Η Άννα Φόνσου στην ωραιότερη συνέντευξη που έχει δώσει ποτέ!

«Ξέρω ότι θα πεθάνω, αλλά έχω ένα όνειρο: Να τακτοποιήσω τα θέματα μου, να φύγω απ' την Ελλάδα και να λένε όλοι: ''Θυμάσαι την Άννα Φόνσου, που είχε κάνει το Σπίτι του Ηθοποιού; Που να είναι τώρα;'' Κι εγώ να έχω πεθάνει έξω απ' την Ελλάδα»

69206948 2355496937903700 1189026305367080960 n

Η ανήσυχη φύση της Άννας Φόνσου φάνηκε όταν, ενώ άλλοι συνάδελφοί της εξαργύρωναν τη μεγάλη δημοφιλία τους με τα πιο προβλέψιμα αποτελέσματα, εκείνη ίδρυσε το Προσκήνιο, προτείνοντας έργα Μπέκετ, Κάφκα και Σαρτρ με την αρωγή σημαντικών διανοούμενων. Ύστερα ήρθε το Σπίτι του Ηθοποιού, η αιτία που σήμερα χαρακτηρίζεται ως «κοινωνική ακτιβίστρια» εκτός από «ηθοποιός» στο πλούσιο βιογραφικό της.

Τη Φόνσου τη βρίσκει κανείς πανεύκολα, με ένα τηλεφώνημα στο Σπίτι του Ηθοποιού, που συνήθως απαντά η ίδια. Γι’ αυτό το λόγο και μόνο, μια συνέντευξη δεν είναι εύκολη μαζί της. Ελλοχεύει ο κίνδυνος να ξεπέσει σε «life style» λεπτομέρειες ή στα προσωπικά – ερωτικά της, διότι η Φόνσου υπήρξε και παραμένει ερωτικός άνθρωπος. Στο δικό μου τηλεφώνημα, ήταν απ’ την πρώτη στιγμή προσηνής και θετική. Συμφωνήσαμε να κάνουμε ή, έστω, να προσπαθήσουμε για μια διαφορετική συνέντευξη, που θα διαπερνά ολόκληρο τον βίο της και τους σημαντικότερους σταθμούς του.

Τη συνάντησα στο Σπίτι του Ηθοποιού. Δίπλα της είχε την κυρία Άντα, την επί 28 χρόνια στενή συνεργάτιδα της Αλίκης Βουγιουκλάκη. «Τώρα είναι δική μου βοηθός» μου είπε, «όπως θα τό’θελε η Αλίκη». Η Βουγιουκλάκη, άλλωστε, είχε παντρέψει τη Φόνσου με τον πρώτο της σύζυγο και έκτοτε κράτησαν μεγάλη φιλία.

Αρχικά μας έγινε μια ξενάγηση στο εξαώροφο κτήριο: Μεγάλες φροντισμένες βεράντες, σαλονοτραπεζαρίες, βιβλιοθήκες, πορτραίτα των πιο γνωστών και μεγάλων ηθοποιών, πολλοί πίνακες, μέχρι και η πολυθρόνα που καθόταν ο…Σον Κόνερι όταν έκανε τον Τζέιμς Μποντ πριν από πενήντα χρόνια. Στον πρώτο όροφο είδαμε τα δωμάτια κάποιων φιλοξενούμενων ηθοποιών. Με αριθμούς στις πόρτες – λογική ξενοδοχείου που κάνει τον άλλον να έχει συναίσθηση μιας προσωρινής, όσο και καλής διαμονής. Μια πόρτα ήταν ανοιχτή. Στο άνοιγμα της, πρόσεξα έναν μικρό τενεκέ με λάδι και ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια. Ακουγόταν τηλεόραση. Δεν θέλησα να εισβάλλω στον προσωπικό χώρο του ανθρώπου. Προτίμησα να τρέξω να συναντήσω την Άννα Φόνσου στο γραφείο της και να συνομιλήσουμε για ένα γεμάτο δίωρο, στη διάρκεια του οποίου γελάσαμε πολύ, πάρα πολύ, η αλήθεια είναι. Μα, το χιούμορ και η αφοπλιστική ειλικρίνεια της Φόνσου είναι παροιμιώδη χαρακτηριστικά της! 

Στο τέλος, μας έκανε και το τραπέζι, μια μερίδα παστίτσιο με μαχαιροπίρουνα μιας χρήσης. Ένα μπολ με ελιές και κόκκινο κρασί. «Δεν θέλω να στερήσουμε τη σίτιση από κάποιον ηθοποιό» της είπα, αλλά μου εξήγησε πως είναι υπεραρκετό το φαΐ για τη συγκεκριμένη μέρα. Λίγο πριν φύγουμε, έριξα μια ματιά στα αυθεντικά κοστούμια της Βέμπο, της Μερκούρη, της Βλαχοπούλου και της Καρέζη που υποδέχονται τον κόσμο στην είσοδο του ιδρύματος. Πρόσεξα και το όμορφο σκιερό καφέ στον προαύλιο χώρο. «Ο καθένας μπορεί να έρχεται να πίνει τον καφέ του, αφήνοντας ότι θέλει στο κουτί ενίσχυσης» με ενημέρωσε η κυρία Άντα, όταν της είπα πως κάλλιστα εδώ θα γινόταν στέκι για επαγγελματίες και μη του θεάτρου και του κινηματογράφου. Τουλάχιστον, ήξερα πως σ’ αυτή την πρώτη μου επίσκεψη στο Σπίτι του Ηθοποιού, έφευγα παίρνοντας μαζί μου καταγραμμένο τον βίο ολόκληρο της ιδρύτριας του: Της δυναμικής, τολμηρής και αλληλέγγυας Άννας Φόνσου.

Κυρία Φόνσου, είστε ένα άχρονο πλάσμα εσείς, σαν να μην έχετε ηλικία.

Νομίζω εγώ το έχω δώσει αυτό να το καταλάβει ο κόσμος, γιατί μετά από τόσα χρόνια λέω δεν γίνομαι άχρονη κι αθάνατη να ηρεμήσω;

Αθάνατη είπατε;

(γελάει) Ναι…

Γίνεται αυτό; Δεν γίνεται.

Δεν ξέρεις! Και το Σπίτι του Ηθοποιού έλεγαν δεν γίνεται, αλλά έγινε.

Είστε δηλαδή των μεταφυσικών ανησυχιών;

Είμαι γενικά των ανησυχιών. Κάποτε νόμιζα ότι θα μου σταματήσουν, αλλά έχω φοβερά άγχη, περίεργα, για πράγματα μικρής σημασίας. Τα δύσκολα, ξέρετε, με πεισματώνουν και τα φέρνω βόλτα, για σαχλαμαρίτσες ωστόσο, όπως το να τσακωθεί ένας με μιαν άλλη εδώ μέσα για το φαγητό, αγχώνομαι πολύ.

Βέβαια, την αθανασία ένας καλλιτέχνης την κερδίζει με το έργο του, όχι βιολογικά, που είναι αδύνατον.

Γι’ αυτό καλό θα’ναι κι άλλοι ηθοποιοί να μιμηθούν αυτό που κάνω ή να έρθουν εδώ να μεγαλώσουμε αυτό το σχέδιο, να γίνονται πράγματα, να αφήσουν την ιστορία τους, όχι για υστεροφημία. Μια και δεν λειτουργεί το Θεατρικό Μουσείο, εμείς εδώ διατηρούμε αυθεντικά θεατρικά κοστούμια και μας επισκέπτονται σχολεία. Τους λέμε για την Κατίνα Παξινού και μας ρωτάνε «Ποια είναι αυτή;» Δεν ξέρουν τίποτα.

Λογικό δεν είναι; Ένας σημερινός εικοσάρης από που να την ξέρει την Παξινού;

Λογικότατο είναι. Γι’ αυτό είναι καλό όλα τα μεγάλα θέατρα να βάζουν κοστούμια και βιβλία να μπορούν να τα βλέπουν τα παιδιά, ειδικά σε παραστάσεις παιδικού θεάτρου. Τα παιδιά είναι πιο έξυπνα από μας, έχουν ανοιχτό μυαλό κι έτσι σκεφτόμαστε κι εμείς να ξεκινήσουμε παιδικό θέατρο.

Απ’ την άλλη, μια και κάνατε ένα κάλεσμα προς τους συναδέλφους σας, υπάρχουν ηθοποιοί που θέλουν να απομονώνονται, επιλέγοντας τη μοναξιά τους. Συμβαίνει σε κάθε ηλικιωμένο άνθρωπο όταν αποσύρεται απ’ τα πάντα.

Πολύ σωστό! Λίγοι είναι αυτοί…Τους περισσότερους τους ξεχνάμε. Θέλουν να’ναι στο σπίτι τους, αλλά είναι πολύ καλό να τους τηλεφωνάς, να πηγαίνεις να τους παίρνεις με το αυτοκίνητο για μια βόλτα- τα κάνω εγώ αυτά- και μετά, εντάξει, αν θέλουν την ησυχία τους, τους αφήνεις. Θυμάμαι τον Ερρίκο Μπριόλα που του τηλεφωνούσα κάθε μέρα κι ήταν τόσο ευγενικό παιδί, που δεν ήθελε να μου φέρει βάρος. Του είπα: «Μη σε νοιάζει, αλλά άμα νομίζεις πως με κουράζεις, να σου στείλω μια κοπέλα από δω να σου κάνει παρέα». Και μου είπε ναι! Έστελνα εγώ, πράγματι, μια κοπέλα κάθε απόγευμα που του πήγαινε βιβλία κλπ. Μετά τα ίδια κάναμε όταν μπήκε νοσοκομείο. Μπορεί να μην ήθελε να με κουράσει, αλλά είχε ανάγκη από μία παρέα, μία επικοινωνία…

Αυτό το αίσθημα αλληλεγγύης σας διακατείχε από παλιά;

Ναι, από παιδί.

Και «υπό την επήρεια» των γονιών;

Αν δεν γινόμουν ηθοποιός και δεν είχα αλληλεγγύη, θα γινόμουν δολοφόνος. Έχω μεγαλώσει πάρα πολύ άσχημα, είχα δύσκολα παιδικά χρόνια. Ήμουν πάρα πολύ φτωχιά και δεχόμουν ανταγωνισμό απ’ τα άλλα παιδιά, που ήταν σε καλύτερη μοίρα από μένα. Έπρεπε κάτι άλλο να γίνω. Είχα ένα φοβερό πατέρα, πέντε χρόνια στην εξορία μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη. Ποτέ δεν υπέγραψε τη δήλωση μετάνοιας! Στην Τήνο ένας αριστερός υπήρχε κι αυτός ήταν ο πατέρας μου – το λέω γιατί η Τήνος δεν φημίζεται για τους αριστερούς της. Είχε πάει Άι Στράτη, τον είχαν γυρίσει σε όλες τις φυλακές, αλλά δεν κακοπέρασε, γιατί τα είχε καλά με τους δεσμοφύλακες του, όχι από πρόθεση ή από κόλπο, αλλά από χαρακτήρα.

Ήτανε μειλίχιος άνθρωπος.

Ακριβώς. Απ’ τον πατέρα μου, μ’ άρεσε και μένα να βοηθάω τον κόσμο. Ίσως κι απ’ την ανάγκη, γιατί μεγαλώνοντας στην Καισαριανή, ήξερα πως όταν μια κυρία έλεγε «Αννούλα, πήγαινε φέρε μου εκείνο», εγώ θα έτρεχα.

Η μητέρα σας;

Η μητέρα μου ήταν μία καταπληκτική γυναίκα απ’ την Άνδρο- Νησιώτισσα κι αυτή-, αντίθετη απ’ τον πατέρα μου, δηλαδή πολύ ήσυχη και θρησκευόμενη. Ερωτευμένη με τον πατέρα μου μέχρι το τέλος της ζωής τους. Είχαν παντρευτεί όταν εκείνος ήταν 19 κι εκείνη 18, από παιδιά. Τους έχασα μέσα σε οχτώ μήνες και τους δύο, στα 60 τους. Πρώτα έχασα τον πατέρα μου, τον μεγάλο μου έρωτα, και μετά έχασα κι εκείνη, που πέθανε απ’ τον καημό της. Είχε περάσει πολλές κακουχίες ο πατέρας μου, είχε φάει ξύλο, και του βγήκε καρκίνος στο τέλος. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με το θάνατο και με είχε πειράξει πάρα πολύ.

Θα είχαν προλάβει, τουλάχιστον, να σας καμαρώσουν γνωστή ηθοποιό.

Ε, βέβαια. Άχρονη – άχρονη, αλλά τα’χω τα χρόνια μου, μην το παρακάνουμε (γέλια). Ο πατέρας μου ήταν ένας καλλονός, ένας απ’ τους ωραιότερους άντρες που θα’χες δει. Ήταν 1.88, πολύ ψηλός για την εποχή του, και 80 κιλά μια ζωή. Σαν κυπαρίσσι. Με μακριά μαλλιά!

Μακριά μαλλιά; Μου κάνει εντύπωση.

Ναι, τα’χε αφήσει από αντίδραση, γιατί τους κούρευαν. Του άρεσε και η μουσική, ασχέτως αν ήταν μανάβης. Από μικρή τον θυμάμαι να δένει πίσω τα μαλλιά του. Καταπληκτικός, κούκλος, δεν υπήρχε τέτοιος άνθρωπος.

Ήσασταν το μοντέλο του κοριτσιού του προσκολλημένου στον πατέρα.

Ναι, πολύ. Μου άρεσε που διάβαζε και που μου έμαθε από τότε να αποφεύγω τα πολύ απλά πράγματα. «Εσύ’σαι για μεγάλα πράγματα» μου έλεγε! Όταν έγινα γνωστή, μου είπε: «Το ”όνομα” δεν το χρειάζεσαι. Δεν είναι για τίποτα άλλο πέραν του να προσπερνάς τις ουρές και να εξυπηρετείσαι. Εσύ κοίτα να γίνεις καλή ηθοποιός και να διαβάζεις». Δεν τό’χε καθόλου με το σταριλίκι.

Και ήταν μανάβης. Αυτός έκανε ένα κατ’εξοχήν λαϊκό επάγγελμα κι εσείς μεγαλώνατε μέσα σε τελάρα με φρούτα.

Άσε το πώς μεγάλωσα…Εκείνος ήταν στη φυλακή κι εγώ ήμουν εσωτερική στις Καλόγριες στην Τήνο. Ήταν καθαρίστρια εκεί η γιαγιά μου και μπορούσε να πάρει ένα παιδί. Ερχόμουν Αθήνα Πάσχα – Χριστούγεννα κι εκεί πέρναγα όλο το καλοκαίρι. Είχα κι ένα γάιδαρο που τον λέγανε Αδόλφο – Αλφόνσο και πήγαινα στη λαχαναγορά να πουλάω λεμόνια, κολοκυθάκια, καρπούζια.

Ναι, είναι σχολείο η επαφή με τον λαϊκό κόσμο.

Κι εγώ δεν ήμουν καθόλου κορίτσι με πιάνο – γαλλικά, αν και τα γαλλικά μετά τα έμαθα. Είχα και μια αδερφή, την οποία την έχω χάσει κι αυτή…Στα 49 της…Είχε ινώσεις στους πνεύμονες χωρίς να καπνίζει. Γι’ αυτό, όποτε μου λένε για το Θεό, επειδή δεν τα πήγα ποτέ καλά με τη θρησκεία, λέω: «Τώρα πια τον φοβάμαι τον Θεό».

Υπήρξε τιμωρητικός απέναντι σας.

Εντελώς. Τον φοβάμαι και λέω «Άσε μας τώρα, καλά είμαστε εδώ»…Όταν ήρθα από την Τήνο στην Καισαριανή, πήγαινα στο 4ο γυμνάσιο στο Παγκράτι, όπου έμπαινες με εξετάσεις τότε.

Ξεχωρίζατε ως κορίτσι;

Σαν ομορφιά;

Ναι.

Όχι, τίποτα. Ήμουν αγοροκόριτσο κι επειδή είχα πιάσει τη ζωή απ’ τα μαλλιά, ήμουν η πρώτη μαθήτρια! Ο Τσάμης ο καθηγητής ο μαθηματικός με αναφέρει στο βιβλίο του! Τα πήγαινα πολύ καλά με τις θετικές επιστήμες. Ήμουν στη βιοπάλη με τη μάνα μου και την αδερφή μου ταυτόχρονα, αλλά μετά συνέβη κάτι και πως δεν τρελάθηκα! Δεκατεσσάρων ετών έδειρα έναν αστυφύλακα και με απέβαλλαν απ’ όλα τα δημόσια σχολεία της Ελλάδας!

Μ’ αρέσει αυτή η ιστορία.

Καταρχάς δεν ήθελα να τον δείρω τον άνθρωπο, μπορούσε να με πλακώσει και να με κάνει τουλούμι. Ήταν τα επεισόδια τότε με την Κύπρο και τον ΕΟΚΑ κι εγώ ήμουν πρώτη σε όλα τα συλλαλητήρια. Έφτανα εκεί και τους ρώταγα: «Πείτε μου γιατί είμαστε εδώ; Για καλό θα είναι» (γέλια). Μπορεί να μάθαινα επί τόπου το λόγο, αλλά δεν έλειπα από κανένα συλλαλητήριο. Είχα πάει, λοιπόν, με μία συμμαθήτρια μου κι ένας μπάτσος μας αγριοκοίταζε. «Φύγε από δω, μικρή» μου λέει, «γιατί θα σε πιάσω και θα σε πάω στο τμήμα»! «Σιγά, ρε, που θα μας πας στο τμήμα» του κάνω, αρπάζω μια πέτρα και του την πετάω στο κεφάλι. Τον πήραν τα αίματα, με πιάσανε, με πήγαν στο τμήμα, όπου τους είπε ο πατέρας μου: «Η μία που πιάσατε είναι, πράγματι, η κόρη μου. Η άλλη δεν ξέρω ποια είναι»…Όταν πήρα αποβολή απ’ όλα τα σχολεία, μου λέει ο πατέρας μου: «Και τώρα στο μανάβικο. Τι να κάνουμε; Λεφτά δεν έχουμε να πας σε ιδιωτικό».

Δεν τον ένοιαξε τον πατέρα σας, ως φαίνεται, που χτυπήσατε αστυφύλακα.

Όχι, του άρεσε που ήμουν επαναστάτρια. «Όταν σε πειράζουν οι αρχές, σε προσβάλλουν κλπ., μην καθυστερείς» με συμβούλευε, «όρμα πάνω τους! Αυτά γίνονται γρήγορα, στο τσακ μπαμ». Τότε, λοιπόν, μια φίλη μου με ενημερώνει πως ζητάνε κομπάρσους στο θέατρο. Ποτέ δεν είχα δει θέατρο στη ζωή μου. Ακόμη και στις παραστάσεις που κάναμε στις Καλόγριες, ήμουν η χειρότερη. Έπρεπε να πω «Είμαι μια ωραία μαργαρίτα» κι έλεγα «Παπαρούνα», ξέχναγα τα λόγια μου. «Τι είναι κομπάρσος;» ρωτάω τη φίλη μου. «Θα κάθεσαι και δεν θα μιλάς»…Πάμε πρώτα στου Κατράκη και βλέπουμε μια ουρά μέχρι έξω. «Δεν θέλουμε άλλους» ακούμε έναν να φωνάζει κι εγώ βάζω τα κλάματα και λέω «Μα, είναι δυνατόν να μην πάρουν εμάς και να παίρνουν όλους τους γέρους;» Τότε έρχεται ένας ψηλός, κάπως περίεργος…Εγώ, αν και δεκατεσσάρων, ήμουν ένα σχηματισμένο, αναπτυγμένο κορίτσι. «Τι έχεις εσύ, γιατί κλαις;» με ρωτάει κι αρχίζω να του λέω όλη την ιστορία μου, «είμαι αυτή που έδειρα έναν αστυφύλακα και με διώξανε» κλπ. Με άκουγε και γούρλωσαν τα μάτια του, «Τι έχεις κάνει; Έδειρες αστυφύλακα;» Μου συστήθηκε. Ήταν ο Νότης Περγιάλης! «Δεν σας ξέρω» του κάνω, «μόνο τον Διονύσιο Σολωμό ξέρω απ’ το σχολείο. Είστε σαν κάτι τέτοιο;» Και μου απαντάει: «Όχι, είμαι λίγο πιο κάτω απ’ το τέτοιο» (γέλια). Του ζήτησα να με βοηθήσει, είπε να μου δώσει λεφτά και του’πα πως λεφτά βγάζω και μόνη μου. Εκείνη την ώρα πέρναγε ένας άλλος. «Έλα δω, ρε» τον φωνάζει, «δουλεύεις ακόμα στην Κατερίνα;» Λέει ναι. Αυτός κατασκεύαζε σκηνικά, δεν ήταν σκηνογράφος. «Το κοριτσάκι αυτό ζητάει δουλειά» τον ενημερώνει ο Περγιάλης, «μήπως μπορείς να βοηθήσεις;» Τότε ακούμε να λέει πως η Κυρία Κατερίνα ανέβαζε το έργο «Μάρτυς Κατηγορίας» και ζητούσε κομπάρσους για το δικαστήριο. Κάνει για μένα: «Αυτό είναι μικρό, όμως, δεν θα κάνει»…Πετάγομαι εγώ: «Μπορώ ν’ αλλάξω να φαίνομαι μεγαλύτερη». Με συμβουλεύει να περάσω από το θέατρο και να βρω τον φοβερό κύριο Γιολάση ώστε μετά να με δει ο σκηνοθέτης ο Πλωρίτης. Πήγα το ίδιο βράδυ. Το θέατρο της κυρίας Κατερίνας βρισκόταν εκεί που είναι σήμερα ο ΟΤΕ στην 3ης Σεπτεμβρίου. Πήρα τον γάιδαρο μου και τον έδεσα κι εκεί απ’ έξω κάπου.

Πήγατε για οντισιόν με τον γάιδαρο, σοβαρά τώρα;

Ε, με τι να πήγαινα, με ταξί; Τότε στην πλατεία Βικτωρίας μπορούσες να δέσεις και άλογο, όχι μόνο γάιδαρο. Τον δένω, λοιπόν, μπαίνω μέσα, φόραγα κι ένα ωραίο φόρεμα από μια φίλη μου, και τρελαίνομαι! Βλέπω ανθρώπους να μιλάνε και να γελάνε από κάτω. Ήταν ο Νίκος Ξανθόπουλος, η Κάκια Αναλυτή, ο Γιώργος Ζάνης, η Μαίρη Λαλοπούλου – τους θυμάμαι όλους! Βλέπω και μια γριά να βγαίνει. «Ποια είναι αυτή η γριά;» πάω και ρωτάω την ταξιθέτρια, όρθια εγώ. «Κάτσε κάτω, ρε παιδί μου» μου κάνει, «η Κυρία Κατερίνα είναι, που την είπες γριά». Σαράντα χρονών ήταν τότε η γυναίκα, αλλά εμείς τους βλέπαμε γέρους. Γίνεται διάλειμμα, τρέχω εγώ ξοπίσω. «Που πας;» μου φωνάζει η ταξιθέτρια. «Κομπάρσος»…«Κάτσε εδώ να φωνάξω τον κ. Πλωρίτη. Κανείς δεν μπαίνει στο καμαρίνι της Κυρίας Κατερίνας»…Φεύγει αυτή να καλέσει τον σκηνοθέτη, ορμάω εγώ στο καμαρίνι. Χτυπάω την πόρτα, ακούω μια φωνή παράξενη από μέσα: «Ναι, ποιος είναι;»…«Εγώ»…«Ποιος εγώ;»…Ανοίγω την πόρτα, αυτή κάνει «Ααααα», δεν το περίμενε να έβλεπε ένα παιδί. «Αχ, μην κάνετε έτσι» της λέω, «να σας πω κάτι; Εγώ έχω δείρει έναν αστυφύλακα»! Τα χάνει η κακομοίρα (γέλια). «Ξέρω ότι θέλετε κομπάρσους, δεν έχω λεφτά να πάω σε ιδιωτικό σχολείο και σας έφερα το ενδεικτικό μου που έβγαλα 19,9!» Αρχίζει αυτή να φωνάζει τον άντρα της: «Τίτο, ελάτε εδώ! Μάριε, Χρήστο», έπαιζε και ο Χρήστος Τσαγανέας μαζί τους. «Ήρθε εδώ αυτό το παιδάκι και ακούστε τι μου λέει! Χτύπησε αστυφύλακα, έβγαλε 19,9 στο σχολείο! Τι θες από μένα, κοριτσάκι μου;»…«Να με πάρετε κομπάρσο»…«Δεν γίνεται, είσαι μικρή»…Αρχίζω επί τόπου τα κλάματα. Με λυπήθηκε, «Σας παρακαλώ, φέρτε της ένα γλυκό» τους έλεγε…«Θα με πάρετε, κυρία Κατερίνα; Θα κάνω ότι θέλετε, αρκεί να παίρνω λίγα λεφτά να βγάλω το ιδιωτικό μου»! Με ρώτησε τι δουλειά κάνουν οι γονείς μου, της είπα μπαμπάς μανάβης, μαμά καθαρίστρια. «Τι είναι αυτό το παιδί;» αναρωτιόταν, «ξέρεις να μας πεις τίποτα;» Της απαντάω «Χορεύω», αλλά μου κάνει «Ε, δεν θα μας χορέψεις εδώ μεσ’ στο καμαρίνι. Κάνα ποίημα ξέρεις;» Ήξερα ένα ποίημα απ’ το σχολείο για μια μάνα που είχε τέσσερα παιδάκια και θα πέθαινε. Έπεφτα εγώ στο πάτωμα, τους έκανα «Φύγετε, πηγαίντε παραπέρα, θα πεθάνω σε λίγο» (έχουμε σκάσει στα γέλια) Τρελάθηκε η Κυρία Κατερίνα! Με συμπάθησε και, όπως αποδείχτηκε, μετά τη μάνα μου, αυτήν είχα! Μου δίνει να διαβάσω μια σελίδα, «Πόση ώρα θες να το μάθεις;»…«Καλέ, αμέσως, γυρίστε λίγο απ’ την άλλη»…Το μαθαίνω κατευθείαν, αλλά επειδή αυτή θα έμπαινε μέσα και θα έλεγε «Αυτός είναι ο ένοχος», ρωτάω «Συγγνώμη, αυτή το ήξερε πολύ πριν;»…«Θα μας τρελάνει» λέει η Κυρία Κατερίνα, «έλα, πες μας τη σελίδα». Εγώ να επιμένω: «Πρέπει να ξέρω! Αλλιώς είναι να ξέρει από πριν τον ένοχο κι αλλιώς να τον ανακαλύπτει κι αυτή τώρα»…«Πες το όπως θες»…Το λέω και απεφάνθη η Κυρία Κατερίνα: «Παιδιά, αυτήν θα την πάρουμε, είναι το παιδί – θαύμα. Πρεμιέρα την άλλη βδομάδα. Θα της βάψω και φραουλιά τα μαλλιά»!

Έτσι βγήκατε στο θέατρο, λοιπόν.

Έτσι βγήκα στο θέατρο κι από τότε το αγαπώ, όπως και σήμερα! Με σταμάτησαν, όμως στη μία εβδομάδα. Δεν είχα την άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος. Εγώ πάλι να κλαίω, αλλά η Κατερίνα μου έλεγε: «Δεν θα σε αποχωριστώ ποτέ. Θα σε στείλω στο ιδιωτικό σχολείο και θα το πληρώνω εγώ». Τα πλήρωσε όλα, τέσσερις τάξεις, μέχρι που το τελείωσα κι ήμουν πρώτη. Ερχόταν στο σχολείο και όλοι την νόμιζαν για μάνα μου. Κάποια στιγμή με ρώτησε που μένω. Ήρθε στην Καισαριανή και είδε που μέναμε σε μία αυλή με πέντε άλλες οικογένειες και με μία τουαλέτα. Μέσα σε μια βδομάδα, έψαξε και μας νοίκιασε σπίτι. Μιλούσα με συγγενείς και τους έλεγα: «Να σκεφτείς ότι το μπάνιο είναι μέσα στο σπίτι», τόση εντύπωση μου’χε κάνει αυτό.

Φοβερά πράγματα, δεν γίνονται αυτά.

Στη συνέχεια να δεις…Είδε που είχαμε βάλει σούστα πίσω απ’ το γάιδαρο και μας νοίκιασε μαγαζί, μανάβικο. Της είχα αδυναμία, αλλά και γι’ αυτήν ήμουν το παιδί που ποτέ δεν έκανε. Της πήγαινα κάθε μέρα τόσα αχλάδια, που μετά δεν νομίζω να τα ξανάφαγε στη ζωή της, τα σιχάθηκε (γέλια).

Ισχύει ότι είχατε παίξει μαζί στο θέατρο ένα από τα πρώτα γυναικεία γκέι ζευγάρια;

Άντε καλέ, εγώ μικρούς ρόλους έπαιζα μόνο εκεί. Άσε που δεν ανέβαζε τέτοια έργα, άμα το άκουγε τώρα αυτό μπορεί και να λιποθυμούσε. Αφού με ρωτούσε «Είσαι παρθένα; Παρθένα θέλω νά’σαι» κι εγώ της έλεγα «Ναι, βέβαια, παρθένα» κι από μέσα μου έλεγα «Που νά’ξερες» (γέλια). Μπορεί να μην ήταν θρησκευόμενη, αλλά ήταν διανοούμενη, δεξιά συντηρητική μεγαλοαστή από πλούσια οικογένεια που είχε παντρευτεί τον Ανδρεάδη με τα τραίνα. Τώρα, βέβαια, γι’ αυτό που ρωτήσατε, ίσως έχετε ένα δίκιο, καθώς με μπερδεύουν με ένα έργο της Λίλιαν Χέλμαν που είχε παίξει η Κυρία Κατερίνα, αλλά μαζί με τη Λαμπέτη. Και πάλι δεν ήταν αμιγώς λεσβιακό έργο, αλλά έπαιζαν μόνο δύο γυναίκες και υπήρχε μια τέτοια ατμόσφαιρα. Πάντως, η Κυρία Κατερίνα με έφτιαξε εμένα. Με έστειλε και στη σχολή Ροντήρη.

Συνοπτικά, η Κυρία Κατερίνα σας σπούδασε, σας έφτιαξε σπίτι, μαγαζί και τη ζωή στο θέατρο.

Έτσι ακριβώς! Και την καλλιτεχνική μου ζωή, γιατί αν δεν είχα πάει στον Ροντήρη, δεν θα είχα τις σημερινές μου γνώσεις για το θέατρο. Το πιο αστείο είναι που πήγαινα τα κοστούμια της Κατερίνας στο καθαριστήριο, στο «Σταρ»: «Πόσα παίρνετε;» τους ρώταγα…«Δέκα»…«Οχτώ θα σας δώσω, έχω βρει αλλού με οχτώ»…Κι έτσι κρατούσα εγώ το δίφραγκο. Μία φορά μου λέει η Κυρία Κατερίνα: «Ανεβάζω την ”Κυρία δεν με μέλλει”, αλλά δεν χρειάζονται κομπάρσοι. Θα σε βάλω, αλλά μην τυχόν και μουρμουρίζεις και μας πιάσουν, που δεν έχεις άδεια». Της εξήγησα ότι πρέπει να παίξω και σ’ αυτό, γιατί εδώ και δύο χρόνια κάνω το και το με τα κοστούμια της στο «Σταρ»: «Διαπραγματεύτηκα τα κοστούμια σας για να σας πάρω ένα μεγάλο δώρο»! Εκτός του ότι έβαλε τα κλάματα, με παρότρυνε να το συνεχίσω αυτό. Της το πήρα τελικά το δώρο!

Τι ακριβώς ήταν;

Είχαμε πάει στο Παρίσι, γιατί μ’ έπαιρνε μαζί της και τη συμβούλευα στα ρούχα της. Είδε ένα φόρεμα και με ρωτάει: «Λες να το πάρω αυτό για τη ζωή μου;», καθώς αυτή δεν έβγαινε συχνά έξω. Ήταν ένα φόρεμα της Κοκό Σανέλ πανάκριβο, που δεν το πήρε. Έστειλα εγώ επιστολή στον Οίκο Σανέλ ότι θα ξαναέρθουμε και θα το πάρουμε το φόρεμα, δίνοντας τους μαζί μια προκαταβολή. «Εντάξει, η κυρία Κατερίνα Ανδρεάδη είναι η καλύτερη πελάτισσα μας» ήταν η απάντηση τους. Μετά, βέβαια, όταν γνώρισα την ίδια την Κοκό Σανέλ, της τό’πα κατ’ ιδίαν και κάναμε γέλια.

Πως προέκυψε η γνωριμία με τη Σανέλ;

Όταν παντρεύτηκα τον Κώστα Παλτόγλου και πήγαμε γαμήλιο ταξίδι στο Παρίσι, μείναμε στο ξενοδοχείο «Ριτς», το πιο πλούσιο τότε, στο οποίο όλη της τη ζωή έμενε η Κοκό Σανέλ. Λέω του Κώστα «Ξέρεις ποια θέλω να μου γνωρίσεις;» κι αντί να του πω τη Σιμόν Σινιορέ, του είπα την Κοκό Σανέλ! Έτσι τη γνώρισα και της είπα την περιπέτεια με το φουστάνι. Την είχα ρωτήσει «Δεν θα έρθετε ποτέ εσείς στην Ελλάδα;» και δεν θα ξεχάσω ποτέ την απάντηση της: «Όχι, γιατί εκεί η ηλικία είναι ποινικό αδίκημα». Εγώ, βέβαια, τότε ήμουν δεκαεννιά ετών κι έλεγα μέσα μου: «Τι λέει αυτή τώρα…» 

Στου Ροντήρη είχατε πάρει την άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος;

Όχι, γι’ αυτό κι εκεί βουβά ρολάκια έπαιζα. Σ’ ένα χρόνο όμως έδωσα εξετάσεις και στην επιτροπή ήταν Μινωτής, Λαμπέτη και ότι καλύτερο υπήρχε στο ελληνικό θέατρο. Πέρασα με την πρώτη! Ήμουν και άριστη στο πένταθλο, σε πολύ καλή φυσική κατάσταση δηλαδή. Έγινα επαγγελματίας και ως νόστιμη που ήμουν, έπαιξα και σε μία ταινία, «Ο Φανούρης και το σόι του» λεγόταν. Εκεί κοντά έπαιζα και με τη Βέμπο, ώσπου έρχεται ο παραγωγός και λέει του Μπάρκουλη ότι η Βουγιουκλάκη δεν θέλει να κάνει το αγοροκόριτσο και προτιμά να παίξει στη «Μουσίτσα». Ο Μπάρκουλης δείχνει εμένα και του λέει: «Δεν παίρνεις τη μικρή; Είναι ωραίος ρόλος το Αγοροκόριτσο. Αυτή θα γίνει σπουδαία μια μέρα». Η Αλίκη, στο μεταξύ, ήταν ήδη φίρμα, μεγάλη. Παίζοντας στο «Αγοροκόριτσο», έγινα φίρμα κι εγώ.

Μιλήστε μου λίγο για τη συνεργασία σας με τη Σοφία Βέμπο.

Η Βέμπο ήταν μια γυναίκα άλλη. Πολύ σεμνή και πολύ προοδευτική.

Η Καλή Καλό, βέβαια, αλλιώς μου τα’χε πει. Τη θεωρούσε τρομερά αθυρόστομη.

Καλά, ίσως, δεν ξέρω…Ίσως αν έβλεπε ότι «κοιτάς» τον άντρα της, τον Τραϊφόρο, γιατί ήταν πολύ ερωτευμένη μαζί του. Εμένα, πάντως, με αντιμετώπιζε σαν παιδάκι και μ’ αγαπούσε. Μάλιστα, το παλτό της που μου είχε χαρίσει, το έχουμε σήμερα εδώ στο Σπίτι του Ηθοποιού. Η αλήθεια είναι πως μία σαιζόν συνεργαστήκαμε, δεν τη γνώριζα καλά, δεν πολυμιλούσαμε, γιατί όλη την ώρα τσακωνόταν μ’ αυτές, με την Καλή Καλό και τις άλλες (γέλια)

Συνεργασία πιο στενή είχατε και με τη Ρένα Βλαχοπούλου.

Η Ρένα ήταν καταπληκτική! Κοίτα, αυτές, εκτός από την Κυρία Κατερίνα, δεν έγιναν ποτέ φίλες μου, όπως έγιναν η Αλίκη και η Τζένη. Σε όλες τις γυναίκες αυτές, εγώ έδειχνα σεβασμό με αποτέλεσμα να μου λέει η Βλαχοπούλου: «Είναι δυνατόν εσύ να δείχνεις σεβασμό σε μένα;» Θυμάμαι ότι στα τελευταία της, επειδή ήξερα ποιο τραγούδι της άρεσε, έφτιαξα μια μικρή ορχήστρα και της έκανα καντάδα στο σπίτι. Πήγαμε πάνω, της τραγουδήσαμε, οπότε πετάγεται και μου λέει: «Σ’ ακούω, Αννούλα. Μην είσαι φάλτσα»! Ταίριαζε και πάρα πολύ το χιούμορ μας με τη Ρένα, αλλά δεν κάναμε την ίδια ζωή. Ανέκαθεν μπορούσα να καταλάβω με τη μία ποιοι θα γίνονταν φίλοι μου κι εμένα φίλη μου πραγματική ήταν η Αλίκη.

Χωρίς να υπάρχει ανταγωνισμός;

Μα γι’ αυτό δεν δουλέψαμε ποτέ μαζί. Η Αλίκη ήταν ένας παρεξηγημένος άνθρωπος…Εγώ πήγα και τη βρήκα μόνη μου και την έκανα φίλη μου. Έγραφαν τότε κάποιες βλακείες για να πουλήσουν, ότι τσακωνόμασταν με τις ταινίες και διάφορα. Μαθαίνω που είναι το σπίτι της και πάω. Ήμουν κι εγώ φίρμα τότε, αφού το «Αγοροκόριτσο» είχε κόψει πιο πολλά εισιτήρια απ’ τη «Μουσίτσα». Βγαίνει η μαμά της, λέω «Είμαι η Άννα Φόνσου, μπορώ να δω την Αλίκη;» Ακούω από μέσα την Αλίκη να λέει: «Ποια ήρθε; Αυτή που λένε ότι τσακωνόμαστε;» Βγαίνει άβαφτη, κούκλα, κούκλα, δεν θα την ξεχάσω την εικόνα! Φορούσε κι ένα ωραίο πορτοκαλί. Λέω «Τι όμορφη που είστε», είχα μείνει άναυδη. Με αγκάλιασε, «Τι να σε κεράσουμε, παιδί μου;» με ρωτάει η μαμά της κι εγώ ζήτησα λίγο ουίσκι για να ξεπεράσω το σοκ της γνωριμίας μου με την κόρη της. Από τότε γίναμε φίλες κι έτσι, όταν κάποτε θα κάναμε κάτι μαζί, την έπιασα και της είπα: «Άσ’ το, Αλίκη, θα γίνει κάτι και θα τσακωθούμε. Εγώ είμαι και λίγο περίεργη στις συνεργασίες και στους ρόλους. Άσ’ το να μείνουμε έτσι σ’ όλη μας τη ζωή, που συναντιόμαστε και λέμε τα δικά μας»…Λέγαμε τα πάντα, τα πάντα! Εκτός του ότι μου έχει λείψει η Αλίκη Βουγιουκλάκη, μου έχει λείψει η φίλη που την έπαιρνα και της έλεγα τα πιο βαθιά μου πράγματα. Και η Τζένη το ίδιο! Όταν είχα εγώ μια μπουτίκ με ρούχα, η Τζένη είχε ανοίξει δίπλα ένα μαγαζί με ασημένια κοσμήματα. Όποτε ήξερε ότι ήμουν στο μαγαζί, ερχόταν και μ’ έπαιρνε να πάμε για ένα ουζάκι στο Κολωνάκι. Τα πράγματα ήταν αλλιώς τότε με τους ηθοποιούς. Υπήρχαν στέκια, σήμερα αν δεν κλείσω εγώ από πριν ένα ραντεβού μαζί σου, δεν θα μπορώ να σε βρω μετά.

Υπάρχουν τα κινητά τηλέφωνα σήμερα.

Ναι, εντάξει, αλλά βαριέμαι…Τα’χω καλά, βέβαια, με την τεχνολογία για να μπορώ να διευθύνω αυτό εδώ. Εμείς ξέραμε ότι το βράδυ θα πάμε σ’ εκείνο το μπαρ και θα δούμε τον τάδε ηθοποιό, τον τάδε σκηνοθέτη. Ήταν γεμάτη η Φωκίωνος Νέγρη. Σήμερα υπάρχει μια μοναξιά παντού.

Μιλήσαμε για τις γυναίκες, αλλά και με τους άντρες συναδέλφους σας είχατε εντονότατες σχέσεις. Γνωστή η σχέση σας με τον Ντίνο Ηλιόπουλο.

Ναι, είναι γνωστή η σχέση αυτή, γιατί τα είχαμε για δυόμισι – τρία χρόνια. Ένας άνθρωπος που τον θαύμαζα πολύ.

Τι ήταν αυτό που σας έλκυε στους μεγαλύτερους άντρες;

Μου άρεσε η πείρα τους και το ότι «έπαιρνα» απ’ αυτούς. Είχε χιούμορ απίστευτο. Μου έδινε μια ασφάλεια. Είχαμε πολύ μεγάλη διαφορά ηλικίας, με περνούσε 33 χρόνια…Ο Ντίνος ήταν νέος, άχρονος, όπως είπατε κι εσείς για μένα. Πάντα στην τσέπη του η μαμά του τού έβαζε ένα μικρό κομμάτι τσουρέκι. Όταν την έχασε, μου λέει: «Τώρα τι θα γίνεται με το τσουρέκι;» Έπαιρνα εγώ και του’βαζα στην τσέπη, ήταν σαν παιδί ο Ντίνος. Και πολύ μορφωμένος άνθρωπος, χημικός.

Ήταν η πρώτη σας μεγάλη σχέση;

Ναι, απ’ την οποία έμαθα πολλά και για το θέατρο και γενικώς. Πληγώθηκε, βέβαια, που παντρεύτηκα τον Παλτόγλου. Τον ερωτεύτηκα και τον παντρεύτηκα μέσα σε δύο μήνες.

Με την ειλικρίνεια που σας χαρακτηρίζει, είχατε δηλώσει παλιότερα πως ο γάμος αυτός έγινε και για τα λεφτά, για να διευκολυνθεί η ζωή σας.

Δεν ήμουν δυστυχισμένη, όταν παντρεύτηκα τον Κώστα. Είχα αυτοκίνητο, είχα σπίτι, ο πατέρας μου και η μάνα μου ζούσαν μαζί μου. Δεν είχα κάνα λόγο να παντρευτώ τον πάμπλουτο. Αν ήταν χρόνια πριν, μπορεί, αλλά τότε αιτία ήταν ο έρωτας. Όποιος τον γνώριζε, καταλάβαινε ότι καμία γυναίκα δεν θα τον παντρευόταν για τα λεφτά του μόνο. Είχε ομορφιά, καλοσύνη και τα λεφτά απλά μας βοήθησαν να έχουμε μια άνετη καλή ζωή.

Πόσο μείνατε μαζί;

Έξι χρόνια. Το χειρότερο είναι που ο Κώστας έφυγε απ’ τη ζωή πολύ νέος. Τη δεύτερη γυναίκα του εγώ του την είχα συστήσει, ένα πολύ καλό κορίτσι. Ο Κώστας αγαπούσε πολύ τα παιδιά του μ’ αυτή τη γυναίκα. Το πρώτο του παιδί σκοτώθηκε ένα βράδυ με τη τζάγκουαρ. Ο Κώστας σταμάτησε να τρώει για λίγο καιρό και πέθανε…Σαν να αυτοκτόνησε…Πριν από μερικά χρόνια έγιναν όλα αυτά. Η Ναυσικά, η γυναίκα του Κώστα, μια πολύ καλή τραγουδίστρια, πέθανε κι αυτή. Τώρα η κόρη τους, που έχει μείνει, με λέει μαμά…

Επομένως, το ειδύλλιο με Ηλιόπουλο έληξε λόγω διαφοράς ηλικίας.

Ήταν πιο μεγάλος απ’ τον πατέρα μου, αλλά αν το ήθελε θα με παντρευόταν. Εγώ τότε δεν συζητούσα για γάμο, αλλά τον αγάπησα πάρα πολύ τον Ηλιόπουλο. Ίσως τα πολλά χρόνια διαφοράς να έπαιξαν ρόλο, αφού όταν γνώρισα τον Κώστα, τρία χρόνια μεγαλύτερο μου, το πιο φυσιολογικό ας το πούμε, έπαθα έρωτα κεραυνοβόλο. 

Πείτε μου και για το επεισόδιο με έναν άλλο συνάδελφο σας. Είχατε χαστουκίσει, αν τα λέω σωστά, τον Γιάννη Γκιωνάκη.

Ο Γκιωνάκης ήταν ένας σπουδαίος ηθοποιός, κωμικός, αλλά το πιο δύσκολο πράγμα στο ελληνικό θέατρο ήταν να δουλεύεις τότε με τον Γκιωνάκη. Σου έκοβε λόγια, γινόταν κάπως με τις γυναίκες προκειμένου να βγάλει γέλιο, αλλά τέλος πάντων δεν είναι ωραίο να μιλάμε έτσι για ανθρώπους που έχουν «φύγει». Ας πούμε ότι αν ήταν εν ζωή και μου έκανε πρόταση, δεν θα δούλευα μαζί του. Πάνω, λοιπόν, στη σκηνή κάτι έκανε και γύρισα με μια κίνηση και του μπήκε στο μάτι ένα δαχτυλίδι που φορούσα. Τελικά όλοι αυτοί που τους χτυπάω, είναι από σύμπτωση!

Κι έγινε «διπλωματικό επεισόδιο»;

Έκλεισε το θέατρο! Η επιχείρηση ήταν του άντρα μου, του Κώστα. Είδε ότι είχα δίκιο, είπε «Το κλείνω» κι αποζημίωσε όλους τους ηθοποιούς. Με τον Γκιωνάκη ξαναμιλήσαμε, αλλά δεν ξανασυνεργαστήκαμε. Νομίζω κατάλαβε κι εκείνος τι είχε γίνει, όταν τον είδα στο τέλος της ζωής του, που δεν είχε το πόδι του…Ήταν συγκλονιστικό να βλέπεις τον άλλοτε πανίσχυρο Γιάννη να μην έχει πόδι…Έγινα φίλη μετά με τις κόρες του…

Παράλληλα με τις ταινίες, κάνατε και πολύ θέατρο.

Ο άντρας μου ήθελε να μου’κανε θίασο, να είχα το δικό μου θέατρο, αλλά εγώ του είπα ότι θέλω να κάνω πιο σοβαρά πράγματα. «Τι θες ακριβώς να κάνεις;» με ρώτησε. Του εξήγησα πως θα ήθελα να είχα σκηνοθέτη τον Αλέξη Σολομό, καλλιτεχνικό διευθυντή τον Χουρμούζιο, που ήταν στο Εθνικό τότε, να έρχονταν ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Γιάννης Μόραλης, όλοι αυτοί. Να γινόταν ένας συνεταιρισμός καλλιτεχνών, όπου θα έπαιζε και ο φίλος μου ο Νίκος Κούρκουλος πιο βαθείς ρόλους συγκριτικά μ’ αυτά που παίζαμε στο σινεμά. «Όλα έχουν μια τιμή» απάντησε ο Νίκος και μου τό’κανε! Μ’ όλους αυτούς που σου είπα!

Στο Εθνικό δεν έχετε παίξει ποτέ.

Όχι, έχω παίξει μόνο με το ΚΘΒΕ.

Το είχατε απωθημένο;

Απωθημένο είχα την Επίδαυρο! Ο Ροντήρης μου είχε πει να ασχοληθώ με την τραγωδία κι εγώ είχα παίξει την Κλυταιμνήστρα κάποια στιγμή. Έλεγα «Γιατί δεν με παίρνουν, ρε παιδί μου;» κι αφού έβλεπα ότι δεν με πήραν, μάζεψα κάτι φίλους μου και πήγαμε χειμώνα στην Επίδαυρο. Άρχισα εγώ να τους παίζω τη Μήδεια, αλλά έκανε πολύ κρύο κι είχαν παγώσει όλοι (γέλια). Έτσι μου έφυγε το απωθημένο, αφού έπαιξα μπροστά σ’ αυτούς! Μου λέγανε «Τι καταπληκτική είσαι»…

Δεν έχετε το θεό σας τελικά…

Πάντως, χαίρομαι τώρα που έβαλαν στο Εθνικό τον Δημήτρη Λιγνάδη. Έχω δει πολύ θέατρο, είμαι επαγγελματίας θεατής, κάθε μέρα πηγαίνω στο θέατρο. Ο Μπιμπίλας κι εγώ! Ο Μπιμπίλας με περνάει για τέσσερις παραστάσεις, αλλά θα του τις φάω εγώ τώρα!

Πάτε και σ’ όλες τις κηδείες, όπως ο Μπιμπίλας επίσης;

Ήμουν πρόεδρος του ΣΕΗ και πήγαινα. Αυτός είναι υποχρεωμένος να πηγαίνει, γιατί εκφωνεί και επικήδειους κιόλας. Τελευταία δεν πάω, γιατί με έχει πειράξει που φεύγουν οι φίλοι μου…Κι όποτε το κάνω, σκέφτομαι πως πρέπει να δω για τελευταία φορά αυτό τον άνθρωπο…

Είναι βαρύ, όσο περνάνε τα χρόνια…

Ναι, βαρύ! Εγώ δε βλέπω τις ταινίες μου, γιατί είναι όλοι πεθαμένοι. Είμαι η μόνη που ζω…

Σας πιάνει το υπαρξιακό.

Ναι. Δεν τις βλέπω γι’ αυτό το λόγο! Α πα πα! Με βλέπει η Άντα, η βοηθός μου, και μου λέει «Καλέ, έλα να δεις τον εαυτό σου». Κι εγώ δεν το κάνω, όχι για να μη δω πως ήμουν και πως σήμερα γέρασα, αυτό θα το πάθαινα ούτως ή άλλως, αλλά γιατί όλοι αυτοί δεν ζουν και ήταν φίλοι μου…Ο Αυλωνίτης, ο Σταυρίδης ήταν φίλοι μου, δεν παίζαμε απλά μαζί στις ταινίες. Δεν γίνεται, δεν γίνεται να τους βλέπω σήμερα…Για την Επίδαυρο τώρα να σου πω ότι αργότερα πήγα και είδα χάλια παραστάσεις. Εννοώ όλους αυτούς τους μοντερνισμούς, γι’ αυτό μου άρεσε πολύ και ο «Οιδίποδας» του Λιγνάδη που είδα τελευταία και που δεν είχε μέσα τέτοια πράγματα! Ο καημός μου πέρασε σιγά – σιγά με την Επίδαυρο και δεν ξέρω αν θα μπορούσα να αντέξω αν με φώναζαν να παίξω. Δεν εννοώ να χάσω τα λόγια μου. Μπορεί να πάθαινα έμφραγμα, ξέρω γω; Και στο Ηρώδειο, που έπαιξα την Κλυταιμνήστρα, έναν πολύ σοβαρό ρόλο, όταν βγήκα και το είδα γεμάτο, έπαθα σοκ! Νόμιζα ότι έφυγε η Ακρόπολη, είπα «Ποιος την πήρε την Ακρόπολη απ’ τη θέση της;» Θυμάμαι ότι μια κοπέλα από κάτω, απ’ το Χορό, μου είπε την πρώτη ατάκα: «Μέρα καλή». Την κοιτάζω όσο ο κόσμος με χειροκροτούσε – όλα αυτά γίνονται μέσα σε δευτερόλεπτα – και κάνω κι εγώ: «Μέρα καλή».

Δεν μπορούμε να μην μιλήσουμε και για τον Θανάση Βέγγο. Παίξατε πολύ δίπλα του και ξέρω ότι σας αγαπούσε.

Μία ταινία την έκανα δύο φορές, ακριβώς την ίδια: Το «Έξυπνο πουλί» με τον Χατζηχρήστο και το «Ποιος Θανάσης» με τον Βέγγο. Αυτοί οι κωμικοί ήξεραν κι έτσι έδωσα κι εγώ δύο διαφορετικές ερμηνείες. Δούλεψαν πολύ και οι δύο και τους έκανα πλάκα: «Ρε, για μένα ήρθαν όλοι, όχι για σας». Ο Βέγγος ήταν ο ορισμός του μεγάλου καλλιτέχνη! Τραγικός κωμικός! Ήσυχος άνθρωπος, τρομερά, στην προσωπική του ζωή: «Μα είναι δυνατόν, βρε Θανάση, σ’ όλη σου τη ζωή νά’χεις πάει μόνο με τη γυναίκα σου;» τον πειράζαμε. Εντάξει, θα’χε πάει και μ’ άλλες ως πιο νέος, όπως κάνανε όλοι, αλλά γι’ αυτόν υπήρχε μόνο η αγαπημένη του σύζυγος. Τι ωραίος και σπάνιος άνθρωπος!

Όταν κάνατε τις ταινίες αυτές, διατηρούσατε πολιτική συνείδηση; Ήξεραν οι άλλοι, ας πούμε, ότι «η Φόνσου είναι κομμουνίστρια»;

Δεν ήμουν φανατική με την πολιτική τότε, έχοντας την κακιά πείρα με τον πατέρα μου. Το έλεγα, βέβαια, ότι ήμουν αριστερή στον Κωστάκη, τον άντρα μου, που ήταν δεξιός. Δεν μου είπε «Γίνε δεξιά». Ίσα – ίσα που μου έλεγε: «Με τη ζωή που έχεις περάσει εσύ, γιατί να είσαι δεξιά;» Με την Καρέζη, ας πούμε, μιλούσαμε για την Αριστερά, γιατί ήταν αριστερή, είχε άποψη, ήξερε γιατί ήταν κιόλας!

Είναι ένα άλλο κεφάλαιο στη ζωή σας ο Αλέκος Σακελλάριος;

Βέβαια! Κάναμε μια αγαπημένη μου ταινία, το «Όλοι οι άνδρες είναι ίδιοι». Τον θαύμαζα, είχε τεράστιο χιούμορ. Μου έλεγε: «Άννα, σε θαυμάζω, για να πάρω τη σύνταξη σου».

Τι εννοούσε;

Ότι και καλά είμαι πιο μεγάλη απ’ αυτόν! Ο δε Τσιφόρος μού έλεγε: «Ρε Άννα, θέλω ν’ αλλάξω τη γυναίκα μου με τρεις δεκαοχτάρες και δεν βρίσκω καμία». Έβγαινα κάθε βράδυ εγώ μ’ αυτούς. Έκανε η γυναίκα του Τσιφόρου: «Νίκο, τι να φάω; Κάνω δίαιτα»…«Φάε ένα φιλέτο»…«Όχι, όχι»…«Φάε ένα μπιφτέκι»…«Όχι, δε θέλω»…«Φάε μια σαλάτα»…«Όχι, όχι»…«Ε, φάε ένα φελλό» της έκανε στο τέλος (έχουμε σκάσει στα γέλια). Το τελευταίο έργο του Τσιφόρου το έπαιξα εγώ, παρόλο που δεν μου άρεσε ο ρόλος και, να ξέρετε, εγώ δεν υπολογίζω συμβόλαια και συμφωνίες! Ας με πάνε στα δικαστήρια…Φεύγω ξαφνικά άμα σπαστώ με κάτι…«Παίξ’το, ρε μαλάκα» μου είπε ο Τσιφόρος, «θα λένε ότι το τελευταίο έργο του Τσιφόρου το έπαιξε η Φόνσου»! Και τελικά δέχτηκα, ξέροντας πως δεν ήταν καλά και πως δεν του έμενε πολύς καιρός.

Θα ήταν τότε που είχε μπει στο νοσοκομείο κι όταν πήγε κάποιος να τον δει και τον ρώτησε τι κάνει, του απάντησε: «Προπονούμαι για…πτώμα»!

(γέλια) Ναι, ρε παιδί μου, δεν υπάρχουν πια αυτοί οι άνθρωποι! Κι ο Πρετεντέρης τα ίδια! Όταν πήγα να τον δω στο νοσοκομείο, γύρισε και με ρώτησε: «Να σου πω, ρε συ Άννα, εσύ ήξερες ότι έχω καρκίνο;» Τα έχασα, δεν είχα τι να πω…«Γιατί αν το ήξερες ότι είχα ενάμισι χρόνο ζωής κι εγώ περπατούσα ακόμα, γιατί δεν μου το είπες να κάνω ότι δεν είχα κάνει όλη μου τη ζωή;» Μου έδωσε και μια συμβουλή τότε: «Αν έχεις κάποιο συγγενή και ξέρεις ότι πρόκειται να πεθάνει, πρέπει να τους δίνεις την ευκαιρία να κάνουν όσα δεν κάνανε». Μετά, το εφάρμοσα στον πατέρα μου…

Είναι προς τιμήν σας το ότι, ενώ ήσασταν φίρμα, δεν είχατε πρόβλημα να παίξετε δεύτερους ρόλους στο σινεμά.

Στο σινεμά έχω παίξει και σε ταινίες που δεν μου άρεσαν καθόλου. Πληρωνόμουν καλά για να μπορώ να συνεχίζω το «Προσκήνιο», αυτό που είχαμε στήσει με τον άντρα μου στο θέατρο. Για 14 χρόνια γινόταν αυτό, αφού είχα χωρίσει και το συνέχισα μόνη μου. Παίζαμε Κάφκα και Σαρτρ με τον Σολομό και παράλληλα έκανα ταινίες που δεν τις γούσταρα καθόλου.

Όπως;

Ότι έκανα με τον Όμηρο Ευστρατιάδη στις αρχές του ’70.

Αναφέρεστε στα περίφημα σοφτ πορνό, τα οποία εγώ καθόλου δεν υποτιμώ.

Έχετε δίκιο. Ούτε και τον Όμηρο δεν είναι σωστό να υποτιμούμε, αλλά θα σας πω στη συνέχεια τι εννοώ…Εκείνη την περίοδο έβγαινα και ξενυχτούσα, χαιρόμουν τη ζωή μου. Ήταν ο κύριος λόγος που δεν δούλεψα στον Φίνο. Με είχε καλέσει και μου’χε πει: «Ξέρεις τι έχω μάθει για σένα; Βγαίνεις στα μπουζούκια κάθε βράδυ και πας κατευθείαν στο γύρισμα». «Ισχύει» απαντάω…«Γιατί το κάνεις αυτό;»…«Μ’ αρέσει! Σας έχουν πει ποτέ ότι δεν θυμάμαι τα λόγια ή δεν είμαι συνεπής;»…«Η Αλίκη κοιμάται απ’ τις εννιά» μου κάνει αυτός…«Κι εγώ τι φταίω, που μου είναι αδύνατον να κοιμάμαι νωρίς;»…«Δεν θέλω να είσαι σε μας»…«Μη θέλετε! Εμένα με θέλουν όλοι» είπα κι εγώ, αφού δεν ήθελα ν’ αλλάξω ζωή. Τελικά ο Φίνος με πήρε μόνο σε μία ταινία, το «Διακοπές στο Βιετνάμ», κι αυτό επειδή του είπε ο Βέγγος: «Αν δεν παίξει η Άννα, δεν θα την κάνω την ταινία»!

Ήσασταν λίγο χύμα, η αλήθεια είναι. Νομίζω πως στον «Άγνωστο εκείνης της νύχτας» που χορεύετε με το συγκρότημα των Poll, παίρνουμε μια πλήρη εικόνα σας.

Μα, ήμουν μόνο χίπισσα τότε! Ζούσα την εποχή μου, είχα υγεία, δεν ήμουν μίζερη, δεν με ένοιαζε τι θα πουν για μένα. Άκουγα τον Σαββόπουλο, τους Πελόμα Μποκιού, τους Poll, τον Πουλικάκο – να γιατί δεν με έπαιρνε ο Φίνος – και ταυτόχρονα πήγαινα και στα μπουζούκια. Μου άρεσαν πολύ η Μαρινέλλα, η Πίτσα Παπαδοπούλου…Ακόμα πάω και τις ακούω.

Αν σας ζητούσα να μου πείτε τι ψηφίσατε στις εκλογές, θα σας έφερνα σε δύσκολη θέση;

Σ’ αυτές, τώρα; ΚΚΕ ψήφισα. Όσο έχω τον πατέρα μου μεσ’ στο κεφάλι μου, διότι μπορεί ο ίδιος να μην ήταν ΚΚΕ σήμερα…Σκεφτείτε πως όταν ήμουν υποψήφια με το ΠΑΣΟΚ, δεν ψήφισα τον εαυτό μου! ΚΚΕ ψήφισα πάλι! Και στον δήμο που βγήκα πρώτη, ΚΚΕ ψήφισα. Δεν έχω κανένα λόγο να λέω ψέματα. Και, υπ’ όψιν, το ΚΚΕ δεν με έχει βοηθήσει ποτέ, ενώ από δω έχουν περάσει όλα τα άλλα κόμματα. Δεν έχουν έρθει ποτέ να δουν το Σπίτι του Ηθοποιού, που έχουμε και τόσους ανθρώπους Κουκουέδες.

Γιατί έτσι;

Που να ξέρω; Ο Φλωράκης, ας πούμε, ήταν φίλος του πατέρα μου. Ο Κουτσούμπας τώρα μου λέει «Τι καταπληκτικό πράγμα έχεις φτιάξει» κι εγώ δεν του’χω πει ποτέ «Για περάστε να μας δείτε». Θα του το πω, όμως! Και η παρουσία του και μόνο θα’ναι μια βοήθεια. Καταρχάς εγώ πολιτεύτηκα με το ΠΑΣΟΚ για τον Ευάγγελο Βενιζέλο, που είχε υπογράψει πρώτος το σχέδιο για το Σπίτι του Ηθοποιού, ασχέτως αν δεν έχουμε πάρει ακόμα τα λεφτά. Δεν είχα λόγο να εμπλακώ με το ΠΑΣΟΚ, που καθόλου δεν μου αρέσει το πρόγραμμα του. Σήμερα δεν θα το ψήφιζα με τίποτα το ΚΙΝΑΛ. Η πολιτική μ’ αρέσει πολύ, αλλά απαιτεί και διάβασμα, ενημέρωση. Αυτό το «Πάμε να βάλουμε τη Φόνσου υπουργό», θα ήταν καταστροφικό! Θα’χα ρίξει εγώ την Ελλάδα έξω αμέσως…(γέλια) Αν, όμως, ήμουν σύμβουλος της Υπουργού Πολιτισμού, θα ήξερα απόλυτα τι να τη συμβούλευα.

Είναι ώρα να πάμε στις ερωτικές ταινίες που κάνατε στα 70s: «Το κορίτσι και το άλογο», Σερντάρης, Ευστρατιάδης κλπ.

Είμαι περήφανη για «Το κορίτσι και το άλογο»! Κοιτάξτε, το μόνο πρόβλημα που είχα μ’ αυτές τις ταινίες ήταν που τις μόνταραν σε hard core βερσιόν και τις έπαιζαν έξω. Έτυχε να δω τον εαυτό μου! Ήμουν στο Παρίσι με τον δεύτερο άντρα μου, στη Σαν Ελιζέ, και μου λέει: «Κοίτα τι γράφει απ’ έξω! Άννα Φόνσου στο ”Πιο θερμή κι απ’ τον ήλιο”»! Πάμε, μπαίνουμε μέσα και μόλις βλέπω μόνο άντρες, κάτι υποπτεύθηκα. Με είχαν μοντάρει με μια χοντρή με πολύ μεγάλο στήθος και περιφέρεια…Το βλέπω και λιποθυμάω! Ο Νίκος ο Σοφιανός, ο δεύτερος άντρας μου, δεν το πίστεψε φυσικά, γιατί με ήξερε. Λιποθυμάω, λοιπόν, με πάει στο νοσοκομείο και μετά με ρωτάει: «Τι θες να κάνουμε τώρα;»…«Θα κάνω δικαστήριο» απάντησα! Του ζήτησα να με βοηθήσει. Κάναμε δικαστήριο και ο Όμηρος Ευστρατιάδης ήρθε!

Δεν φαντάζομαι να δήλωσε άγνοια για τις hard core εκδοχές των ταινιών στο εξωτερικό.

Ήρθε, είπε ότι δεν ήμουν εγώ στις σκηνές αυτές, αλλά δεν είπε ότι ήταν εις γνώσιν τους τι γινόταν με το νέο μοντάζ. Εγώ αυτό που είχα δει ήταν καθαρή ερωτική πράξη. Κάνω δικαστήρια, τα κερδίζω όλα, αλλά πέρασε στα ψιλά…Ενώ πριν οι εφημερίδες είχαν οργιάσει: «Η Άννα Φόνσου σε τσόντες» κλπ.

Καλό είναι που τα λέτε τώρα, διότι η ρετσινιά έχει μείνει. Και για ταινίες της Βουγιουκλάκη είχε ακουστεί αυτό.

Και της Δανδουλάκη! Σ’ αυτές τις ταινίες τότε έπαιζε πολύς κόσμος, η Ναθαναήλ, η Ανουσάκη, ο Μπάρκουλης. Είχαν έρθει κι αυτοί στο δικαστήριο, αφού θίγονταν κι οι ίδιοι.

Για να είμαστε δίκαιοι, πάντως, οι ταινίες αυτές έχουν τη γοητεία τους σήμερα.

Μα, βέβαια, καμία σχέση με τα «ερωτικά» που γυρίζουν σήμερα. Εδώ βλέπουμε τα βράδια τηλεόραση κι αυτά που κάναμε εμείς τότε ήταν του Κατηχητικού. Είδα μία ταινία στην ΕΡΤ2, του λεγόμενου Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, με πολύ γνωστούς ηθοποιούς, και έπαθα σοκ!

Το θέμα είναι πως οι δικές σας ερωτικές ταινίες αποτύπωσαν ένα ελευθεριάζον ερωτικό κλίμα και μέσα στη χούντα κιόλας.

Αυτό που λέτε είναι σωστό, διότι ο Ευστρατιάδης έστελνε τα σενάρια να περάσουν απ’ την επιτροπή λογοκρισίας. Καταρχάς είχε συμμετάσχει σε ερωτική ταινία ο Γιάννης Αργύρης, που ήταν του Εθνικού και μόνο αν του έδινε άδεια το Εθνικό, θα μπορούσε να παίξει. Πώς δεν πέθανα τότε! Είχα τη μάνα μου στο δικαστήριο, μια θρήσκα γυναίκα, που πίστευε στον Άγιο Φανούριο. Έτρεμε ολόκληρη. Λέω στον πρόεδρο: «Κύριε πρόεδρε, αυτή η γυναίκα είναι η μάνα μου. Πως με βλέπετε, θα μπορούσα να την πληγώσω τόσο πολύ;» Στα υπ’ όψιν, εμάς οι χουντικοί μας συμπαθούσαν ως άνθρωποι υπανάπτυκτοι που ήταν. Νομίζανε ότι ήμασταν ο…Μαρκούζε.

Ενόσω άνθρωποι αναστέναζαν απ’ το ξύλο στα κρατητήρια και αλλού.

Ε, τώρα τι θα μου πείτε για τη χούντα εμένα; Ότι πιο σιχαμένο πέρασε απ’ την Ελλάδα! Μια φορά με είχαν φωνάξει και μένα για επίπληξη από την ΚΥΠ. Μου λένε: «Είσαι ΚΚΕ, παλιόσκυλο; Έχουμε μάθει για τον πατέρα σου»…«Τι έχετε μάθει;»…«Ότι ήταν κομμουνιστής»…«Κι αφού λέτε συνέχεια ”Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου”, εγώ τι θέλατε νά’βγαινα; Δεξιά;»…Τους άρεσε η απάντηση! Η αιτία της «σύλληψης» μου ήταν ένα γράμμα που είχα γράψει στον Σταύρο Παράβα με τρόπο συνθηματικό, του στυλ «Θα σου στείλω αυτά τα βιβλία» κλπ. Δεν θα ξεχάσω όταν μου είπαν πως δίπλα έχουν τον Καζάκο και μαρτυράει ονόματα! Ψέματα έλεγαν, φυσικά! «Κοίτα καλά, γιατί θα την πληρώσεις σαν και τον μαλάκα τον πατέρα σου»…Μου πρόσβαλλε και τον πατέρα μου, που αν είχα πέτρα στα χέρια εκείνη την ώρα, θα του άνοιγα το κεφάλι. Κράτησα την ψυχραιμία μου: «Ακούστε, κύριε, από μένα δεν θα μάθετε τίποτα και κανένα όνομα. Ο πατέρας μου δεν υπέγραψε ποτέ δήλωση μετάνοιας, δεν θα τον ξεφτιλίσω εγώ τώρα»…Μου πρότεινε μετά να δω από την κλειδαρότρυπα πως είχαν κάνει τον Καζάκο απ’ το ξύλο, μου άσκησαν δηλαδή ψυχολογική πίεση. «Θα σ’το κλείσουμε το θέατρο» μου είπαν μετά! «Να το κλείσετε!» απάντησα. «Δεν με νοιάζει! Εγώ είμαι γεννημένη φτωχιά, εκπαιδευμένη στη φτώχεια». Θέλω να πω ακόμη ότι ποτέ δεν πήγα σε καμία συνεστίαση της χούντας, όπως πήγαιναν πολλοί συνάδελφοι. Μου είχε τηλεφωνήσει ο Μαστοράκης: «Πρέπει να έρθεις, θά’ναι καλό για το σωματείο σας»…«Άσε μας, ρε Νίκο» του απάντησα, «που θα έρθω να προλογίσω τον Παττακό, τι μου λες τώρα;» Εγώ τότε ήθελα διακαώς να γνωρίσω τον Ραφαηλίδη, με τους χουντικούς θα’τρεχα;

Δεν είναι γνωστή η φιλία σας με τον Βασίλη Ραφαηλίδη.

Βέβαια. Τον είχα γνωρίσει μέσω ενός φίλου δημοσιογράφου, του Φλέσσα. Ήθελα να τον γνωρίσω γιατί έγραφε εναντίον μου, δεν συμπαθούσε τις «μπριζιτμπαρντοειδείς» ηθοποιούς. «Με ξέρετε τι έχω κάνει, κύριε Ραφαηλίδη;»…«Για πες» μου λέει με χαμόγελο…Αρχίζω να του λέω όχι μόνο για το δικό μου Προσκήνιο, αλλά και για τα δικά του βιβλία, που τα είχα διαβάσει όλα. Εντυπωσιάστηκε και κάναμε συζητήσεις σε βάθος. Αργότερα συνήθιζε να με παίρνει μαζί του στις δημοσιογραφικές προβολές, όταν είχε να γράψει κριτικές. Απ’ αυτόν έμαθα κινηματογράφο και όχι απ’ τις ταινίες που είχα παίξει. Μου έμαθε τον συμβολισμό των πλάνων του Αγγελόπουλου, το ιδεολογικό μοντάζ, τη φωτογραφία, τη χρήση της μουσικής, τα πάντα! Μείναμε φίλοι ως το τέλος της ζωής του. Θυμάμαι ότι είχαμε βγει ένα βράδυ μαζί και με τον Μάκη Τριανταφυλλόπουλο. Του τηλεφωνώ την επόμενη, Δευτέρα, και μου λέει: «Περιμένω καθαρίστρια». Πέθανε την Πέμπτη. Ξαφνικός θάνατος…Φοβερό άτομο ο Ραφαηλίδης. Μιλάγαμε για το ταξίδι του στο Αλγέρι και στη μαοϊκή Κίνα. Καλή του ώρα…

Πόσες «ερωτικές» ταινίες κάνατε συνολικά, κυρία Φόνσου;

Τέσσερις: «Ιδιωτική ζωή», «Πιο θερμή κι απ’ τον ήλιο», για το οποίο είχα βραβευτεί στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν, αλλά ποιος το ξέρει αυτό, «Το κορίτσι και το άλογο» και «Πόθοι κάτω απ’ τις λεύκες». Ναι μεν τις έκανα για να βάζω λεφτά στο θέατρο, αλλά μου άρεσαν και τα σενάρια. Ήταν πολύ προχωρημένα, αν εξαιρέσεις τις σκηνές του σκληρού πορνό που πρόσθεσαν μετά. Εμείς ερωτικές σκηνές γυρίζαμε, που στο κάτω – κάτω έχω κάνει σε όλες μου τις ταινίες. Δεν το φοβήθηκα ποτέ το γυμνό, αλλά ειδικά στο «Κορίτσι και το άλογο» δεν γινόταν να μην είμαι γυμνή. Αν τη θυμάστε την ταινία, είναι καμωμένη σαν έργο τέχνης με οπερατέρ τον Άρη Σταύρου.

Ο ηχολήπτης Κώστας Πρικόπουλος μου είχε αφηγηθεί παλιά μια αστεία ιστορία απ’ «Το κορίτσι και το άλογο»: Γυρίζατε, λέει, σε κάποια παραλία και θέλατε ρεύμα. Υπήρχε μια παράγκα που την είχε μία γριά, η οποία παρακολουθούσε εμβρόντητη, θέλοντας και μη, όλες τις γυμνές σκηνές. Ένας τεχνικός έφτιαξε έναν αυτοσχέδιο Εσταυρωμένο, πήγε, της χτύπησε την πόρτα και της ζήτησε να πάρουν ρεύμα, αφού γύριζαν θρησκευτική ταινία, την «Εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή». Το πήρατε το ρεύμα, αλλά η καπάτσα γριά γύρισε και είπε: «Ναι, καλά, τα ”Σόδομα και Γόμορρα” γυρίζετε»!

(γέλια) Δεν τη θυμάμαι την ιστορία αυτή, αλλά είναι ωραία. Ευτράπελα γίνονταν πιο πολύ με τον Ευστρατιάδη παρά με τον Σερντάρη, που δούλευε πιο καλλιτεχνικά. Ο Όμηρος είναι ένα καλό παιδί, μπορούσε να λέει ότι του καθυστερούμε το γύρισμα, αλλά του’χαμε πάρει τον αέρα και δεν μας έκανε παρατήρηση. Δεν είχα πρόβλημα να παίξω σε ερωτικές ταινίες, αλλά μετά απ’ αυτό που συνέβη, δεν ξαναμπλέχτηκα. Σοκαρίστηκα, πίστευα πως θα γινόταν το ίδιο σε όποια άλλη τέτοια ταινία ξανάκανα. Δεν ξέρω τι έκαναν οι άλλες συνάδελφοι που ακούστηκε έτσι το όνομα τους, η Λάσκαρη, η Δανδουλάκη, πώς το χειρίστηκαν εννοώ. Εγώ προχώρησα δικαστικά.

Ιστορικά οι ταινίες αυτές συμπίπτουν με την έναρξη του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, Βούλγαρης, Αγγελόπουλος, Παναγιωτόπουλος. Πως και δεν παίξατε εσείς;

Δεν με φώναξαν ποτέ! Επειδή ήμουν πολύ φίλη του Βασίλη Ραφαηλίδη, ο Αγγελόπουλος του είχε πει ότι με ήθελε πρωταγωνίστρια, αλλά δεν συνέβη ποτέ αυτό. Ατυχία…Βούλγαρης, Νικολαΐδης κ.α. δεν με είχαν φωνάξει, αλλά δεν τους ήξερα κιόλας.

Βέβαια, έχετε παίξει σε μια αριστουργηματική μικρού μήκους ταινία του Μεγαπάνου, τη «Νέα Τάξη». Σαν όνειρο σας θυμάμαι να τριγυρνάτε με ένα μαύρο φόρεμα και ομπρέλα στην Αθήνα, απαγγέλοντας Ανδρέα Εμπειρίκο!

Μα που τη θυμάστε αυτή την ταινία; Δεν ήταν, πράγματι, πολύ καλή; Μπορούμε να τη βρούμε με κάποιο τρόπο ή να απευθυνθώ στον φίλο μου τον Μεγαπάνο; Η «Νέα Τάξη» προανήγγειλε τον φασισμό που είκοσι χρόνια μετά θα έζωνε την Αθήνα και την Ελλάδα ολόκληρη. Ήθελα κι ακόμη θέλω να ξανακάνω κινηματογράφο, αλλά όχι με τον οποιοδήποτε.

Δεν σας φαινόταν ερμητικά κλειστός ο ΝΕΚ, έχοντας παίξει δίπλα σε όλα τα Ιερά Τέρατα του παλιού λαϊκού σινεμά;

Έβλεπα πολύ κινηματογράφο, μου άρεσε πολύ ο Μπουνιουέλ. Από παλιά. Το σινεμά του Αγγελόπουλου με τα μακρινά εικαστικά του πλάνα, με κούραζε. Σήμερα, όμως, προτιμώ να βλέπω μια ταινία του Αγγελόπουλου μεσ’ στη συννεφιά από μια ταινία με δράση και με σαχλαμάρες…Δεν το ξέρουν όλοι αυτοί αυτό τώρα, θα το μάθουν απ’ τον τάφο τους, αλλά εμένα η κουλτούρα με ακολουθούσε από τότε που γεννήθηκα. Ούτε επεδίωξα να δουλέψω ποτέ στο εξωτερικό, δεν έπαιρνα τηλέφωνο να πω «Πάρτε με», δεν έκανα δημόσιες σχέσεις, όλα τα έκανα στο πλαίσιο της ελευθερίας στη ζωή μου. Κοιτάξτε, αν εσείς ήσασταν πολύ φίλος μου κι εγώ έπαιζα κάπου, αν μάθαινα ότι με θέλατε δίπλα σας, θα έφευγα απ’ την παράσταση. Θα με ενδιέφερε πρώτα να σώσω τον φίλο μου, όχι το θέατρο. Έχω φύγει, γι’ αυτό και το λέω! Όταν έχασα τη μάνα μου, έπαιζα στις «Εκκλησιάζουσες» με τη Μελίνα υπουργό Πολιτισμού. Είχαμε πρεμιέρα στη Ρόδο και την έχασα τη μάνα μου από έμφραγμα μια – δυο μέρες πριν. Τηλεφωνώ στη Μελίνα: «Δεν πρόκειται να πάω για πρεμιέρα, μία μάνα έχω στη ζωή μου και την έχασα»…«Βρε, Άννα, να…» «Μη μου λες τίποτα, αποκλείεται»…Ε, τελικά πήρε αναβολή για 20 μέρες η πρεμιέρα. Η Μελίνα μου στάθηκε, ήθελε να με ανεβάσει ψυχολογικά. «Θα σωθείς μόνο με το θέατρο» μου έλεγε. Και είχε δίκιο. Κάναμε παρέα με τη Μελίνα, ταιριάζαμε πολύ, μου πήγαινε. Θυμάμαι ότι η μετάφραση στις «Εκκλησιάζουσες» ήταν του Κώστα Ταχτσή. Θα ήθελα να τον έχω κάνει παρέα κι αυτόν, αλλά αυτός μάλλον δεν θα ήθελε, δεν τις πολυγούσταρε τις σταρ…

Θέλω να πούμε για τα τραγούδια που έχετε ηχογραφήσει, συνεργαζόμενη με συνθέτες σαν τον Λοΐζο, τον Σπανό και όχι μόνο.

Ναι, τραγούδησα και Σπανουδάκη, στα «Σκουπίδια» με την Αλίκη Γεωργούλη. Είχε μάθει η Γεωργούλη ότι ήμουν σε κατάθλιψη μετά το θάνατο του πατέρα μου κι ήρθε και μου είπε: «Εσύ θα παίξεις πρωταγωνίστρια, όχι εγώ». Και έγιναν τα «Σκουπίδια». Τέτοιους φίλους, τέτοιες φίλες είχα εγώ! Ο Σπανός είναι η αδυναμία μου, τραγούδησα το «Θέλω τα ώπα μου», που ακόμη ακούγεται! Και ο Λοΐζος για μια ταινία με ήθελε ο ίδιος. Κάπου με είχε ακούσει και τον τραγούδησα. Το ωραιότερο τραγούδι που έχω πει, όμως, είναι η «Φαίδρα» του Μίκη και του Γιάννη Θεοδωράκη. Είχε μπει στο συλλεκτικό CD «18 ηθοποιοί τραγουδούν Μίκη Θεοδωράκη για το Σπίτι του Ηθοποιού», πούλησε 5.000 αντίτυπα και τώρα προχωράμε στην επανέκδοση του. Το έλεγα και σε συναυλίες του Θεοδωράκη το τραγούδι αυτό.

Εκεί που η τέχνη του τραγουδιού συναντά αυτήν της υποκριτικής.

Εγώ θα έλεγα ότι είμαι ψωνάρα απ’ τη μέρα που γεννήθηκα μέχρι σήμερα. Ψωνάρα δεν είμαι όταν βγαίνω στο Ηρώδειο και κάνω την τραγουδίστρια; Θυμάμαι παλιά, όταν είχα πρωτογίνει φίρμα, που πήγαινα και στεκόμουν μπροστά σε ανθρώπους και τους κοίταζα κατάματα. «Θέλετε κάτι;» με ρωτούσαν. «Όχι, απλά είμαι η Άννα Φόνσου που έπαιξα στο ”Αγοροκόριτσο” και θέλω να δείτε πως είμαι από κοντά» (γέλια)

Υπάρχει κι ένα τραγούδι με τίτλο το όνομα σας που το είπε ο Κώστας Καράλης και που γράφτηκε για σας.

Δεν ισχύει. Η «Άννα» που έγινε επιτυχία με τη φωνή του Καράλη γράφτηκε από τον τρίτο και τελευταίο σύζυγο μου, τον συνθέτη Τάκη Μπουγά. Μεγάλο ταλέντο αυτός, αλλά χάθηκε λίγο, γιατί έφυγε στην Αμερική για κάποιο διάστημα. Αυτή η Άννα, λοιπόν, δεν ήμουν εγώ, αλλά μιαν άλλη, που’χε γνωρίσει νωρίτερα από μένα. Ε, τώρα Άννα εκείνη, Άννα κι εγώ, μας μπέρδεψαν, αλλά του το συγχώρεσα του Τάκη!

Ποια είναι η μεγαλύτερη συγκίνηση που έχετε εισπράξει από 60 χρόνια καλλιτεχνικής πορείας;

Θα σας «πάω» στη βράβευση του Σπιτιού του Ηθοποιού από την Ακαδημία Αθηνών πριν δύο χρόνια. Τίμησαν όχι μόνο το ίδρυμα, αλλά εμένα περισσότερο. Θυμήθηκα πως όταν ήμασταν με τον πατέρα μου και τον γάιδαρο με τη σούστα, περνούσαμε την Πανεπιστημίου. «Εδώ είναι η Ακαδημία Αθηνών, Αννούλα» μου εξηγούσε ο μπαμπάς μου, «οι άνθρωποι του πολιτισμού, που θα ήθελα κι εσύ να γίνεις σαν κι αυτούς. Εδώ μέσα για να μπεις θεωρείται μεγάλο γεγονός»…Την ώρα που ανακοίνωσαν το όνομα μου, εγώ είδα μπροστά μου – το είδα, όμως – τον πατέρα μου και μένα να προχωράμε στην Πανεπιστημίου. Αντί να πάω μπροστά να παραλάβω το βραβείο, πήγα προς τα έξω. Αυτή είναι η μεγαλύτερη συγκίνηση που έχω εισπράξει από το χώρο.

Πόσα χρόνια πριν φτιάχτηκε το Σπίτι του Ηθοποιού;

Έχει μια δεκαετία, αλλά εγώ ασχολούμαι μ’ αυτό τριάντα χρόνια συνολικά. Την ιδέα μου την έδωσε ένας ηθοποιός, ο Σαντοριναίος. Τον πήγαινα σπίτι του μια φορά στον Βοτανικό και του λέω: «Τι κάνεις εσύ εδώ μέσα, μόνος σου;»…«Τι να κάνω, ρε Άννα…Δεν χτυπάει ούτε ένα τηλέφωνο, είμαι τόσο έρημος. Εσύ που’χεις λεφτά, δεν μας φτιάχνεις μια αίθουσα, ένα καφενείο, να μαζευόμαστε όλοι εκεί;»…Τι ήταν να μου το πει; Πήγα στην αδερφή μου που κρατούσε τη μπουτίκ μας με τα ρούχα στο Κολωνάκι. «Γιατί δεν φτιάχνεις εσύ ένα σπίτι κανονικό που να’ναι ”του ηθοποιού”;» μου πρότεινε…«Που θα βρούμε τόσα λεφτά;»…«Θα πουλήσουμε τη μπουτίκ»…Εκείνη την ώρα μπαίνει μια κυρία μέσα, καλή πελάτισσα, εφοπλίστρια. «Να, η αδερφή μου» της κάνει, «σκέφτεται να φτιάξει το Σπίτι του Ηθοποιού και λέμε να πουλήσουμε τη μπουτίκ»…«Πόσο την πουλάτε;» μας ρωτάει αυτή…Της λέμε, «Θα το πω στον άντρα μου» μας λέει και φεύγει. Έρχεται την άλλη μέρα: «Είπε ο άντρας μου να την αγοράσουμε»! Ακόμα αυτή τό’χει το μαγαζί!

Απίστευτη κωλοφαρδία.

Ήταν για να γίνει. Έβαλα τα λεφτά, φτιάξαμε ένα σωματείο που ήταν μέσα ο Βούρος, η Μάρω Κοντού, η Ανουσάκη, πολλοί…Βρίσκω κι ένα ρετιρέ στην Αγ. Κωνσταντίνου, το επιπλώνω, τό’κανα σαν το γραφείο του Κόκκαλη (γέλια). Ένα μεσημέρι, ο δικηγόρος ο Αυδής που μ’ αγαπούσε πολύ, μου είπε το εξής: «Ως σωματείο, μπορεί αυτοί να κάνουν εκλογές και να σε πετάξουν έξω εσένα που’χεις βάλει και τα λεφτά. Πρέπει να το κάνεις ίδρυμα ώστε νά’σαι εσύ ισόβια πρόεδρος». Πάω να το κάνω, αλλά δεν γινόταν από σωματείο να γίνει ίδρυμα, εκτός αν το «ευλογούσε» ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Τηλεφωνώ τότε του Κωστή Στεφανόπουλου να με δεχτεί και, πράγματι, με δέχτηκε αμέσως. Πάω, τον  βρίσκω και μου λέει: «Θα σ’ το κάνω εγώ»! Μετά πήγα στη Βουλή και έψαχνα να βρω τον φάκελλο προς υπογραφή, σφραγισμένο με βουλοκέρι. Ήταν μια στοίβα από φακέλλους. «Παιδί μου, τα βλέπεις όλα αυτά; Θα πρέπει να περιμένεις πολύ μέχρι να τα υπογράψει όλα ο Πρόεδρος» μου κάνει ένας υπάλληλος. Του λέω: «Μπορείτε να μου φέρετε λίγο νεράκι;»…Και μόλις φεύγει, βρίσκω τον δικό μου φάκελλο που ήταν πέμπτος – έκτος στη σειρά και τον βάζω πάνω – πάνω (γέλια).

Πως έσκασε η είδηση της ίδρυσης ενός σπιτιού για τους ηθοποιούς; Μιλάω για το συνάφι σας.

Κλασικά, με είπαν ψωνάρα στην αρχή. Ότι το έκανα για την προβολή μου κλπ., που δεν είχα κανένα λόγο, ούσα γνωστή. Στα εγκαίνια είχαμε 2.500 ανθρώπους και μόνο 100 ηθοποιούς. Μη με ρωτήσεις γιατί, άντε ρώτα τους! Εγώ επέμενα, όμως. Ούτε ο Υπουργός Πολιτισμού είχε έρθει, ούτε από τον Δήμο Αθηνών. Ήρθε όμως ο Αρχιεπίσκοπος και μας έκανε τα εγκαίνια. «Εμείς θα δίνουμε το φαΐ» μας είπε εκεί, «60 μερίδες την ημέρα, πρωί – βράδυ». Τώρα, όμως, μας το σταμάτησαν, γιατί η Αρχιεπισκοπή μετά από πέντε χρόνια πρέπει να δώσει και σε άλλα ιδρύματα.

Καλά κρασιά…

Άσε…Και να αρχίσει εμένα η αγωνία μου τι θα γίνει με τη σίτιση των ηθοποιών…Για πέρσι μιλάμε, τώρα κοντά…Εκεί, λοιπόν, που ήμουν «και κλάμα η κυρία», ένας φίλος από τον Δήμο, δεξιός, καλός άνθρωπος, ο Σκιαδάς, κανόνισε και μου στέλνονται μερίδες. Να πω ότι μια φορά ήμουν στο αστυνομικό τμήμα της Καισαριανής για μια υπόθεση μου και ήταν αυτοί της ομάδας ΔΙΑΣ. Τους λέω τον πόνο μου και μου λένε: «Να σας στέλνουμε κι εμείς καμιά δεκαπενταριά μερίδες την ημέρα». Καταπληκτικό φαΐ! Επομένως, μας στέλνει και η αστυνομία φαΐ, αλλά με ότι περισσεύει, εγώ κάνω κι ένα συσσίτιο εδώ παραπάνω στα Θυμαράκια. Το ονομάζω «Συσσίτιο Άννα Φόνσου», οι άλλοι δηλαδή το λένε έτσι.

Αναφέρεστε σε ηθοποιούς;

Όχι, αναφέρομαι σε αλλοδαπούς που δεν έχουν να φάνε…Πρώτη φορά το λέω αυτό, δεν το ξέρει κανείς. Όπως έχετε δει, εδώ ο δρόμος ήταν όλο υπόκοσμο. Φρόντισα να μειωθούν τα πρεζάκια, γιατί εδώ έχουν γεννηθεί κι αυτά τα παιδιά. Εδώ βρήκαν παγκάκι να κάθονται και δροσιά. Δεν είναι πάντα φρόνιμα, όταν κάνουμε παραστάσεις, αλλά νομίζω ότι τα έχω κατακτήσει τα παιδιά αυτά. Σταδιακά πήγαν αλλού, να μην ενοχλούν τον κόσμο. Δεν θα ήθελα με τίποτα να έρθουν και να τα μαζέψουν, α πα πα, Παναγία μου!

Δεν είδατε τι έγινε προ ημερών στα Εξάρχεια; Επιχείρηση αρετής με στόχο όχι εγκληματίες, αλλά μάνες με μωρά παιδιά.

Το άκουσα, τα είδα…Τι να πεις; Ο λαός ψήφισε…Αυτήν την κυβέρνηση θέλανε, αυτήν βγάλανε…Ψηφίσανε, εγώ τι να σας πω τώρα; Εδώ το σχολείο δίπλα μας έχει μια τάξη 60 παιδιών, απ’ τα οποία μόνο πέντε – έξι είναι Ελληνάκια. Τους έφτιαξα τη βιβλιοθήκη και ετοιμάζω να τους ανεβάσω κι ένα έργο. Τους έκανα και την παιδική χαρά. Τώρα που ήρθε ο Μπακογιάννης, του είπα: «Κύριε δήμαρχε, να ανοίξουμε όλο τον πεζόδρομο να γίνει παιδική χαρά, να ανασάνει όλη αυτή η υποβαθμισμένη περιοχή». Συμφώνησε, πιστεύω να το κάνει. Κοιτάξτε, πολλοί μας έχουν βοηθήσει, σας το είπα και πριν, όπως η φίλη μου η Ρένα Δούρου, που πολύ λυπήθηκα με όσα της προσάπτουν. Η Δούρου, ξέρετε, έχει κάνει πολλά καλά, για τα οποία δεν έχει μιλήσει ποτέ και ελάχιστοι τα γνωρίζουν.

Τι έχει μεγαλύτερη σημασία στη ζωή, κυρία Φόνσου; Το φωτεινό πρόσωπο ενός συνάνθρωπου;

Εγώ αυτό νομίζω, ναι. Το να δίνεις είναι ότι καλύτερο! Μου είναι αδύνατον να έχω δέκα ζευγάρια παπούτσια και να βλέπω ανθρώπους που δεν έχουν κανένα. Θα δώσω!

Αυτή τη στιγμή στο ίδρυμα ποιοι ηθοποιοί στεγάζονται;

Δεν είναι γνωστοί. Και δεν «στεγάζονται», γιατί δεν έχω γηροκομείο. Δεν έχω την υποδομή κιόλας γι’ αυτό. Φιλοξενούνται παιδιά που ήρθαν να σπουδάσουν ηθοποιοί απ’ την επαρχία και δεν έχουν λεφτά να νοικιάσουν σπίτι. Έχουμε και έξι – εφτά μεγάλους, πάνω από 65 – 70 ετών, που δεν χρειάζονται ιατρική περίθαλψη, αλλά εγώ ωστόσο έχω συμβληθεί με οργανισμούς υγείας και τους στέλνω για εξετάσεις. Έχω βρει κι οδοντογιατρό, έχει μεγάλη πλάκα αυτό: Με ρωτάει «Θέλετε τζάμπα και τα πρόσθετα δόντια;»…«Κοίτα να δεις» του απάντησα, «αυτοί κυρίως πρόσθετα θέλουνε» (γέλια). Ψάχνει και βρίσκει ο καημένος δόντια και τα πληρώνουμε στο κόστος τους μόνο. Τι να κάναμε, να ξεθάβουμε τους πεθαμένους να τους παίρνουμε τα δόντια πίσω; (έχουμε σκάσει στα γέλια) Από δω πέρασαν ο Ανδρέας Μπάρκουλης, ο Γιώργος Μαρίνος κ.α.

Με τον Μαρίνο ακούσατε και τα σχολιανά σας πρόσφατα και δεν υπάρχει λόγος να επεκταθούμε.

Σωστά, αλλά πρέπει να πούμε ότι ο Μαρίνος έμεινε εδώ δυο μήνες. Του κάναμε εμείς την εγχείρηση καρδιάς που έπρεπε να κάνει. Δεν είχε καθόλου άνοια, όπως δεν ξέρουμε αν έχει ή δεν έχει σήμερα, πάντως ήταν καλά. Είχε αδυνατίσει πολύ, του’χαμε δώσει ένα δωμάτιο σαν σουίτα στον έκτο όροφο. Εγώ δεν τον είχα γνωρίσει ποτέ πριν, ούτε είχα παίξει μαζί του. Του είχαμε νοσοκόμα, αλλά δεν έτρωγε πολύ, μόνο τσουρέκι και γάλα…Καλή του ώρα, ελπίζω να είναι καλά.

Ειλικρινά, δεν φοβάστε, κυρία Φόνσου, μήπως όλο αυτό το οικοδόμημα σας, αποκτήσει το χαρακτήρα μιας παρακμής; Ένας οίκος ευγηρίας, να το πω έτσι, για ανθρώπους που έληξαν οι λογαριασμοί τους με τη ζωή;

Πολύ καλό θα ήταν να γινόταν ένα γηροκομείο ηθοποιών για να μην πεθαίνουν οι ηθοποιοί μόνοι, από δω κι από κει…Εγώ αν είχα λεφτά θα το έφτιαχνα και θα το ονόμαζα «Λέσχη παλιών ηθοποιών», όχι «οίκο ευγηρίας» ή «γηροκομείο». Τώρα δεν έχω λεφτά. Ένα ρολόι χειρός μού έχει μείνει, γιατί πουλάω όλα αυτά για να συντηρήσω το ίδρυμα. Ας μου δώσει λεφτά η Πολιτεία και εγώ θα το φέρω εις πέρας! Και να πάμε λίγο παραέξω, στην εξοχή, αν και οι ηθοποιοί θέλουν να είναι στο κέντρο. Πάντως, για το φαΐ που λέγαμε πριν, σκέφτομαι να πάω να πιάσω τον Μπαϊρακτάρη στο Μοναστηράκι. Όλοι οι ηθοποιοί έχουμε περάσει από κει για φαγητό τα βράδια μας, πιστεύω πως θα δεχτεί να μας στέλνει μερικές επιπλέον μερίδες.

Φτάνουμε στο τέλος της μαραθώνιας αυτής συνέντευξης. Πόσο σας απασχολεί το ζήτημα του θανάτου;

Πάρα πολύ! Δεν θα σας πω τα κοινότοπα, ότι «δεν με απασχολεί ο θάνατος, όσο η αρρώστια» κλπ. Τίποτα απ’ αυτά! Δεν θέλω να πεθάνω! Δεν θέλω να πεθάνω!

Σας τρομάζει η ανυπαρξία;

Μ’ αρέσει που ζω. Η βροχή, το ηλιοβασίλεμα…Ξέρω ότι θα φύγω απ’ τη ζωή, αλλά ξέρετε ποιο είναι το όνειρο μου εμένα; Να φύγω απ’ την Ελλάδα, να έχω τακτοποιήσει όλα τα θέματα μου και να λένε όλοι: «Θυμάσαι την Άννα Φόνσου, που είχε κάνει το Σπίτι του Ηθοποιού; Που να είναι τώρα;» Κι εγώ να έχω πεθάνει έξω απ’ την Ελλάδα…

Ποια ψυχολογική ανάγκη σας οδηγεί στη σκέψη αυτή;

Δεν ξέρω…Μήπως να πάω και στο Δαφνί; Αυτό θα ήθελα, να μην απασχολήσει ο θάνατος μου τα μέσα! Να μη λένε οι άλλοι: «Ξέρεις τι είχε κάνει αυτή; Ξέρεις πόσων χρονών ήτανε;» Τρελά πράγματα! Θα βγω απ’ τον τάφο και θα τους πάρω με τις πέτρες. Τι μακάβρια πράγματα λέμε…

Μπορεί να σας διακατέχει τόσο έντονη η επιθανάτια αγωνία λόγω και αυτού που κάνετε με το Σπίτι του Ηθοποιού…

Και αυτό! Ο Μπιμπίλας ασχολείται περισσότερο με ανθρώπους που είναι να «φύγουν» κι εγώ προτιμώ τους νέους. Δεν θέλω, με επηρεάζει η ανημπόρια των ανθρώπων. Ο Σπύρος είναι πιο ψύχραιμος, γιατί έχει και γραφείο κηδειών η οικογένεια του. Για μένα ισχύει ότι δεν τον φοβάμαι το θάνατο αρκεί να μην είμαι εκεί.

Κι όταν τα χρόνια περάσουν…

(με κόβει απότομα) Πέρασαν. Κι άλλο να περάσουν; (γέλια)

Πως φαντάζεστε να συζητιέται το όνομα σας σε πενήντα χρόνια από σήμερα;

Πιστεύω σε κάτι που είχε πει ο Δημήτρης Λιγνάδης όταν κάναμε το αφιέρωμα στον Αλέξη Σολομό, στο Εθνικό: «Εγώ το μόνο που έχω να πω για τον Αλέξη Σολομό είναι ότι τον θυμηθήκαμε τώρα λόγω Άννας Φόνσου. Η Άννα, όμως, με το Σπίτι του Ηθοποιού θα μείνει για πάντα».

Που πιστεύετε ότι πάμε μετά το θάνατο μας;

Σε ένα διαμέρισμα με δυο κρεβατοκάμαρες, ξέρω γω; Αν και για να πω την αλήθεια, προτιμώ το κάψιμο.

Η συνάδελφός σας, η Δέσποινα Στυλιανοπούλου, μου είχε πει κάποτε πως φοβάται μήπως…πονάει την ώρα της καύσης.

(γέλια) Α, καλή ειν’ αυτή! Κι εγώ που παθαίνω αλλεργία στα μάτια με το χώμα;

Εκεί που θα σας έχουν, δεν θα «φάτε» χώμα.

Μην το λες! «Δείτε τον για τελευταία φορά» λένε και σ’ αρχίζουν στα λουλούδια και στις φτυαριές με το χώμα. Όπα, τι κάνεις, ρε φίλε; Ο θάνατος μ’ αρέσει μόνο αν τον διακωμωδώ, δεν μπορώ να τον δω σοβαρά.

Σας κούρασα μήπως;

Τι να με κουράσετε; Νιώθω σαν να μου πήρατε την καλύτερη συνέντευξη που έδωσα ποτέ!

Χαίρομαι. Και σε μια υποτιθέμενη μετάβαση στον Άλλο Κόσμο, ποιον θα προτιμούσατε για ομοτράπεζό σας, τον Χριστό ή τον Σωκράτη;

Τον Σωκράτη, αν ήταν ο Κόκκαλης!

(έχουμε σκάσει στα γέλια, δεν υπάρχει περιθώριο για άλλη ερώτηση και η μαραθώνια συνέντευξη με την Άννα Φόνσου κάπου εδώ τελειώνει)

Αταμάν: «Ό,τι και να γίνει, εμείς θα πάρουμε την σειρά- Αν δεν πάμε F4 δε θα ‘μαι του χρόνου στον Παναθηναϊκό»! (video)

ataman 2 1

Αταμάν: «Ό,τι και να γίνει, εμείς θα πάρουμε την σειρά- Αν δεν πάμε F4 δε θα ‘μαι του χρόνου στον Παναθηναϊκό»! (video)

Ο τεχνικός του Παναθηναϊκού μίλησε μετά την ήττα της ομάδας του, δίνοντας σήμα ανασύνταξης και…

Ρέντη: Αποκαλυπτικοί οι διάλογοι των δραστών – «Θα σας βρούνε όλους κρύους» (video)

ΡΕΝΤΗ

Ρέντη: Αποκαλυπτικοί οι διάλογοι των δραστών – «Θα σας βρούνε όλους κρύους» (video)

Αντιμέτωποι με βαριές ποινικές διώξεις είναι πλέον οι 67 συλληφθέντες για την υπόθεση της δολοφονίας…

Μαζική δηλητηρίαση προστατευόμενων ειδών-Νεκρά 47 ζώα από δηλητηριασμένα δολώματα

εβρος

Μαζική δηλητηρίαση προστατευόμενων ειδών-Νεκρά 47 ζώα από δηλητηριασμένα δολώματα

Ένα πολύ σοβαρό περιστατικό έρχεται να προστεθεί στον μακρύ κατάλογο των περιστατικών παράνομης χρήσης δηλητηριασμένων…