Όταν ο άψογος τραγουδιστής με τις μακριές φαβορίτες, Σταμάτης Κόκοτας μίλησε στο Koutipandoras

Πριν από δυο χρόνια, ο Σταμάτης Κόκοτας ο οποίος έφυγε από την ζωή σήμερα Σάββατο (1/10) , είχε δώσει συνέντευξη στο Koutipandoras και τον συνάδελφο Αντώνη Μποσκοϊτη την οποία αναδημοσιεύουμε σήμερα προς τιμήν του μεγάλου καλλιτέχνη.

DSC 3178 1536x1024 1

«Η συνέντευξη είναι σαν το χαβιάρι. Τρως από λίγο, αλλά καλό. Δεν είναι για χόρταση»

Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι που τη δεκαετία του 1980, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ακουγόταν πολύ ο Σταμάτης Κόκοτας. Για την ακρίβεια, θέλοντας και μη, είχα μάθει απ’ έξω όλο το ρεπερτόριο του πρώτου του άλμπουμ: «Όνειρο απατηλό», «Μη μου χτυπάς τα μεσάνυχτα την πόρτα», «Στου Όθωνα τα χρόνια», ομολογουμένως μεγάλα τραγούδια που σφράγισε με την ερμηνεία του αυτός ο άψογος τραγουδιστής με τις μακριές φαβορίτες.

Λίγο μετά, όταν «κόλλησα» άσχημα με το rock, μου φαινόταν αδιανόητο πως γίνεται ένας Έλληνας τραγουδιστής, που μου θύμιζε τους…Mungo Jerry, να ξοδεύεται σε λαϊκά τραγούδια, ακόμη κι αν αυτά έγιναν τεράστιες επιτυχίες. Τόσα ήξερα, τόσα έλεγα! Κι όταν πάλι αργότερα έμαθα για τη γαλλική του περίοδο, συνειδητοποίησα πως πρέπει να είναι ο μοναδικός τραγουδιστής που έφερε κάποτε έναν αέρα Δύσης στο εγχώριο λαϊκό τραγούδι. Υπό αυτή την έννοια, μπορεί ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης να τον χαρακτήρισε «Έλληνα Frank Sinatra», για μένα όμως ήταν και θα είναι ο «Έλληνας Michel Polnareff». Ο ίδιος δεν θα’χει πρόβλημα, φαντάζομαι, δεν μου δήλωσε δηλαδή αρνητικός απέναντι στις ταμπέλες και τους χαρακτηρισμούς.

Η συνάντηση μας με τον Κόκοτα κλείστηκε για το «Βυζαντινό», το καφέ του «Χίλτον», στο κέντρο της Αθήνας. Οι σερβιτόροι «σκίστηκαν» να μας εξυπηρετήσουν, κερνώντας καφέδες και γλυκά. Θα είχαν πληροφορηθεί, φαίνεται, πως ο δημοφιλής ερμηνευτής υπήρξε στενός φίλος του ανθρώπου που έφτιαξε το πιο γνωστό ξενοδοχείο στην πρωτεύουσα και ότι εκεί συνήθιζε επί σειρά ετών να πραγματοποιεί τις ιδιωτικές του κοσμικές εκδηλώσεις.

Αν και ευδιάθετος ο Κόκοτας, προσηνής και ευγενής στα όρια του ιπποτισμού, δεν είχε μεγάλη διάθεση για κουβέντα. Αδίκως προσπάθησα να τον παρασύρω σε μία μεγάλη ανοιχτή συζήτηση περί τέχνης και τραγουδιού. Πήρα, ωστόσο, μερικές πληροφορίες για την προσωπική του ιστορία στο τραγούδι και για την προσωπικότητα του – όλα κατατίθενται στη συνέντευξη που ακολουθεί ευθύς αμέσως. Ίσως διότι – όπως πολύ εύστοχα και εύστροφα – σχολίασε και ο ίδιος, «μία συνέντευξη είναι σαν το χαβιάρι. Τρως από λίγο, αλλά καλό».

Κύριε Κόκοτα, θα είναι μία πενταετία περίπου που ήμουν μέσα σ’ ένα λεωφορείο κι από πίσω ερχόσασταν εσείς καβάλα στο βεσπάκι σας. Οι επιβάτες κόλλησαν στα τζάμια για να δουν ένα είδωλο του τραγουδιού κι εσείς τους ανταμοίψατε με ένα χαμόγελο και ένα νεύμα. Μια και μιλάμε όμως για το 2015, σκεφτόμουν πως γίνεται μια τέτοια δημοφιλία να διατηρείται αναλλοίωτη επί σειρά δεκαετιών.

Εγώ τα κάνω όλα και δεν κρύβομαι, συμπάσχω με τον κόσμο. Δεν λείπω από πουθενά, οπότε είμαι και κοντά στο λαό. Θα με δείτε δηλαδή συχνά να πηγαίνω στη λαϊκή, στα μαγαζιά, να δέχομαι την αγάπη των ανθρώπων.

Ο Μάο Τσε Τουνγκ έλεγε πως ο επαναστάτης πρέπει να κινείται μεσ’ στο λαό όπως το ψάρι στο νερό. Δεν πιστεύω να είστε μαοϊκός εσείς.

(γελάει) Εγώ είμαι κάπως καλύτερα, μπορώ να πω. Με φιλάνε και φιλάω κιόλας. Εναγκαλίζομαι με την κυρία, με τον κύριο, εκεί φτάνουν οι εκδηλωτικές συμπεριφορές.

Είναι κάτι που είχατε από το ξεκίνημα σας; Τη σωματική επαφή, εννοώ.

Από την αρχή τα ίδια πράγματα γίνονταν. Από την εποχή που με παρουσίασε ο μεγάλος Ξαρχάκος στο θέατρο και είπα ορισμένα τραγούδια, έγινα όχι ακριβώς ο άνθρωπος του κόσμου, αλλά εκείνο που περίμεναν!

Ακούγεται σαν όνειρο αυτό για ένα παιδί γεννημένο σε μια λαϊκή αθηναϊκή συνοικία.

Φυσικά. Γεννήθηκα στην Αθήνα, Ζωγράφου, στο περίφημο μαιευτήριο «Μαρίκα Ηλιάδου». 23 Μαρτίου! Οικογένεια πολύτεκνη. Έξι αδέρφια.

Είναι εν ζωή σήμερα;

Όχι…Εγώ και μια αδερφή μου έχουμε μείνει μόνο. Πόσο είχαν χαρεί τα αδέρφια μου με την επιτυχία μου! Αλίμονο! Ήμασταν αγαπημένη οικογένεια, αλλά δυστυχώς δεν μπορεί να παραμένει ίδια…Έρχεται η ώρα που οι οικογένειες διαλύονται.

Ναι, μεγαλώνουν οι άνθρωποι και «φεύγουν». 

Έχασα και πολύ νωρίς τον πατέρα μου, αλλά άσ’τα, μη λέμε τέτοια, μας πιάνει η ψυχή μας. Να πούμε άλλα πράγματα που έχουμε, καλά.

Δεν είναι κακό να μας πιάνει κι η ψυχή μας ενίοτε.

Δεν θέλω να σκέφτομαι τίποτα τώρα πια…Η υπόθεση είναι ότι επί τόσες δεκαετίες είμαι δαχτυλοδεικτούμενος και όπου κι αν πάω, όπου κι αν σταθώ, δεν μπορώ να κρυφτώ.

Αυτό ειν’ αλήθεια.

Δεν λέω ψέματα ποτέ μου.

Κι αυτό που οφείλεται, πιστεύετε; Να μην έχει να κάνει και λίγο με την εξωτερική σας εμφάνιση;

Όχι, ο κόσμος δεν εκτιμάει μόνο τι φοράς ή πως μοιάζεις. Εκείνο που μετράει είναι το τι τους είπες και τι τους κάνεις και σε ποια βαθμίδα έφτασες. Κι εγώ, όπως ξέρετε, έχω ξεπεράσει τον κόσμο όλο.

Δηλαδή;

Να σας πω! Δεν είναι μόνο η αγάπη, είναι και η στοργή που δείχνει ο κόσμος απέναντι μου. Όταν γνωριστώ από κοντά με κάποιον, αν είναι δυνατόν θα μου δωρίσει τον ουρανό ολόκληρο. Τα λόγια που ακούω και το φέρσιμο που εισπράττω είναι κάτι το απίστευτο.

Έτσι ως δώρο θα εισπράξατε και τη γνωριμία σας με τον συνθέτη Σταύρο Ξαρχάκο.

Αλίμονο! Ο Ξαρχάκος είναι πολύ καλό παιδί, είναι κύριος και κάναμε πολλά τραγούδια μαζί. Απ’ τα πάντα έμεινε πολύ ευχαριστημένος με μένα κι έτσι έμεινε η φιλία αιώνια.

 

Πείτε μου, πως ακριβώς συναντηθήκατε με τον Ξαρχάκο;

Στο Παρίσι. Κι εγώ ήμουν στο Παρίσι, κι αυτός ήταν στο Παρίσι…

Εσείς τι δουλειά είχατε εκεί;

Δούλευα ως τραγουδιστής σε κάποιο μαγαζί. Εκεί φωνογράφησα και «Τα δάκρυα μου είναι καυτά».

Που το’χε πει η Ζωή Φυτούση.

Ακριβώς. Η Ζωή Φυτούση τό’πε σε α’ εκτέλεση, ενώ εγώ το έκανα επανεκτέλεση και σε γαλλική βερσιόν.

Νομίζω πως έχει μεγάλο ενδιαφέρον η γαλλική σας περίοδος.

Δεν έχει μόνο ενδιαφέρον, αφού όταν έγινε σουξέ το τραγούδι αυτό στη Γαλλία, δεν μπορούσα να κυκλοφορήσω στο δρόμο.

Σαν να ήσασταν οι Beatles, μου λέτε.

Σαν να ήμουν στην Αθήνα! Τι να σας λέω, παρέα με Σαρλ Αζναβούρ, Τζόνι Χαλιντέι, Τζιάνι Μοράντι…

Και με Μπριζίτ Μπαρντό, έτσι;

(γελάει) Εντάξει, ανδρικά θέματα ειν’ αυτά…Τι να κάνω, να σου κρυφτώ; Και με έκανε πρωτοσέλιδο η France-Soir! Δίπλα στο «France» η μουτσούνα μου!

Τα κρατήσατε αυτά τα αποκόμματα;

Τίποτα δεν έχω κρατήσει…Ήμουν πάντα ένας ελεύθερος άνθρωπος και δεν κρατούσα ντοσιέ που είχε μέσα τι κάνω και που πάω.

Ελεύθερος απ’ την ύλη;

Ναι, ελεύθερος από κανέναν και τίποτα!

Θα επιμείνω: Πως πήρατε την απόφαση, όντας νέο παιδί, να πάτε στη Γαλλία;

Δεν πήγα έτσι να τραγουδήσω, στο άσχετο. Είχα συμβόλαιο.

Με γαλλική εταιρεία;

Όχι με γαλλική εταιρεία. Με γαλλικό καλλιτεχνικό πρακτορείο. Ξέρετε τι είναι με το που φτάνεις στο Παρίσι, νέο παιδί όπως είπατε, να συναντάς την Εντίθ Πιάφ;

Είχατε συναίσθηση του μεγέθους της;

Τι συναίσθηση νά’χει και τι να πρωτοκάνει ένα νέο παιδί, ομορφόπαιδο, με σαράντα φιλενάδες δίπλα; Όπου έγερνα, γυναίκα έβλεπα!

Κατάλαβα.

Η έπαρσις είναι μεγάλη, αλλά όσο νά’ναι εγώ ήμουν πάντα σοβαρός άνθρωπος. Το ίδιο επιθυμούσα και για τις γνωριμίες μου. Οι μεγάλοι Γάλλοι που συναναστράφηκα, μίλησα και έκανα παρέα, δεν ήταν τόσο επιφυλακτικοί όσο εγώ απέναντι τους. Το σινεμά, για παράδειγμα, δεν το κυνήγησα ποτέ μου.

Είμαι σίγουρος πως θα είχατε προτάσεις για σινεμά.

Θα μπορούσα να’χα κάνει μεγάλα πράγματα.

Με τον Γιάννη Σπανό είχατε βρεθεί στο Παρίσι;

Όχι, εγώ ήμουν – πως να σας το πω – περπατημένος καλλιτέχνης. Όταν κάνεις παρέα με Αζναβούρ, Μπεκό, Πετούλα Κλαρκ, με, με, με, δεν είναι απαραίτητο πως θα βρισκόσουν με τον Σπανό, ο οποίος είναι ένας πολύ μεγάλος συνθέτης. Γνωριστήκαμε αργότερα εδώ, στην Ελλάδα, στη γειτονιά μας και πήγαμε στο στούντιο κι είπαμε τα τραγούδια μας. Μεγαλούργησε και μεγαλουργεί ακόμα, παρόλο που έφυγε νωρίς από τη ζωή. Τι να κάνουμε…

(Ο Σταύρος Ξαρχάκος διευθύνει την ορχήστρα και τον Σταμάτη Κόκοτα σε μία από τις πρώτες εμφανίσεις του στο αθηναϊκό κοινό, στον «Λευτέρη» σε στίχους Νίκου Γκάτσου. Απόσπασμα από την ταινία – ντοκιμαντέρ «Η Αθήνα μετά τα μεσάνυχτα» του 1968)

Να πάμε πάλι στη γνωριμία με τον Ξαρχάκο.

Με τον Ξαρχάκο είμαστε φίλοι καλοί και κάναμε παρέα. Βγαίναμε έξω, παίζαμε, ραντεβού από δω κι από κει. Όχι ακριβώς παιδικοί φίλοι, αλλά γνωριστήκαμε στην εφηβεία, πάνω εκεί που μπορούσε ο καθένας μας να διαλέξει κάτι για τον εαυτό του.

Ο Ξαρχάκος, πάλι, προέρχεται από ένα μεγαλοαστικό περιβάλλον εν αντιθέσει με σας που έχετε λαϊκές καταβολές.

Βέβαια, έτσι είναι. Εγώ ήμουν πάντα λαϊκός και παραμένω λαϊκός. Αυτό το χαρακτηριστικό μου είναι που παραμένει αναλλοίωτο! Ο Ξαρχάκος μου πρωτοπαρουσίασε τα τραγούδια του: «Σ’ αρέσει αυτό, σ’ αρέσει τ’ άλλο;» και τα είπα όλα! Όταν κάποτε άκουσε τη φωνή μου ο Νίκος Γκάτσος, με είπε «Σταματάκη μου» κι έκτοτε έτσι μ’ αποκαλούσε. Μ’ αγαπούσε πολύ εμένα ο Γκάτσος, αλλά όταν λέμε πολύ, εννοούμε πολύ! Εκείνο που μπορώ να μοιραστώ μαζί σας είναι κάτι που μου’χε πει: «Εσύ θα μεγαλουργήσεις έξω απ’ την Ελλάδα. Όλος ο κόσμος θα μιλάει για σένα» – άκου βαριά κουβέντα που μου’ πε!

Όντως, στα ξεκινήματα σας ειδικά.

Μα ήμουν μικρό παιδί και δεν είχα πει ακόμη τίποτα μεγάλο. Όταν με δοκίμασε στο «Ένα μεσημέρι στης Ακρόπολης τα μέρη», αυτό ήταν, τελείωσε! (σ.σ. ο σερβιτόρος του «Χίλτον» θέλει να μας στρώσει για να μας κεράσουν ένα γλυκό. Ο Κόκοτας του λέει «Δεν θέλουμε, εμείς κάνουμε συνέντευξη, κέρασε όμως το κορίτσι», εννοώντας τη φωτογράφο μας, Αγγελική Παπαϊωάννου) Όταν είπα το μεγάλο τραγούδι «Στην Κρήτη και στη Μάνη», ένα πανδύσκολο κομμάτι για κάθε τραγουδιστή, ο Γκάτσος μου έδωσε τα συγχαρητήρια του!

Τον συναντούσατε τακτικά τον Γκάτσο;

Κάθε δυο – τρεις μέρες στου «Ζόναρς», πίναμε μαζί καφέ. Πετύχαινα και τον Χατζιδάκι, με τον οποίο βέβαια δεν ήμασταν τόσο κοντά όσο με τον Γκάτσο. Και με τον τεράστιο συνθέτη Μάνο Χατζιδάκι, όμως, σιγά – σιγά γίναμε φίλοι και ανταλλάζαμε πολλές κουβέντες.

Απλά δεν σας προέκυψε συνεργασία.

Τον τραγούδησα πολύ πάντως. Είπα το «Καραβάκι μου ξεκίνα, πάμε πάλι στην Αθήνα» (σ.σ. αναφέρεται στο «Φιλντισένιο καραβάκι» σε στίχους Νίκου Γκάτσου, που στη δισκογραφία πέρασε με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση) και πολλά ακόμη τραγούδια του. Εγώ δεν είμαι απ’ τους ανθρώπους που μένω σε ένα μόνο τραγούδι και σε έναν συνθέτη, είμαι σαν τα πουλιά που πετάνε απ’ τό’να δέντρο στο άλλο. Αποφάσισα να πω τα τραγούδια του κυρίου, της κυρίας, όποιου νά’ναι, αρκεί να χρήζουν αξιοπρεπείας! Αυτό έκανα όλα μου τα χρόνια κι έφτασα στα πολλά σουξέ. Αυτός είμαι, αυτός ήμουν κι αυτός θα είμαι, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.

Πείτε μου κάτι, με τη Φλέρυ Νταντωνάκη είχατε τραγουδήσει μαζί, πάντα υπό τη διεύθυνση του Ξαρχάκου; Η φλαουτίστα Στέλλα Γαδέδη και ο μπουζουξής Δημήτρης Χιονάς σας θυμούνται να φοράτε ένα στενό φιδίσιο παντελόνι στη συναυλία αυτή.

Φιδίσιο παντελόνι; Αποκλείεται! Εγώ βλέπω φίδια καμιά φορά στην τηλεόραση και γυρνάω κανάλι, κοιτάω αλλού (γέλια). Είχαμε τραγουδήσει με τη Φλέρυ πριν τη συνεργασία της με τον Χατζιδάκι, είναι αλήθεια, και μάλιστα με πιο ηλεκτρική ορχήστρα Ο Ξαρχάκος την είχε φέρει από την Αμερική, ήμασταν και συνομήλικοι με την κοπέλα. Που και πότε ακριβώς, όμως, δεν το θυμάμαι. Όταν έχεις δώσει τόσες συναυλίες, τι να πρωτοθυμηθείς…

Απ’ όλα σας τα τραγούδια, κύριε Κόκοτα, θεωρώ αριστούργημα το «Όνειρο απατηλό» του Καλδάρα και της Παπαγιαννοπούλου. Τι μεγάλο τραγούδι!

Είναι ένα απ’ τα μεγαλύτερα σουξέ που έγιναν ποτέ στην Ελλάδα, η δε γυναίκα που τό’γραψε ήταν τεράστια, μα τεράστια όμως! Μια γριούλα, της οποίας το στόμα έσταζε μέλι.

Τη θυμόσαστε καλά την Παπαγιαννοπούλου, βλέπω.

Τη «μπάλωνα» και πότε – πότε (σ.σ. εννοεί ότι τη χαρτζιλίκωνε). Πίναμε τα καφεδάκια μας, μ’ αγαπούσε πάρα πολύ κι αυτή…Και στο θάνατο της, πάλι κοντά της ήμουν…Πολύ κοντά της…

Νιώθετε ευτυχής με το τραγούδι που υπηρετήσατε;

Είμαι ευτυχισμένος απ’ τα ωραία τραγούδια που έχω πει, αλλά πιο πολύ ευχαριστημένοι πρέπει να’ναι οι κύριοι που τα έγραψαν και έβαλαν τις μουσικές. Είναι βασικά τα τραγούδια τους, τα οποία τραγουδώ εγώ. Έγιναν μεγάλες επιτυχίες, έμεινα με όλους φίλους, άρα τι άλλο να ήθελα;

Τα’χετε πει αμέτρητες φορές, η φιλία σας με τον Αριστοτέλη Ωνάση είναι επίσης πολύ γνωστή.

Άσ’το, να χαρείς…Δεν είναι ότι δεν θέλω να μιλήσω, αλλά πικραίνεσαι άμα μιλάς συνέχεια γι’ ανθρώπους που δεν υπάρχουν.

Γιατί ν’ αφήσουμε όμως τις μνήμες έξω από μία συζήτηση;

Ακούστε να σας πω, και με τον Αρίστο, και με τη Μαρία (σ.σ. εννοεί τη Μαρία Κάλλας), και με τη Τζάκι Κένεντι, ήμασταν οι καλύτεροι φίλοι, αλλά από μακριά πάντα. Με τον Αρίστο γυρίσαμε όλο τον κόσμο μαζί, πήγαμε σε πολλά μέρη και, τέλος πάντων, τού’κανα τα χατίρια. Έτσι πέρασε η ζωή κοντά του.

Εγώ, όμως, δεν συναντώ κάθε μέρα άνθρωπο που έχει κάνει παρέα με τη Μαρία Κάλλας.

Της Μαρίας της έκανα δώρο έξι δικά μου long play άλμπουμ, γιατί μ’ αγαπούσε πολύ κι αυτή. Είναι η αλήθεια. Ήτανε μια κοπέλα που από σεβασμό δεν μπορούσες να μείνεις για ώρα να συζητάς μαζί της.

Τι εννοείτε;

Όταν μιλούσε η Μαρία, ανέβαινε με τη φωνή της πέντε οκτάβες απάνω! Αισθανόσουν μειονεκτικά άμα ήσουν τραγουδιστής και καθόσουν δίπλα της. Αυτό, όμως, δεν αλλάζει το γεγονός της εκτίμησης που μου είχε. Στον Οίκο Σόθμπις δημοπρατήθηκαν και τα έξι δικά μου βινύλια μαζί με άλλα προσωπικά της αντικείμενα! Ανήκα, εν ολίγοις, στην προσωπική της συλλογή κι εγώ. Καλή κοπέλα ήταν και αγαπούσε παράφορα τον Αρίστο!

Μιλάμε για πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στο διεθνές τζετ σετ ενόσω στην Ελλάδα υπήρχε η χούντα των συνταγματαρχών.

Εγώ το ζούσα αυτό που λέτε, όπως όλοι. Μπορούσες να πεις ή να κάνεις τίποτα; Εμένα δεν μ’ ενδιαφέρουν αυτά και ήμουν αμέτοχος…Θα μου πεις, πως γίνεται να’σαι αμέτοχος, αλλά εγώ θα απαντήσω, πως αλλιώς, αφού δεν μπορούσα να προσφέρω κάτι…

Να προσφέρατε στον αντιδικτατορικό αγώνα, ας πούμε;

Είμαι μακριά απ’ τον αγώνα, πάρα πολύ μακριά. Όχι πως δεν με ενδιέφερε, στενοχωριόμουν μεν, αλλά όπως σας είπα ήδη, δεν μπορούσα να προσφέρω και κάτι. Δεν είμαι άνθρωπος της φασαρίας ή του να θίξω κάποιον. Και κάτι στραβό να μου πουν, «εντάξει» θα απαντήσω.

Είστε δηλαδή χαμηλών τόνων.

Πολύ χαμηλών, μπορώ να πω, χωρίς βέβαια να υπολογίζω και τις κακουχίες που θα βρεθούν στο δρόμο μου.

Ίσως γι’ αυτό είστε σήμερα στη θέση να μου τα διηγείστε ωραία.

Ε, βέβαια. Έτσι σας περιγράφω τον Σταμάτη, ποιος ήταν και τι έκανε, μόνο που αναφορικά με το τραγούδι, δεν μπορεί να με παλέψει κανένας. Αλλού, όπου θέλει, μπορεί να με παλέψει!

Που αλλού δηλαδή; Πείτε μου τα αδύνατα σημεία σας.

Να μιλάμε εμείς σήμερα για κάποιον άλλο. Αυτό παλεύεται, γιατί εγώ βρίσκομαι μακριά του. Εσείς, πάλι, μπορεί να είστε πιο κοντά του, γιατί ο δημοσιογράφος δημεύει, δεν αφήνει τίποτα! Εσείς θα τρέξετε εκεί που θα’ναι ο γάμος, θα γίνει το καλό, πρέπει να είστε εκεί.

Να, το καλό είναι εδώ σήμερα, μπροστά μου, ο Σταμάτης Κόκοτας που μου μιλάει.

(γελάει) Καλά κάνατε και γνωριστήκαμε κι είμαι στη διάθεση σας όποτε το ξαναθελήσετε.

Φοβάμαι ότι θα σας δυσαρεστήσω λίγο τώρα, αλλά θέλω να ρωτήσω για την ακύρωση εκείνης της συναυλίας σας, πρόσφατα, στο Ηρώδειο.

Με ρωτάτε αν κοιμήθηκα δεκαπέντε μέρες; Στενοχώρια που πήρα…

Το φαντάστηκα και για να είμαι ειλικρινής, σας σκεφτόμουν δίχως να σας γνωρίζω προσωπικά.

Έκλαιγα…Σου λέω τώρα ένα μυστικό μου…Όλο το σπίτι μού’φταιγε! Άσ’τα, άσ’τα…Ξέρετε, για ν’ ασχοληθεί κάποιος, πρέπει να’ναι ατζέντης. «Μα, εγώ ξέρω τη δουλειά», τέτοια φάση. Ξέρεις, φίλε, μπράβο, αλλά πρέπει να’σαι και πολύ δυνατός, όχι με το παραμικρό να λυγίζεις! Εγώ δεν τό’ξερα ότι ακύρωσε τη συναυλία, με καταλαβαίνετε;

Ναι, το μάθατε από τις εφημερίδες.

Απίστευτο. Τέλος πάντων, στην ηλικία που έφτασα, η ζωή μου’δωσε ένα ακόμη μάθημα: Εάν κάποιος θέλει να σε ταπεινώσει, δεν είναι ανάγκη να το κάνει μπροστά σου, το κάνει από πίσω σου, την ώρα που’χεις φύγει. Αυτό το πράγμα έπαθα κι εγώ! Δεν περίμενα ποτέ να μη βγω να τραγουδήσω στη γειτονιά μου, εκεί που έχω μεγαλουργήσει. Σαν να πέρασα απ’ έξω και να έφυγα…Δεν φταίω εγώ…

Όχι, δεν φταίτε εσείς.

Δεν πειράζει, επειδή είμαι ευκολόπιστος και αγαπάω τον κόσμο, το έφαγα κι αυτό. Πέρασε…Πήρα ένα μάθημα ακόμα.

Αναρωτιέμαι πως την παλεύατε τόσα χρόνια μέσα σ’ ένα ξακάθαρα ανταγωνιστικό περιβάλλον.

Εγώ με όλους τους καταστηματάρχες ήμουν σαν γιος με πατέρα. «Γιατί, Σταμάτη;» θα με ρωτήσεις! Διότι, δεν είπα και δεν μου είπε ποτέ κανείς «Στάσου πιο πέρα». Όπου δούλεψα, εκεί έμενα και δεν είχα προβλήματα. Αυτά τα απόκτησα όταν έκανα τεράστιες δουλειές, να όπως τώρα, που η ακύρωση σ’ ένα θέατρο σαν το Ηρώδειο, δεν είναι μικρή δουλειά…

Μην το σκέφτεστε άλλο.

Όχι, ποτέ! Δεκαπέντε μέρες δεν κοιμήθηκα, ήπια 400 τσάγια απ’ τη στενοχώρια μου! Νύχτες ολόκληρες, ξύπναγα στις 2.30, στις 3.30, στις 4.30, μιλάμε για στενοχώρια που τελικά δεν άξιζε…

Απ’ την άλλη, πήρατε τη μεγάλη χαρά να κάνετε το 2013 το comeback σας στο Ηρώδειο στο πλευρό του Σταύρου Ξαρχάκου.

Είναι τόσο καλό που μου το θυμίζετε τώρα! Χάλασε ο κόσμος! Ξαρχάκος ειν’ όμως αυτός, μιλάμε για πολύ μεγάλο μέγεθος!

Έχετε επαφές σήμερα, μιλάτε;

Βέβαια. Πότε – πότε τηλεφωνιόμαστε. Να μην το κρύβουμε, χρωστώ τα πάντα σ’ αυτό τον άνθρωπο.

Πάντα το λέτε αυτό.

Δεν μπορώ να μην το λέω. Τι, ουρανοκατέβατος εμφανίστηκα; Και πως τα είπα τα τραγούδια του κυρίου; Μπορώ να μην αναφέρομαι στα τραγούδια του Καλδάρα, του άλλου σπουδαίου; Μεγάλος συνθέτης και πολύ καλός άνθρωπος! Κι αυτός κι η σύζυγος του, που μού’κανε τα σιγόντα. Μου έλεγε «Μέχρι εδώ καλά πήγαμε». Μου έφερνε μετά το τσάι, «Κάτσε να σου τηγανίσει και κάτι» πεταγόταν ο Απόστολος.

Δεν είχατε όμως την αγάπη μόνο του Καλδάρα και του Ξαρχάκου. Ήταν και ο Μούτσης, ο Ζαμπέτας, ο Μητσάκης, ο Τσιτσάνης.

Δεν ξεχνώ κανέναν! Όλους τους ευγνωμονώ! Αν πάτε τώρα στο σπίτι του Τσιτσάνη και μπείτε στο δωμάτιο που κοιμόταν, θα δείτε πάνω από το κομοδίνο μια φωτογραφία 60 πόντους με τους δυο μας! Αν πάτε στο μουσείο, στο χωριό του στα Τρίκαλα, πάλι φωτογραφία με τους δυο μας θα δείτε. Τώρα τελευταία που συνεργαστήκαμε με τον Μίκη, ο Βασίλης θα ήταν πολύ χαρούμενος. Δυστυχώς, όμως, πέθανε στο Λονδίνο και τα τραγούδια του έμελλε να μου τα δώσει η κόρη του. Ο δε Ζαμπέτας, ότι ώρα και νά’ταν, θα μ’ έπαιρνε τηλέφωνο. «Κοκό» μου έλεγε, «τρέξε γρήγορα, έχω έτοιμο ένα καινούργιο τραγούδι». Στα τελευταία του, όμως, του χάλασα την καρδιά, γιατί ήθελε να πω τα «Χίλια περιστέρια», αλλά τη μελωδία την είχε σ’ ένα άλλο δικό μου τραγούδι. Του είπα: «Τι να λέω τώρα, το ίδιο πράγμα;» και πολύ τσαντίστηκε! Με παίρνει ο Μιχάλης, ο γιος του: «Τι του’κανες, ρε Σταμάτη, και κλαίει όλη μέρα;» Απάντησα…«Τι να έλεγα, ρε συ; Αφού το’χω πει αυτό το τραγούδι και δεν το θυμάται. Θύμισε του το εσύ»! Καλός άνθρωπος και μεγάλος παίκτης! Ο μεγαλύτερος! Ο Ζαμπέτας δεν αντιγράφεται 100%. Ποτέ! Μέχρι ένα 75% το πολύ.

Όταν καθιερώσατε το look με τις φαβορίτες, είχατε πρότυπο κάποιον ξένο καλλιτέχνη;

(σ.σ. κάνει αρνητικό νεύμα με το χέρι) Πόσα μου έδιναν οι Αμερικάνοι για να κόψω τις φαβορίτες, ξέρετε; Τους έκανα εγώ αντιπρόταση να τους βάλω μεσ’ στο συντριβάνι της Ομόνοιας να τους λούσω. Τις φαβορίτες τις καθιέρωσα όταν άφησα τη Γαλλία και γύρισα στην Ελλάδα.

Θα θέλατε τότε να φέρετε έναν αέρα εξωτερικού στα καθ’ ημάς.

Όταν αφοσιώνεσαι σ’ αυτό που λέγεται τραγούδι, κάποια παραξενιά θα κάνεις και θα παρουσιάσεις. Πάρε παράδειγμα τη δουλειά τη δική σου. Στην αρχή πας σεμνά, πολύ φοβισμένα να πάρεις συνέντευξη απ’ την κυρα – Μαρία. Μετά απ’ τη Μαρία πήγες στον Γιάννη, στον Κώστα, στον Πέτρο, ώσπου έφτασες να σου δώσει συνέντευξη ο ποδοσφαιριστής ο μεγάλος. Είναι έτσι για δεν είναι;

Ας πούμε κάπως έτσι.

Τα ίδια πέρασα κι εγώ, μόνο που το δικό μου επάγγελμα μοιράζεται. Εσύ το γράφεις, εγώ το λέω, ο άλλος το γράφει στα μηχανήματα και γινόμαστε μία εταιρεία αποτελούμενη από πέντε ανθρώπους. Αυτοί οι πέντε συμπράττουν για ν’ ακουστώ εγώ.

Μου αρέσει που τιμάτε και τους αφανείς ήρωες του τραγουδιού.

Εγώ ξέρω όλους όσοι έχουμε φωνογραφήσει μαζί τα τελευταία πενήντα χρόνια. Τεχνικούς, ηχολήπτες, τους πάντες και πάντα τους ευχαριστώ. Μέτοχοι δεν είναι κι αυτοί; Το σπίτι δεν το πήρα εγώ, τό’χουμε όλοι μαζί.

 

Πέραση είχατε στο γυναικόκοσμο με τις φαβορίτες;

Και νά’χα, ήμουν σοβαρός, σας το’ πα πριν. Δεν ήθελα ακρότητες. Ποτέ! Μία, τελευταία, με δάγκωσε εδώ (σ.σ. δείχνει το μάγουλο του)

Σας δάγκωσε; Ήμαρτον!

Από αγάπη! Μ’ άρπαξε, να με φιλήσει ήθελε, ξέρω γω τι έγινε, τρακάραν τα δόντια μας (γέλια)

Ευτύχημα δεν είναι στα 82 σας να σας δαγκώνουν από αγάπη οι γυναίκες;

Να σας πω την αλήθεια, κατέβαινα σκαλοπάτι, ήμουν αιωρούμενος. Αν στεκόμουν στα πόδια μου, θα της έπιανα το χέρι! Δεν μ’ αρέσουν αυτά τα πράγματα!

Επομένως ουδέποτε σας άρεσαν οι εκδηλώσεις λατρείας του πλήθους.

Συμμετείχα. Πάντα. Την κυρία αυτή, όμως, δεν την περίμενα…

Σας είδα πρόσφατα στη συναυλία με τραγούδια του Θεοδωράκη στο Καλλιμάρμαρο και μου άρεσε έτσι όπως τραγουδήσατε, φινετσάτα, σε ελληνικά και γαλλικά.

Είμαι προσκυνητής του Μίκη, ότι και να μου πείτε! Τώρα που θ’ ακούσεις «Το Άξιον Εστί» με μένα, θα πάθεις!

Το ηχογραφήσατε τώρα ή παλιότερα;

Πριν από εννιά μήνες. Και κάτι άλλα τραγούδια του…

Θα ξαναβγείτε δηλαδή στη δισκογραφία με τραγούδια Θεοδωράκη;

Ε, σας κρύβω και πράγματα, δεν σας τα λέω όλα, γιατί είστε και επικίνδυνος (γέλια).

Πάντως, όταν η Σάρα κι η Μάρα τραγουδάει Μίκη Θεοδωράκη, μόνο καλό θα’ναι αν τον τραγουδήσει και ο Κόκοτας.

Ο Μίκης είναι τόσο καλός που δεν λέει όχι σε κανέναν. Τώρα το ποιος είναι ικανός να πει Μίκη, είναι λίγο δύσκολο.

Ο Χατζιδάκις θα ήταν πιο αυστηρός στη διαχείριση του έργου του.

Ο Χατζιδάκις ήτανε του στυλ «Έλα να σου πω, Μαρία, μην το ξαναπείς αυτό, δεν μου άρεσε και τόσο». Δεν προσέβαλε ποτέ κανέναν, είχε τον τρόπο του να το λέει όταν κάτι δεν του άρεσε.

Αν σας πω ονόματα τραγουδιστών των χρόνων της ακμής σας, θα τα σχολιάζατε;

Μη με ρωτάς τέτοια, να χαρείς! Δεν θέλω για να μη νομίζεις κανείς τους ότι κάνω τον κάποιον. Αυτά είναι τρελά, όλα. Τα μυαλά τους είναι στα πόδια τους. Εγώ δεν έχω δουλειά με κανέναν απ’ όλους αυτούς.

Γιατί αυτοί, όμως, έχουν τα μυαλά στα πόδια ενώ εσείς διαφοροποιείστε;

Ο καθένας ξεκινάει την καλλιτεχνία με ένα σκοπό. Εγώ δεν την ξεκίνησα ούτε γι’ αστείο, ούτε επειδή άρεσε στη μαμά μου. Εγώ ξεκίνησα για να παλέψω. Όταν γνωρίστηκα με τον Μπιθικώτση, προσοχή έκατσα! Κάπου είπε ο Γρηγόρης σε μια εφημερίδα: «Εμείς όλοι είμαστε από δω, ο Κόκοτας είναι από κει». Και καθόταν ο άνθρωπος να μ’ ακούει απ’ τις 12.30 ως τις 6 το πρωί για να παίρνει κόλπα. Ο Μπιθικώτσης ήταν τραγουδιστής του Βαμβακάρη, αλλά όταν άκουσε εμένα και μ’ έψαξε, σου λέει «Εδώ δεν παίζει αυτός»! Κι όταν μετά συνεργαστήκαμε, άρχισε να με προσέχει. Όλα αυτά μπορεί να σας τα πιστοποιήσει ο Παντελής Αμπαζής, που’ναι δίπλα μου από το 1996. Ο Μπιθικώτσης τον έστειλε σε μένα κι έχει πολλά πράγματα να σας πει, που καλό θα’ναι να μην τα λέω εγώ.

 

(σ.σ. Στη συζήτηση μας με τον Κόκοτα, παρεμβαίνει ο μουσικός, μαθητής του και επιστήθιος φίλος του, Παντελής Αμπαζής. Ο Κόκοτας του ζητάει να μιλήσει εκείνος αναφορικά με τον Μπιθικώτση. Τον ηχογραφώ):

Ρώτησα μια φορά τον Μπιθικώτση: «Κύριε Γρηγόρη, ποιους θεωρείτε μεγαλύτερους Έλληνες τραγουδιστές;» Ξεκινάει, αναφέροντας αυτούς που ξέρουμε, τον Καζαντζίδη, τον Γαβαλά, τον Αγγελόπουλο. Γνωρίζοντας την αγάπη του για τον Κόκοτα, διότι όποτε ο Γρηγόρης έπιανε το μπουζούκι μόνο τραγούδια του Κόκοτα έπαιζε – σας το ορκίζομαι – του κάνω: «Κύριε Γρηγόρη, δεν μου αναφέρατε όμως τον Σταμάτη Κόκοτα». Σηκώθηκε τότε πάνω και απάντησε αυστηρά: «Αυτόν, ρε, μην τον βάζεις με μας. Αυτός ειν’ ο Έλληνας Φρανκ Σινάτρα. Έχεις καταλάβει ποιος ειν’ ο Κόκοτας; Τον παραμόνευα κάθε βράδυ επί 14 σαιζόν για να φαλτσάρει! Πήγαινα στο καμαρίνι του, έβγαινε κι έλεγα ”Μα ένα βράδυ δεν θα’ναι κουρασμένος; Δεν θα’ναι άρρωστος; Τον παρακολουθούσα για 14 χρόνια συνεχόμενα, γι’ αυτό σου λέω, ο Κόκοτας δεν μπαίνει μαζί με όλους εμάς»! Ο Σταμάτης άνοιξε έναν ευρωπαϊκό ερμηνευτικό δρόμο στον Μπιθικώτση, που δεν θα τον φανταζόταν ούτε ο ίδιος!

(σ.σ. Ο Σταμάτης Κόκοτας δεν θέλει να συνεχιστεί η συνέντευξη, έχει κουραστεί φανερά)

Ως εδώ, δεν θέλω άλλο! Τόσα είπαμε, δεν χρειάζονται άλλα, μην γίνω σαν τα ψώνια που βγαίνουν και λένε ένα σωρό ψέματα. Σ’ αγαπώ, σε σέβομαι, αλλά ας κλείσουμε εδώ. Να, θα σου πω ότι πήγα πρόσφατα και είδα τον Μίκη, ακούσαμε μαζί «Το Άξιον Εστί». «Σταμάτη, Σταμάτη» μου είπε όλο ενθουσιασμό, «λες κι εκείνα που δεν είπε ο Γρηγόρης, το ξέρεις;» (γέλια) Το είπα ωραία «Το Άξιον Εστί», θα είναι η ερμηνεία του Μίκη Θεοδωράκη, όχι η δική μου! Κι επειδή εσύ τα ξέρεις τα τραγούδια, όταν φτάσουμε στα άλλα του Ρίτσου, «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις» κλπ., πω, πω, Παναγία μου, τι έχει να γίνει!

 

Να μην σας κάνω μία ερώτηση ακόμα;

Άντε, πες την! Ακούω!

Πως αντιλαμβάνεστε την ωρίμανση σας, το ότι έχετε μεγαλώσει;

Μεγάλωσα, ωρίμασα με τον πόνο του κόσμου και σκοπός μου είναι να ευχαριστώ τους ανθρώπους. Δεν είμαι εγώ για να τον δυσαρεστώ τον κόσμο.

Ανέκαθεν το τραγούδι σας ήταν στην υπηρεσία του ανθρώπου;

Πάντα! Υποταγή στον άνθρωπο!

Η τέχνη στο σύνολο της;

Και η τέχνη στο σύνολο της, και το τραγούδι, που’ναι μέρος αυτής.

Ευχαριστώ πολύ, κύριε Κόκοτα, για τον χρόνο που μου διαθέσατε.

Εγώ σας ευχαριστώ που μου πήρατε αυτή τη συνέντευξη. Τα είπαμε όλα, μην ανησυχείτε. Άλλωστε, η συνέντευξη είναι σαν το χαβιάρι. Τρως από λίγο, αλλά καλό. Δεν είναι για χόρταση.

Πηγή:Koutipandoras

Στέφανος Κασσελάκης: «Αλέξη, έλα πάνω» – Η στιγμή που ο Τσίπρας ανεβαίνει στο βήμα (video)

ΤΣΙΠΡΑΣ ΣΥΡΙΖΑ

Στέφανος Κασσελάκης: «Αλέξη, έλα πάνω» – Η στιγμή που ο Τσίπρας ανεβαίνει στο βήμα (video)

«Πάμε μπροστά. Αλέξη, έλα πάνω», ανέφερε ο Στέφανος Κασσελάκης με αποδέκτη τον τέως αρχηγό του…