«Οι ανισότητες που βλέπουμε δεν έχουν σχεδιαστεί από κάποιο κέντρο. Είναι αποτέλεσμα της κρίσης, που έχει αλλάξει ριζικά την κατανομή των εξουσιών. Χάρη στην οικονομική της ισχύ, η Γερμανία παίζει όλο και πιο πρωταγωνιστικό ρόλο, κάτι που θεωρώ αρνητικό. Παρ’ όλα αυτά, οι ευρωεκλογές του περασμένου Μαΐου επιφύλαξαν μια έκπληξη. Η μάχη για την προεδρία της Κομισιόν συνέβαλε στο να εισαχθεί περισσότερη δημοκρατία από την πίσω πόρτα. Παρά την αντίσταση της Μέρκελ. Κι ακόμη περισσότερο του Κάμερον».
Αυτά λέει στην El Pais ο Γερμανός κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ, που τα τελευταία τριάντα χρόνια αναλύει τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η σύγχρονη κοινωνία. Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ludwig-Maximilian του Μονάχου, στο London School of Economics και στην FMSH του Παρισιού, ο 70χρονος Μπεκ προσπαθεί να ρίχνει γέφυρες σε μια Ευρώπη όπου η κρίση έχει οξύνει τις διαφορές.
Ο Ούλριχ Μπεκ φοβόταν ότι η εκλογή προέδρου της Κομισιόν από το Ευρωκοινοβούλιο δεν θα ήταν δυνατή, καθώς αυτή η μεταβίβαση εξουσίας θα προσέκρουε στην αντίσταση της Μέρκελ. Όμως οι ευρωπαίοι πολίτες ψήφισαν τον Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ και τυχόν περιφρόνηση της επιλογής τους θα ήταν καταστροφική για τη δημοκρατία. Κανείς δεν θα λάμβανε σοβαρά υπόψη του στο εξής τις ευρωεκλογές. Ο εκλεγείς πρόεδρος κέρδισε έτσι πολιτικό βάρος. Μέχρι τώρα, αυτή τη θέση την κατείχε μια μη εκλεγμένη πρόεδρος, η Μέρκελ. Η Ευρώπη έγινε έτσι λίγο λιγότερο γερμανική.
Πριν από δύο χρόνια, στο βιβλίο του «Μια γερμανική Ευρώπη», ο Μπεκ έβλεπε δύο πιθανούς δρόμους για την Ευρώπη. Ο ένας ήταν η υπέρβαση του εθνικού κράτους μέσα από την οικονομική συνεργασία. Ο άλλος ήταν ο θρίαμβος των τεχνοκρατικών κυβερνήσεων και το τέλος της δημοκρατίας. Σε ποιο από τα δύο αυτά μοντέλα θεωρεί σήμερα ότι έχουμε πλησιάσει; «Το πρόβλημα αυτό εξακολουθεί να είναι άλυτο. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξακολουθεί να εφαρμόζει μια τεχνοκρατική και ελιτίστικη πολιτική. Ακόμη κι εκείνοι που εκτιμούν την Ευρώπη – όπως οι νέοι που σπουδάζουν σε διαφορετική χώρα από τη δική τους – βλέπουν τις Βρυξέλλες ως ένα γραφειοκρατικό τέρας. Και σε ευρωσκεπτικιστικές χώρες όπως η Βρετανία ή η Δανία, οι πολίτες αξιοποιούν τα πλεονεκτήματα της ΕΕ, όταν όμως έρχονται οι εκλογές ψηφίζουν κατά της Ευρώπης. Πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος να ξεπεραστεί αυτή η σχιζοφρένεια».
Η αυξανόμενη απόσταση ανάμεσα στους πολίτες και το σύστημα, ιδιαίτερα στον Νότο, είναι η μεγάλη απειλή της εποχής μας, συνεχίζει ο Γερμανός κοινωνιολόγος. Το πρόβλημα δεν θα λυθεί από τα κόμματα, αλλά από ένα ευρύτερο κίνημα. Γιατί δεν συγκροτείται μια συμμαχία από όλες τις «παράπλευρες απώλειες» της λιτότητας; Χωρίς την πρωτοβουλία των πολιτών, και χωρίς ένα όραμα μιας διαφορετικής Ευρώπης, αυτή η κρίση δεν θα ξεπεραστεί.
Για τον Ούλριχ Μπεκ, κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ ή το ισπανικό Podemos αποτελούν εθνικές απαντήσεις στην κρίση, όχι ένα ευρωπαϊκό κίνημα. Αυτό που χρειάζεται είναι να αντικατασταθεί η ομοιογενής και ιμπεριαλιστική ιδέα της οικονομικής πολιτικής – δηλαδή η λιτότητα – από μια κοσμοπολίτικη ματιά. Είναι αδιανόητο στα μέσα ενημέρωσης της Γερμανίας ή της Γαλλίας να μην παρουσιάζονται άλλες λύσεις από τον δογματισμό της λιτότητας. Είναι αδιανόητο να μην έχουν ξεσηκωθεί οι διανοούμενοι κατά της Λεπέν. Ύστερα απ’ όσα έχουν συμβεί στη Γαλλία ή τη Βρετανία, η Γερμανία αποτελεί τη δύναμη που κρατά ενωμένη την Ευρώπη. Ναι, η Γερμανία είναι η τελευταία ελπίδα της Ευρώπης. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι χρειαζόμαστε μια γερμανική Ευρώπη. Χρειαζόμαστε αυτό που ο Τόμας Μαν αποκάλεσε μια «ευρωπαϊκή Γερμανία».
Πριν από 30 χρόνια, ο Μπεκ πρωτομίλησε για την «κοινωνία του ρίσκου». Σήμερα, αυτό το ρίσκο έχει μεγαλώσει; «Τότε ήθελα να επιστήσω την προσοχή στους κινδύνους που συνδέονταν με την επιτυχία της νεωτερικότητας. Η καταστροφή του Τσέρνομπιλ ήλθε την ώρα που κυκλοφορούσε το βιβλίο. Αυτό που δεν προέβλεψα ήταν η επέκταση αυτών των κινδύνων, όπως η τρομοκρατία ή η χρηματοπιστωτική κρίση. Στο επόμενο βιβλίο μου εξετάζω πώς αυτά τα δεινά μπορούν να έχουν και θετικά αποτελέσματα. Σκεφτείτε τις ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Όχι μόνο προκάλεσαν την ηθική απαίτηση για «όχι άλλες Χιροσίμες», αλλά επέβαλαν και την αλλαγή της στρατιωτικής πολιτικής. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η κλιματική αλλαγή. Η προοπτική της κλιματικής καταστροφής έχει προκαλέσει μια τεράστια αλλαγή νοοτροπίας σε όλο τον κόσμο».