Αναστασία Μουτσάτσου: «Την ταφόπλακα στη δισκογραφία έβαλαν τα premium CDs»

Η ερμηνεύτρια και στιχουργός Αναστασία Μουτσάτσου μεσουράνησε στο λεγόμενο «έντεχνο» της δεκαετίας του 1990. Εν όψει του νέου δίσκου της, αυτή είναι η πρώτη της συνέντευξη μετά από πολλά χρόνια, στην οποία λέει ενδιαφέροντα πράγματα για τη δισκογραφία - και όχι μόνο - στη χώρα μας. 

DSC 0031

Την Αναστασία Μουτσάτσου την αναζητούσα εδώ και καιρό για μία συνέντευξη. Ήμουν σίγουρος πως αυτή, μία από τις σημαντικότερες εκπροσώπους του «έντεχνου» των 90s, που έζησε εκ των έσω την τελευταία ακμή της ελληνικής δισκογραφίας, θα είχε ενδιαφέροντα πράγματα να μαρτυρήσει. Η συνέντευξη έγινε τελικά και αφορμή ήταν ο επερχόμενος, πολυσυλλεκτικός απ’ την άποψη των δημιουργών, δίσκος της μετά από πολλά χρόνια. Ήρθε στο ραντεβού μας, στο αρτίστικο «Black Duck» της πλατείας Καρύτση, στην ώρα της «σαν έτοιμη από καιρό» για μια κουβέντα έξω απ’ τα δόντια. Με εντυπωσίασε η ηρεμία στο λόγο της, ακόμα κι όταν τη μνήμη της απασχολούσαν γεγονότα δυσάρεστα, όχι μόνο για την ίδια, αλλά και για κάθε συνάδελφο της που βίωσε την πτώση των ένδοξων ημερών του ελληνικού τραγουδιού και που βιώνει ακόμα τον κανιβαλισμό των social media και μία εμφυλιοπολεμική κατάσταση με τα σωματειακά. 

Θα ήθελα να μου πείτε, κυρία Μουτσάτσου, πόσα χρόνια έχετε να δώσετε συνέντευξη.

Το 2016, αλλά μαζί και με τους υπόλοιπους συντελεστές μίας παράστασης. Ατομική συνέντευξη δε θυμάμαι πόσα χρόνια έχω να δώσω, καθώς δεν μου αρέσει να μιλάω χωρίς νά’χω κάτι να πω. Κι επίσης, θέλω να μιλάω με ανθρώπους και να γίνεται διάλογος, όχι «πάρε το email μου και στείλε μου απαντήσεις». Εντάξει, υπήρξαν και περιπτώσεις που το έκανα κι αυτό.

Εγώ πάλι οφείλω να σας πω ότι όπου είπα πως θα μου δώσετε συνέντευξη, εισέπραξα τη φράση: «Τι κάνει αυτή; Χάθηκε»…

Είμαι άνθρωπος χαμηλών τόνων. 

Μόνο σ’ αυτό οφείλεται η απουσία σας ή και στην έλλειψη πια δισκογραφίας;

Φυσικά, εννοείται αυτό. Δεν υπάρχει, όπως παλιά, μια εταιρεία να σε στηρίζει από πίσω, να σε «τρέχει» κλπ. Από πέρσι δεν κάνω τίποτα. Από επιλογή ήθελα να κρατήσω μία απόσταση, κάνοντας αυτή τη δουλειά από το 1982. Ξεκίνησα στη δισκογραφία το ’91, τριάντα δύο ετών, αλλά στο τραγούδι μπήκα απ’ τα είκοσι μου. 

Κατ’ ανάγκην μπήκατε στο τραγούδι;

Ήθελα να γίνω τραγουδίστρια, αλλά δεν το πολυπίστευα, ούτε έκανα κάνα σχέδιο για το πως θα τα καταφέρω. Λίγο με βρήκανε τα πράγματα. Βρήκα δουλειά σε πιάνο μπαρ, αν και η πρώτη μου δουλειά ήταν με τη Γλυκερία στην «Όμορφη νύχτα».

Το 1982 πρέπει να ήταν αυτό.

Ναι. Τραγουδούσαμε καθισμένες σε καρέκλες, πατάρι που λένε, σαν ρεμπέτικο πάλκο. Με τα ρεμπέτικα είχα αρχίσει το τραγούδι κι η γνώση μου γι’ αυτά ήταν το κριτήριο να με πάρουν στο σχήμα της Γλυκερίας. Θυμάμαι ότι μου’χε δώσει μια λίστα ο Στέλιος Φωτιάδης με τα τραγούδια του προγράμματος και με ρώτησε ποιο δεν ξέρω. Όλα τα ήξερα, δεν υπήρχε και κάποιο που να μην ξέρω. 

Συνειδητοποιούσατε ότι μπαίνετε σε ένα χώρο που θα μένατε για μια ζωή;

Δεν το συνειδητοποιούσα απλά, ήθελα να μείνω! Κατάλαβα με τη μία ότι ήταν αυτό που ήθελα να κάνω! 

Τι σας έκανε να το καταλάβετε με τη μία;

Η επαφή με το κοινό είναι κάτι ασύγκριτο. Ανεβαίνεις κακοδιάθετος πάνω στη σκηνή κι όταν κατεβαίνεις έχεις θεραπευτεί, είσαι καλά. Παίρνεις αέρα. Αυτό με κράτησε στη δουλειά. Έβγαζα χρήματα εκείνη την εποχή.

Είστε γεννημένη το 1961, βρίσκεται πανεύκολα αυτό. Και να θες να κρυφτείς…

Μπα, όχι, δε θέλω. Χαζομάρες ειν’ αυτά, τι νόημα έχει να κρύβεις την ηλικία σου;

Άρα το χρήμα ήταν σημαντικό για ένα κορίτσι στα 21 του. Η οικογένεια σας ήταν εύπορη;

Όχι, καθόλου. Μεγάλωσα στην επαρχία, σε ένα μικρό χωριό της Λακωνίας, από γονείς αγρότες. Ο πατέρας μου ήταν και γραμματέας στην κοινότητα του χωριού κι από κει συνταξιοδοτήθηκε. Συγκριτικά με την εποχή ήταν εγγράμματος άνθρωπος. Η μάνα μου ήταν στα κτήματα και στο σπίτι. «Έφυγε» η μάνα μου εδώ και 20 χρόνια, νέα, ενώ έχω ακόμα τον πατέρα μου, 95 ετών. 

Είχατε θέληση για τα γράμματα;

Δεν ήμουν σπασίκλα με τίποτα, αλλά κατά βάση ήθελα να φύγω απ’ το χωριό. Ονειρευόμουν να ζήσω πράγματα. Άκουγα μουσική από το ραδιόφωνο, το οποίο δεν άνοιγε συχνά στο σπίτι, αφού συχνά οι γονείς μου ήταν κουρασμένοι και τους ενοχλούσε. Τραγουδούσα από μικρή, μου έλεγαν ότι έχω καλή φωνή κι εγώ απλά ήθελα να έχω μιαν άλλη καλή ζωή, όχι απόλυτα συνδυασμένη με το τραγούδι. Αυτό ήρθε πολύ αργότερα όταν τελείωσα το Γυμνάσιο.

Στη Λακωνία;

Τις τρεις τελευταίες τάξεις τις έβγαλα στο Κερατσίνι, στο Γ’ Γυμνάσιο, τότε θηλέων και μετά μικτό. 

Και πως από τη Λακωνία βρεθήκατε στο Κερατσίνι;

Έμεναν όλοι οι συγγενείς εκεί. Είχαμε έρθει εγώ με τον αδερφό μου, οι γονείς μας είχαν τα κτήματα στο χωριό.

Ήξερα ότι πολλοί Μανιάτες είχαν έρθει στο Πέραμα, πάντως.

Και στο Κερατσίνι, κι εκεί είχε πολλούς. Πήγαμε στη γειτονιά που έμενε ο θείος μου με την οικογένεια του για να μας προσέχουν, να μας έχουν στο νου τους. Μέναμε σ’ ένα διπλανό σπίτι. 

Σας άρεσε η διαφορά από την επαρχία στο Κερατσίνι;

Μου άρεσε που ήρθα στον Πειραιά, γιατί άρχισα ν’ ανακαλύπτω τις μπουάτ. Μιλάμε για το 1975.

Ήταν έντονο το πολιτικοποιημένο κλίμα στις λαϊκές συνοικίες τότε;

Πολύ, πολύ…Τα ξαδέρφια μου ήταν πολιτικοποιημένα, στον Ρήγα, κι από κει «κόλλησα» κι εγώ. Κατά κάποιο τρόπο πολιτικοποιήθηκα από μικρή, παρόλο που οι γονείς μου δεν ήταν καθόλου πολιτικοποιημένοι. Ο πατέρας μου ανήκε στους ανθρώπους που έλεγαν πως το ΠΑΣΟΚ έκανε καλά, που τους αύξησε τη σύνταξη. 

Στις μπουάτ ποιους είχατε δει να παίζουν;

Τον Γιώργο Ζωγράφο είχα δει! Είχα μείνει άναυδη. Στην «Απανεμιά» τον είχα δει, εκεί που παίξαμε πρόπερσι με τον Νότη Μαυρουδή και το μαγαζί ήτανε ίδιο, απείραχτο. Τότε, όμως, ο αδερφός μου με κάτι φίλους του μου κάνανε μια πλάκα: Επειδή ήξεραν το ψώνιο μου με το τραγούδι, μου λένε «Πήγαινε κάτω, περιμένει να σ’ ακούσει ο Ζωγράφος». 

Και πήγατε;

Όχι, το κατάλαβα (γέλια). Δεν υπήρχαν μικροφωνικές, τραγουδούσε ο Ζωγράφος κι από κάτω τραγουδάγαμε κι εμείς στην ίδια ένταση.  

Αγοράζατε δίσκους τότε;

Ναι, με αιματηρές οικονομίες. Πολύ Χατζιδάκι, μαζεύοντας τα χαρτζιλίκια. Κυρίως ελληνικά, με ξένη μουσική δεν έχω καλή επαφή, δεν την ξέρω καλά. Αργότερα άρχισα ν’ ακούω ροκ μπαλάντες, αλλά δεν «κόλλησα» ποτέ. Ωστόσο, μπορώ να πω ότι γνωρίζω πολύ καλά το ελληνικό τραγούδι.

Το γνωρίζουμε ότι το γνωρίζετε! 

Μα μεγάλωσα με παραδοσιακά. Στο χωριό μου παίζανε βιολιά και λαούτα. Είχε ανταπόκριση με τις Κυκλάδες και ακούγαμε κυρίως κυκλαδίτικα στα πανηγύρια. 

Όπως το «Τζιβαέρι» που ηχογραφήσατε στον πρώτο σας δίσκο.

Ακριβώς, στα «Κύματα κρύσταλλα». Μέχρι τη στιγμή που μπήκα στη δουλειά, δεν είχα σκεφτεί ότι θα τα καταφέρω. Σπούδασα λογιστικά, δούλεψα σαν λογίστρια, αλλά δεν μου άρεσε και κάποια στιγμή σταμάτησα. Έλεγα τι να κάνω ώσπου εμφανίστηκε ο φίλος μου ο Νικόλας Τσαφταρίδης. Αυτός έπαιζε πιάνο και κρουστά, είχαμε φτιάξει μάλιστα μια ερασιτεχνική ορχήστρα και παίζαμε ρεμπέτικα με τον Μανώλη Πάππο στον Πειραιά. Ο Νικόλας με βοήθησε, μου έλεγε «Γιατί δεν το κάνεις επάγγελμα, αφού σ’ αρέσει τόσο πολύ;»

Κάπως έτσι ξεκίνησε, νομίζω, και η Ελευθερία Αρβανιτάκη με τις νεορεμπέτικες κομπανίες. 

Ναι, έτσι. Πήγα στο Ωδείο του Κλάββα με καθηγήτρια φωνητικής την Πετριόλη. Εκείνη μου βρήκε την πρώτη μου δουλειά, με έστειλε στη Γλυκερία. Μάλιστα μου είχε πει ότι της είχαν τηλεφωνήσει ζητώντας της μια μαθήτρια που να ξέρει ρεμπέτικα. Οι συμμαθητές μου δεν πολυείχαν επαφή με το ρεμπέτικο, άκουγαν Χατζηνάσιο, Σπανό, τα τραγούδια της εποχής. «Θα πας σε μια τραγουδίστρια που δεν θυμάμαι πως τη λένε» ήταν τα λόγια της Πετριόλη.

Η Γλυκερία ήταν, που έσκιζε τότε.

Ήταν η πρώτη της χρονιά κι εκείνης! Το μπαμ της Γλυκερίας ήταν κι η δική μου μετωπική σύγκρουση με το τραγούδι, γιατί πήγα σ’ ένα μαγαζί που ήταν γεμάτο ασφυκτικά κάθε βράδυ και μετά ήρθαν οι καλοκαιρινές συναυλίες, πάρα πολλές! Φεύγαμε απ’ το σπίτι μας και ξεχνάγαμε να γυρίσουμε.

Ήταν ωραία τα χρόνια εκείνα;

Ε, πως, ωραία δεν ήτανε; Ανεμελιά δεν υπήρχε, γιατί μπήκα στη δουλειά πολύ επαγγελματικά. Είμαι και άνθρωπος που θέλω να κάνω καλά ότι κάνω. 

Ευθυνόφοβη;

Καθόλου, αν υπολογίσετε πως όσα πράγματα έχω κάνει, τά’χω σκεφτεί μόνη μου. 

Προοπτική για δισκογραφία δεν υπήρχε ακόμη.

Όχι, γιατί ήταν και δύσκολο να προσεγγίσεις τις δισκογραφικές. Δεν ήθελα να πάω να παρακαλέσω, ντρεπόμουν. Ωστόσο, λίγο πριν κάνω δικούς μου δίσκους, είχα επαφή με τη δισκογραφία ως στιχουργός. 

Σωστά. Έχετε δώσει στίχους σε διάφορους.

Στον Πασχάλη το «Κατερίνα – Κατερινάκι», στην Καίτη Γαρμπή το «Γυαλιά – καρφιά», στη Σοφία Αρβανίτη, στη Λία Βίσση και σε άλλους.. Με τον Γιάννη Σαββιδάκη έχουμε κάνει ολόκληρο δίσκο.  

Πως βρεθήκατε λοιπόν, ούσα άγνωστη, να γράφετε στίχους για ποπ και λαϊκούς σταρ των χρόνων εκείνων;

Δούλευα σε μια ταβέρνα στην Καισαριανή με τον Μιχάλη Ρακιντζή, ο οποίος έπαιζε εκεί κιθάρα. Ακόμα δεν είχε κάνει το δικό του boom στην ποπ. Μια μέρα ήμασταν στο καμαρίνι και τον ρωτάω: «Κάνεις κάτι άλλο τώρα;» «Να, μωρέ» μου λέει, «κάνω ένα δίσκο στον Πασχάλη. Τον θυμάσαι;» Είχε χαθεί τότε ο Πασχάλης. «Αλίμονο, τον Πασχάλη δε θυμάμαι;» απαντάω κι εκεί ο Ρακιντζής μου είπε ότι είχε πρόβλημα με τις μουσικές του έτοιμες, αλλά χωρίς στίχους. Του πρότεινα να μου δώσει να δοκιμάσω κι έτσι έγραψα δυο κομμάτια μες το δίσκο. 

Με το «Κατερίνα – Κατερινάκι» είχε γίνει πανικός. Κερδίσατε χρήματα;

Ναι, έβγαλα λεφτά. Να σκεφτείτε ότι στο σπίτι μου δεν είχα σαλόνι και με τα πρώτα λεφτά πήγα κι αγόρασα σαλόνι και χαλί. 

Ήθελε μια τόλμη εκ μέρους σας να στραφείτε σε άλλο είδος τραγουδιού ενώ διαγράφατε ήδη καριέρα μεγάλης ποπ στιχουργού. 

Όταν εγώ αποφάσισα να σταματήσω, ερχόντουσαν βροχή οι προτάσεις, επειδή ακριβώς είχα κάνει επιτυχίες. Δεν ήθελα πια…Δεν είχε νόημα…

Κι όταν σταματήσατε, υπήρχε η προοπτική για τον πρώτο σας δίσκο, φαντάζομαι.

Όχι, δεν υπήρχε, απλά δούλευα σε μουσικές σκηνές και τραγουδούσα «έντεχνο», που ούτε εγώ δε μπορώ να εξηγήσω τι σημαίνει η λέξη. Το κλίμα αυτών που επέλεγα να τραγουδήσω ως τραγουδίστρια δεν ταίριαζε μ’ αυτό όσων έπρεπε να γράφω ως στιχουργός. 

Κατανοητό.

Δούλευα σ’ ένα χώρο στην Ηλιούπολη, το «Κοντράστ», με τους Λαθρεπιβάτες, τον Βασίλη Καζούλη και τον Χρήστο Γιαννόπουλο. Εκεί γνώρισα την Έφη Κανελλοπούλου, που δούλευε στην MBI, με διευθυντή παραγωγής τον Μιχάλη Νικολούδη. Έφερε ένα βράδυ τον Νικολούδη, με άκουσε και η πρώτη πρόταση ήρθε απ’ αυτόν. Ήταν το άλμπουμ «Κύματα κρύσταλλα», στο οποίο έκανε τις ενορχηστρώσεις. Με τον Μιχάλη κάναμε άλλους δύο δίσκους στη σειρά. 

Συνάντησε αποδοχή ο πρώτος σας δίσκος;

Μεγάλη! Ήταν μία κίνηση – πρόταση: Πήραμε παραδοσιακά, τα διασκευάσαμε και μια τραγουδίστρια που δεν ήταν των πανηγυριών τα τραγούδησε με έναν διαφορετικό τρόπο. Παίχτηκε και πολύ από το ραδιόφωνο.

Να ευχαριστείτε τον Γιάννη Πάριο που άνοιξε το δρόμο με τα άκρως πετυχημένα εμπορικά «Νησιώτικα» του. 

Πιθανώς, εννοείται! Εγώ τα έπαιζα για χρόνια αυτά τα τραγούδια μου με ηλεκτρικές ορχήστρες και άρεσε πολύ.

Το ίδιο είχε κάνει και η Κωχ στις αρχές του 1970.

Και με τη Μαρίζα έχω δουλέψει στη «Σφίγγα», αρχές του ’80. Την είχα πρότυπο εκείνη την περίοδο και τραγουδούσαμε μαζί για ένα τρίμηνο. Καλός άνθρωπος και μεγάλη καλλιτέχνις! Την αγαπώ πολύ και τη θαυμάζω και μάλιστα είμαστε γεννημένες την ίδια ημερομηνία, 14 Μαρτίου. 

Στο δεύτερο δίσκο σας ισχυρό ήταν το στίγμα του Γιώργου Ανδρέου. Ας θυμηθούμε το «Λιμάνι» του που τραγουδήσατε. Άρχισαν δηλαδή να θέλουν οι συνθέτες να γράφουν «πάνω» σας;

Ο Νικολούδης ήρθε σ’ επαφή με τον Γιώργο Ανδρέου, ο οποίος θα αναλάμβανε να μαζέψει τα κομμάτια. Ο Γιώργος ζήτησε από τον φίλο του, τον Νίκο Πορτοκάλογλου, να δώσει τέσσερα κομμάτια, άλλα τέσσερα ο Μανώλης Γαλιάτσος και τέσσερα έγραψε ο ίδιος. Έκανε επίσης την ηχοληψία, την παραγωγή, τα πάντα. Έγινε χρυσός ο δίσκος αυτός!

Ας πάμε στις αρχές του ’90, είναι η περίοδος που βγαίνει μια φουρνιά καλλιτεχνών, οι οποίοι σχετίζονται άμεσα με την παράδοση. Νιώσατε άραγε κομμάτι ενός νέου ρεύματος στο ελληνικό τραγούδι;

Κοιτάξτε, όταν ζεις την εποχή σου και τη στιγμή, δεν ξέρεις τι σημαίνει αυτό για το μετά. Μπορεί να συμβαίνουν διάφορα πράγματα που είναι λογικό να συμβαίνουν, αλλά δε λες «είμαι αυτό και κάνω αυτό». Εκ των υστέρων γυρνάς πίσω και λες ότι ανήκες σε μία ομάδα. 

Να τολμήσω να ρωτήσω αν βιώσατε εμπάργκο, για να μην πω bullying, από καλλιτέχνες μεγαλύτερους και ηλικιακά και ρεπερτοριακά;

Όχι, δε μπορώ να το πω αυτό, γιατί αμέσως μετά το δεύτερο δίσκο με το «Λιμάνι», μου τηλεφώνησε η Χαρούλα και πήγα μαζί της περιοδεία σ’ όλη την Ελλάδα. Αμέσως μετά τη Χαρούλα, με πήρε ο Νταλάρας. Πήγαμε περιοδεία στη Λατινική Αμερική, στο Ισραήλ, στη Γερμανία, παντού. Είχα δηλαδή την πλήρη αποδοχή αυτών των ανθρώπων. 

Σας αγκάλιασαν, λοιπόν, παίρνατε κι εσείς, αλλά έπαιρναν κι εκείνοι.

Κάπως έτσι έγινε, φαντάζομαι, γιατί όταν ένας καταξιωμένος τραγουδιστής επιλέγει έναν νεότερο για να συνεργαστεί, προφανώς διαβλέπει μία επιτυχία. Δε φωνάζει έναν απ’ το τίποτα, απ’ το πουθενά. Η Χαρούλα, ας πούμε, μου έλεγε ότι πήγαινε με ταξί στο στούντιο «Σιέρρα», για να γράψει, κι άκουσε το «Λιμάνι». Όταν μπήκε στο στούντιο, λέει του Ανδρέου: «Ρε συ, τώρα που ερχόμουν, άκουσα ένα πολύ ωραίο τραγούδι που πήγαινε κάπως έτσι…» κι άρχισε να του το τραγουδάει. «Δικό μου ειν’ αυτό» της απαντάει ο Γιώργος, μην αφήνοντας τα κουμπάκια του απ’ την κονσόλα.

Και πόσο συγκλονιστική εμπειρία θα ήταν το συνταξίδεμα με τέτοιους τραγουδιστές.

Έτσι ακριβώς, συγκλονιστικό ήτανε! Γυρίζω σπίτι αργά το βράδυ και βρίσκω μήνυμα στον τηλεφωνητή που έλεγε: «Γεια σας, με λένε Χάρις Αλεξίου», λες και υπήρχε περίπτωση να μην καταλάβω (γέλια), «και θα ήθελα να μιλήσω με την κυρία Μουτσάτσου». Κόντεψα να λιποθυμίσω μεσ’ στο σπίτι στις 4 το πρωί. Μιλήσαμε, πήγα σπίτι της ύστερα…

Έχετε κρατήσει φιλίες μ’ αυτούς τους ανθρώπους;

Βέβαια. Η Χαρούλα είναι πολύ συναισθηματικός άνθρωπος. Έχω εξαιρετική σχέση, όπως και με τον Γιώργο Νταλάρα, που τον αγαπώ πάρα πολύ. Για μένα αυτές οι συνεργασίες ήταν πολύ μεγάλη ώθηση προς τα μπροστά. Δε φτάνει να κάνεις μια επιτυχία, πρέπει νά’χεις την αποδοχή του χώρου και του κόσμου κι εγώ εκείνη τη στιγμή τα είχα και τα δύο! Από κει και πέρα έγινα μέλος μιας μουσικής οικογένειας. Με τον Παντελή Θαλασσινό, ας πούμε, είμαστε σαν αδέρφια και τώρα στον επερχόμενο δίσκο μου έχω μέσα ένα τραγούδι του. Παλιότερα κάναμε μαζί ολόκληρο δίσκο, έχουμε καρμική σχέση πια. Ταυτόχρονα ήρθε και το τραγούδι της Θεσσαλονίκης: Με την Κανά και την Καλημέρη μας συνέδεε η εταιρεία, η Lyra, σε μια πολύ οικογενειακή φάση. Με τον Νίκο Ξυδάκη και με τον Γεράσιμο Ανδρεάτο από τη Lyra παίξαμε αργότερα. 

Επιλέγατε μόνη το ρεπερτόριο σας ή ήταν και θέμα εταιρείας;

Έψαχνα πάρα πολύ εγώ, αλλά πήγαινα στην εταιρεία και κάποια στιγμή ψάχναμε και μαζί με την παραγωγό μου, τη Ντόρα Ρίζου. Εκ των ενόντων γίνονταν οι δουλειές, είχα όμως την ευχέρεια να αναζητήσω μόνη μου το υλικό μου.

Θυμόσαστε την περίοδο που τα CD σας πωλούνταν παράνομα στα πεζοδρόμια;

Πάρα πολύ! 

Πως αντιδρούσατε; Η Αρβανιτάκη στο ίδιο ερώτημα προ 10ετίας απάντησε πως θα καλούσε την αστυνομία. 

Τα έβλεπα πολλές φορές μπροστά μου, αλλά ούτε την αστυνομία φώναξα, ούτε έκανα τίποτα. Να σας πω την αμαρτία μου, μπορεί να λέω και χαζομάρα τώρα, αλλά τους λυπόμουν. Πεταμένοι κι οι ίδιοι στο δρόμο έκαναν κάτι παράνομο, που και την αστυνομία να φώναζα όμως πάλι δεν θα γινόταν τίποτα. Τη δουλειά αυτή ας την έκαναν το κράτος και οι δισκογραφικές, όχι να φωνάζεις εσύ κάθε φορά ένα μπάτσο να μαζέψει έναν κακομοίρη από δαύτους. Δεν έλυνες κάνα πρόβλημα και για νά’μαι ειλικρινής πιστεύω και κάτι άλλο επ’ αυτού…

Ξέρω τι θα μου πείτε…Ότι κινήθηκε και η μουσική μέσω της πειρατείας.

Αυτό ακριβώς. Πιστεύω ότι κι εγώ, και όλοι μας, «αγοραστήκαμε» από ανθρώπους που μπορεί να μην πήγαιναν στο δισκοπωλείο. Έτσι πιστεύω.

Δεν έχετε άδικο. Εγώ τότε ήμουν 19 ετών και δεν είχα την ευχέρεια να αγοράζω τα πανάκριβα CD σας από το «Metropolis». 

Δε σημαίνει ότι το επικροτώ, αλλά από τη στιγμή που συνέβαινε, είχε και κακά, είχε και καλά. Αν οι εταιρείες είχαν την τιμή του δίσκου πιο χαμηλή, η πειρατεία θα ελεγχόταν. Ήθελε συντονισμένες κινήσεις το πράγμα από την πολιτεία και τις δισκογραφικές. Τη μεγαλύτερη ζημιά, ωστόσο, πιστεύω ότι έκαναν τα premium CDs. 

Είναι η επόμενη ερώτηση μου: Εκείνο το διάστημα ήσασταν τρομερά δημοφιλής και κάθε εβδομάδα σχεδόν όλο και κάποιο τραγούδι σας θα κυκλοφορούσε με το «Δίφωνο» ή κάποια εφημερίδα.

Μόνο; Μια φορά είχα δει δικό μου τραγούδι σε ένα…αλεύρι (έχουμε σκάσει στα γέλια). Ήταν σε μια συλλογή με γυναίκες τραγουδίστριες. Τό’χα δει στο σούπερ μάρκετ σε ένα CD – προσφορά με ένα αλεύρι. 

Και τι κάνατε; 

Τίποτα, τι νά’κανα; Αφού όλα γινόντουσαν με τις ευλογίες των εταιρειών. Ο λόγος που αποδεδειγμένα πια έβλαψαν το τραγούδι τα premium CDs είναι που το τραγούδι ναι μεν διέρρευσε στον πολύ κόσμο, αλλά έγινε με μία εξευτελιστική τιμή. Απαξιώθηκαν τελείως ο δίσκος, ο τραγουδιστής, τα πάντα.

Πάλι η Αρβανιτάκη ήταν η μόνη που απαγόρευε αυστηρά να βγει τραγούδι της σε premium CD.

Δεν έχεις πάντα τη δύναμη να το κάνεις αυτό…Μπράβο στην Ελευθερία που όταν είχε τη δύναμη, το έκανε! Τα συμβόλαια που υπογράφαμε έλεγαν ότι εκτός από το δίσκο, μπορούσε η εταιρεία να πάρει τα κομμάτια και να τα βάλει σε τρεις διαφορετικές συλλογές. Δεν ήξερες εσύ σε ποια συλλογή θα έμπαιναν, που να τό’ξερες; Έτσι λοιπόν είδα κι εγώ τα τραγούδια μου μεσ’ στο αλεύρι! 

Θα λέγατε ότι ενδεχομένως να βοηθηθήκατε καλλιτεχνικά απ’ αυτό; Αναφέρομαι στα live σας.

Φυσικά. Όλα αυτά τα πράγματα βοηθούσαν στις πωλήσεις ή στα εισιτήρια και οι εταιρείες το έκαναν για να «σπρώξουν» τον καλλιτέχνη και το υλικό τους. Τελικά νομίζω πως η ζημιά που έγινε για τον μελλοντικό ρόλο της μουσικής ήταν μεγαλύτερη από το κέρδος που είχαμε εμείς εκείνη τη στιγμή. Και δε μιλάω για οικονομικό κέρδος, όσο για το καλλιτεχνικό.

Το 1997 ένα premium CD Νταλάρα είχε πουλήσει με το «Δίφωνο» 130.000 κομμάτια. Το 2007, μια δεκαετία αργότερα, πάλι ένα CD premium Νταλάρα στο «Δίφωνο» μετά βίας πούλησε 11.000 κομμάτια. Τι είναι αυτό, πιστεύετε, που έκανε τον μέγιστο δισκογραφικά Νταλάρα να πέσει κατά 90% στις πωλήσεις του;

Εγώ νομίζω πως ξεκίνησε με τα premium CDs η απομυθοποίηση του δισκογραφικού προϊόντος. Μην πάτε τόσο μακριά! Διαπιστώνω τελευταία πως μέσα από τα social media έχει ήδη γίνει η απομυθοποίηση των ίδιων των τραγουδιστών. Όταν βλέπεις έναν τραγουδιστή να κάνει μία ανάρτηση στο facebook και από κάτω άλλοι να τον υμνούν και άλλοι να τον βρίζουν, ήταν κάτι που δεν συνέβαινε παλιά. Δεν υπήρχε περίπτωση παλιά οι άνθρωποι να βρίσουν έναν τραγουδιστή, ήμασταν κάπως στο απυρόβλητο. 

Συμφωνώ όσο δεν φαντάζεστε. Δεν είναι ωραίο να βρίζεις την Αφροδίτη Μάνου ακόμα κι αν διαφωνείς κάθετα με τις απόψεις της στο Μακεδονικό, ας πούμε. Σας τρομάζει, αλήθεια, όλο αυτό;

Εντελώς, γι’ αυτό και κάνω περιορισμένες αναρτήσεις. Διανύουμε την εποχή που δε μπορείς να πεις τη γνώμη σου. Προσέξτε: Ρωτάνε όλοι «Γιατί δεν παίρνουν θέση οι καλλιτέχνες;», αν υπάρχει ένα σοβαρό θέμα. Ακούς «Είναι δειλοί οι καλλιτέχνες, έχουν συμφέροντα ή δε θέλουν να χαλάσουν την επαφή τους με τον κόσμο»…Όταν όμως παίρνεις θέση, σε βρίζουν, διότι η θέση σου δεν συμφωνεί με τη δική τους! Μα ο τραγουδιστής δεν είναι μηχάνημα. Εκτός από καλλιτέχνης, είναι και άνθρωπος, είναι και κοινό, είναι και πολίτης που ψηφίζει. Κάπου πρόσκειται πολιτικά και αν εκφραστεί σε ένα θέμα, θα εκφράσει την πολιτική του θέση. Γιατί πρέπει να τον βρίσουμε γι’ αυτό;

Μήπως είναι ίδιον των Ελλήνων αυτό, μήπως παραέχουμε θεοποιήσει τους καλλιτέχνες;

Δεν ξέρω, ρε γαμώτο, δεν έχω ζήσει στο εξωτερικό για να απαντούσα. Πιστεύω ότι υπάρχει ένα βαθιά ακαλλιέργητο κομμάτι του ελληνικού λαού. Αυτοί βρίζουν, οι ακαλλιέργητοι! Όταν έχεις ενσυναίσθηση και θες νά’χεις άποψη, οφείλεις να σέβεσαι και την άποψη του αλλουνού. Άλλωστε πως θα ήταν ο κόσμος αν ήμασταν όλοι ίδιοι και λέγαμε τα ίδια; Δε θα προχώραγε τίποτα!

Το δικό σας όνομα, ωστόσο, μπήκε στη λίστα των καλλιτεχνών υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών.

Υπέγραψα το κείμενο, έχοντας μιλήσει με ανθρώπους που εμπιστεύομαι την κρίση τους. Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι πρέπει να το κάνω, διάβασα τη Συμφωνία και απ’ αυτά που κατάλαβα, θέλησα να υπογράψω. Αν κάθε φορά που λέμε τη γνώμη μας και βρίσκεται κάποιος να μας πετροβολήσει, τι να πω…Δηλαδή αν δήλωνα «κατά», δεν θα με πετροβολούσε κάποιος απ’ την «απέναντι»; Εγώ είπα ότι συμφωνώ και είχα την τόλμη να το πω, από κει και πέρα ο καθένας ας βγάλει τα συμπεράσματα του. Δεν με ενδιαφέρει. 

Στην ακμή σας πάνω δεν είχατε διαβλέψει την αγριάδα του κόσμου; Δε μπορεί όλο αυτό να βγήκε στη φόρα με τα social media.

Η κάλυψη του να είσαι στον καναπέ σου, πίσω από μία οθόνη και να βρίζεις, χωρίς να μπορεί ο άλλος να σου χώσει μια μπουνιά και να σε ρωτήσει κατάμουτρα «γιατί με βρίζεις;», δημιουργεί μία αίσθηση ασφάλειας και δήθεν επαναστατικότητας από τα Lidl. Ο πραγματικός επαναστάτης ψάχνει πολύ πριν μιλήσει και ασχολείται με τον χωροχρόνο, τον οποίο βιώνει. Με γνώση, όχι με βρισιές…

Σας παρακολουθώ να τα λέτε όλα αυτά με μία όμορφη ηρεμία. Πάντα έτσι ήρεμη είστε;

Έχω περάσει κι εγώ τρομερές εντάσεις, αλλά προσπαθώ να είμαι νηφάλια. Ο παρορμητισμός δεν είναι καλός σύμβουλος, γιατί μετά μετανιώνεις. Κι όχι μόνο μετανιώνεις, αλλά τη στιγμή που μετανιώνεις, έρχονται και τα βρισίδια των άλλων γι’ αυτό που είπες και μετά σε κάνουν χάλια, σε διαλύουν!

Μέχρι να ξεχαστεί κι αυτό το πολύ μετά από δύο 24ωρα, όσο διαρκεί ο μύλος αλέσματος του facebook.

Προσπάθησα απ’ την αρχή να έχω καλή επαφή με το facebook, όχι βέβαια σαν τη Δήμητρα (σ.σ. τη Γαλάνη) που ήταν από πολύ νωρίς χάκερ και έπαιζε στα δάχτυλα το διαδίκτυο. Εμείς τότε πατάγαμε ένα – ένα τα δάχτυλα στον κομπιούτερ. Με τη Δήμητρα ένα τραγούδι έχουμε κάνει μαζί, αλλά ζήσαμε πολλά στον οργανισμό «Ερατώ». 

Που αφορά τους τραγουδιστές. Εσείς βέβαια είστε και στιχουργός. Ανήκατε σε κάποιο σωματείο;

Ήμουν στην ΑΕΠΙ και τώρα στην ΕΥΕΔ. 

Πιστεύετε ότι χειρίστηκε καλά η κυβέρνηση το θέμα της ΑΕΠΙ;

Δεν ξέρω τι έπρεπε να γίνει. Ειλικρινά. Η ιστορία της ΑΕΠΙ νοσούσε από χρόνια και όλοι το βλέπαμε εκ των έσω, το λέγαμε και υποφέραμε από τον τρόπο που αντιμετώπιζε τα live μας. Είχαμε ετοιμάσει μια μεγάλη συναυλία με τον Μαυρουδή στο Θέατρο Βράχων, για την οποία απαίτησαν από πριν την είσπραξη των δικαιωμάτων και ακυρώθηκε. Που ήξερε η ΑΕΠΙ τι εισιτήρια θα κάναμε και ζητούσε προκαταβολή; Δεν μπορούσε ο ίδιος ο δημιουργός να ζήσει από το έργο του! Δηλαδή τι θα έκανε ο Μαυρουδής για κείνη τη συναυλία; Θα προπλήρωνε τον οργανισμό, ο οποίος υποτίθεται ότι τον εκπροσωπούσε; Υπάρχουν κι οι στιχουργοί που έχουν πέσει στην πείνα…Ξέρω ανθρώπους που δεν έχουν να πληρώσουν το νοίκι τους, δηλαδή τι ειν’ αυτό τώρα; Ανθρώπους που ζούσαν αξιοπρεπώς με τα δικαιώματα από τον όγκο δουλειάς τους. Ήταν επομένως μία κατάσταση που την άφησαν και κακοφόρμισε, αν και για μένα το χειρότερο είναι ο διχασμός στο χώρο των δημιουργών. Δύο οργανισμοί που αλληλοκατηγορούνται…Δεν ξέρω ποιος έχει δίκιο. Δε μπορεί να μη μπορούμε να συνεννοηθούμε μια χούφτα άνθρωποι σε μια μικρή χώρα, για όνομα του Θεού. Το κομμάτι του πνευματικού δικαιώματος πρέπει να περάσει σ’ έναν ενιαίο φορέα! 

Θυμίστε μου ποια ήταν η τελευταία δισκογραφική εργασία σας.

Το CD που κάναμε με τον Νότη Μαυρουδή με επανεκτελέσεις τραγουδιών του, το «Μια νύχτα στους αιώνες». Μετά κυκλοφόρησαν κάποια κομμάτια μου, αλλά όχι σε ολοκληρωμένο άλμπουμ.

Στον Γιαννίκο δεν είχε βγει;

Ναι, στην τότε Lyra. Μετά ήρθε η καταστροφή…

Ή η ταφόπλακα στην ελληνική δισκογραφία.

Πιστεύω πως αν η δισκογραφία ήταν εύρωστη, δεν θα έφτανε ένας άνθρωπος για να την καταστρέψει. Όλα είναι αποτέλεσμα λαθών πολλών ανθρώπων. Αν σκεφτείτε πόσοι άνθρωποι έφυγαν από τις δισκογραφικές και βρέθηκαν οι καλλιτέχνες μέσα στην απόγνωση για το αν θα μπορέσουν να κλείσουν live…Ίσως ο Γιαννίκος να έκανε τη μεγάλη ζημιά γιατί τον έπιασε η μανία να αγοράσει πολλές εταιρείες. Άλλαζε εξώφυλλα δίσκων, μέχρι και τους τίτλους. Εμένα πήρε τρεις δίσκους μου και τους κυκλοφόρησε σε έναν, τους έκανε αγνώριστους! Και να τα βλέπουμε εκ των υστέρων κιόλας, αφού κανείς δεν μας ενημέρωνε. Το ρεπερτόριο της Lyra εξαφανίστηκε που ήταν η ιστορία του ελληνικού τραγουδιού μαζί με τη MINOS. 

Μετά λύπης τα βλέπατε όλα αυτά;

Πολύ…Στενοχωριόμουν πάρα πολύ. Κι όχι μόνο για τις δικές μου δουλειές, σκεφτόμουν πως το τραγούδι καταντούσε ένα πατσαβούριασμα, βάζοντας τα όλα στη μηχανή του κιμά κι αυτό δεν ήταν καθόλου ωραίο. 

Πιστεύετε ότι με το CD χάθηκε μια πιο αγαπησιάρικη σχέση του κοινού με τη μουσική; Τελευταία επανεκδίδονται σωρηδόν τα βινύλια.

Πιθανώς για τους λάτρεις του βινυλίου που τους άρεσαν τα έργα τέχνης στα εξώφυλλα. Δεν πιστεύω όμως ότι η καταστροφή ήρθε από το CD ως φορέας ήχου. Αν ήταν πιο ελεγχόμενη η δισκογραφία στο σύνολο της, δε θα φτάναμε εκεί που φτάσαμε. Όταν άρχισε η μόδα των premum CDs, που λέγαμε, οι εταιρείες δεν είχαν πια χρήματα για να επενδύσουν σε μία καινούργια δουλειά. Δεν κέρδιζαν και δεν επένδυαν.

Πως περνάει ο χρόνος σας τελευταία; Πείτε μου αυτό πριν φτάσουμε στον επερχόμενο δίσκο σας. 

Το 2016 κάναμε την παράσταση με τις γυναίκες, που έγραψα το κείμενο και επιμελήθηκα τα τραγούδια. Αυτό για μένα ήταν μεγάλη ανάσα, αφού αισθανόμουν ότι είχα λίγο τελματώσει. Είχα βαρεθεί τον εαυτό μου κι ήθελα κάτι που θα μου έδινε δύναμη, ενέργεια, ανανέωση. Πράγματι, αυτό συνέβη καθώς έβλεπα δακρυσμένα τα μάτια των ανθρώπων και ειδικά των γυναικών, μια και το κείμενο αφορούσε αυτές περισσότερο. Ήταν η ιστορία μιας γυναίκας ή πολλών γυναικών, ένας ενιαίος μονόλογος με αρχή, μέση και τέλος. Μεγάλη σπουδή για μένα η ενασχόληση με το κείμενο.

Ως στιχουργός, τό’χετε!

Εντάξει, δεν είχα κάνει ποτέ όμως μια ανάλογη απόπειρα. 

Εγώ πάλι θεωρώ τη στιχουργική δυσκολότερη τέχνη απ’ τη συγγραφή. Πείτε μου τώρα, υπήρξαν στιγμές που είπατε να τα παρατήσετε όλα;

Πολλές φορές το σκέφτηκα…Έβλεπα όλη την ευτέλεια της δισκογραφίας και με ενοχλούσε η κακή χρήση των live και της μουσικής γενικότερα. Βλέπεις τα περισσότερα νέα παιδιά, τους νέους μουσικούς, να παίζουν όργανα και να είναι ψαγμένοι μουσικά. Εμείς δεν ήμασταν. Από ένστικτο τραγουδούσαμε και μάθαμε μέσα απ’ την ίδια τη δουλειά να τραγουδάμε. 

Δεν είναι κακό να ακολουθεί κανείς το ένστικτο του. Στα πάντα.  

Ναι, αλλά κι αυτό που βλέπω τώρα απ’ τα νέα παιδιά είναι πολύ ενδιαφέρον. Ακούω τραγουδιστές που τους βλέπω στα social media με καλές φωνές, ασκημένες, παρόλο που δεν έχουν τη δυνατότητα να δουλέψουν καθημερινά, όπως δουλεύαμε εμείς. Υπάρχει επίσης έντονη επιρροή από την ξένη μουσική, που ούτε κι αυτό το είχαμε εμείς. Η μουσική πια έχει «ανοίξει» και το διαδίκτυο έδωσε έναυσμα σε παιδιά να βγάλουν τη δουλειά τους, που μπορεί μια δισκογραφική εταιρεία να μην τους άνοιγε την πόρτα. 

Και ερωτώ: Τι άλλο θα κάνατε αν τα παρατούσατε;

Ε, γι’ αυτό δεν τα παράτησα! Ξέρετε, όταν κάνεις αυτή τη δουλειά, γίνεσαι η δουλειά! Μπορώ να κάνω οποιαδήποτε δουλειά, όπως μπορεί και κάθε άνθρωπος με μυαλό και εργατικότητα. Το να είσαι καλλιτέχνης, όμως, δε συμβαίνει μόνο πάνω στη σκηνή. Είναι η καθημερινότητα σου. Ζεις σαν καλλιτέχνης, κοιμάσαι και ξυπνάς με το μυαλό σου σε πράγματα που αφορούν τη δουλειά σου. Αν ένιωθα ότι τη σιχαίνομαι τη δουλειά που κάνω, θα άλλαζα, θα ξήλωνα από μέσα μου ότι καλό υπήρχε ίσαμε τώρα. 

Να, λοιπόν, που σύντομα θα έχουμε τον καινούργιο σας δίσκο. Πάλι δικό σας ήταν το project;

Όχι, ήταν μια πρόταση από τον Άγγελο Σφακιανάκη. Θα βγει στην εταιρεία του, τη «Μικρός Ήρως», εξ ολοκλήρου σε στίχους της Ουρανίας Πατέλλη. Οι μουσικές είναι του Νίκου Ξυδάκη, του Γιώργου Ανδρέου, του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, του Γιώργου Καζαντζή, του Παντελή Θαλασσινού, του Απόστολου Ρίζου, του Θέμη Καραμουρατίδη, του Αλέξανδρου Εμμανουηλίδη και της Ευτυχίας Μητρίτσα. Είναι πολύ όμορφα τραγούδια και χαίρομαι γι’ αυτό! Έχουμε μπει ήδη στο στούντιο κι έχουμε γράψει τις βάσεις. 

Μέσα στα τόσα, μάλλον δυσάρεστα, που λέγαμε πριν, τι προσδοκάτε στα αλήθεια από έναν καινούργιο δίσκο;

Γνωρίζω, δυστυχώς, τι γίνεται σήμερα με τα ραδιόφωνα. Αν με ρωτάτε αυτό, φυσικά και δεν θα πληρώσω, δεν με ενδιαφέρει. Εγώ κάνω την προσπάθεια μου και ελπίζω να αγαπηθούν τα τραγούδια και να τα παίξουν. Δε μπορώ να κάνω κάτι άλλο. Είναι πολύ στενόχωρο πράγμα να μπαίνεις σ’ ένα στούντιο και να βγαίνεις μετά από πέντε μήνες. Δίνεις αίμα, δεν είναι εύκολο. Ε, όταν αντιμετωπίζεται σαν να μην έχεις κάνει τίποτα, θα παίξω κι εγώ το παιχνίδι όπως το παίζουν όλοι οι συνάδελφοί μου. Δεν πιστεύω ότι όλοι πληρώνουν. Θα περιμένω να ενδιαφερθούν όσοι είναι να ενδιαφερθούν. Και τώρα που τα λέμε όλα, να σας πω ότι εγώ σαν άνθρωπος όλη μου τη ζωή με διακατείχε ένα βαθύ αίσθημα ματαιότητας. Αυτό είναι που σκοτώνει την άρρωστη φιλοδοξία. Πιστεύω ότι είμαι υγιώς φιλόδοξη, θέλω να πηγαίνω καλά χωρίς να θυσιάζω κομμάτια από τον εαυτό μου για να τα καταφέρω. Δεν νομίζω ότι αξίζει, δεν είναι γόνιμο και δεν είναι αυτοσκοπός μου. Όλα είναι μάταια και δεν είναι, οπότε…

Οπότε να σας ευχαριστήσω γι’ αυτή τη μεγάλη κουβέντα και να σας ευχηθώ καλή επιτυχία με το δίσκο σας.

Εγώ σας ευχαριστώ από καρδιάς!