Βασίλης Μπισμπίκης: «Θα ήθελα να είμαι αναρχικός, αλλά δεν μπορώ! Δεν έχω τα α@@@@@@ να είμαι».

Ο σκηνοθέτης, που δύσκολα βρίσκεις εισιτήριο σε οτιδήποτε κι αν κάνει τα τελευταία χρόνια στο θέατρο, δίνει μία συνέντευξη, στην οποία δεν φοβάται η σκέψη να λογοκρίνει το ένστικτο του.

272714091 4727020710751299 403465224583499289 n

Με το καλημέρα της εξόδου της στη σκηνή, η παράσταση «Τα Κόκκινα Φανάρια» του Βασίλη Μπισμπίκη έγινε sold out και μέχρι αυτή τη στιγμή δύσκολα βρίσκει κανείς εισιτήριο. Το ίδιο δύσκολα, όμως, βρίσκει κι ένας δημοσιογράφος τον δημιουργό της, ειδικά άμα θέλει να κάνει μία συζήτηση σοβαρή μαζί του, που να αφορά αποκλειστικά τη δουλειά του και όχι – λόγου χάριν – την προσωπική του σχέση με τη δημοφιλή τραγουδίστρια Δέσποινα Βανδή. Ευτυχώς εγώ τον Μπισμπίκη τον συνάντησα απόγευμα στα καμαρίνια του «Cartel», του δικού του πια τεχνοχώρου: Ένα καμαρίνι γεμάτο από τα εντυπωσιακά κοστούμια του Κένι Μακ Λέλαν για το θέαμα που είχα παρακολουθήσει λίγες μέρες νωρίτερα. Με ένα καφέ και πολλά τσιγάρα βρεθήκαμε να μιλάμε με έναν «φιλοαναρχικό καρασυστημικό» καλλιτέχνη – όπως ο ίδιος χαρακτήρισε τον εαυτό του με περισσή ειλικρίνεια – για μιαν εφηβεία που πέρασε και δεν τον άγγιξε, για τη γοητεία του περιθωρίου και για την καινοτόμο queer ανάγνωση ενός κλασικού θεατρικού έργου που γέννησε κάποτε μιαν εξίσου κλασική μελό ελληνική ταινία.

Είναι δελεαστική μία συνέντευξη μαζί σας. Ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω αν έχετε μπουχτίσει ή αν γουστάρετε όλο αυτό το τσαλαβούτημα μες το life style.

Αυτό ξεκίνησε όλο με τον Βόσκαρη στις «Άγριες μέλισσες» κι ήρθε και κούμπωσε με την ιστορία με τη Δέσποινα. Ώρες – ώρες εκνευρίζομαι, ώρες – ώρες γελάω, αλλά το σημαντικότερο είναι το στοιχείο της παρατήρησης, επειδή εγώ μέσα μου έχω έναν πολύ ισχυρό παρατηρητή σ’ οτιδήποτε γίνεται. Ελπίζω ότι όλο αυτό που με ρωτήσατε, κάτι θα το κάνω κάποια στιγμή. Έτσι κι αλλιώς τις εμπειρίες της ζωής μου περνάω πάντα μέσα στα κείμενα, τα οποία χρησιμοποιώ ως εφαλτήρια για να μιλήσω για τη ζωή μου.

Η κατά Βασίλη Μπισμπίκη, λοιπόν, «Κοινωνία του Θεάματος».

Ναι, γιατί ο Μπισμπίκης παίζει μ’ αυτήν, έχει πολύ ψωμί μέσα το κομμάτι του θεάματος. Βλέπω, παρατηρώ κοριτσάκια να έρχονται με μια κάμερα: «Βασίλη, μία δήλωση θέλουμε» κι ενώ λέω «Δεν κάνω δηλώσεις, βρε κορίτσι μου», μου απαντάνε: «Μ’ έστειλαν απ’ το κανάλι κι έχω οικογένεια και παιδιά»…Μαθαίνω έναν άλλο κόσμο κι έτσι έφτασα στο σημείο να’μαι πιο ευέλικτος διότι κατανοώ και την ανάγκη των ανθρώπων αυτών που δουλεύουν σ’ ένα μηχανισμό. Οι κάτω – κάτω σ’ αυτό το μηχανισμό δέχονται πιέσεις απ’ τους από πάνω, οπότε εγώ δεν μπορώ να τα βάλω με τους αδύναμους.

Ο παρατηρητής μέσα σας φαίνεται ενόσω βλέπει κανείς τα «Κόκκινα Φανάρια». Νιώθει ότι ο σκηνοθέτης αυτός δεν έχει τελειώσει οριστικά, γυρνάει μέσα στο θίασο του, έτοιμος ν’ αλλάξει πράγματα από μέρα σε μέρα.

Μα ολόκληρη η τέταρτη πράξη του έργου στήθηκε την προηγούμενη μέρα. Τη φαντασιωνόμουν, κείμενο ακριβώς δεν υπήρχε και δεν υπάρχει στην παράσταση. Σ’ αυτό με ωφέλησε ο Γιάννης Οικονομίδης γιατί κάναμε έξι μήνες πρόβες πριν πάμε πλάνο στη «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς». Ο Γιάννης είναι δάσκαλος, του’χω κλέψει πολλά πράγματα σε σχέση με την υποκριτική. Μου ξεκλείδωσε πολλά πράγματα, πάντως είναι έτσι ακριβώς όπως το λέτε. Το Σάββατο δηλαδή που θα ξαναπαίξουμε, πρέπει να τους αλλάξω αρκετά πράγματα, τόσο στα λόγια, όσο και στην ερμηνεία.

Διατηρείτε την παράσταση ολοζώντανη, σαν να μην τη θέλετε στατική.

Δεν το θέλω για τους ηθοποιούς αυτό πρώτα απ’ όλα, επιθυμώ να μην περιμένει ο ένας την ατάκα του άλλου. Θέλω κάθε φορά ο καθένας να ξετυλίγει το θέμα του μ’ ένα διαφορετικό τρόπο, κάτι που συμβαίνει σ’ ένα μεγάλο ποσοστό στο «Άνθρωποι και Ποντίκια» και θέλω να συμβεί κι εδώ. Έτσι βγαίνουν οι κανονικές αντιδράσεις των ανθρώπων στο θέατρο, όχι οι προκάτ.

Θα χαρακτηριζόσασταν νατουραλιστής σκηνοθέτης;

Όχι, δεν θα ήθελα να το πω αυτό ή το δέχομαι μέσα σ’ ένα πλαίσιο ρεαλιστικών ερμηνειών. Δεν θα έλεγα ότι η φόρμα της παράστασης «Τα Κόκκινα Φανάρια» είναι ρεαλιστική, γιατί έχει πηδήματα χρόνου, άξονες, δωμάτια. Δεν είναι σαν τον «Πατέρα» του Στρίντμπεργκ, που έκανα στο «Αποθήκη» και που είχε μια νατούρα φόρμα. Εδώ έχουμε μέχρι και εξπρεσιονιστικά παιξίματα. Το ότι θέλω ο ηθοποιός να έχει τη μνήμη του ρόλου απ’ τη στιγμή που γεννήθηκε, άρα παίζω με τον ρεαλισμό, ναι, σ’ αυτό συμφωνώ.Εύκολα θα χαρακτηριζόταν ακραία ρεαλιστική παράσταση.

Η βία, όσο κι αν την καταδικάζουμε, είναι απαραίτητο στοιχείο των σύγχρονων κοινωνιών;

Η βία είναι η μαμή της ιστορίας. Όχι να χαστουκίζω τη γυναίκα μου ή να βιάζω τη γκόμενα, αλλά η βία της αντίδρασης. Χωρίς βία και χωρίς αίμα δεν αλλάζει τίποτα. Η ίδια η ιστορία το έχει δείξει. Επίσης εγώ πιστεύω στη βία και στο σοκ μέσα από το θέατρο γιατί εμβολίζουν περισσότερο την ψυχή του θεατή. Θέλω να τον πιέσω τον θεατή, κάτι να πάθει, ακόμη και να σηκωθεί να φύγει.

Αυτό μου το’χε πει και ο Δημήτρης Παπαϊωάννου όταν είχε σκηνοθετήσει με πλάνα από γκέι πορνό τον «Καβάφη» της Λένας Πλάτωνος. «Ας φύγουν οι μισοί στη μέση της παράστασης» είχε πει, αλλά τελικά οι παραστάσεις πήραν παράταση.

Έχει σχέση αυτό που λέτε, γιατί εμπεριέχει την πρόκληση. Δεν κάνω πρόκληση για την πρόκληση – φαντάζομαι το ίδιο και ο Παπαϊωάννου – αλλά ακόμη και να φύγει ο θεατής, κάτι θα τού’χεις κάνει. Καταρχάς δεν ξέρεις για ποιο λόγο αποχωρεί ο καθένας και να μην είναι συνειδητή αντίδραση την ώρα που του συμβαίνει. Μπορεί να του καθρεφτίζεις ένα βίωμα που να μη δύναται να το αντέξει. Όταν ξεκινήσαμε το «Άνθρωποι και Ποντίκια», διαμαρτυρήθηκαν κάποιοι: «Μα αυτό δεν είναι το έργο του Στάινμπεκ, αυτοί εδώ όλο βρίζουν»! Ήταν η αντίδραση μιας συντηρητικής μερίδας θεατρόφιλων, ασχέτως αν το έργο του Στάινμπεκ εν έτει 1937 αρχίζει με πρώτη ατάκα τη φράση «Πουτάνας γιε»! Και φτάνουμε το 2022 στην ελληνική τηλεόραση να μη μπορούμε να πούμε καν τη λέξη «μαλάκας».

Ωστόσο, αν περιμένει να δει κανείς στη δική σας παράσταση τα ειδύλλια της Καρέζη ή της Χρονοπούλου, θα απογοητευθεί.

Τα μελοδράματα εννοείτε, διότι το έργο δεν είναι γραμμένο έτσι. Ο Γεωργιάδης το είχε μεταφέρει ως μελό στον κινηματογράφο. Αν διαβάσετε το πρωτότυπο κείμενο, θα δείτε να φεύγουν τασάκια στα κεφάλια, μπινελίκια, σκληράδα και από την περιγραφή της δράσης και μόνο.

Ίσως γι’ αυτό η Μαίρη Χρονοπούλου, που είχε παίξει και στην ταινία, αλλά και στο πρώτο θεατρικό ανέβασμα, θεωρεί ακόμη υποδεέστερη την ταινία.

Υπάρχει και μία δεύτερη εκδοχή του έργου, απ’ τον ίδιο τον Γαλανό, που είχε συμπεριλάβει και τρανς χαρακτήρες μέσα. Αν θυμάμαι καλά, το’χε ανεβάσει ως μιούζικαλ τη δεκαετία του 1980. Στη δική μου εκδοχή έφτιαξα ένα κλαμπ στυλ Factory με drag show, που δεν υπάρχει στην Αθήνα, αλλά μπορεί να υπάρξει – ποιος ξέρει; Ένα υπόγειο κλαμπ στου Ρέντη του 2022 που εξελίσσεται όλη η δράση. Ήθελα να μιλήσω γι’ αυτό τον κόσμο, των τρανς και των εκπορνευόμενων γυναικών στη Συγγρού. Ήταν ένα κομμάτι της ζωής μου, το οποίο ήταν πολύ σημαντικό. Το έζησα, είχα επαφή μ’ αυτούς τους ανθρώπους, τους αγαπάω, με αγαπάνε, οπότε χρησιμοποίησα ως όχημα τα «Κόκκινα Φανάρια». Επειδή δεν είμαι και καλός στο να γράφω σενάρια ή θεατρικά, βρήκα το συγκεκριμένο έργο κι είπα ότι θα πατήσω πάνω του για να μιλήσω για τους ανθρώπους του περιθωρίου. Αυτή ήταν η ανάγκη μου. Έπειτα βρήκα τους κατάλληλους ανθρώπους, τη Μπέττυ Βακαλίδου, τον Παπάζογλου και τ’ άλλα παιδιά, που πρόσθεσαν τα δικά τους θέματα. Εγώ το μόνο που είχα να κάνω ήταν να οργανώσω το να μιλήσουμε όλοι μαζί τελικά γι’ αυτό το κομμάτι της πραγματικότητας, το πιο αληθινό κι από το αληθινό!

Πόσο εύκολη είναι η στενή επαφή με τους ανθρώπους του περιθωρίου; Πιάνονται εύκολα φίλοι;

Αφού μιλάμε για τρανς, θα πω ότι δεν έχω φίλους, ούτε συνεργάτες τρανς. Και τότε που ήμουν μαζί τους, ζώντας στην Ομόνοια, όπως έχω ξαναπεί, με το που έφυγα από κει, δεν κράτησα με κανέναν σχέσεις. Φίλοι δεν γίναμε, μας ένωσε το κομμάτι της επιβίωσης. Με βοήθησαν, τους βοήθησα και πορευτήκαμε παρέα σ’ ένα πλαίσιο αλληλεγγύης. Επαφές, αντιθέτως, κράτησα με άλλους, με τζάνκια της Ομόνοιας, που είτε βγήκαν απ’ αυτή την ιστορία, είτε όχι και ακόμη βλεπόμαστε. Οι τρανς και οι ιερόδουλες είχαν άλλη διαδρομή, ήταν απ’ άλλο κόσμο που δεν μπήκα εγώ μέσα σ’ αυτόν.

Κι αυτό βγαίνει στην παράσταση. Προσεγγίζετε τα τρανς άτομα με μία αγάπη, αλλά και με μία φιλοπεριέργεια, απότοκο εκείνης της περιόδου της ζωής σας.

Εγώ θέλω να πω στον θεατή πως αν την επόμενη μέρα συναντήσεις έναν τέτοιο άνθρωπο στο δρόμο, πρέπει νά’χεις μια δεύτερη σκέψη. Αν συναντήσεις έναν Πακιστανό να πουλάει λουλούδια στο δρόμο, να μην του ρίξεις κλωτσιά. Έχω θέμα, αγαπάω τους ανθρώπους και μου’ναι πολύ δύσκολο να κρίνω ανθρώπους. Με ρωτάνε συχνά για το #metoo, αλλά δεν μπορώ να μιλήσω. Μπορώ πολύ εύκολα να κρίνω θεσμούς, το κράτος, αλλά όχι τους ανθρώπους. Έχω συνυπάρξει με ανθρώπους που σκότωσαν, που έκαναν δολοφονίες. Πάω στις φυλακές και κάνω θέατρο, έχω γνωρίσει άτομα με μία παραβατική συμπεριφορά εν πάση περιπτώσει. Δεν πρέπει μόνο να κατηγορείς τους ανθρώπους για τις πράξεις τους, αλλά και την κοινωνία την ίδια που μ’ ένα τρόπο τους εμβολίζει απ’ τα όνειρα τους και τους οδηγεί στο περιθώριο.

Υπάρχει βέβαια κι εκεί διαφορετικότητα: Η αυτοκαταστροφή, που άπτεται της αυτοδιάθεσης του καθενός, και η καταστροφή των άλλων, το να βλάψεις τον διπλανό σου.

Αυτό ειν’ άλλο! Όταν όμως είσαι παιδί 15 χρονών κι έχεις παραβατική συμπεριφορά κι η αστυνομία σε μπουζουριάζει και σε πλακώνει στο ξύλο και γίνεσαι δακτυλοδεικτούμενος; Μπορεί αυτός από αντίδραση να θέλει να βλάψει. Καταλάβατε τι πρέπει να δούμε πρώτα; Από που ξεκινάει το κακό κάθε φορά!

Μιλάτε βιωματικά δίχως ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις.

Ισχύει, αν και έχω κάνει πολλή ψυχανάλυση, για είκοσι χρόνια περίπου. Άλλες φορές με βοήθησε και άλλες όχι, κάπου μπλέχτηκα. Με βοήθησε πολύ στο να μου φύγει μια μεγάλη αγωνία μου σχετικά με την αποδοχή μου απ’ τους ανθρώπους, στο πώς με έβλεπαν οι άλλοι.

Παρόλα αυτά είχατε πολύ υποστηρικτικούς γονείς.

Ναι, αλλά επειδή ήταν υποστηρικτικοί, δεν σημαίνει και ότι είχαμε σύνδεση. Απ’ την πλευρά τους, το καλό μου θέλανε και αγάπη μου έδωσαν, αλλά ίσως να μην είχαν τις σωστές απαντήσεις στα ερωτήματα που με βασάνιζαν. Τους αγαπάω, τους έχω και βρισκόμαστε τακτικά. Τους βλέπω ευτυχισμένους ακόμα μαζί. Χαίρονται πολύ τώρα, καθώς είχαν ένα παιδί δακτυλοδεικτούμενο στο Λουτράκι από μηδέν ηλικία και ξαφνικά σήκωσαν κεφάλι μ’ όλη αυτή την αλλαγή στη ζωή μου.

Χαμογελάτε ολόκληρος όταν μιλάτε για τους γονείς σας.

Ε ναι, γιατί έχει και λίγο πλάκα όλη αυτή η φάση.

Γαλουχηθήκατε με τη Συνοδινού και τον Γεωργουσόπουλο…

Βέβαια, τέσσερα χρόνια με είχαν κοντά τους. Η Συνοδινού ήταν δασκάλα μου στην αρχαία τραγωδία, άρα την έχω μάθει απ’ την πηγή κατευθείαν. Άμα είσαι μουσικός, π.χ., δεν πρέπει να μάθεις την κλασική παιδεία της μουσικής; Μετά μπορείς να το κάνεις ότι θες αυτό, να το αποδομήσεις, να του γαμήσεις τη μάνα. Δεν μπορείς όμως να γαμήσεις τη μάνα κανενός κειμένου άπαξ και δεν το γνωρίζεις σε βάθος, την ουσία του, τι θέλει να πει ο ποιητής ή ο συγγραφέας.

Χρειάζεται, μου λέτε, μία παιδεία και όχι ένα πασάλειμμα.

Χρειάζεται ένα υπόβαθρο, κάτι που μου έμαθαν και η Συνοδινού και ο Βασίλης Ρίτσος, ο δάσκαλος μου στη σχολή. «Διάβαζε, διάβαζε» μου έλεγε ο Βασίλης στη σχολή Τράγκα που ήμουν. Ήταν μέντορας μου, ηθοποιός – σκηνοθέτης και δυνατός θεωρητικός. Παλιακός ήταν, της σχολής Βόκοβιτς, αλλά με μύησε στα κείμενα. Μου έλεγε πως μόνο αν κατέχω ένα κείμενο, μετά θα μπορώ να του αλλάξω τα φώτα χωρίς κανείς να μου πει τίποτα. Ή και αν μου πει, να μπορώ να απαντήσω και να δικαιολογήσω την άποψη μου. Πόσες και πόσες παραστάσεις βλέπουμε και λέμε «τώρα γιατί το κάνουν αυτό το πράγμα; Ποιον αφορά; Επειδή είναι ένα ωραίο έργο;»

Ξέρετε, φάγαμε τέτοια «εναλλακτικότητα» στο θέατρο τα τελευταία χρόνια, που κάποιοι άρχισαν να νοσταλγούν τις τραγωδίες στην Επίδαυρο με χλαμύδα και σανδάλια.

Είναι κάτι που είχε πει ο Λέον Τολστόι περί άχρηστης τέχνης. Αυτός ήταν αναρχοχριστιανομπερδεμένος, αλλά είχε πει και κάποια πολύ ωραία πράγματα. Για να φτάσουμε να λέμε στην Ελλάδα «φέρτε πίσω τις χλαμύδες» σημαίνει ότι είδαμε ένα σωρό παραστάσεις που δεν καταλαβαίναμε έναν πούτσο απ’ αυτά που γίνονταν. Έβλεπες ένα έργο που το ήξερες και δεν το καταλάβαινες. Αυτοί που δεν καταλάβαιναν, συνήθως αριστοκράτες ελιτιστές, δημοσιογράφοι και κριτικοί επίσης, το καθαγιάζουν επειδή ακριβώς δεν το καταλαβαίνουν. Από κει και πέρα αρχίζουν οι μιμητές. Δημιουργείται ένα κομμάτι, λοιπόν, που λέγεται άχρηστη τέχνη και που μπορεί να κρατήσει από έναν χρόνο μέχρι μία δεκαετία. Δεν θ’ αφήσει ποτέ κανένα αποτύπωμα! Αυτό το κομμάτι το περάσαμε εμείς, νομίζω, όλη τη δεκαετία 2000 – 2010 χωρίς να σημαίνει πάλι ότι δεν υπήρξαν σπουδαίες μεταμοντέρνες παραστάσεις. Κάποιοι ήξεραν και το έκαναν καλά, αλλά οι μιμητές έκαναν παραστάσεις ασυνείδητα χωρίς να έχουν την κατάλληλη παιδεία και ιδιοσυγκρασία. Μόνο και μόνο, αν θέλετε, για να δείξουν ότι είναι κι αυτοί μες τη μόδα.

Μα θυμάμαι όταν είχε βγει το «Σπιρτόκουτο» του Οικονομίδη. Πηγαίναμε στο φεστιβάλ Δράμας και βλέπαμε ταινιάκια όπου ο ένας έβριζε και πλάκωνε τον άλλον στο ξύλο.

Και μένα μου έχουν πει ότι είμαι επηρεασμένος από τον Οικονομίδη, αλλά χαίρομαι να μου το λένε. Όλοι από κάπου επηρεαζόμαστε κι εγώ θεωρώ ότι είναι σπουδαίος ο Οικονομίδης, άρα καλώς επηρεάστηκα. Κι αν εγώ κάνω θέατρο και όχι σινεμά, μην ξεχνάμε πάλι πως ο Γιάννης έφερε αυτό το είδος ακραίου θεάτρου με την αριστουργηματική θεατρική «Στέλλα» του.

Ποσοστιαία, πόσο κρατήσατε το πρωτότυπο κείμενο από «Τα Κόκκινα Φανάρια»;

(σκέφτεται) Μπορεί ούτε 1%. Δεν ξέρω αν έχω κρατήσει καμία αυτούσια φράση. Ακόμα και το «Θα φαρμακωθώ», έχω πει του ηθοποιού να το λέει που και που ή να προτιμάει άλλες παρεμφερείς εκφράσεις. Να μη γίνεται ευθεία παραπομπή στη Χέλμη δηλαδή. Κράτησα όμως τη δομή, τους χαρακτήρες, τους στόχους τους και τα ονόματα φυσικά.

Επιλέξατε πρόσωπα τελείως διαφορετικά απ’ το φυζίκ των παλιών ηθοποιών. Ο Μάνος Καζαμίας, ας πούμε, είναι μικρόσωμος, σίγουρα όχι η «γυναικάρα» Κατερίνα Χέλμη.

Είναι, όμως, κοντά σαν ιδιοσυγκρασία. Και η Χέλμη στην ταινία έπαιζε μία εύθραυστη, κουνημένη, σαν να ήταν σε μόνιμη μανιοκατάθλιψη, νευρωτική. Στον πυρήνα όλων υπάρχουν οι χαρακτήρες.

Έχω λάθος αν πω ότι υπάρχουν χρονικές ανακρίβειες; Δεν ξέρεις αν όλα αυτά γίνονται τη σήμερον ημέρα ή τη δεκαετία του 1980.

Γιατί το λέτε; Μου κάνει εντύπωση αυτό. Υπάρχουν τραγούδια που’ναι του 2000 και του 2005 μες την παράσταση.

Για παράδειγμα, η μαντάμ Παρί μαζεύει τον ψηλό που μπουκάρει στο πορνείο γιατί τον κυνηγούν οι μπάτσοι. Συμβαίνουν αυτά ακόμη; Αναρωτιέμαι.

Και ποιος το ξέρει ότι την κυνηγούν οι μπάτσοι και δεν λέει ψέματα;

Έστω. Πιο αναμενόμενο θα’ναι τότε να της έλεγε η Βακαλίδου: «Που ζεις, μωρή, στο 1985 και σε καταδιώκουν οι μπάτσοι;»

Μα πηγαίνετε απ’ της Αγίας Άννης μετά τις 12 το βράδυ! Δεν είναι απαραίτητο να είναι μόνο τρανς, αλλά γυναίκες πόρνες που τις κυνηγάνε τα καρακόλια και τρέχουν μες τα στενά. Σας λέω εικόνα που έχω δει εγώ, όχι πριν από δεκαπέντε χρόνια, αλλά πριν από τρία! Απλά στο έργο, αυτή μπαίνει μέσα, ο νταβατζής βγαίνει έξω και τα ρυθμίζει με τους μπάτσους. Η καργιόλα, ωστόσο, έρχεται επί τούτου, όχι τυχαία. Θέλει να χωθεί μες το κόλπο.

Μιλήστε μου και για την ανεξάρτητη σκηνή σεξ με τις μάσκες στο δωματιάκι. Μοιάζει σαν μια ολότελα δική σας εικαστική παρέμβαση.

Αυτό είναι ένα κομμάτι από το «Shopping and Fucking», λίγο μπασταρδεμένο. Έψαχνα ακόμη ένα λόγο να μιλήσω για την απάτη. Αυτή μπαίνει μέσα με τον άλλον, φωτογραφίζονται, γαμιούνται, κάνουν σχέση, τον παρατηρεί, τον βάζει να κάνουν θεατρικό παιχνίδι για να τον κλέψει και στην ουσία βιάζει τον ψυχισμό του. Κι όταν αυτός της λέει ότι είναι χρήστης ουσιών κι έχει πάει εκεί μέσα για να ξεχαρμανιάσει, παρουσιάζεται και ολόκληρη η ιστορία των πελατών μέσα στα μπουρδέλα. «Έρχομαι, δεν θέλω συναισθηματική εμπλοκή, αλλά μόνο άσκοπο γαμήσι για να γνωρίσω κι εγώ τον εαυτό μου» – αυτό είναι!

Παραδόξως αυτό το κομμάτι από το «Shopping and Fucking» μέσα στα «Κόκκινα Φανάρια», δεν σε πετάει καθόλου εκτός.

Έκανα μια σκηνοθεσία εκεί πέρα που να μη θυμίζει με τίποτα Μπισμπίκη. Ήθελα να’ναι κάτι από Χουβαρδά, Κιτσοπούλου, καταλάβατε, μια τέτοια φόρμα.

Πώς θα θύμιζε δηλαδή Μπισμπίκη;

Το έχω σκηνοθετήσει ήδη το «Shopping and Fucking» και δεν ήθελα να παραπέμπει σε τίποτα ακραίο ρεαλιστικό. Γιατί να φοράνε μάσκες και αξεσουάρ; Σκηνοθετικά το προσέγγισα ως κάτι πολύ ξένο, αλλιώτικο.

Χαριτολογώντας, σας λέω ότι έχει πέσει σύρμα: «Πήγαινε στην παράσταση του Μπισμπίκη και θα καυλώσεις». Αναφέρομαι, βέβαια, στη μεγάλη πρόταξη του σεξ και στις έντονες αναπαραστάσεις σεξουαλικών πράξεων.

Ισχύει και, μάλιστα, για αρκετές φορές μες την παράσταση. Και μια παρτούζα γίνεται στον από πάνω χώρο του σκηνικού.

Αυτό το έχασα.

Θα βλέπατε αλλού (γέλια). Γίνονται και τόσα ταυτόχρονα.

Αυτό το απαιτούσε η φύση του έργου ή είναι κι ένα σχόλιο πάνω στη σεξουαλικοποίηση της κοινωνίας κατά το «όλα είναι σεξ» στις μέρες μας;

Δεν το σκέφτηκα ποτέ έτσι…

Ήμουν σίγουρος. Παραήταν κουλτουριάρικη η παρατήρηση μου.

Καλά κάνατε. Ήθελα να δείξω πως σοκαριζόμαστε όταν βλέπουμε τέτοιες σκηνές. Ήθελα να σοκάρω με κάτι που δεν θα έπρεπε. Η υπερσεξουαλικοποίηση της κοινωνίας συμβαίνει και υπάρχει, πόσο όμως και με ποιο τρόπο αποδίδεται ήθελα να φανερώσω. Στο πρώτο δωμάτιο έχουμε τον γέρο τον καπετάνιο που πέφτει στα τέσσερα και τον γαμάει η άλλη. Την ήθελα αυτή την εικόνα του άντρα του νταλικέρη που τον παίρνει από πίσω και ανατριχιάζει η ραχοκοκαλιά του και πίνει το σπέρμα. Ήθελα να τον δούμε, να το ευχαριστηθεί, γιατί είναι στερεότυπο κακής εικόνας για ένα κομμάτι της κοινωνίας. Δεν είναι τελικά και τόσο κακή εικόνα να πέφτει στα τέσσερα και να τον παίρνει ένας άντρας με μούσια. Δεν ξέρω, αλλά κάπως έτσι το σκέφτηκα με όλο το σοκ και την πρόκληση από πίσω.

Υπερασπίζεστε, πάντως, καλά τη δουλειά σας, έπιασαν τόπο τα λόγια των δασκάλων σας.

Over all, δεν πιστεύω ότι τελικά σοκάρει κανέναν. Την Κυριακή ήρθαν πολλές γιαγιάδες και μου είπαν ότι γέλασαν και το ευχαριστήθηκαν. Εντάξει, έχει γέλιο η παράσταση, αλλά έχει αλλάξει και η κοινωνία. Έχει προοδεύσει.

Παρόλο που πριν είπατε ότι δεν μπορείς να πετάξεις ούτε τη λέξη «μαλάκας» στην ελληνική τηλεόραση.

Αυτό πάλι μας πάει πίσω. Δεν νομίζω ότι θα πάθει κάτι κανείς αν ακούσει ένα «μαλάκα» ή ένα «άντε γαμήσου» στην τηλεόραση. Τι θα πάθει ένα παιδάκι άμα όλες οι αμερικανικές ταινίες που βλέπει είναι μες το «mother fucker»; Επειδή δηλαδή το ακούμε στα αγγλικά και όχι στα ελληνικά;

Εσάς τι μπορεί να σας σοκάρει;

Τι να με σοκάρει; (σκέφτεται) Δύσκολη ερώτηση…Με σοκάρει η παιδεραστία, είναι κάτι που δεν μπορώ να το χωνέψω παρόλο που το έχω συζητήσει με ψυχολόγους και με δικηγόρους. Δέχεσαι ότι υπάρχει αρρώστια σε κάποιους ανθρώπους, αλλά είναι κάτι που με σοκάρει. Έχω και παιδί, οπότε είναι επιπλέον σοκ για μένα. Με σοκάρει ακόμη μια εικόνα στην πλατεία Βάθη μ’ ένα τζάνκι που έχει πέσει στη μέση του δρόμου και περνάνε γύρω – γύρω τα αυτοκίνητα και κανείς δεν πάει να τον σηκώσει. Άκρως σοκαριστική εικόνα για μένα! Κι εκεί που είπα ότι αγαπώ τους ανθρώπους, κάπου λέω κοίτα να δεις όμως και πως γίνονται οι άνθρωποι. Η αναισθησία γενικώς με ταράζει και με σοκάρει. Σαν να είναι μουδιασμένοι οι άνθρωποι δίχως συναισθήματα.

Θα τολμούσατε να καταπιαστείτε μ’ ένα τέτοιο θέμα – σοκ, την παιδεραστία;

Θα τολμούσα, ναι. Έχω σκεφτεί και κάτι, θα σας πω (σ.σ. μου αφηγείται τι σκέφτεται σκηνοθετικά για το θέμα, αλλά δεν θεωρώ πρέπον να το εντάξω στην παρούσα συνέντευξη).

Μπορούν όλοι να γίνουν γονείς;

Η υιοθεσία είναι μεγάλη υπόθεση, αν δεν έχεις δικό σου παιδί. Άλλοι τα παίρνουν για να τα κάνουν δούλους τα παιδάκια, άλλοι για να τα γαμάνε, άλλοι για να τα αναθρέψουν σωστά, δεν ξέρουμε τι παίζει παγκοσμίως μ’ αυτή την τεράστια ιστορία. Αν δεν είχα, πάντως, παιδί δικό μου, το έχω σκεφτεί να υιοθετούσα.

Είναι σκληρός ο κόσμος των παιδιών;

Είναι, ναι, γιατί είναι καθαρός και ειλικρινής. Σε σχέση πάντα με τον γονέα, αλλά και μεταξύ τους. Δεν φιλτράρουν τα πράγματα κι εκεί μπαίνει η κοινωνία και τα ερεθίσματα που παίρνουν, τα οποία είναι πραγματικά σκληρά. Ο κόσμος μάλλον είναι σκληρός με τα παιδιά από παντού.

Φανταστείτε πόσο σκληρό παιδικό κόσμο έχουν οι τρανς συνάνθρωποι μας.

Διάβασα και το βιβλίο της Μπέττυς Βακαλίδου που είναι μια πολύ σκληρή καταγραφή των παιδικών της χρόνων. Δεν ξέρω αν τα παιδιά αυτά περνάνε εφηβεία. Το ίδιο θα πω και για μένα, ανεξαρτήτως του τι πιστεύουν οι γονείς μου. Εγώ την προσπέρασα, δεν την πέρασα την εφηβεία. Έγινα από παιδί μεγάλος κατευθείαν και το ίδιο έπαθε και η Μπέττυ και πολλά άλλα τρανς άτομα. Δεν υπάρχουν περιθώρια, όταν έχεις να επιβιώσεις στα 13 – 14 σου φεύγοντας απ’ το σπίτι. Τι κάνουν; Τα κόβουν όλα από μέσα τους για να επιβιώσουν, νεκρώνουν το συναίσθημα. Όλοι θα βρουν τον τρόπο, άλλος με ναρκωτικά, άλλος με αλκοόλ, ο φόβος όμως θα υπάρχει πάντα από κάτω.

Και η τρυφερότητα.

Και η τρυφερότητα, σαφώς! Δεν μπορεί ένα παιδί 14 ετών να διαχειριστεί το συναίσθημα του. Εκεί χρειάζεται η στήριξη των γονιών κι όταν δεν την έχουν, γίνονται πολύ σκληροί άνθρωποι. Περνάνε από μεγάλες φουρτούνες για να επιβιώσουν, αποκτάνε δεύτερη και τρίτη σκέψη. Δεν τους ακουμπάς εύκολα, δεν εισχωρείς μέσα τους, όταν έχουν ζήσει την πουτανιά στο πεζοδρόμιο με τα κρατητήρια, τα κυνηγητά και τα μαχαιρώματα.

Πώς και θέλατε να παίξετε εσείς το ρόλο της Μαντάμ Παρί αρχικά;

Σκέφτηκα μετά δύο πράγματα: Το φόρτο εργασίας, που είχε αρχίσει να γίνεται δυσβάστακτος, και το πιο σημαντικό, είχα υποδυθεί με μεγάλη επιτυχία τον Βόσκαρη. Αν δεν υπήρχαν οι «Άγριες μέλισσες» ίσως να έκανα εγώ το ρόλο, αλλά με ταύτισαν τόσο που έλεγα «Θα πάω εγώ τώρα να κάνω την τσατσά την πουτάνα κι οι άλλοι θα βλέπουν τον Βόσκαρη από κάτω;» Φανταζόμουν ότι θα ήταν ακατόρθωτο να ταυτιστούν με το νέο μου ήρωα, το νέο χαρακτήρα. Έτσι έφτασα στη Μπέττυ και ευτυχώς γιατί είναι και θα είναι χίλιες φορές καλύτερη απ’ ότι θα’μουν εγώ στο ρόλο αυτό.

Στην ταινία η Δέσπω Διαμαντίδου δεν σκοτώνει την Ελένη Ανουσάκη, εσείς όμως βάζετε τη μαντάμ Παρί να μαχαιρώνει την προδότρια υπάλληλο της.

Δεν ήθελα να πετύχει η Μυρσίνη, ο χαρακτήρας της Ανουσάκη δηλαδή! Αυτή πάτησε επί πτωμάτων, καριερίστρια που θα πετύχει. Ε, δεν τό’θελα για την καργιόλα! Σκέφτηκα αρχικά να της βγάζει η μαντάμ Παρί τη γλώσσα και να της την κόβει. Τεχνικά δεν γινόταν κι έτσι ήρθε το μαχαίρωμα. Να κοιτάει τον άλλον, τον Μιχαήλο και να του λέει: «Μ’ αυτή θα πας να δουλέψεις; Όχι, θα καταστραφώ εγώ, θα καταστραφείτε κι εσείς»!

Ποιον χαρακτήρα απ’ όλους αγαπήσατε περισσότερο;

Της Μπέττυς. Ταυτίζομαι πιο εύκολα μαζί της, με το πόσο σκλήρυνε για να καταφέρει να τη βγάλει και να κρατήσει τα ηνία.

Να πούμε ότι το έργο παίζεται στο θέατρο Cartel, έναν τεράστιο βιομηχανικό χώρο που γίνονται πολλά ωραία πράγματα.

Όταν ήταν ν’ ανέβουν τα «Κόκκινα Φανάρια», παίζαμε το «Άνθρωποι και Ποντίκια». Ήρθε ο κ. Παπαδημητρίου με την κ. Παναγιωτάκου για να δουν την παράσταση. Συζητήσαμε μετά, τους άρεσε πολύ η παράσταση και σκέφτονταν διάφορα πράγματα. Υπήρχαν πολλά προβλήματα με εκείνο το χώρο που ήταν μες τη διπλή ανάπλαση του Βοτανικού. Ο Παπαδημητρίου μου είπε το εξής: «Έχω ένα χώρο, ένα εργοστάσιο, ένα χιλιόμετρο παρακάτω. Άμα γουστάρεις, πήγαινε πάρ’το». Αυτή ήταν η κουβέντα! Μετά ήρθε ο κορονοϊός, τα πράγματα δυσκόλεψαν και του τηλεφώνησα: «Ισχύει η πρόταση, κύριε Παπαδημητρίου;» Μου απάντησε «Βεβαίως και ισχύει» και αμέσως ξεκίνησε η διαδικασία φτιαξίματος του χώρου, που ήταν ρημάδι. Μας βοήθησαν, το έφτιαξαν και μας το παρέδωσαν εν λευκώ να κάνουμε ότι θέλουμε. Χωρίς ενοίκια κλπ. Μεγάλη τύχη και αναπτύξαμε πολύ καλή σχέση. Εδώ είναι πια ο Τεχνοχώρος Cartel, όχι κάποιο παράρτημα. Μας στηρίζουν ακόμη οι άνθρωποι στο να κάνουμε ακόμη μεγαλύτερα πράγματα.

Τα «Κόκκινα Φανάρια» είναι μια παράσταση δύσκολη ως προς το να περιοδεύσει.

Όχι, δεν γίνεται, ούτε αυτή, ούτε το «Άνθρωποι και Ποντίκια». Εμείς κάνουμε σκηνικά με φυσικό υλικό, κανονικές κατασκευές. Θα έπρεπε να φτιαχτούν εκ νέου σκηνικά οπουδήποτε θα μας ζητούσαν και μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει κάτι τέτοιο. Το «Άνθρωποι και Ποντίκια» θα μπορούσε να στηθεί σε μια αποθήκη, σ’ ένα μηχανουργείο, εδώ ή στο εξωτερικό, για τα «Κόκκινα Φανάρια» όμως δεν υπάρχει καμία τέτοια σκέψη.

Πιστεύετε στο λεγόμενο «mind expansion» των ναρκωτικών ουσιών; Η παράσταση, ας πούμε, βρίθει από πρέζες και κόκες.

Τη δεκαετία του ’30, του ’40 και του ’50, όλοι οι ποιητές ήταν φουλ στα ναρκωτικά, στα οπιούχα και στα παραισθησιογόνα. Κάνανε αισιόδοξη τέχνη. Η δική μας γενιά είναι σχεδόν αποστειρωμένη με το φυσικό μεταλλικό νερό και τα γυμναστήρια, κάνοντας τελικά απαισιόδοξη τέχνη. Σαν να μην υπάρχει ελπίδα.

Έχει να κάνει και με την ευδαιμονία της σύγχρονης εποχής, πλασματική ή ρεαλιστική.

Σωστά, δεν μιλάω μόνο για τα ναρκωτικά, αλλά αυτοί τότε ήταν μες τις καταχρήσεις και τα μυαλά τους γεννούσαν ωραία πράγματα. Κάτι άνοιγαν μέσα τους οι ουσίες, κάτι γινόταν. Επειδή εγώ είμαι του αλκοόλ πιο πολύ, υπάρχει η φοβερή ατάκα του Ζεράρ Ντεπαρτιέ: «Το αλκοόλ σε κάνει πιο λυρικό». Κάτι κάνει για να το πίνουμε το γαμημένο! Σε χαλαρώνει, σου σπάει τις αντιδράσεις…

Είστε 44 ετών κι έχω την εντύπωση ότι συνομιλώ με έναν εικοσάρη.

Έτσι είμαι μέσα μου, έτσι νιώθω, σαν πιτσιρικάς αλητάμπουρας. Με σας μιλάω πιο άνετα γιατί κατά κάποιο τρόπο σας εκτιμώ και δεν φοβάμαι να εκτεθώ τόσο πολύ. Είναι δύσκολο να δίνεις στημένες συνεντεύξεις, αφόρητο. Και τι είναι συνήθως μία συνέντευξη; Λες πράγματα μέχρι εκεί που αντέχει το σύστημα και το μέσο που τη φιλοξενεί. Αρχίζεις να σκέφτεσαι πολύ κι εγώ δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος, δεν θέλω να δίνω πολλές συνεντεύξεις, γιατί όπου πάω λέω αυτό που νιώθω. Άμα μπεις στη διαδικασία πως θα το πάρει ο ένας και πως ο άλλος, ειδικά την εποχή που ζούμε, αρχίζω να ζορίζομαι άσχημα.

Λειτουργείτε με το ένστικτο;

Πάρα πολύ! Και παρορμητικός πολύ είμαι!

Η σκέψη λογοκρίνει το ένστικτο;

Αυτό είναι βασανιστήριο. Όπως και η ίδια η λογική. Γάμησε τα…Έχω μεγάλο πρόβλημα με τη λογική, δεν τη γουστάρω καθόλου. Η λογική είναι ότι γνώρισες μέσω των εμπειριών σου μέχρι τα 30 σου. Μετά από ένα χρόνο, μπορεί να μάθεις ένα άλλο και να αναιρέσεις κάτι που ήξερες ίσαμε τότε. Συνεπώς, εγώ είμαι πιο πολύ της τρέλας, του ονείρου – πιο καλά με οδηγεί η τρέλα, νομίζω, παρά η λογική. Αν ήμουν λογικός, δεν θα είχα φτιάξει το Cartel, εγώ κι άλλοι δύο, που δεν είχαμε φράγκο και μάζευα εκατό ευρώ το μήνα, έχοντας και έγκυο την πρώην σύζυγο μου. Οι καλλιτέχνες είμαστε άνθρωποι που δεν τους αρέσει και πολύ να ζουν στην πραγματικότητα. Δεν μας ταιριάζει, θέλουμε τη μαγεία, το φευγιό, την τρέλα, το άλλο. Καταρχάς είμαι ολότελα ανίκανος να κάνω μια δουλειά στην τράπεζα ή στο λογιστή. Μα την Παναγία! Ποτέ, δεν μπορώ, παθαίνω κατάθλιψη αν με βάλεις σε μία ουρά να περιμένω.

Και στέλνετε άλλους;

Το κάνουν άλλοι για μένα. Δεν μπαίνω καν στη διαδικασία να μιλήσω για τα λογιστικά μου με τον λογιστή, αφού δεν τα καταλαβαίνω. Είναι η Φαίη Τζίμα εδώ, που έχει αναλάβει όλο αυτό το κομμάτι και το τρέχει. Εγώ, ειλικρινά, δεν έχω ιδέα τι παίζει εδώ μέσα με τα οικονομικά.

Έχει μιαν αθωότητα όλο αυτό.

Και μια τεμπελιά! Υπάρχει και το «Δικαίωμα στην τεμπελιά» του Λαφάργκ! Ωραίο βιβλίο ήταν αυτό!

Δεν θα’ταν άσχημη μια κοινωνία τεμπέληδων, αλλά άντε πες το σ’ ένα Γερμανό τεχνοκράτη.

Θα σε κατακρίνει 100%, αλλά είναι κι ωραίο. Που αλλού έχουν τόσες καφετέριες, όπως εμείς, για να την αράζουμε να πίνουμε το καφεδάκι μας και να σκεφτόμαστε όλη μέρα; Πουθενά αλλού! Πήγα πρόσφατα στη Ρώμη, τίποτα! Εδώ έχουμε σε κάθε στενό καφετέρια και σουβλατζίδικο, αραλίκι. Και λίγο δουλειά, εντάξει! Που να τα ζήσουν αυτοί αυτά; Οι άλλοι σε Αμερική κι Ευρώπη δουλεύουν σαν τα σκυλιά απ’ το πρωί ως το βράδυ. Βάζω και τους καλλιτέχνες μέσα. Εκεί οι καλλιτέχνες είναι σαν τους άλλους, επιχειρηματίες. Τους βλέπεις πως είναι.

Άρα εδώ επιβιώνει το μοντέλο του κάπως πιο «καταραμένου» καλλιτέχνη;

Δεν υπάρχει αυτό, πάει! Τώρα βλέπεις όλους τους ηθοποιούς στο κυνήγι, προσέχουν τον εαυτό τους, τη διατροφή τους, την εικόνα τους στα social media, τα αρχίδια μου – τα μύδια μου. Που ειν’ ο άλλος στα υπόγεια να μπεκροπίνει;

Ξέρετε, ο Μάνος Χατζιδάκις όταν πρωτοσυνάντησε τον νεαρό Ντούσαν Μακαβέγιεφ, ένας λόγος που δέχτηκε να του γράψει μουσική, ήταν που τον βρήκε να ζει σ’ ένα τρισάθλιο διαμέρισμα με αρουραίους να κόβουν βόλτες ανάμεσα στα πόδια τους.

Λογικό, τον γοήτευσε το περιθώριο του. Και μένα με γοητεύει πάρα πολύ το περιθώριο, γιατί εκτιμώ πολύ τους ανθρώπους που ζουν και κινούνται εντός του. Μιλάω εκ πείρας, όχι τουριστικά, αν κι εγώ τώρα μια χαρά είμαι, καρασυστημικός θεωρούμαι. Το ένα πόδι μου, όμως, είναι εκεί, γιατί το έζησα, είναι το παρελθόν μου. Οι άνθρωποι με τις αρρώστιες και τις ψυχώσεις τους, σημαίνει πως κάπου φτάσανε πάνω απ’ τα όρια τους. Έχω μεγάλη αγάπη γι’ αυτούς, πώς το λένε, τους καταλαβαίνω καλύτερα.

Ποια θα ήταν η ιδανική κοινωνία για σας;

Αναρχική!

Δηλαδή;

Αυτά που λέγανε ο Μπακούνιν και όλοι οι μεγάλοι θεωρητικοί του αναρχισμού. Να μπορούσαμε να φτάσουμε σ’ ένα τέτοιο πνευματικό επίπεδο που ο ένας να μην επηρεάζει την ελευθερία του άλλου. Η αναρχία για μένα είναι η μεγαλύτερη αγάπη για τον άνθρωπο.

Θα δηλώνατε αναρχικός;

Θα ήθελα να είμαι αναρχικός, αλλά δεν μπορώ. Δεν έχω τα αρχίδια να είμαι! Το πίστεψα κάποια στιγμή, αλλά η ζωή μου τώρα δεν έχει καμία σχέση με αναρχία. Θα ταυτιζόμουν σήμερα με τον Τραπεζίτη του Φερνάντο Πεσόα, που είχε λύσει το θέμα της ύλης και μπορούσε να κάνει ότι ήθελε σε αντίθεση με τον άλλον, τον Δημοσιογράφο, που ήταν εξαρτημένος απ’ το σύστημα, εφόσον έπρεπε να δουλεύει. Φοβερό βιβλίο ήταν κι αυτό! Η Ουτοπία της Αναρχίας με πηγαίνει μπροστά, παρόλο που μπορεί να μην τη φτάνω. Με κάνει να προσπαθώ για κάτι καλύτερο.

Ας τελειώσουμε αυτή την κουβέντα με το τέλος της παράστασης: Πως σας ήρθε, αλήθεια, να χρησιμοποιήσετε το Τροπάριο της Κασσιανής μέσα στο υπό διάλυση πορνείο;

Μα αυτό το τροπάριο δεν μιλάει για την αμαρτία; Μάλλον δεν παρατηρήσατε ότι ο άλλος μετά τον αγιασμό με τον βασιλικό, πάει στο μπαρ και τον κάνει μοχίτο, τον χτυπάει και τον πίνει (γέλια). Ήταν ωραία έμπνευση αυτό, το ομολογώ.

Ήταν μια αποδόμηση του θρησκευτικού στοιχείου μες την παράσταση;

Ήταν. Δεν πιστεύω, δεν έχω σχέσεις με τον Θεό. Μεγάλωνα με το να με πηγαίνει η μάνα μου στις εκκλησίες. Έχω ζήσει την κατάνυξη του Επιταφίου και σέβομαι τα πατροπαράδοτα έθιμα. Μ’ αρέσει ακόμα να τα παρακολουθώ. Κάτι εισπράττω, κάτι νιώθω κι αυτή η μουσική δημιουργεί μιας μνήμη μέσα μας, που έρχεται για να διαλυθεί.

Τελικά «η αμαρτία είναι βυζαντινή και ο έρωτας αρχαίος»;

Πρώτη φορά το ακούω αυτό! Φυσικά, εκείνη την εποχή δεν υπήρχε αμαρτία, ούτε το ενοχικό στοιχείο. Τώρα που το συζητάμε, ίσως είναι η μοναδική σκηνή αυτή με το Τροπάριο της Κασσιανής, για την οποία νιώθω πραγματικά περήφανος. Κάπου, όταν ήμασταν στο παλιό Cartel, άκουσα από μακριά μια εκκλησιαστική λειτουργία και αποφάσισα να την εντάξω, έτσι όπως έμπαινε και έδενε με τις άλλες μουσικές του έργου.

Θέλετε να πείτε κάτι άλλο που να μην το είπαμε;

Αυτή τη στιγμή ετοιμάζω το «Έγκλημα και Τιμωρία» και, πιστέψτε με, είμαι ολόκληρος εκεί, αυτό απασχολεί το μυαλό μου.

* Το έργο «Τα Κόκκινα Φανάρια» του Αλέκου Γαλανού σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη παίζεται κάθε Σάββατο και Κυριακή στις 21.00 στον τεχνοχώρο Cartel (Λεγάκη 7, Άγιος Ιωάννης Ρέντη). Διάρκεια παράστασης: 180 λεπτά με ένα δεκάλεπτο διάλειμμα. Τιμή εισιτηρίου: 20, 17 και 15 ευρώ. Τηλέφωνο επικοινωνίας: 693 98 98 258

Μαλαισία: 10 νεκροί από σύγκρουση στρατιωτικών ελικοπτέρων – Σοκαριστικό βίντεο ντοκουμέντο

Μαλαισία

Μαλαισία: 10 νεκροί από σύγκρουση στρατιωτικών ελικοπτέρων – Σοκαριστικό βίντεο ντοκουμέντο

Οι 10 άνθρωποι που έχασαν τη ζωή τους ήταν μέλη των πληρωμάτων των δύο ελικοπτέρων

Καιρός: «Πέπλο» αφρικανικής σκόνης σε όλη τη χώρα – Άνεμοι τύπου Φοέν έως 9 μποφόρ σε πολλές περιοχές

6098364

Καιρός: «Πέπλο» αφρικανικής σκόνης σε όλη τη χώρα – Άνεμοι τύπου Φοέν έως 9 μποφόρ σε πολλές περιοχές

Τι είναι οι άνεμοι τύπου Φοέν οι οποίοι μαζί με την αφρικανική σκόνη θα κυριαρχήσουν…

ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ: Απολύτως ανακριβές το δημοσίευμα της «Εφ.Συν.» για τον αποκλεισμό του Αντώναρου

5616196

ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ: Απολύτως ανακριβές το δημοσίευμα της «Εφ.Συν.» για τον αποκλεισμό του Αντώναρου

Η αξιωματική αντιπολίτευση το χαρακτηρίζει «απολύτως ανακριβές» ενώ σημειώνει ότι και το δημοσίευμα που ακολούθησε…