Όσο κρατάει ένας καφές με τον ερμηνευτή Θοδωρή Νικολάου

Μία συζήτηση, γεμάτη ειλικρίνεια, με τον μοναδικό πρωτοεμφανιζόμενο ερμηνευτή που δεν διστάζει να κάνει νωρίς - νωρίς την αυτοκριτική του!

23905194 1963553153671710 2195378896628266176 n

Η συζήτηση με τον Θοδωρή Νικολάου γίνεται εν μέσω της νυκτός, αφού δεν υπήρχε χρόνος για διαφορετική ώρα. Τον ρίχνω στα βαθιά κατευθείαν, ερωτώντας τον για ποιο λόγο μού δίνει συνέντευξη τη στιγμή αυτή. «Για εμάς τους πρωτοεμφανιζόμενους, κάθε συνέντευξη μας βοηθάει να ανεβούμε ένα σκαλοπάτι» μου λέει, συνεχίζοντας με ειλικρίνεια: «Δεν ξέρω αν έχω κάτι που να δικαιολογεί μία συνέντευξη, αν εξαιρέσουμε την κυκλοφορία του πρώτου μου δίσκου και τα επερχόμενα live, όμως το πιο σημαντικό για μένα θα ήταν ο κόσμος να ξεχωρίσει τα τραγούδια μου, τη φωνή μου ή τον τρόπο που τραγουδάω, οι λόγοι δηλαδή να είναι καθαρά καλλιτεχνικοί». Στη συνέχεια με εκπλήσσει όταν παραδέχεται πως εκτιμάει «έτσι κι έτσι» τον δίσκο που έβγαλε – δεν θα το έλεγαν με την ίδια άνεση άλλοι συνάδελφοί του! «Με πάσα ειλικρίνεια, πιστεύω ότι πρόκειται για έναν μέτριο δίσκο, όπου αν δεν υπήρχαν μέσα τα κομμάτια του Θοδωρή Λαχανά, μπορεί νά’ταν και κακός! Υπήρχε απειρία από την πλευρά μου, όπως και δεν υπάρχουν ”οδηγίες προς ναυτιλομένους” για κάθε πρωτοεμφανιζόμενο στη δισκογραφία».

Ο Νικολάου πιστεύει πως όταν ένας καλλιτέχνης «τρέχει» μόνος του για να βρει τους δημιουργούς που θα τον εμπιστευθούν, μοιραία το πράγμα δεν θα στέκεται στο ύψος των περιστάσεων. Τον συγχαίρω για το θάρρος της γνώμης του, δεν μπορώ να μη σχολιάσω όμως πως είναι λυπηρό να τα λέει αυτά ένα νέο παιδί που η πρώτη του δουλειά τού κόστισε σε ενέργεια, αλλά και σε χρήμα. «Για να μην κλαιγόμαστε κιόλας, είμαι ευχαριστημένος που ένα τραγούδι από το δίσκο ξεχώρισε και μού’δωσε βήμα (σ.σ. αναφέρεται στο τραγούδι «Η ομπρέλα»), σαν να βρήκα την ταυτότητα μου. Με αυτό το ”λίγο”, μπορώ να πατήσω για τα επόμενα»

Ο ερχομός από την Πάτρα στην Αθήνα δεν έγινε για το «κυνήγι του ονείρου», αλλά για τα μαθήματα. Ο Νικολάου ξεκίνησε κλασικό τραγούδι το 2009, έχοντας στήσει κάποια προγράμματα σε μουσικές σκηνές της γενέτειρας του, τα οποία ωστόσο δεν τον ικανοποιούσαν. Έβλεπε που ήταν ανεπαρκής και θέλησε να εξελιχτεί καλλιτεχνικά. «Προσπάθησα να ξεχάσω τον ”φυσικό τραγουδιστή Θοδωρή” και να εστιάσω στις σπουδές μου, εγκαταλείποντας τα πάντα. Επί τρία χρόνια πηγαινοερχόμουν τρεις φορές την εβδομάδα Πάτρα – Αθήνα! Δεν μου άρεσε σαν πόλη η Αθήνα για να μένω». Και τώρα πως μένει εδώ μόνιμα; Μου απαντάει πως τον κούρασαν τα πήγαινε – έλα συν τα έξοδα και ήθελε να το επεξεργαστεί στο μυαλό του. «Κάποια στιγμή είπα ότι ήρθε η στιγμή να ”βγω” στον κόσμο, ακόμη κι αν ήμουν ανέτοιμος, αφού πάντα ανέτοιμοι θα νιώθουμε οι καλλιτέχνες. Από το 2012 ζω στην Αθήνα και από το ’16 έσκασε η ιστορία με το δίσκο»

Όλα τα προηγούμενα χρόνια ο Νικολάου έψαχνε την πόρτα του λαβύρινθου που θα του εξασφάλιζε την είσοδο στο ελληνικό τραγούδι. Πώς θα γνωρίσει ανθρώπους, συνθέτες, οι οποίοι με τη σειρά τους θα έλεγαν «ποιο είναι αυτό το παιδί που του αρέσει να τραγουδάει», έτσι απλά και αληθινά. Δεν έβγαινε πολύ τότε, γιατί δούλευε και τα έξοδα έτρεχαν. Δεν τό’χε και πολύ με τις δημόσιες σχέσεις, δεν πήγαινε σε μουσικές σκηνές και δεν ενημερωνόταν όσο θά’θελε για τα καινούργια πράγματα. Μου δίνει πάσα για να τον ρωτήσω κατά πόσο μία καριέρα χτίζεται με δημόσιες σχέσεις και με ταλέντο. «Το ταλέντο μας χρειάζεται, αλλά όχι περισσότερο από κάποια άλλα. Πιστεύω πολύ στη δουλειά, στο μυαλό και στον παράγοντα τύχη. Αυτά τα τέσσερα καθορίζουν την πορεία σου, τη δημόσια εικόνα σου και τις ”συμμαχίες” σου. Οι ”συμμαχίες” γίνονται όσο προχωράω στο χώρο και όπως τις θέλω εγώ». Έτσι, ”συμμάχους” του μέχρι στιγμής θεωρεί τον συνθέτη Θοδωρή Λαχανά, ο οποίος είναι και δεν είναι στο χώρο την τελευταία 20ετία: Ο συνθέτης που είχε γράψει το σουξέ «Δέκα μάγισσες τα δάχτυλα σου» για τον Γιάννη Σαββιδάκη, άλλο ένα κομμάτι για τον Δημήτρη Μπάση, τη «Ζωή», μόνο που ορισμένα πράγματα που δεν τον εξέφραζαν, τον κράτησαν σε μία αποστασιοποίηση. Του Νικολάου του αρέσει που μπαίνει στο στούντιο του και δοκιμάζουν τραγούδια, αφού ο Λαχανάς δεν δίνει ένα κομμάτι και πάει και τελείωσε. Μέσω αυτού, ήρθε σ’ επαφή με τον στιχουργό Ισαάκ Σούση που εκτιμάει πολύ και σχεδιάζουν να φτιάξουν κάτι μαζί. Μου μιλάει ακόμη για τον κιθαριστή και συνθέτη Αντώνη Μιτζέλο, που «είναι πολύ κοντά στα νέα παιδιά». Τέλος, δεν παραλείπει να ευχαριστήσει τον Παντελή Θαλασσινό, που όχι μόνο συμμετείχε στο CD του, αλλά θα εμφανιστεί και δίπλα του στο live της 10ης Ιανουαρίου!  

Του λέω πως το να μην είναι δεκτικός στις παρέες, αυτές που «φτιάχνουν» ιστορία, δεν είναι και πολύ θετικό. «Δεν με πειράζει, πιθανώς σε δέκα χρόνια να μην είμαι εδώ για μία ακόμη συνέντευξη, αλλά τουλάχιστον θα ξέρω πως το προσπάθησα με τον τρόπο μου». Ο Νικολάου δεν ανήκει σ’ αυτούς που βρίσκουν νόημα νά’ναι μέλη μίας παρέας και να πηγαίνουν συνέχεια ο ένας στα live του άλλου, χωρίς να υποτιμά φυσικά αυτούς που το κάνουν. Θαυμάζει πολύ τους κλασικούς Έλληνες συνθέτες, τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη, τον Ξαρχάκο, αλλά ξεχωρίζει και νεότερους, σαν τον Γιώργο Σταυριανό και τη Λένα Πλάτωνος, αν και την τελευταία τη θεωρεί μακριά από τη δική του ιδιοσυγκρασία. 

Για το βιοπορισμό του, ο Νικολάου δουλεύει στην εστίαση τα τελευταία έξι χρόνια. Σε ένα εστιατόριο, για την ακρίβεια, από το οποίο μπορεί να ανταπεξέρχεται οικονομικά στις σπουδές του, στα live του και στις παραγωγές του. Με τη λέξη «παραγωγές», μου ξεκαθαρίζει στην ουσία πως ο δίσκος του έγινε ιδίοις εξόδοις. «Ήθελα να έβγαινε μαζί με βιβλίο για να υπάρχουν οι στίχοι και πληροφοριακό υλικό. Δεν έγινε με δικά ”μου” έξοδα, αλλά με δικά ”μας”, γιατί με βοήθησε και η μητέρα μου, η Πέγκυ Καλλίρη. Δεν ήξερα καν τι budget θα χρειαζόταν. Μάζευα συνέχεια λεφτά γι’ αυτό το σκοπό και έτσι πορευτήκαμε, στο άγνωστο, ενώ πολλά πράγματα προέκυπταν. Σήμερα θα τό’κανα αλλιώς, θα είχα απομυθοποιήσει σαφώς ορισμένες καταστάσεις». Με τη μητέρα του έχουν μεγάλη αδυναμία ο ένας στον άλλον, αν και δεν είναι μοναχογιός. Ο άλλος του αδερφός, μικρότερος στην ηλικία, έχει φύγει στην Αγγλία, όπως και πολλά άλλα παιδιά τελευταία. Οι γονείς του τον στήριξαν όταν κατάλαβαν πόσο σοβαρά αντιμετωπίζει την τέχνη, μόνο τότε κάμφθηκαν οι όποιοι ενδοιασμοί τους. Ο δε πατέρας του, όταν σπούδαζε στην Αθήνα, έπαιζε κιθάρα με τον Μπαγιαντέρα και τον Γιώργο Ζωγράφο και μάλιστα είχε περάσει από την Columbia. Φίλος του ήταν ένας άλλος μουσικός ονόματι Νίκος Λαδοβρέχης, Κερκυραίος. Ο Χατζιδάκις του είχε ζητήσει συνεργασία, αλλά του είπε να άλλαζε το επίθετο του, κάτι που εκείνος δεν δέχτηκε!  

Εξακολουθεί να είναι προσγειωμένος, σχεδόν υπέρ το δέον. Θεωρεί πως όσο και να το θες, όταν υπάρχει ο «Μεγάλος Ερωτικός» του Χατζιδάκι, δεν μπορεί να κομίζει πρωτοπορία καμία καινούργια δουλειά. «Δεν τρέφω αυταπάτες, αφού δεν γράφω και μουσική. Δύσκολο να πω για την ώρα ”Αυτός είμαι και ήρθα για να μείνω”». Στην ερώτηση μου με τι ή με ποιον μοιάζει η φωνή του, το δικό του όργανο δηλαδή που θα κάνει τους άλλους να τον προσέξουν, σκέφτεται αρκετά…«Θα έλεγα ότι προσπαθώ να ενώσω τις κλασικές σπουδές μου, το μπελ κάντο με τις επιρροές μου από το λαϊκό τραγούδι, που το αγαπώ ιδιαίτερα. Ωστόσο, δεν έχω να πω κάτι για να ”βοηθήσω” τον κόσμο σχετικά με ποιον θυμίζει η φωνή μου». Τον ενδιέφερε φυσικά απ’ την πρώτη στιγμή να αποκτήσει φωνητική ταυτότητα, εξ ου και έκανε σπουδές. Σίγουρα επίσης τον επηρέασαν τα μουσικά ερεθίσματα που δέχτηκε από τον πατέρα του: «Στο σπίτι έρχονταν οι φίλοι του με τις κιθάρες τους, μόνο αντροπαρέα, ποτέ γυναίκες! Κατά πολύ μεγαλύτεροι του, που τους έλεγα ”γέρους”. Μέχρι τις εφτά το πρωί τραγουδούσαν από Αττίκ μέχρι Θεοδωράκη, τα πάντα. Μετά έφτιαχναν κι έτρωγαν μακαρόνια συνήθως».  

Στόχος του Νικολάου είναι τα live που θα του δώσουν πολλές δυνατότητες και την απαιτούμενη εμπειρία. Επίσης, το να βρει τους κατάλληλους μουσικούς που θα τον στηρίξουν, εφόσον στο δίσκο του έπαιξαν πολλοί και διάφοροι. Θα ήθελε μια φουλ μπάντα, αλλά λόγω οικονομικών δυσκολιών προτιμά ένα πιο μικρό ευέλικτο σχήμα. Το καλό με την περίπτωση του είναι πως ονειρεύεται ως απόρροια της βαθιάς πίστης σ’ αυτό που κάνει! «Τι κι αν δουλεύω σε εστιατόριο; Με μουσική ξυπνάω, με μουσική κοιμάμαι. Κι όταν κοιμάμαι ονειρεύομαι μουσικές σκηνές, Μέγαρα, Ηρώδεια και ωραίες συνεργασίες, όχι για τη δόξα, αλλά για τη χαρά τη δικιά μου». Σχολιάζω πως δεν βγάζει μιζέρια σαν άνθρωπος, ούτε παραπονιέται, κάτι που – σύμφωνα με τον ίδιο – οφείλεται στο ότι όλα πάνε καλά στη ζωή του. Σπεύδει να διευκρινίσει πάντως πως σκοπεύει να «παλέψει» για μία τριετία ακόμα, μέχρι δηλαδή τα 36 του. «Πίστεψε με», μου λέει, «αν δεν τά’χω καταφέρει, δεν θά’χω και κανένα απωθημένο. Θα πω ότι τουλάχιστον προσπάθησα»«Πάντα καλά να σου πηγαίνουν όλα» του εύχομαι μαζί με κάθε επιτυχία για την επικείμενη εμφάνιση του στη μουσική σκηνή «Σφίγγα»

* Στη «Σφίγγα» (Ακαδημίας & Ζωοδόχου Πηγής), από τον Ιανουάριο μέχρι και τον Μάιο, κάθε πρώτη Πέμπτη του μήνα, ο ερμηνευτής Θοδωρής Νικολάου θα καταρτίζει για το κοινό ένα πρόγραμμα με τραγούδια από την πρώτη του προσωπική δουλειά με τίτλο «Ομπρέλα», αλλά και τραγούδια από ένα ευρύ φάσμα της ελληνικής – και όχι μόνο – δισκογραφίας. Μαζί του θα είναι η Άννα Μπαλάσκα, μία νέα δυναμική παρουσία από τη Θεσσαλονίκη, που μόλις κυκλοφόρησε την πρώτη της δισκογραφική δουλειά με τίτλο «Ινδικό γιασεμί». Έναρξη: Πέμπτη 10/01 στις 21.00. 

Έχασαν κάθε μέτρο οι συνωμοσιολόγοι με τους τυφώνες – «Οι μετεωρολόγοι τους δημιουργούν»

tyfonas

Έχασαν κάθε μέτρο οι συνωμοσιολόγοι με τους τυφώνες – «Οι μετεωρολόγοι τους δημιουργούν»

Κάθε τι επιστημονικό που πηγαίνει κόντρα στην κοσμοθεωρία τους είναι απορριπτέο αλλά πλέον το πράγμα…