Ψυχαναλύοντας τη Ρένη Πιττακή

Όταν μία συνέντευξη με αφορμή την πολιτική παράσταση της Ρένης Πιττακή, εξελίσσεται σε μία άτυπη ψυχανάλυση με την κορυφαία ηθοποιό 

263506004 4541199729333399 1470253077679962387 n
Την έχουν χαρακτηρίσει σημαντικότερη εν ζωή Ελληνίδα ηθοποιό. Η ίδια νιώθει μάλλον αμήχανη και δηλώνει την αποστροφή της για τις «ταμπέλες». Πάντως, είναι έως και χαριτωμένο που μία απ’ τις σημαντικότερες, πραγματικά, ηθοποιούς στη χώρα μας, εκφράζει την αμηχανία της. Μπορεί απ’ τη μία να ταυτίστηκε με τη χρυσή εποχή του Θεάτρου Τέχνης επί Καρόλου Κουν – και όχι μόνο -, να χόρτασε βραβεία, διακρίσεις και αποδοχή, απ’ την άλλη όμως είναι εντυπωσιακό που ανέκαθεν ψαχνόταν ρεπερτοριακά και τολμούσε να ρισκάρει. Πρόσφατα την είχαμε δει στο θέατρο Ιλίσια ως Άνι Γουίλκς, την ψυχοπαθή νοσοκόμα από το «Misery» του Στίβεν Κινγκ. Ξεκάθαρα μία αλλαγή ρεπερτορίου που θα την έλεγες έως και ποπ διαστάσεων. Σήμερα επιστρέφει στο ίδιο θέατρο ως Μπρουνχίλντε, η γραμματέας του Γκέμπελς που παραπαίει μεταξύ αβάστακτου κυνισμού, μεταμέλειας και ελαφρότητας. Όπως και νά’χει, το έργο «Μια Γερμανίδα γραμματέας» σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου είναι η πλέον πολιτική παράσταση της σαιζόν και γι’ αυτό μιλήσαμε με τη Ρένη Πιττακή, την κορυφαία πρωταγωνίστρια του ελληνικού θεάτρου.
 
 
Τι σας κάνει αυτό το καθημερινό φως που μπαίνει απ’ τη βεράντα σας;
 
Πάντα το αποζητούσα αν σκεφτείτε ότι τη μισή μου ζωή την πέρασα στα υπόγεια, σαράντα και βάλε χρόνια. Αναζητούσα έτσι το άνοιγμα, τη θέα, το φως, είτε ήμουν στα Εξάρχεια, είτε ως παιδί που ανέβαινα πάνω στην ταράτσα και τραγουδούσα στην Ακρόπολη τα τραγούδια της Βέμπο. Μετά όταν το σπίτι μου έγινε πολυκατοικία, πήρα ένα μικρό ρετιρέ.
 
Αυτό που είμαστε τώρα;
 
Όχι, έχω αλλάξει πάρα πολλά σπίτια.
 
Και σπίτια και υπόγεια, όπως είπατε, επομένως μοιραία μου θυμίσατε τον ποιητή Νίκο Καρούζο. Μη μου πείτε πως κι εσείς παρατηρούσατε τα πόδια των περαστικών.
 
Όχι, δεν ισχύει, γιατί τα υπόγεια, στα οποία πέρασα τα νιάτα μου και τη μισή μου ζωή, δεν είχαν παράθυρα. Μιλάω δηλαδή για υπόγεια θέατρα. Απ’ την άποψη της κατοικίας, θυμάμαι που είχαμε φύγει από τα Εξάρχεια, από ένα παλιό σπίτι, για να πάμε Ιουλιανού, πλατεία Βικτωρίας.
 
Ποιος ήταν ο λόγος που αλλάζατε τόσο συχνά σπίτια;
 
Μου άρεσε, δεν είχα θέμα. Ήταν μικρό το σπίτι στη Μεθώνης και γι’ αυτό έψαχνα δεξιά – αριστερά για σπίτια, ώσπου βρήκα αυτό πριν από είκοσι τόσα χρόνια. Σε άθλια, βέβαια, κατάσταση, δύο διαμερίσματα ενωμένα, καταλαβαίνετε, αλλά μόλις άνοιξα μια στενή μπαλκονόπορτα και είδα όλη αυτή τη θέα απέναντι, είπα «να ένα σπίτι για άραγμα τώρα».
 
Περνάτε πολλές ώρες στο σπίτι;
 
Ναι. Έχω και κάτι νωχελικούς ρυθμούς…Ιδίως οι πρωινές ώρες είναι δύσκολες. Εντάξει, αν υπάρχει ανάγκη, κάποιο ταξίδι, ένα γύρισμα, μια συνάντηση, μπορεί και να μην κοιμηθώ καθόλου το βράδυ και να το πάω σερί.
 
Κι όταν είστε στο κρεβάτι ξύπνια, πως την περνάτε, με ταβανοθεραπεία;
 
Όχι, δεν νομίζω. Αυτό που έκανα στο κρεβάτι και είχε αποτελέσματα ήταν να περνάω λόγια. Καθαρό μυαλό το πρωί, βοηθούσε ένα πέρασμα το εκάστοτε έργο πριν σηκωθώ.
 
Ζείτε μόνη σας εδώ, κυρία Πιττακή;
 
Μόνη ζω, έχω δικούς μου ανθρώπους στον από κάτω όροφο όμως. Έκανα, ξέρετε, κι έναν γάμο από υποχρέωση.
 
Από υποχρέωση;
 
Βεβαίως, από μένα και από τον Μίμη ήταν υποχρέωση απέναντι στον πατέρα μου, ελλείψει της μητέρας μου.
 
Σαν να σας αποκατέστησε, μου λέτε, ο Μίμης Κουγιουμτζής;
 
Το κάναμε για να μη στενοχωριέται ο πατέρας μου, τόσο απλά. Του έλεγα «έλα, άσε μας τώρα να πάμε να ζήσουμε μαζί και θα σου κάνουμε κι έναν αρραβώνα». Ήταν αδιανόητο για τον πατέρα μου εκείνα τα χρόνια να’ναι η κόρη του αστεφάνωτη.
 
Στην ουσία, όμως, δεν ήσασταν ποτέ του γάμου και της συμβίωσης.
 
Ω ναι, καθόλου! Ήθελα πάντα την απόλυτη κυριαρχία όσων τετραγωνικών ήταν το σπίτι μου. Θαύμαζα ζευγάρια σαν την Κάτια με τον Πλωρίτη ή τη Μάρω με τον Λαζάνη, αφού είχαν τα χωριστά τους σπίτια. Κακά τα ψέματα, ο έρως κάποια στιγμή τελειώνει. Εκεί μπαίνουν άλλες παράμετροι, όπως τα παιδιά ή οι υποχρεώσεις, που εγώ ποτέ δεν είχα.
 
 
Η αλήθεια είναι πως κι εγώ δεν θα μπορούσα να φανταστώ την Πιττακή μέσα σ’ έναν συμβατικό γάμο. Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτή την εντύπωση έχω.
 
Δεν θέλω να λέω κλισέ, αλλά υπάρχουν άνθρωποι που’ναι μια χαρά με οικογένειες και παιδιά. Όπως υπάρχουν και κάτι ζευγάρια που είναι η εξαίρεση στον κανόνα.
 
Κατάλαβα.
 
Μισό να κατεβάσω τα ρολά, γιατί αυτή τη στιγμή μας ψήνει ο ήλιος του μεσημεριού…Είναι ωραία, όμως, τρελαίνομαι για το ψήσιμο (σ.σ. σηκώνεται και από έναν διακόπτη που πατάει αρχίζει το ρολό να κατεβαίνει ως τη μέση, ίσα να μη μας ενοχλεί το έντονο φως) Λαμπρός ο ήλιος, λαμπρός!
 
Στη ζωή σας επιδιώξατε πάνω απ’ όλα την ατομική σας ελευθερία;
 
Ναι, ναι, πάνω απ’ όλα! Επειδή ήμουν μοναχοκόρη και μοναχοπαίδι, όλη αυτή η υπερπροστασία με έκανε να μη μπορώ να βγω άνετα έξω, να ντρέπομαι και μια κουβέντα να πω. Ήταν τόσο σημαντικό το ξάνοιγμα μέσω του θεάτρου σ’ έναν κόσμο που δεν είχε τέτοια πράγματα.
 
Η δέσμευση από τον Κάρολο Κουν δεν ήταν ενός άλλου είδους πατριαρχία;
 
Ασφαλώς και ήταν πατριαρχία, απόλυτη κιόλας! Ξέρουμε πολύ καλά τη συνθήκη του Κουν σαν ένας άλλος πατέρας με τους ηθοποιούς του. «Η κόρη του Κουν» κι «η κόρη του Κουν» λέγανε συνέχεια, οπότε ήταν κάτι ανάλογο.
 
Σας δυσκόλεψε;
 
Περιέργως όχι! Εκ των υστέρων, περνώντας τα χρόνια, είδα όλον αυτό τον έλεγχο που υπήρχε, η αστυνόμευση μέσω των «καρφιών» του κλπ.
 
Τα ξέρω, πολλοί ηθοποιοί εκείνων των καιρών μού τα έχουν αφηγηθεί.
 
Δεν είχα ωστόσο καμία ενόχληση ποτέ, επειδή είχα την αγάπη και την προστασία του. Δεν υπήρχε περίπτωση να υποστώ καταπίεση εγώ.
 
Ξεκινήσατε την πιο ταραγμένη πολιτικά δεκαετία, αυτήν του 1960. Αναρωτιέμαι αν συμμετείχατε στα κινήματα ειρήνης, στους Λαμπράκηδες.
 
Συμμετείχα με λαχτάρα, αλλά από μακριά. Δεν ήμουν οργανωμένη και γι’ αυτό λέω και ξαναλέω το εξής: Δήλωσα απ’ την αρχή την ενοχή μου επειδή δεν είχα τα κότσια να μπω σε μια αριστερή οργάνωση.
 
Τόσο πολύ το θέλατε;
 
Ναι, τόσο πολύ! Στη Μεταπολίτευση ένιωσα άσχημα και γι’ αυτό έγινα σκληροπυρηνική, του ΚΚΕ.
 
Μην «τρελαίνεστε». Είδαμε κι άλλους «αντιστασιακούς» επί χούντας να πιάνουν τα πόστα εξουσίας.
 
Δεν αμφιβάλλω γι’ αυτό που λέτε, καθώς είδαμε τι έγινε αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση. Θυμάμαι, ας πούμε, την πρώτη πορεία του Πολυτεχνείου, στην οποία ήταν οι πάντες, αντιστασιακοί, δεξιοί, αριστεροί, κεντρώοι. Πολλοί ακόμη που μετά έπιασαν τις καλύτερες δουλειές, όπως είπατε. Εγώ, πάντως, κόλλησα άσχημα με το όραμα της Αριστεράς.
 
Ο μπαμπάς ζούσε τότε;
 
Βέβαια!
 
Δεξιός;
 
Δεξιός και στρατιωτικός, αξιωματικός, αλλά και καλλιτέχνης παράλληλα (σ.σ. μου δείχνει πίνακες του πατέρα της στον τοίχο). Ένας άνθρωπος ευγενικός με εσωτερικό κόσμο, αλλά και με τις παρωπίδες του. Το πρωί της 21ης Απριλίου 1967 ξύπνησα απ’ τις φωνές της μητέρας μου, που πανηγύριζε. «Επιτέλους θα μπει μια τάξη» φώναζε όλο χαρά.
 
Ε, τώρα με μια μάνα που πανηγυρίζει για τη χούντα, πως να μπαίνατε στους Λαμπράκηδες; Ατυχής η ερώτηση μου προηγουμένως.
 
Μα ναι, όπου φύγει – φύγει εγώ. Έπαιζα ήδη στο θέατρο και μάλιστα το έργο μου κατέβηκε βίαια, ο «Γυρισμός» του Πίντερ. Ειδικά αυτό το έργο που καυτηρίαζε τον χριστιανικό πολιτισμό, το «πατρίς – θρησκεία – οικογένεια», για φανταστείτε τι θα γινόταν! Ακόμη κι αφού κατέβηκε το έργο, μας ερχόντουσαν άνθρωποι από την επιτροπή λογοκρισίας.
 
Να πω τη μαύρη αλήθεια, εκείνη η εποχή μ’ όλες τις δυσκολίες της, είχε κάτι, παλεύατε για έναν στόχο αν μη τι άλλο. Συμφωνείτε;
 
Κάτι είχες, όντως, πρωτίστως έναν εχθρό ορατό. Δεν ήταν ο ίδιος, όπως αυτός που υπερίπταται σήμερα παγκοσμίως. Ο νεοφασισμός και τα φοβικά σύνδρομα.
 
 
Λέτε νεοφασισμό και μοιραία πάμε στο τωρινό έργο σας, το «Μια Γερμανίδα γραμματέας». Πόσο σοβαρό είναι το ζήτημα της ενοχής γενικώς, που θίγει το έργο;
 
Σίγουρα όχι την ενοχή της ηρωίδας, αφού όχι μόνο δεν τη δηλώνει, αλλά στο τέλος αναρωτιέται φωναχτά «Γιατί να αισθάνομαι ένοχη; Δεν μπορείτε να με κάνετε να αισθάνομαι ένοχη»!
 
Τι θα της λέγατε αν γινόταν να τη συναντήσετε;
 
Δεν θα με ενδιέφερε καθόλου να τη συναντήσω. Αν τη συναντούσα, πάντως, το πολύ – πολύ να της έλεγα: «Αποφάσισε! Τη μια μας λες δεν ξέραμε, την άλλη δε θέλαμε να ξέρουμε και την άλλη δεν έχω καμία ενοχή για τίποτα. Μέσα όμως απ’ την ανάπτυξη του μονολόγου σου, κυρά μου, εγώ βλέπω τα χάσματα και τους γκρεμούς που ανοίγονται μέσα σου απ’ τις ενοχές σου. Πως καλύπτεις, μπαλώνεις και ξεπερνάς όλα όσα έβλεπες μπροστά στα μάτια σου; Και όλα αυτά με μία ελαφρότητα κιόλας»!
 
Η ελαφρότητα, που λέτε, είναι και η γλύκα του έργου.
 
Ασφαλώς, αλίμονο!
 
Στην ουσία είναι ένα λαϊκό έργο που μιλάει για ένα σοβαρότατο θέμα.
 
Μιλάει βασικά για τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας και για μας τους ίδιους απέναντι στον καθρέφτη μας. Άκουγα διάφορους που μου είπαν ότι δεν είναι και κάνα σπουδαίο έργο.
 
Συγγνώμη, αλλά είναι εντελώς «εκτός τόπου και χρόνου» αυτοί που το είπαν.
 
Κι εγώ όταν το διάβασα, βρήκα τρομερό ενδιαφέρον, παρόλο που τα τελευταία χρόνια δεν μ’ ευχαριστεί η μοναξιά επί σκηνής των μονολόγων. Κάθεσαι εκεί μόνος επί μία ώρα και είκοσι λεπτά και το παλεύεις! Πριν χρόνια μου’χαν δώσει ένα μονόλογο και δεν ήθελα, ενώ μ’ αυτό τώρα θεώρησα ότι πρέπει να πούμε κάποια πράγματα και μακάρι να μπορούσαν να το δουν οι τελευταίες τάξεις του λυκείου, τα σχολεία δηλαδή.
 
Εγώ φέτος που παρακολούθησα τρεις γυναικείους μονολόγους, θεωρώ πως η δική σας παράσταση είναι η πλέον πολιτική.
 
Αυτό είχα ανάγκη, να μιλήσω για την άνοδο του νεοναζισμού. Εκ των πραγμάτων. Είπα πως δεν είναι δυνατόν να ξεκινάς μετά από έναν Εμφύλιο και να βλέπεις το τέρας του φασισμού να αναβιώνει παντού. Είναι τρελό, δε μπορούσα να το διανοηθώ. Πέρσι κάναμε μόνο τρεις παραστάσεις γιατί ξεκίνησε η πανδημία και το κλείσιμο μας συνέπεσε με την καταδίκη της Χρυσής Αυγής. Φέτος το φθινόπωρο συμπέσαμε με τα θλιβερά γεγονότα στη Θεσσαλονίκη και μ’ άλλα που ενδεχομένως έρχονται.
 
Να γιατί το έργο αποτελεί πολιτική πρόταση.
 
Μα εσείς γράψατε, νομίζω, για έναν Γερμανό πανεπιστημιακό που επισκέφτηκε το Μουσείο του Διστόμου και δεν είχε ιδέα για τα εγκλήματα των προγόνων του.
 
Ναι, εγώ. Μου έλεγε μάλιστα ο υπάλληλος του μουσείου πως ο άνθρωπος αυτός είδε ένα ιστορικό ντοκιμαντέρ, έβαλε τα κλάματα και θέλησε να συνδράμει οικονομικά το μουσείο, όπως και να ενημερώσει τους φοιτητές του για το τι συνέβη κάποτε στη χώρα μας απ’ τους Ναζί.
 
Κάποιοι μπορεί να μη θέλουν εσκεμμένα να ξέρουν! Μου είπε κάποτε μια φίλη μου, που επισκέφτηκε ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως, ότι αυτό βρισκόταν σε πολύ κοντινή απόσταση από ένα χωριό. Δε γινόταν να μην ξέρουν από που έβγαιναν οι καπνοί απ’ την καμινάδα, δεν γινόταν να μην αντιλαμβάνονταν τόσο πολύ πια! Εδώ ισχύει το «κλείνω τα μάτια μου, βουλώνω τα αυτιά μου, γιατί δε θέλω να ξέρω ώστε να προχωρήσω και να επιβιώσω»…
 
Απ’ την άλλη, υπήρχαν κι οι Γερμανοί καλλιτέχνες της δικής σας γενιάς, από τον Φασμπίντερ μέχρι τη Χάνα Σιγκούλα, που ασχολήθηκαν εκτενώς με το ζήτημα της γερμανικής ενοχής.
 
Πάρα πολύ, συμφωνώ! Άμα είσαι καλλιτέχνης, είναι λογικό να’χεις ενσυναίσθηση και κάτι να σε καίει βαθιά μέσα σου. Να ξέρεις τι έχει συμβεί, να λες «ήμουν εκεί» και να θες να το στηλιτεύσεις.
 
Πιστεύετε ότι απουσιάζει η ιστορική ματιά από τα σημερινά έργα τέχνης; Μήπως αναλωνόμαστε στους νευρωτισμούς των ανθρώπων της Δύσης;
 
Το πιστεύω, το βλέπω δηλαδή. Δεν υπάρχει αντίστοιχη συγγραφική άνθηση. Δεν δηλώνω τρομερά ενημερωμένη για τα καινούργια έργα, αλλά απ’ τις συζητήσεις που κάνω, δεν υπάρχει όλο αυτό που γινόταν το ’60 και το ’70 με τα κινήματα τέχνης.
 
Ξέρετε, ο πρόσφατα βραβευμένος Χωμενίδης, μπήκε σ’ ένα αμφιθέατρο και ρώτησε τους φοιτητές τι έχουν πάθει και ασχολούνται όλο με τον Εμφύλιο. Έγινε σούσουρο στην αίθουσα, με πληροφόρησαν.
 
Εμένα μ’ ενοχλεί αυτή η έλλειψη γνώσης και μνήμης. Είναι σαν την ηρωίδα του έργου, τη γραμματέα του Γκέμπελς, που έλεγε πως το πρωί δούλευε στον Εβραίο και το απόγευμα στον Ναζί. Αμέσως μετά, δε, νιώθει την ανάγκη να πει ότι δεν μιλούσαν πολιτικά στο σπίτι, δεν ήξερε τίποτα ο πατέρας της. Εγώ, ας πούμε, ήξερα ότι προερχόμουν από μία δεξιά οικογένεια, όχι ακροδεξιά σίγουρα, αλλά ο μπαμπάς ήταν Βίτσι – Γράμμο, καταλαβαίνετε. Η ανάγκη μου με οδήγησε ευτυχώς να πάω αλλού.
 
Στο θέατρο και συγκεκριμένα στο Τέχνης. Άλλες καταστάσεις.
 
Ακριβώς. Και με τους δασκάλους που είχα, στους οποίους πήγαινα κι έλεγα πράγματα στο τραπέζι, που τους άφηναν άναυδους. «Τι είναι αυτά που λέει τώρα αυτό το κορίτσι;» αναρωτιόντουσαν.
 
Κι εσείς πάλι ό,τι βλέπατε απ’ το σπίτι, λέγατε.
 
Το αντίθετο. Ούσα σ’ άλλο δρόμο, το σωστό, έλεγα πως η παιδεία και η εκπαίδευση στην τότε Σοβιετική Ένωση ήταν δωρεάν για τον λαό. «Για δες τι λέει η ”στρατηγοπούλα”, το ”στρατηγόπουλο”» λέγανε (γέλια)
 
Σήμερα που είστε στην ωριμότητα, τι κρατάτε περισσότερο απ’ τα τόσα χρόνια θητείας στο Τέχνης;
 
Το κυριότερο: Το πάθος γι’ αυτό το πράγμα που λέγεται θέατρο. Αναγνωρίζω φυσικά ότι δεν γίνεται να ισχύουν σήμερα εκείνες οι εξιδανικευμένες συνθήκες. Σκεφτείτε, ποιος θα τον άκουγε σήμερα τον Κουν αν ζούσε;
 
Πολύ σωστή παρατήρηση.
 
Ποιος θα ήταν εκεί και θα στεκόταν να τον ακούσει;
 
Η σημερινή εποχή δηλαδή είναι μια ρουφήχτρα που πάει στον πάτο τις προσωπικότητες;
 
Υπάρχει ένα χάος και μία διάλυση. Το είδα με τη θητεία μου στη σχολή ως δασκάλα. Ήταν άλλο πράγμα το 1987 που μπήκα εγώ και άλλο στις αρχές του ’90 που το πράγμα άλλαξε εντυπωσιακά.
 
Υπήρχε μια ψεύτικη ευμάρεια, η επίφαση.
 
Πια ένιωθες ότι τα παιδιά δεν ήταν εκεί, αλλά αλλού.
 
Μέσα σε τρία χρόνια το είδατε να συμβαίνει;
 
Το είδα να συμβαίνει πολύ σύντομα. Εμείς, λόγου χάριν, ξεκινήσαμε 15 – 16 άτομα μαθητές και τελειώσαμε οι εφτά. Όλοι δουλέψαμε, κάποιοι μείναμε εδώ, κάποιοι στο ΚΘΒΕ, πάντως όλοι είχαμε δουλειά. Από το ’90 και μετά, όταν πια δίδασκα, έβλεπα ότι κανείς δεν ήταν εκεί, συγκεντρωμένος, την ώρα του μαθήματος. Όλοι μιλούσαν που θα πάνε για οντισιόν, σε ποιο σήριαλ, ή για το αν θα είναι κοντά στον Κουγιουμτζή ή τον Λαζάνη για να κρατηθούν. Βασικά για τα σήριαλ μιλούσαν συνέχεια.
 
Η ιδιωτική τηλεόραση μας πήρε και μας σήκωσε, κυρία Πιττακή, αυτό μου λέτε.
 
Άνοιξε αυτές τις πόρτες…
 
Της Κολάσεως.
 
Ναι… (γέλια) Έτσι έγινε και ακόμη κι όταν μπήκα σε επιτροπή σχολής και βλέπαμε πολλούς χώρους να γίνονται σούπερ μάρκετ και μίνι μάρκετ, ήθελε η Μελίνα ως υπουργός να προχωρήσει σε κάτι καινούργιο υποτίθεται. Έγινε μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας μπροστά από το Υπουργείο, αλλά και που κατέληξε; Τα παράτησαν, δεν ασχολήθηκε κανείς περαιτέρω.
 
Παραίτηση κι απ’ τις διεκδικήσεις, έτσι;
 
Κάναμε μια «αντιστασούλα», όπως τη λέω, με το να έχουμε κάποια έργα πρωτοποριακά, να μαθαίνουμε τέτοιους ρόλους. Ήταν απότοκο της χούντας, τότε που αυτοί είχαν εδραιωθεί και που δεν νοιάζονταν ιδιαιτέρως να κόψουν έργα, τα οποία δεν κατανοούσαν.
 
Καλείστε αυτή τη στιγμή να παίξετε το ίδιο έργο σε καθημερινή βάση. Έχετε σκηνοθετηθεί κάπως και αναρωτιέμαι πως καταφέρνετε να μην ξεφεύγετε απ’ το στήσιμο σας;
 
Αα, το ζητούμενο είναι να ξεφεύγεις. Αυτό που ξέρω με την εμπειρία μου λέει πως ένα κείμενο που είναι να μείνει, θα μείνει μέσα σου. Στη συνέχεια, ωριμάζει μέσα σου πάντα και το αντιμετωπίζεις αλλιώς ως ηθοποιός. Αυτό το έργο μπορεί στην αρχή να με τρόμαξε, να είπα «τι είναι αυτό;», η δουλειά όμως που έγινε στη συνέχεια έκανε τα πράγματα πιο ανάγλυφα μέσα μου.
 
Υπάρχει και το ωραίο σκηνοθετικό εύρημα με τα βίντεο την ώρα που παίζετε.
 
Και που αποτελούν στην ουσία την απεικόνιση των βαθύτερων σκέψεων της ηρωίδας. Μεταφέρουν με πιο ζωντανό τρόπο αυτό που έχει μες το μυαλό της. Υπάρχει, λοιπόν, η σκηνοθετική γραμμή, υπάρχουν όμως και τα περάσματα μέσα στον ψυχισμό μας ως ηθοποιοί, η αλυσίδα που δένει τους κρίκους και που από μία αντίδραση περνάς σε μία άλλη – εννοείται – στο πλαίσιο του ρόλου. Λειτουργώ ελεύθερα, πάντως, έχω τη δυνατότητα να βλέπω συνεχώς πως εδώ μπορεί να θέλει έναν άλλο τονισμό μια φράση ή μιαν άλλη παύση. Σημαντικός είναι βέβαια και ο άλλος παράγοντας που λέγεται κοινό. It takes two to tango, που λένε. Καμιά φορά λες ότι απόψε δε σε βοηθάει καθόλου το κοινό. 
 
Κι εκεί τι κάνετε, μπορεί ένα ψυχρό κοινό να επηρεάσει την ερμηνεία σας;
 
Το μικρό «Ρενάκι» θυμώνει μέσα μου κι εκεί λέω «θα σας πάρω όλους μαζί μου». Μετά όμως αναρωτιέμαι «ρε παιδί μου, καμία ανάσα;»
 
Μπορεί αυτό να σημαίνει ότι κρέμονται απ’ τα χείλη σας.
 
Ή μπορεί πολύς κόσμος να πιστεύει ότι αυτό είναι πολύ σοβαρό θέατρο και πρέπει να’ναι πολιτικά ορθοί. Μερικές άλλες φορές αυτό σπάει. Πως εσείς γελάσατε πριν που ανάφερα ότι η ηρωίδα το πρωί είναι με τον Εβραίο και το απόγευμα με τον Ναζί;
 
Μα και όταν είδα το έργο επίσης γέλασα στο ίδιο σημείο.
 
Όταν, όμως, δεν βγαίνει καμία αίσθηση της ζωής, της μιας στιγμής που διαδέχεται την άλλη, τα πράγματα δεν είναι και τόσο καλά. Είναι όπως παλιά στη σχολή: Κάποιος γλιστράει, πέφτει κι ενώ υποφέρει, εμείς γελάμε. Σ’ αυτά τα λεπτά περάσματα της γυναίκας που περνάει απ’ το ένα θέμα στο άλλο, καταλήγοντας στο ότι «ε, μ’ αυτά και μ’ αυτά ήρθε το Τρίτο Ράιχ», δεν μπορεί να μην υπάρχει ένα χιούμορ, η ίδια η ζωή τελικά.
 
 
Έχετε σκεφτεί ότι αυτό μπορεί και να το προκαλείτε εσείς με την παρουσία σας; Έχει γραφτεί κατά κόρον, π.χ., ότι η Ρένη Πιττακή είναι η σημαντικότερη εν ζωή Ελληνίδα ηθοποιός. Πως να γελάσει ο θεατής έχοντας απέναντι του την «τεράστια πρωταγωνίστρια»;
 
Και σφίγγεται και λέει «Σσσς», έτσι; (γέλια) Ομολογώ πως δεν το έχω σκεφτεί αυτό. Δεν ξέρω…Δεν το σκέφτομαι και δεν μ’ αφορά.
 
Αφορά όμως τους άλλους και το πώς μπορεί να σκέφτονται.
 
Μπορεί…Μπορεί να μου αποδίδουν μία επισημότητα ενδεχομένως υπερβολική.
 
Σας είχα δει και στο «Misery», τη θεατροποίηση μιας ιστορίας τρόμου του Στίβεν Κινγκ. Εκεί είπα, «Για δες την Πιττακή, μπράβο της, επέλεξε να παρουσιάσει ένα έργο σχεδόν ποπ διαστάσεων».
 
Εγώ τρελαίνομαι γι’ αυτά! Για τα θρίλερ, για την ποπ κουλτούρα, αν θέλετε. Λέω συχνά, όταν μου φέρνουν μόνο δράματα, ότι λείπει η καλή κωμωδία που να’χει και πνεύμα. Με έλκυε ανέκαθεν αυτό που δεν μπορώ να κάνω εγώ κι εδώ αναφέρομαι στην Γουίκλς, την ψυχοπαθή νοσοκόμα του «Misery». Το έκανα, όμως, γιατί πάντα πίστευα σε ένα τέρας που κρύβουμε όλοι μέσα μας. Ωραία το είχε πει και η Μπίμπι Άντερσον: «Ήμουν ένα πολύ συνεσταλμένο φοβισμένο παιδί και οι ρόλοι μού έδωσαν την ευκαιρία να κάνω όλα αυτά, για τα οποία δεν ήμουν ικανή. Να δολοφονήσω, να βασανίσω κλπ.»
 
Είστε σίγουρη πως όλοι κρύβουμε ένα τέρας μέσα μας;
 
Όλα υπάρχουν μέσα μας, τα πάντα, για να βγουν όμως έξω είναι θέμα παιδείας και συγκρότησης. Γιατί δηλαδή οι κακοί όλοι να είναι μέσα στη φυλακή και οι καλοί να είμαστε έξω;
 
Η νοσοκόμα του «Misery» έχει καμία συγγένεια με τη «Μια Γερμανίδα γραμματέας»;
 
Ωραία ερώτηση είναι αυτή τώρα! Τι να σας απαντήσω…Η μία είναι καθαρά ψυχωτική, που τους έχωνε στα νοσοκομεία και μετά τους «έστελνε». Η άλλη πάλι είναι μάλλον υγιής μέσα στον κυνισμό της. Έχουν το κοινό της απάθειας, με τη «Γραμματέα», όμως, μπορείς ακόμη και να γελάσεις, όπως είπαμε, είναι η «πιο καλή». Συνέχεια, ας πούμε, επαναλαμβάνει μέσα στο μονόλογο της πόσο καλός ήταν εκείνος και πόσο καλή ήταν εκείνη κ.ο.κ.
 
Ψάχνει μάλλον την καλοσύνη με το σταγονόμετρο.
 
Ακριβώς. Τελικά, όμως, αν ο Γκέμπελς έριχνε και καμιά ματιά στις γραμματείς του και όχι μόνο στις ηθοποιούς και στα μανεκέν, όπως ομολογεί η ίδια πάντα στο έργο, βεβαίως και θα τον ακολουθούσε και μπορεί να έφτανε στα υψηλά ναζιστικά κλιμάκια. Να ακολουθούσε ως ερωτευμένη τον Γκέμπελς και να πήγαινε με τα νερά του.
 
Έχετε γυρίσει ποτέ σπίτι το βράδυ, μετά το θέατρο, και να σας καταδιώκει το έργο, ο ρόλος, ακόμη και στον ύπνο σας;
 
Όχι, όχι. Και ευτυχώς, γιατί κοιμάμαι του κερατά! (γέλια) Από εφιάλτες, πάμε καλά, αλλά το να διαταραχτεί ο ύπνος μου από ρόλους, δεν μου έχει συμβεί. Ίσως γιατί οι ρόλοι ακριβώς με σώζουν, σαν να παίζω για να σωθώ. Δεν είμαι υπέρ της ψυχοθεραπείας μέσω του θεάτρου, ούτε ποτέ είπα ότι παίζω για να θεραπεύσω τις πληγές μου. Γίνεται φυσικά μία αποφόρτιση εντάσεων. Κοιμάμαι καλά, δεν έχω αϋπνίες, δεν έχω πρόβλημα να κοιμηθώ. Πρόβλημα έχω στο να ξυπνήσω.
 
Υγεία είναι αυτό, εγκέφαλος σε εγρήγορση.
 
Ναι, αλλά άμα ξυπνήσω, δεν μιλιέμαι για δύο ώρες, ώσπου να πιω καφέ και να μπω σ’ όλη την απαραίτητη διαδικασία.
 
Να γιατί είστε μόνη σας τελικά. Για να μη μιλάτε σ’ άνθρωπο όποτε ξυπνάτε.
 
Ου, ναι, που νά’χεις παιδιά, εγγόνια, να τα ξυπνάς για το σχολείο και όλα αυτά;
 
Έχετε χιούμορ, κυρία Πιττακή. Σας το σχολιάζουν αυτό οι φίλοι σας;
 
Μου το σχολιάζουν. Το πιο σημαντικό του χιούμορ είναι ο αυτοσαρκασμός (σ.σ. πηγαίνει και ξανασηκώνει το παντζούρι, αφού ο ήλιος έχει πέσει).
 
Να ρωτήσω τι στοιχείο δικό σας σαρκάζετε;
 
Πρώτα απ’ όλα το αυτί μου. Είμαι λίγο «περήφανη» απ’ το ένα αυτί. Κληρονόμησα απ’ τη μάνα μου την πάθηση στο αυτί, όπως κληρονόμησα και την καταθλιψούλα της. Η κατάθλιψη με έριξε όταν πέρασα κάποια προβλήματα, σαν μία εγχείρηση που έκανα, αλλά και διάφορα άλλα προσωπικά.
 
Καταφύγατε στη φαρμακευτική αγωγή;
 
Ναι, ναι. Στα λαντόζ και στα αντικαταθλιπτικά που έπαιξαν κι αυτά το ρόλο τους. Ευτυχώς πέρασαν πια πάρα πολλά χρόνια, αλλά πάντα ενώ βρισκόμουν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, σκεφτόμουν πόσο χάλια ήμουν και ότι θα βγω στο φως σύντομα. «Δεν θα με φας, κατάθλιψη, αφού βλέπω το φως στο βάθος του τούνελ». Έτσι ένιωθα, έτσι έβλεπα το πρόβλημα μου. Είναι άσχημο πράγμα η κατάθλιψη, δεν παλεύεται, μα ευτυχώς που αυτό κάπως έχει κερδηθεί από μένα.
 
Είχατε άμυνα την έντονη δραστηριότητα στο θέατρο.
 
Πολύ σημαντικό είναι να έχεις πολλά ενδιαφέροντα και δραστηριότητες. Στην πρώτη καραντίνα, την άνοιξη του 2020, ήμουν ναι μεν στενοχωρημένη, βλέποντας τα φέρετρα στη γειτονική Ιταλία, αλλά σε προσωπικό επίπεδο ήμουν μια χαρά. Με έπιασα να κάνω τις δουλειές μου, που τις είχα αναβάλει για πέντε – έξι χρόνια, να κάνω τις βόλτες μου εδώ στην ωραία περιοχή, από το Ζάππειο μέχρι τα Αναφιώτικα, να διαβάζω με την ησυχία μου, να βλέπω Netflix, γενικά δεν είχα καν τη φοβία να μη βολτάρω μαζί μ’ άλλους ανθρώπους. Αργότερα, όταν μας ξανάκλεισαν, δεν ήταν το ίδιο.
 
Μπορεί ακόμη και μία ασήμαντη φαινομενικά φράση κάποιου να σας πληγώσει;
 
Ναι, να με κάνει ράκος! Είναι ένα πράγμα που με διαλύει, ενώ εκείνη τη στιγμή που γίνεται, δεν δείχνω τίποτα. Με επηρεάζει πολύ άσχημα και τώρα ίσως, μεγαλώνοντας, έχω τη δυνατότητα έκφρασης απέναντι στον άλλον, στο «γιατί είπες ή έκανες αυτό». Παλιότερα, τα κατάπινα όλα των ανθρώπων, εξ ου και τα στομαχικά προβλήματα που απόκτησα.
 
Είναι ελευθερία η ωρίμανση;
 
Ισχύει. Απ’ τη μια λες, πως πέρασαν έτσι τα χρόνια, μα απ’ την άλλη ξαφνιάζεσαι, όχι απαραιτήτως με αρνητική διάθεση.
 
Βλέπετε να περνούν νερό τα χρόνια;
 
Ναι, το βλέπω. Κάποια φίλη μου το είχε εξηγήσει επιστημονικά, συγκριτικά με την επιτάχυνση του χρόνου, αλλά τώρα δεν είμαι αρμόδια για να είμαι ακριβής ή σίγουρη γι’ αυτό που άκουσα. Δεκαετίες – στραγάλια το λέω εγώ.
 
Και σας ανησυχεί, σας τρομάζει;
 
Όχι, μπορεί να συμβαίνει αυτό περιστασιακά. Τρόμαξα πολύ, ας πούμε, με το θάνατο του Κυριάκου Κατζουράκη. Εκ των υστέρων τρόμαξα πολύ και δεν το περίμενα (σ.σ. αρχίζει να βήχει δυνατά. Την ενοχλεί το τσιγάρο μου)
 
Σας μπάφιασα μάλλον…
 
Μα δεν σας είπα κι εγώ να το σταματήσετε, όμως! Εξ ημισείας το φταίξιμο! Έλεγα για τον Κατζουράκη, με τρόμαξε το ότι απλά μπήκε και δεν ξαναβγήκε.
 
Μιλήσατε για το πάθος για το θέατρο. Πόσο απέχει το πάθος απ’ το λάθος;
 
Δεν νομίζω ότι έχω αποφύγει και το λάθος. Δεν έκανα πάντα τις σωστές επιλογές. Όλα αυτά είναι μες το παιχνίδι της ζωής. Πολλά λάθη στην προσωπική και στην επαγγελματική ζωή. Πάντα πάθος υπήρχε όμως, ακόμη και στο λάθος. Έλεγα «Τόσος καιρός, βρε παιδί μου, έπρεπε να περάσει για να δεις το λάθος σου;» Να ποιο είναι το πάθος μέσα στο λάθος, λοιπόν.
 
Υπήρξατε κοκέτα, κυνηγούσατε την ομορφιά;
 
Δεν είχα καθόλου την αίσθηση της ωραίας, διότι δεν ήμουν ωραία, αυτό που λέμε ενζενί. Η Άννα Κοκκίνου έλεγε πως τα μάγουλα μου ήταν συγκλονιστικά, εμένα όμως με ενοχλούσε που δεν είχα λεπτό πρόσωπο. Έλεγα πως απλά είχα ένα στυλάκι και ένα «charm», αλλά δεν με έβρισκα ωραία. Ήθελα φυσικά να είμαι περιποιημένη, αλλά ποτέ δεν το είχα με τα πολλά ρούχα και την πολυτέλεια γενικά.
 
Φαίνεται αυτό απ’ την πολύ μίνιμαλ διακόσμηση του σπιτιού σας. Τίποτα περιττό.
 
Δεν θα μπορούσα, με κουράζει στο μάτι πρώτα απ’ όλα αυτό. Όσο μπορώ πετάω πράγματα, αποχωρίζομαι την ύλη. Στην πρώτη καραντίνα πέταξα ότι υπήρχε διπλό και τριπλό στο αρχείο μου, κράτησα όμως μερικές σπάνιες φωτογραφίες μου μαζί με τον Χάρολντ Πίντερ ή με τον Τσαρούχη.
 
Σας έχει στιγματίσει κάποιος μεγάλος καυγάς που κάνατε στη ζωή σας;
 
(σκέφτεται) Όχι, δεν θυμάμαι…
 
Δεν έχετε καυγαδίσει ποτέ; Πως γίνεται;
 
Τώρα που το λέτε, πρέπει να’χω καυγαδίσει, αλλά μ’ έναν άλλο τρόπο, δικό μου. Δεν είναι καθόλου του χαρακτήρα μου να ξεσπάσω, να φωνάξω, να εκτονωθώ. Μέσα μου όλα τα κρατάω. Τα καταπίνω, όπως το λέγαμε πριν. Μια εκτόνωση υπάρχει με το μεγάλωμα, η ωρίμανση με βοηθάει στην έκφραση συγκριτικά μ’ αυτό που ήμουν πάντα. 
 
Χειρότερη είναι η αχαριστία ή η αγένεια;
 
Τι δίλημμα! Και τα δύο αυτά στην ίδια κατηγορία τα βάζω. Η γαϊδουριά μας, το να σφυρίζεις κλέφτικα ενώ κάποιος σου προσφέρει κάτι. Η Γερμανίδα γραμματέας λέει για κάποιον πόσο σημαντικός και καλός ήταν, καταλήγοντας όμως και στο ότι ήταν και λίγο ηλίθιος. Τον παραδέχεται και ομολογεί πως σε μια στιγμή έφυγε αυτός και δεν τον ξανάδε ποτέ.
 
Κυνισμός.
 
Αυτό, ναι, κυνισμός και αχαριστία.
 
Συναντάτε τον σεβασμό των νέων ηθοποιών προς το πρόσωπο σας;
 
Αυτό εξαρτάται. Υπάρχουν πολλά σπουδαία παιδιά. Χθες είδα μια ωραία παράσταση και άνοιξε η ψυχή μου. Υπάρχει όμως κι ένας άλλος ηθοποιός, που μπορεί να περάσει και να σου πει «Α, γεια σου, τι κάνεις». Εμένα αυτό δεν μ’ ενοχλεί. Μ’ ενοχλεί το «σε έχω με το που σε βλέπω». Γίνεται να κατακτήσεις τον άλλο, αλλά θέλει να έχεις τρόπο. Άλλο είναι, ας πούμε, να σου πει κάποιος «Γεια σου, ρε Πιττακή». Ωραίο έως πολύ ωραίο θα ήταν αυτό. Παίζει ρόλο ο τόνος της φωνής και άλλα στοιχεία της στιγμής.
 
Οι άνθρωποι είναι αψυχολόγητοι. Το πιστεύετε;
 
Ναι, είναι. Και οι ίδιοι μπορεί να έχουμε υπάρξει αψυχολόγητοι απέναντι σε άλλους.
 
Ως ηθοποιός, ποια θα ήταν η ιδανική σχέση με το κοινό σας;
 
Ελάτε εσείς τώρα και βρείτε μου έναν ηθοποιό που να μη θέλει την αγάπη του κόσμου! Που να μη θέλει το σεβασμό των άλλων!
 
Γιατί προηγουμένως, όμως, σχεδόν προσπεράσατε το ότι συχνά αναφέρεστε ως η σημαντικότερη Ελληνίδα ηθοποιός;
 
Από αμηχανία…
 
Ξέρετε πόσο όμορφο είναι να το λέει αυτό η Ρένη Πιττακή;
 
Αυτά, ξέρετε, οι τίτλοι και οι ταμπέλες με κάνουν πολύ επιφυλακτική.
 
Ακόμη κι αν είναι σε υπερ-θετικό βαθμό;
 
Γίνεται μια κατάχρηση. Ποια ηθοποιός δεν έχει πεθάνει και δεν χαρακτηρίζεται «μεγάλη»;
 
Μην το λέτε.
 
Να μην το λέω; Το βλέπω να γίνεται συχνά τα τελευταία χρόνια. Όλες τις τραγουδίστριες τις βρίσκετε «ντίβες, θεές» εσείς οι δημοσιογράφοι.
 
Ισχύει εν μέρει για τους πεθαμένους. Με εσάς, όμως, που είστε στη ζωή, δεν είναι σύνηθες.
 
Δεν τ’ ακούτε; Θα ξέρετε πιο πολλά εσείς μάλλον…
 
Τέλος πάντων, κρατάμε το ότι δεν σας τρελαίνουν οι χαρακτηρισμοί.
 
(γελάει) Μ’ αρέσουν λίγο, η αλήθεια είναι. Περίμενα στο φανάρι, ας πούμε, κι ήταν ένας νέος άνθρωπος. Γυρίζει και με ρωτάει: «Είστε η κυρία Πιττακή; Σας αγαπώ»! Το βρήκα υπέροχο, μου έφτιαξε τη μέρα.
 
Πιστεύετε ότι είστε κατά βάθος ένα παιδί;
 
Ε, βέβαια είμαι παιδί (σκέφτεται) Ένα παιδί, ναι…Δόξα τω θεώ…
 
Αγωνιστήκατε να κρατήσετε το παιδί μέσα σας;
 
Ναι, γιατί στην πραγματικότητα υπήρξα ένα πάρα πολύ βαρύ παιδί. Με τα χρόνια ελάφρυνε το πράγμα. Ίσως γι’ αυτό θέλω πάρα πολύ να κάνω μία κωμωδία. Πέρασε πια ο καιρός που παρουσιάζαμε Ιονέσκο και τέτοια έργα. Σκέφτομαι αυτή τη στιγμή πως πέρασαν πάρα πολλά χρόνια απ’ την τελευταία φορά που έπαιξα κωμωδία.
 
Κρατάτε μέσα σας ως πολύτιμες τις γνωριμίες της ζωής σας; Με τον Κουν, τον Ελύτη, τον Χατζιδάκι…
 
Τον Ελύτη δεν θα έλεγα ότι τον γνώρισα. Ήταν απόμακρος. Κάθισε με τις φίλες του και είδαν τις «Δούλες» που έπαιζα σε δική του μετάφραση. Δεν είχαμε καμία συνομιλία. Ο Χατζιδάκις, μάλιστα, ήταν γνωριμία. Όταν μπήκα εγώ στο θέατρο, ο Μάνος είχε απομακρυνθεί, λίγο μετά έφυγε στην Αμερική. Τον γνώρισα περισσότερο όταν κάναμε το «Φυντανάκι» του Παντελή Χορν το ’89 πια, όταν είχε πεθάνει ο Κουν. Το ανέβασε ο Μίμης και έλεγε πως θα έπαιρνε τον Μάνο στη μουσική και τον Τσαρούχη στα σκηνικά, ο οποίος ζωγράφισε τελικά κάτι υπέροχα μπλε χωνάκια. Ο Μάνος μας έγραψε τη μουσική κι εγώ πήγαινα στο σπίτι του. Συνήθως τον πετύχαινα να κοιμάται, βέβαια, αλλά μια φορά που τρώγαμε στον «Ηριδανό», μου μιλούσε για τον Νικόλα Πιοβάνι. Χάζευα εγώ, είχα τρελαθεί, οπότε σε μια στιγμή γυρνάει και με ρωτάει: «Δηλαδή εμείς οι δυο τώγα, φλεγτάγουμε;» (γέλια)
 
Ρουφάγατε σαν μαγνητόφωνο τα λόγια των μεγαλύτερων;
 
Αυτός, για τον οποίο ισχύει αυτό που με ρωτάτε, ήταν ο Γιάννης Χρήστου. Τον γνώρισα όταν έκανε τη μουσική για τους «Βατράχους» με τον Γιώργο Κουρουπό δίπλα του. Στους «Πέρσες» που επίσης είχε κάνει μουσική, δεν ήμουν, αλλά στους «Βατράχους» απόλαυσα τη μοναδική προσωπικότητα του. Ήταν ένα ανάχωμα αυτές οι μορφές απέναντι στην έπαρση διαφόρων μετριοτήτων.
 
Τελικά η κάθε εποχή έχει τους πολιτικούς και τους καλλιτέχνες που τους αρμόζουν;
 
Μάλλον. Στην πολιτική, ας πούμε, δεν βλέπεις πια έναν Ανδρέα. Το λέω εγώ που δεν ψήφισα ποτέ ΠΑΣΟΚ. Ή και έναν Καραμανλή, αν λέγεσαι δεξιός α λα παλαιά. Έναν Κύρκο, οπωσδήποτε. Περνάμε τη φάση μιας γενικής βαβούρας. Αισιοδοξία μας δίνουν τα νέα παιδιά, φοβάμαι όμως πως δεν υπάρχει αυτός ο μηχανισμός που θα τα στηρίξει. Πως θα χτιστούν κάποιοι τόποι, πόλοι, για να πατήσουν τα νέα ταλέντα και να μην πέσουν στα νύχια όλων των άσχετων τυχάρπαστων παραγωγών; Μου έλεγε χθες ο Χρήστος Στέργιογλου που έπαιξε πρόσφατα σ’ ένα αγγλικό σήριαλ, πώς του έστειλαν λιμουζίνα από το γραφείο παραγωγής για να τον πάει ως το αεροδρόμιο. Το ίδιο του είχαν και στην Αγγλία. Παλιότερα, που ήμουν στη Θεσσαλονίκη, είχα φωνάξει μια πεντικιουρίστα από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Μόλις έμαθε ότι είμαι ηθοποιός, γύρισε και μου είπε «Δεν παίρνω λεφτά από ηθοποιούς και καλλιτέχνες, εσείς τόσα κάνετε για μας». Βλέπετε, λοιπόν, διαφορά στην παιδεία και στην αντιμετώπιση του καθενός. Απίστευτο.
 
Αν ήσασταν στη θέση της Μπρουνχίλντε, πως θα ήταν άραγε το διάστημα από το τέλος του πολέμου μέχρι το βιολογικό σας τέλος στα 106 σας;
 
Αυτό δεν μπορώ να το απαντήσω ως Πιττακή τουλάχιστον. Αυτή, πάντως, μια χαρά πέρασε. Πήγε πέντε χρόνια φυλακή και μετά βρήκε και δουλειά. Σκέφτηκε κάποια στιγμή να κόψει τις φλέβες της, αλλά σιγά μην τις έκοβε. Ξεπερνούσε τόσο απλά και εύκολα τις ενοχές της, γι’ αυτό και πήγε στα 106 με μυαλό ξουράφι μάλιστα. Να κάτι που με φοβίζει όσο περνάνε τα χρόνια: Η απώλεια του μυαλού.
 
Χαλαρώστε, μια χαρά σας βρίσκω και δεν σας πήραν και τα χρόνια. Παρακολουθείτε αυτή την συντονισμένη ταύτιση Αριστεράς και Ακροδεξιάς ως τα δύο άκρα; Τι γνώμη έχετε;
 
Απαράδεκτο και με θλίβει! Με θλίβει πολύ ακόμη το ότι το όνειρο της ισότητας και της αδελφότητας ναυάγησε όπως ναυάγησε με μια παγκοσμιοποίηση που ευνοεί τα μεγάλα κεφάλαια. Καταργήθηκαν οι συλλογικότητες κι εμείς προσπαθούμε, όσο μπορούμε, να παραμείνουμε πιστοί στις ιδέες μας. Ο τρόπος όλος που γίνονται τα πράγματα, διαλύει κάθε προοπτική συντροφικότητας και συλλογικότητας. Ακούγεται απαισιόδοξο, μα ισχύει.
 
Δεν είναι ενισχυτικός ο ρόλος έργων τέχνης σαν τη δική σας παράσταση;
 
Αυτό προσπαθεί ο καθένας μας. Ας το προσπαθεί, λοιπόν, αφού τίποτα άλλο δεν μπορούμε να κάνουμε.
 
Είστε ευτυχισμένος άνθρωπος;
 
Αναλόγως ναι. Όπως λέω, όταν με ρωτάνε «πως είσαι;», «αναλόγως καλά».
 
Έχετε απωθημένα;
 
Δεν θα’χω; Κάτι θά’χω κι εγώ, δεν υπάρχει περίπτωση.
 
Κυρία Πιττακή, πολύ σας ευχαριστώ γι’ αυτή τη συζήτηση που την ήθελα εδώ και χρόνια.
 
Εγώ σας ευχαριστώ. Πέρασα καλά και δεν με κουράσατε. Ένιωσα μία οικειότητα άμα τη εμφανίσει σας, γι’ αυτό και μπήκαμε σε τόσο βαθιά θέματα. Αν και με φλομώσατε με το τσιγάρο, η αλήθεια είναι (γέλια).
 
…Φεύγοντας από το σπίτι της, η Ρένη Πιττακή με σταμάτησε και μου’πε το εξής: «Θέλω να γράψετε κι αυτό! Η παράσταση είναι αφιερωμένη στην κυρία Μάγδα Φύσσα, τη μητέρα του Παύλου»…
 
 
* «Μια Γερμανίδα γραμματέας» του Christopher Hampton σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου με τη Ρένη Πιττακή στο θέατρο Ιλίσια Βολανάκης.

ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΩΡΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ

ΤΕΤΑΡΤΗ – 19.00

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ – 21.00

ΣΑΒΒΑΤΟ – 21.00

ΚΥΡΙΑΚΗ – 18.00

ΤΙΜΗ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ

ΠΛΑΤΕΙΑ 16€, ΦΟΙΤΗΤΙΚΟ 14€

Παπαδάκης: Νευρίασε με την Αναστασοπούλου on air – «Όλη την ώρα σε βλέπω να δυσανασχετείς» (video)

Παπαδάκης Αναστασοπούλου

Παπαδάκης: Νευρίασε με την Αναστασοπούλου on air – «Όλη την ώρα σε βλέπω να δυσανασχετείς» (video)

«Μιλάω κι εγώ, μιλάς κι εσύ, μη δυσανασχετείς», είπε ο Γιώργος Παπαδάκης απευθυνόμενος στη Μαρία…

Εισαγγελέας για Τέμπη: Σε 20 μέρες να έχετε βρει ποιοι ξεμπάζωσαν και κατέστρεψαν αποδεικτικό υλικό ενώ υπήρχαν αγνοούμενοι

ΤΕΜΠΗ Ατυ

Εισαγγελέας για Τέμπη: Σε 20 μέρες να έχετε βρει ποιοι ξεμπάζωσαν και κατέστρεψαν αποδεικτικό υλικό ενώ υπήρχαν αγνοούμενοι

Η αντεισαγγελέας εφετών Λάρισας «βάζει στην θέση της» την εισαγγελέα Ειρήνη Κεχαγιά και διατάσσει την…

Ανησυχητικά ποσοστά κατανάλωσης αλκοόλ και ηλεκτρονικών τσιγάρων σε παιδιά ηλικίας 11-15 ετών

alcohol 492871 1920

Ανησυχητικά ποσοστά κατανάλωσης αλκοόλ και ηλεκτρονικών τσιγάρων σε παιδιά ηλικίας 11-15 ετών

Να αυξηθούν οι φόροι, να περιοριστούν τα σημεία πώλησης και οι διαφημίσεις και να απαγορευθούν…