Ρένια Λουιζίδου: «Είναι σαν να ζούμε τη ζωή με το κομμάτι»

Η συζήτησή μας με την ηθοποιό ξεκίνησε από το «Sexy laundry» και κατέληξε στην Αριστερά και στον αγαπημένο της Θάνο Μικρούτσικο.

ρενια λουιζιδου

Το «Sexy laundry», το πλέον γνωστό έργο της Καναδής συγγραφέα Μισέλ Ριμλ, καταπιάνεται με οικεία μοτίβα. Μιλάει για το μεσήλικο ζευγάρι της διπλανής πόρτας το οποίο περνάει κρίση και κάνει μια ύστατη προσπάθεια αναζωπύρωσης του ερωτισμού που έχει χαθεί στην πορεία της κοινής ζωής. Για δεύτερη χρονιά στο θέατρο Κάππα η Ρένια Λουιζίδου και ο Σπύρος Παπαδόπουλος πρωταγωνιστούν σε αυτήν τη feelgood παράσταση. Η συζήτησή μας με την ηθοποιό ξεκίνησε από το «Sexy laundry» και κατέληξε στην Αριστερά και στον αγαπημένο της Θάνο Μικρούτσικο.

Να ξεκινήσουμε από τον ρόλο σας στην παράσταση «Sexy laundry», την Aλις. Ποια είναι και τι αναζητά από τη σχέση της αυτή η γυναίκα;

Η Αλις είναι μια γυναίκα μετά τα 50, ένας συγκροτημένος άνθρωπος, σύζυγος, μητέρα τριών παιδιών, επαγγελματικά πετυχημένη. Η ζωή της δείχνει μια χαρά προς τα έξω, μέσα της όμως περνάει κρίση μέσης ηλικίας, την οποία μάλλον περνάμε όλοι, αλλά ενδεχομένως οι γυναίκες –για πολλούς λόγους– τη βιώνουν πιο πιεστικά. Αισθάνεται ότι η ζωή της δεν έχει πια πάθος, δεν έχει θερμοκρασίες, είναι τακτοποιημένη και συμβατική. Η ερωτική της ζωή είναι βαλτωμένη και αναρωτιέται εάν ο άντρας της συνεχίζει να τη βρίσκει ελκυστική. Αποφασίζει λοιπόν, προσπαθώντας να αναζωπυρώσει τον έρωτά τους, να τον παρασύρει σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο –με το εγχειρίδιο «Σεξ για αρχάριους» ανά χείρας– με σκοπό να ζήσουν ένα ερωτικό Σαββατοκύριακο. Η συγγραφέας εσκεμμένα περιγράφει ένα ζευγάρι που δεν έχει σοβαρά προβλήματα. Είναι μεγαλοαστοί, τακτοποιημένοι, δεν κάνουν απιστίες. Η σκιά πάνω από αυτό το ζευγάρι είναι ο χρόνος. Εχουν περάσει 25 χρόνια μαζί και έχουν βαλτώσει.

«Υπάρχει αυτή η γενιά των εικοσάρηδων που πέρασε την εφηβεία της μες στην οικονομική κρίση και τα φοιτητικά της χρόνια μες στην πανδημία αλλά το μυαλό της είναι έτοιμο για κάτι καλύτερο»

Για εκείνον είναι μια κατάσταση απολύτως φυσιολογική. Θέλει απλώς να γυρίσει σπίτι, να βάλει πιτζάμες και να δει ποδόσφαιρο. Αντιμετωπίζει το πέρασμα του χρόνου με μεγαλύτερη συγκατάβαση. Γι’ αυτόν είναι αποδοχή, για την Αλις παραίτηση. Τότε έρχεται η σύγκρουση, καθώς σε αυτό το ζευγάρι την κρίση την έχει αντιληφθεί μόνο η γυναίκα. Ο Λάρι μένει κατάπληκτος που διαπιστώνει ότι εκείνη βρίσκεται σε τόσο οριακό σημείο. Δεν έχει πάρει χαμπάρι… με έναν τρόπο που μόνο οι άντρες δεν παίρνουν χαμπάρι (γέλια).

Η αλήθεια πάντως είναι ότι οι δύσκολες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια δυσχεραίνουν ακόμη περισσότερο τις ανθρώπινες σχέσεις.

Ολες οι σχέσεις έχουν γίνει δύσκολες. Διανύουμε παράξενα χρόνια. Δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που ζήσαμε χωρίς μέτρα. Οικονομικά, υγειονομικά, ενεργειακά. Είναι σαν να ζούμε τη ζωή με το κομμάτι. Αν συνυπολογίσουμε και το πάρτι που είχε προηγηθεί, τα 10-15 χρόνια ξέφρενης χαράς, η προσγείωση γίνεται ακόμη πιο οδυνηρή.

Πιστεύετε ότι πληρώνουμε μια επίπλαστη ευμάρεια;

Ναι. Βέβαια ήταν επόμενο όταν σου προσφέρεται κάτι απλόχερα να το πάρεις και να πιστέψεις ότι θα κρατήσει για πάντα. Αλλά η προσγείωση που ζήσαμε –το βλέπεις– αποτυπώνεται στο ότι όλοι είμαστε νευριασμένοι, μελαγχολικοί, πιεσμένοι. Νομίζω ότι πρέπει να κάνουμε επανεκκίνηση σε παγκόσμιο επίπεδο. Να το πάρουμε απ’ την αρχή. Υπάρχει πρόβλημα με το σύστημα, με το μοντέλο. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κλιματική αλλαγή. Πρέπει να στρίψουμε το τιμόνι από την άλλη, αλλά δεν φαίνεται να το καταλαβαίνουμε.

Οσο στο τιμόνι βρίσκεται ο καπιταλισμός δεν βλέπω να βελτιώνεται εύκολα αυτή η κατάσταση.

Μα δεν μιλάμε καν για την εκδοχή καπιταλισμού που διαβάζαμε στα μαθήματα οικονομίας. Πλέον, στα χρόνια της φιλελεύθερης οικονομίας, ο ίδιος ο καπιταλισμός έχει ξεπεράσει τον εαυτό του, έχει αφηνιάσει. Δεν γίνεται σε όποια κι αν είναι η ερώτηση –είτε κοινωνικού είτε ανθρωπιστικού περιεχομένου– η απάντηση να είναι οικονομικής φύσης: «Δεν συμφέρει την αγορά», «δεν βγαίνουν τα λεφτά». Το θέμα είναι πού επιλέγεις να δώσεις τα λεφτά – όταν υπάρχουν βέβαια. Και κάποια στιγμή ας χαθούν κιόλας. Σε λίγα χρόνια δεν θα έχουμε τόπο να πατήσουμε. Κάθε φορά που γίνεται μια μεγάλη φυσική καταστροφή δεν φταίει η κακή μας μοίρα αλλά η δική μας κακή διαχείριση της Γης.

Βλέπουμε ότι ακόμη κυριαρχούν στερεότυπα λόγω φύλου, ακόμη συζητάμε για μισθολογική ισότητα, ακόμη οι γυναίκες υποφέρουν από την πατριαρχία και εσχάτως ακούμε όλο και πιο συχνά για γυναικοκτονίες.

Δεν ξέρω εάν συμβαίνουν πιο συχνά ή τώρα έρχονται στο φως τέτοια περιστατικά. Από την άλλη, σίγουρα τόσα χρόνια οικονομικής κρίσης, πανδημίας και εγκλεισμού δεν έκαναν καλό στο νευρικό μας σύστημα. Βέβαια παλιότερα η θέση της γυναίκας ήταν ακόμη πιο δυσχερής, με τα ίδια τα θύματα να προτιμούν να κρύψουν άσχημες καταστάσεις από φόβο. Πλέον τα θύματα βρίσκουν τη δύναμη να μιλούν πιο δυνατά για ό,τι τους συμβαίνει.

Αυτό είναι από μόνο του σημαντική κατάκτηση.

Είναι ένα βήμα το ότι επιτέλους μπορούμε να συζητάμε ανοιχτά αυτά τα ζητήματα. Το στοίχημα είναι πώς θα μεγαλώσουμε τα παιδιά μας. Με τι πρότυπα-εφόδια θα βγουν στην κοινωνία ώστε να μην επαναλάβουν τα δικά μας μοντέλα. Μπορεί η δική μου γενιά να κάνει απολογισμό, να παραδεχτεί τα λάθη της –και όσα μπορεί να τα διορθώσει– αλλά οδεύει προς τη σύνταξη. Μην είμαστε άδικοι όμως, γίνονται βήματα. Δεν είναι ίδια η δική μου οικογένεια με εκείνη των γονιών μου. Μικρά βήματα, γκέισας, αλλά πρέπει να ανοίξει ο βηματισμός. Υπάρχει αυτή η γενιά των εικοσάρηδων που πέρασε την εφηβεία της μες στην οικονομική κρίση και τα φοιτητικά της χρόνια μες στην πανδημία αλλά το μυαλό της είναι έτοιμο για κάτι καλύτερο.

Υπάρχει όμως και η νεολαία της τραπ, του σεξισμού, του μισογυνισμού…

Εγώ το βλέπω ως ένα είδος λανθασμένης αντίδρασης. Εχουν θυμό και ενόχληση αυτά τα παιδιά και δυστυχώς οδηγούνται στο παλιό στερεότυπο, εξυπηρετούν το ήδη υπάρχον. Αλλά υπάρχει και μια ενδιαφέρουσα μαγιά που θέτει τον κόσμο υπό αμφισβήτηση.

Οι «Απαράδεκτοι» έχουν γράψει ιστορία στη μικρή οθόνη. Τριάντα χρόνια μετά θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα τέτοιο τηλεοπτικό φαινόμενο;

Οι «Απαράδεκτοι» ήταν μια τομή και παράχθηκε μέσα σε μια συγκεκριμένη εποχή που το είχε ανάγκη. Τότε ξεκινούσε η ιδιωτική τηλεόραση. Δημιουργήθηκε ένα σίριαλ όχι με «βαρβάτους» πρωταγωνιστές, όπως συνηθιζόταν μέχρι τότε, αλλά με ένα κείμενο με καθημερινή γλώσσα που αποτύπωσε τύπους ανθρώπων οι οποίοι δεν είχαν ξαναεμφανιστεί στην τηλεόραση. Μπορώ να πω ότι βρίσκω μια αντιστοιχία με τα «Νούμερα» του Φοίβου Δεληβοριά. Φαίνεται ότι από πίσω υπάρχει μια ριζοσπαστική ιδέα και είναι ένα υβριδικό είδος. Είναι μουσική εκπομπή; Είναι μια παρέα που αυτοτρολάρεται; Βλέπεις τη χαρά πίσω από τη δημιουργία και νιώθεις ότι δεν φτιάχτηκε για να κάνει τηλεθέαση, εξώφυλλα και συνεντεύξεις. Γι’ αυτό με παραπέμπει σε αυτό που κάναμε εμείς στους «Απαράδεκτους».

Τι θυμάστε από εκείνη την εποχή;

Ενα ατέλειωτο γέλιο. Το εορταστικό επεισόδιο κόντευε να μη βγει επειδή δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε από τα γέλια. Αλλά δεν είχαμε συναίσθηση του τι κάναμε, ότι έπρεπε να παραδώσουμε επεισόδιο. Ημασταν εκτός πραγματικότητας – όχι επειδή ήμασταν βλαμμένοι, αλλά γιατί η ιδιωτική τηλεόραση βρισκόταν στα σπάργανα. Δεν συνειδητοποιούσαμε ότι εάν δεν παιζόταν το επεισόδιο, θα είχε πρόβλημα το κανάλι επειδή είχε πουληθεί διαφήμιση. Το έχω ξαναπεί: με τους σημερινούς όρους δεν θα μας κρατούσαν πάνω από 15 μέρες στη δουλειά.

Μιας και πλησιάζει η 28η Δεκεμβρίου, ημέρα που έφυγε από δίπλα μας ο Θάνος Μικρούτσικος, και επειδή έχετε προσωπική-οικογενειακή σχέση, θα ήθελα να κλείσουμε τη συζήτησή μας με μια κουβέντα για τον Θάνο.

Ακόμη κλαίω όταν μιλάω για εκείνον. Ηταν ένας άνθρωπος που είχε πολλούς από μας κάτω από την ομπρέλα του. Ηθελες να συζητάς μαζί του όποιο θέμα προέκυπτε, είτε στην προσωπική σου ζωή είτε στην κοινωνία. Ηταν μια τεράστια προσωπικότητα σε μυαλό κι ένας σπάνιος άνθρωπος σε ψυχή. Νιώθουμε ορφάνια, σαν να έχεις χάσει τον πιο ενδιαφέροντα συνομιλητή, τον φίλο για τις πιο χαβαλετζίδικες διακοπές. Ηταν σπουδαίος και συνάμα προσιτός, όπως όλοι οι σπουδαίοι άνθρωποι. Ο άτιμος ακόμη και στα χρόνια της ασθένειάς του έδωσε ένα μάθημα σε όλους μας με τη στάση του, τη γενναιότητά του, την ανάγκη του να ρουφήξει τη ζωή μέχρι και την τελευταία μέρα.