Βιολέτα Ίκαρη: «Οι περισσότεροι καλλιτέχνες είναι αριστεροί, οπότε εδώ υπάρχει ένας πόλεμος»

Είναι μία από τις πιο ξεχωριστές νέες ερμηνεύτριες με ένα μεγάλο δίσκο στο ενεργητικό της, μέσα απ' τον οποίο ορισμένα τραγούδια διέγραψαν αυτόνομη πορεία. Στην ουσία, μας τη σύστησαν επί σκηνής καλλιτέχνες όπως ο Γιάννης Μηλιώκας, η Ελένη Βιτάλη και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Η Βιολέτα Ίκαρη σε μία συνέντευξη - έξω απ' τα δόντια αποκλειστικά για το koutipandoras.gr 

DSC 0051

Το ραντεβού μας δόθηκε ένα βράδυ της περασμένης εβδομάδας στο σπίτι της, στα Κάτω Πατήσια, με αφορμή την επερχόμενη συναυλία της στο πλαίσιο του «City Garden Festival». Φτάσαμε με τη φωτογράφο μας, την  Αγγελική Παπαϊωάννου, στα μέρη της, μια γειτονιά του κέντρου με πολλές παρέες Αφρικανών να κάθονται στις εισόδους των πολυκατοικιών τους για να αποφύγουν τη βαριά ζέστη των ημερών. 

Μας υποδέχτηκαν η ίδια και ο σύζυγος της, ο Γεράσιμος, σε ένα καλόγουστο διαμέρισμα που θύμιζε ελληνική ταινία του 1960. Μας ενημέρωσε πως, πράγματι, η πολυκατοικία χτίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’50, άρα είναι ακριβώς εκείνης της περιόδου. Μας πρόσφερε ένα παγωμένο κοκτέιλ και πιάσαμε τις θέσεις μας στους καναπέδες με το κινητό ανάμεσα μας να καταγράφει. 

Της είπα για μιαν ακόμη φορά την ιστορία που την ανακάλυψα από το ραδιόφωνο, ακούγοντας την στο σπαραξικάρδιο «Ζητείται άνθρωπος» μέσα σ’ ένα ταξί. Είχα γυρίσει σπίτι, θυμάμαι, γκούγκλαρα τα λόγια του τραγουδιού, όσα θυμόμουν εν πάση περιπτώσει, και έτσι έφτασα για πρώτη φορά στην ίδια: Το ξανθό κορίτσι με τα όμορφα χαρακτηριστικά και την ιδιαίτερη φωνή, που αρχικά σε παραπέμπει στην Ελένη Βιτάλη, δεν αργείς να καταλάβεις όμως πως έχει τη δική της ερμηνευτική ταυτότητα.

Η Βιολέτα Ίκαρη είναι πολιτικοποιημένη και δεν το κρύβει, αν και φοβάται πως ίσως δεν της βγει σε καλό. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έλεγε κάτι σκληρό για την παρούσα πολιτιστική διαχείριση από την πολιτεία και αμέσως μετά αναρωτιόταν: «Μήπως δεν πρέπει να λέω τόσα πολλά;» Και συνέχιζε: «Δεν είναι σωστό όμως να μη μιλάμε! Θα τα πω γιατί πρέπει να τα πω εν ονόματι και άλλων που δεν έχουν ένα βήμα τη στιγμή αυτή»!   

Ομολογώ ότι δεν μου ζητάνε συχνά να φορέσω ποδονάρια πριν μπω σε σπίτι για συνέντευξη. 

Γενικά στο σπίτι σπάνια κυκλοφορούμε με παπούτσια, τώρα όμως είναι και το θέμα με τον ιό. Δηλαδή προ κορονοϊού δεν έβαζα σε κανέναν ποδονάρια και, φυσικά, είναι και κάτι προαιρετικό. Δεν αναγκάζω κανέναν να τα φορέσει (γέλια)

Έχουν αλλάξει πολλά, τελικά, μ’ αυτή την πανδημία. Από απλά πράγματα μέχρι τα πιο σοβαρά.

Τα πάνω κάτω ήρθαν! Εγώ δεν δουλεύω και, ουσιαστικά, πάνω που ξεκίνησα να κάνω δικά μου λάιβ και να’χω πράγματα κλεισμένα στη σειρά, σταμάτησαν όλα! Δεν είναι μόνο δικό μου το πρόβλημα, συνέβη και μ’ όλους τους καλλιτέχνες. Αν εξαιρέσεις δυο λάιβ που έκανα, έχω να δουλέψω απ’ τις 21 Φλεβάρη…

Δεν έχετε άδικο, διότι μετά τις συνεργασίες με την Ελένη Βιτάλη και τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, επιχειρήσατε το προσωπικό σας ξάνοιγμα. 

Σίγουρα, αλλά συνεργάστηκα με τόσο σημαντικούς καλλιτέχνες που από μόνες τους αυτές οι συνεργασίες μού έδωσαν ένα boost ώστε πάνω στη στιγμή που είπα να πατήσω μόνη μου στα πόδια μου, έσκασε ο κορονοϊός και μας κατέστρεψε.

Ετοιμάζετε όμως μια συναυλία που είναι κι η αφορμή για τη συνέντευξη αυτή.

Η συναυλία θα γίνει στο πλαίσιο του «City Garden Festival» που έστησε ο συνθέτης Μιχάλης Κουμπιός στον προαύλιο χώρο του «Christmas Theater». Θα πούμε τραγούδια θαλασσινά, καλοκαιρινά, αλλά και από τη δισκογραφία μου συν το καινούργιο μου τραγούδι με τον Νίκο Ξύδη. 

Ξέρετε, είναι δύσκολη περίοδος, τα φεστιβάλ ακυρώνονται το ένα μετά το άλλο…

Μα και τη Δευτέρα αυτή μπορεί να μάθουμε ότι ακυρώνονται τα πάντα, εννοείται και αυτό που ετοιμάζουμε! Μελετάω μόνη μου, κάνουμε πρόβες και ελπίζουμε ότι κάποια στιγμή θα ξαναρχίσουμε να δουλεύουμε κανονικά. 

Μα είναι δυνατόν ο ιός να κολλάει στα φεστιβάλ, που τηρούν τα μέτρα ασφαλείας, και να μην κολλάει στα σχολεία που ανοίγουν σε λίγες εβδομάδες;

Κοιτάξτε, οι περισσότεροι καλλιτέχνες είναι αριστεροί, οπότε εδώ πέρα υπάρχει ένας πόλεμος! 

Το πιστεύετε αυτό που λέτε;

Ναι, το πιστεύω! Θα γίνω ακόμη πιο τολμηρή και θα σας πω – χωρίς να’μαι 100% σίγουρη – ότι ξέρω, από λόγια γνωστών του χώρου, ότι πολλά σχήματα πήραν συναυλίες κατευθείαν απ’ το Υπουργείο Πολιτισμού. Είναι δυνατόν η Νατάσσα Μποφίλιου, που’ναι καταξιωμένη και την αγαπάει τόσο ο κόσμος, να’χει μόνο ένα ή δύο λάιβ μες το καλοκαίρι; Και μιλάω συγκεκριμένα για τη Μποφίλιου, επειδή έχει δηλώσει ευθαρσώς ότι είναι αριστερή. 

Μου περιγράφετε ένα καθεστώς σύγχρονου μακαρθισμού;

Τι να πω, ζούμε…Είμαστε πολύ κοντά στη χούντα! Τα λέω όλα αυτά με κίνδυνο να στιγματιστώ παραπάνω! Ήδη έχουν διαρρεύσει οι θέσεις μου απέναντι στην κοινωνία, καταλαβαίνετε…

Κι αν δεν αποδώσουμε πολιτικό χαρακτήρα στην τρέχουσα κατάσταση, της πανδημίας εννοώ, τι διαφορετικό θα έκανε μία άλλη, αριστερή διακυβέρνηση;

Πιστεύω τουλάχιστον πως θα τους ήταν αρκετό, αν δεν έμπαινε ολικό lockdown, να τηρήσουμε κάποια μέτρα και να κάνουμε αξιοπρεπώς τα λάιβ μας: Να κρατάμε, λόγου χάριν, αυτό το ενάμισι μέτρο ασφαλείας στα τραπέζια. Δεν είναι απαραίτητη η τόση υπερβολή, τη στιγμή που αλλού δεν τηρούνται ούτε τα προσχήματα στη διαχείριση της πανδημίας. 

Η κυρία Μενδώνη, απ’ την άλλη, δήλωσε πως εξαντλήθηκαν όλα τα περιθώρια στήριξης στους καλλιτέχνες.

Τι να πω τώρα εγώ…Δεν θα μπορούσα με μία κουβέντα ν’ αλλάξω αυτό που έχει η κυρία Μενδώνη στο μυαλό της, ότι δεν μας θεωρεί δηλαδή εργαζόμενους κι όλους εμάς. 

Εκτός των λάιβ, υπάρχουν και μερικές μουσικές σκηνές που συνεχίζουν με επιτυχία. Αναφέρομαι στην Ταράτσα του Φοίβου, που μαζεύεται πολύς και καλός κόσμος.

Υπάρχουν σαφώς κι αυτά, αλλά εγώ αναφέρομαι στις συναυλίες κυρίως με τους δήμους. Έχει τύχει να έχω κλεισμένη συναυλία με δύο ακόμη «φτασμένες» καλλιτέχνιδες σε ένα χώρο ενός δήμου και τελευταία στιγμή να μας ξηλώνουν για να βάλουν στη θέση μας δεξιούς καλλιτέχνες! Κι επειδή εσείς κάνετε επικίνδυνες ερωτήσεις και θα παρασυρθώ, δεν θα σας πω τα ονόματα (γέλια) 

Δεν θα σας το ρωτούσα, μου αρκεί η καταγγελία σας…

Ναι, ήταν μια μεγάλη συναυλία με μένα δίπλα σε άλλα δύο μεγάλα ονόματα κι εκεί που περίμενα να βγάλω κάνα φράγκο – όχι τίποτα τρελά λεφτά, απλά να βουλώσω κάποιες τρύπες -, μας έκοψαν στο παρά πέντε! Δεν λέω ότι πια γίνονται συναυλίες με κομματικά κριτήρια, αφού δεν είμαι 100% σίγουρη όπως σας είπα, αλλά είναι βέβαιο πως κάποια πρόσωπα έχουν στοχοποιηθεί και αδικηθεί κατά κόρον. 

Μάλιστα. Το ότι δηλώνετε αριστερή, έχει να κάνει με την ικαριώτικη καταγωγή σας;

Ε, δεν λένε ότι η Ικαρία είναι ο Κόκκινος Βράχος; Είμαι αριστερή, οι γονείς μου ήταν και είναι αριστεροί, στο ΚΚΕ, και μένα η αριστερά ταιριάζει στην ψυχή μου. Το να έχουμε όλοι τα ίδια, να μας αντιπροσωπεύει αυτή η πάλη για κοινωνική δικαιοσύνη. 

Γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στην Ικαρία.

Εκεί γεννήθηκα, πήγα σχολείο και στα 18 μου την «έκανα» για Αθήνα. Το απελευθερωμένο κλίμα της Ικαρίας εγώ το συνειδητοποίησα μεγαλώνοντας, λίγο αργά δηλαδή. Μεγάλωσα μέσα σε μια οικογένεια λίγο πιο σφιχτή…

Συντηρητική;

Λίγο πιο συντηρητική, ναι. 

Θεοσεβούμενη;

Όχι θεοσεβούμενη, όχι της θρησκείας, αλλά με τον αυστηρό πατέρα που δεν άφηνε την κόρη του να βγει παρά μόνο με τ’ αδέρφια της. Τα οποία αδέρφια μου δεν με θέλανε και πολύ μαζί τους, γιατί έψαχναν κι αυτοί ευκαιρία να βρουν κάνα κορίτσι, οπότε άργησα να βγω. Έχω δύο μεγαλύτερους αδερφούς κατά πέντε χρόνια και τέσσερα. 

Σφιχτή οικογένεια, όπως τη χαρακτηρίσατε, αλλά και ένα ασφυκτικό περιβάλλον.

Δεν μου ήταν εύκολο, αφού ήμουν η τελευταία απ’ τις φίλες μου που άρχισε να βγαίνει έξω! Έβγαλα το λύκειο και παράλληλα δούλευα, τα καλοκαίρια κυρίως. Έχω δουλέψει σχεδόν σε όλες τις δουλειές που θα έκανε ένα κορίτσι χωρίς να’χει τελειώσει κάποια σχολή. Μιλάω για τα 14 μου.

Ποιος ο λόγος για ν’αρχίσει ένα παιδί να δουλεύει στα 14 του;

Επειδή είχα αυτή την πίεση απ’ το σπίτι μου, έψαχνα τρόπους για να ανεξαρτητοποιηθώ. Ξεκίνησα να δουλεύω σ’ ένα ζαχαροπλαστείο στην περιοχή Θέρμα, το «Μέλισσα», ως σερβιτόρα. Μ’ αφήναν, όμως, να βάζω και παγωτά, καθάριζα, έκανα τα πάντα. Δούλεψα μετά σε σουβλατζίδικα και λίγο αργότερα, μεγαλώνοντας, ως μπαργούμαν σε μπαράκια. Και DJ έχω κάνει, επίσης! Ήθελα να αυτονομηθώ, να’χω το δικό μου κουμάντο και να βγαίνω απ’ το σπίτι, έστω κι αν έπρεπε να δουλεύω. 

Όλα αυτά δεν θα τα’χατε στην Αθήνα, όσο σ’ ένα επαρχιακό περιβάλλον που μεγαλώσατε.

Στην Αθήνα, όμως, ήταν και πάλι δύσκολα. Και μη φανταστείτε, δεν μας άφηναν να βγαίνουμε στα μπαράκια ή να κυκλοφορούμε βράδυ, πολύ αργά, σε πολυσύχναστα μέρη, με καφετέριες κλπ. Ως παιδάκι, όμως, έζησα πολύ το παιχνίδι στην πλατεία του χωριού. Κρυφτό, κυνηγητό, κουκουναροπόλεμο στο δάσος, εξαφανιζόμουν για τρίωρα και τετράωρα, το θέμα ήταν όμως να μην κυκλοφορώ το βράδυ. 

Πιο πολύ ήταν πιεστικός ο πατέρας ή η μάνα;

Ο πατέρας.

Ο οποίος σήμερα έχει αλλάξει με την εξέλιξη σας;

Πάρα πολύ! Χαίρεται, εννοείται! Η πρόφαση μου, βέβαια, για να’ρχόμουν στην Αθήνα ήταν να τελείωνα μία σχολή κομμωτικής. Είχα φτάσει πια 18 χρονών κι έπρεπε να ξεφύγω. Του πατέρα μου του άρεσε η ιδέα να φύγω να σπουδάσω και να μάθω μια τέχνη ώστε μετά να γυρίσω στο νησί και ν’ ανοίξουμε μια επιχείρηση. Κι όταν ήρθα εδώ ήμουν παρεΐτσα με τον ένα αδερφό μου, δεν ήμουν ολομόναχη.

Και θα ήταν ο συνδετικός κρίκος με τον πατέρα σας.

Έτσι, έκανε τον μπαμπά μου για κάποια χρόνια. Στο μεταξύ, το τραγούδι άρχισε να μ’ απασχολεί πριν φύγω απ’ το νησί, απ’ τα δεκάξι μισό. Τότε τραγούδησα για πρώτη φορά μπροστά σε κόσμο, σ’ ένα ταβερνάκι γνωστό στην Ικαρία, το «Ρουσσάκι». Το’χε ο Γιάννης Ρούσσος, ένα πάρα πολύ καλό βιολί από την Ικαρία, που με πήρε κοντά του. 

Δημοτικά τραγουδούσατε;

Λέγαμε δημοτικά, παλιά λαϊκά, νησιώτικο, σμυρναίικο, ρεμπέτικο.

Και πως ένα κορίτσι στην εφηβεία γνώριζε όλο αυτό το ρεπερτόριο;

Μπορεί να μην με άφηναν να βγω, αλλά με τους δικούς μου έβγαινα! Δεν χάναμε πανηγύρι! Όπου βλέπαμε γλέντι και γιορτή, ήμασταν πρώτοι, απλά όλοι μαζί. Είχαμε ένα θείο πολύ αγαπημένο που κάθε καλοκαίρι μας έφερνε ότι καλό δίσκο ή CD κυκλοφορούσε. Στην Ικαρία  υπήρχε ένα δισκοπωλείο, αλλά ο πατέρας μου δεν ήξερε τι να επιλέξει, οπότε ο θείος μας κάλυπτε το «κενό» αυτό. Πολύ παλιά ο θείος αυτός είχε και έναν ραδιοφωνικό σταθμό, που τον έκλεισε, γιατί στην Ικαρία γενικώς δεν υπήρχαν σταθμοί και ότι «πιάναμε» ήταν από Τουρκία ή νησιώτικα από τα βραχέα. Εκείνος μας έμαθε τον Ορφέα Περίδη και τον Αλκίνοο Ιωαννίδη. Οι τραγουδιστές που ακούγαμε πάντα στο σπίτι ήταν ο Καζαντζίδης, ο Νταλάρας – ο πατέρας μου ήταν πολύ νταλαρικός – κι αν δεν είχαμε μεγάλη δισκοθήκη, αυτά που μας άρεσαν, μας άρεσαν πολύ. Φυσικά, τα πανηγύρια με βοήθησαν στη μελέτη των τραγουδιών. Τραγουδούσα ότι θυμόμουν απ’ το πανηγύρι, που’χα πάει για να διασκεδάσω και κάναμε μια – δυο πρόβες μόνο. Στον Γιάννη Ρούσσο με είχε συστήσει ένας καλός φίλος, που θυμόταν ότι στο δημοτικό τραγουδούσα στις σχολικές γιορτές. Είναι ο Μάριος Σακούτης, καταπληκτική φωνή που παίζει όλα τα όργανα, ίσως ο καλύτερος αυτή τη στιγμή στην Ικαρία! Ο Ρούσσος μου είπε απλά: «Ανέβα πάνω στο πάλκο και όπου θες τραγούδα μαζί μου». Σ’ ένα τραγούδι του Τσιτσάνη που μ’ άρεσε πολύ, το «Γεννήθηκα για να πονώ», τραγούδαγα μαζί του και με άφησε μόνη μου, απ’ τον τόνο του κιόλας. «Προσλαμβάνεσαι» μου είπε αμέσως μετά! 

Και ο πατέρας σας δεν είχε πρόβλημα με το τραγούδι;

Όχι, δεν είχε. Μ’ άφηνε, γιατί το μαγαζί ήταν ακριβώς κάτω απ’ το σπίτι μας και μόλις σταμάταγε η τελευταία νότα, είχε ανοιχτές τις κεραίες του κι έλεγε «Έρχεται το κορίτσι». Κι αν πάλι ερχόταν ο ίδιος στο μαγαζί, ήταν εκεί και καμάρωνε. Τ’ αγαπάει πολύ το τραγούδι μου ο πατέρας μου.

Τη σχολή κομμωτικής την τελειώσατε στην Αθήνα;

Την τελείωσα. Σπούδασα κομμωτική και δούλεψα για οχτώ χρόνια σε κομμωτήριο – τα πρώτα τρία παράλληλα με τη σχολή. Με θυμάμαι μ’ ένα σάντουιτς στο χέρι να φεύγω απ’ τη σχολή και να πηγαίνω κατευθείαν για δουλειά. Δούλευα πρωί – απόγευμα και ταυτόχρονα τραγούδαγα τα βράδια σε διάφορα κουτούκια και ταβερνούλες του Πειραιά. Μικρά σχήματα, μη φανταστείτε τίποτα ιδιαίτερο. 

Να που τελικά δεν το αφήσατε ή δεν σας άφησε το τραγούδι.

Ήξερα ότι ήθελα να τραγουδάω σε κουτούκια κι αυτό για μένα, εκείνη την εποχή, ισοδυναμούσε με το να’μαι τραγουδίστρια. Δεν ήθελα όμως ν’ αφήσω κι αυτή την «τέχνη», το επάγγελμα, αφού οι γονείς μου μού είχαν περάσει την άποψη ότι αν μπλεχτείς με το τραγούδι, θα’σαι και πολύ μετέωρος επαγγελματικά. Επίσης, μπορεί να χαίρονταν οι γονείς μου που ξεκίνησα να τραγουδάω ή, έστω, να μην είχαν πρόβλημα, αλλά κατά βάθος δεν θέλανε να το ακολουθήσω σοβαρά. Το έβλεπαν σαν ακόμη μια δουλειά απ’ αυτές που είχα κάνει, στο σουβλατζίδικο, στο μπαράκι, στο καφέ κλπ. 

Ακούγοντας να λέτε όλα αυτά τώρα, σκέφτομαι πως ένα στοιχείο που σας συνέδεσε με την Ελένη Βιτάλη, είναι η θητεία και των δύο σας στα πανηγύρια. Σε άλλες εποχές εκείνη, σε άλλες εσείς. Τι είναι αυτό που κάνει ξεχωριστά τα πανηγύρια της Ικαρίας;

Καταρχάς στο ικαριώτικο πανηγύρι ακούς πολλά πράγματα. Παίζονται το παλιό λαϊκό και το ρεμπέτικο, που λέγαμε, πολύ σμυρναίικο, νησιώτικο, θ’ ακούσεις όμως και δυτική μουσική. Μπορεί, ας πούμε, να τελειώσει ο «Παλιός Ικαριώτικος» και να μπουν τα «Κύματα του Δουνάβεως». Να αρχίσουν να χορεύουν όλοι βαλς, ταγκό και fox anglais. Υπάρχει μια ποικιλία μουσικών ειδών, ένας συνδυασμός.

Δεν έχω πάει ποτέ στην Ικαρία, αλλά από εικόνες που έχω δει οι άνθρωποι χυμάνε στο χορό σαν αφιονισμένοι. Μόνο τα «Κύματα του Δουνάβεως» δεν περιμένεις ότι θα χορεύουν…

Υπάρχει αυτό το κλίμα, αλλά να ξέρετε πως τα περισσότερα πανηγύρια γίνονται για ένα σκοπό που έχει να κάνει με το καλό όλου του τόπου: Φτιάχνονται οι δρόμοι, π.χ., ή το πανηγύρι χρηματοδοτεί ότι άλλο χρειάζεται το νησί. Ένα πανηγύρι μπορεί επίσης να στηθεί για να βοηθηθεί κάποιος συνάνθρωπος μας που βρίσκεται σε ανάγκη, να κάνει μια εγχείρηση ή απλά να’ναι πολύτεκνος. Θέλω να πω ότι στα περισσότερα ικαριώτικα πανηγύρια, αυτός που μαγειρεύει ή που σερβίρει, δεν πληρώνεται. Αυτοί εναλλάσσονται και μπορούν να το κάνουν, οι μουσικοί όμως θα πληρωθούν κανονικά, αφού πολλές φορές κλείνουν ολόκληρα δεκαπεντάωρα πάνω στο πάλκο. Η αίσθηση της αλληλεγγύης και της προσφοράς χαρακτηρίζει το πανηγύρι.

Κι αν υποθέσουμε ότι υπάρχει ικαριώτικη μουσική κουλτούρα, εσείς αισθάνεστε φορέας της ή μέλος της;

Η Ικαρία δεν είναι πολύ πλούσια σε μουσική, όμως. Πέρα απ’ τον «Ικαριώτικο», τον παλιό και τον νέο, τη «Συμπεθέρα» και την «Αμπελοκουτσούρα», δεν έχουμε κάτι άλλο που να σηματοδοτεί ικαριώτικη κουλτούρα. Αυτό που κάνει μοναδικό το ικαριώτικο πανηγύρι είναι ο σκοπός, για τον οποίο γίνεται, όπως και οι άνθρωποι του. Είναι ένας τρόπος να ξεχάσεις τις διαφορές σου με τον γείτονα, να πιαστείτε απ’ το χέρι και να χορέψετε. 

Σαν τη βραδιά της Ανάστασης.

Κάτι τέτοιο μας συμβαίνει…Γι’ αυτό το λόγο είναι και τόσο φημισμένο, αφού έξω απ’ το νησί λείπει το ενωτικό στοιχείο για τους ανθρώπους. 

Οι ξένοι τουρίστες ενσωματώνονται στα ικαριώτικα πανηγύρια;

Ναι, αν και δε μπορείς να ξέρεις πως θ’ αντιδράσει ο κάθε άνθρωπος διαφορετικής πολιτισμικής κουλτούρας και παιδείας. Δε θυμάμαι ποτέ προβλήματα με τους ξένους.

Έχετε κι ένα όνομα – άμεση παραπομπή στο νησί σας.

Είναι ένα όνομα – δήλωση καταγωγής.

Όπως και του Γιάννη Πάριου.

Ναι, όπως και του Πάριου.

Ήταν δική σας έμπνευση ή σας το «έβγαλε» κάποιος άλλος;

Ήταν δική μου έμπνευση και, μάλιστα, έφαγα και πολύ bullying στην αρχή. Μου λέγανε «Μα, καλά, θ’ αλλάξεις το όνομα σου τώρα;» Στο μεταξύ, το πραγματικό μου όνομα είναι Κουτούφαρη. 

Μα και του Βασίλη Λέκκα το όνομα του είναι άλλο και ο Νίκος Γκάτσος τον βάφτισε «Λέκκα».

Είδατε; Ολόκληρος Γκάτσος το άλλαξε του Λέκκα, εγώ να τ’ άφηνα έτσι; (γέλια). Το δικό μου όνομα ήταν κακόηχο και ήθελα ένα πιο καλλιτεχνικό. Κάποια στιγμή, μάλιστα, ο πατέρας μου είχε κάνει ενέργειες για να το αλλάξει το επίθετο μας. Ήθελε να το κάνει Καρυωτάκης, που περιέχει και τον ποιητή και τον τόπο μας, αλλά δεν τα κατάφερε με όλη την απαιτούμενη χαρταδούρα τότε. Τέλος πάντων, εμένα μ’ άρεσε περισσότερο το «Ίκαρη» που’ναι και πιο σύντομο. 

Θέλω να πάμε τώρα στον πρώτο σας μεγάλο δίσκο. Περιείχε «ηχηρές» συμμετοχές, πράγμα που σημαίνει ότι τον δουλέψατε πολύ πριν τον βγάλετε. Δεν ήταν, εννοώ, απλά ο δίσκος μιας πρωτοεμφανιζόμενης καλλιτέχνιδας.

Κάποια στιγμή τραγουδούσα με μια ροκ μπάντα και με είδε ο Κανούσης, ένας μάνατζερ. Με ρώτησε αν θα ήθελα να τραγουδήσω μαζί με τον Γιάννη Μηλιώκα. Εννοείται ότι τρελάθηκα απ’ τη χαρά μου! Ξεκινήσαμε πρόβες με τον Μηλιώκα και μετά το τέλος του πρώτου μας λάιβ, μου πρότεινε ο ίδιος να μου δώσει τραγούδι του. «Έχω ένα τραγούδι έτοιμο» μου εξήγησε, μου είπε τους στίχους του και μετά: «Θα σου στείλω ν’ ακούσεις και τη μελωδία του».

Προφανώς ήθελε ο Μηλιώκας να δώσει τραγούδι του. Πολλοί λένε σε νεότερους «Θα σου γράψω, θα σου κάνω» και τελικά τίποτα δεν κάνουν.

Είναι και τύχη. Ο Μηλιώκας δεν δίνει συχνά τραγούδια του, άλλη μια φορά νομίζω το’χε ξανακάνει. Μου έδωσε το κομμάτι, λοιπόν, έκανε αυτή τη γενναιόδωρη κίνηση και ξεκίνησα για να το ηχογραφήσω. Παράλληλα, τραγουδώντας οι δυο μας με τον Μηλιώκα, συμμετείχα και σ’ ένα άλλο σχήμα: Τσακνής – Ζιώγαλας – Μηλιώκας. Έτσι γνώρισα και τον Ζιώγαλα, όπου πηγαίνοντας σε μια συναυλία στις Φιλιάτες, άρχισε μες τ’ αυτοκίνητο να μας λέει δικά του λαϊκά τραγούδια. Στο τέλος κάθε τραγουδιού, μας ρώταγε ποιο θα πήγαινε σε ποιον και του λέγαμε: «Αυτό θα πήγαινε στη Βιτάλη» ή «Αυτό στην Αλεξίου, στον Λιδάκη» κλπ. Αφού μας έχει τραγουδήσει καμιά δεκαριά τραγούδια του κι έχει δώσει πόνο απ’ τη θέση του συνοδηγού (γέλια), γυρνάει και μου κάνει: «Βιολετάκι, εσύ δεν θα κάνεις καριέρα ποτέ»! «Γιατί, Νίκο μου;» ρωτάω εγώ…«Τόσα τραγούδια είπα και ούτε ένα δεν ζήτησες»…Έτσι πήρα το «Η αλήθεια πονά» για το δίσκο μου! 

Η αλήθεια είναι πως ο Ζιώγαλας τό’χει πολύ με το λαϊκό τραγούδι.

Ισχύει και τώρα ετοιμάζει έναν τέτοιο δίσκο, στον οποίο μπορεί να συμμετάσχω με το «Η αλήθεια πονά». Στο μεταξύ, μου’χε δώσει στίχους της η Σμαρώ Παπαδοπούλου, είχα γράψει εγώ μια μουσική πάνω τους και πήγα και βρήκα τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Τραγουδούσα στον Σταυρό του Νότου και ήταν εκεί ο Βασίλης. Ήρθε στο τέλος και μου’δωσε συγχαρητήρια, «Μπράβο, πολύ ωραία φωνή». Εγώ είμαι τρελή φαν του Βασίλη από την εφηβεία, πήγαινα στις συναυλίες του, αλλά φυσικά δεν θα τον ενοχλούσα, γιατί ντρεπόμουν κιόλας. Κάποια στιγμή πήγα να δω την παράσταση «9.5», που ήταν μαζί με τον Θηβαίο, στο θέατρο «Διάνα». Περίμενα απ’ έξω ν’ ανοίξουν οι πόρτες, περνά ο Βασίλης, με κοιτάει και κάνει: «Ωπ, κάπου σε ξέρω εσένα! Είσαι τραγουδίστρια και πολύ καλή, σε θυμάμαι απ’ τον Σταυρό του Νότου! Έλα μαζί μας μετά μέσα»! Πήρα θάρρος και μετά το τέλος της παράστασης, πήγα να τον χαιρετίσω. Μου πρότεινε να πάμε με μεγάλη παρέα στο «Πινόκιο», το μαγαζί που είχε τότε, αλλά εγώ εκείνη τη μέρα ήμουν με 39 πυρετό. Τέλος πάντων, μου είπε πως θα με περιμένει όποτε ήθελα στον «Πινόκιο». Πράγματι πήγα, μα όταν είχα και το τραγούδι έτοιμο. Είχα μάθει, θυμάμαι, ότι πηγαίνει στον «Πινόκιο» κάθε βράδυ στις 12. Ήμουν εκεί δέκα λεπτά πριν. Είχα στήσει καραούλι, περιμένοντας τον να μπει μέσα. Για να μη μακρηγορώ, όταν μπήκε και πήγα και του μίλησα, μου είπε: «Που’σαι εσύ; Σε περίμενα»! Έλα Χριστέ και Παναγία! Του μιλάω για ένα τραγούδι που είχα και με μια κίνηση μου δείχνει την τσέπη του: Είχε δέκα CD μέσα, δηλαδή δέκα άνθρωποι του έδωσαν τραγούδια με το που έσκασε στο μαγαζί του! 

Απίστευτο.

Πράγματι! Μου ζήτησε να γράψω πάνω το email μου γιατί μπορεί να τό’χανε το CD. Μέχρι σήμερα έχω μες το κουτί των αναμνήσεων, όπως το λέω, τη χαρτοπετσέτα, πάνω στην οποία μού έγραψε κι εκείνος το δικό του email. Την άλλη μέρα, όμως, μου τηλεφωνεί: «Πότε νά’ρθω στούντιο να το γράψουμε το κομμάτι;» Κατευθείαν! Πολύ γενναιόδωρος άνθρωπος ο Βασίλης κι όχι μόνο με μένα. Θα έχετε ακούσει πόσο βοηθάει τα νέα παιδιά. 

Πόσο χρόνο σας πήρε συνολικά μέχρι να μαζέψετε όλο το υλικό του δίσκου σας;

Πολύ καιρό…Περίπου τέσσερα χρόνια. Ο μόνος τρόπος βιοπορισμού μου τότε ήταν η ταβέρνα που τραγουδούσα, στον «Μπαρμπα – Λάζαρο». Έπαιρνα ένα μικρό μεροκάματο και η παραγωγή ενός δίσκου μού κόστιζε αρκετά. Έπαιρνα, ας πούμε, 70 ευρώ μεροκάματο και η κάθε ώρα στο στούντιο κόστιζε 20 ευρώ. Καθόμουν τρεις ώρες, εκεί έφευγαν όλα μου τα λεφτά. Είχα αναλάβει να σηκώσω το βάρος της παραγωγής. Μετά η Feelgood ανέλαβε τη διανομή, το εξώφυλλο, τα εικαστικά κλπ. 

Παρόλα αυτά, τα δύο τραγούδια που ξεχώρισαν από το δίσκο και σας έκαναν ευρέως γνωστή, ήταν αυτά δύο σχετικά άγνωστων δημιουργών: Του συνθέτη Δημήτρη Γλέζου και του στιχουργού Αντώνη Κατσαμά. 

Με είχε ακούσει ένας πολύ σημαντικός φίλος, που δεν θα ήθελε να αναφέρω το όνομα του. Φίλος έγινε στη συνέχεια, τότε δεν με γνώριζε προσωπικά. Αυτός είχε ακούσει το πρώτο δικό μου τραγούδι που έβγαλα ποτέ, τη «Γη της Επαγγελίας», απ’ την ΕΜΙ. Του άρεσε η φωνή μου και πρότεινε στον Γλέζο και τον Κατσαμά να ψάξουν να με βρουν. Μου έστειλαν τα παιδιά ένα μήνυμα στο facebook κι ήμουν κάπως επιφυλακτική. Μου ζήτησαν να βγούμε για καφέ, να τα πούμε, και το έκανα, ούσα γενικά πολύ περίεργη. Εδώ να πω ότι πάντα ακούω όλα τα τραγούδια και διαβάζω όλους τους στίχους που μου στέλνουν. 

Καταλάβατε με την πρώτη ακρόαση ότι τόσο το «Έλα και ράγισε τον κόσμο μου», όσο και το «Ζητείται άνθρωπος», ήταν δύο σημαντικά τραγούδια;

Ναι, αμέσως! Γενικά δεν θα πω τραγούδι που δεν με αντιπροσωπεύει! Να σκεφτείτε ότι το «Φλυτζάνι» του Απόστολου Ρίζου και της Τάμμυς Τσέκου ήταν το τελευταίο τραγούδι που ήρθε στα χέρια μου και καθυστέρησα την έκδοση του δίσκου μόνο και μόνο για να έμπαινε μέσα κι αυτό. Στη Feelgood με σύστησε, στη συνέχεια, ο παραγωγός Νίκος Μακράκης, τον οποίο μού είχαν συστήσει τα παιδιά, ο Γλέζος και ο Κατσαμάς – αυτή είναι η σειρά. 

Πρέπει να σας πω ότι την πρώτη φορά που άκουσα τη φωνή σας μέσα σε ταξί, επέβαλα στην παρέα ησυχία για να σας ακούσω καλύτερα. Δεν μοιάζει με την ιδανική συνθήκη ανακάλυψης ενός νέου τραγουδιστή;

Σαφώς, αν και παλιότερα τα τραγούδια δοκιμάζονταν στα λάιβ. Αν έβλεπαν ότι ο κόσμος από κάτω τα καλοδέχεται, τα θεωρούσαν έτοιμες επιτυχίες! Ομολογώ πως εγώ είχα τύχη – βουνό. 

Θα λέγατε ότι μοιάζει η φωνή σας με της Ελένης Βιτάλη;

Μου’χουν πει ότι μοιάζει και με του Νίκου Παπάζογλου. Διαλέξτε! 

Αυτό το’χω ακούσει, αλλά δεν το πολυκαταλαβαίνω. Στο λυγμό ίσως;

Κοιτάξτε, υπάρχει μια τάση όταν ακούμε κάτι καινούργιο, να το συγκρίνουμε ή να το ταυτίζουμε με κάτι πολύ αγαπημένο. Μια «προβολή» πάντα βοηθάει στο ν’ αγαπήσουμε κάτι περισσότερο. Εγώ δεν θεωρώ ότι μοιάζει η φωνή μου με της Ελένης Βιτάλη. Μακάρι να έμοιαζε! Είναι μύθος και θεά μαζί. Σας ευχαριστώ που το λέτε, αλλά βάλτε ένα τραγούδι της Ελένης και μετά ένα δικό μου. Δεν έχουμε καμία σχέση.

Αν για τον Χαρούλη ακουγόταν ότι «πάταγε» στον Ξυλούρη και η Βελεσιώτου στη Μπέλλου, εσάς η θέση σας είναι κάπως πιο δύσκολη, εφόσον η «αναφορά» σας είναι εν ζωή και εν ενεργεία. 

Περί Χαρούλη, όλοι οι Κρητικοί θυμίζουν ο ένας τον άλλον, είναι θέμα προφοράς. Πρέπει να σας πω πώς όταν βγήκε το «Έλα και ράγισε τον κόσμο μου», την ειδοποίησαν τη Βιτάλη. Της τηλεφώνησαν και της είπαν «Βάλε ν’ ακούσεις την καινούργια Βιτάλη»! «Άντε ρε» τους είπε, «δε μοιάζει με μένα το κορίτσι». Τους είπε όμως κι ένα άλλο: «Και κοιτάξτε να μην το φάτε, ε! Αν δω κάτι τέτοιο, θα το υπερασπιστώ». Και με υπερασπίστηκε! Και μόνο η πρόθεση της ήταν αρκετή! Μα, κατάλαβε η Ελένη, δεν έμοιαζαν οι φωνές μας. 

Τελικά δεν είναι μόνο θέμα διαφορετικής χροιάς και ερμηνείας, αλλά και ενός συνολικού πακέτου: Εσείς έχετε τραγουδήσει και ροκ, είπατε, περάσατε από πολλά είδη.

Και από ροκ, ναι, αλλά δεν θα έλεγα ότι το «είχα» απόλυτα. Δεν μπορούμε να υπηρετήσουμε όλα τα είδη του τραγουδιού ισάξια. Συμβαίνει καμιά φορά, αλλά εγώ δεν το «έχω». Από το ’18 που βγήκε ο δίσκος μου μέχρι και τις αρχές του ’20, λίγο πριν τον κορονοϊό, είχα το άγχος να γίνουν γνωστά τα τραγούδια μου. Δεν γινόταν να τα άφηνα στη μοίρα τους, αφού πάνω τους είχα εναποθέσει όλους τους κόπους μου. Ανησυχία είχα, αλλά δεν είχα και γνωριμίες. Θέλω να πω ότι δεν μπορούσα να σας τηλεφωνήσω και να σας πω: «Μπορείς να μου κάνεις μία συνέντευξη;» Βέβαια, εσείς με βρήκατε από μόνος σας και με τιμήσατε ως ομιλητής στην παρουσίαση του δίσκου μου. 

Πάντως, όποτε δουλεύω ως DJ, πολύς κόσμος έρχεται και μου ζητάει το «Έλα και ράγισε τον κόσμο μου». Δεν μου’χει ξανατύχει με κάποιο νέο ελληνικό τραγούδι. 

Κι όμως, ξέρετε πόσοι το γνωρίζουν τώρα το τραγούδι και το ακούν για πρώτη φορά; Μου γράφουν «Α, πολύ ωραίο το καινούργιο τραγούδι σας» (γέλια)

Δεν το βρίσκω κακό. Θα μπορούσαν να μη σας γράφουν τίποτα.

Ακριβώς. Σημαίνει ότι το τραγούδι «τραβάει» ακόμα!

Σας ενόχλησε που δεν ακούστηκαν το ίδιο και τα υπόλοιπα κομμάτια του δίσκου;

Ε, πως! Άμα κάνουν επιτυχία ένα – δυο τραγούδια, την επιτυχία τη χρεώνεται και ολόκληρος ο δίσκος. Όσοι αγαπήσουν πραγματικά τα τραγούδια μου, θα προσέξουν και όλα τ’ άλλα. Δεν είναι λίγοι αυτοί που μου λένε ότι ξεχωρίζουν άλλα κομμάτια. Εγώ, βέβαια, τα αγαπώ όλα το ίδιο. 

Είστε παντρεμένη. Είναι μουσικός ο άντρας σας;

Ο άντρας μου παίζει μπάσο, άρα είναι μουσικός, μόνο που είναι μεταλλάς (γέλια). Η γνωριμία μας με τον Γεράσιμο δεν σχετίζεται καθόλου με τη μουσική παρόλα αυτά. Θέλετε να σας την αφηγηθώ;

Άμα θέλετε εσείς.

Εγώ, όπως έφυγα από την Ικαρία και ήρθα στην Αθήνα, έτσι ένιωσα κάποια στιγμή την ανάγκη ν’ αφήσω το πρώτο μου σπίτι στο Πέραμα, όπου ζούσα με τον αδερφό μου, για να μείνω στο κέντρο. Οδηγούσα πολλές ώρες καθημερινά Πέραμα – Αθήνα. Σκέφτηκα ότι με τα ίδια χρήματα που έδινα για βενζίνη, θα έπιανα ένα σπίτι στα Εξάρχεια. Το έκανα και, μάλιστα, δεν πήρα τίποτα απολύτως από το Πέραμα παρά μόνο τα ρούχα μου. Στα Εξάρχεια, Πλαπούτα 6 και Καλλιδρομίου, εκεί νοίκιασα σπίτι, έριξα ένα λεπτό στρώμα σαν υπόστρωμα κάτω στο πάτωμα. Υπήρχε ευτυχώς ένα τραπεζάκι και η σπιτονοικοκυρά, που με λυπήθηκε, μου έφερε μία καρέκλα. Ζούσα έτσι, στο πάτωμα, με τα ρούχα μου και το laptop μου. Έρχεται μια μέρα ένας φίλος μουσικός κι όπως κάναμε πρόβα, οκλαδόν κάτω, προσφέρεται να μου χαρίσει έναν περισσευούμενο καναπέ του. Να μην τα πολυλογώ, επειδή είχα μόνο ένα πενηντάρικο για τη μεταφορά, τηλεφώνησα σε μια φίλη μου μήπως ήξερε κάποιον με φορτηγάκι να μου’κανε τη δουλειά και να του έδινα ένα χαρτζιλίκι. «Βεβαίως, έχω ένα φίλο, τον Μάκη». Ε, ο φίλος της ο Μάκης ήταν ο Γεράσιμος, ο άντρας μου, ο άνθρωπος που μου έφερε το πρώτο έπιπλο στο σπίτι μου. Τον πλήρωσα κιόλας, του έδωσα ένα πενηντάρικο κι ακόμα δεν μου το’χει επιστρέψει (γέλια). Είμαστε μαζί έξι χρόνια τώρα. 

Άρα έζησε κι αυτός μαζί σας την αγωνία έκδοσης του δίσκου σας.

Ναι, όλα μαζί τα περάσαμε. Μείναμε μαζί απ’ την αρχή της σχέσης μας και δεν ένιωσα ποτέ καταπίεση στο καλλιτεχνικό κομμάτι. Εγώ δεν διανοούμουν να συμβιώσω πριν γνωρίσω τον Γεράσιμο! Δεν το’χα ξανακάνει και δεν το ήθελα. Προέκυψε φυσικά και ο Γεράσιμος είναι ένας διακριτικός άνθρωπος. Μ’ αφήνει στην ησυχία μου, κάνω αυτά που θέλω, δεν θα με χειριστεί ή θα μου πει όχι. Ταξιδεύουμε μαζί, κάνουμε παρέα, αλλά δεν με ακολουθεί και παντού, μόνο όταν το επιτρέπει η δική του δουλειά. Θα έλεγα ότι έχω απόλυτη ισορροπία μεταξύ προσωπικής και επαγγελματικής ζωής κι αυτό του το οφείλω. Δεν θεωρώ, ωστόσο, ότι είμαι ένας μισός άνθρωπος κι εκείνος είναι το άλλο μισό. Είμαι άνθρωπος που ήθελα ανέκαθεν την αυτονομία μου και η συμβίωση μου με τον άντρα μου δεν αποτελεί ανάγκη συνθήκης ώστε να επιβιώσω ή για να μην είμαι μες την ανασφάλεια. Να το πω αλλιώς, αφού μαζί είναι καλύτερα; 

Κυκλοφόρησε πρόσφατα και ένα νέο τραγούδι σας διαδικτυακά.

Ετοιμάζουμε ένα δίσκο με τον Νίκο Ξύδη και η «Φωτογραφία» είναι ο προπομπός του. Στίχοι- μουσική- παραγωγή- ενορχήστρωση είναι όλα του Νίκου! Τον Ξύδη τον είχα γνωρίσει πριν τη συνεργασία μου με την Ελένη, που τραγουδούσε κι αυτός μαζί μας. Είχε έρθει σ’ ένα λάιβ μου στον Σταυρό του Νότου και μου είπε ότι ήθελε να μου δώσει τραγούδια. Αργότερα με κάλεσε στο στούντιο ν’ ακούσω υλικό του. Πήρε την κιθάρα και μου έπαιξε είκοσι τραγούδια του! Απ’ αυτά τα είκοσι, ένα μόνο έβαλα στην άκρη. Θεώρησε ο Ξύδης ότι μόνο ένα θα μου’χε αρέσει. Μόλις τέλειωσε αυτή την ιδιωτική συναυλία, του κάνω: «Αυτό είναι το μοναδικό που κάπως δεν κατάλαβα τον στίχο. Όλα τα άλλα, όμως, μ’ αρέσουν πάρα πολύ! Τι θα κάνουμε;»…«Τι;» μου λέει όλο έκπληξη, «έχω άλλα είκοσι να σου παίξω ν’ ακούσεις»! Την επόμενη μέρα, ήμουν ξανά στο στούντιο του και άκουσα τα άλλα είκοσι. Από σαράντα κομμάτια, επέλεξα τα τριάντα πέντε και δεν ήξερα ποιο ν’ αποχωριστώ. Ύστερα από ένα ξεσκαρτάρισμα, έμειναν 17 τα κομμάτια. Πάλι δεν γινόταν να προχωρούσαμε! Τι μοίρα θα είχε ένας δίσκος με 17 κομμάτια; Θα πήγαιναν χαμένα τα τραγούδια. Αναγκαστήκαμε να μείνουμε τελικά στα 11 τραγούδια. 

Αναρωτιέμαι αν η μαμά Βιτάλη άκουσε τα τραγούδια του γιου της.

Βέβαια τα άκουσε και χαίρεται πάρα πολύ! 

Ποιο είναι το σημαντικότερο που αποκομίσατε απ’ τη συνεργασία σας μαζί της;

Το σημαντικότερο…Τι να πρωτοπώ…Καταρχάς είναι η μεγαλύτερη δασκάλα για μένα απ’ όλες τις Ελληνίδες τραγουδίστριες. Υπό αυτή την έννοια πήρα πολλά μαθήματα σχετικά με τη διαχείριση της φωνής και την ερμηνεία. Σου λένε ότι η ερμηνεία δεν διδάσκεται, όμως αν δεις τον άλλον πως φεύγει από κει που είναι και ταξιδεύει μες το τραγούδι, κάπως βρίσκεις τρόπο και το πετυχαίνεις κι εσύ. Εγώ, βέβαια, μια ζωή έβλεπα τα τραγούδια σαν μονόπρακτα, σαν ρόλους, αν πάντα με άγγιζε και με ενδιέφερε το θέμα τους. Η Ελένη σ’ αυτό με πήγε σ’ ένα σκαλοπάτι πιο πάνω, με ανέβασε. Βασικά, όμως, απ’ την Ελένη πήρα πάρα πολλή αγάπη! 

Ομοίως, απ’ τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου;

Αυτός- είπαμε- είναι ο βασιλιάς της γενναιοδωρίας! Δεν υπάρχει! Μου είπε «Θα βγεις στη σκηνή και θα κάνεις ότι θες. Ή, μάλλον όχι, γιατί εσύ θα βγεις στη σκηνή και θα κάτσεις σε μια γωνιά. Θα σκεφτείς ότι θα’θελες να κάνεις και θα γίνει»! Για μένα ήταν σαν διαταγή, αφού μου το’πε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, το είδωλο μου, και πραγματικά απελευθερώθηκα. Μου έδωσε χώρο στην αφίσα σαν να είμαστε ίσα κι όμοια – αν είναι δυνατόν! Το ίδιο και στα λάιβ μας. Πέρσι, μου έδωσε για δικό του δίσκο τη μελοποίηση του στο «Αμαρτωλό» της Γαλάτειας Καζαντζάκη και το τραγούδησα. 

Αντιμετωπίζατε θέματα επικοινωνίας με τον κόσμο πριν κάνετε αυτές τις δύο μεγάλες συνεργασίες;

Όταν έχεις μάθει να τραγουδάς στο πανηγύρι, αναγκαστικά υποφωτίζεσαι…Ο κόσμος, επίσης, δεν έρχεται στο πανηγύρι επειδή θα ακούσει την τάδε τραγουδίστρια που αγαπάει. Θα πάει όποια και να’ναι. Εμένα μου’τυχε να μην υπάρχει άλλη διαθέσιμη τραγουδίστρια στην Ικαρία για ένα συγκεκριμένο σχήμα κι έτσι πήρα εγώ αυτή τη θέση. Επομένως, είχα μάθει να μη μ’ ενδιαφέρει το φαίνεσθαι, ακόμα και η εξωτερική μου εμφάνιση. Ήξερα πως εκεί με την πρώτη δοξαριά θα μπουν όλοι στο χορό σαν δαιμονισμένοι. Εσύ απλά τραγουδάς χωρίς να υπάρχει καμία άλλη ανάγκη. Στη συνέχεια, το ίδιο γινόταν και στα κουτούκια. Δεν ήμουν ποτέ η τραγουδίστρια που θα έβγαινα μπροστά ή θα σου’ρχόμουν πάνω απ’ το τραπέζι την ώρα που έτρωγες να σου τραγουδήσω. Εντάξει, το να άκουγα ένα καλό σχόλιο για τη φωνή μου ισοδυναμούσε απλά μ’ ένα δωράκι παραπάνω. Όλα έγιναν γρήγορα στην πορεία, αλλά σημασία έχει να πω πώς όλοι οι σημαντικοί, απ’ τον Μηλιώκα ως τη Βιτάλη, με «έχτισαν», με διαμόρφωσαν.

Φύγατε τραγουδίστρια απ’ την Ικαρία και γίνατε εδώ ερμηνεύτρια, αυτό μου λέτε.

Ναι…Εντάξει, ερμηνεύτρια, μπορεί ν’ ακούγεται βαρύγδουπο. Ας πούμε ότι είχα μίαν εξέλιξη. Μην περιμένετε να σας πω εγώ ότι είμαι ερμηνεύτρια.

Δεν θα ξεχάσω τη φίλη σας, την ηθοποιό Νίκη Σερέτη, που σε μια τηλεοπτική εκπομπή την είχε πιάσει άγχος με το πολύ μαλλί σας. «Βγάλε τα μαλλιά να φαίνεται πρόσωπο» σας φώναζε.

(γέλια) Όλη μαλλιά είμαι, τι να κάνω; Δεν τα κόβω κιόλας, δεν θέλω! Επίτηδες το κάνω, για να κρύβομαι! Στις αρχές, ας πούμε, δυσκολευόμουν να τραγουδάω όρθια και έγερνα, καμπούριαζα. Δεν ήξερα πως να σταθώ… Σ’ αυτή τη δουλειά δεν σταματάς ποτέ να μαθαίνεις και να παίρνεις πράγματα. Όπως, ακόμη, σε κάθε λάιβ δίνεις τις εξετάσεις σου. Οι γιατροί – δικηγόροι πάνε στα πανεπιστήμια και τελειώνουν. Για μας δεν υπάρχει αυτό, εμείς δίνουμε καθημερινά εξετάσεις.  

Όσο και να κρύβεστε, έχετε ξεχωρίσει απ’ τη νέα φουρνιά τραγουδιστριών. Είστε της ίδια γενιάς με τη Μποφίλιου και τη Ζουγανέλη. Αλήθεια, έχετε ζηλέψει με την καλή έννοια την επιτυχία τους;

Η Μποφίλιου μ’ αρέσει πολύ ως φωνή, πάρα πολύ όμως! Της ταιριάζουν τα τραγούδια της με τον ίδιο τρόπο που της ταιριάζουν τα ρούχα που φοράει. Έχει ένα στυλ, είναι μια πολύ ωραία παρουσία, ολοκληρωμένη και με το δικό της στίγμα. Τα τραγούδια της τα βλέπω, όπως θα έβλεπα ένα ωραίο ρούχο πάνω σε μιαν άλλη κοπέλα, αλλά όχι σε μένα. Μου αρέσουν, εννοώ, γι’ αυτή τη φωνή και γι’ αυτή την παρουσία. Σε μένα δεν θα ταίριαζαν, σίγουρα όμως μου αρέσουν! 

Δεν θα λέγατε όχι, εννοείται, άμα σας έδινε ένα τραγούδι ο Θέμης Καραμουρατίδης.

Φυσικά και δεν θα έλεγα όχι. Σας είπα, είμαι πολύ δεκτική με τα νέα τραγούδια και μπορεί ο Καραμουρατίδης να έγραφε κάτι που θα ταίριαζε εντελώς στη δική μου φωνή. Γιατί όχι; Άσε που για να μου έκανε τέτοια πρόταση, το ίδιο θα είχε κατά νου. Τώρα, για την επιτυχία των κοριτσιών που με ρωτήσατε, αντανακλά το πόσος κόσμος τις αγαπάει. Η επιτυχία έτσι εξαργυρώνεται, στο πόσο περισσότερος κόσμος σ’ αγαπάει. Όλοι οι καλλιτέχνες έχουμε αυτή την ανάγκη, να μας αγαπάνε, να έρχονται στα λάιβ μας, να μοιραζόμαστε! Αυτή η ανάγκη με ώθησε εμένα στο τραγούδι συν του ότι δεν ήμουν άνθρωπος που θα εκφραζόμουν εύκολα. Δεν θα σας πω εύκολα τον πόνο μου ή τη χαρά μου, ντρέπομαι, αν έχω να τραγουδήσω, όμως, θα το κάνω. Ε, όταν σ’ αποδέχονται οι άλλοι, σημαίνει ότι κάτι έχεις κάνει καλά και παράλληλα κάνεις καλό σε πολύ κόσμο. Όποιος θα σου πει «Εγώ δεν θέλω να έχω μεγάλο κοινό», για μένα λέει ψέματα.

Θα ήθελα να μιλήσουμε λίγο και για την επερχόμενη συνεργασία σας με την ηθοποιό και μουσικό Φωτεινή Μπαξεβάνη στην «Κυρά της Ρω». Η Μπαξεβάνη έκανε μία παράσταση που συζητήθηκε και ακόμα «πηγαίνει».

Η Μπαξεβάνη έχει γράψει δύο τραγούδια για την καινούργια βερσιόν της παράστασης, που σκηνοθετεί ο Σταύρος Λίτινας, σε στίχους του συγγραφέα Γιάννη Σκαραγκά. Το ένα τραγούδι λέγεται «Καστελόριζο μου» και τ’ άλλο «Ερημοπούλι (Για την Κυρά της Ρω)». Μου έκανε την τιμητική πρόταση να πω εγώ τα τραγούδια, τα οποία θα ακούγονται κατά τη διάρκεια της παράστασης. Θα κυκλοφορήσουν μες τις επόμενες μέρες και θα βγουν και δύο αντίστοιχα βίντεο κλιπ με χαρακτήρα ντοκιμαντερίστικο σε σκηνοθεσία Κώστα Κιμούλη. Τα έσοδα θα πάνε στην ενίσχυση του νησιού και, συγκεκριμένα, για να μπορούμε να στέλνουμε κάθε εβδομάδα έναν δάσκαλο μουσικής ή θεάτρου που θα κάνει μάθημα στα παιδιά του Καστελόριζου. Για να ενισχυθεί όλη αυτή η προσπάθεια θα υπάρχει μία πλατφόρμα, ένας λογαριασμός, ώστε να μπορεί να προσφέρει ο καθένας ότι έχει ευχέρεια και ευχαρίστηση. 

Ήταν ιδέα της Μπαξεβάνη αυτή;

Ναι, της Φωτεινής, μέσω μίας οργάνωσης που λέγεται «ΕΝ.Ι.Γ.ΜΑ.»

Θέλω, για το τέλος, ένα σχόλιο σας για το καλοκαίρι που φεύγει κι άλλο ένα για τον χειμώνα που έρχεται.

Για το καλοκαίρι που πέρασε, θα έλεγα απλά επιζήσαμε…Είμαστε ακόμα ζωντανοί…Και για τον επερχόμενο χειμώνα, «καπνοί – θολά τοπία» που λέει κι ένα τραγούδι. 

Τελειώσαμε και σας ευχαριστώ πολύ.

Τέλειωσε δηλαδή η συνέντευξη μας; Δεν το πιστεύω! Εγώ ευχαριστώ πολύ! 

* Η Βιολέτα Ίκαρη έρχεται στο City Garden Festival µε τραγούδια από την πρώτη της δισκογραφική δουλειά, ολοκαίνουργια που ετοιµάζει αυτό το διάστηµα αλλά και ταξιδιάρικα – θαλασσινά τραγούδια που όλοι αγαπάµε. Ο Νίκος Ξύδης θα συνοδεύει τη Βιολέτα επί σκηνής ενορχηστρώνοντας τη νέα της µπάντα και γιορτάζοντας τη δισκογραφική συνεργασία τους που ξεκίνησε πριν από λίγο καιρό µε τη «Φωτογραφία». Συντελεστές: Μάριος Ιβάν Παπούλιας: Βιολί/ Ρήγας Βοργιάς: µπάσο, τροµπέτα/ Βιολέτα Ίκαρη: φωνή/ Αποστόλης Μπουρνιάς: κρουστά/ Νίκος Ξύδης: κιθάρα, λαούτο, μουσική επιμέλεια. City Garden Festival by Christmas Theater, Ολυμπιακά Ακίνητα Γαλατσίου, Λ. Βεΐκου 137, Γαλάτσι. Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020, στις 21.00. Πληροφορίες – κρατήσεις: Τηλ.: 211 7701700

Κώστας Λαγουβάρδος: «Κοίτα…η πλάση έχει κοκκινίσει. ‘Άλλος ήλιος έχει βγει σ’ άλλη θάλασσα άλλη γη…»

pedeli meteo

Κώστας Λαγουβάρδος: «Κοίτα…η πλάση έχει κοκκινίσει. ‘Άλλος ήλιος έχει βγει σ’ άλλη θάλασσα άλλη γη…»

Φωτογραφία με το ηλιοβασίλεμα από την Πεντέλη που δημοσίευσε ο διευθυντής Ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου,…