Όσο κρατάει ένας καφές με την τραγουδίστρια Ρένα Μόρφη

Δεν πίστευα ότι θα βρισκόταν σύγχρονος τραγουδιστής που θα «επανεξέταζε» τραγούδια της Βούλας Πάλα και του Σπύρου Ζαγοραίου. Το κενό αυτό ήρθε να καλύψει η ανατρεπτική περσόνα της Σούλης Ανατολή (καλλιτεχνικό nickname της Ρένας Μόρφη) με ταλέντο, γνώση και επιρροές από το λαϊκό λατινοαμερικανικό τραγούδι. 

Σουλη ανατολή

Η συζήτηση με τη Σούλη Ανατολή – κατά κόσμον Ρένα Μόρφη – ξεκινάει με το ποιο από τα δύο ονόματα θέλει να την αποκαλούν. Αρχίζει να μου λέει για τη γιαγιά της που έφερε το όνομα Ειρήνη Χρυσοβαλάντω και τη φώναζαν Σούλη, επομένως ανέκαθεν ήθελε να τη λένε έτσι και την ίδια. Πόσο μάλλον που η γιαγιά της είναι εν ζωή και την καμαρώνει! «Αγαπώ πολύ την οικογένεια μου, τους γονείς μου και είμαι πιο πολύ κοντά μ’ αυτή τη γιαγιά, τη μάνα της μάνας μου» εξομολογείται η Σούλη, αναφερόμενη στα παιδικά της χρόνια στον Βόλο. Γεννήθηκε στην πόλη του Παγασητικού και έμεινε μέχρι τα 17 της που ήρθε στην Αθήνα για σπουδές ιστορίας και αρχαιολογίας. Ωστόσο, από το 2002 που πρωτοείδε live τον Φοίβο Δεληβοριά στη μουσική σκηνή «Σταθμός» του Βόλου, ήξερε πως θ’ ακολουθήσει το δρόμο της μουσικής. «Όταν είδα όλο αυτό που εξέπεμπε ο Φοίβος, είπα ότι κι εγώ θέλω να κάνω το ίδιο». Απ’ την άλλη, θυμάται τον εαυτό της που ήταν πάντα εξωστρεφής: «Υπάρχουν παιδάκια που ντρέπονται και άλλα που δεν ντρέπονται. Εγώ ανήκα στα δεύτερα»

Ακόμη την εντυπωσιάζει το γεγονός πως τότε, το 2002, δεν μαγεύτηκε από την κορόνα μιας μεγαλοτραγουδίστριας, αλλά από το εκτόπισμα ενός τροβαδούρου, του Δεληβοριά επί σκηνής και το πώς εννοούσε κάθε λέξη που τραγουδούσε. Είναι το ίδιο ακριβώς που επιθυμεί να κατακτήσει η Ρένα ως καλλιτέχνιδα. Στο σημείο αυτό της λέω πως δεν κάνουν βέβαια το ίδιο πράγμα με τον Φοίβο. Εκείνη τη μάθαμε ως τραγουδίστρια που ξανάφερε στο προσκήνιο παλιά λαϊκά και λίγο λούμπεν τραγούδια με τον χαρακτηρισμό «λούμπεν» να μην έχει καμία υποτιμητική διάθεση. «Βλέποντας τον Φοίβο να τραγουδάει ”Εφτά νομά σ’ ένα δωμά” ή τα ”Ματόκλαδα σου λάμπουν”, ο τρόπος του φώτισε μέσα μου τι σημαίνει διασκευή. Κατάλαβα πως το να λες ένα τραγούδι με τη δική σου ιδιοσυγκρασία μπορεί να καταφέρει να συγκινήσει περισσότερο από την αρχική βερσιόν». Η Ρένα Μόρφη δίνει μεγάλη σημασία στην κάθε λέξη που βγαίνει από τα χείλη ενός τραγουδιστή. Συχνά μάλιστα η ενορχήστρωση ενός παλιού ρεμπέτικου την προκαταλάμβανε αρνητικά ως προς την εκφορά του λόγου, των στίχων. Έχοντας ακολουθήσει κλασικές θεωρητικές σπουδές, εκεί μάλλον οφείλει και την τριβή της με τις λέξεις. Πιστεύει πως υπάρχει στενή σχέση της Ιστορίας με το Τραγούδι, αφού και τα δύο επιχειρούν να αναλύσουν την ανθρώπινη ψυχή. «Αν ξέραμε όλοι ιστορία, ακούγοντας τα τραγούδια μας, θα είχαμε εξελιχθεί σαν άνθρωποι. Οι γενιές παραμένουν ίδιες, το περιβάλλον τους αλλάζει μόνο».

Της ζητάω να μου πει, δοθείσης ευκαιρίας, ποια είναι η θέση που η ίδια αποζητά μέσα στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. «Την αθανασία» μου απαντά! Και εξηγείται: «Όποιος ασχολείται ειδικά με το τραγούδι, και ειδικά με τη μουσική, και ακόμη πιο ειδικά με την τέχνη, πιστεύω πως διεκδικεί ένα είδος αθανασίας». Η Ρένα γι’ αυτό ακριβώς προτιμά να τυπώνει τους δίσκους της και να μην ανεβάζει το υλικό στο internet. Είναι σαν να αφήνει από τώρα ένα έργο πίσω της εν είδει παρακαταθήκης. «Πες ότι γίνεται μια καταστροφή και πεθαίνουμε όλοι. Κάποιος μπορεί να βρει σαν αρχαιολογικό εύρημα, κάτω από μια πέτρα, ένα CD ή ένα βινύλιο. Θα ακούσει έναν ήχο και θα κάνει μια σύνδεση με το παρελθόν». Ενώ, επίσης, βρίσκει ένα είδος αθανασίας και στην οικογένεια, τη διαιώνιση του είδους, θεωρεί πως στο ίδιο αποσκοπούν και οι καλλιτέχνες αφήνοντας πίσω το έργο τους. Η άποψη της στη συνέχεια έχει ενδιαφέρον: «Οι άνθρωποι ενστικτωδώς αποζητούν την αθανασία, την υστεροφημία. Σαν να παραμένεις ζωντανός μέσω του έργου σου καθώς ο χρόνος περνάει κι εσύ δεν θά’σαι εκεί»…Μήπως όμως είναι αρκετά μικρή ακόμα ώστε να μελετάει την αθανασία; Συμφωνεί! «Και καλλιτεχνικά είμαι μικρή ακόμα, αλλά αυτό μου λέει το ένστικτο μου»

Η Ρένα Μόρφη κρίνει το μέγεθος ενός καλλιτέχνη από το πόσο τον έχει κρατήσει ο κόσμος στην πρώτη γραμμή. Το νερό πρέπει να κυλάει στο μύλο κι ένας καλλιτέχνης οφείλει να έχει ταλέντο και έμπνευση ώστε να συναντηθεί με το κοινό του – το ίδιο που θα αποτιμήσει τελικά το όποιο έργο του. «Θυμήσου τη Βίκυ Μοσχολιού» μου λέει, «που μόνο μετά θάνατον αναγνωρίστηκε ως μια τεράστια τραγουδίστρια. Ακόμα και οι εποχές έτσι κρίνονται. Ακούς τραγούδια του 1930 ή του ΄40 και λες ”Τι ωραία περνούσαν τότε”. Νοσταλγείς και αποτιμάς το περασμένο, αφού η καρδιά σου τρέχει συμφώνως με το χρόνο σου και δεν προλαβαίνεις να τον εκτιμήσεις»

Θεωρεί πως η ιδιωτικότητα είναι μεγάλο κεφάλαιο για τον καλλιτέχνη, εφόσον διανύουμε την εποχή της απομυθοποίησης των πάντων, που τελικά κάνει εξίσου κακό στον εκτιθέμενο και στο κοινό. «Το να ανεβάζει ένας καλλιτέχνης στο instagram μια φωτογραφία του με μάσκα νυκτός, που μπορεί να τη φοράς κι εσύ, αφαιρεί αυτομάτως κάτι από τη μαγεία του και την επιθυμητή ”μαγική” ταύτιση ενός κοινού μαζί του». Έτσι η ίδια προσπαθεί να χειρίζεται τα social media μόνο για τη δουλειά της. «Εκτός αν τρώω κάτι πολύ νόστιμο» μου λέει και σκάει στα γέλια. Γιατί όχι; Το να ξέρουμε, ας πούμε, ποιο είναι το αγαπημένο φαΐ της Ρένας Μόρφη δε σημαίνει και πως την «κατεβάζει» στα μάτια μας. Ως απάντηση επικαλείται την τάση της εποχής για συνοδεία κάθε νέου τραγουδιού από βίντεο κλιπ. «Βλέπουμε τη μουσική αντί να την ακούμε και να τη βιώνουμε» μου λέει και δεν έχω λόγο να διαφωνήσω μαζί της. Ίσως να οφείλεται στην έλλειψη χρόνου μου με το email μου να κατακλύζεται από βίντεο κλιπς, τα οποία σπανίως θα μπω στον κόπο να δω. «Εσύ είσαι μες τη μουσική» με διορθώνει η Ρένα, «και ξέρεις πως έχεις χάσει εκ των πραγμάτων τη μαγεία με τον ίδιο τρόπο που γνωρίζεις τα πιο προσωπικά ενός καλλιτέχνη». Δίκιο έχει, δεν τό’χα σκεφτεί! 

Ένα τραγούδι ανήκει στο δημιουργό του μέχρι να το «γεννήσει». Από κει και πέρα γίνεται μέρος της ιστορίας του καθενός που το ακούει. Η Ρένα Μόρφη βαδίζει με την εποχή της, αν και θα προτιμούσε η μουσική να είναι αυθύπαρκτη χωρίς την ανάγκη της εικόνας. Δεν θα μπορούσα να μη σχολιάσω πως η δική της μουσική βασίζεται εν πολλοίς στην εξωστρέφεια και στη χαρά, στοιχεία μάλλον ασύμβατα με την τρέχουσα κοινωνικοπολιτική κατάσταση ή με την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ελλάδα. Με πληροφορεί πως στις παραστάσεις της δεν πρωταγωνιστεί η άνευ λόγου χαρά. Μου λέει και κάτι ακόμη που με «στέλνει» κανονικά: «Δεν θεωρώ ότι είμαστε σε κρίση, καθόλου! Σαν έθνος ποτέ δεν είχαμε λεφτά, άρα η μεγάλη κρίση – παράκρουση ήταν στα 80s – 90s που νομίζαμε ότι ήμασταν πλούσιοι και άνετοι. Τότε που μας δόθηκαν λεφτά και δεν ξέραμε πως να τα διαχειριστούμε: Αντί να χτίζαμε ένα σχολείο, να το πω λαϊκά, από ένα ευρωπαϊκό ”πακέτο”, εμείς παίρναμε δύο αυτοκίνητα»! Περί εθνικισμού έχει επίσης τη δική της άποψη: «Σαφώς υπάρχουν Νεοέλληνες που κρατάει η σκούφια τους από την αρχαιότητα, όπως θα έλεγε κάποιος ανθρωπολόγος, αλλά έχουν διαβάσει για την ιστορία τους ή για όλα τα φύλα που κατέβηκαν κάποτε στον τόπο αυτό; Έτσι δε θα θεωρούσαν ότι είναι έκπτωτοι από τίποτα, ίδιον άλλωστε όλων των ανθρώπινων κοινωνιών»

Ζητάω από τη Ρένα Μόρφη να αφήσουμε κατά μέρος τα έθνη, το DNA και τις ρίζες και να πάμε κατευθείαν στις ρίζες της μουσικής που υπηρετεί. Πέραν του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, την ενδιαφέρει και το latin λαϊκό τραγούδι. Παίρνει συνεχώς πληροφορίες και κάτι πολύ σημαντικό γι’ αυτήν είναι το εξής: Έχει την άνεση να ταξιδεύει τακτικά και να κερδίζει σε εμπειρίες και βιώματα. «Μπορεί να φταίει το Μίτσιγκαν proficiency και όχι το Καίμπριτζ» χαριτολογεί, «που διάλεξα το ελληνικό τραγούδι, παρότι μου αρέσει η αγγλόφωνη ελληνική σκηνή. Ήταν κι ένας λόγος που δεν έφυγα να σπουδάσω έξω, έχοντας ευκαιρίες μέσω υποτροφιών, προγραμμάτων κλπ. Έξι μήνες έζησα στην Ισλανδία, στο πλαίσιο του Erasmus, και ένιωσα πως έχανα τον ελληνικό τρόπο σκέψης μου, μιλώντας κάθε μέρα αγγλικά». Στην Ισλανδία, την παγωμένη χώρα που ανθεί η ηλεκτρονική μουσική σκηνή, η Ρένα Μόρφη είχε την ευκαιρία να δει live την Bjork και πολλά συγκροτήματα του ύφους της. 

Τα τραγούδια που ηχογραφεί αυτό τον καιρό, έχουν σχέση με το λαϊκό και θα ήθελε να είναι λαϊκά, αλλά δεν τό’χει και σίγουρο: «Το λαϊκό είναι μέσο σύνδεσης και επικοινωνίας των πολλών, όχι απαραιτήτως στον τρόπο που εκφέρεις το λόγο. Αυτό έχει ο Φοίβος και μου αρέσει πολύ, άμεσος και ταυτόχρονα λυρικός».Της αρέσει να μιλάει για τον Φοίβο Δεληβοριά που τη βοήθησε όσο κανένας άλλος σ’ αυτό το χώρο. «Είναι αναμφισβήτητα ο μέντορας μου και με έμαθε να σκέπτομαι σε μουσικό επίπεδο. Το ότι βρήκα τη μουσική μου ταυτότητα εξηγεί και την καταλληλότητα του Φοίβου ώστε να είναι μέντορας ενός νεότερου συναδέλφου του. Να πετάς με τα δικά σου φτερά και όχι με τα δικά του, αν υποτεθεί πως ξεπερνιέται ο σκόπελος ενός μιμητισμού». Την πιστεύω! Όποιος την έχει ακούσει να λέει τραγούδι του Δεληβοριά, διαπιστώνει πως τό’χει κάνει δικό της, σαν να της πρόσφερε ο ίδιος πάλι νέα δικά της λόγια! 

Ρωτάω τη Ρένα να μου μιλήσει για το πως αντιλαμβάνεται το λαϊκό τραγούδι της δεκαετίας 1955 – 65. Την «Προσευχή», π.χ., του Σπύρου Ζαγοραίου, την έκανε σχεδόν…πανκ, διατηρώντας το ατόφιο λαϊκό και διονυσιακό στοιχείο του τραγουδιού. Την «πηγαίνω» έτσι στα μουσικά ερεθίσματα και τις επιρροές της: «Ξεκίνησα με Χατζιδάκι και μετά ανακάλυψα το ρεμπέτικο μέσα από τις μουσικές επεξεργασίες και τα άρθρα του Χατζιδάκι. Ψάχνοντας το, σταμάτησα όταν βρήκα αυτό που μου ταιριάζει καλύτερα». Εκτιμώ το ότι βρήκε το στυλ της κατόπιν έρευνας, δεν ξύπνησε δηλαδή μιαν ωραία πρωΐα και είπε «Εγώ θα κάνω αυτό για να πιάσω την καλή». Καθοριστική υπήρξε επίσης η ανακάλυψη του τραγουδιού «Ο καρδιολόγος» της Βούλας Πάλα. Το βρήκε πολύ καλτ εξ αρχής και μάλλον ξεχασμένο μέσα στα χρόνια. «Τολμηρό ήταν να τραγουδήσω στον πρώτο δίσκο Χαρούλα Λαμπράκη και Βούλα Πάλα .Είχα μέσα τρεις διασκευές και εφτά καινούργια τραγούδια. Στις τωρινές μου παραστάσεις παίζουμε Ζαμπέτα και Τσιτσάνη, που τα λέω σε latin ρυθμούς»

Η Ρένα Μόρφη δεν δηλώνει λαϊκή τραγουδίστρια. Το νέο της υλικό θα βασίζεται σε καινούργια τραγούδια και σε μία μόνο διασκευή, στο «Δεν έχω δρόμο να διαβώ». Το χαρακτηρίζει τεράστιο τραγούδι λόγω του ερμηνευτή Τζανετή και του συνθέτη Ζαμπέτα. Δεν είναι σίγουρα σαν τα «Δειλινά» ή τα «Ξημερώματα» με τη Μοσχολιού, αλλά πρόκειται για ένα κομμάτι που το δικό της αυτί δεν έχει κουραστεί να τ’ ακούει. Το παράδοξο είναι πως στα live της πάνε άνθρωποι, μεγαλύτεροι της ηλικιακά, οι οποίοι δεν έχουν ακούσει ποτέ τα συγκεκριμένα τραγούδια. Μ’ αυτό που μου λέει, κατανοώ για πρώτη φορά ίσως μία τετριμμένη άποψη: Διασκευάζουμε παλιά τραγούδια για να τα φέρουμε στο σήμερα και να τα μάθουν οι νεότεροι! «Δεν πιστεύω παρόλα αυτά πως οι Imam Baildi ή εγώ είμαστε φορείς αυτής της κουλτούρας. Υπάρχει αυτούσια ήδη η σκηνή αυτή! Πήγαινε σε μια λαϊκή ταβέρνα και θα σου πέσουν τα αυτιά με τις φωνές των νέων παιδιών. Τους ακούς και νομίζεις πως τραγουδάνε όπως οι παλιοί, γιατί έχουν καλοχωνεμένο το ρεμπέτικο και το λαϊκό».

Σε ότι αφορά τη σχέση του λαϊκού με το latin, ανατρέχει στον Μανώλη Χιώτη, που πρώτος επιχείρησε με επιτυχία το «πάντρεμα». Τη βοήθησαν, όπως προείπε, τα ταξίδια να βρει κοινές μουσικές διαδρομές. Έτσι, κάθε φορά που ταξίδευαν στην Αμερική με τους Imam Baildi, εκείνη πάντα θα πήγαινε στο Μεξικό ή στον Άγιο Δομήνικο και στην Κούβα. Είδε από κοντά ανθρώπους που μέσω του δικού τους λαϊκού τραγουδιού, αντιμετώπιζαν σθεναρά τις συνθήκες της φτώχειας τους. Την άφησε άναυδη το πόσο ευτυχισμένοι έδειχναν οι άνθρωποι αυτοί με την τέχνη της μουσικής. Τώρα μάλιστα ετοιμάζεται να ταξιδέψει για την Κολομβία και το Περού, ενώ μέλος του συγκροτήματος τους είναι ο κρουστός Κάρλος Μενέντες, ο οποίος έρχεται από την Κούβα μόνο για τα live τους! Στον Μενέντες στέλνουν τα κομμάτια τους κι εκείνος τα επεξεργάζεται από τη χώρα του με τη συμμετοχή κι άλλων Κουβανών μουσικών. 

Τη ρωτάω να μου πει αν το ρεύμα μεταξύ Ελλάδας και Λατινικής Αμερικής είναι ισχυρό την εποχή αυτή, όπως ήταν ισχυρή και μία δεκαετία πριν η, δημοφιλής στη χώρα μας, σκηνή της Βαρκελώνης. Πιστεύει πως περισσότερο είναι κοινό το ταμπεραμέντο, κάτι που μπορεί να σχετίζεται με τις καιρικές συνθήκες. «Κάθε πράγμα πρέπει νά’ναι πηγαίο και αυθεντικό για να μη γίνεται μία μόδα και τίποτα παραπάνω. Οι Imam Baildi, ας πούμε, ασχολούνταν με το hip hop, αυτό άκουγαν. Πήραν απλά τα samples και τα επεξεργάστηκαν με τον τρόπο τους, τις φωνές της Βέμπο ή της Ιωάννας Γεωργακοπούλου. Από κει και πέρα δημιούργησαν μια τάση, όπως την αντιλήφθηκε ο καθένας». Η Ρένα θυμάται μια εκπομπή του Γιώργου Παπαστεφάνου, στην οποία η Χάρις Αλεξίου ρωτιόταν γιατί επιλέγει να λέει παλιά λαϊκά τραγούδια. «Επειδή μου αρέσουν» ήταν η απάντηση της, έτσι απλά. «Έτσι και μένα! Δεν υπάρχει κάνας ιδιαίτερος λόγος. Βρίσκουμε τα τραγούδια στους δίσκους, μας αρέσουν και τα λέμε»

Αλήθεια είναι πως λίγο σνομπάρεται ο όρος «διασκευή» στα live και στη δισκογραφία, φανερώνοντας στην ουσία μία ρεπερτοριακή ένδεια και όχι άποψη. Γι’ αυτό ευθύνονται, σύμφωνα με τη Ρένα, μερικές διασκευές που έγιναν χωρίς λόγο ύπαρξης. Ο σνομπισμός πάντα έρχεται από τους ραδιοφωνικούς παραγωγούς και όχι από τον απλό κόσμο. Κι όταν διατυπώνω τις αντιρρήσεις μου, του στυλ «Αντιθέτως, τους παραγωγούς βολεύουν οι διασκευές», η Ρένα με βάζει στη θέση μου. Μου μιλάει για παραγωγούς που δεν έχουν ιδέα για τις πρώτες βερσιόν των διασκευών που παίζουν – ένας μάλιστα πού’χε ακούσει πρωτότυπο ολοκαίνουργιο κομμάτι της, της είπε «Πολύ ωραία η διασκευή που κάνατε, συγχαρητήρια»…Ξεκαθαρίζει επίσης πως προφανώς και δεν κάνουν μόνο οι Imam Baildi όμορφες διασκευές, αλλά και άλλοι συνάδελφοι τους. «Προς Θεού, δεν είμαστε εμείς οι μαέστροι και οι άλλοι οι ατάλαντοι. Μπορεί και για μας να ισχυριστεί κάποιος ότι οι διασκευές μας είναι απαράδεκτες»

Δεν στοχεύει σ’ αυτό που λέμε μεγάλη καριέρα, μα στο να μπορεί να κάνει τη δουλειά της. «Βγάζουμε δίσκους επειδή κάνουμε live ή κάνουμε live επειδή βγάζουμε δίσκους, είναι αλληλένδετα αυτά τα δύο». Όλα αυτά τα χρόνια, μέσω των συναυλιών με τους Imam Baildi, είχε την ευκαιρία να συναντηθεί με ανθρώπους που δεν μιλάνε καν ελληνικά. «Ποτέ δεν έπιασα κανέναν απ’ τα μούτρα, ”πρέπει να σ’ αρέσω, πρέπει να με χειροκροτήσεις, πρέπει να με παραδεχτείς, πρέπει να γελάσεις”, δεν υπάρχει αυτό! Θα γνωριστούμε, αφού μοιραστούμε κάποιες στιγμές μας». Η αναφορά στην αντίδραση του γέλιου, μου δίνει πάσα να θίξω το στοιχείο του χιούμορ ως αναπόσπαστο στοιχείο των live της. Μου απαντάει πως τίποτα δεν γίνεται σκηνοθετημένα, απλά στο κοινό παρουσιάζει πάντα τον καλύτερο εαυτό της. «Και λαρυγγίτιδα νά’χω, και σε καλό mood να μην είμαι, και λάθη να κάνω, δεν με νοιάζει καθόλου. Ξέρω ότι ο κόσμος δεν είναι εκεί για να κρίνει, επομένως δεν θα του δώσω εγώ αυτό το δικαίωμα με την ανασφάλεια μου. Δεν θέλω να είμαι η φωνάρα, θέλω να ζήσουμε και να ”ερωτευθούμε” εκείνη τη στιγμή στο stage»

Η κουβέντα με τη Ρένα Μόρφη συνεχίζεται με θέμα τον επερχόμενο δεύτερο δίσκο της. Θα συμμετέχουν Έλληνες και ξένοι μουσικοί, θα υπάρχει ένα ντουέτο – έκπληξη και θα ηχογραφηθεί α λα παλαιά, δηλαδή με όλους τους μουσικούς να παίζουν live στο στούντιο. Τη ρωτάω ακόμη αν θεωρεί τον εαυτό της ομάδα με τις ομότεχνές της, Μαρίζα Ρίζου και Μαρίνα Σάττι. «Δεν πιστεύω ότι είμαστε ”συγγενείς”, γι’ αυτό και τις θαυμάζω τόσο πολύ» μου λέει. «Τις ακούω και τις καμαρώνω, αλλά αν εσύ με βάζεις μέσα σε μια τέτοια τριάδα, το θεωρώ τιμή μου. Η κρίση έκανε αυτό το καλό, οι άνθρωποι στην τέχνη ή και σε οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα να προσπαθούν να είναι πρωτότυποι. Εκτιμώ το ότι αυτό που κάνει η Μαρίζα δεν έχει σχέση μ’ αυτό που κάνει η Μαρίνα, άρα ναι, αποδέχομαι με καμάρι τον χαρακτηρισμό ενός team γυναικών δημιουργών»

Λίγο πριν αποχαιρετιστούμε, ζητάω να μου φανερώσει την πρόθεση ψήφου της σε περίπτωση εκλογών απ’ αύριο κιόλας! Βάζει τα γέλια και μου απαντάει πρώτα με ένα «συγγνώμη» κι έπειτα μ’ ένα «Νιώθω ότι πάμε καλά». Γελάει ακόμα πιο δυνατά και συνεχίζει να ξετυλίγει τη σκέψη της: «Δεν έχω ψηφίσει ποτέ ΣΥΡΙΖΑ, αλλά βλέπω ότι οι άνθρωποι αυτοί μας έβαλαν σε μια ρότα σιγά – σιγά. Δεν ξέρω πια τι είναι Αριστερά και τι Δεξιά, βλέπω όμως ότι αυτοί βρήκαν ένα δίαυλο επικοινωνίας ως προς τα μέτρα που περνάνε. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα εφαρμοστούν ακόμη και τα Μνημόνια, λόγω ιδιοσυγκρασίας του Έλληνα. Δεν είμαι πολιτικός και δεν μπορώ να σου πω αν εμείς έχουμε ωριμάσει σαν λαός ή αν η κυβέρνηση αυτή μπήκε στο σωστό timing. Σίγουρα τώρα, ανεξαρτήτως κυβερνήσεων, όλοι έχουν πάρει το μήνυμα: Το φαγοπότι τελείωσε! Θέλω να πιστεύω πως όποιος κι αν αναλάβει το τιμόνι της χώρας την επόμενη των εκλογών, δε θά’χει το θράσος να ξανακάνει οικονομικά σκάνδαλα».

* Η ΡΕΝΑ ΜΟΡΦΗ παρουσιάζει την ΣΟΥΛΗ ΑΝΑΤΟΛΗ στον «Σταυρό του Νότου Club» τις Παρασκευές 14, 21, 28/12 και την Παρασκευή 4/01/2019, όπως και την Τρίτη 25/12 για ένα σπέσιαλ ρεβεγιόν. Τιμή εισόδου στο μπαρ: 14 ευρώ με μπίρα ή κρασί. Ώρα έναρξης: 22.30 

«Κόλαφος» ο Δημήτρης Παπανώτας για την Αχτσιόγλου: «Δεν θα με κακοποιούν πολιτικά κατά αυτόν τον τρόπο» (video)

παπανωτας

«Κόλαφος» ο Δημήτρης Παπανώτας για την Αχτσιόγλου: «Δεν θα με κακοποιούν πολιτικά κατά αυτόν τον τρόπο» (video)

Ο δημοσιογράφος, Δημήτρης Παπανώτας, μίλησε το Σάββατο (20/04) για την αποπομπή του από το ευρωψηφοδέλτιο…

Ελένη Βιτάλη: Το αντίο στον αδελφό της- «Πέρναγες τα πάθη του Χριστού, ματάκια μου λατρεμένα»

eleni vitali 23 940x549 1

Ελένη Βιτάλη: Το αντίο στον αδελφό της- «Πέρναγες τα πάθη του Χριστού, ματάκια μου λατρεμένα»

Δύσκολες ώρες βιώνει η Ελένη Βιτάλη καθώς έφυγε από τη ζωή ο αγαπημένος της αδελφός