Το 2012, όταν η Ινγκεµπορχ Μπέχελ, γνωστή πλέον ως «Ολλανδή δηµοσιογράφος», τα έβαζε µε τον συµπατριώτη της Ντάισελµπλουµ γιατί αποκαλούσε τους Ελληνες τεµπέληδες που τρώνε τα λεφτά τους σε ταβέρνες και ούζα και ευθύνονται για την κρίση, αυτοί που την αποκαλούν σήµερα προσβλητική για την Ελλάδα ζητωκραύγαζαν «Γερούν, γερά». Οταν την ίδια περίοδο η Ινγκεµπορχ γνωστοποιούσε στο εξωτερικό µαζί µε πολλούς ξένους συναδέλφους της ότι στην Ελλάδα διώκεται ένας δηµοσιογράφος γιατί αποκάλυψε μια μεγάλη υπόθεση διαφθοράς, τη λίστα Λαγκάρντ, οι γηγενείς παπαγάλοι του μιντιακού συστήματος έδειχναν εικόνες από τη σύλληψή μου χαρακτηρίζοντάς με συκοφάντη.
Πέρασαν σχεδόν δέκα χρόνια. Η Ινγκεμπορχ κατάφερε να μπει στο Μέγαρο Μαξίμου και να θέσει ερωτήσεις που έκαναν έξαλλο τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Αυτό που σκανδάλισε τον πρωθυπουργό δεν ήταν η επιθετικότητα της δημοσιογράφου όσο το πρωτοφανές ότι υπήρξε δημοσιογράφος που έθετε κανονικές ερωτήσεις. Ποια είναι αυτή που τόλμησε όχι μόνο να ρωτήσει για πράγματα που δεν πρέπει στην Ελλάδα, αλλά να αποκαλέσει και ψεύτη τον Κυριάκο Μητσοτάκη, σπάζοντας τον κλοιό επικοινωνιακής προστασίας του αντί να του προσφέρει ολλανδικές τουλίπες;
Μέσα σε 24 ώρες, η Ινγκεμπορχ δέχτηκε μια πρωτοφανή επίθεση δολοφονίας του χαρακτήρα της. Την αποκάλεσαν «φιλότουρκη» και εχθρό της Ελλάδας. Σημειωτέον ότι η Ολλανδή δημοσιογράφος έχει γράψει δεκάδες άρθρα που αποδομούν το καθεστώς Ερντογάν, αλλά δεν θα αφήσουμε την πραγματικότητα να μας χαλάσει μια τόσο καλή προπαγανδιστική ιστορία. Οποιοι τάχθηκαν με το δικαίωμα της δημοσιογράφου να θέσει εκεί που πρέπει, στον πρωθυπουργό δηλαδή, ως ερώτηση όσα έχουν γράψει και καταγγείλει ήδη η Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, ο «Guardian», οι «New York Times» και τόσοι οργανισμοί χαρακτηρίστηκαν φιλότουρκοι και ανθέλληνες. Διότι η παλιά καθεστωτική Δεξιά, που αναβιώνει επί ημερών Μητσοτάκη, χαρακτηρίζει ανθέλληνα, εσωτερικό εχθρό και επιζήμιο όποιον υποστηρίζει την αλήθεια ως ηθική υποχρέωση. Τα άλλα που έλεγε ο Σολωμός περί «του έθνους που πρέπει να μάθει πως εθνικό είναι ό,τι είναι αληθές» τα έχουμε για να κουνάμε σημαίες στις επετείους.
Δεν είναι η Ινγκεμπορχ που απέδειξε ότι η δημοσιογραφία στην Ελλάδα έχει πρόβλημα. Ο κόσμος και οι διεθνείς οργανισμοί το έχουν τούμπανο και ο Κυριάκος κρυφό καμάρι της καθεστωτικής του αντίληψης. Η Ελλάδα είναι πολύ πιο κάτω από αφρικανικές χώρες στη λίστα ελευθερίας του Τύπου και κατρακυλάει ακόμη πιο κάτω. Η κυβέρνηση ψήφισε προχθές, σε απόδοση από την καθαρεύουσα στη δημοτική, χουντικό νόμο του 1967 (δεν μπήκε καν στον κόπο να αλλάξει τις διατυπώσεις), για να μπορεί να διώξει ποινικά δημοσιογράφους για «διασπορά ψευδών ειδήσεων».
Την περασμένη Παρασκευή το απόγευμα, στη συζήτηση στη Βουλή για τη συγκρότηση εξεταστικής επιτροπής για τη λίστα Πέτσα, ο Αλέξης Τσίπρας είπε ότι ο Μητσοτάκης έχει εκτεθεί με την πολιτική του και επενδύει πλέον στους «επικοινωνιακούς του αερόσακους». Η έκφραση που χρησιμοποίησε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ δεν είναι μια παρομοίωση που δείχνει σχηματικά τον ρόλο των μέσων ενημέρωσης σε σχέση με το σύστημα Μητσοτάκη. Είναι η παραστατική απεικόνιση που αποδίδει τη λειτουργική σύνδεση της εξουσίας με τα συστημικά κανάλια, τις εφημερίδες και τα σάιτ. Οι επικοινωνιακοί αερόσακοι του Μητσοτάκη, ως τμήμα του μηχανισμού του, είναι αναγκαίο κομμάτι που του εξασφαλίζουν την ασφάλεια και δεν τον αφήνουν να τραυματιστεί πολιτικά.
Συνεπώς το είδος δημοσιογραφίας που επικρατεί στην Ελλάδα δεν οφείλεται σε αστοχία ή σε κακή ποιότητα της άσκησής της, αλλά συνιστά συνειδητή λειτουργία της μηχανής που μεταφέρει το καθεστώς Μητσοτάκη μέχρι την κοινωνία ως Μωυσή και Μεσσία φυσικά.
Δεν έχουμε να κάνουμε με απρεπή υποκειμενισμό κάποιων δημοσιογράφων ή με προτιμήσεις εκδοτών και καναλαρχών που μπορείς να συναντήσεις και αλλού. Πρόκειται για συνολική αχρήστευση της θεσμικής λειτουργίας της δημοσιογραφίας, για προκλητική εξαγορά δημοφιλίας και για αντικατάσταση του δημοσιογραφικού ελέγχου με τα κλασικά εικονογραφημένα των σέλφι του Κυριάκου. Γιατί πρέπει να σημειώσουμε ότι μια ιδιαιτερότητα που έχει αποκτήσει αυτό το παθογενές δημοσιογραφικό σύστημα συγκριτικά με το παρελθόν είναι ότι έχει γίνει προσωποκεντρικό. Δεν υποστηρίζει το κόμμα έστω, αλλά αποκλειστικά τον Κυριάκο Μητσοτάκη και το οικογενειακό – φιλικό του σύστημα.
Το σύστημα αυτό δεν είναι παντοδύναμο αν υπάρχουν και επιβιώνουν οι εξαιρέσεις της πραγματικής δημοσιογραφικής λειτουργίας. Γι’ αυτό πρέπει να αμαυρωθεί κάθε δημοσιογράφος ή δημοσιογραφικός όμιλος που θυμίζει τι είναι δημοσιογραφία. Πολύ περισσότερο αν το θυμίζει αποκαλύπτοντας ποιος είναι ο Μητσοτάκης.
Το Documento, όπως χαρακτηριστικά είπε στη Βουλή ο Αλέξης Τσίπρας, ενοχλεί τον Καίσαρα. Ολοι γνωρίζουν ότι αυτός είναι ο λόγος που αντιμετωπίζει τις λυσσαλέες επιθέσεις που περιλαμβάνουν από αποκλεισμό απ’ τη διαφήμιση («παίρνει τηλέφωνο ο ίδιος ο Μητσοτάκης επιχειρηματίες να μη βάζουν διαφήμιση στο Documento» είπε ο Αλέξης Τσίπρας στη Βουλή) μέχρι στημένους φορολογικούς ελέγχους. Θυμίζει όμως ταυτόχρονα πώς πρέπει να είναι ο δημοσιογραφικός έλεγχος.
Στην περίπτωση της Ινγκεμπορχ Μπέχελ η αντίδραση της καθεστωτικής δημοσιογραφίας ήταν αστραπιαία και περιλάμβανε όλους τους τρόπους απαξίωσής της. Από τη συκοφαντία και τα υπονοούμενα για τη ζωή της έως τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο ανακουφίζονται τα σκυλιά της. Η κυβέρνηση της ΝΔ ποτέ δεν απάντησε σε όσα έθεσε ως ερώτηση η Ολλανδή δημοσιογράφος. Ο ίδιος ο Μητσοτάκης, εξοργισμένος και εμφανώς σε αδιέξοδο επειδή βρέθηκε εκτός κλοιού προστασίας, μίλησε απλώς για την επιθετικότητά της. Αλίμονο αν ο δημοσιογράφος δεν είναι επιθετικός και γοητεύεται με το χάδι στο κεφάλι που επιχειρεί να του χαρίσει ο πολιτικός.
Δικαίωμα του δημοσιογράφου είναι να αποκαλέσει τον πρωθυπουργό ψεύτη ή κομψό. Δικαίωμα επίσης είναι να ρωτά για το πόθεν έσχες ή για τα ντολμαδάκια. Ο καθένας επιλέγει ποιον δημοσιογράφο θέλει. Η επιλογή όμως δεν αλλάζει το ποιος είναι καλός και ποιος κακός δημοσιογράφος. Η δημοσιογραφία από τη φύση της δεν μπορεί να είναι κόκκινο χαλί για την εξουσία αλλά κόκκινο πανί.
ΥΓ.: Η φωτογραφία στο εντιτόριαλ, όπως και στα προσωπικά μου social media, αποτελεί τον ελάχιστο συμβολικό τρόπο στήριξης της Ινγκεμπορχ και της δημοσιογραφίας. Θα επαναλάβω ότι το Documento είναι διατεθειμένο να κάνει συνέντευξη με τον πρωθυπουργό δίνοντας εκ των προτέρων τις ερωτήσεις. Το κάνουμε όχι μόνο σεβόμενοι την αδυναμία του Κυριάκου Μητσοτάκη να βρεθεί εκτός δημοσιογραφικού θερμοκηπίου, αλλά γιατί αυτό που μας αφορά είναι οι απαντήσεις. Τολμάει;
Documento#261
Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην κατηγορία «Απόψεις» εκφράζουν τον/την συντάκτη/τριά τους και οι θέσεις δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του koutipandoras.gr