Στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας παραπέμφθηκε για οριστική κρίση το θέμα της συνταγματικότητας των περικοπών των κύριων συντάξεων που χορηγούνται από τα ασφαλιστικά ταμεία, λόγω μείζονος σημασίας.
Η 7μελής σύνθεση του Α’ Τμήματος του ΣτΕ έκρινε κατά πλειοψηφία ότι οι περικοπές είναι συνταγματικές, τονίζοντας ότι επιτρέπεται στον νομοθέτη να προβαίνει στις αναγκαίες εκείνες επεμβάσεις σε περίπτωση «εξαιρετικά δυσχερών οικονομικών συνθηκών, να έχουν ως αποτέλεσμα ακόμη και τη μείωση του ύψους απονεμηθεισών παροχών, όταν το ύψος της κρατικής χρηματοδοτήσεως του ασφαλιστικού συστήματος, το οποίο καθορίζεται, κατ’ αρχήν, από τις πολιτικές επιλογές για τη διάθεση των κρατικών πόρων προς εκπλήρωση των ποικίλων αποστολών του κράτους, δεν επαρκεί για την βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών».
Η πλειοψηφία των Συμβούλων επισημαίνουν ότι «η προστασία της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος αποτελεί υποχρέωση του νομοθέτη που επιβάλλει, όταν διαπιστώνεται μεταβολή των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που εγκυμονεί κινδύνους γι’ αυτή, την αναπροσαρμογή των ασφαλιστικών παροχών και εισφορών και τον επανακαθορισμό των προϋποθέσεων θεμελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώματος, καθώς και την διάθεση κρατικών οικονομικών πόρων για την στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος.»
Από την πλευρά της η μειοψηφία σημειώνει ότι «ακόμη και όταν επικρατούν στη χώρα λίαν δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, για την αντιμετώπιση των οποίων απαιτείται πέραν της διενέργειας εκτεταμένων πάσης φύσεως διαρθρωτικών μεταβολών στο Κράτος και η ταυτόχρονη επιβολή για την κάλυψη του δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας αυστηρών φορολογικών και άλλης φύσεως μέτρων, που συνεπάγονται ιδιαίτερα σημαντικές επιβαρύνσεις για τους διοικουμένους, προκειμένου να είναι δυνατό να θεωρηθούν συνταγματικά ανεκτές επεμβάσεις του νομοθέτη στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του (διαρθρωτικές εν γένει μεταβολές στους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως, ανακαθορισμός των προϋποθέσεων για τη χορήγηση των πάσης φύσεως παροχών κ.λπ.), αυτόθροος συνέπεια των οποίων είναι ο περιορισμός της εκτάσεως και του ύψους των πάσης φύσεως ασφαλιστικών παροχών, πρέπει οι επεμβάσεις να επιχειρούνται μετά από σχεδιασμό, τηρουμένων των επιμέρους διατάξεων του Συντάγματος και μετά από σχεδιασμό, πρέπει δηλαδή να επιχειρούνται με ορθολογικό τρόπο, που να αποτυπώνεται σε μια προηγούμενη, συνολική μελέτη που να έχει καταρτισθεί επί τη βάσει συγκεκριμένων στοιχείων και μετά από στάθμιση των συνολικών επιπτώσεων, που έχουν οι επεμβάσεις αυτές στις παροχές των ασφαλισμένων».
Καταλήγει η μειοψηφία στο συμπέρασμα ότι «η κρατική χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος, δεν επιτρέπεται από το Σύνταγμα να μειωθεί σε επίπεδο που να μην εξασφαλίζεται η παροχή ικανοποιητικού επιπέδου κοινωνικής ασφαλίσεως. Ειδικότερα, δεν επιτρέπεται από το Σύνταγμα, ακόμα και υπό τις παρούσες λίαν δυσμενείς για την χώρα οικονομικές συνθήκες, η υποχρέωση χρηματοδοτήσεως του ασφαλιστικού συστήματος, στην οποία σημειωτέον ότι η συμβολή των ασφαλιστικών οργανισμών ήταν προ της κρίσεως πολύ σημαντική, να μετακυληθεί από το Κράτος – το οποίο ήταν και παραμένει υπεύθυνο για τη χάραξη της εκάστοτε ακολουθούμενης ασφαλιστικής πολιτικής και την άσκηση της δέουσας εποπτείας στους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως – καθ’ ολοκληρίαν ή κατά το μεγαλύτερο μέρος της στους ασφαλιστικούς οργανισμούς».
Στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο είχαν προσφύγει συνταξιούχοι της Αγροτικής Τράπεζας υποστηρίζοντας ότι οι περικοπές των συντάξεών τους είναι αντίθετες στο Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του ανθρώπου, ενώ παράλληλα ζητούσαν να τους καταβληθεί αποζημίωση (σύμφωνα με το άρθρο 105 του εισαγωγικού νόμου του Αστικού Κώδικα) για τη ζημιά που υπέστησαν από τις περικοπές των κύριων συντάξεων τους.