Σαβίνα Γιαννάτου: «Η τέχνη της μουσικής δεν απευθύνεται στη λογική»

Η φωνή της παραμένει ένα αυτόνομο μουσικό όργανο και η ίδια εξηγεί για ποιο λόγο οι φωνητικοί αυτοσχεδιασμοί την οδήγησαν στην απόλυτη καλλιτεχνική έκφραση και ελευθερία. Αφορμή ο τελευταίος δίσκος της σε σύμπραξη με την πιανίστρια Joana Sa από την Πορτογαλία

σαβίνα3
Ξεκίνησε ως παιδί του Τρίτου Προγράμματος κι αυτή, επί των ημερών του Μάνου Χατζιδάκι. Τραγούδησε σε πρώτη εκτέλεση οριακά έργα της Λένας Πλάτωνος, του Νίκου Μαμαγκάκη, του Νίκου Κυπουργού, του Μιχάλη Γρηγορίου και άλλων «λόγιων» συνθετών. Από το 1995 μπήκε μέσα στον ωκεανό του διεθνούς παραδοσιακού τραγουδιού και μαζί με το συγκρότημα Primavera en Salonico έγιναν άξιοι εκπρόσωποι της λεγόμενης «world music». Δεν είναι τυχαίο που ο Manfred Eicher ανακάλυψε τη φωνή της και την ενέταξε στο δυναμικό της ιστορικής ECM. Μία φωνή, για την οποία ακόμη γράφονται διθύραμβοι στον διεθνή Τύπο. Σήμερα, σε σύμπραξη με την πιανίστρια Joana Sa από την Πορτογαλία, η Σαβίνα Γιαννάτου μας παραδίδει το άλμπουμ «Ways of notseeing» και μας μιλάει για την τέχνη του αυτοσχεδιασμού και το πως αυτή δυσκόλεψε την πορεία της, απελευθερώνοντας τη ταυτόχρονα.
 
Επιστρέφεις δισκογραφικά συνεργαζόμενη με την – άγνωστη σε μένα – Joana Sa από την Πορτογαλία.
 
Γνώρισα τη Joana Sa πριν μερικά χρόνια στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Γινόταν ένα φεστιβάλ για παιδιά, το «Big Band Festival», όπου συμμετείχαμε κι οι δύο. Εγώ ήμουν εκεί για κάτι δικό μου, συγκεκριμένα έκανα φωνητικούς αυτοσχεδιασμούς σε παιδάκια, τα οποία ανανεώνονταν ανά τέταρτο σε ομάδες. Η Joana Sa έκανε μια δική της performance με προετοιμασμένο πιάνο, ενώ ταυτόχρονα η αδερφή της, Rita Sa, είχε στήσει μία οπτική εγκατάσταση. Χωρίς να την γνωρίζω πήγα στη συναυλία της και ενθουσιάστηκα. Το ίδιο βράδυ, στο τραπέζι που ήμασταν όλοι οι συμμετέχοντες του φεστιβάλ, της είπα οτι είμαι τραγουδίστρια και ότι θα μ’ ενδιέφερε να συνεργαστούμε.
 
Προφανώς κι εκείνη μετά θα σε έψαξε στην ECM, θα είδε διεθνείς κριτικές κλπ.
 
Είδε τι κάνω και μου έγραψε. Ψάχναμε μια αφορμή για να παίξουμε,  να κανονίσουμε μια συναυλία στην Πορτογαλία. Πήγα στη Λισαβόνα τελικά χωρίς να υπάρχει συναυλία για να γνωρίσω τη Joana. Το είδα και λίγο σαν ένα ταξίδι. Κάναμε πρόβα στο σπίτι της, αλλά δεν με άκουγε καλά. Της πρότεινα, μια και θα έμενα εκεί για μία εβδομάδα, να πάμε σ’ ένα στούντιο για να ακούμε η μία την άλλη κανονικά. Έτσι έγινε. Γράψαμε την πρόβα μας κι όταν γύρισα στην Ελλάδα, η Joana πρότεινε να εκδώσουμε το υλικό. Ακολούθησαν συνεννοήσεις με emails,  που κράτησαν αρκετά, εγώ σκεφτόμουν μήπως το ξαναγράφαμε, μήπως το οργανώναμε περισσότερο, αλλά στο τέλος το αφήσαμε ως είχε. Η Joana είναι αρκετά δραστήρια, έδωσε την ηχογράφηση σε συνεργάτες της για την επεξεργασία του ήχου και την παραγωγή κι έτσι το CD βγήκε από μία πορτογαλική εταιρεία που λέγεται «Clean feed».
 
Να φανταστώ ότι δεν έχεις ένα τέτοιο συμβόλαιο με την ECM που σου επιτρέπει κι άλλα πράγματα. Θυμίζω κι έναν άλλο δίσκο σου με την Elena Ledda.
 
Αυτό είχε γίνει στη ΛΥΡΑ. Ανήκα στη ΛΥΡΑ και ποτέ δεν είχα δέσμευση από την ECM στο τι θα κάνω με την ΛΥΡΑ και κυρίως τι θα κάνω στην Ελλάδα. Ας πούμε ότι υπάρχει μια άτυπη συμφωνία ή μια συνεννόηση με την ECM πάνω σ’αυτά τα πράγματα, κάτι που δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο πάντα.
 
Είχαμε μείνει, πάντως, σε ακόμη ένα δίσκο που θα κάνατε με τους Primavera en Salonico.
 
Θα δούμε τι θα γίνει μ’ αυτό. Έχω στείλει στον Manfred Eicher να ακούσει το υλικό μας. Πρόκειται για τα τραγούδια που παρουσιάσαμε στο Φεστιβάλ Αθηνών και που είχαν θέμα το νερό, εξ ου και λέγεται «Watersong» η ενότητα τους: Παραδοσιακά αλλά και αναγεννησιακά τραγούδια από διάφορες χώρες, με θέμα το νερό.
 
Οι φωνητικοί αυτοσχεδιασμοί σε δεσμεύουν λιγότερο απ’ ότι ο λόγος των τραγουδιών;
 
Όταν ξεκίνησα να αυτοσχεδιάζω με free τζαζίστες μουσικούς, με τον Φλώρο Φλωρίδη,τον Peter Kowald, τον Νίκο Τουλιάτο, θεωρούσα πως αυτό θέλω να κάνω και δεν μ’ ενδιέφερε τίποτα άλλο. Τότε, όμως, το ’93 – ’94  εγώ δεν ήμουν τόσο αποδεκτή σ’αυτό το είδος από τον διεθνή μουσικό χώρο.
 
Όχι μόνο από τον διεθνή χώρο, αλλά και από τον ελληνικό, αν υποτεθεί πως προέρχεσαι από την Πλάτωνος, τον Μαμαγκάκη, τον Γρηγορίου κ.α.
 
Στον ελληνικό χώρο δεν υπήρχε καν free jazz, πέρα από τον Φλωρίδη, τον Σάκη Παπαδημητρίου, τον Σιγανίδη και γενικώς τρεις – τέσσερις ακόμη ανθρώπους. Δεν υπήρχε το είδος και δεν θα μπορούσες να επιβιώσεις στην Ελλάδα κάνοντας free jazz. Εμένα μ’ ενδιέφερε να πάω έξω, που υπήρχε ένας τέτοιος μουσικός χώρος ζωντανός  σε αντίθεση με σήμερα που τα πράγματα είναι παντού άσχημα για τη free jazz.
 
Το ότι η free jazz δεν είναι τόσο αποδεκτή, όσο πριν από 25 χρόνια, δεν φανερώνει και μια παγκόσμια συντηρητικοποίηση;
 
Δεν το ξέρω αυτό. Σκέφτομαι τώρα την δεκαετία του 1980 σαν πιο συντηρητική όσον αφορά την ποπ ροκ μουσική , από την δεκαετία του 70 που υπήρχαν οι Jethro Tull και οι Pink Floyd, ώσπου όλα εξαφανίστηκαν και έγινε πολύ πιο αδύναμη η ποπ – ροκ κουλτούρα από αρμονικής άποψης. Η ποπ-ροκ μουσική έγινε πιο απλοϊκή κατά τη γνώμη μου μετά το 80.
 
Εμπεριέχει ένα κόλλημα στο παρελθόν αυτό που λες.
 
Ναι, αλλά εάν το παρελθόν σε ορισμένα επίπεδα είναι πιο μπροστά απ’ το παρόν, γιατί όχι; Το να προχωράει ο χρόνος, δεν σημαίνει ότι όλα γίνονται καλύτερα. Κάτι συμβαίνει συγκυριακά, οι άνθρωποι μπορεί να γίνονται τη μία πιο ανοιχτόμυαλοι και την άλλη να βουλιάζουν σε κάτι συντηρητικό, να βαλτώνουν και να ξανανεβαίνουν. Το ίδιο συμβαίνει και στη μουσική. Ίσως σήμερα και ο όρος «free jazz» να μη στέκει, να ακούγεται παρωχημένος, αφού υπάρχει η «free music», η ελεύθερη μουσική. Οι πιο νέοι μουσικοί έχουν τη δυνατότητα να κινούνται ανάμεσα στα στυλ μ’ έναν καταπληκτικό τρόπο, κάνοντας τη «free jazz» ένα επιπλέον στυλ, εκεί που κάποτε ήταν μία επανάσταση.
 
Τι ήταν αυτό, όμως, που σ’ έκανε στις αρχές του ’90 να θέλεις τόσο πολύ τη «free jazz»;
 
Η απελευθέρωση απ’ τη φόρμα, απ’ τη μελωδία, απ’ το ρυθμό, απ’ όλα. Ότι όλο αυτό έβγαζε κάτι πιο εσωτερικό και αυτόματο. Η στιγμιαία κατάσταση, το «εκείνη την ώρα», που δεν γίνεται ν’ αναπαραχθεί, να επαναληφθεί, ποτέ ακριβώς.Η “αλήθεια” αυτού που συνέβαινε.
 
Είναι μία αναρχική μουσική, δεδομένης της έλλειψης κανόνων.
 
Παρόλα αυτά, απ’ την ώρα που μπαίνεις εκεί μέσα, βλέπεις ότι έχει κανόνες.
 
Σαν ποιους;
 
Ενας είναι τo: «Μην πέφτεις πάνω μου» (γέλια). Εννοώ πως όταν κάποιος αποφασίζει να κινηθεί μελωδικά για παράδειγμα, δεν χρειάζεται κι εσύ να του κάνεις μια μελωδία από πάνω. Οτι καλό είναι να φέρεσαι αντιστικτικά στον άλλο μουσικό, να τον “προκαλείς”, προτείνοντας κάτι καινούργιο και όχι να πηγαίνεις με τα νερά του, ή να είσαι οπωσδήποτε «μαζί» του. Ωστόσο, αυτό είναι σχετικό. Τυχαίνει καμιά φορά να πρέπει να βοηθήσεις τον άλλον, να τον στηρίξεις, ή απλώς να σου αρέσει μια κατάσταση μουσικά και να μην θες να την αλλάξεις, οπότε ακολουθείς αυτό που ο άλλος έχει επιλέξει.
 
Κάτι τέτοιο δεν έκανες στην πρόσφατη συνεργασία σας με την Ελένη Καραΐνδρου, όπου η φωνή σου συνόδευε τη μελωδία της;
 
Οχι βέβαια! Η Καραΐνδρου δεν δέχεται αυτοσχεδιασμούς, εκεί ήταν όλα γραμμένα. Η μελωδία ήταν το «Γιατί πουλί δεν κελαηδείς», λίγο πιο αργή, έτσι ακριβώς όπως το ήθελε η Ελένη. Ούτε και στις «Αναπνοές», το δίσκο που κάναμε με την Πλάτωνος, αυτοσχεδίασα, παρόλο που η Λένα τότε ήταν πιο χαλαρή και είχε τέτοια διάθεση. Ο δίσκος όλος ήταν σύνθεση της Λένας, εγώ έκανα έναν μικρό αυτοσχεδιασμό στην «Έρημο». Περνάμε διάφορες φάσεις στη ζωή μας, αλλά αν με ρωτούσες τώρα τι θα’θελα, θα σου έλεγα ότι έχει την ίδια βαρύτητα για μένα το να αυτοσχεδιάσω ή το να τραγουδήσω μια γραμμένη μελωδία με ελληνικό στίχο.
 
Και όχι σε άλλες γλώσσες, όπως κατά κόρον έχεις κάνει;
 
Έχω συνειδητοποιήσει πόσο βάρος έχει η γλώσσα σου – η γλώσσα που μιλάει ο καθένας μας όταν πας να εκφραστείς τραγουδιστικά. Είναι πάρα πολύ σημαντικό το βίωμα μέσα από τη γλώσσα. Εντάξει, μπορεί να μιλάς μια ξένη γλώσσα, αλλά δεν είναι το ίδιο αν δεν έχεις βιώματα μ’ αυτή.
 
Ο ξένος Τύπος βρίθει από εγκωμιαστικά δημοσιεύματα για την τέχνη σου. Σ’ έχουν πει η «Ελληνίδα Billie Holiday, Edith Piaf, Janis Joplin» κλπ.
 
Με ότι θες με έχουν ταυτίσει. Ο καθένας βρίσκει κάποια σχέση μ’ αυτό που του αρέσει.
 
Δεν είναι ακραίοι χαρακτηρισμοί ως προς τη σχέση που έχει μαζί τους αυτό που κάνεις;
 
Κατ’αρχάς εμένα η Billie Holiday μ’ αρέσει πάρα πολύ. Μπορώ να πω ότι μ’ αρέσει πιο πολύ απ’ όλες στο χώρο της και θα μ’ αρέσει για πάντα. Έχει κάτι μοναδικό στον τρόπο που τραγουδάει. Αν εγώ τώρα αρχίσω ν’ αυτοσχεδιάζω δήθεν σαν μπλουζ ή σαν τζαζ τραγούδι, αυτό που έχω στο μυαλό μου είναι η Billie Holiday. Δεν αποκλείεται κάποιος που μ’ ακούει, να το «πιάσει» αυτό σαν στοιχείο. Το όραμα μου είναι αυτή η φωνή σ’αυτή τη μουσική, άρα κάποιος που του αρέσει επίσης η Billie Holiday, θα το καταλάβει. Τώρα για την Janis Joplin, ίσως ο τρόπος που αυτοσχεδιάζω να έχει κάτι από την εκρηκτικότητα και την ελευθερία της, σ’ ένα απλό τραγούδι όμως σίγουρα δε θυμίζω Joplin με τίποτα! Επίσης, είναι πολύ τιμητικό για μένα να γράφονται όλα αυτά. 
 
Μήπως τελικά οι αυτοσχεδιασμοί σηματοδοτούν μία τροχοπέδη για σένα;
 
Δυστυχώς το θέμα των αυτοσχεδιασμών έρχεται σε σύγκρουση με τα τραγούδια, με το main stream ρεπερτόριο, είτε δισκογραφικά, είτε και εμπορικά. Ο κόσμος μπερδεύεται και αυτό δεν το σκέφτηκα καθόλου στην αρχή. Τώρα είναι αργά και δεν μπορεί να διορθωθεί. Φέρνω στο μυαλό μου τον Ιρλανδό συγγραφέα John Banville, που του αρέσει να γράφει και αστυνομικά μυθιστορήματα με το ψευδώνυμο Benjamin Black. Δεν είναι μυστικό, απλώς όποτε βλέπεις Benjamin Black ξέρεις οτι είναι αστυνομικό το μυθιστόρημα και δεν περιμένεις αυτό που θα έγραφε ο ίδιος άνθρωπος ως John Banville.  Δεν το σκέφτηκα αυτό στην αρχή τη δεκαετία του 90 οταν ξεκινησα τους αυτοσχεδιασμούς. Δεν ήξερα τότε ούτε πού θα με έβγαζε αυτός ο πειραματισμός, ούτε τίποτα. Δεν ήμουν τόσο οργανωμένη. Δεν σκέφτηκα να έχω δύο ονόματα ένα για κάθε είδος “προιόντος” ας πούμε…Ενα όνομα για τα τραγούδια και ένα άλλο για τους αυτοσχεδιασμούς. Ετσι ώστε να μη σκέφτομαι τι με εκφράζει καλύτερα ή πότε θα μπερδευτεί το κοινό, πότε θα τσαντιστεί ο παραγωγός κλπ. Θα μπορούσα να ανήκω σε δύο διαφορετικές δισκογραφικές, που κανείς δεν θα είχε πρόβλημα, ή σε μία που να έκανα δύο διαφορετικά πράγματα, αλλά με ψευδώνυμο. Τώρα όλοι βγαίνουν με ψευδώνυμα. Τα αλλάζουν. Αλλάζουν ταυτότητες χωρίς να το σκέφτονται. Μ’εντυπωσιάζει η ευκολία που το κάνουν.
 
Άλλο όμως ένας συγγραφέας  και άλλο ένας τραγουδιστής. Του συγγραφέα μπορεί να μη δεις ποτέ τη φάτσα του.
 
Ισχύει. Στις ηχογραφήσεις, όμως, όποτε αυτοσχεδιάζω, επειδή χρησιμοποιώ πάρα πολλά ηχοχρώματα, θα μπορούσα να ήμουν σαν μία άλλη. Και κυρίως με ένα άλλο όνομα θα ήξερε ο καθένας τι παίρνει. Τι αγοράζει. Τι πάει ν’ακούσει. Τώρα είναι αργά για να επιχειρήσω κάτι τέτοιο. Όλοι πια με ξέρουν και με τις δύο καλλιτεχνικές ταυτότητες στο ίδιο όνομα, και το μπέρδεμα συνεχίζεται.
 
Πάντως, για να ευθυμήσουμε λίγο, κάποτε μπαίνοντας σε μια συναυλία σου, έβγαινε ένας φίλος. Μου κάνει: «Συνήθως ο κόσμος όταν φεύγει από μια συναυλία, σιγοτραγουδάει τα τραγούδια που άκουσε. Στης Σαβίνας βγαίνουμε όλοι έξω ουρλιάζοντας”
 
(γέλια)Καλό, έχει πολύ πλάκα αυτό! Κατάλαβες; Είναι σημαντικό να ξέρεις αν θέλεις να βγεις από μια συναυλία ουρλιάζοντας ή τραγουδώντας..Πράγματα που δεν τα είχα σκεφτεί τότε, παρόλο που ήταν πολύ σοβαρά και ξεκάθαρα. Λέγαμε πριν για τις εποχές και, να, ζούμε σε μία εποχή που το θέμα της ταυτότητας φαίνεται πιο απλό. Με λιγότερο βάρος ίσως.
 
Τι κάνεις αν σε μια συναυλία αυτοσχεδιασμών ζητήσει κάποιος απ’ το κοινό ένα τραγούδι του Χατζιδάκι;
 
Κόλαση! Όταν συνεργάζεσαι μ’ έναν μουσικό που παιζει “free” και του ζητάνε γνωστά τραγούδια, μπορεί να σηκωθεί και να φύγει έξω φρενών. Μου έχει τύχει… Εκείνη την ώρα είσαι με το κοινό, θα το πεις ή δεν θα το πεις το τραγούδι που ζήτησαν. Εγώ, άμα δω ότι το κοινό θέλει κάτι πολύ, δεν έχω κανένα πρόβλημα να το κάνω. Ειδικά τώρα πια, που για μένα όλα έχουν τη θέση τους, ακόμη και το πιο απλό τραγούδισμα, η μελωδία που την ακούς και μαγεύεσαι. Εγώ δεν μαγεύομαι από άλλες  φωνές, νομίζεις;
 
Μετά από τόσους free τζαζίστες που αναφέραμε, ποιες φωνές τραγουδιστών σε μαγεύουν;
 
Πρόσφατα άκουσα μια φωνή, που δεν ξέρω αν είναι γνωστή και πόσο. Λέγεται Marianna Flores από την Αργεντινή, που την ακούς και λες «Πως το κάνει αυτό τώρα;» με έναν εξαιρετικό έλεγχο της φωνής της! Με μία ησυχία και ηρεμία και εκφραστικότητα ταυτόχρονα. Μου άρεσε πάντα η Έλλη Πασπαλά επίσης. Από τις νεότερες φωνές, δεν είμαι σίγουρη, είναι και πολλές οι φωνές που δεν γνωρίζω. Την Μαρίνα Σάττι, σκέφτομαι τώρα, που είναι και πολύ καλή μουσικός επίσης. Ολο αυτό με τα πολυφωνικά γκρουπ που δημιουργεί, το πως τα δουλεύει, πως τα προχωράει, πως εντάσσεται ή δεν εντάσσεται μέσα σ’αυτά. Η, τη Μάρθα Φριντζήλα που είναι μία εκπληκτική περφόρμερ, φτιάχνει μία μοναδική σχέση με το κοινό επί σκηνής και δεν την σκέφτεσαι σαν τραγουδίστρια μόνο. Τι να πω, αν με ρωτήσεις ας πούμε αν μου αρέσει ο Σαββόπουλος ως τραγουδιστής. Τρελαίνομαι, αλλά καλλίφωνο δεν τον λες. Είναι τραγουδοποιός που τα τραγούδια του δύσκολα τα ακούς από άλλον. Τό’χει όλο το “πακέτο”.
 
Τι είναι αυτό που, ενώ τραγουδάς τόσα χρόνια, διατηρεί αναλλοίωτη τη φωνή σου;
 
Δεν ξέρω αν μένει αναλλοίωτη όπως λες, ειλικρινά, η χροιά της φωνής δεν αλλάζει στους ανθρώπους έτσι κι αλλιώς. Τώρα, όσον αφορά την έκταση, κανονικά πρέπει να έχει παραμείνει η ίδια σε μένα μέχρι τώρα, και μάλλον αυτό έχει να κάνει με το ότι δεν την έχω ζορίσει τη φωνή. Δεν έχω υποχρεωθεί να τραγουδήσω σε δύσκολες συνθήκες όπως πιθανόν άλλοι τραγουδιστές. Δεν έχω τραγουδήσει καθόλου σε μαγαζιά αργά το βράδυ τότε που κάπνιζε όλος ο κόσμος στους κλειστούς χώρους.. Ετυχε επίσης να μην καπνίζω κι εγώ. Δεν το έμαθα ποτέ, και αυτό με γλύτωσε σίγουρα από μια φθορά. Κάποια περίοδο, προ εικοσαετίας, ακολουθούσα έναν πολύ υγιεινό τρόπο ζωής. Δεν έτρωγα, δεν έπινα, αλλά δεν ισχύει πια, αφού τώρα ότι μ’ αρέσει το κάνω. Προσπαθώ να βάζω όρια βέβαια, για δυο – τρεις μήνες ξαναγίνομαι υγιεινός τύπος, αλλά μετά ξαναρχίζω. Αλλάζουν κάποια πράγματα και με την ηλικία πάντως.
 
Και αυτό πώς το βλέπεις στον ίδιο σου τον εαυτό;
 
Κάποια στιγμή συνειδητοποιείς την αλλαγή. Σιγά – σιγά, λίγο-λίγο επέρχονται κάποιες αλλαγές με την ηλικία, που τις βλέπεις όμως ξαφνικά, ένα ωραίο πρωί. Σαν να γίνεται ένα τσακ και να λες «Τώρα έχω μεγαλώσει τόσο», σαν να ανοίγεις μια πόρτα και να μπαίνεις σ’ ένα άλλο δωμάτιο…Άλλος ο τρόπος που βλέπω σήμερα τον εαυτό μου και άλλος όπως τον έβλεπα πέντε ή τρία χρόνια πριν. Είναι κάτι που μ’ έχει εντυπωσιάσει, γιατί είναι το ίδιο που βλέπεις και στους άλλους που συναντάς . Υπήρχε ένας κύριος, στη γειτονιά, που δεν ζει πια. Ήξερα ότι ήταν μεγάλος, αλλά όχι πόσο ακριβώς. Κάποια στιγμή τον είδα και είπα «Γέρασε», κάτι συνέβη και άλλαξε η εικόνα από τη μια μέρα στην άλλη, το «τσακ» που σου έλεγα. Σε μένα τώρα αυτό για τη φωνή μου, μου το λένε όλοι, ενώ πέντε χρόνια πριν δεν μου το έλεγε κανείς. Ο άλλος στην ουσία λέει: «Γιατί δεν έχει αλλάξει η φωνή σου, ενώ εσύ έχεις αλλάξει τόσο πολύ;» Σχεδόν όποιον συναντάω, που να έχει σχέση με τη δουλειά μου, μου κάνει αυτή την παρατήρηση.
 
Ίσως γίνεται υποσυνείδητα.
 
Κι εγώ το πιστεύω αυτό. Βλέπει κάτι πάνω σου ο άλλος που τον κάνει να το σκεφτεί. Είναι ενδιαφέρον απ’ όλες τις απόψεις.
 
Ωστόσο, δεν επιχειρείς καμία αισθητική παρέμβαση πάνω σου.
 
Αυτό είναι ένα πρόβλημα.
 
Κάποτε τόλμησα και σου είπα: «Μα θα τραγουδάς ”Ρόζα – Ροζαλία” με γκρίζα μαλλιά;» για να εισπράξω την απάντηση σου: «Ναι, θα είμαι μία γηραιά κυρία που θα τραγουδάει ”Ρόζα – Ροζαλία”».
 
(γέλια) Πρέπει να είμαι ειλικρινής σ’ αυτό. Δεν έχω κανένα ταμπού σε σχέση με τις πλαστικές. Ευχαρίστως θα έκανα, αλλά δεν κάνω, γιατί φοβάμαι: Φοβάμαι αφ’ ενός μην πάθω κάτι και επίσης φοβάμαι μην αλλάξει κάτι πάνω μου σε τέτοιο βαθμό που αν δεν μου αρέσει μετά, κάηκα. Τώρα βέβαια απ’ ότι ακούω υπάρχουν πολλοί τρόποι για όλ’αυτά! Πιο ανώδυνοι ίσως. Μία φορά όμως που επιχείρησα να κάνω κάτι ελαχιστότατο, μετά πήγα σπίτι και φρίκαρα. Κανείς δεν τόβλεπε, τόβλεπα όμως εγώ. Μπήκε ένα θέμα ταυτότητας, που δεν το είχα φανταστεί. Ακόμα και η απειροελάχιστη αλλαγή μπορεί να σου φέρει θέματα με τον εαυτό σου που δεν τα ξέρεις εκ των προτέρων. Δεν είναι κοστούμι για να τ’ αλλάξεις. Όσο για το γκρίζο μαλλί, εμένα μ’ αρέσει. Η αίσθηση ότι ενώ κάποιος είναι χρωματιστός, σιγά-σιγά γίνεται σαν σκίτσο. Δεν ξέρω, ίσως οφείλεται και στο ότι ζωγραφίζω. Κανένα πρόβλημα δεν έχω με το χρώμα των μαλλιών. Το θέμα είναι τι κάνεις όταν αλλάζει το σχήμα του προσώπου σου, με τα χρόνια. Το αλλάζεις; Και μετά είσαι ο ίδιος; Ε να, αυτά πάνω κάτω, αλλά  επαναλαμβάνω όμως ότι δεν έχω καμία προκατάληψη ούτε είναι ιδεολογικό το θέμα. Ετοιμάσου, μπορεί να με δεις καμιά μέρα και να σου θυμήσω αμυδρά κάτι από τον εαυτό μου. Οταν θα έχω απλοποιήσει τα της ταυτότητάς μου….
 
Αν ξαναπάμε στη φωνή, το όργανο σου, τη δουλειά σου, δεν παρατηρείς κι εσύ να μην έχει αλλάξει;
 
Ναι, αν και έχω μπει σε μία διαδικασία φόβου μ’ αυτό το “λέγε λέγε”. Μέχρι πριν λίγα χρόνια, αν μου συνέβαινε κάτι, θα έλεγα «Ωχ, κάτι έφαγα και ερεθίστηκε ο λαιμός και δεν είναι η φωνή στα καλά της» ή ότι μπορεί να κρύωσα. Δυστυχώς, όταν μεγαλώνεις, χτυπάει με το παραμικρό ένα καμπανάκι. Τώρα αμέσως θα πω «Μάλιστα. Πρέπει να το προσέξω αυτό». Αυτή είναι και η διαφορά, στο πως αντιμετωπίζω δηλαδή εγώ το όποιο ολίσθημα της φωνής, εκεί που παλιά δεν μ’ ενδιέφερε καθόλου. Όντως, όμως, ακόμη δε βλέπω τίποτα, που να μου κάνει κάποια διαφορά.
 
Ενώ συνεργάζεσαι κατά κόρον με νέους μουσικούς, υπήρξες μούσα μεγάλων συνθετών, κάποιοι απ’ τους οποίους δεν ζουν σήμερα.
 
Κοίτα, μου λείπει πολύ ο Peter Kowald. Ηταν τότε με τους αυτοσχεδιασμούς, στην αρχή. Μου λείπει η στάση του Kowald, αυτό το κοινοβιακό που υπήρχε όπου και όταν με καλούσε να παίξουμε. Παίζαμε, πίναμε, ταξιδεύαμε και αυτό που κάναμε το συνδέαμε με μία εσωτερική αλήθεια που αισθανόμασταν οτι ακολουθούσαμε και  εμπιστευόμασταν.   Με τον Kowald έζησα την εποχή των οραμάτων σε σχέση με τη μουσική αυτή. Ζούσε στην ίδια πόλη με την Pina Baus. Την συναντούσαμε συχνά με την ομάδα της στα διάφορα στέκια μετά από πρόβες και συναυλίες. Ηταν και οι δύο άνθρωποι αφιερωμένοι και δοσμένοι σ’αυτό που έκαναν. Και υπήρχε αλληλεπίδραση.  Σκέφτομαι επίσης συχνά τον Μαμαγκάκη, μου λείπουν πάρα πολύ τα αστεία του, τα ανεκδιήγητα τηλεφωνήματα του που απήγγελε ποίηση ανάμεσα σε ιστορίες και ανέκδοτα. Όταν τα θυμάμαι καμιά φορά, γελάω μόνη μου. Πέρα απ’ τη μουσική του, ο Μαμαγκάκης είχε μεγάλο ταλέντο στο να φτιάχνει δικές του λέξεις και να αφηγείται. Και στο να βρίσκει συνέχεια νέους ανθρώπους για να συνεργάζεται και να τους φέρνει σε επαφή μεταξύ τους σαν ομάδα. Που τους ξετρύπωνε τον έναν μετά τον άλλον; Πολύ καλές φωνές. Εξαιρετικούς μουσικούς.
 
Θυμάμαι ακόμη εκείνη τη συνεργασία σου με τον Δημήτρη Λάγιο στην «Ερωτική πρόβα», μία συνεργασία, για την οποία δεν έχεις μιλήσει ποτέ σχεδόν.
 
Ο Λάγιος κάποια στιγμή με φώναξε στο σπίτι του. Δεν γνωριζόμασταν. Γλυκός άνθρωπος. Και πολύ όμορφος. Μου έπαιξε κομμάτια του στο πιάνο, αλλά δεν έγινε κάτι τότε. Δεν ξανασυναντηθήκαμε. Μου τηλεφώνησαν από την εταιρεία του αργότερα, μου είπαν ότι ήταν στο νοσοκομείο άρρωστος και φρόντιζαν να τελειώσουν έναν δίσκο του, στον οποίο ο ίδιος θα ήθελε να τραγουδήσω κάποια τραγούδια. Ήμασταν εγώ, οι αδερφοί Κατσιμίχα και ο Νταλάρας. Γνώρισα την Πέγκυ, τη γυναίκα του, και την κόρη του, την Υακίνθη, που τραγουδάει επίσης.
 
Έχεις κάνει και πολλούς φίλους εκτός Ελλάδας, όμως, όπως τώρα τη Joana Sa.
 
Η Joana είναι πολύ ιδιαίτερη και ως πιανίστρια, όλο αυτό που κάνει δηλαδή με το προετοιμασμένο πιάνο.  Για να καταλάβει κι ο κόσμος, προετοιμασμένο πιάνο είναι αυτό που του βάζεις διάφορα αντικείμενα μέσα στις χορδές, από χαρτιά και μανταλάκια μεχρι  ότι μπορείς να φανταστείς, οπότε, πατώντας τα πλήκτρα, δεν βγαίνει πια ο κλασικός ήχος του πιάνου, αλλά κάτι άλλο. Στη Joana είχα πει ότι αυτό που παίζει, στην Ελλάδα λέγεται κλαμπατσίμπαλο. Της άρεσε και μου έλεγε στα ελληνικά: «Το κλαμπατσίμπαλο μου».
 
Θεωρείται γνωστή η Joana Sa στην Πορτογαλία;
 
Δεν έχω ιδέα τι θεωρείται, γιατί προέρχεται κι από έναν άλλο χώρο. Πιθανώς όσοι ξέρουν εμένα δεν ξέρουν αυτήν και το αντίστροφο. Ανήκει στη σύγχρονη μουσική, που έχει ένα τελείως διαφορετικό κοινό.
 
Τι σημαίνει ο τίτλος «Ways of Notseeing (τρόποι να μη βλέπεις)»;

Ήταν μία επιλογή της Joana ο τίτλος και έχει να κάνει με το «Ways of seeing», μιας σειράς εκπομπών για τα εικαστικά και τον τρόπο που η εποχή καθορίζει το πως βλέπεις τα πράγματα. Η Joana επέλεξε τον αντίθετο τίτλο θέλοντας να αφαιρέσει τη σημασία που δίνουμε στο βλέμμα. Θέλοντας να μιλήσει για άλλους τρόπους αντίληψης. Αλλωστε τα κομμάτια μας αυτά δεν προσπαθούν να περιγράψουν εικόνες. Δεν υπάρχει καν στίχος αλλά δήθεν λέξεις.Ο καθένας μπορεί να φαντάζεται ότι θέλει..

 
Πιστεύεις ότι η τέχνη του αυτοσχεδιασμού μπορεί να έχει πολιτικό πρόσημο;
 
Εξήγησε μου πως το εννοείς ακριβώς και θα σου απαντήσω.
 
Να, σε είχα δει σε μια συναυλία μέσα στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού. Όταν έκανες αυτοσχεδιασμούς, οι κρατούμενες σχεδόν εξεγέρθηκαν. Σηκώθηκαν πάνω και σου απαντούσαν με λαρυγγισμούς και κραυγές. Ήταν συγκλονιστική εμπειρία.
 
Το είχα ξεχάσει…Εάν το θέτεις έτσι, έχει πολιτικό πρόσημο μ’ αυτή την έννοια. Τεράστιο ρόλο παίζει τι κάνεις μ’ αυτόν τον τρόπο έκφρασης. Κάπου μπορεί να είναι ίσως και ψυχοθεραπευτικό. Το να ουρλιάζεις, να βγάζεις βρυχηθμούς ή να παίζεις με τους ήχους όπως ένα παιδί που δεν μιλάει ακόμα, είναι κάτι έξω από τη γλώσσα, έξω από τις έννοιες, οπότε δεν απευθύνεται στη λογική. Ολόκληρη η τέχνη της μουσικής, άλλωστε, δεν απευθύνεται στη λογική.
 
* Το άλμπουμ «Ways of notseeing» των Σαβίνας Γιαννάτου – Joana Sa κυκλοφορεί στην Ελλάδα από την ανεξάρτητη πορτογαλική εταιρεία Clean feed.

Β. Καπερνάρος για υπόθεση Λυγγερίδη: «Θα υπάρξουν πιέσεις, για να κλείσουν στόματα» (video)

καπερναρος

Β. Καπερνάρος για υπόθεση Λυγγερίδη: «Θα υπάρξουν πιέσεις, για να κλείσουν στόματα» (video)

«Η Αστυνομία δέχεται συνεχώς επιθέσεις στα γήπεδα, αλλά πάντα περνούσαν στο ντούκου», παραδέχτηκε ο πρόεδρος…