Στην πρώτη του θεατρική μεταφορά στη χώρα μας, το κινηματογραφικό αριστούργημα του Λαρς φον Τρίερ «Χορεύοντας στο Σκοτάδι» παρουσιάζεται στον πολυχώρο Vault υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Δημήτρη Καρατζιά, σε μετάφραση Αντώνη Γαλέου και πρωτότυπη μουσική από το Μάνο Αντωνιάδη, με τους στίχους να γράφει ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος. Ένας εννιαμελής θίασος από υποσχόμενους και διαφορετικούς μεταξύ τους ηθοποιούς μοιράζεται τη διανομή των χαρακτήρων, με τη γλυκιά Δήμητρα Κολλά να αναλαμβάνει να σταθεί στη σκηνή ως άλλη Σέλμα, στο ρόλο που υποδύθηκε η αιθέρια και πολυδιάστατη Ισλανδή τραγουδίστρια Μπιόρκ. Η παράσταση παρουσιάζει ενδιαφέρον στο σύνολό της, καθώς μπορεί να αναγνωσθεί και ως η πρώτη θεατρική απόδοση του έργου στην Ελλάδα, συγκρινόμενη υποχρεωτικά με την ταινία, αλλά και ως αυτόνομο θεατρικό σώμα και πρωτότυπο μιούζικαλ.
Η ταινία, παρά το γεγονός ότι αποτέλεσε μια τεράστια εισπρακτική επιτυχία με επιδοκιμαστικές κριτικές και βραβεία, ολοκληρώθηκε μετά από αμέτρητες δοκιμασίες για τους συντελεστές της, κυρίως λόγω της έντονης σχέσης μεταξύ του σκηνοθέτη Λαρς φον Τρίερ και της τραγουδίστριας Bjork, η οποία κατηγορήθηκε για αυταρχική κι επιτακτική συμπεριφορά. Συνιστά, παρ’ όλα αυτά, ένα αλησμόνητο και αμιγώς κινηματογραφικό εγχείρημα, με ολική εμβύθιση του σκηνοθέτη στην ξεδίπλωση της αφήγησης υπό έναν ξεχωριστό τρόπο, αφού οι κανόνες του Δόγματος 95 που ο ίδιος επικύρωσε έπρεπε να επικεντρωθούν γύρω από ένα γυναικείο πρόσωπο. Οι μουσικές σκηνές του έργου γυρίστηκαν με τη χρήση 100 ψηφιακών καμερών, προκειμένου να υπάρχει μια σύνθετη άποψη της κίνησης από πολλές πλευρές, ενώ και η ίδια η υπόθεση εκτυλίσσεται με κλιμακωτό τρόπο, ωμό ρεαλισμό και ουτοπικές αναφορές.
Αναφορικά με την υπόθεση, το έργο τοποθετείται στην Αμερική του 1964 και πραγματεύεται την ζωή της Σέλμα, μιας μετανάστριας από την Τσεχοσλοβακία, η οποία εργάζεται σε μια βιομηχανία ξύλου προκειμένου να βιοποριστούν η ίδια και ο γιος της, Τζην. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Σέλμα, μέσα στη γενικότερη ανέχεια που την πλήττει, είναι το ότι χάνει σταδιακά την όρασή της, εξαιτίας μια σπάνιας ασθένειας, την οποία έχει κληροδοτήσει και στο γιο της. Κύριο μέλημά της είναι να εργαστεί παρά τις δυσκολίες και τους κινδύνους της σωματικής της ακεραιότητας, προκειμένου να συγκεντρώσει το ποσό για την επέμβαση του Τζην. Μοναδικό της καταφύγιο στη βίαιη καθημερινότητά της είναι η αγάπη της για τα αμερικανικά μιούζικαλ, με τα οποία εμποτίζει πολλές από τις πλευρές της ζωής της, σε μια προσπάθεια να δώσει νόημα σε αυτά που δυσκολεύεται να εξηγήσει. Δίπλα της στον αγώνα αυτό η συνάδελφος και φίλη της, Κάθυ, η οποία δεν θα την αφήσει στιγμή, ακόμα κι όταν η ήδη δραματική κατάσταση μεταλλαχθεί σε τραγωδία.
Ενώ εκ πρώτης όψεως η διανομή της θεατρικής μεταφοράς του έργου γεννά ελπίδες και μοιάζει να είναι ακριβής, με την εξέλιξη της υπόθεσης ξεκινούν οι δεύτερες σκέψεις, καθώς διαπιστώνεται πως οι ηθοποιοί προσεγγίζουν τους ρόλους τους κάπως αποστασιοποιημένα από τον εαυτό τους, με συγκρατημένο γνήσιο εσωτερικό συναίσθημα, με υπερβολικό ίσως «δράμα» που δε χρειάζεται (στις στιγμές που στέκουν καθισμένοι πίσω) και πιο μηχανικές και κινήσεις, πράγμα που παρατηρείται κυρίως στα λίγο άνευρα μουσικά νούμερα. Στα καλύτερά τους ερμηνευτικά μοιάζουν να βρίσκονται εκ των εννέα κυρίως η Δήμητρα Κολλά στο ρόλο της Σέλμα, η Βιργινία Ταμπαροπούλου στο ρόλο της Κάθυ, ο Στέλιος Καλαϊτζής ως Μπιλ Χιούστον και ο Θοδωρής Αντωνιάδης ως Τζεφ. Τον δυσκολότερο ρόλο έχει αναλάβει η Κολλά, η οποία πρέπει να επαναφέρει στη σκηνή την ουτοπική διάσταση του χαρακτήρα της Σέλμα, εμποτίζοντάς τον παράλληλα με συναισθηματικότητα. Η δοκιμασία της με έναν τέτοιο προκλητικό, δύσκολο ρόλο κρίνεται σχεδόν επιτυχής, εφόσον φαίνεται να έχει μελετήσει καλά τον χαρακτήρα της. Εντούτοις, μόνο στις πιο δραματικές κι έντονες στιγμές κατάφερε και μετέδωσε την εσωτερική κρισιμότητα όσων συνέβαιναν, πείθοντας το θεατή. Παρ΄όλο που μοιάζει να μην υπήρχε ιδανικότερη επιλογή για την ενσάρκωση του ρόλου, το γλυκό και όμορφο πρόσωπό της προσδίδει στον χαρακτήρα της περισσότερη αφέλεια και αθωότητα, παρά το στοιχείο της ξεροκεφαλιάς, το οποίο και θα έπρεπε ίσως να είναι εντονότερο στην απόδοσή της.
Τα περισσότερα μουσικά νούμερα, ενώ φαίνονται καλοστημένα ένεκα της δυτικότροπης μουσικής του δημιουργικού Μάνου Αντωνιάδη και των περιγραφικών στίχων του Γεράσιμου Ευαγγελάτου, και αφήνουν ταυτόχρονα κάποια ψήγματα από τη δυναμική των μεγάλων μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ, «ψυχραίνουν» δυστυχώς την πλοκή, παρά την ενεργοποιούν. Κι αυτό συμβαίνει περισσότερο για τεχνικούς λόγους: η δυνατή μουσική επισκιάζει το καθαρό άκουσμα των στίχων, όσο και την κίνηση κι ερμηνεία των ηθοποιών, οι οποίοι καταλήγουν να παλεύουν να καλύψουν φωνητικά ο ένας τον άλλον. Το βλέμμα, παρ΄όλα αυτά, παραμένει καθηλωμένο πάνω τους, γιατί η χημεία τους είναι τέτοια, ώστε δεν αφήνει περιθώρια για οπτικές ζαβολιές. Φυσικά, η παράσταση δεν αποτελεί μία δεδηλωμένη παράσταση «μιούζικαλ», επομένως και το να είναι κανείς τρομερά αυστηρός με τις φωνητικές και χορευτικές δεινότητες του καθενός, μάλλον είναι ακραίο.
Ο Δημήτρης Καρατζιάς καταφέρνει να κατέχει μια συμπαθητική «πρωτιά» σκηνοθετώντας το συγκεκριμένο έργο. Η τρόπος τοποθέτησης των ηθοποιών στη μικρή σκηνή του Vault, ενώ για ένα μιούζικαλ θεωρείται μια κακή επιλογή, εφόσον δημιουργείται ένα ασφυκτικό και περιοριστικό κλίμα που δεν αφήνει τους ηθοποιούς να εξελιχθούν, στο επίπεδο της παράστασης ανεξάρτητα από το μουσικοχορευτικό στοιχείο λειτουργεί αρκετά θετικά, με τις εναλλαγές ρόλων και σκηνών να τελούνται ομαλά και ρυθμικά, εντείνοντας την κρισιμότητα των γεγονότων. Το πρόβλημα, ωστόσο, βρίσκεται στο να επιλέξει κανείς να δει την παράσταση ως τη θεατρική μεταφορά μιας ταινίας. Είναι πράγματι πολύ δύσκολο να μεταφέρεις τον Τρίερ στο θέατρο. Ο αιρετικός και συνειρμικός τρόπος σκηνοθεσίας του διαλύει έναν πιο εκ του ασφαλούς και συμβατικό, καθόλου πειραματικό, έστω κι αν το σινεμά και το θέατρο αφορούν σε δύο διαφορετικούς κόσμους.
Μολαταύτα και ανεξάρτητα από τη σύγκριση με την ταινία, το στοίχημα τελικά δεν είναι απολύτως κερδισμένο. Ενώ ο σκηνοθέτης και η ομάδα του φέρνουν τον θεατή με αριστοτεχνικό τρόπο στα πρόθυρα της συναισθηματικής κατάρρευσης κι εξάντλησης, εξαιτίας των δακρύβρεχτων ερμηνειών και της υπόθεσης γενικότερα, στραγγίζοντάς τον κυριολεκτικά, το ξέσπασμα, η απογείωση δεν συντελούνται. Και η έκρηξη αυτή θα συνέβαινε αν οι ηθοποιοί επέμεναν στο να προσεγγίσουν πιο ενστικτωδώς τους χαρακτήρες τους, πιο αυτοσχεδιαστικά, χωρίς στημένο συναίσθημα που τους προδίδει απευθείας και δεν δικαιώνει την προσπάθεια που φαίνεται να έχει καταβληθεί εκ μέρους όλων. Ίσως γιατί στην απόπειρά τους να μεταφερθεί το έργο με περισσότερη δραματικότητα, παρά με ρεαλισμό, απλά για εμπορικούς λόγους που θα ικανοποιήσουν το μέσο θεατή, έχασαν την ευκαιρία να συναναστραφούν χαρακτήρες σπουδαιότερων ψυχογραφηματικών αναφορών, που απηχούν σε ζητήματα ηθικοπλαστικά και επίκαιρα και δεν χρειάζεται να τσαλακώσουν τρομερά το πρόσωπό τους, προκειμένου να φανούν πειστικοί.
ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Διανομή
Σέλμα : Δήμητρα Κολλά
Τζην: Αντώνης Σταμόπουλος
Κάθυ: Βιργινία Ταμπαροπούλου
Μπιλ / Κατήγορος / Φύλακας: Στέλιος Καλαϊτζής
Λίντα / Δικαστής / Αναπληρώτρια Διευθύντρια Φυλακών: Ράσμι Σούκουλη
Τζεφ / Φύλακας: Θοδωρής Αντωνιάδης
Σαμουήλ/ Επικεφαλής των ενόρκων: Πωλ Ζαχαριάδης
Νόρμαν / Συνήγορος / Φύλακας: Σωτήρης Μεντζέλος
Μπρέντα / Γιατρός / Ντολόρες: Ορνέλα Λούτη
Συγγραφέας: Λαρς Φον Τριερ
Διασκευή: Πάτρικ Ελσουέρθ
Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος
Δραματουργική επεξεργασία – Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καρατζιάς
Πρωτότυπη μουσική – Τραγούδια παράστασης: Μάνος Αντωνιάδης
Στίχοι Τραγουδιών: Γεράσιμος Ευαγγελάτος
Κινησιολογία – Χορογραφίες : Έλιο Φοίβος Μπέικο
Σκηνικά: Δημήτρης Καρατζιάς – Μάνος Αντωνιάδης
Κατασκευαστής σκηνικών: Κώστας Μπακάλης
Κοστούμια γυναικών: Μάριος Βουτσινάς
Κατασκευή γυναικείων κοστουμιών: Γεωργία Σάντυ
Κοστούμια ανδρών: Γιώργος Λυντζέρης
Σχεδιασμός φωτισμών: Βαγγέλης Μούντριχας
Βοηθός φωτιστή: Θοδωρής Μαργαρίτης
Βοηθός σκηνοθέτη: Γιέλενα Γκάγκιτς
Φωτογραφίες : Χριστίνα Φυλακτοπούλου
Επικοινωνία παράστασης : Χρύσα Ματσαγκάνη
Πολυχώρος VAULT THEATRE PLUS
Μελενίκου 26, Γκάζι, Βοτανικός.
Πλησιέστερος σταθμός μετρό: Κεραμεικός (8′ περίπου με τα πόδια).
Πληροφορίες-κρατήσεις: 213 0356472 / 6949534889 (για τηλεφωνικές κρατήσεις 11:00 – 14:00 και 17:00 – 21:00).
Από την Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου, έως την Τρίτη 28 Μαίου.
ΗΜΕΡΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ: Δευτέρα 20:00 – Τρίτη : 21:15.
ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 120′ (με διάλειμμα).
ΤΙΜΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ: Γενική είσοδος: 15 ευρώ, Προπώληση: 13 ευρώ, Φοιτητές / Σπουδαστές / Κάτοχοι Κάρτας Πολυτέκνων / ΑμΕΑ / Κάτοχοι Κάρτας Ανεργίας (ΟΑΕΔ): 12 ευρώ