Όσο κρατάει ένας καφές με τον ηθοποιό Μιχαήλ Ταμπακάκη

Συγκρατήστε το όνομα αυτού του παιδιού! Πρόκειται για έναν από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς των 20άρηδων! 

11111111111111111111111

Την επαφή του με την τέχνη, ο Μιχαήλ την οφείλει στη μάνα του, η οποία ήταν πτυχιούχος μουσικός και δασκάλα πιάνου, παρόλο που ο ίδιος δεν έμαθε ποτέ πιάνο. Και λέει «ήταν», εφόσον η μάνα του από ένα σημείο και μετά παράτησε τη μουσική, κάτι που χαρακτηρίζει «μεγάλο λάθος». Το παράδοξο είναι πως μόλις πέρασε στο Εθνικό, η μάνα του τού αποκάλυψε πως κι εκείνη είχε προετοιμαστεί κάποτε για εξετάσεις, αλλά δεν την άφησαν οι γονείς της. «Δεν το γνώριζα αυτό, δεν μου τό’χε πει πιθανώς για να μην με αποκαρδιώσει αν δεν πέρναγα»

Ο Μιχαήλ από μικρός είχε έφεση στο θέατρο, πρώτα στις σχολικές παραστάσεις. Μπήκε σε θεατρική ομάδα καθ’ όλη τη διάρκεια των σπουδών του σε γυμνάσιο και λύκειο. «Κάθε Τετάρτη και Παρασκευή μετά το σχόλασμα καθόμασταν και κάναμε πρόβες για να δώσουμε παράσταση συνήθως τον Μάιο. Το σχολείο στην ουσία μου έδωσε τη δυνατότητα να ασχοληθώ με το θέατρο». Πριν το λύκειο, δεν περίμενε ότι θα γινόταν επαγγελματίας ηθοποιός. Έδωσε πανελλαδικές εξετάσεις και πέρασε στο Πανεπιστήμιο του Πειραιά, αλλά μόλις τον δέχτηκαν στο Εθνικό δεν ξαναπήγε στη σχολή. «Στα 18 μου, το 2013, έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό, πέρασα με την πρώτη κι από τότε μόνο μ’ αυτό ασχολούμαι». Είχε πάει κάπως υποψιασμένος στις εξετάσεις, αφού άκουγε αυτά που λέγονται πάντα για «βισματούχους επιτυχόντες» κ.λπ. Ήταν ψύχραιμος καθώς πίστευε πως δεν θα τα καταφέρει. Εξεταστές του ήταν ο Ευαγγελινός, η Παιονίδου, η Κεφαλά, ο Γεωργουσόπουλος, ο Ήμελλος, η Κομνηνού, η Κονιόρδου και ο Σεβαστίκογλου. Στη δεύτερη φάση άρχισε να πιστεύει ότι μάλλον θα περάσει. «Οι γονείς μου με στήριξαν και με στηρίζουν. Θα έλεγα πως όσο περνούν τα χρόνια, γίνονται όλο και πιο υποστηρικτικοί».

Το ντεμπούτο του το έκανε σε ένα έργο του Θανάση Τριαρίδη σε σκηνοθεσία Δημήτρη Γιαμλόγλου. Έπαιξε μαζί με τη Μάρθα Λαμπίρη, συμφοιτήτρια του στο Εθνικό. Πήγε πολύ καλά, αν και μεταμεσονύκτια παράσταση. «Στην αρχή ζορίστηκα με το πρόγραμμα της σχολής. Ανακάλυπτα σιγά – σιγά το δρόμο που είχα πάρει. Κάναμε πρόβες από τις 10 το πρωί ως τις 11 το βράδυ κάθε μέρα, πολλές φορές και τα σαββατοκύριακα. Όταν είσαι με κάποια άτομα συνέχεια, έχει και μια δόση ριάλιτι. Με ανθρώπους που δεν τους έχει επιλέξει και το μόνο που δεν κάνεις είναι να κοιμάσαι μαζί τους». Ο Μιχαήλ έζησε εντάσεις και τσακωμούς, αν κι ο ίδιος, σαν άνθρωπος, δεν τσακώνεται καθόλου. Πρέπει να φτάσει στο αμήν για να τσακωθεί, τόσο στη δουλειά του, όσο και στην προσωπική του ζωή. Είναι μια συνθήκη που τον καταπιέζει, ωστόσο «άμα ξεσπάσω, εκεί γίνεται έκρηξη» τον ακούω να μου λέει χαμογελαστός. «Έχει τύχει να με ”στήσει” φίλη σε καφέ, νά’μαι μες τα νεύρα κι όταν ήρθε δεν της είπα τίποτα. Είναι μια μορφή καταπίεσης αυτό»

Το έργο του Τριαρίδη ακολούθησαν οι πρόβες για το «Καθώς ψυχορραγώ» της Σοφίας Φιλιππίδου, μία παράσταση που παιζόταν από τον Φεβρουάριο έως τον Μάιο και την είδε πολύς κόσμος. Μετά συμμετείχε στο Χορό, στην «Άλκηστη» της Κατερίνας Ευαγγελάτου, που παίχτηκε για μία εβδομάδα στο «Ρεξ». Τον ρωτάω αν έχει μάθει, παρά το νεαρό της ηλικίας του, να διεκδικεί χρήματα από τη δουλειά που κάνει. «Φυσικά» μου απαντάει. «Αν δεν υπερασπιστώ αυτό που κάνω, ποιος θα μου δώσει εμένα αξία; Έφυγα από δουλειά, όχι ακριβώς για τα οικονομικά, απλά έπρεπε να επιλέξω. Όταν τα χρήματα δεν είναι αρκετά, δε μπορεί κάποιος σκηνοθέτης να σου ζητάει αποκλειστικότητα». Μέχρι τώρα έχει αποσπάσει καλές κριτικές για τις ερμηνείες του. Πρόσφατα, όμως, μία κριτική τον έκανε να μη θέλει να διαβάζει τι λέγεται και τι γράφεται για τον ίδιο. «Δεν ήταν κακή κριτική, ήταν ακαταλαβίστικη και με επηρέασε. Ενώ ξεκινούσε καλά, μετά άλλαζε, μετά ξαναγύρναγε στα καλά κι εκεί αναρωτιόμουν: ”Τώρα αυτό τό’γραψε για να με βοηθήσει ως ηθοποιό, να με πάει παραπέρα”; Έτσι είπα δεν θα ξναδιαβάσω τίποτα όσο καλό κι αν είναι». Συμφωνεί παρόλα αυτά όταν του λέω πως είναι δύσκολο πράγμα η κριτική κι ακόμη πιο δύσκολο να βρει κριτική με αξιόλογη υπογραφή στον ωκεανό του internet. 

Ο Μιχαήλ είναι προσγειωμένος. «Η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα, μια μικρή αγορά, και δεν υπάρχει χώρος για ψωνίαση, πόσο μάλλον όταν ζεις κάπου που ο οποιοσδήποτε μπορεί να κάνει θέατρο. Ούτε νομίζω πως έχω κάνει κάτι για να μπορώ να την ψωνίσω κιόλας». Βέβαια, αυτό το «δεν έχω κάνει κάτι», ο Ταμπακάκης το λέει με τη σεμνότητα που τον διακρίνει. Αμέσως μετά την «Άλκηστη», συμμετείχε σε μια κλειστή οντισιόν του Λάκη Λαζόπουλου, τον Ιούνιο του 2017. Μπήκε στην ομάδα και μάλιστα περιόδευσαν σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, κάτι που πια δεν συναντάται συχνά με πολυμελείς θιάσους. Άλλη μία δουλειά του εκείνο το διάστημα ήταν στο Εθνικό, στο έργο «Tyrannosaurus Rex» της Λένας Κιτσοπούλου. Χαρακτηρίζει «φοβερή» την Κιτσοπούλου, «ίσως απ’ τους ωραιότερους ανθρώπους που έχουμε αυτή τη στιγμή στο θέατρο»

Ο Ταμπακάκης πάντα προσπαθεί μέσω της ερμηνείας του να «πει» πράγματα για τον ίδιο του τον εαυτό. Αν δε βρει κάτι στο εκάστοτε έργο, που να τον αφορά προσωπικά, δεν ξέρει το λόγο να το κάνει. Πως μπορεί, όμως, ένας 25χρονος ηθοποιός να βρει στοιχεία δικά του σε έναν πολυπαιγμένο – και με ιστορία – ρόλο; «Πάντα βρίσκεις αναλογίες, που σε βοηθάνε να επικοινωνήσεις με το υλικό και με τους ανθρώπους γύρω σου. Πρώτα βάζω τον παράγοντα των συντελεστών και μετά του έργου. Κοιτάω περισσότερο τους σκηνοθέτες και τους ηθοποιούς που θα δουλέψω παρά το έργο καθ’αυτό. Υπάρχουν πολλά αριστουργήματα που θά’θελα να παίξω, αλλά άμα δεν με εμπνέει η ομάδα, δε βρίσκω λόγο συμμετοχής μου». Για την τωρινή παράσταση, πάντως, το τηλέφωνο του χτύπησε από τον σκηνοθέτη Νικορέστη Χανιωτάκη, που τον είχε δει στην πρώτη του εμφάνιση στο «Θησείο». Του πρότεινε κατευθείαν το ρόλο που τελικά πήρε. «Ήξερα ότι θα ήταν ο Νίκος Κουρής και αργότερα έμαθα και για τη Λουκία Μιχαλοπούλου. Έτυχε να ξέρω και το έργο του Άλμπι, που ήταν από τα αγαπημένα μου στο β’ έτος της σχολής. Όλες οι προϋποθέσεις ήταν άρτιες». Στο έργο «Η γίδα ή ποια είναι η Σύλβια», ο Μιχαήλ υποδύεται τον γκέι 17χρονο γιο της Λουκίας και του Κουρή που μαθαίνει πως ο πατέρας του έχει ερωτευθεί μια γίδα! Φυσικά το έργο δεν μιλάει για την κτηνοβασία, αν και στο άκουσμα του story εκεί πάει ο νους σου, σε ένα θέμα – ταμπού δηλαδή. «Μέχρι στιγμής το κοινό δεν αντιδρά περίεργα, όχι μόνο δεν ”μένει” σ’ αυτό, αλλά περνάει και καλά». Ο ίδιος πάντως και οι συνάδελφοί του παίζουν όλη την ώρα μέσα σ’ ένα διάφανο κουτί από πλέξιγκλας. «Αρχικά ο θεατής νιώθει αποστασιοποιημένος, αλλά σιγά – σιγά νιώθει πιο ”μέσα” στη δράση, όσο ποτέ άλλοτε» με πληροφορεί. «Μάλιστα, επειδή το κοινό κάθεται κολλητά στη σκηνή, εισπράττει όλη την ασφυξία των χαρακτήρων. Η δυναμική και η ακρότητα του έργου και της παράστασης που δεν διέπεται από θεατρικούς όρους, δίνει την αίσθηση της κλειδαρότρυπας. Σε μία πρόσφατη παράσταση, επειδή εκσφενδονίζουμε πράγματα ο ένας στον άλλον, μία κυρία έφαγε κατάμουτρα ένα βάζο, πίσω απ’ το τζάμι βέβαια, και πετάχτηκε μ’ ένα τρομαγμένο ”αααχ”» (γέλια).  

Ακραίος δεν είναι ο Μιχαήλ, παρότι θα ήθελε να είναι! Τα συναισθήματα που τον καταπιέζουν, τα πολεμάει με πολύωρη γυμναστική κατ’ οίκον. «Υπάρχουν περίοδοι που κλαίω κι η μάνικα δε σταματάει και περίοδοι που δεν κλαίω καθόλου. Πέθανε, ας πούμε, ο παππούς μου που είχαμε πάρα πολύ καλή σχέση και δεν έκλαψα πέραν της κηδείας, δεν πέρασα αυτό που πίστευα και φανταζόμουν ότι θα πάθαινα όταν συνέβαινε το μοιραίο». Αντίθετα, οι χωρισμοί είναι αυτοί που τον διαλύουν και του δημιουργούν συγκίνηση. Η διαφορά είναι ότι στον χωρισμό πληγώνεται ο εγωισμός σου, πιστεύει, κάτι που δεν ισχύει στο θάνατο. Ακόμα, πάντως, δεν έχει φτάσει στο σημείο να οικτίρει τον εαυτό του, εφόσον κι ο πόνος μες το παιχνίδι της ζωής είναι

Καθώς η συζήτηση μας φτάνει στο τέλος της με πιο ενδόμυχα θέματα, ο Μιχαήλ εύχεται να μην έχει ζήσει ακόμα τη μεγαλύτερη στιγμή ευτυχίας στα 22 χρόνια του. Μέχρι τώρα, θα ξεχώριζε ως προς αυτό τα τρία χρόνια φοίτησης του στη σχολή, αλλά και όταν κάνει τα πιο απλά πράγματα: Το να τρώει στο σπίτι μαζί με τους γονείς και τον αδερφό του, χωρίς να συμβαίνει κάτι πιο «γκράντε». Δεν το ακούς αυτό συχνά από νέους καλλιτέχνες, οι οποίοι σνομπάρουν το θεσμό της οικογένειας. Να και κάτι πραγματικά πρωτότυπο που του αποσπώ κατά τη διάρκεια ενός καφέ! Κι αν «Η γίδα ή ποια Σύλβια» θα συνεχίσει να παίζεται τα Δευτερότριτα, με πληροφορεί πως αυτόν τον καιρό οριστικοποιήθηκε η συμμετοχή του στην παράσταση του έργου «Χρύσιππος» του Δημήτρη Δημητριάδη που θα σκηνοθετήσει ο Θάνος Σαμαράς για το φετινό Φεστιβάλ Αθηνών: Από τις 31 Μαΐου έως τις 4 Ιουνίου στο Κτίριο της Πειραιώς 260Δ. Μαζί του θα είναι και οι Ράνια Οικονομίδου, Νικόλας Μίχας, Σοφία Κόκκαλη, Θανάσης Δόβρης, Γιάννης Σιαμσιάρης, Αγγελική Στελλάτου, Γιώργος Μπινιάρης. Του εύχομαι κάθε επιτυχία και του λέω πώς θα τη δούμε σίγουρα την παράσταση, διότι κάθε τι που κάνει ο Σαμαράς έχει, αν μη τι άλλο, καλλιτεχνικό ενδιαφέρον! 

* Η παράσταση «Η Γίδα ή ποια είναι η Σύλβια» του Έντουαρντ Άλμπι παίζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο «Θησείον, ένα θέατρο για τις τέχνες». Μετάφραση – σκηνοθεσία: Νικορέστης Χανιωτάκης. Παίζουν: Νίκος Κουρής, Λουκία Μιχαλοπούλου, Γιάννης Δρακόπουλος, Μιχαήλ Ταμπακάκης. Τιμές εισιτηρίων: 16, 12 και 10 ευρώ. 

** Οι φωτογραφίες του Μιχαήλ Ταμπακάκη είναι της Αγγελικής Κοκκοβέ

Χαρίτσης: Ζητάμε την μη ανακήρυξη του συνδυασμού των «Σπαρτιατών» στις επικείμενες ευρωεκλογές

Χαριτσης 0

Χαρίτσης: Ζητάμε την μη ανακήρυξη του συνδυασμού των «Σπαρτιατών» στις επικείμενες ευρωεκλογές

Η Νέα Αριστερά καλεί «όλες τις δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις να αναλογιστούν τις τεράστιες ευθύνες τους…