Όσο κρατάει ένας καφές με τον τραγουδοποιό Πέτρο Μάλαμα

Ο Πέτρος Μάλαμας, ο γιος του Νο 1 Έλληνα τραγουδοποιού, ξεκίνησε ως ηθοποιός, ερωτεύθηκε, ξενιτεύτηκε και μελοποίησε έναν «απαγορευμένο» Γκάτσο, κερδίζοντας τον έτσι το τραγούδι και η σύνθεση. 

47687989 281541029372245 2107063689302507520 n

Είναι εύλογο μια συζήτηση με τον Πέτρο Μάλαμα να ξεκινήσει με πρώτο θέμα τον πατέρα του, τον Σωκράτη, που παραμένει στην κορυφή των Ελλήνων τραγουδοποιών. Τον ρωτάω αμέσως, λοιπόν, αν σ’ αυτόν οφείλει την ενασχόληση του με την τέχνη του τραγουδιού. «Εννοείται, 100%, αλλά με κάποιες ”υποσημειώσεις”» μου απαντάει. «Ο Σωκράτης ήταν οπουδήποτε αλλού, εκτός σπιτιού, ακριβώς για να μπορεί να είναι αυτός που είναι. Έπαιζε live, στο στούντιο και γενικά έλειπε, αφού είχαν χωρίσει νωρίς με τη μάνα μου. Υπήρχε μια αίσθηση νόστου στη σχέση μου μαζί του». Ο υιός Μάλαμας μου μιλάει στη συνέχεια για μία κιθάρα πού’χε αφήσει ο Σωκράτης στο σπίτι τους. Μ’ αυτή την κιθάρα τους έβλεπε που έκαναν πρόβες με τον Παπάζη (σ.σ. τον Νίκο Παπάζογλου), το στούντιο του οποίου, το «Αγροτικόν», βρισκόταν λίγο παραπέρα απ’ το σπίτι τους. Το ίδιο διάστημα ο άγνωστος ακόμα Σωκράτης Μάλαμας κατέβαινε στην Αθήνα για να παίξει πότε με τη Σαβίνα Γιαννάτου και πότε με τον Λευτέρη Πανταζή στο «Διογένης Παλάς». Έτσι, πήγαινε ο Πέτρος κι έβλεπε τον Σωκράτη, ζώντας μαζί με τη μητέρα του ως την εφηβεία του. «Μέχρι τα 6 μου στο σπίτι ακουγόταν ο Σωκράτης που μελετούσε κομμάτια, κλασικές συνθέσεις, δικά του και άλλων. Απ’ όταν έφυγε, επικράτησε μια ησυχία, οπότε είπα εγώ ν’ αρχίσω να κάνω φασαρία». Παρόλο που δεν είχε σπουδάσει κιθάρα, έμαθε δια της οράσεως, παρακολουθώντας δηλαδή τον πατέρα του, όπως και άλλους μουσικούς, πώς τοποθετούν τα χέρια τους. Από τότε που έπιασε την κιθάρα, όμως, ο Σωκράτης ανέλαβε να τον εκπαιδεύσει. «Τον ρωτούσα να μου πει πως έπαιζε τις ”Λάσπες”, λόγου χάριν, κι αμέσως μού’δειχνε. Δοκίμαζα μετά να φτιάξω έναν δικό μου ήχο κοντά σ’ αυτόν».

Κι αν ο πρώτος άνθρωπος που δημοσιοποίησε τις μουσικές του ανησυχίες ήταν ο πατέρας του, η μάνα του επ’ αυτού ήταν πιο αυστηρή. «Παρότι μεταξύ τους είχαν σαφώς έλξη, καλλιτεχνικά δεν συγκινούταν η μάνα μου απ’ τον πατέρα μου. Σκέψου ότι γνωρίστηκαν, ανταλλάζοντας γράμματα εμπνευσμένα από τον Απολινέρ και διάφορα τέτοια. Η μάνα μου υπήρξε φίλη της Κατερίνας Γώγου και ήταν μεγάλη φαν του Μάνου Χατζιδάκι και της Λένας Πλάτωνος. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο Σωκράτης πήγαινε να παίξει μπάσο με τον Ζαφείρη Μελά και με τον Βασίλη Καρρά ή ηλεκτρική κιθάρα με τον Λευτέρη Πανταζή. Ήταν κάτι πέρα απ’ τη φαντασία της, έλεγε ”Δεν επιτρέπεται να έρχεται και να μυρίζει σκυλάδικο”. Κάποια στιγμή, επίσης, μεταξύ αστείου και σοβαρού είπε πως αυτός ήταν κι ένας από τους λόγους που χώρισαν». Στο σημείο αυτό ο Πέτρος μιλάει με αγάπη για τον πατέρα του. Τον χαρακτηρίζει πολύ ευαίσθητο και διαβασμένο, που η ζωή τον έφτασε εκεί που βρίσκεται μέσα από σκληρή προσωπική εργασία και πολλές διαφορετικές δουλειές. Όσο για τη μάνα του, μέχρι σήμερα έχει τις ίδιες απόψεις, κάπως φονταμενταλιστικές στο θέμα της τέχνης: «Και για μένα που έπαιζα στο θέατρο και το άφησα για να τραγουδάω σε διάφορα καφενεία, δεν μπορούσε να το καταλάβει. ”Εδώ παίζεις Ευριπίδη και Σαίξπηρ” μου έλεγε, ”και τα παρατάς για να λες τραγούδια;”»

Στο σχολείο ο Πέτρος Μάλαμας ήταν μέλος μιας ροκ μπάντας. Έκαναν όνειρα ότι θα γίνουν ροκ σταρ και μάλιστα στην περίφημη Ano kato Records του Γιώργου Τσακαλίδη είχαν γράψει ένα demo. Η διάλυση της μπάντας ήρθε την περίοδο που τελείωνε το λύκειο.  Θέατρο μέχρι τότε δεν είχε δει ποτέ του, αλλά γνώρισε μια κοπέλα που του άρεσε και που όνειρο της ήταν να γίνει ηθοποιός. «Το κορίτσι αυτό με μύησε στο μαγικό κόσμο του θεάτρου, συνοδεύοντας την σε διάφορες παραστάσεις. Τελικά ”ψήθηκα” πιο πολύ εγώ, αφού ακολούθησα το θέατρο και όχι εκείνη. Παρόλο που δεν μας προέκυψε σχέση, μου μιλούσε για το πως όλες οι τέχνες συναντιούνται στο θέατρο. Ήταν μια νέα εμπειρία για μένα που τα προηγούμενα χρόνια ήμουν μόνο ροκ, μπίρες και ”κοπανάμε κεφάλι”. Το βρήκα λίγο πιο χατζιδακικό, είχε μαγεία δηλαδή μέσα του». Του άρεσε πολύ η περίοδος των θεατρικών σπουδών του στη Θεσσαλονίκη, αφού όλοι οι φοιτητές περνούσαν απ’ όλες τις ειδικότητες, φτάνοντας στο σημείο να δουλεύουν μαζί 20 ώρες το 24ωρο και συχνά να κοιμούνται στο θέατρο. Δέχτηκε μια πληθώρα πληροφοριών, τις οποίες ακόμα χωνεύει και παρουσιάζονται μέχρι σήμερα, που έχουν περάσει δέκα χρόνια, μπροστά του. Δάσκαλοι του ήταν ο Γιάννης Λεοντάρης και ο Μιχαήλ Μαρμαρινός

Στη σκηνή πρωτοβγήκε ως χορευτής σε μία παράσταση χοροθεάτρου του Δημήτρη Σωτηρίου, δουλεύοντας ταυτόχρονα σε μουσικές σκηνές: «Ανέβαινα κι έλεγα συνοδεία λαϊκής ορχήστρας Μανώλη Αγγελόπουλο, Διονυσίου και Καζαντζίδη – νταλκαδιάρικα για το δικό μου το νταλκά. Μπορεί να έπαιζα για το χαρτζιλίκι μου, αλλά στην ουσία πήγαινα κι έπινα εκεί το χαρτζιλίκι μου, μεθούσα και τραγουδούσα. Ένιωθα σαν να πήγαινα κάθε φορά στην παιδική χαρά μου και δε μπορούσα να το δω επαγγελματικά, να’ρχόταν δηλαδή κάποιος και να μού’λεγε ”Παίξε εκείνο ή το άλλο”. Τι θα ήμουν, τζουκ μποξ;».Στο θέατρο δούλευε ακατάπαυστα, όταν πήγαινε να τελειώσει ένα έργο, ξεκινούσε τις πρόβες για το επόμενο. Το 2008 κατέβηκε στην Αθήνα και δούλεψε στο Θέατρο Τέχνης, στον «Κρατήρα», στο Εθνικό και τέλος στο «Baumstrasse» στην «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη. Λογικό ήταν να κουραστεί πάρα πολύ ψυχολογικά και να αισθανθεί ότι χάνει τον ίδιο του τον εαυτό. Έτυχε να παίξει Άμλετ και Ορέστη, δύο χαρακτήρες που είχαν να κάνουν με τα φαντάσματα των πατεράδων τους. «Είχα κι εγώ το φάντασμα του δικού μου πατέρα που μού’λεγε ”Πάρε, βρε παιδί μου, την κιθάρα σου και πες τα τραγούδια σου, τι τα θες όλα αυτά τα τρελά;” Μετά σκεφτόμουν ποιος είμαι, τι κάνω, ”για ποιον Ευριπίδη μου λέτε;” κλπ. και σηκώθηκα κι έφυγα. Τι θα πει τρεις μήνες πρόβα; Τρεις μέρες μόνο να κάνω πρόβα με μπουζουξή και θα βγάλουμε ολόκληρο πρόγραμμα που θα ”φυσάει”». Κάπου εκεί, ο Πέτρος ειδοποίησε τους φίλους του ότι τα παρατάει όλα και επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη. Έβαλε μέσα στο αυτοκίνητο όσα χωρούσαν, τα βιβλία, τους δίσκους και τις κιθάρες του και τα υπόλοιπα πράγματα, από κρεβάτι μέχρι ψυγείο, τα μοίρασε στους φίλους. 

Το διάστημα που τον απασχολούσε το θέατρο στην Αθήνα, ο Πέτρος Μάλαμας διάβαζε πολύ την «Παγωμένη θεατρίνα» του Νίκου Γκάτσου, την οποία και μελοποίησε ενόσω έκανε πρόβες για την «Ηλέκτρα». Το έργο του Γκάτσου ήταν η απόδραση του απ’ ότι του συνέβαινε καθημερινά. Πίσω στη Θεσσαλονίκη έδωσε κατατακτήριες με την παρτιτούρα της μελοποίησης του στον Γκάτσο και παρόλο που πέρασε, δεν μπορούσε πια να σπουδάσει. «Ήμουν στα 28 και οι συμφοιτητές μου στα 18. Οι σπουδές απαιτούσαν να είμαι στη Θεσσαλονίκη χωρίς να έχω κάποια έσοδα. Τι θα έκανα, πως θα ζούσα;» Έτσι έφυγε για τον Καναδά! 

Στον Καναδά πήγε ολομόναχος χωρίς νά’χει συγγενείς εκεί ή να ξέρει κανέναν. Είχε ερωτευθεί, όμως, μια Καναδέζα, που υποτίθεται ότι θα τον φιλοξενούσε. «Γι’ αυτό πήγαινα, αλλά δεν ”έκατσε” η φάση και τα πλήρωσα όλα απ’ την τσέπη μου. Έμεινα έξι μήνες κι ήταν μια σκέτη αποτυχία όλο αυτό. Το μόνο που μου άρεσε και πολύ μάλιστα, ήταν που έπιασα τον απόλυτο πάτο! Δούλευα δύο δουλειές για να ανταπεξέρχομαι στην ακριβή ζωή και άρχισα να σκέφτομαι όπως και στο θέατρο, ”πως έγινε πάλι αυτό και τι δουλειά έχει με μένα;” Η χαρά μου ήταν που καθόμουν με ένα καουμπόικο καπέλο στο δρόμο, σε μια γωνιά, παίζοντας ρεμπέτικα. ”Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα” και άλλα τέτοια στο Βανκούβερ»…Εκεί ακριβώς κατάλαβε ότι δεν πρέπει να υπεκφεύγει άλλο απ’ τον εαυτό του, συνειδητοποίησε ποιος είναι πραγματικά ο δρόμος του. «Γιατί να μην ακολουθήσω αυτό που ήθελα; Επειδή είμαι ο γιος του Μάλαμα; Κι αυτός ήταν γιος κάποιου άλλου και στην τελική χεστήκαμε κιόλας!»

Γύρισε στην Αθήνα κι έπιασε δουλειά σ’ ένα μαγειρείο. Πρότεινε στην ιδιοκτήτρια φίλη του, αντί να το κλείνει απογεύματα, να το κρατάει ως αργά το βράδυ για να βγαίνει να παίζει τα τραγούδια του. Έπαιζε τις Τετάρτες και τις υπόλοιπες μέρες δούλευε ως μπάρμαν και καθαριστής γυψοσανίδων. Ο Σωκράτης, που την ίδια περίοδο ήταν στο πικ της καριέρας του, τον στήριζε; «Πάντα με στήριζε ο Σωκράτης, αλλά μ’ έναν πολύ δικό του τρόπο. ”Θες να κάνεις θέατρο; OK. Θες να παρατήσεις το θέατρο; OK. Θα πας στον Καναδά; Καλό δρόμο! Θα γυρίσεις απ’ τον Καναδά; Καλώς ήρθες”», του έδινε επομένως την απόλυτη ελευθερία κρατώντας ο ίδιος μία αποστασιοποίηση. Ταυτόχρονα μάθαινε ο Πέτρος από τρίτους πόση αγωνία είχε ο Σωκράτης, αλλά ούτε για μία στιγμή δεν ήταν διδακτικός και δηκτικός απέναντι του. 

Η πρώτη προσωπική δουλειά του, ανέκδοτη μέχρι σήμερα, ήταν οι μελοποιήσεις του στον Γκάτσο. Η ευχή του αμέσως μόλις διάβασε τα ποιήματα ήταν να τον οδηγήσουν στην τραγουδοποιία, κάτι που συνέβη. Οι δικοί του άνθρωποι που άκουσαν τα κομμάτια, τον παρότρυναν να τα εκδώσει. Έπρεπε βέβαια να τα έστελνε πρώτα στην Αγαθή Δημητρούκα, τη στιχουργό – ποιήτρια – συγγραφέα και πνευματική κληρονόμο του ποιητή της «Αμοργού». Εκεί ο Σωκράτης είχε τη φαεινή ιδέα να μπουν πρώτα στο στούντιο να τα γράψουν και μετά να τα έστελνε ολοκληρωμένα. Του έλεγε «Έλα να τα γράψουμε τουλάχιστον για τη χαρά του στούντιο. Θα τό’χεις κάνει για σένα άμα σου αρνηθεί η Δημητρούκα την άδεια». Όντως έτσι έγινε. Μπήκαν στο στούντιο, έζησαν όλο το δημιουργικό κομμάτι και τελικά «έφαγαν πόρτα» από τη Δημητρούκα. «Μας είπε ότι τα είχε ήδη δώσει στον Δημήτρη Παπαδημητρίου για ένα δίσκο με τη Φωτεινή Δάρρα. Χάρηκε που ασχολήθηκα με τον Γκάτσο, αλλά μου εξήγησε πως δε μπορούσε να κάνει τίποτα, γιατί είχε δώσει το λόγο της στον Παπαδημητρίου». Αρχικά δεν το πήρε κατάκαρδα ο Πέτρος, εφόσον μελοποίησε τον ποιητή, ερωτευμένος με τους στίχους του. Έκανε και μια γκάφα που οδήγησε σε μια παρεξήγηση. Παίζοντας live στο «Black Duck Multiplarte», έστειλε λίγες ώρες πριν ένα μήνυμα στην Αγαθή Δημητρούκα, του τύπου «Παίζω τα κομμάτια αυτά και θα ήταν χαρά μου να έρθετε να τα ακούσετε». Η απάντηση ήρθε από μία εξοργισμένη Δημητρούκα: «Άμα ήθελες να με καλέσεις δεν θα τό’κανες τελευταία στιγμή. Επίσης, γιατί τα παίζεις, ενώ έχω απαγορεύσει την παρουσίαση τους;» Ο Πέτρος σπεύδει να εξηγηθεί στη συζήτηση μας: «Μα δεν με ξέρει σαν άτομο, πόσο ”γιούχου” είμαι μες το κεφάλι μου κι έτσι αυθόρμητα μού ήρθε να την καλέσω. Είμαι σίγουρος πως αν με γνωρίσει, θα μ’ αγαπήσει. Στην τελική δεν μελοποίησα Γκάτσο για να ”φανώ”, αλλά γιατί με χτύπησαν στην καρδιά τα ποιήματα του»

Η «Καναδέζα», που έγινε η πρώτη δισκογραφημένη εργασία του, περιείχε όλες τις επιρροές του από τον Καναδά, τις κιθαριστικές φόρμες, τις folk μπαλάντες και τον Neil Young. Μην έχοντας πάρει άδεια για τα τραγούδια του Γκάτσου, αλλά και μη γράφοντας δικούς του στίχους,σκέφτηκε να το κάνει για πρώτη φορά. «Αποφάσισα να μην ξανασχοληθώ με έργο άλλου που θέλει άδεια. Δεν κατάλαβα, δηλαδή, θα πρέπει να ζητάω συγγνώμη για ένα έργο επειδή το αγάπησα;» Επ’ αυτού, βέβαια, αντιμετώπισε άλλο πρόβλημα. Μπαίνοντας στο στούντιο είχε ανασφάλειες για μερικά από τα στιχάκια του, αλλά και ξανά τη χαρά της ηχογράφησης. Τώρα που ο δίσκος έχει γίνει, θεωρεί ότι χωλαίνει σε επίπεδο εξωστρέφειας και γι’ αυτό δεν συνάντησε το κοινό του. «Στον Καναδά, όπως είπα, έγινε το κλικ μέσα μου να τα αφήσω πίσω μου όλα τα άλλα. Ίσως έφταιγε και ότι το όνομα Μάλαμας δεν σήμαινε τίποτα γι’ αυτούς. Κατάλαβα πόσο γνωστός είναι ένας καλλιτέχνης σε μια μικρή γωνιά του πλανήτη και τελείως άγνωστος στον υπόλοιπο κόσμο. Κι εγώ να γνωρίσω ένα παιδί που θα μου πει ότι’ ναι γιος του Μητσοτάκη, θα κολλήσω μ’ αυτό και θα το σκέφτομαι». «Να χαρείς, όχι τον Μητσοτάκη στην κουβέντα μας» λέω του Πέτρου στο σημείο αυτό και εισπράττω τη χιουμοριστική απάντηση του: «Απλά είδα τον Μπακογιάννη να κυκλοφορεί στη Φυλής λίγο αλητήριος με τους συνοδούς του και σκέφτηκα μην τον ξαναπετύχω κάπου τυχαία»

Στο μαγειρείο δεν κάθισε πολύ, αφού πήγε στον «Θεσσαλό» στο Βοτανικό, παίζοντας για τρία χρόνια περίπου τα κομμάτια του. Έλεγε όλα τα δικά του τραγούδια συν διασκευές κομματιών που αγαπούσε. Εκείνη την περίοδο προέκυψε και ο δεύτερος δίσκος του, όχι ως συνθέτης, αλλά ως ερμηνευτής σε έναν κύκλο τραγουδιών του Λεωνίδα Μπαλάφα. «Τραγουδούσα στην ”Απανεμιά” και την ώρα που έλεγα ένα τραγούδι του Μπαλάφα, μπήκε μέσα ο Μπαλάφας! Του έκανα πλάκα κατευθείαν: ”Δε μου λες” του είπα, ”παραφυλάς απ’ έξω απ’ τα μαγαζιά μπας και παίξουν κάνα κομμάτι σου για να μπεις μέσα να πάρεις όλο το χειροκρότημα;” Όταν τελείωσε το πρόγραμμα, κάτσαμε στο ίδιο τραπέζι, τα ήπιαμε, τα είπαμε. Ο Λεωνίδας έχει κάτι μπρουτάλ φαινομενικά, αλλά είναι εξαιρετικό παιδί και αυθεντικός καλλιτέχνης». Ένα μήνα απ’ αυτή τη συνάντηση, ο Μπαλάφας του τηλεφώνησε, λέγοντας του πως θα ήταν καρμικό αν ο Πέτρος γινόταν ο ερμηνευτής κάποιων τραγουδιών που τά’χε έτοιμα. Βρέθηκαν ξανά, ήπιαν τσίπουρα, άκουσαν μαζί τα κομμάτια κι εκεί ο Πέτρος δέχτηκε να τα τραγουδήσει στο στούντιο. «Μου άρεσε που δεν υπήρχε σχέδιο πίσω απ’ όλο αυτό. Η αμεσότητα μεταξύ μας απ’ την πρώτη στιγμή. Δεν χρειάστηκε να μπούμε στούντιο, του είπα να μου δώσει το demo και να του το φέρω εγώ σε δίσκο έτοιμο! Όταν του τα πήγα, είπε ο Λεωνίδας: ”Ωχ, πως τά’κανες έτσι τα τραγούδια μου; Εντάξει, ωραία έγιναν”». Ο δίσκος με εξαίρεση ένα κομμάτι – ωραίο καρσιλαμά δεν πούλησε, συνέβη όμως το εξής «ανεβαστικό»: Ο Πέτρος βρέθηκε να παίζει τα κομμάτια live στην Ορεστιάδα κι εκεί είδε μια παρέα από 20χρονα να ξέρουν απ’ έξω όλα τα τραγούδια της «Καναδέζας» και του Μπαλάφα και να τα τραγουδάνε! «Τα τραγούδια κάποιους ”πιάνουν” και μπορεί να μη φαίνονται. Ποιος ξέρει ποια είναι η μοίρα ενός καλλιτεχνικού έργου και ποιους μπορεί να συγκινήσει όσα χρόνια κι αν περάσουν»

Τον «ξαναπάω» στον Σωκράτη Μάλαμα, ενθυμούμενος μια συνέντευξη που μού’χε δώσει. Σε εκείνη τη συνέντευξη, λοιπόν, ο Σωκράτης σαν να μην ήθελε να σχετιστεί καλλιτεχνικά με τον γιο του, που τον πιστεύει ως δημιουργό αυτόνομο. Ο Πέτρος έχει μία μάλλον πρωτότυπη και ειλικρινή απάντηση γι’ αυτό: «Όλοι έχουμε τις ανασφάλειες μας, αλλά η αλήθεια μας ξεπερνάει. Σαφώς έμαθα να μιλάω παρακολουθώντας τον πατέρα μου, είμαστε όμως και διαφορετικοί άνθρωποι στις προτιμήσεις μας: Εκείνος είναι θεοδωρακικός, εγώ είμαι χατζιδακικός». Έχω μία άλλη ερώτηση εν είδει παρέμβασης τώρα: Μήπως ο Σωκράτης προτιμά τον Θεοδωράκη από τον Χατζιδάκι, επειδή ο δεύτερος τού’χε κόψει ένα τραγούδι του το 1981 στους Πρώτους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Κέρκυρας, δηλαδή σαν να το κρατάει «μανιάτικο»; «Πολύ πιθανό, αν και δεν το νομίζω» απαντά ο Πέτρος που γνωρίζει καλύτερα απ’ όλους τον πατέρα του. Και συνεχίζει: «Ο Σωκράτης περιέχει το ρυθμό και τον παλμό του Θεοδωράκη σαν τραγουδοποιός. Εγώ είμαι πιο ”θηλυκή” περίπτωση. Οι μελωδίες μου και ο τρόπος που πάω να τραγουδήσω, έρχονται απ’ την πιο θηλυκή πλευρά μου».

Η ώρα περνάει γρήγορα σ’ έναν καφέ με τον Πέτρο Μάλαμα. Θέλω να μου μιλήσει για τον Φώτη Σιώτα που αυτόν τον καιρό εμφανίζονται μαζί. «Με τον Φώτη κάναμε παρέα και στη Θεσσαλονίκη. Πήγαινα και τον άκουγα με το συγκρότημα Ευοί Ευάν που είχε. Το στέκι μου ήταν ένα μαγαζί που έπαιζε ρεμπέτικα κι εγώ καθόμουν σε μια γωνίτσα κι έβλεπα. Τον θεωρώ σαν μεγάλο μου αδερφό, όπως ο ίδιος έχει κάπως αντίστοιχα τον Σωκράτη. Από 19 χρονών τον έχει κοντά του ο πατέρας μου, άρα με γνωρίζει απ’ όταν ήμουν μωρό παιδί». Τις ηχογραφήσεις μάλιστα των τραγουδιών του Γκάτσου, ο Πέτρος τις έκανε με τη βοήθεια του Φώτη στις ενορχηστρώσεις. Τότε ήρθαν πολύ κοντά και τον στήριξε αναφορικά με τις ανασφάλειες του.

Ο τρίτος και στην ουσία δεύτερος προσωπικός δίσκος του Πέτρου Μάλαμα θα κυκλοφορήσει σε λίγες εβδομάδες αρχικά σε ψηφιακή μορφή. Θα είναι εξ ολοκλήρου σε ποίηση Άλκη Αλκαίου, που έχουν πολλά κοινά σημεία τα στιχουργήματα του μ’ αυτά του Νίκου Γκάτσου. «Οδηγίες προς ναυτιλομένους» θα λέγεται ο δίσκος και θα κυκλοφορεί στο i-tunes και στο spotify. Ακριβώς το ίδιο διάστημα ο Φώτης Σιώτας δούλευε τον δικό του κύκλο τραγουδιών σε στίχους του Θοδωρή Γκόνη με τη συμμετοχή τραγουδιστών σαν τη Δήμητρα Γαλάνη, την Ιουλία Καραπατάκη και τον Σωκράτη Μάλαμα. Πάντως, αμφότεροι έχουν οδηγηθεί σε πιο λαϊκές φόρμες. «Είδαμε με τον Φώτη πόσο κατακερματισμένοι είμαστε και είπαμε να βάλουμε κάτω όλα όσα κάνουμε μήπως τα παρουσιάσουμε από κοινού. Έτσι παίξαμε για πρώτη φορά στο Μικρό Παλλάς και δοκιμαστήκαμε με επιτυχία. Ντουέτο, κιθάρα – βιολί». Όταν άκουσαν το υλικό, αποφάσισαν ότι θα ήταν ωραίο να το εμπλουτίσουν με μπάσο – τύμπανα. Κάλεσαν δυο κολλητούς τους, τον Νίκο Μαγνίσαλη και τον Νίκο Παπαϊωάννου και το πράγμα μοιραία ανοίχτηκε και το πήγαν αλλού. Το σχήμα προτάθηκε στον «Σταυρό του Νότου» και έγινε δεκτό για κάθε Τετάρτη, τις επόμενες τρεις εν προκειμένω. 

Η συζήτηση μας φτάνει στο τέλος της με τον Πέτρο Μάλαμα να μου λέει ότι πλέον ζει κάπως απομονωμένος στο διαμέρισμα του, ψηλά στον Βύρωνα. «Δεν έχω και αυτοκίνητο, οπότε αν μου τη ”δώσει”, παίρνω ταξί και κατεβαίνω στο κέντρο να βρω τους φίλους μου». Του ζητάω να μου πει κάτι που τον απασχολεί πολύ και θέλει να το μοιραστεί. Αναφέρεται στα social media και στο πώς πιάνει τον εαυτό του να αναρωτιέται τι ακριβώς κάνει εκεί «μέσα»: «Κάνεις ένα scroll down και βλέπεις τραγουδάκια, βιασμούς, κώλους, news, αυτοκίνητα, κιθάρες, όλα μέσα…Είναι σαν ένα τρομακτικό ζάπινγκ που με κάνει να σκέφτομαι κατά πόσο μπορώ να υπάρχω στο facebook. Άσε που κάνεις ”φίλους”, οι οποίοι μπορεί να βγουν ξαφνικά στα προφίλ τους ως Μακεδονομάχοι και να λες ”Τι έγινε, ρε παιδιά, πάει η Μακεδονία, μας την πήραν;”» (γέλια)

* Ο Πέτρος Μάλαμας & ο Φώτης Σιώτας εμφανίζονται στον «Σταυρό του Νότου/ Club» (Φραντζή και Θαρύπου 37, Νέος Κόσμος) τις Τετάρτες 12, 19 και 26/12. Ώρα έναρξης: 21.30. Είσοδος: 10 ευρώ με μπίρα ή κρασί.

Στέφανος Κασσελάκης: «Αλέξη, έλα πάνω» – Η στιγμή που ο Τσίπρας ανεβαίνει στο βήμα (video)

ΤΣΙΠΡΑΣ ΣΥΡΙΖΑ

Στέφανος Κασσελάκης: «Αλέξη, έλα πάνω» – Η στιγμή που ο Τσίπρας ανεβαίνει στο βήμα (video)

«Πάμε μπροστά. Αλέξη, έλα πάνω», ανέφερε ο Στέφανος Κασσελάκης με αποδέκτη τον τέως αρχηγό του…