Newsroom

Newsroom

"Ρεσάλτο"

Μάζεψε τα λιγοστά του υπάρχοντα απ’ το παγκάκι, τα τύλιξε σ’ έναν ακανόνιστο μπόγο και τα παράχωσε  σε μια νάυλον…

Μάζεψε τα λιγοστά του υπάρχοντα απ’ το παγκάκι, τα τύλιξε σ’ έναν ακανόνιστο μπόγο και τα παράχωσε  σε μια νάυλον σακούλα. Λιακάδα έξω απ’ το «σπίτι», χαρά Θεού. Κάρφωσε τα μάτια του στον ήλιο και ρούφηξε λαίμαργα, σαν πρωινό καφέ, το φως και τη ζεστασιά του. Μαλάκωσε το βλέμμα του, το δέρμα ημέρεψε απ’ τη νυχτερινή υγρασία, σταμάτησε το τουρτούρισμα, η καρδιά του επανήλθε σε φυσιολογικού παλμούς.

«Καλημέρα!». Το είπε στον εαυτό του. Όπως κάθε πρωί. Κατηφόρισε προς Ομόνοια. Βαριά βήματα. Που δεν έχουν αιτία και προορισμό. Να ταλαντεύονται ανάμεσα στο τίποτα και στο πουθενά. Να ζηλεύουν τα βήματα των περαστικών. Να… αυτά τα βήματα, τρέχουν να προλάβουν το λεωφορείο. Να πάνε σε κάποια δουλειά. Κι αυτά σέρνουν μικρότερα βήματα στο πλάι τους. Ένα πιτσιρίκι που τρέχει, για να προλάβει τις δρασκελιές  του πατέρα του.  Τα βήματα μιας κοπέλας κι ενός αγοριού. Πρέπει να αγαπιούνται τρελά. Τα βήματά τους είναι απόλυτα συγχρονισμένα, σα να υπάρχει ένα σώμα στην κορυφή τους, με τέσσερα πόδια.  Έχει μάθει να ψυχολογεί τους ανθρώπους, απ’ το βηματισμό και τις πατημασιές που αφήνουν πίσω τους.

Πόσο επώδυνος είναι ο χρόνος που περνάει;  Άλλο τόσο, κι ο χρόνος που δεν γεμίζει. Που δεν καταγράφει τίποτα. Που δεν παράγει συναισθήματα . Που δεν θα συνδεθεί ποτέ με τη μνήμη, γιατί είναι σαν ένα φιλμ που πήρε φως. Κενός.

Φτάνει στην πλατεία των στεναγμών. Έτσι τη λέει. Έτσι τη βλέπει. Τα βήματα εδώ είναι γνώριμα. Δικοί του άνθρωποι. «Γείτονες». Παγωμένα κορμιά, απλανή μάτια, σφιγμένα στόματα. Τουλάχιστον βλέπει τα πρόσωπά τους. Αυτούς τους αντέχει. Δεν ντρέπεται να υψώσει τη ματιά του και να τους μιλήσει, δίχως να τους πει τίποτα. Έχουν τη δική τους διάλεκτο. Τη σιωπή. Ο ανθρώπινος πόνος είναι η πιο γνώριμη κι η πιο δυνατή φωνή. Η απόγνωση γίνεται κραυγή και ξεκουφαίνει.

Τον γνώρισα ένα μεσημέρι στον ξενώνα των αστέγων, κάπου στον Κεραμικό. Εγώ να μοιράζω αμήχανα χαμόγελα και να τακτοποιώ σακούλες με τρόφιμα στη μικρή αποθήκη. «Άμα τελειώσεις, θέλεις να παίξουμε μια παρτίδα τάβλι;». Γύρισα έκπληκτη το κεφάλι μου. Το εννοούσε. Πριν προλάβω να του πω «Μα ναι, φυσικά!», είχε ήδη στήσει τα πούλια και με περίμενε να κάτσω απέναντί του.  Στο μαντεμένιο τραπεζάκι της περιποιημένης αυλής, κάτω απ’ τη σκιά μιας λεμονιάς, ανταλλάξαμε πολλές παρτίδες. Τάβλι, πειράγματα, χαμόγελα, δάκρυα, ερωτήσεις … και πάλι καινούργια παρτίδα. Κάτω απ’ τους ήχους των ζαριών, με τα χέρια μας να παίζουν μηχανικά, αποκομμένα απ’ το υπόλοιπο σώμα.  Διακριτικά,  για να μην ενοχλούν την κουβέντα μας. Το τάβλι ήταν η αφορμή για να γίνουμε συμπαίκτες. Στο παιχνίδι της μοιρασιάς.

Γνώριμη ιστορία. Ναυτικός, πολυταξιδεμένος, με άπταιστα γαλλικά και εξαιρετική φωνή. Μου άνοιξε φιλόξενα το άλμπουμ της ζωής του και με ταξίδεψε στα πιο βαθειά του νερά. «Είδα» τις φουρτούνες και τις μπουνάτσες του, τα λιμάνια που έπιασε, απ’ τις ακτές της Αφρικής  ως τ’ ανοιχτά της Σαγκάης,  την οικογένεια που δεν αξίωσε ο Θεός να κάνει ποτέ, τη ρότα και τις παρατιμονιές του. Το τελευταίο μπάρκο, την ανεργία,  το ξεσπίτωμα,  το δρόμο, το παγκάκι, την ανέχεια. Την αξιοπρέπεια, την ανάγκη, το φόβο  και τη μοναξιά, ανακατεμένα με μια κουβέρτα, ένα πακέτο τσιγάρα κινέζικα κι ένα κρουασάν, σε μια σακούλα σκουπιδιών.

«Δεν θα φας κάτι;» τον ρώτησα κάποια στιγμή, για ν’ ανέβω λίγο στην επιφάνεια και να πάρω ανάσα απ’ το βυθό της ψυχής του. «Τρώω ήδη!», μου απάντησε χαμογελαστός, σα να απολάμβανε το πιο λαχταριστό γεύμα του κόσμου. «Μα δεν έχεις βάλει μπουκιά στο στόμα σου!», του είπα παραξενεμένη.  «Πιο άδεια απ’ το στομάχι μου, είναι η ψυχή μου κούκλα μου!…».

Γευματίσαμε μαζί. Δεν γέμισε το πιάτο του. Λίγο φαγητό και πολλή κουβέντα. Στο τέλος μου τραγούδησε  το “Ne Me Quitte Pas” του Jacques Brel, σε άψογα γαλλικά και ακόμα πιο άψογη ερμηνεία από καρδιάς. Δάκρυσε. Κι εγώ έκλαψα. Λύτρωση; Απογοήτευση; Aκόμα το ψάχνω…

–        Να ξανάρθεις. Aυτό μας λείπει πιο πολύ εδώ μέσα. Οι φίλοι.  Ο καθένας μας,  είναι κι ένα μικρό λιμάνι. Όρεξη να’ χεις για αραξοβόλι και κουβέντα!… Να ξανάρθεις όμως. Να πίνουμε ένα καφεδάκι εδώ στην αυλή μας. Να μου λες τα νέα σου. Εγώ μπορεί να σπατσάρω σε κανένα πασσατζέρικο, για να μαζέψω τα ναύλα μου να πάω Αυστραλία. Εκεί… έχει ο Θεός, κάτι θα βρω να κάνω. Να ξανάρθεις. Τα περισσότερα παιδιά εδώ, μείνανε άνεργοι λίγο πριν βγουν στη σύνταξη. Δύσκολα την παλεύουν. Άμα πιάνουν τα χέρια σου κι έχεις όρεξη για δουλειά, το καθισιό είναι αργός θάνατος. Να ξανάρθεις ε; Να σ’ έχει ο Θεός καλά, με χόρτασες σήμερα!…

Επιστροφή στο «σπίτι». Ο ήχος των κλειδιών στη τσάντα μου, ηχούσε σαν ουράνια μελωδία. Πού να τα χωρέσω όλα αυτά τα δώρα απόψε; Μικρό το δικό μου το «σπίτι», μικρότερες κι οι αντοχές μου για τόσο μακρινά λιμάνια. Θα ξανάρθω. Να μου μάθεις τα βήματά σου. Να μου στεγάσεις για λίγο, το προσωπικό μου ξεσπίτωμα.  Να με φιλοξενήσεις στην αυλή των συναισθημάτων σου. Να θυμηθώ πώς είναι να συγκινείσαι, να θυμώνεις, να δακρύζεις, να απογοητεύεσαι,  να πεισμώνεις, και …ξαφνικά να κάνεις το ρεσάλτο σου και να βάζεις πλώρη για το επόμενο λιμάνι.  Θα ξανάρθω…

ΗΠΑ: Ανεστάλη η αποστολή πυρομαχικών αμερικανικής κατασκευής στο Ισραήλ

usa

ΗΠΑ: Ανεστάλη η αποστολή πυρομαχικών αμερικανικής κατασκευής στο Ισραήλ

Η κυβέρνηση Μπάιντεν ανέστειλε την περασμένη εβδομάδα την αποστολή πυρομαχικών αμερικανικής κατασκευής στο Ισραήλ για…

Μπέρναρντ Χιλ: Πέθανε ο γνωστός ηθοποιός – Οι ρόλοι του σε Τιτανικό και Άρχοντα των Δαχτυλιδιών

Bernat theoden titanikos

Μπέρναρντ Χιλ: Πέθανε ο γνωστός ηθοποιός – Οι ρόλοι του σε Τιτανικό και Άρχοντα των Δαχτυλιδιών

Ο ηθοποιός Μπέρναρντ Χιλ, γνωστός από τους ρόλους του στον Τιτανικό και στον Άρχοντα των…