Newsroom

Newsroom

«Σήμερα είμαι εγώ και η Σταματίνα»

Σαν σήμερα στις 23 Νοεμβρίου του 1980 ξεψυχά στο Λαϊκό Νοσοκομείο ο Κύπριος φοιτητής της Νομικής, Ιάκωβος Κουμής, ο οποίος ξυλοφορτώθηκε από τις δυνάμεις καταστολής σε πορεία μνήμης για το Πολυτεχνείο λίγες μέρες πριν.

koymis

«Η γαλάζια σου μορφή με τυραννά… γυρεύω μια σταγόνα λευτεριάς στα βήματά σου / και “συ μ” αρνήθης για τα συμφέροντά σου», έγραφε χαρακτηριστικά ο Ιάκωβος Κουμής σε ένα από τα ποιήματα του. 

Το πεζό της γυναίκας του Μαρίας με τίτλο: «Σήμερα είμαι εγώ και η Σταματίνα» δημοσιεύθηκε στην «Ελευθεροτυπία» στις 15 Νοεμβρίου του 1981. 

Ολόκληρο το κείμενο

«Στάθηκα γιά κάμποση ώρα σ’ εκείνο το σημείο. Λίγο πρίν, οι φίλοι μου είχανε φύγει.

Έψαχνα μέσα στο πλήθος, να κοιτάξω τούς πορευόμενους στά μάτια, μα έβλεπα μόνο τα πανώ και τα συνθήματα γεμίζανε τ’ αυτιά μου.

Ήταν ή ώρα πού άρχισαν να ουρλιάζουν οι άνθρωποι, τρέχοντας να σωθούν.

Έτρεξα καί γώ. Βρέθηκα μακριά από το μακελειό.

Είμαι καλά, δεν έχω κανένα σημάδι από κλομπ.

Όλοι διαλύθηκαν σε κλάσματα δευτερολέπτων. Είμαι μόνος μου. Τριγυρίζω εδώ καί κει.

Δεν υπάρχει τίποτα γύρω μου, μόνο μερικά πηγαδάκια, δεν ξέρω κανέναν.

Να τραβήξω καί εγώ για το σπίτι.

Προχωράω. Λίγο πιο κάτω, κάποιοι πυροβολούν. Τα πόδια μου σφηνώθηκαν στο δρόμο. Νά πάω μπροστά; Γιατί νά πάω τόσο άδικα, χωρίς λόγο…

Είναι καλύτερα να γυρίσω πίσω, δεν υπάρχει φόβος να με σκοτώσουν. Πίσω είναι όλα ήρεμα, μόνο μπροστά πυροβολούν. Να κάτσω σε μια καρέκλα, κάπου έδω. “Ανησυχώ — τι να γίνεται άραγε;

Πυροβολισμοί πάλι. Ίσως σκοτώσουν κάποια παιδιά. Λες να πάθω και εγώ τίποτα;

Θα μείνω εδώ, είναι πιο σίγουρο το μέρος.

Μου έρχεται το πρώτο χτύπημα στο κεφάλι.

Είναι πολλοί. Είμαι μόνος μου. Δεν μπορώ πια να σηκωθώ. Με χτυπάνε. Το κεφάλι μου. Δεν σκέφτομαι τίποτα. Μόνο το κεφάλι μου και το αίμα να εκσφενδονίζεται.

Τούς βλέπω να φεύγουν. Σηκώνομαι. Δεν αισθάνομαι καθόλου καλά. Κάνω μερικά βήματα, ξαναπέφτω. Το αίμα φεύγει, χωρίς να μπορώ να το σταματήσω. Γατζώνομαι από μια τζαμαρία. Τη βλέπω, θάναι ή σωτηρία μου.

Κοιτάω γύρω. Μα δεν υπάρχει άνθρωπος; Μόνο ή βιτρίνα. Αυτό το τζάμι θα με σώσει, κρατιέμαι γερά και περιμένω νά μου φέρει μπαμπάκι να σταματήσω το αίμα, μα είναι τυφλός και δε βλέπει πώς είμαι.
Άνοιγα μια πόρτα.

Κάποιοι άνθρωποι πού δεν ξέρω μαι βοηθάνε.Είναι όλα θολά. Ρωτάνε τ’ όνομά μου. Νομίζω πώς τούς έχω πει.

Ιάκωβος Κουμής, Κύπριος φοιτητής.

Κανείς δεν μιλάει. Είναι κι άλλοι χτυπημένοι, εγώ όμως δεν καταλαβαίνω. Έρχεται ένα ασθενοφόρο. Με βάζουν μέσα. Εγώ, λέω, είμαι καλά, θα πρέπει να υπάρχουν κι άλλοι, πιο σοβαρά από μένα.
Στη διαδρομή πού κάναμε για το νοσοκομείο, εγώ είμαι ήδη ΝΕΚΡΟΣ.

Δεν μιλάω δεν σκέφτομαι. Με κατεβάζουν καί βρίσκομαι μπροστά σε στολές —πάλι μπροστά σε στολές; Άσπρες μπλούζες. Μου κάνουν κρανιοανάταξη. Προσπαθούν να κάνουν το τρύπιο και νεκρό πια κεφάλι μου να λειτουργήσει, μα δεν είναι μηχανή, όπως αυτή πού μου βάζουν για να χτυπά ή καρδιά.
Περνά μια βδομάδα ακόμα καρδιοχτυπώ με μια μηχανή.

Στις εφημερίδες διαβάζω πώς είμαι κλινικά νεκρός —κάπου άλλου πώς είμαι καλά. Όλος ο κόσμος ξέρει πώς με χτύπησαν τα ΜΑΤ στην πορεία του Πολυτεχνείου. Όλοι συζητούν γι’ αυτό και ξέχασαν τον άλλο θάνατο, μιας κοπελιάς πού τή λέγανε Σταματίνα. Δέν τήν ξέρω. Είχαμε τήν ίδια τύχη, μόνο πού αυτή πέθανε αμέσως. Τη θάψανε στα γρήγορα και ξεχάστηκε. Διάβασα και για πολλούς τραυματισμούς. Γέμισαν τα νοσοκομεία με παιδιά. Άκουσα απέξω να συζητούν για μένα. Κοιτούσαν μια εφημερίδα και λέγαν «τι στο διάολο, δεν πέθανε ακόμα αυτός να ησυχάσουμε;».

Σήμερα βαρέθηκε ή μηχανή ν’ ακολουθεί τούς χτύπους τής καρδιάς μου και πέθανα.
Πώς να είμαι άραγε;

Με βάλανε σε μια εκκλησία και με φύλαγαν το βράδυ να μη μέ κλέψουνε, γιατί, έλεγαν, δεν συμφέρει στην κυβέρνηση να γίνει νεκροψία και να μάθει ο κόσμος πώς πέθανα από τα κλόμπς τών ΜΑΤ. Μετά από δύο μέρες μου έκαναν νεκροτομή. Ήρθε κι ό Ντουράντε, ο ιταλός ιατροδικαστής, γιατί οι φίλοι μου δεν είχαν εμπιστοσύνη στό Γιαμαρέλλο.

Ό Γιαμαρέλλος δεν έκανε και πολλά πράγματα. Ό Ντουράντε μετρούσε καί ξαναμετρούσε — τώρα καταλαβαίνω γιατί τον φέρανε. Με πήραν στο χωριό μου και με θάψανε.Ό Γιαμαρέλλος είχε το θράσος να πει ότι ήμουν ασθενικός τύπος και γι’ αυτό
πέθανα.

Έτσι, λοιπόν, θάφτηκα και γώ. Γυρίσαν όλοι στις δουλειές τους, όπως και τα ΜΑΤ.

Βέβαια, οι δύο δολοφονίες δεν είναι τίποτε το ιδιαίτερο. Μονάχα δύο ζωές χάθηκαν.

Μα σήμερα είμαι γώ και ή Σταματίνα. Αύριο δεν ξέρουμε…

Εμείς είμαστε νεκροί.

Εσύ; Εσείς;»

Μαρία Κουμή

Εφημ. «Ελευθεροτυπία», 15 Νοέμβρη ’81