Όλγα Μπακομάρου: «Τρεις λέξεις είναι η δική μου ταμπέλα: Ελευθερία – Δικαιοσύνη – Αλληλεγγύη»

Η δημοσιογράφος, που έφτιαξε «σχολή» στην Ελλάδα με τις συνεντεύξεις της, κυκλοφορεί ένα νέο βιβλίο και μιλάει αποκλειστικά στο koutipandoras.gr

ΜΠΑΚΟΜΑΡΟΥ
Δύο χρόνια μετά τους «Ωσεί Παρόντες» της, η Νο 1 γυναίκα interviewer στην Ελλάδα, η Όλγα Μπακομάρου επιστρέφει με ένα καινούργιο βιβλίο. Τίτλος του, «Οικογένειες», και περιεχόμενό του, 20 συνεντεύξεις της με τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη καθώς και με τα μέλη των οικογενειών τους. Οι συνεντεύξεις πάρθηκαν μέσα σε ένα διάστημα 27 χρόνων, από το 1977 μέχρι το 2004, και δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Γυναίκα» και στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», τα δύο μέσα, στα οποία εργάστηκε αποκλειστικά η Μπακομάρου και έγραψε τη δική της ιστορία στον δημοσιογραφικό τομέα των συνεντεύξεων με προσωπικότητες απ’ όλο το φάσμα της δημόσιας ζωής του τόπου. Οι «Οικογένειες» διαβάζονται απνευστί και σηματοδοτούν ένα βιβλίο – ντοκουμέντο. Κι αν η συγγραφέας τους όσο λάτρευε να παίρνει συνεντεύξεις, άλλο τόσο απεχθάνεται να δίνει η ίδια, να βρίσκεται δηλαδή στη θέση του συνεντευξιαζόμενου, δέχτηκε να παραχωρήσει την συνέντευξη που ακολουθεί ευθύς αμέσως.
 
 
Σε σύντομο σχετικά διάστημα εκδώσατε δύο βιβλία με συνεντεύξεις σας. Πόσο εύκολη ή δύσκολη ήταν η όλη διαδικασία;
 
Δεν ήταν εύκολη, αλλά είχα αρχειοθετημένες τις συνεντεύξεις και έκανα μία σχετική επεξεργασία. Δεν έγιναν μεγάλες επεμβάσεις, βγήκε κάτι που μπορεί να μη χρειαζόταν, λόγου χάριν, κι έτσι έγινε και το δεύτερο βιβλίο.
 
Ο τίτλος «Οικογενειοκρατία» και όχι «Οικογένειες» λέτε να ήταν πιο τολμηρός;
 
Δεν ξέρω να σας απαντήσω σ’ αυτό. Ας απαντήσει ο αναγνώστης. Εγώ τον σκέφτηκα τον τίτλο αυτό, πάντως.
 
Το 1977 που πήρατε συνέντευξη από τον Ανδρέα Παπανδρέου, το είχατε θεωρήσει δημοσιογραφική επιτυχία;
 
Όχι, πώς να θεωρήσω δημοσιογραφική επιτυχία κάτι πριν γίνει; Ήταν κάτι που το ήθελα πολύ, γιατί στη «Γυναίκα» έκανα κυρίως συνεντεύξεις καλλιτεχνών και ανθρώπων των γραμμάτων και τεχνών. Μου άρεσε η ιδέα να επεκταθεί το πράγμα και σε πολιτικούς. Ήταν και η περίοδος της Μεταπολίτευσης που όλοι ήμασταν πολιτικοποιημένοι και τα πράγματα άλλαζαν. Υπήρχε μια επιφύλαξη από πλευράς Τερζόπουλου, γιατί ποτέ ίσαμε τότε η «Γυναίκα» δεν είχε φιλοξενήσει συνέντευξη πολιτικού, αλλά και κανένα άλλο περιοδικό – έχω την εντύπωση – δεν δημοσίευε συνεντεύξεις ή πορτραίτα πολιτικών. Το προσπάθησα πολύ, παρόλο που ο Τερζόπουλος ήταν αρνητικός.
 
 
Είχε προηγηθεί, όμως, η συνέντευξή σας με τη μητέρα του Αλέκου Παναγούλη.
 
Ο ίδιος ο Τερζόπουλος μου είχε πει να πάω να πάρω συνέντευξη απ’ τη μάνα του Παναγούλη, όταν δολοφονήθηκε ο γιος της. Η συγκεκριμένη συνέντευξη ήταν ένα συγκλονιστικό γεγονός στη ζωή μου, που είχε γίνει – αν θυμάμαι καλά – την ίδια μέρα με την κηδεία του. Θυμάμαι το άδειο σπίτι στη Γλυφάδα και μια γυναίκα που ήταν μόνη της. Έβλεπα το πένθος στην απόλυτη μορφή του, το ένιωθα μες την ψυχή μου καίτοι δεν ήτανε δικός μου άνθρωπος. Έκατσα εκεί όλη την ημέρα, αλλά η Παναγούλη δεν εμφανιζόταν. Μου έλεγε η κοπέλα που φρόντιζε το σπίτι πώς δεν θα μιλήσει, δεν θα κάνει τίποτα, αλλά εγώ καθόμουν στη βεράντα και περίμενα, όλο περίμενα, ούσα επίμονη.
 
Η επιμονή χρειάζεται, νομίζω, σε κάθε συνεντευξιαστή.
 
Ναι, δεν το βάζω κάτω, αλλά δεν ήμουν επίμονη για την επιτυχία του πράγματος, όσο για το ότι με ενδιέφερε, ήθελα πολύ να το κάνω. Κατά το απογευματάκι, η κοπέλα μου λέει «Η κυρία Αθηνά θα σας δει». Πέρασα από το χολ, μπήκα στο σαλόνι και είδα αυτή τη γυναίκα, η οποία άρχισε να μου μιλάει. Έκλαιγε, έκλαιγα κι εγώ και, μάλιστα, έχω και μια φωτογραφία απ’ αυτή τη συνέντευξη. Σηκώθηκα κι έφυγα, έγραψα το κομμάτι και το πήγα στη «Γυναίκα».
 
Όταν υπήρχε ενθουσιασμός μετά από μία συνέντευξη, κάνατε αμέσως την απομαγνητοφώνηση;
 
Ειλικρινά δεν θυμάμαι αν είχα πάρει μαγνητόφωνο, έχοντας απέναντι μου μία γυναίκα που μόλις είχε θάψει το παιδί της. Την πλησίαζαν πολλοί, αλλά εκείνη δε μιλούσε σε κανέναν. Επειδή, λοιπόν, την ήθελαν τη συνέντευξη γρήγορα στο περιοδικό, έκατσα αμέσως και την έφτιαξα. Την παρέδωσα κι έφυγα. Την άλλη μέρα που πήγα, είδα μια αναστάτωση και μία ένταση στο περιοδικό. Ο Τερζόπουλος, που δύσκολα έλεγε καλή κουβέντα, διότι δεν ήταν εκδηλωτικός, μόλις με βλέπει, μ’ αγκαλιάζει και με φιλάει. Όλοι οι άλλοι μου λέγανε «Τι ήταν αυτό πού’γραψες» κλπ. Έμεινα έκπληκτη, δεν περίμενα κάτι τέτοιο. Να πω εδώ ότι ο Τερζόπουλος είχε μεγάλη αδυναμία στην έννοια «Μάνα», ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε πάρα πολύ τη μάνα του και, πρώτα – πρώτα, αγαπούσε τη Γυναίκα. Ήταν ο λόγος που βάφτισε «Γυναίκα» το περιοδικό του και, πραγματικά, λίγους ανθρώπους έχω δει που αγαπούσαν τόσο πολύ τη γυναίκα. Μπήκε η συνέντευξη, ο Τερζόπουλος έγραψε το editorial, αφιερωμένο στη Μάνα, αναφέροντας και μένα μέσα – κάτι που δεν έκανε ποτέ! Από τότε εγώ «ανέβηκα» στην εκτίμηση του Τερζόπουλου και στις «εξωκαλλιτεχνικές» συνεντεύξεις, αν και τη συγκεκριμένη με τη μάνα Παναγούλη δεν ξέρω πού την κατατάσσουμε. Βρήκα λοιπόν το θάρρος να πάω στον Τερζόπουλο και να του πω να κάνουμε πολιτικές συνεντεύξεις. Συμφώνησε, μου έδωσε το OK. Μάλιστα, για να είμαι ακριβής, του είπα να μην κάνουμε πολιτικούς μόνο, αλλά και ανθρώπους απ’ όλο το φάσμα της δημόσιας ζωής, ακόμα και ποδοσφαιριστές και δημοσιογράφους π.χ. Έτσι έκανα μετά τον Καρατζαφέρη, τον Φρέντυ Γερμανό, τον Δομάζο κ.α. – απ’ τη στιγμή δηλαδή που κάνεις συνεντεύξεις, γιατί μόνο καλλιτέχνες; Μέχρι και τον Καντιώτη είχα κάνει!
 
Τον Αυγουστίνο, που είχε αφορίσει τον Θόδωρο Αγγελόπουλο;
 
Ναι, είπα πως έπρεπε κι αυτόν να τον κάνουμε. Αυτός τότε έλεγε τα δικά του για το πώς πρέπει να ντύνονται οι γυναίκες. Φόρεσα, θυμάμαι, ένα φόρεμα με μακριά μανίκια, το οποίο είχα ράψει χρόνια πριν για να δώσω εξετάσεις στην Πολιτική Δικονομία, στον Ράμμο στη Νομική. Λέγαμε τότε «πώς θα πας στον Ράμμο; Πρέπει να’σαι σεμνή» και γι’ αυτό είχα φτιάξει το ανάλογο φόρεμα… Πήγα, λοιπόν, στον Καντιώτη, είχα μαζέψει και πίσω τα μαλλιά μου κότσο, ενώ για βάψιμο δεν το συζητώ, που ούτως ή άλλως δεν βαφόμουν. Μου μίλησε, τον βάλαμε στο περιοδικό κι αυτό ήταν κάτι πρωτοφανές! Μιλάμε για τη δεκαετία του 1970, όταν όλη η Ελλάδα ήταν εναντίον του.
 
Τον Ανδρέα Παπανδρέου, που ήταν η πρώτη σας πολιτική συνέντευξη, εσείς τον είχατε επιλέξει;
 
Ο Παπανδρέου ήταν το νέο πρόσωπο της πολιτικής, στην αρχή του μύθου του τότε. Αν θυμάμαι σωστά, η Σύλβα Ακρίτα μού έκλεισε το ραντεβού και έτσι με δέχτηκε. Υπήρχε ένας δισταγμός ως προς τη δημοσίευση της συγκεκριμένης συνέντευξης, διότι βάζοντας έναν πολιτικό στο περιοδικό, μπορεί να φαινόταν ότι έπαιρνες και πολιτική θέση. Μπήκε η συνέντευξη κι από κει κι ύστερα, έκανα όλους τους πολιτικούς αρχηγούς: Τον Γεώργιο Μαύρο, τον Νίκο Κωνσταντόπουλο, τον Ηλία Ηλιού, τον Γεώργιο – Αλέξανδρο Μαγκάκη, τον Ζίγδη και, βέβαια, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Πρέπει να πω ότι μετά τη συνέντευξη με τον Παπανδρέου, δεν χρειάστηκε να αναζητήσω βοήθεια για να «κλείνω» τα πρόσωπα. Εννοώ πως δεν τηλεφωνούσαν καν από το περιοδικό για να ζητήσουν συνέντευξη με τον τάδε. Εγώ τους «έκλεινα» όλους μόνη μου. Και για τον Παπανδρέου, εγώ είχα ζητήσει από τη Σύλβα Ακρίτα να μου «κλείσει» το ραντεβού μαζί του. Ωστόσο, τη συνέντευξη με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη μού την έκλεισε ο ίδιος ο Ευάγγελος Τερζόπουλος.
 
Παραδόξως δεν πήρατε συνέντευξη από τον Χαρίλαο Φλωράκη.
 
Όχι, αν και το ήθελα, δεν δίναμε όμως ποτέ γραπτές ερωτήσεις. Ήταν η αρχή του περιοδικού να συναντιέται ο δημοσιογράφος με τα πρόσωπα. Μας ζήτησαν πρώτα να δουν τις συνεντεύξεις των άλλων πολιτικών αρχηγών, τις είδαν και τις ενέκριναν. Σημειωτέον, ο Τερζόπουλος ήταν παλιός αριστερός και έκανε σκίτσα στη «Βραδυνή» ως «Τάκης Κουκουές». Αποδέχτηκαν, λοιπόν, την πρόταση μου, αλλά ήθελαν πρώτα να γνωρίσουν αυτήν που θα έπαιρνε τη συνέντευξη απ’ τον Φλωράκη. Πήγα εκεί, τότε που τα γραφεία του ΚΚΕ δεν ήταν στον Περισσό, αλλά κάπου στην πλατεία Κάνιγγος. Με περίμενε κάποιος εκεί: «Τι θα θέλατε να τον ρωτήσετε;» μου είπε κι αρχίζω να εξηγώ: «Για τη ζωή του, για την κατάσταση γενικά, τέτοια πράγματα». Μου λέει: «Εντάξει, θα σας ειδοποιήσουμε». Η τελική απάντηση ήταν πως θέλουν γραπτές τις ερωτήσεις ώστε να’ναι γραπτές και οι απαντήσεις. Εκεί είπα εγώ «Μα δεν θα τον δούμε από κοντά τον Φλωράκη;» οπότε παρενέβη ο Τερζόπουλος και αποφάσισε πως δεν τη θέλουμε τέτοια συνέντευξη.
 
Αν υποτεθεί πως οι πολιτικές συνεντεύξεις ήταν καινοτομία για την εποχή, δεχτήκατε ανάλογες αντιδράσεις απ’ τους αναγνώστες, καλές ή κακές;
 
Υπήρξαν, ναι, όταν είχα πάρει συνέντευξη από τον Ηλία Ηλιού. Τη βάλαμε, θυμάμαι, ώσπου φτάνει μια επιστολή στο περιοδικό. Μία αναγνώστρια είχε κόψει τη σελίδα με τη φωτογραφία – πορτραίτο του Ηλιού, είχε βάλει απάνω ένα χι και έγραψε «Δεν θα σε ξαναδιαβάσω ποτέ», απευθυνόμενη προφανώς στη «Γυναίκα». Ο Τερζόπουλος, επομένως, είχε τα δίκια του να’ναι ανασφαλής με τέτοιες συνεντεύξεις, αλλά δεν πτοήθηκε. Εμείς συνεχίσαμε και τις κάναμε.
 
Σας κλόνισε το γεγονός αυτό, το ότι δυσαρεστήσατε το αναγνωστικό κοινό σας;
 
Όχι, δεν με κλόνισε καθόλου. Γενικά δεν κλονίζομαι εύκολα. Δεν ήξερα αν ήταν η πρώτη αρνητική αντίδραση για συνέντευξη μου. Στο περιοδικό θα ήξεραν, μπορεί να είχαν δεχτεί τηλεφωνήματα. Εγώ έκανα τη δουλειά μου και δεν έδινα σημασία. Πάμε και πολλά χρόνια πίσω τώρα, αλλά εκείνο το περιστατικό το θυμάμαι καλά.
 
 
Σας αρέσει να δίνετε εσείς συνεντεύξεις, όπως αυτή τη στιγμή;
 
Όχι, καθόλου. Είναι άλλο να παίρνεις και άλλο να δίνεις συνέντευξη. Εγώ αυτή τη στιγμή βασανίζομαι. Μας κοιτάει κι ο κόσμος τώρα…Θα λένε «ποια είναι αυτή, η Βουγιουκλάκη;» (γέλια)
 
Σας αρέσει, βλέπω, ο αυτοσαρκασμός.
 
Σαρκάζω τον εαυτό μου πρώτα απ’ όλα! Έτσι επιβιώνω. Ο αυτοσαρκασμός είναι μεγάλο φάρμακο, να το ξέρετε εσείς που είστε νέοι.
 
Όταν πηγαίνατε στους πολιτικούς αρχηγούς, υπήρχε ένα διάχυτο δέος, ένας θαυμασμός εκ μέρους σας; Και δεν εννοώ αν ήσασταν ψηφοφόρος τους.
 
Πήγαινα με χαρά και αυτό ίσχυε για όλους. Ήταν βέβαια μία δουλειά, αλλά και ένα δώρο για μένα, μια μεγάλη χαρά και ευτυχία να γνωρίζω αυτούς τους ανθρώπους από κοντά. Δεν πήγαινα για να τους εκθειάσω ή το αντίθετο, πήγαινα για να ρωτήσω, πάντα με καλή διάθεση. Τη συνάντηση με τον Παπανδρέου στο Καστρί, ας πούμε, την αναπολώ σαν ένα όμορφο κομμάτι της ζωής μου, το ίδιο όμως και τις συναντήσεις μου μ’ όλους τους άλλους, φυσικά μ’ άλλον περισσότερο και μ’ άλλον λιγότερο. Μου κάνανε και μένα καλό οι άνθρωποι αυτοί, μου μάθανε πράγματα. Θυμάμαι ακόμη τα μάτια της χαράκτριας Βάσως Κατράκη, αυτά τα μάτια δεν φεύγουν απ’ το μυαλό μου!
 
Μιλήστε μου λίγο για την ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής στο Καστρί.
 
Το Καστρί ήταν τότε ένα απλό «καθημερινό» σπίτι, γεμάτο ζωή. Θυμάμαι τα παιδιά, τους συνεργάτες και τα ραντεβού του προέδρου να μπαινοβγαίνουν. Θυμάμαι ακόμα τη μητέρα του, που ζούσε μαζί τους, καθισμένη στην πολυθρόνα της…Μου είχε κάνει εντύπωση που οι επισκέπτες μπορούσαν να κυκλοφορούν όπου ήθελαν στο σπίτι, χωρίς να τους «παρακολουθεί» κανείς! Όποτε βρέθηκα εκεί, είχα κι εγώ αυτό το «ελευθέρας», έτσι, σε ένα διάλειμμα της πρώτης μας συνέντευξης με τον Παπανδρέου, για να δει κάποιον πρεσβευτή, είδα και τη Μαργαρίτα. Διασταυρωθήκαμε στο σαλόνι, «χάι» μου λέει, «χάι» της απαντάω. Κρατούσε ένα πήλινο κανάτι, «θέλεις λίγο κρασί;» με ρωτάει…Με ρωτούν καμιά φορά αν έχω τρακ στις συνεντεύξεις, φαίνεται ίσως λίγο παράξενο, αλλά ποτέ δεν ένιωσα κανένα τρακ, καμιά αμηχανία, όταν συναντούσα όλα αυτά τα σπουδαία και διάσημα πρόσωπα. Ήταν σαν να συναντούσα εσάς. 
 
Αυτό είχε να κάνει με το χαρακτήρα σας ή με το πώς αντιμετωπίζατε το επάγγελμα σας;
 
Γενικά είμαι άνετος τύπος, μ’ αρέσει πολύ να μιλάω με τους ανθρώπους. Σκεφτείτε ότι σχεδόν καθημερινά παίρνω…συνεντεύξεις στη γειτονιά μου απ’ τα παιδιά που δουλεύουν στα γύρω μαγαζιά! Με συμπαθούν τόσο, που από όποιο μαγαζί κι αν περάσω, προσφέρονται να με κεράσουν κάτι, άλλος τυρόπιτα, άλλος καφέ, άλλος κρουασάν. «Αν τα πράγματα ξεφύγουν τελείως με την οικονομική κρίση, τουλάχιστον έχω εξασφαλίσει την τυρόπιτα και τον καφέ μου», αστειευόμουν…Όταν έβγαζα βόλτα το σκύλο μου στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου και είχα κέφι, πήγαινα και καθόμουν δίπλα στον φίλο μου τον Νικόλα, τον μουσικό, που έπαιζε σε μια γωνιά την κιθάρα του και τραγουδούσε. Καμιά φορά, τραγουδούσα κι εγώ μαζί του, με τον Μπούμπη μου δίπλα του. Οι περαστικοί έριχναν τον οβολόν τους στην ανοιχτή θήκη της κιθάρας του Νικόλα, ανάμεσα τους και κάποιοι «χάι κοστουμάτοι», όπως τους αποκαλούσε, που γυρνούσαν από εκδηλώσεις στο Μουσείο της Ακρόπολης. Όλοι με κοιτούσαν με κάποια έκπληξη, αλλά και με συμπάθεια!
 
Σας αναγνώριζαν;
 
Όχι βέβαια, μα δεν εμφανιζόμουν και πουθενά. Όμως, τι πλάκα έκανα με όλο αυτό, δεν φαντάζεστε! Εξάλλου μ’ αρέσει να τραγουδάω. Δίπλα είναι μια ταβέρνα, η «Πλακιώτισσα», πάω εκεί και τραγουδάω καμιά φορά άμα δεν έχει κόσμο. Μόλις με βλέπουν με ρωτάνε «Να παίξουμε το ”Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία”;» Ξέρουν ότι μ’ αρέσει, το παίζουν και το τραγουδάω. Θέλω να πω μ’ αυτά ότι έχω επικοινωνία με τους ανθρώπους, τους καταλαβαίνω και τους αγαπάω. Πιστεύω στην αγάπη και στην καλοσύνη, απεχθάνομαι τον φθόνο, το κουτσομπολιό, την κακόπιστη κριτική. Αν γνωρίσω κάποιον, θα δω το θετικό του παρά το αρνητικό. 
 
Εγώ θέλω να μείνω στο πως διαχειριστήκατε τις δύο γυναίκες των πολιτικών αρχηγών, τη Μαργαρίτα και την Μαρίκα. Η μεν Μαργαρίτα μόλις βίωνε το χωρισμό της λόγω της σχέσης του Ανδρέα με τη Λιάνη, η δε Μαρίκα ήταν στη φάση που ονειρευόταν πρωθυπουργό τον σύζυγο της.
 
Μια χαρά τα πήγα μαζί τους, κανένα πρόβλημα δεν είχα. Από τη Μαρίκα πήρα τρεις συνεντεύξεις, μια πριν γίνει πρωθυπουργός ο Μητσοτάκης, μία όταν έγινε κι άλλη μία μετά.
 
Η Μαρίκα, π.χ., χρησιμοποιούσε βαριές εκφράσεις για τη Μαργαρίτα. Πιστεύετε ότι σας ανοίχτηκαν τόσο, έχοντας και μία γυναίκα απέναντι τους;
 
Δεν μπορώ να απαντήσω σ’ αυτό, αλλά δεν το βρίσκω και τόσο σημαντικό. Ήταν άλλο το στυλ της μίας, άλλο της άλλης.

Θεωρείτε σημαντικό που δουλέψατε μόνο σε δύο έντυπα στην καριέρα σας, τη «Γυναίκα» και την «Ελευθεροτυπία»;

Πιστεύω πως όταν είσαι σε πολλά μέσα, διασπάσαι και κάπου δεν γίνεται σωστά η δουλειά σου. Όταν ήμουν στη «Γυναίκα» σκέφτηκα πως έπρεπε να κάνω και κάτι άλλο, ήταν και οικονομικό το θέμα, δεν διεκδίκησα ξέρετε ποτέ μεγάλο μισθό. Είχα την αφέλεια να πιστεύω ότι αν αξίζεις και προσφέρεις, ο εργοδότης σου θα σε ανταμείψει. Αποφάσισα, λοιπόν, να πάω και στην «Ελευθεροτυπία» αφού με ζητούσαν.
 
Η αλήθεια είναι πως ακόμη και σήμερα παίρνετε μεγάλη αγάπη απ’ τον κόσμο.
 
Αν είναι αλήθεια, χαίρομαι, γιατί έκανα με εντιμότητα αυτή τη δουλειά, με συνείδηση θα έλεγα. Ο κόσμος το καταλαβαίνει και το εκτιμά αυτό. 
 
Ποια η χρησιμότητα ενός βιβλίου με συνεντεύξεις προσωπικοτήτων;
 
Μου λένε ότι το τωρινό βιβλίο μου, οι «Οικογένειες», είναι ένα ντοκουμέντο επάνω στην ιστορία της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, άρα είναι κάτι σημαντικό. Όσο για το «Ωσεί Παρόντες», νομίζω ότι πέρα από καθήκον, είναι και δώρο, είναι ευλογία το να κρατάμε ζωντανές αυτές τις τεράστιες προσωπικότητες, το να ξαναπερπατάμε δίπλα τους, να προστρέχουμε σε αυτές, κι ας μην υπάρχουν πια ανάμεσα μας. Γιατί είναι για όλους μας – και περισσότερο ίσως για τους νέους – πηγές φωτός ανεκτίμητες.
 
 
Θεωρείτε ότι γίνεστε με ένα τρόπο διασώστης της πολιτιστικής – πολιτικής ζωής του τόπου με τα δύο βιβλία σας;
 
Όχι, όχι, μη μου λέτε μεγάλες κουβέντες. Μακριά από μένα αυτά. Δεν έχουν να κάνουν με μένα αυτά, έτσι να το γράψετε όπως σας το λέω.
 
Έχουν να κάνουν, όμως, με το έργο που αφήνετε…Πως και δεν κάνατε τηλεόραση απ’ το ’89 και μετά με την παντοδυναμία των ιδιωτικών καναλιών; Μέσω αυτών μάθαμε τον όρο «μεγαλοδημοσιογράφος».
 
Δεν πιστεύω ότι μπορεί να τα κάνει όλα ένας δημοσιογράφος. Ο Φρέντυ Γερμανός μου’χε πει κάποτε «Ολγάκι, άλλο το γραπτό, άλλο η τηλεόραση» και δεν μου το’χε πει ως αποτρεπτικό για να μην κάνω τηλεόραση. Πιστεύω κι εγώ ότι έτσι είναι. Άλλωστε, δεν είχα και το χρόνο και για κάτι άλλο.
 
Δεν σας άφηναν οι συνεντεύξεις σας;
 
Η συνέντευξη είναι μια πολύ δύσκολη ιστορία, είναι ευθύνη, θέλει πολλή και σκληρή δουλειά, πρέπει να κατανικήσεις το άγχος σου, για να μπορέσεις, επιστρέφοντας στο σπίτι σου, να αποδώσεις όσα εισέπραξες από το συνομιλητή σου και όσα κατέγραψες στο μαγνητόφωνο σου. Σχετικά με την προσωπικότητα, την ποιότητα του, τις αξίες, τα πιστεύω, τα σχέδια του…Δεν είναι απλό πράγμα λέω, έχει συμβεί να μείνω ξάγρυπνη όλη τη νύχτα, γιατί το μαγνητόφωνο δεν είχε καταγράψει σωστά μια απάντηση σε ερώτημα μου.

Η δική σας πολιτική άποψη, πιστεύετε ότι μπορούσε να επηρεάσει τη στάση σας απέναντι στους πολιτικούς, που τους παίρνατε συνεντεύξεις;

Όπως όλοι, είχα κι εγώ, τα πιστεύω και τις απόψεις μου, ποτέ όμως δεν είχα την ανάγκη να είμαι κάτω από μία ταμπέλα, την ταμπέλα κάποιου κόμματος. Τρεις λέξεις είναι η δική μου ταμπέλα: «Ελευθερία – Δικαιοσύνη – Αλληλεγγύη». Δεν την έχω στο μέτωπο μου, την έχω μέσα μου. 
 
Βλέπετε πολιτική ένδεια σήμερα;

Μη μου την κάνετε αυτή την ερώτηση, δεν τους ξέρω καλά τους νεότερους πολιτικούς. Αυτή τη στιγμή, όπως έχω ξαναπεί, είναι ευχάριστο που πρωταγωνιστούν στο πολιτικό σκηνικό δυο νέοι άνθρωποι. Είναι πολύ νωρίς όμως για να τους κρίνουμε και να τους αποτιμήσουμε. Είμαστε πολύ μακριά ακόμη απ’ το τέλος του παιχνιδιού.

* Το βιβλίο «Οικογένειες» της Όλγας Μπακομάρου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αρμός»

** Ένα μεγάλο μέρος της συνέντευξης δημοσιεύθηκε στο «Docville» με το «Documento» της Κυριακής 31/10

*** Η cover photo είναι της Τατιάνας Μπόλαρη/ EUROKINISSI

 

 

Το Κουτί της Πανδώρας συμμετέχει στην 24ωρη απεργία που εξήγγειλε η ΕΣΗΕΑ

issue 2465910 1920 1

Το Κουτί της Πανδώρας συμμετέχει στην 24ωρη απεργία που εξήγγειλε η ΕΣΗΕΑ

Η δημοσιογραφική ομάδα του koutipandoras.gr, συμμετέχει στην 24ωρη απεργία που εξήγγειλαν τα Διοικητικά Συμβούλια της Ομοσπονδίας…