Για τον τραγουδοποιό Νάσα Ματράκα μού είχε μιλήσει πριν πολλά χρόνια ο Γιάννης Bach Σπυρόπουλος. Και τον Bach τον εμπιστεύομαι, σεβόμενος τις μουσικές γνώσεις του και τη σοβαρή θητεία του δίπλα σε καλλιτέχνες σαν τη Φλέρυ Νταντωνάκη, τον Διονύση Σαββόπουλο και τον Γιώργο Νταλάρα. Πρόσφατα ο Ματράκας κυκλοφόρησε τον τρίτο, μέσα σε μία 25ετία, δίσκο του. Πέραν του ενδιαφέροντος περιεχομένου του, το «Αγοραίο» έχει και άλλη σημασία, εφόσον επανέφερε στα μουσικά πράγματα τον Γιάννη Bach Σπυρόπουλου στη θέση του στιχουργού και του πιανίστα. Ήμουν απ’ τους πρώτους, μάλιστα, που είπα του Ματράκα ότι το «ΚΕΒΟΠ», το οποίο τού χάρισε ο Bach, θα μπορούσε να’ναι η συνέχεια του επικού «Διδυμότειχου blues» του.
Κατάφερα τελικά να τον πείσω να κλειστεί μία συνέντευξη και με τους δυο τους, μια και ο Σπυρόπουλος δεν δίνει συχνά συνεντεύξεις. Τους συνάντησα στην Κυψέλη, στο στούντιο του Σάκη Γκίκα, ενόσω γύριζαν ένα βίντεο κλιπ για κάποιο τραγούδι τους. Κι αν ήταν κάπου φυσικό κι επόμενο να μιλήσει για πολλά περισσότερα ο φίλος και συνεργάτης του, ο Ματράκας περίμενε υπομονετικά τη…σειρά του για να πει κι αυτός τα δικά του με αφορμή, βεβαίως, την έκδοση της δουλειάς του.
Θα ήθελα να ξεκινήσουμε απ’ το πότε γνωριστήκατε εσείς οι δύο.
Γιάννης Bach Σπυρόπουλος: Δεν θυμάμαι, να πω την αλήθεια. Ήταν ένα καρμικό ραντεβού, που έπρεπε να συμβεί.
Νάσος Ματράκας: Από τότε που ο Γιάννης ήρθε βόλτα απ’ το Μουσικό Καφενείο, που διατηρούσα, δεν ξαναχαθήκαμε. Μιλάμε για τα μέσα του 1980, ’85 – ’86. Φυσικά και τον ήξερα τον Γιάννη, αν και δίσκο δεν είχα βγάλει ακόμα. Είχα, όμως, από το ’85 ένα Μουσικό Καφενείο στα Ψαχνά, που το έφτιαξα μετά το στρατιωτικό μου. Ένιωθα την αποστολή να δώσω στον τόπο μου κάτι καλό που είχα μες το μυαλό μου.
Γ. Σ.: Ένα μέρος που θ’ άκουγες κάτι, που δεν μπορούσες ν’ ακούσεις από το ραδιόφωνο.
Φαντάζομαι, Νάσο, ότι ο Bach ήταν υπεύθυνος για τα πρώτα μεγάλα ονόματα που πέρασαν απ’ το μαγαζί σου.
Ν.Μ.: Έπαιζα πρώτα εγώ ο ίδιος. Έρχονταν ακόμη ο Άσιμος και ο Δαμιανός- αν τον θυμάσαι- απ’ το σχήμα Λήτης – Ιζόλδη – Δαμιανός, που είχε ένα μαλλί τζίβα και ο Άσιμος τον φώναζε «Κοκλεδάν». Ο Γιάννης μετά μου έφερε καλλιτέχνες απ’ την άλφα class, που λέμε, σαν τον Κώστα Καράλη, τον Βαγγέλη Γερμανό, τον Γιαννάκη τον Κούτρα, τον Στέλιο Βαμβακάρη, τον Ross Daly, τη Γιώτα Βέη κ.α.
Γ.Σ.: Θυμάμαι όταν ερχόμασταν με τον Στέλιο Βαμβακάρη και κάπνιζε αρειμανίως. Βλέπαμε την Τύρφη χιονισμένη κι αυτός οδήγαγε με 35 – 40 χιλιόμετρα. Μας κορνάρανε από πίσω…Του λέω: «Στέλιο, ποιο βουνό ειν’ αυτό, έχεις υπόψιν σου;» Γυρνάει και μου κάνει: «Ξέρω γω, ρε Γιάννη. Ο Μπράλος;» (γέλια)
Υπάρχει πια αυτό το Μουσικό Καφενείο;
Ν.Μ.: Έκλεισε γύρω στο ’95, κράτησε δηλαδή μία δεκαετία. Ως γνωστόν, απ’ το ’90 και μετά ελεύθερη ραδιοφωνία και ελεύθερη τηλεόραση δεν υπήρχαν. Δεχτήκαμε μεγάλη επίθεση απ’ την άλλη πλευρά.
Το σκυλάδικο, εννοείς;
Ν.Μ.: Βέβαια, την έξαρση του μεγάλου ελληνάδικου.
Γ.Σ.: Στο σκυλάδικο αναφέρεται ο Νάσος, που κατέστρεψε το σύμπαν!
Ν.Μ.: Ήθελα, όπως σου είπα, να κάνω ένα καλό στέκι στα μέρη μου. Μέχρι να κλείσει, είχα βγάλει και τον πρώτο μου δίσκο εν έτει 1994.
Απ’ την άλλη, Γιάννη, εσύ το διάστημα 1985 – 95 ήσουν τρομερά δραστήριος δισκογραφικά.
Γ.Σ.: Έκανα μουσική για το σινεμά, όπως για το «Τέλος εποχής» του Αντώνη Κόκκινου, αλλά και για το θέατρο. Παράλληλα έκανα και τραγούδια, αν και το τραγούδι δεν ήταν ο στόχος μου για να βάλω καλάθι. Οι ευρύτερες μουσικές φόρμες με είχαν κινητοποιήσει. Μου άρεσε ν’ ακούω αυτά που κάνανε οι άλλοι, ώσπου έγραψα το «Διδυμότειχο blues».
Αυτό στις αρχές του ’90, αλλά δεν ξεκίνησες τότε.
Γ.Σ.: Έχω γράψει πολλά τραγούδια που δεν τα θυμάμαι. Τη θεωρούσα παρακατιανή πράξη τη μοιρασιά με τους Τερμίτες. Δεν με εξέφραζε. Ήταν και τα ασύστολα ψέματα που έλεγε ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας: «Οι στίχοι μου», ενώ ήτανε δικοί μου, όπως δικές μου ήταν και οι μισές μελωδίες. Εγώ έβαζα τα πλήκτρα, ενορχήστρωνα και τακτοποιούσα όλο αυτό το μουσικό χάος των παραλίγο ακόρντων των Τερμιτών. Ο Αντώνης Μιτζέλος ήταν ο δυνατός μουσικός των Τερμιτών και μετά έφερα τον Φίλιππο, τον αδερφό μου, ο οποίος είναι μεταξύ των τεσσάρων – πέντε καλύτερων drummers στην Ελλάδα. Μπάσο δεν είχαν, θυμάμαι.
Ο Παύλος Κικριλής δεν έπαιζε μπάσο στους Τερμίτες;
Γ.Σ.: Μετά ήρθε ο Παύλος.
Ν.Μ.: Η «Σκόνη», ας πούμε, το κομμάτι με τον Νταλάρα, έχει τα πλήκτρα του Γιάννη μέσα, φέρνει τον ήχο του.
Γ.Σ.: Σχεδόν το έχω γράψει εγώ το κομμάτι αυτό. Σχεδόν…
Η πορεία σου, Γιάννη, ωστόσο δείχνει ότι τους άφησες πίσω σου τους Τερμίτες.
Γ.Σ.: Κοίταξε, ο Μαχαιρίτσας έλεγε «παρολίγον» πράγματα. Οι δημοσιογράφοι δεν ήξεραν και μέχρι να σκάσει το «Διδυμότειχο blues», αυτός έλεγε: «Οι στίχοι μου»…Με πήρε μια μέρα η Μελίνα Τανάγρη και μου είπε: «Ρε συ, για μάζεψε τον αυτόν. Τον άκουσα σε μία συνέντευξη να λέει ”Οι στίχοι μου” για το ”Διδυμότειχο blues”». Όχι ότι δεν θα μαθευόταν η αλήθεια, αλλά καλή τη πίστη κάποιων μουσικογράφων μαθεύτηκε. Σ’ ένα τέτοιο στιχούργημα, ακόμη κι ένα παιδάκι να του έβαζε μια φυσαρμόνικα και το ψέλλιζε, θα γινόταν αυτό που έγινε! Του έκανε καλό και του Νταλάρα αυτό το τραγούδι, πάνω που έκανε μια «κοιλιά» η καριέρα του. Τον λατρεύω τον Γιώργο!
Ν.Μ.: Θυμάμαι που ο Γιάννης ερχόταν με το τραίνο στη Χαλκίδα και πήγαινα και τον έπαιρνα με το αμάξι. «Να σου πω ένα ποίημα που έγραψα;» μου λέει μια μέρα κι αρχίζει να μου απαγγέλλει το «Διδυμότειχο blues» πάνω στη γέφυρα της Χαλκίδας!
Γ.Σ.: Δεν το θυμάμαι καθόλου αυτό.
Εμένα, Γιάννη, ένα άλλο τραγούδι σου, που δεν το ξέρει ο κόσμος, είναι η «Σκόνη του χρόνου» από την ομότιτλη ταινία του Ψαρρά. Το λέει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου σε στίχους της Αγαθής Δημητρούκα.
Γ.Σ.: Τηλεφώνησα του Παπακωνσταντίνου: «Υπάρχει κάτι, σ’ ενδιαφέρει;»…«Θα έρθω στο στούντιο» απάντησε κατευθείαν πρόθυμος, ήρθε ο Βασίλης, το άκουσε και κάνει: «Εγώ, εγώ θα το πω»! Με τον Τάσο Ψαρρά κάναμε πολλά πράγματα, έγραψα τη μουσική για τον «Πρίγκιπα» και τον «Θησαυρό της Αγγελίνας» μεταξύ άλλων. Μάλιστα, στον «Πρίγκιπα» έβαλα τον Αργύρη Μπακιρτζή και τραγούδησε.
Δεν σκέφτεσαι να τα συγκεντρώσεις όλα αυτά σ’ ένα άλμπουμ;
Γ.Σ.: Μπα, βαριέμαι ασύστολα. Ότι έγινε, έγινε…Κατά τον ινδικό τρόπο σκέψης, τον μανιχαϊστικό. Όποιος θέλει, ας τα ψάξει, αφού κάπου θα υπάρχουν. Εμένα δεν μ’ ενδιαφέρει, καθόλου όμως.
Ίσως γι’ αυτό ν’ άφησες πίσω σου και τη δισκογραφία πια. Το ότι σήμερα συμμετέχεις δημιουργικά στο δίσκο του Νάσου Ματράκα, ήταν απόρροια της φιλίας σας;
Ν.Μ.: Εγώ ήθελα ένα τραγούδι του Γιάννη, ξέροντας πως όποτε του το ζητούσα, δεν θα μου έλεγε όχι. Θυμόμουν κάποιους στίχους του. «Γιάννη, εκείνο το ”ΚΕΒΟΠ”» του είπα, «Πάρ’ το, όπως είναι» μου απάντησε.
Γ.Σ.: Το «ΚΕΒΟΠ» ήταν το προσχέδιο του «Διδυμότειχου blues». Η φωνή για το πρώτο σκαρίφημα ήταν του Δημήτρη Μητροπάνου, τον οποίο θεωρούσα τότε και ακόμη θεωρώ τον τελευταίο μεγάλο λαϊκό τραγουδιστή. Του το είπα: «Γράφω για σένα, βγάζω τα μάτια μου και δεν έρχεσαι να πεις το κομμάτι;»…«Έχω υποσχεθεί στον Πασχάλη Τερζή» και κάτι τέτοια μου έλεγε, οπότε εκεί του κάνω: «Τι λες, ρε μαλάκα; Είσαι τρελός;»…Δεν ξέρω τι γνώμη έχετε εσείς για τον Μητροπάνο, αλλά εγώ τον Δημήτρη τον θαύμαζα. Αμίμητη φωνή!
Εγώ έχω μια εικόνα του προς το τέλος της ζωής του. Έμπαινε αδυνατισμένος στο στούντιο κι ενώ φοβόμουν μη σωριαστεί, μόλις άνοιξε το στόμα του, έτριξαν τα τζάμια του μικρού δωματίου.
Ν.Μ.: Όταν έκανα τον «Ξανθομάλλη ήλιο», τον πρώτο μου δίσκο, είχα πάει αρχικά στον παραγωγό Ηλία Μπενέτο. Μου έδωσε το χέρι, αλλά δεν ξέρω τι έγινε και δεν προχώρησε η δουλειά. Μάλιστα, στα μέσα της δουλειάς, μου τηλεφώνησε, μου είπε ότι έχει μια έκπληξη κι αφού τον πίεσα, μου εξομολογήθηκε ότι ήθελε να δώσει το «Βεγγαλικό» να τό’λεγε ο Μητροπάνος.
Γ.Σ.: Για να ξαναπάω στο «Διδυμότειχο blues», θέλω να πω ότι υπήρξε ένα μεγάλο ρήγμα μετά τα ψεύδη του Μαχαιρίτσα, αλλά ο ίδιος εξιλεώθηκε όταν ήρθε στην κηδεία της μητέρας μου. Τη μάνα μου, την κυρα – Ζαφείρω, τη χάσαμε πριν τρία χρόνια. Ήταν μεγάλη, σχεδόν 90 ετών. Μου τηλεφωνεί ο αδερφός μου την ώρα που έκανα εκπομπή: «Η μάνα πέθανε» μου λέει, «έλα σπίτι». Πάω και τη βλέπω πεσμένη στο πάτωμα με ανοιγμένο κεφάλι και μια λίμνη αίματος. Δεν τη σηκώσαμε μέχρι να έρθει ο γιατρός. Τι είχε γίνει; Είχε ανέβει κάπου να βάλει κουρτίνες. Όλα τα έκανε η καημένη, μαγείρευε, έφτιαχνε σεμέν για την κόρη μου, την Ηρώ.
Πόσων χρονών έχει πάει η Ηρώ, Γιάννη; Τη θυμάμαι μωρό παιδί.
Γ.Σ.: Είναι πια 25 χρονών. Πάμε τώρα στο «ΚΕΒΟΠ», που το ανάφερες και που, όπως είπα, ήταν προσχέδιο για το «Διδυμότειχο blues». Είχε γραφτεί πέντε – έξι χρόνια πριν, αλλά συνέβη το εξής: Ήμουν μια μέρα με τον Στέλιο Βαμβακάρη – θεός σχωρέστον – σε μια εκδήλωση στο Μέγαρο Μουσικής. «Δεν πάμε να φύγουμε;» μου λέει, αλλά την ώρα εκείνη πίσω μας ερχόταν ο Νταλάρας. Μας λέει: «Μ’ αρέσει πολύ που σας βλέπω εσάς τους δύο μαζί. Σας ”πάει” να είστε μαζί». Μετά με ρωτάει ο Νταλάρας μπροστά στον Στέλιο: «Γιαννάκη, πως θα έγραφε ο Μάρκος αν ζούσε σήμερα;» Αυτό καρφώθηκε στην πίσω πλευρά του νου μου χωρίς να κινήσω τίποτα γύρω απ’ αυτή την ερώτηση. Κάποια στιγμή έκατσα σαν καθ’ υπαγόρευση από κάποιον…
Ο Νταλάρας πιθανώς γνώριζε τη μεγάλη σου αγάπη για τον Μάρκο Βαμβακάρη.
Γ.Σ.: Σαφώς και γνώριζε. Με τον Μάρκο είχα ένα αταβιστικό σύνδρομο, ψύχωση! Μάλιστα, τότε είχα φτιάξει ένα πουλόβερ με φερμουάρ ως το λαιμό, που το φόραγε ο Μάρκος. Συνυπήρχαμε τότε με τον Μαχαιρίτσα στον Πτελαιό της Μαγνησίας, κάτι βαριές μέρες, που εκείνος έπαιζε ατελείωτα πρέφα κι εγώ βαριόμουν. Σημείωνα, όπως κάνω πάντα. Μου εξομολογήθηκε ότι είχε γίνει ένα λάθος με τη στρατιωτική του μετάθεση, επρόκειτο δηλαδή να πάει στη Χίο και βρέθηκε στο Διδυμότειχο. Η «ατασθαλία» έγραψε μέσα μου. Σκεφτόμουν: «Διδυμότειχο…Γιατί Διδυμότειχο; Γιατί είναι Διδυμότειχο blues!» Κάθισα στο γραφείο μου – τότε συγκατοικούσα με την ηθοποιό Αναστασία Μπασά στο Νέο Ηράκλειο – και άρχισα να σημειώνω καθ’ υπαγόρευσιν: «Το ’76» κλπ. Έτσι γεννήθηκε το «Διδυμότειχο blues» και αιτία ήταν ο Νταλάρας!
Και όχι η «ατασθαλία» που συνέβη στον Μαχαιρίτσα;
Γ.Σ.: Η «ατασθαλία» ήταν το υλικό για το σενάριο. Φιλοδοξούσα να κάνω μία μεταρεμπέτικη γραφή. Κατ’ εμέ, φέρνοντας την ευθύνη απέναντι στην ιστορία του νέου ελληνικού τραγουδιού, το «Διδυμότειχο blues» είναι η συνέχεια και η εξέλιξη του ρεμπέτικου. Η επιτυχία του ήταν άμεση σε μία περίοδο που εγώ έλειπα στην Ιταλία. Την έψαχνα πολύ εκεί μ’ έναν τραγουδοποιό από το Lecce, τον Tony Schito. Είχε έρθει στην Ελλάδα αυτός, τραγουδούσε και σαν να περάσαμε ο ένας μέσα απ’ το αίμα του άλλου. Κατ’ ανάγκην, μίλησα ιταλικά, εξ αιτίας του τα έμαθα και τα μιλάω τα ιταλικά σε ικανοποιητικό βαθμό. Είχα αφήσει ένα τηλέφωνο του Tony στη μάνα μου στην Αθήνα, η οποία με παίρνει μια μέρα και μου λέει: «Παιδί μου, με παίρνει ο κύριος Νταλάρας τηλέφωνο και μου λέει για κάτι ”blues” που έγινε τεράστια επιτυχία» κλπ.
Πόσο καιρό έλειπες στην Ιταλία εσύ;
Γ.Σ.: Έλειψα για χρόνια στην Ιταλία. Δεν είχα σκοπό να ξαναγυρίσω στην Ελλάδα, αλλά δεν πέτυχε η συνάντηση με τον Tony. Στην εταιρεία του, απ’ όπου πέρασα, είδα και τον Jimmy Fontana. Του μίλησα και του έσφιξα το χέρι! Τέλος πάντων, κατάλαβα τι μου’λεγε η μάνα μου όταν είπε τη λέξη «Διδυμότειχο». Κατά συμπαντική παραίνεση, επρόκειτο να γυρίσω στην Ελλάδα εκείνες τις μέρες. Με το που έρχομαι, τηλεφωνώ του Νταλάρα και τον ακούω να μου λέει:
– Γιαννάκη, έχεις πάρει τα σώβρακα του κόσμου!
– Τι έγινε, ρε Γιώργο;
Στο μεταξύ, δεν το’χα ακούσει το κομμάτι κι όταν τ’ άκουσα, δεν μ’ άρεσε καθόλου. Καθόλου! Μου φαινόταν σαν το σιχαμένο ροκ για όλη την οικογένεια, αυτή η εντεχνίλα η σιχαμένη, ο μικροαστισμός, που’χε κάτσει σαν τέφρα πάνω στα ρούχα της τότε τραγουδοποιίας. Ε, αυτά…
Να πούμε, όμως, για το «ΚΕΒΟΠ», το κομμάτι σας με τον Ματράκα.
Γ.Σ.: Μου το ζήτησε ο Νάσος και του το’δωσα, ο οποίος να πω ότι με παρότρυνε να το δώσω στον Σταύρο Ξαρχάκο αρχικά.
Και γιατί δεν του το’δωσες;
Γ.Σ.: Τώρα πια έχει ένα κόπο αυτό το πράγμα για να γίνει, ένα «κυνηγητό», που δεν έχω πια την αντοχή του. Δεν θα’χε θέμα ο Ξαρχάκος. Γνωριζόμαστε και τον βάζω μες την τριάδα μαζί με τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι. Πολύ μεγάλος συνθέτης! Ίσως μες την τετράδα, θα έλεγα, αφού μαζί τους είναι και ο Διονύσης Σαββόπουλος.
Του έχεις μεγάλη αγάπη του Σαββόπουλου, Γιάννη.
Γ.Σ.: Ο Σαββόπουλος ήταν ο γκουρού μου.
Το καταλαβαίνω, αλλά έχει πικράνει πολύ κόσμο, ρε γαμώτο…
Γ.Σ.: Το ξέρω…Μέσα από σιωπηλούς διαλόγους…Ήτανε ο γκουρού μου και μ’ αγαπάει κι αυτός, το γνωρίζω.
Θυμάμαι που μου’χες πει κάποτε για την επίσκεψη του Σαββόπουλου όταν είχες πάει φαντάρος.
Γ.Σ.: Είχαν έρθει μαζί με την Άσπα στην Καλαμάτα. «Έχεις επισκεπτήριο» μου λένε. Πάω στην πύλη και βλέπω αυτή την πεντάμορφη με κόκκινα μαλλιά, σαν βυζαντινή πριγκίπισσα, και δίπλα της τον Διονύση μ’ ένα καπέλο. Μου άφησαν ένα μεγάλο χαρτζιλίκι. Ο Διονύσης έβαλε στην τσέπη μου έναν φάκελλο με καμιά εικοσαριά χιλιάδες, πολλά λεφτά για την εποχή. Κάτι ανάλογο μου’χε συμβεί και με τον Γιάννη Πάριο, τον οποίο θεωρώ τελευταίο μεγάλο απόγονο του μπελ κάντο. Πολύ σπουδαία φωνή, ο Πάριος είναι μετά τον Φώτη Πολυμέρη! Παραμονές Χριστουγέννων κάποτε, τέτοιο καιρό, πήγαινα στο καμαρίνι του και καθόμασταν και μιλάγαμε. Λέγαμε για ποίηση, για το Αιγαίο, για τους λυρικούς του 5ου π.Χ. αι. Του απήγγειλα ποιήματα του Στησίχορου, του Ανακρέοντα και της Σαπφούς (σ.σ. απαγγέλλει ένα ποίημα ολόκληρο στα αρχαία ελληνικά). Έψαξα τους λυρικούς ποιητές, αφού το κίνητρο από την τρέχουσα ποίηση δεν μου αρκούσε. Ο Πάριος τα άκουγε αυτά και έπεφτε σε βαθιά συγκίνηση την ίδια εποχή που ήξερε ότι ξεκίναγα με τους Τερμίτες. Τι ξεκίναγα δηλαδή, τους δώριζα – όπως σου είπα – καμιά ενορχήστρωση ή κάνα στιχάκι. Μόνο που φόραγα τα καλά μου, γιατί αυτό το πράγμα μένει και σε δείχνει η ιστορία.
Τη Φλέρυ Νταντωνάκη εσύ την είχες πάει στους Τερμίτες το ’86;
Γ.Σ.: Ναι, εγώ την πήγα. Λάθος μου, μεγάλο λάθος! Μετανιώνω και γι’ αυτό…Τι σχέση είχε η Φλέρυ, αυτή η καταραμένη Ιέρεια, μ’ όλη αυτή την εντεχνίλα, να πούμε; Έπρεπε να παραμείνει εκεί, έγκλειστη στο ναό της με την ψύχωση που τη διακατείχε. Ήταν και είναι ιερό πρόσωπο η Φλέρυ Νταντωνάκη και με τους Τερμίτες παραβιάστηκε αυτή η ιερότητα της. Μη με ρωτάς για τους Τερμίτες, δεν έχω καθόλου καλή άποψη γι’ αυτούς και μπορώ να υπερασπιστώ αυτή μου την άποψη από έδρα πανεπιστημίου. Να το λέω δημόσια και κατάφωρα.
Τώρα ζωγραφίζεις απ’ όσο ξέρω, έτσι δεν είναι;
Γ.Σ.: Ζωγραφίζω κι έχω κάνει και πολλές εκθέσεις. Έτσι ξεκίνησε το καλλιτεχνικό μου αντικείμενο. Ζωγράφιζα από παιδί και το’πα στον πατέρα μου όταν τέλειωσα το εξατάξιο γυμνάσιο και με ρώτησε τι θα έκανα στη συνέχεια. Ο καθηγητής μου, ο Γεωργοβασίλης, στο γυμνάσιο της Νέας Ιωνίας, έβλεπε την κλίση μου στα αρχαία και με προόριζε για φιλόλογο. Κατέρρευσε όταν του’ πα ότι θα σπουδάσω μουσική. «Θα πεθάνεις πάνω σ’ ένα κανόνι με την τρομπέτα σου» μου είπε. «Τι είναι αυτές οι αθλιότητες;» μου φώναζε. «Πως είναι δυνατόν να εγκαταλείψεις αυτή σου την ευθύνη; Τι μουσικές μου λες και αηδίες; Το θεωρώ πολύ κατώτερο για σένα»! Τέλος πάντων, στον πατέρα μου δήλωσα ότι θέλω να μπω στην Καλών Τεχνών. Απ’ την απάντηση του, ίσως κάπου εκεί να απέκτησα το ζάχαρο, αφού ένιωσα μια χορδή να σπάει μέσα μου. Έπαθα μια εφίδρωση, πάγωσα κι έμεινα ακίνητος. Θα’μουν 16 – 17 ετών…«Τι ειν’ αυτά που μου λες, ρε;» φώναζε κι αυτός! «Δεν ειν’ αυτά για μας, δεν σου δίνω δεκάρα»!
Πότε είσαι γεννημένος, Γιάννη;
Γ.Σ.: Το 1953. Είμαι μεγάλος…Γέρων…Έφτασα στα 67 πια. Θυμάμαι όταν έβγαζε ο Στέλιος Ελληνιάδης μια εφημερίδα, τη «Μουσική Γενιά». Διάβασα εκεί μια αγγελία ότι «Ο Διονύσης Σαββόπουλος ψάχνει μουσικούς». Είχε τελειώσει η ιστορία με τα Μπουρμπούλια. Του τηλεφωνώ του ίδιου και του λέω:
– Παίζω τούμπα, τρομπόνι…
– Τι λες;
– Έχω κι έναν άλλο μαζί μου, που παίζει ηλεκτρική κιθάρα, καταπληκτικός! Παίζει και κλαρινέτο, τον λένε Θεολόγο Στρατηγό!
– Πω, πω, τι όνομα ειν’ αυτό! Να έρθετε, βεβαίως!
Πήγαμε στην Παπαδήμα που έμενε ο Διονύσης, απέναντι από το Ναυτικό Νοσοκομείο, και μας βγάζει την παρτιτούρα από το «Έλσα, σε φοβάμαι». Εντάξει, δεν το πολυείχε με το κλειδί του φα. Έπιασε την κιθάρα ο Διονύσης κι άρχισε να παίζει, όπου εμάς μας φαινόταν γραμματική νηπιαγωγείου. Παίζοντας στην Φιλαρμονική της Νέας Ιωνίας, ήμασταν ήδη σολίστες. Μόνο ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο συχωρεμένος ο τουμπίστας, ήξερε να ελίσσεται τόσο καλά με την τούμπα του. Ένας απ’ τους καλύτερους τουμπίστες στον πλανήτη! Παίξαμε λοιπόν την «Έλσα» και αναφωνεί ο Διονύσης: «Μπράβο, παίχτηκε η παρτιτούρα, όπως τη φανταζόμουν. Τετάρτη έχουμε πρόβα»!
Και εγένετο Λαιστρυγόνα.
Γ.Σ. Τ’ όνομα ήταν έμπνευση του Διονύση. Το ίδιο διάστημα έπαιξα και στα «Μικροαστικά» του Λουκιανού Κηλαηδόνη. Με τον Λουκιανό ένιωθα συγγενής του. Είχα επέμβει με την τούμπα και στις ενορχηστρώσεις. Στα «Μικροαστικά» έπαιζαν ο Τσιλογιάννης και ο Ντάλλας από τα Μπουρμπούλια του Διονύση. Για μένα τα «Μικροαστικά» είναι το «Sgnt. Peppers Lonely Hearts Club Band» της Ελλάδος! Πολύ τολμηρό εγχείρημα ακόμη και με το κόκκινο βινύλιο μες το φάκελλο. Ο Λουκιανός δεν είχε καμιά στεντόρεια φωνή στο χώρο της τραγουδοποιίας, αλλά ήταν πολύ προσωπικό αυτό που έκανε, η μνήμη μιας άριας καταγόμενης από τον Αττίκ και από το αμερικανικό mainstream και το δικό του φίλτρο. Είχε πολύ προσωπικό ύφος ο Λουκιανός! Λίγο μετά, με τον Johnny Lambizzi, τον Γιώργο Μαγκλάρα και τον Θεολόγο Στρατηγό, παίξαμε με τη Μαρίζα Κωχ. Θυμάμαι τη Μαρίζα να τραγουδάει, θεά επί σκηνής κι εμείς να τη συνοδεύουμε για μισή ώρα και βάλε σ’ ένα μόνο κομμάτι.
Ουσιαστικά είχες μια ξώφαλτση σχέση με τη mainstream δισκογραφία.
Γ.Σ.: Είσαι επιεικής. Δεν είχα καμία σχέση. Ένιωθα πως όποτε το έκανα αυτό, είναι από πίσω μου ο Thelonius Monk και ο Bela Bartok και με κοιτάνε μ’ αυστηρό τρόπο.
Και πως είδες όλη αυτή την έκρηξη του έντεχνου στα 90s; Αλκίνοο, Περίδη, Μάλαμα.
Γ.Σ.: Μάλιστα…Αυτή ειν’ η απάντηση μου, τίποτα άλλο δεν μπορώ να σου πω.
Είναι και ο Ματράκας, όμως, που ανήκει στη γενιά των νεότερων τραγουδοποιών.
Γ.Σ.: Ο Νάσος είναι πρωτογενές πράγμα, κατάγεται απ’ αυτή την αιρετική φυλή, απ’ το ρεμπέτικο και απ’ τον Διονύση Σαββόπουλο. Ο Νάσος ήταν πιο προσεχτικός και πιο κουμπωμένος απ’ τον συνοδοιπόρο του, τον Νικόλα Άσιμο, κάτι που με συγκίνησε. Έκανα την ενορχήστρωση στον πρώτο του δίσκο κι επιμελήθηκα όλη την παραγωγή. Μια και με ρώτησες, όμως, για τους «μεταέντεχνους», το μόνο γκρουπ που μου άρεσε ήταν οι Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω. Τους θεωρούσα στο πόδι του Μάνου Χατζιδάκι. Ευλογημένοι καλλιτέχνες.
Ν.Μ.: Θυμάσαι, Γιάννη, που έγραψαν ένα τραγούδι στο γάμο σου και το έπαιξαν έξω απ’ την εκκλησία;
Γ.Σ.: Μετά υπήρξε ένας ανεπίδοτος έρωτας με την Αγαθή Δημητρούκα. Δεν τόλμησε ούτε αυτή, ούτε εγώ, να τον φέρουμε στο φως. Η Αγαθή Δημητρούκα ήτανε κάτω από τη βαριά σκιά του Νίκου Γκάτσου. Δεν μπορείς να τα ξεπεράσεις τέτοια πρόσωπα…Κατ’ εμέ, το μεγαλύτερο στιχούργημα που έχω γράψει δεν είναι το «Διδυμότειχο blues», αλλά η «Καντάδα για τον Διονύσιο Σολωμό». Δεν το ξέρει κανένας…Εγώ το μελοποίησα και υπάρχει στα «Λόγια του Κεραμεικού», που το λέει ο Γιώργος ο Νταλάρας. Έμενα στο Νέο Ηράκλειο τότε κι είχα μαζέψει μια στοίβα σημειώσεις για τον Σολωμό, σκοπεύοντας να συνθέσω κάτι μεγαλεπήβολο, μία καντάτα. Ήμουν πάμφτωχος, χρώσταγα – θυμάμαι – πέντε, έξι, εφτά νοίκια…Ένα βράδυ βροχερό σηκώθηκα…Τι σχέση είχα εγώ με «καντάτα»; Με καμία καντάτα δεν είχα σχέση! «Γιατί μεγαλοπιάνεσαι;» σκέφτηκα, «γιατί φοράς τζάμπα κοκορόφτερα και λοφία;» Είχα μια ξυλόσομπα, πέταξα μέσα όλες τις ίσαμε τότε σημειώσεις και κάθομαι και γράφω, ξεκινώντας απ’ τον τίτλο. Πάντα ξεκινάω απ’ τον τίτλο! Αν ο τίτλος δεν ξεδιπλώνει το υλικό και το σενάριο, τι να το κάνεις; Έτσι έγραψα μία «Καντάδα για τον Διονύσιο Σολωμό», επίσης σαν καθ’ υπαγόρευσιν. Και ξέρετε κάτι; Το μοντέλο δεν ήταν κανένας Διονύσιος Σολωμός, αλλά ο Διονύσης Σαββόπουλος! Είναι το ίδιο πρόσωπο αυτοί οι δύο! Του το’πα και του ίδιου του Διονύση και κατασυγκινήθηκε. Όταν του το απήγγειλα, από αμηχανία έβγαλε απ’ την τσέπη του το ρολόι του πατέρα του και το κοίταξε (σ.σ. απαγγέλλει ολόκληρη την «Καντάδα για τον Διονύσιο Σολωμό» και η φωνή του τρέμει από συγκίνηση) Αυτό…Το τραγούδησε ο Νταλάρας, που ανήκει στη φυλή της βαριάς σολομωνικής! Κατάγεται από το λαϊκό πολιτισμό. Για την επιβίωση και για τον ιμπεριαλισμό που τον διακατέχει, έχει κάνει δευτεράτζες και τριτάτζες, αλλά είναι με το τελευταίο κουμπί πάντα κουμπωμένο στο πουκάμισο του.
Νάσο, έχεις μελοποιήσει κι εσύ Διονύσιο Σολωμό μέσα στο «Αγοραίο» σου.
Ν.Μ.: Αυτό ήταν ένα ποιηματάκι που μου άρεσε από το σχολείο. Τα τελευταία χρόνια μ’ απασχολούσε να του βάλω μουσική. Ούτως ή άλλως οι στίχοι στα πιο πολλά τραγούδια μου είναι δικοί μου.
Γ.Σ.: Του απαγορεύω αυστηρώς και δια ροπάλου να είναι αλλιώς! Έτσι απαιτεί το πρωτόκολλο, έχοντας αναλάβει την ευθύνη του τραγουδιού. Το τραγούδι είναι στίχοι και μουσική χτισμένο ζωντανά. Αν δεν μας το φανερώσεις έτσι, δεν σ’ αφορά.
Ν.Μ.: Απ’ τον Όμηρο μέχρι σήμερα έτσι δεν συμβαίνει; Αν το τραγούδι γίνει βιομηχανικής λογικής, το πράγμα ξεφεύγει μετά. Ο πρώτος που το’κανε ήταν ο Μάρκος και μετά, στα χρόνια τα δικά μου, ο Σαββόπουλος. Εκεί είπα ότι μ’ αφορά και μένα αυτό το πράγμα.
Πάντως, Νάσο, η φειδωλή δισκογραφία σου δεν δείχνει άνθρωπο που ενδιαφερόταν για καριέρα και όλα αυτά.
Ν.Μ.: Γι’ αυτό και όταν γύρισα στο χωριό μου στα Ψαχνά, μετά από μερικά χρόνια περιπλάνησης στις γειτονιές της Κυψέλης, συνειδητοποίησα ότι δεν μου πήγαινε να τρέχω στις εταιρείες και να χτυπάω πόρτες. Δεν ήθελα, δεν το γούσταρα!
Γ.Σ.: Ξέρεις τι ψυχοφθόρο πράγμα ειν’ αυτό;
Ν.Μ.: Εγώ έγραφα τραγούδια απ’ τα 15 μου, αυτή ήταν η προτεραιότητα μου. Κι όταν έφτιαξα το Μουσικό Καφενείο ήθελα να δώσω βήμα σε όλους. Και στα νέα παιδιά, εξ ου και το ονόμασα «Ηχώ για την Έκφραση». Κάπου τότε συναντήθηκα με τη Νέλλη Οικονομίδου, βιολίστρια της Κρατικής Ορχήστρας και φτιάξαμε μαζί τα πρώτα μου τραγούδια. Έγινε το πρόγραμμα «Νέες εκφραστικές τάσεις» με Νικόλα Άσιμο, Ηρακλή Τριανταφυλλίδη και όλη αυτή την ανεξάρτητη σκηνή. Νομίζω, πάντως, πως λίγο αργότερα έπαιξα και στο «Ροντέο» της Χέιδεν μέσω του Δημήτρη Παναγόπουλου. Ο Παναγόπουλος είχε τρέλα με τον Phil Ochs, τον Αμερικανό μουσικό – τον ξέρεις – σαν τον Woody Guthrie!
Γ.Σ.: Εγώ, πάντως, είχα τρέλα με τον Μπαγιαντέρα. Λοιπόν, εγώ τώρα θα σας χαιρετίσω, έχω δουλειά και ήδη άργησα (σ.σ. Ο Γιάννης Bach Σπυρόπουλος αποχωρεί. Η κουβέντα συνεχίζεται με τον Νάσο Ματράκα)
Γιατί ονόμασες «Αγοραίο» το άλμπουμ;
Γιατί, απ’ τη μια, είναι πράγμα της αγοράς. Δεν έγινε ανεξάρτητη παραγωγή, όλα τα πλήρωσε ο Μωυσής Ασέρ και οφείλω να το λέω δημόσια. Εγώ είμαι 60 χρονών πια και μένω μόνιμα εκεί στα Ψαχνά Ευβοίας, άρα τα τραγούδια μου είναι το αγοραίο όχημα της επαρχίας.
Υπάρχει μέσα η «Αρρώστια», ένα πολύ επίκαιρο και λίγο σκωπτικό τραγούδι.
Έχω πολλά τραγούδια στην άκρη, που όποτε έχω ανάγκη να κάνω μία δουλειά, τα χρησιμοποιώ. Άλλα μένουν όπως είναι, άλλα τα ψιλοφτιάχνω – έτσι έγινε και μ’ αυτό. Και έτσι προστέθηκαν στίχοι πως «δε θα βρεις ούτε μάσκα, ούτε εμβόλιο για την αρρώστια» που εν προκειμένω είναι η μαλακία. Το σκέφτηκα, να πω την αλήθεια, αν θα το έβαζα.
Για ποιο λόγο; Η «μαλακία» εδώ σημαίνει «βλακεία», που τη στηλίτευσε έντονα και ο Νίκος Γκάτσος στην «Ελλαδογραφία» του.
Το ίδιο πράγμα λέμε με τον ποιητή, ναι, απλά δεν ήξερα μετά αν θα μπορούσα να το υποστηρίξω το κομμάτι. Δεν μ’ αρέσουν οι εντάσεις, να μου πει κάποιος πώς και γιατί…Υπάρχουν, ξέρεις, κι οι ψεκασμένοι της τηλεόρασης, δεν είναι μόνο αυτοί απ’ τα σύννεφα. Εγώ επειδή βλέπω τηλεόραση, παρατηρώ ότι δεν υπάρχει ούτε ένα τρίλεπτο που να μην αναφερθούν σ’ αυτή τη μαλακία του κορονοϊού. Ναι μεν υπάρχει ο ιός, αλλά κάποια κέντρα εκμεταλλεύονται τον φόβο του κοσμάκη. Για να σπείρουν την τηλε-εργασία και την ανεργία; Που να ξέρω τι στο διάολο έχουν μέσα στο μυαλό τους! Μετά από καιρό θα καταλάβουμε τι πραγματικά συμβαίνει.
Η rock τραγουδοποιία είναι η πηγή έμπνευσης σου;
Μεγάλωσα με ραδιοπικάπ Phillips και ο πρώτος δίσκος που έπαιξα ήταν το «Burn» των Deep Purple, στον καιρό του.
Το 1974 δηλαδή.
Τότε έγινε; Ε, ναι, 14 ετών ήμουν. Το ραδιόφωνο ήταν πάντα ανοιχτό στο σπίτι μας. Τραγουδούσαν πολύ ωραία οι γονείς μου, όπως και η Φλώρα και η Δέσποινα, οι δύο αδερφές μου. Τα κλασικά, μεγαλώσαμε με τις εκπομπές «Η ΛΥΡΑ παρουσιάζει», Λεφεντάριος κλπ. Με Κουγιουμτζή, Καλδάρα και «Ανέβα στο τραπέζι μου, κούκλα μου γλυκιά» στα γλέντια. Εγώ τραγουδούσα μες τα λεωφορεία στις σχολικές εκδρομές. Μια μέρα που δεν πήγα σχολείο κι είχα τις αμυγδαλές μου, άκουσα απ’ το ραδιόφωνο τη «Μαύρη Θάλασσα» του Σαββόπουλου. Ταράχτηκα, έγινα σαββοπουλικός!
Εσύ τον γνώρισες τον Σαββόπουλο;
Φυσικά, έχω πάει και σπίτι του δυο φορές. Το 2005 ξαναβρεθήκαμε στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης, που είχα στείλει τραγούδι. Τα μόνα τραγούδια που υποστήριζε ο Σαββόπουλος ήταν το δικό μου και της Ευσταθίας! Ήρθε και μου το’πε μπροστά μου, παρουσία του Κραουνάκη. Ήμουν χαρούμενος που το τραγούδι μου είχε προκριθεί ανάμεσα στα 300 τόσα άλλα, αλλά εγώ καθόμουν στη γωνιά μου και ο Σαββόπουλος ήταν ο θεός μου. Μου δίνει το χέρι του, «Έλα» μου λέει. Και μετά: «Μπράβο! Έγραψες το καλύτερο τραγούδι του φεστιβάλ!» Γυρνάει μετά στον Κραουνάκη: «Σταμάτη, εδώ ο Νάσος και η Ευσταθία! Τα άλλα τραγούδια είναι για πέταμα»! Να μ’ έβλεπες μετά πως έφυγα για τα Ψαχνά με τ’ αυτοκίνητο μου..Πετώντας! Γνώρισα και την Ευσταθία, που τη λατρεύω. Μ’ αρέσει πάρα πολύ η φωνή της κι αυτά που γράφει. Την έφερνα συχνά στις εκπομπές μου στο ertopen.
Απ’ το 1994 μέχρι το 2020, τρεις μόνο δίσκοι μέσα σε 25 χρόνια, κάτι λέει. Τι;
Δεν ξέρω. Θα επεδίωκα να κάνω συχνότερα δισκογραφία, αλλά θέλει να’σαι και μέσα σε μηχανισμούς. Να έχεις άλλους δίπλα σου που να είναι μες τα πράγματα. Μπορεί εκεί που μένω να’ναι 100 χιλιόμετρα απ’ την Αθήνα, η απόσταση όμως στα καλλιτεχνικά είναι μεγαλύτερη. Ο Γιάννης ήταν εκείνος που μ’ έφερε στο κέντρο των πραγμάτων. Με γνώρισε με τον Νταλάρα, με πολλούς δικούς του φίλους. Εγώ είμαι και ντροπαλός άνθρωπος, δεν ξέρω αν το παρατήρησες. Δεν πλησιάζω δημοσιογράφους.
Σε αντίθεση με μια σιγουριά που φανερώνουν τα τραγούδια σου.
Γι’ αυτά είμαι σίγουρος, ναι. Ξέρω τι κάνω. Τα τραγούδια δεν είναι συγκρίσιμα πράγματα κι εγώ έχω τη μάνα μου και τον πατέρα μου, τους δασκάλους μου, τα διαβάσματα και το όποιο ταλέντο μου κλπ.
Μ’ αυτό το δίσκο τι θες να κάνεις, λοιπόν;
Είναι η δουλειά μου σ’ αυτή την αραιή συχνότητα που ανάφερες. Οι εποχές είναι ζόρικες και απλά θέλω να μοιραστώ τα διαμάντια που με συγκινούν.
Ο Bach πριν μίλησε ευθέως απαξιωτικά για το έντεχνο. Εσύ νιώθεις συγγενής με τους τραγουδοποιούς αυτούς;
Φυσικά και νιώθω, καμιά φορά όμως γίνονται χειρότεροι απ’ τους πολιτικούς τους. Έτσι και πιάσουν μια καρέκλα μέσω των γνωστών τους, δημοσιογράφων και φίλων τους, δεν ξεκολλάνε! Με μένα ίσως έχει ενδιαφέρον ότι το πολεμάω με τις δυνάμεις μου. Αν τα’χα λύσει τα προβλήματα μου, ίσως έγραφα ακόμη πιο αραιά. Μου κάνει εντύπωση που είναι όλοι στην τσίτα. Γιατί; Για να μη χαθεί τ’ όνομα τους απ’ την πιάτσα;
Υπάρχει και το ταμείο ξέρεις.
Πόσα πια να βγάλουν; Έτσι γίνονται ένα με τους εμπόρους.
Δεν σκέφτηκες δηλαδή ένα τραγούδι να σ’το’λεγε ο τάδε.
Σκέφτηκα και δεν θα’λεγα όχι αλλά πως να γινόταν αυτό; Μπορούσε, ας πούμε, το «ΚΕΒΟΠ» να το’λεγε ο Νταλάρας με υπόδειξη του Γιάννη. Κάναμε μια επικοινωνία με την Άννα, τη γυναίκα του, μέσω facebook, αλλά δεν μου απάντησε. Μου είχε εξηγήσει η κοπέλα, βέβαια, πως έφευγαν για Αμερική πριν το λοκντάουν. Μετά την πρώτη καραντίνα της ξανάγραψα, αλλά απάντηση δεν πήρα.
Και γιατί δεν το επιχείρησες μέσω Bach;
Κοίτα, εγώ δεν έχω πει ποτέ του Γιάννη, «Κάνε μου αυτό». Ποτέ, τίποτα! Και, OK, ο Νταλάρας ειν’ αυτός που είναι. Μπορεί, ας πούμε, να το έλεγε ο Περίδης, λέω εγώ τώρα. Και τι θα γινόταν άμα το έλεγε ο Περίδης; Όχι ότι θα το έλεγα εγώ καλύτερα, αλλά χρειάζεται να έχω μια ψυχική συγγένεια με τον Χ Περίδη. Χάρη δηλαδή θα μου κάνει; Δε θέλω χάρες και σοβαρολογώ.
Απ’ την άλλη, για να ακουστεί κάτι, χρειάζεται και το ραδιόφωνο.
Όσοι πρόλαβαν και γίναν κουμπάροι με παραγωγούς ραδιοφώνου, έπιασαν την καλή. Έστειλα στον Ξενοφώντα Ραράκο το «Δελφινάκι του Ευρίπου», το πρώτο κομμάτι που είχαμε βγάλει. Μου απάντησε ο άνθρωπος: «Νάσο, το τραγούδι σου είναι άρτιο. Μ’ αρέσει πάρα πολύ»! Όταν του είπα να του στείλω κι άλλο, μου σύστησε να στείλω email στον Βραχνό που κανονίζει το πρόγραμμα. Το έκανα και, φυσικά, δεν πήρα καμία απάντηση. Χαίρετε! Κανονικά ο Βραχνός θα έπρεπε να με ψάχνει να με βρει, όχι να τον κυνηγάω εγώ. Γι’ αυτό σου είπα ότι οι κολαούζοι επωφελούνται. Δεν το λέω με θυμό, γιατί η κοινωνία όλη έτσι είναι.
Πράγματι, τα λες όλα αυτά με χαμόγελο, σαν να μην έχεις καθόλου θυμό.
Μεγάλωσα πια. Με στηρίζει η οικογένεια μου, ο Bach, ο Μωυσής Ασέρ που μου πλήρωσε την παραγωγή και προσπαθώ να πορευτώ.
Είναι κι η ευχαρίστηση του να διώχνεις τα τραγούδια από πάνω σου.
Βέβαια. Τα φόρτωσα στο αγοραίο ταξί της επαρχίας για να πάνε στους προορισμούς τους. Εγώ είμαι φαν των τραγουδιών μου, γι’ αυτό τα κάνω. Και τώρα κάνουμε και μερικά κλιπάκια. Βλέποντας…
Γράφεις συνέχεια;
Όχι, αλλά έχω υλικό που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω. Όταν μελοποίησα το «ΚΕΒΟΠ» και το πρωτόπαιξα του Γιάννη, ενθουσιάστηκε!
Να πούμε, κλείνοντας, πως το «Δελφινάκι του Ευρίπου» δεν πέρασε καθόλου απαρατήρητο.
Η χαρά που πήρε ο κόσμος με το κομμάτι αυτό, για μένα μεταφράστηκε σε δική μου μεγάλη χαρά. Ήταν σημαντικό εν μέσω καραντίνας. Καμιά φορά δίνεις χαρά με απλότητα στον κόσμο, δε χρειάζεται η ποίηση και τα μεγάλα νοήματα. Αντλείς δύναμη απ’ το πηγαίο λαϊκό τραγούδι.
Νάσο Ματράκα, σ’ ευχαριστώ γι’ αυτή τη συνομιλία. Εύχομαι καλή πορεία στο «Αγοραίο» σου.
Εγώ σ’ ευχαριστώ. Αισθάνθηκα ότι επικοινώνησα σ’ αυτή τη συνέντευξη.
* Το άλμπουμ «Αγοραίο» του Νάσου Ματράκα κυκλοφορεί από τη Music Mirror.