Στα μεσημέρια του καλοκαιριού

Μεγάλωσε στην Αθήνα αλλά τα καλοκαίρια τα περνούσε στο χωριό. Με το που έκλειναν τα σχολεία, τρεις μήνες με παππού – γιαγιά κι οι γονείς τα σαββατοκύριακα. Οι περισσότεροι δηλαδή, αυτό κάναμε. Πιο λίγα τα παιδιά που ζούσαν όλο το χειμώνα στο χωριό...

5b83d0db1dc524bd7b8b4583

Είχαμε να βρεθούμε από πιτσιρικάδες. Δεν ήμαστε και κολλητοί αλλά στην ίδια μεγάλη παρέα του καλοκαιριού. Τέλη Αυγούστου λέγαμε, ραντεβού του χρόνου. Στην αρχή είπαμε τί κάνει ο καθένας τώρα, μετά μερικές παλιές ιστορίες και κάπου εκεί σηκώθηκα να φέρω δυο τσίπουρα ακόμα.

Επέστρεψα και τον πέτυχα να μονολογεί. «…εκείνα τα μεσημέρια», πρόλαβα μόνο ν’ ακούσω από τη φράση που τέλειωνε.

«Άμα το σκεφτείς», μου είπε, «τα μεσημέρια του καλοκαιριού είναι η μόνη ώρα που όλοι είναι ελεύθεροι. Η ώρα της ανακωχής. Γαμπροί που βαριούνται, πεθερές που περιποιούνται, όλοι σε λήθαργο. Αθώοι στα όνειρά τους, που λέει ο Τομ Γουέιτς».

Όταν ήταν παιδί, τον βασάνιζαν τα μεσημέρια. Το μεγάλο του πρόβλημα ήταν να τον βάζουν για ύπνο. Εκείνο, το «τώρα κοιμόμαστε όλοι»…. Τον τσάκιζε να τον κλείσεις μες στο σπίτι. Περίμενε να πέσουν όλοι στα κρεβάτια τους και χωρίς να τον καταλάβουν, έβγαινε απ’ το σπίτι κι έκανε βόλτες.

Έτσι άρχισε ν’ αγαπάει και τα μεσημέρια. Ήταν η ώρα που δεν τον έβρισκε κανείς, η ώρα που το’ σκαγε. Γεμάτος χώματα, τριγυρνούσε κάτω απ’ τον ήλιο, την ώρα που όλοι είχαν πέσει για ύπνο. Έπαιρνε ένα χωματόδρομο και κατηφορίζοντας ανάμεσα στις ξερολιθιές και τις ελιές, έβγαινε σ’ ένα χωράφι και καθόταν στον κορμό μιας βερικοκιάς. – Δεν ξέρω πόσες φορές είχα ακούσει αυτή την ιστορία. Ούτε πόσο γραφικό τον έβρισκα -.

Καθόταν εκεί κι άκουγε τα τζιτζίκια. Από ένα διπλανό σπίτι ερχόταν μια βαβούρα. Τα παράσιτα από ένα τρανζιστοράκι κι ένας κόκορας που μάλλον πίστευε ότι το χωριό δε χωράει το ταλέντο του κι έκανε όλη μέρα πρόβες για να γίνει σολίστας και να τραγουδήσει μια μέρα στην Αθήνα!

Και κάπου εκεί…σε μια παύση του κόκορα, πάλι στο τρέξιμο για να προλάβει να γυρίσει πίσω. Πριν ανοίξουν τα παντζούρια στο σπίτι, πριν ξυπνήσουν και τον καταλάβουν.

«Εκεί την είχα δει πρώτη φορά, ένα μεσημέρι», μου είπε κι εγώ σάστισα, χωρίς να καταλαβαίνω λέξη.

Άρχισε να λέει μια ιστορία για ένα κορίτσι που πέτυχε μια μέρα σε μια απ’ αυτές τις βόλτες. Συναντήθηκαν τυχαία, όπως μου ‘πε, κατέβηκαν τη ρεματιά και βγήκαν ως τη θάλασσα. Μου περιέγραφε το κορίτσι τόσο ζωντανά. Σαν να συνέβη χθες.

Τον κοιτούσα με απορία και δυσπιστία. «Τι δεν μπορείς να καταλάβεις;», γύρισε και με ρώτησε τσαντισμένος. «Πέρασε απ’ έξω όταν πήγες να πάρεις τα τσίπουρα». Σταματήσαμε να μιλάμε. Μετά από λίγη ώρα, το καφενείο έκλεινε για μεσημέρι κι έτσι χωριστήκαμε και δεν το συνεχίσαμε.

Δεν έμαθα κάτι άλλο. Πάντως να σου πω την αλήθεια, το κορίτσι που έλεγε στην ιστορία του εγώ δεν το είχα δει ποτέ στο χωριό. Και σίγουρα ξέρω να σου πω ότι το χωριό δεν έχει θάλασσα.

Γελούσα μετά μόνος μου, γιατί μου θύμισε εκείνο που έλεγαν μερικά παιδιά στο σχολείο, «έχω κορίτσι, αλλά είναι απ’ το χωριό και δεν την ξέρεις».

Βέβαια, όσο περνάνε τα χρόνια το ξανασκέφτομαι και ξέρεις που καταλήγω; Μόνο εκείνοι ξέρουν τί συνέβη στ’ αλήθεια.

Λες τελικά να ήταν αληθινά εκείνα τα κορίτσια που λέγανε τα παιδιά στο σχολείο;

Λες τα μεσημέρια του καλοκαιριού, να βγάζουν όντως στη θάλασσα; 

* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο DocVille της εφημερίδας Documento

Κασσελάκης για Τέμπη: Ζητώ την επίσπευση των ερευνών μετά τις νέες πληροφορίες για το ξυλόλιο

Κασσελάκης 2

Κασσελάκης για Τέμπη: Ζητώ την επίσπευση των ερευνών μετά τις νέες πληροφορίες για το ξυλόλιο

«Υπήρχε παράνομη μεταφορά υλικού από την εμπορική αμαξοστοιχία; Ανιχνεύτηκε ξυλόλιο και πιθανώς λοιπές ουσίες στα…