Που ‘σαι νιότη που ‘δειχνες πως θα γινόμουν άλλος

Όταν ο νυν κεντρικός τραπεζίτης υιοθετεί το δόγμα ΤΙΝΑ του θατσερισμού που αποδομούσε

7607

Αν τα τελευταία χρόνια μπορεί κάποιος στην Ελλάδα να χαρακτηριστεί γκουρού του νεοφιλελευθερισμού, αυτός αναμφίβολα είναι ο Γιάννης Στουρνάρας. Κεντρικός τραπεζίτης από τα τέλη του 2014 και υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Σαμαρά από το καλοκαίρι του 2012 έως τον Ιούνιο του 2014, ο κ. Στουρνάρας έχει συνδέσει όσο λίγοι το όνομά του με τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση που βίωσε η Ελλάδα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ασφαλώς με τα μνημόνια που αφαίμαξαν τον παραγωγικό ιστό και τη μεσαία τάξη της χώρας.

Είναι μάλιστα τέτοια η πολιτική συμπάθειά του προς τα οικονομικά κέντρα εξουσίας της Ευρώπης που ακόμη και πριν από λίγες ημέρες πρότεινε στην κυβέρνηση, η οποία προσφάτως τον επιβράβευσε ανανεώνοντας τη θητεία του στην κεφαλή της Τράπεζας της Ελλάδος, την προσφυγή στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), ισχυριζόμενος –όπως και για την πιστοληπτική γραμμή στήριξης– ότι αυτό δεν σημαίνει νέο μνημόνιο.

Από νεαρή ηλικία ο κ. Στουρνάρας βρισκόταν κοντά στην εξουσία. Σε ηλικία 30 ετών ήταν ήδη ειδικός σύμβουλος στο υπουργείο Οικονομίας στο πλευρό των Κώστα Σημίτη και Παναγιώτη Ρουμελιώτη και αργότερα ανέλαβε ανάλογο πόστο στην Τράπεζα της Ελλάδος. Πολλά χρόνια προτού βρεθεί στο τιμόνι της Εμπορικής Τράπεζας στις αρχές του 21ου αιώνα και ακολουθήσει σταδιακά τη νεοφιλελεύθερη διαδρομή που κάποτε θα τον οδηγούσε στον… θρόνο του υπουργού Οικονομικών και αργότερα του διοικητή της κεντρικής τράπεζας της χώρας, ο Γ. Στουρνάρας ήταν πρωτίστως ακαδημαϊκός. Ως τέτοιος και συγκεκριμένα ως καθηγητής του Πανεπιστημίου της Αθήνας ο σημερινός κεντρικός τραπεζίτης συνυπέγραφε τον χειμώνα του 1993 με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο άρθρο με τίτλο «Η έννοια της συναίνεσης στην οικονομική θεωρία και πολιτική – Ορισμένες προτάσεις για την ελληνική οικονομία».

Στο άρθρο, το οποίο φιλοξενούνταν στο περιοδικό «Διαλεκτική», οι δύο μετέπειτα «τσάροι» της ελληνικής οικονομίας αμφισβητούσαν μεταξύ άλλων τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Και αν για τον Ευκλ. Τσακαλώτο αυτό ακούγεται φυσιολογικό, για τον Γ. Στουρνάρα είναι αν μη τι άλλο περίεργο.

Απορρίπτοντας το βρετανικό νεοφιλελεύθερο μοντέλο

Στο πολυσέλιδο άρθρο τους και στην ενότητα περί νεοφιλελευθερισμού οι δύο νεαροί την εποχή εκείνοι οικονομολόγοι προέβαιναν μεταξύ άλλων στην παραδοχή ότι στόχος του νεοφιλελεύθερου δόγματος είναι η μείωση της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων. Περαιτέρω επισήμαιναν ότι η συγκεκριμένη πολιτική εφαρμοζόταν από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ σημείωναν με βάση το βρετανικό μοντέλο ότι συμπλήρωμα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής είναι η περιοριστική δημοσιονομική διαχείριση μέσω της μείωσης των δημόσιων δαπανών, η ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας σε συνδυασμό με την άρση των κρατικών παρεμβάσεων στις αγορές και η αποδυνάμωση των εργατικών συνδικάτων. Σύμφωνα με τους κ. Στουρνάρα και Τσακαλώτο, τα παραπάνω στοιχεία «αποτελούν σύμφωνα με το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού την απάντηση στα μακροπρόθεσμα, διαρθρωτικά προβλήματα της Οικονομίας».

Οι δύο μετέπειτα υπουργοί Οικονομικών παραδέχονταν επιπλέον ότι η θεωρητική βάση του νεοφιλελευθερισμού, σύμφωνα με την οποία οι αγορές αν αφεθούν χωρίς κρατικές παρεμβάσεις και χωρίς την άσκηση ολιγοπωλιακών πιέσεων τείνουν σε ένα «επιθυμητό» σημείο ισορροπίας, ταιριάζει περισσότερο στους θεωρητικούς του δόγματος παρά στους πολιτικούς που το εφαρμόζουν. «Στην πραγματικότητα» έγραφαν οι κ. Στουρνάρας και Τσακαλώτος «οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης για την άρση ολιγοπωλιακών καταστάσεων αφορούν σχεδόν αποκλειστικά τη θέσπιση νομοθεσίας κατά των εργατικών συνδικάτων, ενώ παρόμοιες παρεμβάσεις στην πλευρά των επιχειρήσεων αφορούν κυρίως την ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας».

«Οδηγεί σε μειωμένους ρυθμούς ανάπτυξης»

Ο νυν κεντρικός τραπεζίτης και ο σημερινός τομεάρχης οικονομικής πολιτικής της αξιωματικής αντιπολίτευσης ενστερνίζονταν μάλιστα απολύτως την άποψη των κριτικών του νεοφιλελευθερισμού σύμφωνα με την οποία, όπως εξηγούσαν, η πολιτική αυτή έχει ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας αφού η επιβολή μονομερούς εισοδηματικής πολιτικής προκαλεί οργανωμένες και διαρκείς κοινωνικές αντιδράσεις από εκείνους που θίγονται, εφόσον δεν εξασφαλίζεται γι’ αυτούς, έστω και μακροχρόνια, η προοπτική κάποιου ανταλλάγματος έναντι του κόστους στο οποίο υπόκεινται. Ταυτόχρονα, αποδέχονταν ότι «η έλλειψη μιας ενεργού πολιτικής διαχείρισης της προσφοράς οδηγεί σε μείωση της ανταγωνιστικότητας και σε μειωμένους μακροχρόνια ρυθμούς ανάπτυξης».

Καταλήγοντας, οι Γ. Στουρνάρας και Ευκλ. Τσακαλώτος σημείωναν ότι η άποψη που θέλει τον νεοφιλελευθερισμό να έχει αρνητικά αποτελέσματα επαληθεύεται από τα εμπειρικά δεδομένα. Κατά τους ίδιους, εξάλλου, η βρετανική οικονομία, στην οποία βάσιζαν την άποψή τους για τον νεοφιλελευθερισμό, παρ’ όλα τα θετικά στοιχεία που είχε παρουσιάσει τη δεκαετία του ’80, στις αρχές του 1990 διακρινόταν από ανισορροπίες και αυξημένα εξωτερικά ελλείμματα, ενώ ακόμη και η σύγκριση της μακροοικονομικής επίδοσης της χώρας με την αντίστοιχη επίδοση άλλων χωρών του ΟΟΣΑ που εφάρμοζαν αντίθετη οικονομική πολιτική απέβαινε σε βάρος της.

Γίνεται αντιληπτό ότι ο Γ. Στουρνάρας με την πάροδο των χρόνων άλλαξε άποψη. Είναι ωστόσο απορίας άξιο πώς πέρασε από τη βεβαιότητα ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι αναποτελεσματικός στις προτάσεις που θα συμβάλουν στην υλοποίησή του, η οποία αυτονοήτως, βάσει των γραφομένων του, θα οδηγήσει σε περαιτέρω υποβάθμιση των εργατικών δικαιωμάτων.

Πηγή: Documento #186, 6.06.2020, documentonews.gr