Πώς ο ρατσισμός γίνεται κομμάτι της ταυτότητας ενός συλλόγου

Η Μπεϊτάρ Ιερουσαλήμ συνεχίζει να είναι η μοναδική ομάδα του Ισραήλ που δεν έχει αποκτήσει ποτέ Άραβα ποδοσφαιριστή.

beitar

Μπεϊτάρ Ιερουσαλήμ: Προπύργιο του ρατσισμού

Η Μπεϊτάρ Ιερουσαλήμ έχει έξι πρωταθλήματα και επτά Κύπελλα στο Ισραήλ, ωστόσο δεν είναι οι τίτλοι της εκείνοι που την κάνουν να διαφέρει από τις υπόλοιπες. Τα «λιοντάρια της πρωτεύουσας» αποτελούν ένα σύλλογο με οπαδική βάση που πρόσκειται στην ακροδεξιά, έχοντας σαφείς ρατσιστικούς προσανατολισμούς. Μπαντιέρα του αποτελεί το γεγονός ότι ποτέ στην ιστορία, δεν έχει φορέσει τη φανέλα του συλλόγου Άραβας ποδοσφαιριστής. Αρκετοί πρωθυπουργοί ήταν οπαδοί της, διατηρώντας παραδοσιακά δεσμούς στην κυβέρνηση, αλλά και με αμφιλεγόμενες πολιτικές ομάδες. Τα αντι-αραβικά και αντι-μουσουλμανικά συνθήματα είναι συχνό φαινόμενο στο «Τέντι Στέιντιουμ», ενώ αρκετές φορές η συμπεριφορά των οπαδών έχει επιφέρει τιμωρίες. Παράλληλα, έχουν κατηγορηθεί και για επιθέσεις σε Μουσουλμάνους.

Το 2005, ο Νιγηριανός ποδοσφαιριστής Ντάλα Ιμπραχίμ αναγκάστηκε να φύγει άμεσα από την ομάδα με την οποία είχε συμφωνήσει, επειδή ήταν Μουσουλμάνος. Οι οπαδοί δεν δίστασαν να κάψουν τα γραφεία του συλλόγου, καταστρέφοντας μεταξύ άλλων τρόπαια και κειμήλια, επειδή η διοίκηση προχώρησε στην απόκτηση δύο Τσετσένων και κινήθηκε νομικά κατά ατόμων που προσπάθησαν με τη βία να χαλάσουν τη μεταγραφή. Το 2009, ο Αβιράμ Μπουχιάν, αρχηγός της ομάδας και γιος θρύλου της Μπεϊτάρ, δήλωσε πως θα ήταν χαρούμενος να παίξει στο πλευρό ενός Άραβα. Άμεσα κλήθηκε σε συνάντηση με τη «Λα Φαμίλια», τον ακροδεξιό πυρήνα των οργανωμένων οπαδών. Την επόμενη μέρα, εξέδωσε ανακοίνωση, στην οποία έγραφε: «Λυπάμαι για τον πόνο που προκάλεσα στους οπαδούς και κατανοώ ότι τους πλήγωσα. Είναι σημαντικό για μένα, να γνωρίζουν ότι βρίσκομαι στο πλευρό τους σε κάθε περίπτωση. Δεν είμαι αυτός που παίρνει τις αποφάσεις, αλλά αν οι οπαδοί δεν θέλουν έναν Άραβα, τότε δεν θα υπάρξει Άραβας στην Μπεϊτάρ». Στις κερκίδες ανεμίζουν σημαίες του Kahane, της απαγορευμένης από το 1994 ακροδεξιάς εξτρεμιστικής οργάνωσης, που ζητούσε ξεχωριστές παραλίες για Εβραίους και μη Εβραίους, καθώς και την απαγόρευση των δεύτερων να διαμένουν στην Ιερουσαλήμ.

«Ποιος θέλει να τα βάλει μαζί τους;»

Αρκετοί διοικητικοί παράγοντες προσπάθησαν να ξεριζώσουν το φαινόμενο από τον σύλλογο, αλλά έπεσαν σε τοίχο. Κι αυτό γιατί, όταν υπήρχε η δυνατότητα να αλλάξει ο προσανατολισμός, οι αρμόδιοι σφύριζαν αδιάφορα, με αποτέλεσμα ο ρατσισμός να γίνει ενδημικός. Στο βιβλίο «Η άνοδος και η πτώση του πιο πολιτικοποιημένου συλλόγου στον κόσμο», του Σολ Αντάρ, μέρος του οποίου προδημοσιεύει ο Guardian, ο δημοσιογράφος Ντέιβιντ Φρένκιελ, ο οποίος είχε αναλάβει και το πρώτο site της ομάδας, εξηγεί: «Το αντί-Αραβικό κύμα ξεκίνησε μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο δεύτερο μισό των 90ς. Η αντίδραση των Μέσων και της Αριστεράς, οδήγησε σε αυτή την παιδιάστικη αντίδραση. Όσο περισσότερο κατηγορούνταν οι οπαδοί, τόσο περισσότερο προκαλούσαν. Δεν είμαι σίγουρος αν όλοι όσοι τραγουδούσαν τα συνθήματα ήταν ρατσιστές, αλλά αυτός είναι ο τρόπος της κερκίδας. Φωνάζεις ακριβώς τα ίδια συνθήματα με τον διπλανό σου. Ο κόσμος κατηγόρησε τους υπόλοιπους φιλάθλους που δεν ύψωσαν ανάστημα απέναντι στους ρατσιστές, αλλά ποιος θέλει να τα βάλει με αυτούς τους ανθρώπους; Οπότε μετά από λίγο, έγινε σημαία για τους οπαδούς».

Κάποιοι αντίπαλοι οπαδοί, κυρίως από φιλο-αραβικές ομάδες ή από τη «μισητή» αντίπαλο, Χάποελ Τελ Αβίβ, τους αντιμετώπισαν με τον ίδιο τρόπο, απαντώντας, για παράδειγμα, στο σύνθημα «θάνατος στους Άραβες» με «θάνατος στους Εβραίους». Το γεγονός αυτό τους έκανε ακόμα περισσότερο φανατικούς. Δεν φταίνε, ωστόσο, οι αντίπαλοι ούτε τα Μέσα, αλλά το ίδιο το γεγονός ότι η ομάδα επέμεινε να μην αποκτά Άραβες παίκτες και έδωσε χώρο σ’ εκείνους που υποστήριζαν το παράλογο αυτό αίτημα. Η Μπνέι Γεχούντα, η οποία επίσης είχε αντίστοιχα ζητήματα, τα έλυσε απλώς «ανοίγοντας» τις πόρτες του συλλόγου.

Τώρα είναι αργά…

Στην Μπεϊτάρ κανείς δεν τόλμησε να περάσει την κόκκινη γραμμή. Πόσω μάλλον, όταν στις κερκίδες του γηπέδου της βρίσκονταν άνθρωποι με πολιτική δύναμη. «Θυμάμαι να κάθομαι στο Γήπεδο και να λέω στον Εχούντ Ολμέρτ (σ.σ τότε δήμαρχος της Ιερουσαλήμ και μετέπειτα πρωθυπουργός) ότι αυτό που συμβαίνει δεν είναι σωστό και με το να κλείνουμε τα στόματά μας, τους νομιμοποιούμε. Είστε οι ηγέτες της κοινότητας, της κυβέρνησης, πείτε κάτι. Αλλά με αγνοούσαν, προκειμένου να μην εξαγριώσουν τους οπαδούς», έλεγε στο ντοκιμαντέρ «Για πάντα αγνοί» ο Ρούβι Ρίβλιν, πρώην πρόεδρος του συλλόγου, υπουργός και πρόεδρος της χώρας από το 2014 μέχρι το 2021. «Κάναμε λάθος που δεν το σταματήσαμε εγκαίρως. Θεωρούσαμε ότι είναι απλά μια βλακεία που θα εξαφανιστεί. Κάναμε λάθος», πρόσθετε. Ο ίδιος ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου, όπως αναφέρει το βιβλίο, χαιρετούσε τους οπαδούς μετά τον τίτλο του 1998, αγνοώντας τα συνθήματα μίσους που ζητούσαν τον θάνατο των Αράβων. Ο Νετανιάχου δεν είναι ο μοναδικός πολιτικός παράγοντας που δίνει το «παρών» στις κερκίδες του «Τέντι», το οποίο συχνά φιλοξενεί ακροδεξιούς και μη πολιτικούς.

Η περίπτωση της Μπεϊτάρ είναι χαρακτηριστική, για το πώς ο ρατσισμός και ο φασισμός μπορούν όχι απλώς να βρουν καταφύγιο στις εξέδρες, αλλά να γίνουν πραγματικό κομμάτι της ταυτότητας ενός συλλόγου. Και γι’ αυτό την μεγαλύτερη ευθύνη έχουν όλοι όσοι δεν αντέδρασαν όταν έπρεπε. Όλοι όσοι άφησαν μια μικρή ομάδα να διαμορφώσει την κουλτούρα του κλαμπ, να εισχωρήσει στο DNA του και να το μεταλλάξει για πάντα…

Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην κατηγορία «Απόψεις» εκφράζουν τον/την συντάκτη/τριά τους και οι θέσεις δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του koutipandoras.gr