«Όλα είναι ανυπόστατα, εμείς νιώθουμε την ανάγκη να τους αποδώσουμε σημασία»

Ένας από τους πιο ενδιαφέροντες Έλληνες σκηνοθέτες του θεάτρου και του κινηματογράφου μιλάει αποκλειστικά στο koutipandoras.gr

60354226 355759345296614 1534802882438627328 n

Ο Έκτορας Λυγίζος αποτελεί μοναδική περίπτωση σκηνοθέτη – μαχητή με τους δικούς του όρους σε θέατρο και σε κινηματογράφο. Κάποτε, πριν από 17 χρόνια, φτάσαμε να είμαστε συνυποψήφιοι στα Κρατικά Βραβεία Ποιότητας του ΥΠΠΟ με τις μικρού μήκους ταινίες μας. Κι όταν λίγο αργότερα παρακολουθούσαμε τα «Αγνά νιάτα», τη δεύτερη μικρού μήκους ταινία του που τον έστειλε στο Διεθνές Φεστιβάλ Βενετίας, θυμάμαι τα λόγια του αείμνηστου ποιητή Αντρέα Παγουλάτου: «Απόψε είδαμε την ταινία ενός αυθεντικού Έλληνα auteur». Ακόμη κι οι auteurs ωστόσο αντιμετωπίζουν προβλήματα, όταν ζουν σε μια χώρα χτυπημένη από την κρίση, που οι συνθήκες εργασίας έχουν υποβαθμιστεί κι όταν καταθέτουν ένα project προς χρηματοδότηση, ώσπου να εγκριθεί ή να απορριφθεί, συτό συνήθως έχει ήδη παλιώσει μέσα τους.

Πάλι καλά που ο Λυγίζος κατάφερε να γυρίσει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, «Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού», που απέσπασε πολλές τιμητικές διακρίσεις στο εξωτερικό και που θεωρείται μια ευτυχισμένη στιγμή του λεγόμενου «Greek Weird Wave» στο σινεμά. Πάλι καλά, επίσης, που έχει μια συνεχόμενη παρουσία στα θεατρικά δρώμενα με παραστάσεις, οι οποίες θεωρούνται πάντα ιδιαίτερες έως και εξαιρέσιμες, θα έλεγα.

Σαν κι αυτή που «τρέχει» τώρα στο Θέατρο Νέου Κόσμου, τη διασκευή του στον σαιξπηρικό «Άμλετ», βασισμένη σε τρεις διαφορετικές διαχρονικές μεταφράσεις. Διαβάστε την ακόλουθη δημόσια συζήτηση μας και ελπίζω να μη σας πέσει «βαριά»…Μια κουβέντα δηλαδή με τον Έκτορα Λυγίζο δεν γίνεται να αναλωθεί στα τετριμμένα, ούτε να λειτουργήσει αποκλειστικά ως promo της εκάστοτε δουλειάς του.      

Μου λέγατε πριν ξεκινήσει η εγγραφή πως δεν ξέρετε τι θέλετε από το σινεμά. Περίεργο να το λέτε εσείς που έχετε κάνει βραβευμένες και διακεκριμένες στο εξωτερικό μικρού και μεγάλου μήκους ταινίες.

Ποτέ δεν είχα ευκολία να γεννήσω ιδέες για το σινεμά. Μπορεί να οφείλεται στο ότι αποτελεί μια μεγάλη περιπέτεια κάθε φορά ή στο ότι παίρνω το δικό μου χρόνο. Έχω τώρα δυο πράγματα στο μυαλό μου και θέλω να τα προχωρήσω, ειδικά ένα πιο μικρό «μαζεμένο». Το σινεμά είναι πολύ «βλέποντας και κάνοντας»…

Αυτή η γέννηση της ιδέας, το σενάριο ας πούμε, είναι η κύρια πράξη στο σινεμά;

Το θέμα θα έλεγα εγώ, που θα γίνει σενάριο και μετά οι εικόνες σου. Σε μένα, ξέρετε, συμβαίνει το αντίθετο: Δεν τελειώνω κάτι και μπαίνω σε διαδικασία άγχους για το επόμενο.

Είστε έτσι χαλαρός πάντα;

Όχι, δεν θα τό’λεγα. Αγχώνομαι πολύ όταν πέφτουν πολλά πάνω μου. Τα ψιλολέω και ζητάω βοήθεια από ανθρώπους για να μοιραστούμε τα βάρη, μια και η τάση μου είναι να κλείνομαι. Μη φανταστείτε εξάρσεις άγχους, αλλά γενικά αντιλαμβάνομαι τη δημιουργία σαν κάτι βασανιστικό. 

Σαν παιδί πάντα είχατε την ανάγκη των άλλων για να δηλώσετε την παρουσία σας;

Επειδή είμαστε τρία αδέρφια και είχαμε παρέες, είναι κάτι που τό’χω συνηθίσει και μ’ αρέσει, αισθάνομαι άνετα μέσα σε ομάδες. Περνάω και τις πιο μοναχικές μου φάσεις κι εδώ ακριβώς έγκειται η δυσκολία στο σινεμά, ότι πρέπει να το περάσω λίγο μόνος μου στην αρχή. Στο θέατρο είναι πιο οικογενειακό το κλίμα.

Παρόλο που οι ταινίες σας κινούνται μέσα στο αστικό τοπίο, είστε κι ένας άνθρωπος που αγαπάει τη φύση. Είναι έτσι;

Κατά το ήμισυ. Τις μέρες που είχαμε σχολείο μέναμε στον Πειραιά και με το που τελείωνε η εβδομάδα, ανεβαίναμε στα Οινόφυτα που οι γονείς μου είχαν ένα χοιροστάσιο. Τη μισή χρονιά την περνάγαμε στο χοιροστάσιο και την άλλη μισή στην πόλη. 

Πολύ πρωτότυπη φάση αυτή για ένα παιδί.

Ήταν ενδιαφέρουσα φάση, όσο και λίγο σκληρή, αλλά ερχόταν πολύς κόσμος ειδικά τα καλοκαίρια. Τη θυμάμαι αρκετά όμορφη αυτή τη συνθήκη. Στην οικογένεια είχαμε ανθρώπους που είχαν σχέση με το σινεμά, συγγενείς και φίλους. Της μαμάς μου ο αδερφός είναι ηθοποιός, λόγου χάριν. Περνούσαν πολλοί φίλοι από τα Οινόφυτα, τεχνικοί του σινεμά, κι εμείς βλέπαμε πολύ σινεμά, έξω και στο σπίτι.

Κι έτσι δική σας νονά έγινε η γνωστή μακιγιέζ του κινηματογράφου, Αργυρώ Κουρουπού.

Ναι, η Αργυρώ ήταν συμμαθήτρια με τους γονείς μου στο σχολείο, οπότε είχαμε επαφή όλα τα χρόνια. Μικρός είχα σκεφτεί να γίνω ηθοποιός, αλλά στην πορεία το απώθησα σαν ιδέα. Μπαίνοντας στην εφηβεία, αποφάσισα να γίνω σκηνοθέτης, παρόλο που πρώτα πέρασα στη Φιλολογία, την τέλειωσα τη σχολή και μετά πήγα στη Σταυράκου. Εννοείται πως έβλεπα πολύ θέατρο και πολύ σινεμά! 

Σας ενδιέφερε από νωρίς η αποτύπωση του δικού σας στίγματος στη σκηνοθεσία;

Με το που μπήκα στη Σταυράκου, δούλεψα στο θέατρο και κατάλαβα ότι μου αρέσει πολύ. Ήμουν βοηθός του Καλογρή και του Βογιατζή για κάποια χρόνια. Δεν μου ήταν σαφές αν θέλω να διαφοροποιηθώ ως σκηνοθέτης. Ήξερα ότι θέλω να κάνω παραστάσεις. Δεν με ένοιαζε πως περνούσαν οι ώρες στο θέατρο. Αργά μπήκα στη διαδικασία των δικών μου παραστάσεων κι αυτό το στίγμα που λέτε δεν το συνειδητοποίησα εξ αρχής. Μετά από τα πρώτα έξι – εφτά χρόνια άρχισα ν’ ανακαλύπτω τη δική μου φωνή στο θέατρο κι ακόμα την ψάχνω.

Δε σταματάει ποτέ;

Φυσικά! Και δεν πρέπει να σταματήσει, αφού συχνά βαριέσαι και το δικό σου τρόπο, στρέφεσαι σε άλλα πράγματα.

Πόσο σας αγγίζει η ελληνική ζώσα πραγματικότητα; Μοιάζετε, η αλήθεια είναι, λίγο παράταιρος μέσα σ’ αυτή, «αλλού» που λέμε.

Δεν τη θεωρώ σαν κάτι ξένο, αντιλαμβάνομαι ότι κι εγώ είμαι φτιαγμένος από αντίστοιχα υλικά. Δεν αισθάνομαι ότι το πολεμάω ή συγκρούομαι πολύ μ’ αυτό, αλλά έχει αλλάξει και η συνθήκη. Αλλιώς μεγαλώσαμε, αλλιώς ζούμε. Αναφέρομαι στο οικονομικό και στα πάντα. Ο καθένας σίγουρα καταλαβαίνει ότι ανήκει σ’ ένα περιβάλλον ευρύτερο, αλλά επιλέγει τους κύκλους, στους οποίους θα κινηθεί. Τα τελευταία χρόνια έχω αποφασίσει να μ’ επηρεάζει λίγο λιγότερο, να μη θεωρώ ότι αναγκαστικά θα με διαλύσει και ενώ ξέρω ότι είμαι κι αυτό, να μπορώ και να μην είμαι! Σε ότι αφορά την επικοινωνία με τους ανθρώπους, είτε σε καλλιτεχνικό, είτε σε προσωπικό επίπεδο, είναι επίσης κάτι που δεν σταματάει ποτέ, η όλη προσπάθεια. 

Δεν θα σας πήγαινε να ζούσατε καλύτερα στο Βερολίνο ή στο Λονδίνο;

Για να μην τό’χω κάνει, μάλλον θα με δυσκόλευε. Το σκέφτομαι σίγουρα, όχι για μόνιμα, αλλά για να δουλέψω σε πιο ανθρώπινες συνθήκες. Με συνθήκες που ταιριάζουν πιο πολύ με ότι εγώ έχω στο κεφάλι μου και με την τεχνική υποστήριξη των πραγμάτων. Δεν τό’χω δοκιμάσει, δεν μου φαίνεται εύκολο να γίνει, αλλά το σκέφτομαι. Το θέατρο πάλι έχει να κάνει πολύ με τη γλώσσα κι εγώ έχω στενή σχέση με τη γλώσσα και το λόγο.

«Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού» ήταν μία ελεύθερη διασκευή της «Πείνας» του Κνουτ Χάμσον. Δεν το «έχουν» όλοι αυτό το έργο, όσο κλασικό κι αν θεωρείται. Διαβάζετε πολύ;

Διαβάζω κατά περιόδους, άλλοτε πολύ και άλλοτε καθόλου. Με πιάνει η μανία για ένα – δυο χρόνια, αλλά μετά κουράζομαι και το αφήνω. Μέσω του θεάτρου προσπαθώ να κρατάω επαφή με τα σύγχρονα έργα, δεν είναι όλα όμως του τρόπου που εγώ αντιλαμβάνομαι τη γλώσσα. Υπάρχουν συγγραφείς που τους παρακολουθώ, σύγχρονοι, απλώς δεν έχω κόλλημα να μη χαθώ ή να μην παρακολουθήσω την σύγχρονη γραφή. Παρακολουθώ πιο πολύ σαν παράσταση ένα έργο παρά σαν κείμενο. Υπάρχουν πολλά κλασικά έργα, που τυχαίνει να νιώθω κοντά τους πνευματικά.

Η παρελθοντολαγνεία χαρακτηρίζει το ελληνικό θέατρο;

Πολύ! Στην Ελλάδα υπάρχει έντονη η τάση για ειδωλοποίηση κάποιων περιπτώσεων και τώρα με την κρίση βλέπουμε την αγωνία να γίνονται πράγματα βάσει συνταγών. Αυτό χειροτερεύει ακόμη την κατάσταση σχετικά με την πρόσληψη κάποιων παραστάσεων που πειραματίζονται λίγο παραπάνω απ’ τις άλλες. Το παρατηρώ αυτή τη στιγμή, προσπαθώντας να το αποδεχτώ και όχι να το πολεμήσω, ακόμα κι αν αυτό σημάνει την απομάκρυνση μου απ’ το θέατρο. Έχει μειωθεί απίστευτα ο χρόνος των προβών.

Λόγω του ότι δεν τις πληρώνονται οι ηθοποιοί;

Ναι, φυσικά. Οι άνθρωποι δεν πληρώνονται, όπως πληρώνονταν παλιότερα, αναγκασμένοι να κάνουν έτσι πολλά άλλα πράγματα για να τα βγάλουν πέρα. Όταν κάνεις ένα θέατρο που βασίζεται σε μια ομάδα με μια έντονη τεχνική στο λόγο, καταλήγεις συχνά σε ανέτοιμες για να ανέβουν παραστάσεις. Το βασικό πλήγμα σε σχέση με τη θεατρική πραγματικότητα ήταν η κατάργηση των επιχορηγήσεων, πριν από εφτά – οχτώ χρόνια. Χάθηκε ένα μαξιλάρι για να μην έχεις την αγωνία της παραγωγής ή του αν θα γεμίσει ή όχι ένα θέατρο.

Κάτι έκανε βέβαια η Λυδία Κονιόρδου επ’ αυτού από πέρσι, νομίζω.

Ναι, απλώς είναι πολύ χαμηλά τα budgets που δίνονται, μάξιμουμ 35.000 ευρώ, με μέσο όρο τις 15.000 ευρώ. Είναι ψίχουλα συγκριτικά με τις ανάγκες μίας παράστασης. Ουσιαστικά για ένα μικρό βοήθημα πρόκειται και νομίζω πως η θεατρική συνθήκη έχει κάπως διαλυθεί. 

Αν συμβεί κάτι άσχημο ενόσω δουλεύετε, πως το αντιμετωπίζετε;

Εξισορροπιστικός είμαι, δεν έχω μεγάλες εκρήξεις. Κλείνομαι στο καβούκι μου, αλλά συνεχίζω να τελώ εν ενεργεία. Ούτε συγκρουσιακός είμαι, όπως και στην προσωπική μου ζωή.

Επικρατεί μια γενική ηρεμία, λοιπόν.

Σχετικά ναι. Έχω μεγάλη ένταση μέσα μου, αλλά πιστεύω στην ηρεμία. Απ’ την άλλη βασανίζομαι από ψυχοσωματικά. Προφανώς και είμαι υστερικός!

Το έχετε καταλάβει για τον εαυτό σας;

Ναι, το έχω καταλάβει, αλλά επειδή εκφράζομαι σωματικά, εννοώ πως κάνω γκριμάτσες και χρησιμοποιώ τη φωνή μου, δεν αντιμετωπίζω σοβαρά ψυχοσωματικά. Χτυπάω εύκολα, αλλά το ελέγχω! Το κανάλι τό’χω ανοίξει, δεν αισθάνομαι πνιγμένος επικοινωνιακά. 

Στο θέατρο, όμως, έχετε να κάνετε και με τους άλλους, τους ηθοποιούς εν προκειμένω, που είναι κατεξοχήν δισυπόστατα όντα.

Όσο εμένα μου ξεκαθαρίζει ο τρόπος που θέλω να δουλεύω, καταλαβαίνω και με ποιους ανθρώπους κιόλας. Και συγκεκριμένους, αλλά και ως είδος, εννοώ τους ηθοποιούς, ανθρώπους που έχουν την ίδια εμμονή με σένα για τη δουλειά. 

Και να μην είναι ψώνια επίσης.

Νομίζω ότι πάνε μαζί αυτά. Δεν μου είναι ξένη η φύση του ηθοποιού, αφού κι εγώ κατά ένα μεγάλο κομμάτι μου είμαι ηθοποιός. Είναι η βάση των παραστάσεων μου η τεχνική του εκάστοτε ηθοποιού. Τους αγαπώ τους ηθοποιούς, αλλά όχι τις ακραίες περιπτώσεις. Έχω καλλιεργήσει την τάση μου να αποφεύγω ανθρώπους που δεν συνεργάζονται κι επειδή εγώ προτείνω μια γλώσσα, που παραπέμπει περισσότερο σε πρόβα μουσικών, θέλω πάντα τους κατάλληλους συνεργάτες.  

Αναφέρατε αρκετά τη λέξη «γλώσσα». Δική μου αίσθηση είναι, από τον ταξιτζή που θα μπω στο ταξί του μέχρι μια κουβέντα με έναν τυχαίο άνθρωπο, πως τείνουμε να επιστρέψουμε σε ένα προγλωσσικό στάδιο που ο λόγος δυστυχώς δεν θά’χει και μεγάλη σημασία.

Συμφωνώ, αλλά έχει να κάνει με την πνευματικότητα. Μπορεί νά’ναι και ένα παγκόσμιο φαινόμενο αυτή η χρήση της εικόνας που αδρανοποιεί κάποια κέντρα του εγκεφάλου. Υπάρχει κάτι σε σχέση με τη φαντασία που έχει μείνει πίσω. Στην Ελλάδα, δε, είναι και ζήτημα μιας συναισθηματικής και ψυχικής συσσώρευσης μιας περιρρέουσας αδικίας. Λογικό κάπου, μια και τα πράγματα επιβλήθηκαν με τρόπο πολύ άγριο. Το να γυρίζεις σε προγλωσσικό στάδιο το καταλαβαίνω πολύ καλά, όπως το λέτε. Ούτως ή άλλως είναι μια διαδικασία που με ενδιαφέρει πάρα πολύ στο θέατρο. Σε κάθε μορφή τέχνης βουτάς σ’ αυτές τις προγλωσσικές περιοχές πριν έρθουν τα εργαλεία που έχεις για να τις εκφράσεις. Δεν θεωρώ κακό να οπισθοχωρεί ο καθένας μπροστά σ’ αυτό, αρκεί να διαθέτει ανά πάσα στιγμή τα εφόδια του, μια τέχνη, μια οποιαδήποτε ασχολία, οτιδήποτε…

Πόσο οπισθοδρομική έχει γίνει η νεοελληνική κοινωνία σε συνέχεια του προηγούμενου;

Το βλέπω και σε μένα. Μια πρώτη σκέψη για όλο αυτό είναι ότι συνδέεται με την κρίση. Η κρίση βγάζει τα φοβικά και τα ενοχικά σύνδρομα, κυρίως στο θέμα απόδοσης ευθυνών. Το κομμάτι με τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, ας πούμε, ήταν και ένα κομμάτι φυσικής εξέλιξης. Μετά από κάθε κρίση οι άνθρωποι επιστρέφουν στην υπεράσπιση των πραγμάτων με έναν τρόπο φανατισμένο. Ακόμα και ο τρόπος που διεκδικούνται σήμερα τα πράγματα μπορεί και νά’ναι εξίσου δογματικός. Υπάρχει μεγάλη αλληλοεπιρροή, όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι. Η ανάγκη να μπαίνεις σε άγνωστες περιοχές οδηγεί και στην ανάγκη της κατηγοριοποίησης, της «ταμπέλας». Το θέμα είναι πόσο κολλάς σ’ αυτά τα ζητήματα, αλλά τέλος πάντων ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι φτιαγμένος για να αναλύει. Η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου ήταν ένα τραύμα, ένα σοκ για τη νεοελληνική κοινωνία, που ακόμη δεν έχει επουλωθεί, δεν έχει ξεπεραστεί. Δε μιλάω για το έθνος, αλλά για την κοινωνία καθαυτή.

Εσείς παρόλα αυτά έχετε την τάση να «παίζετε» με τα σύμβολα του έθνους στις ταινίες σας τουλάχιστον.

Με απασχολούν οι μύθοι του έθνους, αυτό που λέμε συλλογικοί εθνικοί μύθοι. Οι ήρωες, οι αποστολές που είχαν να κάνουν, αποτελούν ένα είδος μαγνήτη που σε καλούν να γίνεις σαν κι αυτούς. Αυτός είναι ο τρόπος που οι άνθρωποι φτιάχνουν ακόμη μεσ’ στο μυαλό τους πρόσωπα, οντότητες και ομάδες. η καταφυγή στους μύθους και στα όνειρα.

Πως θα ήταν για σας η ιδανική κοινωνία;

Δεν ξέρω…Δεν σκέφτομαι πολύ ουτοπικά. Ίσως θα είχε να κάνει με το οικονομικό κομμάτι. Αυτή την ιστορία του κοινωνικού ανταγωνισμού θα ήταν καλό να την περιορίσουμε σε παιχνίδια και δραστηριότητες παρά να τη θεωρούμε βάση του συστήματος. Ίσως λέμε ανεδαφικά πράγματα τώρα, γιατί εκεί μπορεί να επενεργούν δυνάμεις που δεν τις αντιλαμβανόμαστε. Ίσως είναι δύσκολο για τον τρόπο που έχει μάθει να ζει το ανθρώπινο είδος.

Άρα να μην περιμένει κανείς τίποτα καλύτερο ή χειρότερο;

Ούτε αυτό το ξέρω. Αν υπήρχε λογική διευθέτηση θα βρισκόταν και ο τρόπος να ζουν καλύτερα οι άνθρωποι. Νομίζω ότι όσο και αν προχωράει η σκέψη, είναι ισχυρά πολλά άλλα πράγματα. Με ενδιαφέρει το θέμα, δεν το έχω μελετήσει πολύ και δηλώνω λίγο αδαής.

Η ματαιοδοξία σας επισκέπτεται συχνά;

Συχνά, κάθε μέρα!

Είναι ένα κίνητρο;

Και απαραίτητο πολλές φορές! Παραείναι δύσκολος ο αγώνας του καθενός μας με το θάνατο και τη φθορά ή έστω το κυνήγι λίγης παραπάνω ενέργειας για να επιβιώσεις.

Σε άλλους ανθρώπους, όμως, γίνεται βασανιστική η ματαιοδοξία τους.

Μα είναι! Δεν σημαίνει όμως ότι δεν πρέπει κι εσύ να συγκρουστείς μ’ αυτό! Ποιος είσαι εσύ δηλαδή για να το αποφύγεις; Δεν γίνεται να είσαι καλλιτέχνης, αλλά και άνθρωπος γενικά, χωρίς ματαιοδοξία. Είναι υποχρεωτική η πίστη.

Στο οτιδήποτε;

Στο οτιδήποτε, στο ότι κάτι έχει αξία! Πιάνεις τον εαυτό σου να πιστεύει σε κάτι, το οποίο αποδεικνύεται ανυπόστατο. Ανυπόστατα είναι και όλα τα πράγματα που ζούμε. Τίποτα δεν έχει σημασία, εμείς νιώθουμε την ανάγκη να του αποδώσουμε σημασία.

Το πιστεύετε αυτό, που ακούγεται τόσο μηδενιστικό;

Ναι, το πιστεύω με την έννοια πως ούτε και ο κόσμος γύρω μας είναι αυτό που αντιλαμβανόμαστε. Μια προβολή του βλέπουμε εμείς, ένα ελάχιστο πράγμα αντιλαμβανόμαστε. Πάρτε για παράδειγμα την κίνηση του φωτός. Τι πιάνουμε άραγε απ’ αυτήν; Θέλω να πω ότι θεωρώ ανυπόστατα τα πάντα κι αυτό εμένα με έχει βοηθήσει στη ζωή μου.

Το φως υπάρχει και μετά το θάνατο και οφείλουμε να συμφιλιωθούμε. Η ανυπαρξία είναι για έναν που φεύγει και μόνο γι’ αυτόν. Θέλει εμπειρία ο θάνατος.

Όλα είναι μια εξάσκηση για το θάνατο κι αυτό που μας φρικάρει είναι η εξάσκηση ή η εμπειρία, όπως λέτε, στη φθορά: Από τη βιολογική φθορά μέχρι αυτή των ιδεών, στα πάντα. Αυτό προφανώς ανήκει στα ωραία του πράγματος, που μας ξεπερνάει. Το να αφήσεις κάτι ίσως είναι βασικό κίνητρο της δημιουργικότητας.

Η υστεροφημία.

Και τώρα εγώ να κάνω μια κίνηση και να χαράξω αυτό το τραπέζι, το μαρκάρω σαν δικό μου με ένα τρόπο. Υστεροφημία επιδιώκει κάποιος και μέσω των παιδιών του. Ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια της ζωτικότητας μας είναι κι αυτό, συμβαίνει και δεν πρέπει να το αντικρούσουμε. Στο σύστημα των αξιών λέγεται υστεροφημία ή ματαιοδοξία και δεν μπορούμε να το κουμαντάρουμε.

Υπάρχουν άνθρωποι που σας καθόρισαν;

Σίγουρα οι γονείς μου ως παιδί. Ως ενήλικας όχι, πέραν των κοντινών μου ανθρώπων. Ο άνθρωπος μιμείται, εμπεριέχει τη μίμηση απ’ τα πρώτα στάδια της ύπαρξης του και το φέρει ως μία καταπληκτική ικανότητα.

Η σοφία κατακτάται με τα χρόνια;

Αναγκαστικά ένα βαθμό σοφίας αποκτούν όλοι μόνο και μόνο επειδή έχουν φάει τα μούτρα τους. Δεν ξέρω αν η σοφία είναι το κύριο ζητούμενο, μπορεί να είναι και η διατήρηση της γνώσης που είχες σαν παιδί, η διατήρηση εν ολίγοις μιας παιδικότητας. Όλοι οι άνθρωποι γίνονται σοφότεροι μεγαλώνοντας, ακόμα κι οι πιο εγκληματικές περιπτώσεις.

Οι εγκληματικές περιπτώσεις, αν μη τι άλλο, έχουν ένα κοινωνιολογικό ενδιαφέρον.

Ο καθένας έχει το δικό του σύστημα αξιών. Σε μια άλλη τοποθέτηση το εγκληματικό θα μπορούσε να ισοδυναμεί με το σωτήριο.

Πόσες φορές εσείς έχετε φάει τα μούτρα σας;

Αρκετές και τα τρώω συνέχεια σε πολλά επίπεδα. Το καταλαβαίνεις απ’ το σώμα σου, απ’ τον προσωπικό σου πόνο. Το παθαίνω συνέχεια.

Μήπως είστε μαζοχιστής;

Μπορεί σε ένα βαθμό. Είμαι όμως και καλοπερασάκιας, δεν είμαι μόνο μαζοχιστής. Παρατηρώ τον εαυτό μου να διεκδικεί χρόνο για θεραπεία και επούλωση μετά από έντονο καθεστώς πίεσης. Πιστεύω στην αποθεραπεία και δεν φοβάμαι να χτυπήσω.

Έχετε υψηλή αυτοεκτίμηση;

Στιγμές – στιγμές. Όχι κατά βάση, έχω αμφιθυμία απέναντι σ’ αυτό. Είμαι άνθρωπος που αγαπώ και εκτιμώ τα έργα μου, όπως βλέπω και τις μαλακίες τους. Σε κάποια πράγματα, λοιπόν, έχω αυτοεκτίμηση και σε κάποια άλλα καθόλου. Έχω μάθει να βλέπω καλά τα έργα, την ώρα που τα φτιάχνω.

Έχετε σταθερή παρουσία στα πράγματα.

Ναι, τώρα δουλεύω στο Θέατρο Νέου Κόσμου. Τα κάνω όλα μόνος μου, υποβολές φακέλλων κλπ., κάτι εξαιρετικά ψυχοφθόρο. Πρέπει να ζήσω όμως και κυρίως ν’ ασχοληθώ με κάτι. Υποφέρω που δεν έχω μια καλύτερη κατάσταση επ’ αυτού.

Γιατί, λέτε, υπάρχουν 500 παραστάσεις αυτή τη στιγμή στην Αθήνα μόνο;

Τα πράγματα γίνονται «από μας για μας» και αφορούν το κομμάτι μιας προχειρότητας. Υπάρχει κι η ανάγκη, άλλο κομμάτι που σέβομαι και εκτιμώ και δεν μου πέφτει λόγος στην τελική. Θα σταθώ στο μέρος που επηρεάζει την απαραίτητη επαγγελματική συνθήκη, καθώς πρόκειται για μια δύσκολη τέχνη με τριβή, εξάσκηση, στέγη, χρόνο, όλα αυτά που έχουν παραγκωνιστεί σε μεγάλο βαθμό.

Κι αυτή τη στιγμή το θέατρο μοιάζει μοιρασμένο στο απόλυτο εμπορικό και το πιο πειραματικό ή, έστω, το ψαγμένο, το αμιγώς καλλιτεχνικό.

Υπήρχαν θέατρα που έκλεισαν, στα οποία μπορούσες να κάνεις τη δουλειά σου. Η τάση είναι ακόμα και αυτά που γίνονται με τάση πειραματισμού, να δηλητηριάζονται απ’ τους νόμους της αγοράς: Να παίρνεις δηλαδή έναν ηθοποιό «όνομα», να μπαίνεις σε πανικό για συνταγές και για να αρέσεις, κάτι που έρχεται σε πλήρη κόντρα με ότι διακηρύσσει το θέατρο: Την αμφισβήτηση των κεκτημένων και την αναζήτηση νέας γλώσσας. Του καθενός η τάση είναι να καταφεύγει στα εύκολα, σκεφτείτε να του το ζητάνε κιόλας…

Ήχος είναι μόνο μουσική ή οτιδήποτε άλλο;

Μ’ ενδιαφέρει η περιοχή του ήχου πριν γίνει καν μελωδία. Ο ψυχοακουστικός ήχος και το πως με επηρεάζει. Τελευταία πειραματίζομαι με τον ήχο και με τη χρήση μικροφώνων, με ήχους που παράγονται επί σκηνής απ’ τους ηθοποιούς.

Ας πάμε και στην τωρινή σας παράσταση. Σαίξπηρ ανεβάζετε.

Ναι, σε τρεις μεταφράσεις κιόλας: Του Γιώργου Χειμωνά, του Διονύση Καψάλη και μια παλιά του Πολυλά. Ένα κείμενο αντιλαμβάνεται ο θεατής, απλά έκανα σύνθεση από τρεις διαφορετικές μεταφράσεις.

Πρόκειται όμως για τρεις διαφορετικές γλώσσες εκτός από μεταφράσεις.

Ούτως ή άλλως στον Άμλετ αλλάζει δραματουργικά το ύφος. Υπάρχουν σκηνές αιχμηρού χιούμορ, ένα είδος stand up comedy της εποχής, υπάρχουν οι μακροσκελείς συλλογισμοί, αφηγήσεις που παίζονται ομοιοκατάληκτα έργα επί σκηνής. Αγαπώ πολύ αυτές τις τρεις μεταφράσεις και με ενδιέφερε πάρα πολύ η «συνομιλία» μεταξύ τους. Δεν υπάρχει η αίσθηση της μη συνέχειας. Στις «Βάκχες», λόγου χάριν, θεώρησα ότι εκφραζόμουν πολύ μέσα απ’ τη μετάφραση του Χειμωνά, δεν χρειάστηκα κάτι άλλο, είμαι όμως άνθρωπος που επεμβαίνω στις μεταφράσεις με την ιδιότητα του φιλόλογου και του μεταφραστή. Άσε που πιστεύω ότι και ο ίδιος ο μεταφραστής θα ξανάλλαζε σίγουρα μιαν αρχική μετάφραση του. Οι περισσότεροι ξαναδουλεύουν τα κείμενα τους, μου έχει τύχει να κάτσω με άνθρωπο σε τραπέζι και να ξανακάνουμε μετάφραση μαζί. Δούλεψα, εννοείται, πολύ με το πρωτότυπο βρετανικό κείμενο και με τις σημειώσεις του.

Τι είναι αυτό που κάνει τον «Άμλετ» επιτομή του σαιξπηρικού έργου;

Από πολλούς βέβαια θεωρείται το πιο «τερατικό» έργο του, αν και σίγουρα είναι ένα μυθικό εμβληματικό έργο. Πραγματολογικά, επειδή γράφτηκε σε μια περίοδο έντονου πένθους του συγγραφέα, αυτό στάζει μέσα στο έργο με τρόπο ταπεινό και συγκινητικό. Φιλοσοφικό, επίσης, εφόσον ο «Άμλετ» πρόκειται για μια διασκευή που έκανε ο Σαίξπηρ πάνω σε συγκεκριμένους μύθους, εν προκειμένω έναν σκανδιναβικό μεσαιωνικό μύθο, κάτι σαν λαϊκό ανάγνωσμα. Το σημαντικό με τον «Άμλετ» είναι πως ο Σαίξπηρ έκανε τραγωδία, αλλά συγχρόνως και σχόλιο για την τραγωδία. Είναι ένα έργο γραμμένο σαν όνειρο, έχεις την τάση την ίδια ιστορία να τη βλέπεις αλλιώς.

Ήταν εντέλει πρόδρομος των σουρεαλιστών ο Σαίξπηρ;

Του μύθου, της αναζήτησης…

Του ονείρου.

Και του ονείρου! Επίσης, τη λειτουργία των ηρώων μέσα σε μία τραγωδία. Βάζεις έναν άνθρωπο με σάρκα και οστά να σηκώσει μια αποστολή τεράστια και να γίνει ένα πλάσμα θεϊκό που δεν το χωράει ο ανθρώπινος νους. Αυτό είναι το κέντρο προβληματισμού του Άμλετ και του Σαίξπηρ!

Πιστεύετε πως θα βγει δυσνόητη αυτή η συνέντευξη που μόλις κάναμε;

Αυτή; (γελάει) Δεν ξέρω, δεν νομίζω…Γιατί; Εμένα η τάση μου στη βάση αυτού που κάνω είναι να εξηγούμαι, ασχέτως αν οι άνθρωποι συχνά δεν μας καταλαβαίνουν ακριβώς.

Δεν θα συμβεί τίποτα, μην ανησυχείτε. Ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή την κουβέντα.

Εγώ ευχαριστώ. Πέρασα πολύ όμορφα, πραγματικά όμως!

* Το έργο «Η τραγική ιστορία του Άμλετ, ενός πρίγκιπα της Δανίας» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία Έκτορα Λυγίζου παίζεται στο θέατρο Νέου Κόσμου. Με τους: Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Κωνσταντίνο Ζωγράφο, Έκτορα Λυγίζο, Άρη Μπαλή, Ηρώ Μπέζου, Αινεία Τσαμάτη. Κάθε Τετάρτη και Σάββατο στις 18.00 & κάθε Πέμπτη, Παρασκευή και Κυριακή στις 21.00. Από τις 9 Μαΐου έως τις 2 Ιουνίου.