Η Λένα Πλάτωνος και η Κατερίνα Στανίση στην πρώτη κοινή τους καθηλωτική συζήτηση

Το τραγούδι τους, «Ανθρωποφάγοι», σε στίχους της Μυρτώς Κοντοβά, έγινε viral με το «καλημέρα» στο διαδίκτυο. Η συνθέτρια Λένα Πλάτωνος και η ερμηνεύτρια της, Κατερίνα Στανίση, μιλούν αποκλειστικά στο koutipandoras.gr γι' αυτή την - φαινομενικά ανορθόδοξη - συνεργασία τους, τη ζωή και τον έρωτα, το πάθος και το πένθος. 

DSC 0131

Η συνεργασία της Λένας Πλάτωνος, της ιέρειας της electronica, με την Κατερίνα Στανίση, μια απ’ τις σπουδαιότερες λαϊκές τραγουδίστριες, δεν ήταν τελικά τόσο απρόβλεπτη. Κι αν κάποτε, το ίδιο διάστημα, η πρώτη άλλαζε το τοπίο της μουσικής στην Ελλάδα, η άλλη μεσουρανούσε στις πίστες. Μία δήλωση της Πλάτωνος στο κρατικό ραδιόφωνο των μέσων του 1980, ότι θα ήθελε να γράψει τραγούδια για τη φωνή της Στανίση, ήταν αρκετή για να προκαλέσει αντιδράσεις. Ίσως ο μόνος που δεν θα’χε κανένα πρόβλημα μ’ αυτό να ήταν ο μέντορας της, ο Μάνος Χατζιδάκις, τη χρυσή εποχή του Τρίτου Προγράμματος, που του άρεσαν οι πειραματισμοί και τα ανορθόδοξα «παντρέματα».

Την αφορμή για να «συναντηθούν» επιτέλους οι δύο αυτές καλλιτέχνιδες, τους την έδωσε μία τρίτη, επίσης σημαντική στον τομέα της: Η στιχουργός Μυρτώ Κοντοβά που παρέδωσε στην Πλάτωνος λόγια ποιητικά και περιγραφικά για τη δυστοπία που ζούμε όλοι σήμερα. Οι «Ανθρωποφάγοι» κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο από μία μικρή ανεξάρτητη εταιρεία, την «Music Mirror» του Μωυσή Άσερ και μέσα σε είκοσι ώρες ξεπέρασαν τα 5.000 κλικ – αυτή τη στιγμή το βίντεο έχει φτάσει τις 25.000 προβολές! Με μία αίσθηση υπεροχής, αυτό το λες και μια μικρή νίκη του Καλού επί του Κακού τη σήμερον ημέρα.

Καθώς φτάναμε με τη Στανίση στο σπίτι της Πλάτωνος και της διάβαζα τα σχόλια των ανθρώπων για το τραγούδι, είδα τα μάτια της να τρέχουν από τη συγκίνηση. Το ίδιο συναίσθημα που διατηρήθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης μας. Κι όταν αυτή ολοκληρώθηκε, η Στανίση έσκυψε με ευλάβεια και φίλησε το χέρι της Πλάτωνος. Πόσο όμορφο είναι να παρακολουθείς το ευτυχισμένο συνταξίδεμα των ανθρώπων!

Έχω απέναντι μου δύο γυναίκες της ελληνικής μουσικής που μέχρι πρότινος δεν είχαν καμία απολύτως καλλιτεχνική σχέση. Θα ήθελα να μου πείτε η μία τη γνώμη της για την άλλη.

Λένα Πλάτωνος: Η Στανίση για μένα είναι μια εξαίσια ερωτική τραγουδίστρια και μία αυθεντική λαϊκή φωνή. Την αγαπώ εδώ και πάρα πολλά χρόνια, από το ξεκίνημα μας και λέω «μας» γιατί και οι δύο ξεκινήσαμε την ίδια χρονιά στη δισκογραφία, το 1980 νομίζω. 

Κατερίνα Στανίση: Για την Πλάτωνος πρωτάκουσα στα μέσα του ’80. Κάποιος με ειδοποίησε ότι είχε δώσει μία συνέντευξη, στην οποία έλεγε ότι ήθελε να γράψει τραγούδια για τη φωνή μου. Άκου τώρα! Εγώ βέβαια ακολούθησα τον δικό μου λαϊκό δρόμο κι εκείνη τα δικά της. Στην εταιρεία μου, μάλιστα, είχε γίνει και λίγο ανέκδοτο: Μου έδιναν τραγούδια και μου έλεγαν «Θα τα πεις αλλιώς θα σε βάλουμε να τραγουδήσεις Πλάτωνος» (γέλια)

Λ.Π.: Α, για τόσο του εμπορικού με είχαν, ε; (γέλια)

Σωστά μίλησες πριν, Λένα. Το 1980 εμφανίστηκες με τη «Λιλιπούπολη» και η Κατερίνα με το «Μυστικέ μου έρωτα». Αναρωτιέμαι αν είχες πάει ποτέ να τη δεις σε κάποιο μαγαζί.

Λ.Π.: Όχι απλά είχα πάει, αλλά θα σου πω και μία ιστορία που τη λέω για πρώτη φορά: Τραγουδούσε η Κατερίνα το «Μυστικέ μου έρωτα» κι εγώ την ίδια στιγμή, μες το μαγαζί, συνειδητοποίησα πως ήμουν ερωτευμένη με τον νεαρό άνδρα που με συνόδευε. Από τότε έχω την αίσθηση πως η ερμηνεία της Στανίση ήταν αυτή που με παρακίνησε στο πιο ζωογόνο ανθρώπινο συναίσθημα. 

Κ.Σ.: Εγώ πάλι δεν την είχα δει ποτέ live τη Λένα, αλλά την παρακολουθούσα και από’να σημείο και μετά καταλάβαινα τη σπουδαιότητα της μέσα στην ελληνική μουσική. Δεν ήταν λίγες οι φορές που σκεφτόμουν πως αυτή η μεγάλη συνθέτρια είχε ζητήσει κάποτε να την τραγουδήσω. Έλεγα πως αυτά μία φορά γίνονται στην ώρα τους…Που να φανταζόμουν πως για τη δική μας ώρα θα έπρεπε να περάσουν 35 χρόνια;

Να που άμα είναι να γίνει κάτι, γίνεται. Γενικώς πήγαινες, Λένα, σε μπουζουξίδικα;

Λ.Π.: Από πολύ μικρή, απ’ τα 15 – 16 μου, πήγαινα σε λαϊκά μαγαζιά και μπουζουκάδικα. Θυμάμαι τον Μπάμπη Τσετίνη που τον είχα δει στα μέσα του ’60. Και τη Σωτηρία Μπέλλου είχα δει σε ένα υπόγειο – μη με ρωτήσεις σε ποιο. Μπαίνουμε μέσα, εκείνη είναι ήδη στο πάλκο και γυρνάει και λέει στην ορχήστρα της: «Πρώτα να κάτσουν τα κοριτσάκια και μετά να ξεκινήσουμε». Απίθανη ήταν η Σωτηρία! Μην ξεχνάς ότι την περίοδο που σπούδαζα στη Βιέννη το 1970, εν μέσω Beatles και Jethro Tull, η ξεκούραση μου ήταν να παίζω στο πιάνο τραγούδια του Καλδάρα, του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι. 

Κ.Σ.: Κι εσύ; Τελικά με τα ίδια τραγούδια ξεκινάνε όλοι οι Έλληνες μουσικοί, μου φαίνεται! 

Η τωρινή σας συνεργασία πως προέκυψε τελικά;

Κ.Σ.: Πέρσι κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο μου. Ήταν η στιχουργός Μυρτώ Κοντοβά και μου λέει: «Συνεργάζομαι με τη Λένα Πλάτωνος και της έδωσα στίχους που τους έκανε ένα πολύ ωραίο τραγούδι». Εγώ, εν τω μεταξύ, έκανα μια άσχετη δουλειά εκείνη την ώρα: «Ναι, για πες» της κάνω, «με τη Λένα πολύ παλιά ήταν να κάνουμε κάτι». Και τότε ακούω τη Μυρτώ να μου λέει το εξής: «Δεν θα το πιστέψεις, Κατερίνα, αλλά η Λένα είπε πως το τραγούδι μας θα πήγαινε πολύ στην ερμηνεία σου και γι’ αυτό σου τηλεφώνησα». Τέλος πάντων, επιτέλους βρεθήκαμε και φτιάξαμε ένα ωραίο τραγούδι.

Λ.Π.: Εδώ να πω ότι αν την Κατερίνα τότε την είχε δεσμευμένη η εταιρεία της, εμένα εκείνη η δήλωση μου είχε προκαλέσει τη μήνη σχεδόν καλλιτεχνών του κύκλου μου. Θεωρούσαν αδιανόητο πως εγώ που παίζω τον Scriabin στα δάχτυλα, ονειρευόμουν τη φωνή της Στανίση για τα τραγούδια μου. Ουδέν πρόβλημα αν υποτεθεί πως μια ζωή, τουλάχιστον στα δικά μου πράγματα, υπήρξα παράτολμη. 

Κ.Σ.: Δεν είναι μόνο θέμα τόλμης.

Λ.Π.: Αλλά; Και μοίρας;

Κ.Σ.: Ο καλλιτέχνης πρέπει να βλέπει μακριά. Να είσαι συνθέτης λόγιος, ν’ ακούς έναν λαϊκό τραγουδιστή και να λες ότι σ’ αυτόν θα πήγαινε και κάτι άλλο. Και τις δισκογραφικές, έγνοια σου, το ταμείο μόνο τις νοιάζει.

Η Κατερίνα αναφέρεται στα κέρδη των εταιρειών και στο πως ανέκαθεν έβλεπαν τους καλλιτέχνες τους: Σαν προϊόντα. Συμφωνείς, Λένα;

Λ.Π.: Συμφωνώ, αν και στη δική μου περίπτωση δεν νομίζω ο Πατσιφάς της ΛΥΡΑ να με έβλεπε σαν προϊόν του. Έτσι, ενώ ο «Καρυωτάκης» είχε γραφτεί πριν το «Σαμποτάζ», εκείνος με συμβούλεψε να μην εμφανιστώ μ’ ένα τόσο «βαρύ» έργο και να φτιάξω καινούργια τραγούδια με τη Μαριανίνα Κριεζή. Κι όταν λίγο μετά θέλησα να συνεχίσω ως τραγουδοποιός που έλεγα εγώ τα κομμάτια μου, πάλι με στήριξε και μ’ άφησε ελεύθερη.

Κ.Σ.: Εμείς στο λαϊκό τραγούδι είχαμε άλλη σχέση με τους παραγωγούς και με τη δισκογραφία. Δεν έζησα την εποχή του Λαμπρόπουλου της Κολούμπια, που ήταν ακριβώς σαν τον Πατσιφά που λέει η Λένα, αλλά πιο πολύ είχα να κάνω με συνθέτες. Όταν δεν γράφεις ο ίδιος και εύχεσαι να βρεις τον δημιουργό εκείνο που θα σου γράψει επιτυχίες, το πράγμα είναι διαφορετικό. Υπάρχει πάντα η αγωνία του να μην «κακοπέσεις» ειδικά στο ξεκίνημα σου.

Στο λαϊκό τραγούδι, Κατερίνα, είναι πιο έντονη η αγωνία για την επιτυχία, το «σουξέ»;

Κ.Σ.: Πιστεύω πως αυτό ισχύει για κάθε καλλιτέχνη, απ’ τον πιο μεγάλο ως τον πιο μικρό, απλά εμείς οι λαϊκοί το λέμε και το εννοούμε κιόλας. Πες μου έναν τραγουδιστή που να μη θέλει να τραγουδάει για τον πολύ κόσμο. Είτε είναι η Λένα που παίζει πιάνο στο Ηρώδειο, είτε εγώ που τραγουδάω σ’ ένα μεγάλο κέντρο ή θέατρο, το ζητούμενο είναι να είμαστε «γεμάτοι». Στο τέλος της παράστασης μένει η χαρά της αγάπης που εισέπραξες. 

Λ.Π.: Ξέρεις πως ακόμη και ο Χατζιδάκις που εχθρευόταν – υποτίθεται – τη λαϊκή επιδοκιμασία, στην πραγματικότητα την αποζητούσε; Θυμάμαι μια μέρα που μας είχε μαζέψει όλους στο Τρίτο Πρόγραμμα. Μας εξομολογήθηκε πως την προηγούμενη κάποιος τον είχε πετύχει στο δρόμο και τον ρώτησε «Τι κάνετε, κύριε Θεοδωράκη;» Είχε εκνευριστεί πολύ ο Μάνος! «Μα τι κάνει πια αυτός ο Θεοδωράκης και του’χει τέτοια αγάπη ο κόσμος;» αναρωτιόταν…

Εσύ, Κατερίνα, τι πιστεύεις ότι έκανε τελικά ο Θεοδωράκης και τον λάτρεψε μια ολόκληρη χώρα; 

Κ.Σ.: Τον Χατζιδάκι δεν έτυχε να τον γνωρίσω σε αντίθεση με τον Θεοδωράκη που με είχε ζητήσει να συνεργαστούμε κάποτε μέσω του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Πάντα η βεντάλια του Θεοδωράκη ήταν πιο ανοιχτή για τους πιο λαϊκούς τραγουδιστές μέσα στα χρόνια. Μάλλον θα μας έβλεπε ως όχημα για να περάσει το τραγούδι του στον απλό λαϊκό κόσμο, κάτι που, απ’ ότι καταλαβαίνω, δεν ενδιέφερε ιδιαιτέρως τον Χατζιδάκι. Ανήκω σ’ αυτούς, όμως, που άκουγαν συνέχεια για τους Χατζιδάκι – Θεοδωράκη και θεωρούσαν παραμερισμένους τους υπόλοιπους μεγάλους στην Ελλάδα. Το λέω συνέχεια και θα συνεχίσω να το λέω: Δεν είναι μεγάλοι ο Σπανός, ο Πλέσσας, ο Ζαμπέτας, ο Ξαρχάκος, ο Κουγιουμτζής; Δεν τους τραγούδησε κι αυτούς ο κόσμος; Τι να λέμε τώρα…

Λ.Π.: Χρυσό μου υδροχοάκι! Για όλους έχει ένα καλό λόγο, αλλά ισχύει, έτσι είναι!

Μήπως αισθανόσουν κι εσύ παραμερισμένη, Λένα;

Λ.Π.: Ομολογώ πως το άγχος της αποδοχής και της αγάπης του κόσμου με έπιασε σε ώριμη ηλικία. Όταν έφτασα σ’ ένα οριακό σημείο και σκέφτηκα πως κάτι έχω κάνει κι εγώ που να αξίζει την αγάπη του μεγάλου κοινού. Και ξέρεις που το έζησα αυτό σ’ όλη του τη διάσταση; Στο Ηρώδειο το 2008 που είδα 3.000 νέα παιδιά να αφήνονται στο ρυθμό της μουσικής μου. 

Κ.Σ.: Το καταλαβαίνω. Εγώ αυτό το βίωσα με τις συναυλίες στον «Ορφέα» δίπλα στον Νταλάρα. Εκεί που αγωνιζόμουν για χρόνια στις πίστες, εν μία νυκτί έφτασα στο σημείο να περπατάω στο δρόμο και να μου κορνάρουν τα αυτοκίνητα. Πως δεν την ψώνισα…Όλα θέμα χαρακτήρα είναι. Ίσως αν ήμουν μία άλλη τραγουδίστρια, αν έλεγα άλλα τραγούδια, να μη μπορούσα να διαχειριστώ την επιτυχία που μεγάλωνε όσο τα χρόνια περνούσαν.

Κι απ’ την επιτυχία στον έρωτα! Τον υπηρετήσατε σαρκικά ή συναισθηματικά μέσω της τέχνης σας;

Κ.Σ.: Αν μιλήσω ως γυναίκα τραγουδίστρια, οι πιο πολλοί άντρες που γνώρισα ήταν απ’ αυτούς που έβλεπαν τις γυναίκες σαν τρόπαια. Να κοιμηθούν με μιαν άλλη κι ύστερα με μιαν άλλη και πάει λέγοντας. Αυτό με έκανε να μην έχω σαρκική αντίληψη για τον έρωτα και να πέφτω με τα μούτρα ή στα πατώματα, που λένε, για έναν και μόνο άντρα κάθε φορά. Προδόθηκα, πληγώθηκα, αλλά δε βαριέσαι…

Λ.Π.: Κάθε καλλιτεχνική πράξη είναι βαθιά ερωτική κι αυτό μας το κληροδότησε ο Χατζιδάκις. Το πιο ωραίο σχόλιο που άκουσα στα σαράντα χρόνια μου στη μουσική ήταν αμέσως μετά τη συναυλία μου στο Ηρώδειο: Ένα μεσόκοπο παντρεμένο  ζευγάρι ήρθε και με βρήκε στα καμαρίνια, μου έδωσαν συγχαρητήρια και τα τυπικά. Την επόμενη μέρα, όμως, έφτασε μια μεγάλη γλάστρα στο σπίτι μου με ένα σημείωμα που έγραφε: «Σας ευχαριστούμε. Είχαμε τέσσερα χρόνια να κάνουμε έρωτα και ξανακάναμε χθες το βράδυ αμέσως μετά τη συναυλία σας».

Συγκλονιστικό το βρίσκω.

Λ.Π.: Μα δεν είναι; Προνομιούχοι οι άνθρωποι που διακατέχονται από το πάθος σε ανύποπτες στιγμές, που συνειδητοποιούν πως υπάρχει κι ένα σώμα ζωντανό και διεκδικητικό.

Κ.Σ.: Αρκεί αυτό το σώμα να μη γίνεται δυνάστης σου, γιατί υπάρχει και η ψυχή που σου λέει πως δεν είσαι μόνο το θήραμα σε μια σχέση. Πολλά κορίτσια είδα να καίγονται απ’ αυτό, βοηθούντος του οινοπνεύματος. Να τραγουδάνε στην πίστα και να καίγονται, καταλαβαίνεις πως το λέω.

Και το λες για καλό ή κακό;

Κ.Σ.: Δεν υπάρχει λόγος να καταστρέφεσαι γι’ αυτά τα πράγματα. Αλλιώς γιατί τραγουδάς; Για να «φτιάχνεις» την ψυχή του άλλου δίχως να «χαλάς» τη δική σου.  

Μήπως τελικά ενώ με το καψουροτράγουδο υποτίθεται ότι ματώνει ο ακροατής, στην πραγματικότητα να μη φτάνει το πάθος ως το μεδούλι του;

Λ.Π.: Καταλαβαίνω τι λες, αλλά εγώ εδώ θα σου πω ένα άλλο: Έχω κλάψει με το «Χάθηκα» του Θεοδωράκη από τους «Λιποτάκτες» – είναι ένα απ’ τα πιο αγαπημένα μου ελληνικά τραγούδια – έχω κλάψει εξίσου όμως και με ένα «Μυστικέ μου έρωτα» απ’ τη φωνή της Κατερίνας, βοηθούντος του οινοπνεύματος, όπως είπε κι η ίδια. Δεν θεωρώ καμία στιγμή υποδεέστερη της άλλης.

Και η Αρλέτα που μου’χε πει κάποτε πως καψούρα πραγματική είναι το «I put a spell on you» ή το «Άνοιξε, γιατί δεν αντέχω» με τη Φλέρυ Νταντωνάκη;

Λ.Π.: Είναι κι αυτά, σίγουρα, με μία διαχρονική ματιά όμως. Μία διαχρονική άποψη περί καψούρας και έρωτος που δεν βασίζεται στο ορμέμφυτο όσο σε μία πιο εγκεφαλική αντιμετώπιση του συναισθήματος σου. Με τα καψουροτράγουδα φαίνεται σαν να απασφαλίζεις και να χαρίζεσαι ψυχή και σώματι σε μία συγκεκριμένη στιγμή. Ε, λοιπόν, την έχουμε ανάγκη κι αυτή τη στιγμή ως όντα έμβια λίγο πιο αθώα ενδεχομένως.

Κ.Σ.: Μήπως γινόμαστε πολύ ενοχικοί σε σχέση με το πως νιώθουμε ερωτικά κάθε φορά; Μήπως δίνουμε στο τραγούδι έναν πολύ σύνθετο ρόλο που δεν του αξίζει; Είμαστε μεσογειακός λαός και μας αρέσει να εκφράζουμε ποικιλοτρόπως την καψούρα μας. Οι Γερμανοί, που τους έζησα πολύ, μπορεί να ερωτεύονταν με τις όπερες και η άρια που έβγαινε απ’ το στόμα ενός τραγουδιστή να πήγαινε κατευθείαν στην καρδιά και στην ψυχή τους. Συχωρεμένοι κι αυτοί κι εμείς…

Μου αρέσετε όπως τα λέτε, ειλικρινά.

Λ.Π.: Στη ζωή μου έμαθα πως ο έρωτας δεν γνωρίζει από ηλικίες κι αυτό μου το δίδαξε ο Αλέκος ο Πατσιφάς. Δεν θα τον ξεχάσω ποτέ μια φορά που είχε έρθει στο σπίτι μου στην Ξανθίππου. Ήταν πια μεγάλος σε ηλικία. Μου χτένιζε τα μαλλιά. «Χρυσό μου» μου λέει σε μια φάση, «θα μου κάνεις μια χάρη; Θα μπορούσα να σε φιλήσω στα χείλη;» «Μπορείτε, κύριε Πατσιφά» του απάντησα και, πραγματικά, ανταλλάξαμε ένα γρήγορο φιλί. «Κορίτσι μου, σ’ ευχαριστώ. Μου έδωσες άλλα δέκα χρόνια ζωής» μου είπε κι έφυγε τρισευτυχισμένος. Δεν πέρασε πολύς καιρός, ίσως μερικές εβδομάδες, ούτε καν μήνας και δέχτηκα ένα τηλεφώνημα: «Πέθανε ο Αλέκος ο Πατσιφάς»! Ήταν ξαφνικό…

Κ.Σ.: Απ’ τα πιο όμορφα πράγματα που έχω ακούσει! Είναι δυνατόν ο φωτισμένος αυτός άνθρωπος, όπως τα λέει η Λένα, να ήταν ένας ψυχρός και αδίστακτος εταιρειάρχης σαν τους άλλους που λυμαίνονταν τη δισκογραφία; Ήξερε ν’ αγαπάει και να εκτιμάει. Συγγνώμη, αλλά εγώ τη βλέπω την ιστορία αυτή σαν έναν πατέρα που ζήτησε ένα φιλί από την αγαπημένη του κόρη. 

Κοιτάξτε που μας πάει η κουβέντα τώρα! Γνωρίζω πως και οι δυο σας κουβαλάτε έντονα τους γονείς σας. 

Κ.Σ.: Δεν γίνεται κι αλλιώς αν έχεις μεγαλώσει κοντά τους και ξέρεις καλά τον πατέρα σου και τη μητέρα σου. Μην κοιτάς τα φώτα και τις καριέρες, πάντα σ’ αυτούς επιστρέφεις. Στην ουσία έχουμε την τάση να γυρνάμε εκεί απ’ όπου γεννηθήκαμε και δεν λέω καμιά βαριά φιλοσοφία τούτη τη στιγμή.

Λ.Π.: Ισχύει, όσο αν καμιά φορά γίνεται βασανιστικό όλο αυτό. Ξέρω πως η Κατερίνα αυτόν τον καιρό έχει αφιερωθεί στη μητέρα της σαν μια κόρη που κάνει το καθήκον της από αγάπη, όμως, όχι από κοινωνική σύμβαση. Όταν χάσαμε τον πατέρα μου και το πένθος ήταν αβάστακτο μες το σπίτι, πολλά βράδια κοιμόμουν αγκαλιά με τη μητέρα μου. Δύο γυναίκες που προσπαθούσαν να αλληλοστηριχθούν για να αντέξουν. 

Και το έκανες, λες, από αγάπη κι εσύ ή από μία διάθεση αυτοπροστασίας;

Λ.Π.: Σου εξήγησα, μάλλον από το δεύτερο. Είχα, βλέπεις, μια πολύ ιδιαίτερη και ανταγωνιστική σχέση με τη μάνα μου καθ’ όλη την κοινή μας ζωή. 

Κ.Σ.: Εγώ τη βρίσκω όμορφη κι αυτή την εικόνα που περιέγραψε η Λένα. Είναι στιγμές που χαϊδεύω το προσκέφαλο της μάνας μου και περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου ολόκληρη η παιδική μου ηλικία. Νομίζετε πως δεν είναι ένα πένθος κι αυτό; Αυτός ο άτιμος ο χρόνος! Περνάει κι όλο περνάει και τα σαρώνει όλα. 

Το πένθος σε όλες του τις μορφές είναι η άλλη όψη της ευτυχίας. Συμφωνείτε;

Λ.Π.: Όλο αυτό που το είπες τόσο ωραία, συνοψίζεται σε μία λέξη: Ανηδονία! Όπως όταν έχεις άγχος για μία συναυλία, μία παράσταση, που την κάνεις, τελειώνει μες το χειροκρότημα κι ύστερα, όταν γυρνάς σπίτι, λες: «Πάει κι αυτό! Το περίμενα τόσο καιρό και έγινε!» Και λοιπόν; Άλλαξε κάτι επί της ουσίας;

Κ.Σ.: Πες μου, βρε Λένα, όμως, έναν καλλιτέχνη, έναν μόνο, που να μην του συμβαίνει αυτό. Ένας άλλος στη θέση μας μπορεί να’χε όνειρο της ζωής του να κάνει ένα μεγάλο σπίτι ή ένα εξοχικό. Κι όταν τα καταφέρνει και το φτιάχνει, πάλι ίδια δεν θα’ναι η καθημερινότητα του; Πάλι στο ίδιο μαξιλάρι δεν θα κοιμάται και θα ξυπνάει; Τελικά τι μένει; Η ευτυχία της στιγμής ή το αντίστροφο, η στιγμή της ευτυχίας.

Λ.Π.: Τα λες τόσο όμορφα, Κατερίνα μου. Επισημαίνεις με τον τρόπο σου τις εκλάμψεις της ευτυχίας, του παροδικού και του εφήμερου. Έτσι είναι.

Αρκετά μελαγχολήσαμε. Σας συναντώ σήμερα με αφορμή μία νέα έκλαμψη – έστω – της κοινής ευτυχίας σας. Ένα τραγούδι που σας ένωσε. 

Λ.Π.: Ήμουν σίγουρη πως μ’ αυτό το τραγούδι θα «συναντιόταν» ο κόσμος. Έγινε με μεγάλη αγάπη, την οποία δώσαμε και την παίρνουμε πίσω τώρα εις διπλούν: Πόσο όμορφα σχόλια γράφουν οι άνθρωποι στο διαδίκτυο! Πόσο συγκινούμαι! Αν καθόμουν να ευχαριστήσω έναν – έναν προσωπικά, δεν θα μου έμενε καθόλου χρόνος. Τους ευχαριστώ από δω, μέσω εσού τώρα.

Κ.Σ.: Κι εγώ συγκινούμαι πολύ, Λένα! Μου διάβαζε ο Αντώνης τα σχόλια που γράφτηκαν μέσα σε μία ώρα, καθώς ερχόμασταν στο σπίτι σου, και μου τρέχανε τα δάκρυα μες τ’ αυτοκίνητο. Και να σου πω ένα άλλο; Από κάτι τέτοια καταλαβαίνω πως κι εγώ υπήρξα μία παράτολμη καλλιτέχνις που πάντα ψαχνόμουν και δεν ήθελα να μένω στα ίδια. Θες να το πεις ωριμότητα απ’ τη μεριά μου, πες το, το θέμα όμως είναι ότι το καλύτερο αποτέλεσμα βγαίνει απ’ τα αντίθετα.

Οι «Ανθρωποφάγοι» είναι ένα σκληρό τραγούδι, Κατερίνα. Δεν φαντάζομαι να περιμένεις να γίνει «σουξέ» με την έννοια του όρου, όπως ήσουν καλομαθημένη.

Κ.Σ.: Δεν μ’ απασχολεί καθόλου το «σουξέ» πλέον. Τα τραγούδησα, τα έζησα και τα χόρτασα τα «σουξέ» όσο κανείς άλλος συνάδελφος σ’ αυτή τη δουλειά. Είμαι σε θέση να γνωρίζω πως όταν περάσει κι άλλο ο χρόνος, όταν δεν θα είμαστε εδώ, αυτοί που ενδιαφέρονται θα ξέρουν πως κάποτε η Κατερίνα Στανίση μαζί με τη Λένα Πλάτωνος άφησαν ένα καλό ή σημαντικό ή απλά ωραίο τραγούδι. Πίστεψε με, τίποτα άλλο δεν θέλω!

Λ.Π.: Κι εγώ το ίδιο νομίζω. Μιλήσαμε πριν για τη στιγμιαία ευτυχία, που την εισπράττουμε τούτη την ώρα. Όταν κι αυτή θα λήξει υπό το πρίσμα της ανηδονίας, που προανέφερα, θα μείνει αυτό που λέει η Κατερίνα. Μακάρι δηλαδή, το εύχομαι. 

Αν σας ρωτούσα ποιοι είναι κατά τη γνώμη σας οι «Ανθρωποφάγοι»;

Κ.Σ.: Οι πολιτικοί που μας στερούν το μεροκάματο μας με διάφορες προφάσεις. Που μοιράζουν επιλεκτικά τις δουλειές και που σκοτώνουν ουσιαστικά τον πολιτισμό. Που μας βουλώνουν το στόμα, αν θες! Όχι με τη μάσκα, που εγώ πάντα τη φοράω, γιατί τον φοβάμαι τον ιό, αλλά στερώντας μας το τραγούδι. Αν θες να δολοφονήσεις έναν καλλιτέχνη, που έχει μάθει να ζει και ν’ ανασαίνει απ’ την τέχνη του, απλά του τη στερείς! Τον μαραζώνεις πριν την ώρα του, του λες να κάτσει σπίτι του και να μη βλέπει κόσμο. Δεν χρειάζεται ν’ αναφέρω πόσες συναυλίες είχα κλείσει και ακυρώνονται η μία μετά την άλλη…

Λ.Π.: Για όλα αυτά που περιγράφει η Κατερίνα, τραγούδησε και τόσο τέλεια τους συγκεκριμένους δυστοπικούς στίχους της μεγάλης Κοντοβά, θα μου επιτρέψεις! Η «παγωμένη στέπα», οι «πάγοι του άρχοντα του σκότους» που έγραψε η Μυρτώ είναι η απόλυτη ποιητική καταγραφή μιας περιρρέουσας φασίζουσας ατμόσφαιρας που ξεκινάει απ’ τις δολοφονίες μεταναστών, καλλιτεχνών και «διαφορετικών» και φτάνει μέχρι την οικονομική μας εξαθλίωση. Είναι ακόμη ένα σχόλιο για τον καταναλωτισμό, στον οποίο σε οδηγεί ο ανεξέλεγκτος καπιταλισμός, που σε κάνει να καταναλώνεις όλο και περισσότερο φτάνοντας σε σε σημείο ανθρωποφαγίας! Και, ως γνωστόν, ο φασισμός υπήρξε ιστορικά ως το πιο δυνατό και ακραίο δεκανίκι του καπιταλισμού.

Τώρα που το λες, από παλιά μιλούσες για τον καπιταλισμό με τα τραγούδια σου. Σου θυμίζω τη λογοκριμένη από την Εκκλησία «Υπεραγορά» και το κομμάτι – αφιερωμένο στον Αντονιόνι με το «Zabriskie Point».

Λ.Π.: Αν κάτι σιχαίνομαι στη ζωή των ανθρώπων, μαζί και στη δική μου ζωή, είναι η εξάρτηση από τον καπιταλισμό. Είναι τόσο ύπουλο το σύστημα αυτό που σε κάνει ανελεύθερο στην ουσία. Το να θες να περνάς καλά στη σύντομη αυτή ζωή θα έπρεπε να θεσμοθετηθεί με έναν μαγικό τρόπο. Για όλους, όμως, αδιακρίτως! Όταν έγραψα τα «Σκουπίδια πέραν της ατμόσφαιρας» λειτούργησα όπως και η ηρωίδα του Αντονιόνι, που μέσα στο ψυχεδελικό trip της έβλεπε με τα μάτια της τις απανωτές εκρήξεις στη βίλα με όλα τα σύμβολα του καπιταλισμού να αιωρούνται στην ατμόσφαιρα. Πως καταντήσαμε έτσι; Πως έγινε έτσι ο κόσμος όλος; Είναι η σκέψη που κάνω κάθε βράδυ πριν κλείσω τα μάτια μου. 

Κι εκεί έρχεται η μουσική; Ξέρω πως πάντα παίζει μουσική στο σπίτι σου όλη τη νύχτα.

Λ.Π.: Παλιότερα άκουγα πολύ τα συγκροτήματα της νιότης μου. Τώρα πια προτιμώ ν’ ακούω μουσική για πιάνο ή ιντερνετικούς lounge jazz σταθμούς. Με θλίβει ν’ ακούω Barclay James Harvest και Tangerine Dream, απεικονίζουν την πιο όμορφη εποχή μου που πέρασε ανεπιστρεπτί.

Κ.Σ.: Εγώ πάλι θέλω να ενημερώνομαι για το τι γίνεται στο ελληνικό τραγούδι. Δεν έχω καλή σχέση με τους ιντερνετικούς σταθμούς, ούτε καν με τα καινούργια μοντέλα στα κινητά τηλέφωνα, αλλά όλα τα παρακολουθώ κι έχω άποψη για κάθε τραγουδιστή που εμφανίζεται στο χώρο μας. Και το κάνω με πραγματικό ενδιαφέρον και με μία περιέργεια που πηγάζει από τα τόσα χρόνια που υπάρχω κι εγώ στο χώρο αυτό. 

Κυρίες μου, λέω να σας αφήσω να γευθείτε την επιτυχία του τραγουδιού σας. Βάλτε εσείς τον επίλογο σ’ αυτή την πρώτη κοινή σας συνέντευξη.

Κ.Σ.: Εγώ θα επιμείνω στο ότι έπρεπε να περάσουν τόσα χρόνια για να «συναντηθούμε» τελικά με τη Λένα και να φτιάξουμε ένα τραγούδι. Εύχομαι να υπάρξει και συνέχεια, να είμαστε καλά να δίνουμε μαζί ρεσιτάλ για πιάνο – φωνή με τραγούδια δικά της και με τα πιο αγαπημένα μας λαϊκά τραγούδια. 

Λ.Π.: Θα το κάνουμε κι αυτό, Κατερίνα μου, θα το κάνουμε! Εγώ δηλώνω ευτυχισμένη με τη συνεργασία αυτή και καλωσορίζω μια καινούργια φίλη στη ζωή μου πάνω απ’ όλα. Ευτυχισμένη, επίσης, που το τραγούδι αυτό κυκλοφόρησε στα φετινά μου γενέθλια και είναι κάτι που θα θυμάμαι για όλα τα επόμενα χρόνια.