Πόλεμος σε τέσσερις τοίχους – Το «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη γίνεται μιούζικαλ!

H σκληρή γλώσσα και τα φλέγοντα ερωτήματα αναδιατυπώνονται με μουσικούς όρους: «Τι θα κάνεις με τη Λίντα, Βαγγέλη;»

spirtokoyto 4

Ένα μικροαστικό διαμέρισμα που στενάζει, ένα a/c που δεν δουλεύει. Μια τηλεόραση που παίζει αδιάκοπα. Τσιγάρα και φραπές. Το λαϊκό άσμα ενός πατέρα καφετζή, η ταραγμένη φωνή μιας μάνας. Το ρυθμικό παραλήρημα ενός σεξιστή γιου, η μεγαλοπρεπής άρια του κουνιάδου. H σκληρή γλώσσα και τα φλέγοντα ερωτήματα αναδιατυπώνονται με μουσικούς όρους: «Τι θα κάνεις με τη Λίντα, Βαγγέλη;»

Το οικογενειακό μακελειό με πρωταγωνιστή τον Δημήτρη, ιδιοκτήτη καφετέριας, δεν αργεί να ξεσπάσει και μέσα σε μια Κυριακή του Αυγούστου όλα τινάζονται στον αέρα. Η βία χτυπάει κόκκινο, τα πρόσωπα μπαινοβγαίνουν στο «σπιρτόκουτο» με τα τραγούδια και τις μελωδίες της απόγνωσής τους. Η σύζυγος Μαρία, τα παιδιά, το υπόλοιπο σκυλολόι, όλοι εναντίον όλων, και στη μέση ο σολίστας πάτερ φαμίλιας.

Η ελληνική οικογένεια που αγαπήσαμε και μισήσαμε παραμένει η ίδια, 20 χρόνια μετά. Άνθρωποι που «ουρλιάζουν» ο καθένας τον δικό του σκοπό κι ο καθένας τους έχει τη δική του μουσική. Oι διαμάχες, τα όνειρα, τα προβλήματα και οι παθογένειες της «αγίας ελληνικής οικογένειας» σε ένα πολυστυλιστικό μουσικό υπερθέαμα υψηλού ρίσκου: «Πόλεμος! Πόλεμος! Έχουμε πόλεμο!»

Πώς θα ήταν άραγε, αν αυτοί οι άνθρωποι τραγουδούσαν αντί να μιλάνε; Πώς μπορεί το Σπιρτόκουτο να μεταμορφωθεί σε μιούζικαλ; Ο Γιάννης Νιάρρος σηκώνει το γάντι και απαντά σε αυτά τα τολμηρά ερωτήματα με τον πιο ακραίο, ρηξικέλευθο τρόπο. Εννέα μουσικοί, έντεκα ερμηνευτές και πλήθος άλλων συντελεστών μεγεθύνουν την τραγελαφική πραγματικότητα της ελληνικής οικογένειας και, με οδηγό το πρωτότυπο μουσικό έργο των Γιάννη Νιάρρου και Αλέξανδρου Λιβιτσάνου, μας παρουσιάζουν μια καινούρια, αδιανόητη εκδοχή του θρυλικού Σπιρτόκουτου.

f6916b35b6ebe3cb6cac6e5f445cdc50 M

Γιάννης Οικονομίδης, Αθήνα – Οκτώβριος 2022

Όταν η πιο τρελή φαντασία γίνεται πραγματικότητα…
Όταν η πιο παλαβή σκέψη γίνεται πράξη…
Όταν η πιο δύσκολη στιγμή ξεπερνιέται…
Όταν το πιο μεγάλο ρίσκο εκμηδενίζεται…
Όταν ο άνεμος της δημιουργίας σαρώνει τα πάντα…
Όταν το αδιανόητο παίρνει σάρκα και μορφή…
Όταν το αλλόκοτο σε παίρνει από το χέρι…
Όταν η έκπληξη σού γουρλώνει τα μάτια…
Όταν τα διαβολάκια σού ψιθυρίζουν στ’ αυτί…
Όταν ο πόλεμος τραγουδάει τον εαυτό του…
Όταν η φωτιά παίρνει φωτιά…
Όταν η σκηνή διακτινίζεται…
Όταν η έμπνευση βγάζει δόντια…
Όταν εντέλει το θαύμα συμβαίνει…
Τότε, με το χέρι στην καρδιά, ένα πράγμα μόνο λέω: ΣΠΙΡΤΟΚΟΥΤΟ – THE MUSICAL!

Γιάννης Νιάρρος

Πώς θα ήταν η μέρα μας, αν το πρωινό αγκομαχητό βαρεμάρας μας ήταν μια κορόνα σε σολ ματζόρε; Η τυπική μας παραγγελία, φρέντο εσπρέσο ελληνικής καταγωγής, μια ουβερτούρα για ένα επικό έργο που θα ακολουθήσει; Πώς λοιπόν θα ήταν ένα ελληνικό μιούζικαλ με χαρακτήρες όχι τον Tony και τον Danny Zuko, αλλά τον Βαγγέλη και τον Μήτσο;

To «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη είναι ένα «Κολοσσαίο ηρώων» που αποτελεί το τέλειο έδαφος για να απαντηθούν τέτοιου είδους ερωτήματα. Τα συναισθήματα τόσο απόλυτα, που φτάνουν το όριο του συμβολικού, και οι χαρακτήρες τόσο –όμορφα– γραφικοί, που δεν μπορούν παρά να σου θυμίσουν κάτι –τρομακτικά– γνώριμο… Η ένωση των δύο κόσμων, «μιούζικαλ» και «Οικονομίδης», όσο αντισυμβατική και «λάθος» κι αν μου φαινόταν, στο τέλος αποδείχτηκε εκρηκτική. Σε ένα έργο που καύσιμό του είναι η σύγκρουση των χαρακτήρων, η μουσική του αφήγηση δεν θα μπορούσε να μην περιλαμβάνει και τη σύγκρουση μουσικών ειδών.

Οι χαρακτήρες της ελληνικής μας οικογένειας οπλίζονται ο καθένας το δικό του όπλο και μπαίνουν στον πόλεμο λοιπόν. Ο αθάνατος πατέρας-προστάτης-άντρακλας της ελληνικής οικογένειας δεν σταματάει ακόμα και 20 χρόνια μετά να «γαβγίζει», είτε με την ψυχολογική-σωματική βία είτε με τα σεξιστικά ελαφρολαϊκά τραγούδια του. Η «κορούλα μας» συνεχίζει το body-shaming στον ρυθμό της απόγνωσης και του κωλοπαιδισμού. Οι εικοσάχρονοι ανέραστοι trappers («ο γιόκας μου, ο πασάς μου») ονειρεύονται παρτούζες σε γαμηστρώνες με ναρκωτικά. Κι εμείς χορεύουμε στον ρυθμό, ενώ ονειρευόμαστε έναν κόσμο πολιτικά ορθό. Ο φόβος μου ότι οι παθογένειες της ελληνικής οικογένειας θα εξαλειφθούν/λειανθούν, αν το «Σπιρτόκουτο» αποδοθεί μουσικά, καταρρίφθηκε πλήρως. Όπως και η ελπίδα μου, ότι 20 χρόνια μετά το «Σπιρτόκουτο» θα έχουμε αλλάξει. Τελικά, όμως, το ελληνικό μιούζικαλ μπορεί να είναι σκληρό, ρεαλιστικό και ωμό κι εμείς έχουμε παραμείνει οι Έλληνες του 2002.

Αλέξανδρος Λιβιτσάνος

Κυψέλη, είσοδος πολυκατοικίας, μυρίζει κρεμμύδι.

Διαμέρισμα 2ου.

Ο Μπρούκνερ με τον Καζαντζίδη, καθισμένοι στον καναπέ με τις σωβρακοφανέλες, βλέπουν το “West Side Story”, βαθιά συγκινημένοι, με τις μπίρες τους να έχουν γίνει κάτουρο από τη ζέστη.
Στο μπαλκόνι, ο Αντύπας έχει βάλει να γίνονται κάρβουνα για παϊδάκια, ενώ δίπλα του ο Αττίκ ρίχνει νερά με χλωρίνες στους από κάτω και, σιγοτραγουδώντας «Θα στην ανοίξω», καθαρίζει τις κουτσουλιές.
Την ησυχία διακόπτει ένα φτιαγμένο Peugeot 206 που περνάει από κάτω, με τα subwoofer στη διαπασών να παιανίζουν «Καήκαμε κι απόψε, καήκαμε» και τα τζάμια να τρίζουν.
Από το δίπλα διαμέρισμα βγαίνει έξαλλος ο Μπέλα Μπάρτοκ και τους διαολοστέλνει όλους μαζί γιατί, λέει, «έχουμε άρρωστο άνθρωπο, κάπου έλεος με τα κλαρίνα μεσημεριάτικο» και πάει στον διάδρομο να λιβανίσει.
Ησυχία και πάλι, αλλά όχι για πολύ.
Ο Μότσαρτ έχει ανέβει και πάλι στην ταράτσα να φτιάξει την κεραία για να δει τον Θρύλο στις 19:00 και o ηλικιωμένος πατέρας του ουρλιάζει απ’ τον φωταγωγό, για να του κάνει τα κουμάντα.
Ε, σκέτο μπ***δέλο, τι να λέμε.

Μπορεί άνθρωπος να συγκεντρωθεί να γράψει έργο;

Διαβάστε Περισσότερα

-Το «Σπιρτόκουτο» (Βραβείο της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, 2003) είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Γιάννη Οικονομίδη (σκηνοθεσία και σενάριο). Το σενάριο διαμορφώθηκε στις πρόβες –που κράτησαν πάνω από επτά μήνες– με την καθοριστική συμβολή των ίδιων των ηθοποιών στη συγγραφή του (Ερρίκος Λίτσης, Ελένη Κοκκίδου, Κώστας Ξυκομηνός, Γιάννης Βουλγαράκης, Ιωάννα Ιβανούδη, Σταύρος Γιαγκούλης, Αγγελική Παπούλια και Σεραφίτα Γρηγοριάδου).

-Η ταινία βγήκε πριν από 20 χρόνια στους κινηματογράφους και μίλησε για όλα τα κακώς κείμενα της ελληνικής οικογένειας με τρόπο που δεν είχε μιλήσει κανείς Έλληνας κινηματογραφιστής μέχρι τότε. Στην πορεία και μέχρι σήμερα πολλές ατάκες της έγιναν συνθήματα στους τοίχους, ποπ αναφορές, τσιτάτα. Ο Οικονομίδης προοικονόμησε τότε μια συνθήκη για την ελληνική οικογένεια και δεν είναι σπάνια πλέον η χρήση της φράσης «Σπιρτόκουτο γίναμε».

-Το «Σπιρτόκουτο» στην Κεντρική Σκηνή σηματοδοτεί την πρώτη σκηνοθετική δουλειά στη Στέγη του ηθοποιού Γιάννη Νιάρρου, ο οποίος έχει τιμηθεί με το θεατρικό βραβείο «Δημήτρης Χορν» (2018) για την ερμηνεία του στο έργο «Στέλλα κοιμήσου» του Γιάννη Οικονομίδη στο Εθνικό Θέατρο.

-Το πρώτο πανδημικό lockdown βρήκε τον Γιάννη Νιάρρο και τον συνθέτη Αλέξανδρο Λιβιτσάνο να επιχειρούν να φέρουν σε επαφή τον κόσμο του «Σπιρτόκουτου» με αυτόν του μιούζικαλ. Παρά τον γενικότερο περιορισμό των ημερών, ο Γιάννης Νιάρρος θεώρησε ιδιαίτερα απελευθερωτική τη διαδικασία, «γιατί σε αυτό το εγχείρημα δεν υπάρχει η πιθανότητα λάθους. Είναι όλο “λάθος”, με την έννοια πως δεν υπάρχει πεπατημένη. Νομίζω πως η μουσική μας αντικατοπτρίζει τέλεια τα συναισθήματα που προκαλεί η ταινία και τα διογκώνει. Είναι επική, λαϊκή, βρόμικη, σκοτεινή, ξεκαρδιστική, γελοία, σοβαρή, συγκινητική, ανεβαστική – και στην πραγματικότητα δεν περιγράφεται εύκολα».