ΣΑ

Σία Αναγνωστοπούλου

Σκληροί ακρωτηριασμοί στο σώμα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς

Μια μουσειακή πολιτική που διαρρηγνύει τη συνέχεια μιας εθνικής πολιτικής για τα μουσεία, που βασίζεται σε ιδιωτικές εκδηλώσεις και φιλανθρωπικά γκαλά μεγαλοχορηγών, που θα λαμβάνουν χώρα ενδεχομένως και εντός των μουσειακών χώρων με «θέα» τα εκθέματα.

μουσεια2

Ολες οι εκφάνσεις της κεντρικής πολιτικής αυτής της κυβέρνησης της ΝΔ –παλαιοκομματισμός, πελατειακό κράτος, νεοφιλελεύθερη αγριότητα–, συμβολικά και υλικά, αποτυπώθηκαν αυτή την τετραετία στον χώρο του πολιτισμού, σύγχρονου και πολιτιστικής κληρονομιάς, και έγιναν ο πυρήνας ενός αντιπαραδείγματος πολιτιστικής διαχείρισης. Μια πολιτική του κενού και της βαρβαρότητας, που εμπεριείχε τη στρατηγική επιλογή της βαθιάς περιφρόνησης για οτιδήποτε συνιστά πολιτισμό. Μια επιλεκτικά ωμή απαξίωση για τους ανθρώπους του, μια καταστροφική μανία για τα μνημεία και τη συλλογική μνήμη αυτής της χώρας.

Αυτή η κυβερνητική επιμονή στη βία και τη λεηλασία κατά του πολιτισμού οδήγησε αυτή την τετραετία στην απόσπαση των αρχαιοτήτων της Βενιζέλου, στο ξέπλυμα της αρχαιοκαπηλίας των 161 κυκλαδικών αρχαιοτήτων της συλλογής Στερν, στις αντιφάσεις για τον «δανεισμό» των γλυπτών του Παρθενώνα, στην καταστροφή της Αμφίπολης. Σκληροί ακρωτηριασμοί στο σώμα της εθνικής μας κληρονομιάς.

Ωστόσο, από όλες τις νοσηρές επιλογές νομοθέτησης του υπουργείου Πολιτισμού, της κ. Μενδώνη και αυτής της κυβέρνησης εν συνόλω, αυτή που θα χαράξει καταστροφικά τη διαδρομή του μέλλοντος και των επόμενων γενιών είναι η αποκοπή των πέντε εμβληματικών μουσείων της χώρας (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου) από την Aρχαιολογική Yπηρεσία και η μετατροπή τους σε ΝΠΔΔ (νομικά πρόσωπα δημοσίου Δικαίου). Eνα α-πολιτισμικό νομοσχέδιο που συντάχθηκε πρόχειρα και ατεκμηρίωτα, με σκοπό να εξασφαλιστεί η δήθεν «αυτονομία» των οργανικών μονάδων και να διευκολυνθεί η «απεμπλοκή» τους από τη δυσκίνητη γραφειοκρατία που δημιουργούσε, κατά την άποψη του ΥΠΠΟΑ, πολυπλοκότητα στο σύστημα της εξασφάλισης πόρων και της «διευκόλυνσης» δωρεών και χορηγιών…

Στην πραγματικότητα όμως αυτή η καινούργια υπόσταση των «ευέλικτων» πλέον μουσείων, που ψήφισαν και πανηγύρισαν μεταξύ τους στην κυβέρνηση της ΝΔ, συγκροτεί το επικίνδυνο «όραμα» της κ. Μενδώνη για μια «μουσειακή πολιτική» κεντραρισμένη στην εμπορευματοποίηση και στον αμείλικτο ανταγωνισμό μεταξύ των μουσείων, για ένα κυνήγι «επιφανών» χορηγιών.

Μια μουσειακή πολιτική που διαρρηγνύει τη συνέχεια μιας εθνικής πολιτικής για τα μουσεία, που βασίζεται σε ιδιωτικές εκδηλώσεις και φιλανθρωπικά γκαλά μεγαλοχορηγών, που θα λαμβάνουν χώρα ενδεχομένως και εντός των μουσειακών χώρων με «θέα» τα εκθέματα. Εχουμε δει βεβαίως από παραδείγματα μουσείων του εξωτερικού πόσο η αναζήτηση χορηγιών είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση και πώς τα εμβληματικά μουσεία των μητροπόλεων του κόσμου που ζουν με χορηγίες βρίσκονται κατά περιόδους σε κατάσταση οικονομικής ένδειας και υποχρεώνονται να πουλάνε ακόμη και συλλογές τους για να μπορέσουν να επιβιώσουν.

Τα μουσεία όμως συνιστούν ενεργούς πολιτιστικούς θεσμούς, «επισημοποιούν» τον πολιτισμό, «κουβαλούν» την ιστορία. Αποτελούν σημαντικό πεδίο έρευνας και εκπαίδευσης, συνδέονται άρρηκτα με τον δημόσιο χώρο που είναι ο βασικός πυλώνας της πολιτισμικής δημοκρατίας. Τα μουσεία οφείλουν να είναι πρωτοπόρα σε συζητήσεις και δράσεις με κοινωνική διάσταση, «ανοιχτά» και δημοκρατικά. Τα μουσεία δεν εκχωρούνται στις βουλές των χορηγών και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα για τους «αρίστους» που έχουν στα χέρια τους τη διαχείριση του πολιτισμού αυτής της χώρας.

Ψιλά γράμματα είναι κυρίως για την κ. Μενδώνη, της οποίας ο κυνισμός και η εμμονή μετατράπηκαν σε πρόβα αποφασιστικότητας τη Μεγάλη Πέμπτη, όταν εν κρυπτώ και παραβύστω θέλησε να «τρέξει» τη «μεταρρύθμιση» της ιδιωτικοποίησης των μουσείων, αλλάζοντας τα διοικητικά συμβούλια και επιλέγοντας πρόσωπα-καθρέφτη ενός άγριου κομματισμού και συγκεκριμένων επιχειρηματικών συμφερόντων.

Οταν δεκάδες πανεπιστημιακοί, εμβληματικοί επιστήμονες και αρχαιολόγοι αρνήθηκαν και γύρισαν την πλάτη τους σ’ αυτή την αντιμεταρρύθμιση και στα οφίτσια που τους προτάθηκαν, κάποιοι άλλοι λομπίστες των υπουργείων, πρόσωπα χωρίς περγαμηνές στη μουσειακή διαχείριση, εκπρόσωποι τουριστικών επιχειρήσεων (!), μηχανικών (!), εκπρόσωποι της εκκλησίας (!), μόνο με το «βαρύ» χαρτί της συνεργασίας τους με την πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟΑ στο βιογραφικό τους, «πήραν στις πλάτες τους τη μουσειακή μας πολιτική». 

Τα μουσεία συνδέονται άρρηκτα με τον δημόσιο χώρο που είναι ο βασικός πυλώνας της πολιτισμικής δημοκρατίας, δεν εκχωρούνται στις βουλές των χορηγών στις πλάτες τους» τη μουσειακή μας πολιτική.

Δεν έχουν όμως σταματημό τα δεινά που έχει επιφέρει αυτή η κυβέρνηση στον χώρο του πολιτισμού. Τόσο ο ίδιος ο κύριος Μητσοτάκης των κρυφών συναντήσεων και των αντιθεσμικών και παράνομων κινήσεων όσο και η πολιτική ηγεσία της διαπλοκής, του υπουργείου Πολιτισμού, ακόμη και στην εκπνοή της θητείας τους λειτουργούν παρελκυστικά, χρησιμοποιούν και εργαλειοποιούν τα πάντα, από τα μουσεία μέχρι την Ακρόπολη και τους διεθνείς οργανισμούς, ενεργούν καταχρηστικά και απροκάλυπτα για να εξυπηρετήσουν το προεκλογικό τους αφήγημα.

Μόλις προχτές θριαμβολογούσαν για την έκθεση των εμπειρογνωμόνων της UNESCO σχετικά με τις «αναπλάσεις» που έχουν πραγματοποιηθεί στον βράχο της Ακρόπολης. Θριαμβολογούσαν για έργα αναστήλωσης και αποκατάστασης που αποτελούν στο σύνολό τους μια διαρκή διαδικασία και έναν αγώνα σεβασμού και μόχθου πολλών ομάδων εξειδικευμένων επιστημόνων. Διαδικασία που εξελίσσεται από τη δεκαετία του ’70 και όχι επί των ημερών τους.

Και απέκρυψαν το γεγονός πως το υπουργείο Πολιτισμού θα όφειλε πριν από οποιαδήποτε ενέργεια να έχει συντάξει ένα κατάλληλο και εξειδικευμένο διαχειριστικό σχέδιο για την Ακρόπολη, σύμφωνα με τις συμβατικές υποχρεώσεις της Ελλάδας, στο πλαίσιο της Σύμβασης Παγκόσμιας Κληρονομιάς, που αποτελεί και νόμο του ελληνικού κράτους, ώστε να μην τεθούν σε κίνδυνο η αυθεντικότητα και η ακεραιότητα της Ακρόπολης και του μνημειακού της τοπίου…

Αυτό που έχει εμπεδώσει πλέον ο κόσμος από την κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι το εξής: δεν πρέπει να της παραδώσουμε αμαχητί ό,τι έχει απομείνει και δεν έχει ακόμη καταστρέψει από τον πολιτισμό αυτής της χώρας. Είναι αυτό που όλος ο κόσμος του πολιτισμού, αρχαιολόγοι και εργαζόμενοι στα μουσεία, ηθοποιοί, μουσικοί, χορευτές, σκηνοθέτες, σπουδαστές, όλοι οι άνθρωποι της τέχνης, μετέτρεψαν σε κινηματική κραυγή και σε γιορτή του συλλογικού όλο το προηγούμενο διάστημα.

Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην κατηγορία «Απόψεις» εκφράζουν τον/την συντάκτη/τριά τους και οι θέσεις δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του koutipandoras.gr