται για να τιμωρηθεί το χυμένο αίμα του παιδιού της και να γίνεται ένα σύμβολο, σαν τη Λέλα Καραγιάννη! Μέσα απ’ την «ασημαντότητα» της, οι γυναίκες αυτές υψώθηκαν σαν τους φοίνικες και συμβολοποιήθηκαν. Τον ευχαριστώ το φίλο σας τον στιχουργό και, ναι, ξέρω ότι καμιά φορά παλεύω κομματάκι παραπάνω απ’ τους άλλους, αλλά δεν συγκρίνομαι με τη Μάγδα Φύσσα. Για μένα η Φύσσα είναι σαν την Λέλα Καραγιάννη, την Ηρώ Κωνσταντοπούλου, ακόμη και τη Μαντώ Μαυρογένους! 

Στο γεγονός του αναπόφευκτου θανάτου, πιστεύετε; Ή δεν θέλετε να το σκέφτεστε;

Δεν θέλω να το σκέφτομαι…Παρόλο που έχω δουλέψει πολύ πάνω σ’ αυτό με τον ψυχίατρο μου, το αποδιώχνω! Κάποια πράγματα δε χρειάζεται να τα αντιμετωπίζουμε. «Πρέπει να τα αντιμετωπίζεις όλα σου τα προβλήματα» λένε και δεν το καταλαβαίνω! Γιατί να τα αντιμετωπίσω και να πέσω πάλι μεσ’ τα κουρέλια της κατάθλιψης; Όχι, δεν μου χρειάζεται. Το αποδιώχνω και καλά κάνω, γιατί θέλω να πάω σινεμά, θέλω να πάω περίπατο, θέλω να μιλήσω με σένα…Όλα αυτά δείγματα υγείας είναι. Ο μηχανισμός του ανθρώπου είναι όσα μπορεί ν’ αντέξει. Όσα δεν μπορεί, τα σωματοποιεί και του γίνονται καρκίνος. Τον καρκίνο δεν τον θέλουμε! 

Το «Σκισμένο τούλι» κυκλοφορεί λίγο καιρό μετά τη βράβευση σας απ’ τα Public για τα «Τάπερ της Αλίκης». Μιλήστε μου λίγο για τη διαδικτυακή, λόγω κορονοϊού, επικείμενη παρουσίαση του.

Θα έχω στην παρουσίαση τη Νατάσσα Μποφίλιου, που δέχτηκε με μεγάλη χαρά, τον Παντελή Μπουκάλα, τη Μαρία Λουκά, ακτιβίστρια και φεμινίστρια, ενώ τα κείμενα θα διαβάσει ο Θανάσης Αλευράς. Η παρουσίαση θα γίνει στις 7 Οκτωβρίου.

Γράφετε γρήγορα σχετικά το ένα βιβλίο μετά το άλλο. Να υποθέσω ότι θα έχετε ήδη έτοιμο το επόμενο, ακόμη δε βγήκε αυτό;

Όχι και καμιά φορά με πιάνει η ανασφάλεια ότι δεν έχω τίποτα να γράψω. Τα σκισμένα τούλια υπήρχαν πάντα και στη δική μου ζωή σαν τους αποτυχημένους γάμους μου. Δεν ήταν μόνο οι γάμοι, αλλά ίσως οι πολλές αποτυχίες που είχα στη ζωή μου. Έχω αποτύχει κι εγώ σε πολλά πράγματα, όχι τόσο επαγγελματικά, αλλά σε ανθρώπινες σχέσεις κυρίως. Εγώ δεν ξέρω να ράβω καλά, ούτε μεταφορικά, ούτε κυριολεκτικά. Εγώ το σκίζω το τούλι και λέω «Να είμαι καλά για να μπορώ να αγοράζω καινούργιο τούλι». Απ’ τον παππού μου, άλλωστε, μες τα τούλια μεγάλωσα, άλλα γερά και άλλα σκισμένα. 

Κυρία Ακρίτα, σας ευχαριστώ γι’ αυτή τη συνέντευξη. Εύχομαι ότι καλύτερο για το «Σκισμένο τούλι».

Έχω κι εγώ την αίσθηση ότι τα πήγαμε πάρα πολύ καλά. Δεν ήθελα τα ίδια και τα ίδια. Γι’ αυτό σας κάλεσα κι εδώ γι’ αυτή την κουβέντα, πράγμα που δεν το συνηθίζω. 

* Το μυθιστόρημα «Το σκισμένο τούλι» της Έλενας Ακρίτα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις διόπτρα 

Συγκλονιστική Αριστοτέλους: Νίκησε τον καρκίνο μέσα σε 6 μήνες η Κύπρια αθλήτρια – «Ευτυχώς που διάλεξε εμένα» (Εικόνες)

03ca3a5a764245028e814d8eaaf30441 1

Συγκλονιστική Αριστοτέλους: Νίκησε τον καρκίνο μέσα σε 6 μήνες η Κύπρια αθλήτρια – «Ευτυχώς που διάλεξε εμένα» (Εικόνες)

Αυτή είναι η ιστορία της 32χρονης αθλήτριας του άλματος επί κοντώ.

Πρωτοφανές συμβάν στη Δράμα: Έκοψαν τα φρένα σε ΙΧ 38χρονης μητέρας – «Μα δεν έχει διαπραχθεί έγκλημα»…έλεγαν οι αστυνομικοί

andraz lazic lcirqLKB8B4 unsplash

Πρωτοφανές συμβάν στη Δράμα: Έκοψαν τα φρένα σε ΙΧ 38χρονης μητέρας – «Μα δεν έχει διαπραχθεί έγκλημα»…έλεγαν οι αστυνομικοί

«“Πρέπει να σ’ αγαπούν πολύ”, μου είπε με ύφος (ο μηχανικός) και ανέφερε ότι στα…