Ο Στέφανος Κορκολής σε μια σπάνια εξομολόγηση, αποκλειστικά στο koutipandoras.gr

Από το έντεχνο τραγούδι των 80s στην εμπορική pop των 90s κι από τον Μίκη Θεοδωράκη στον Κ. Π. Καβάφη. Ένας βίος με τα πάνω του και τα κάτω του, με σοβαρές μουσικές σπουδές και, κυρίως, με αξιοζήλευτες καλλιτεχνικές συναντήσεις. Είναι ο βίος του τεράστιου πιανίστα και συνθέτη Στέφανου Κορκολή, όπως τον αφηγήθηκε ο ίδιος στον Αντώνη Μποσκοΐτη 

Κορκολής 0 0

Λένε πως η pop, αυτή η μουσική «κτηνώδους καταναλωτισμού» – σύμφωνα με τον Διονύση Σαββόπουλο -, όσο πιο επιτυχημένη είναι, εμπορικά και καλλιτεχνικά, τόσο περισσότερο φανερώνει και το «κρυμμένο» ταλέντο του δημιουργού της. Ο Στέφανος Κορκολής, βέβαια, είχε δώσει νωρίτερα τα διαπιστευτήρια του, προτού δηλαδή σαρώσει την Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη με την, μόλις πενταετούς διάρκειας, pop περίοδο του. Δύο δίσκοι με δύο μεγάλες ερμηνεύτριες (Μαρία Δημητριάδη – Δήμητρα Γαλάνη), σοβαρές μουσικές σπουδές ως «παιδί – θαύμα» στο Ωδείο Αθηνών, μποέμικη ζωή στο Παρίσι μαζί με τις πρώτες synth pop αναζητήσεις και συναντήσεις με μια σειρά ζωντανών μύθων του πολιτισμού σε διεθνές επίπεδο, από τον Ennio Morricone και τους Yes μέχρι τη δικιά μας Νάνα Μούσχουρη και τη Dulce Pontess. Δεν ήταν στρωμένος μόνο με ροδοπέταλα ο δρόμος της πορείας του – γνωστό τοις πάσι αυτό. Το θέμα είναι όμως πως ο Κορκολής συνεχίζει και είναι εδώ, πότε έχοντας τα εύσημα του Μίκη Θεοδωράκη και πότε παραδίδοντας μας τον πιο «τραγουδένιο» ever στη χώρα μας Κωνσταντίνο Καβάφη. Στην ακόλουθη συνέντευξη μας – ομολογουμένως από τις πιο σπάνιες που έχει δώσει ο Κορκολής – τού δόθηκε η ευκαιρία να ξετυλίξει στην κυριολεξία το κουβάρι μιας ζωής πλούσιας, «δείγμα της τολμηρής δουλειάς του και ικανής», όπως θα έλεγε και ο Αλεξανδρινός

Κύριε Κορκολή, σας συναντώ έχοντας στα χέρια μου την εξαιρετικά καλαίσθητη έκδοση του «Καβάφη» σας. Αν στα 90s, που εγώ σας «γνώρισα», μου έλεγε κάποιος πως θα μελοποιούσατε Καβάφη, θα τον έπαιρνα για παλαβό…

Όντως, από μία άποψη θα ακουγόταν περίεργο, απ’ την άλλη όμως σε εκείνες τις συναυλίες που έκανα, με κορυφαία αυτή στο ΣΕΦ που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ήρθαν τόσοι πολλοί άνθρωποι ν’ ακούσουν εμένα, έπαιζα άλλα πράγματα: Σταμάταγα, ας πούμε, τη συναυλία πάνω στο πικ της και τους έπαιζα ένα απόσπασμα από Rachmaninov, όπου εκεί ένα στάδιο ολόκληρο «πάγωνε» με την καλή έννοια. Ξέρετε, η «pop εφηβεία», που τη γούσταρα και που κατ’ ανάγκην ήρθε, έλκυε τα παιδιά των ωδείων, καταρτισμένα δηλαδή άτομα, που είχαν βιώσει όσα βίωσα κι εγώ στο Ωδείο Αθηνών. Μιλάω για έναν αμείλικτο παρωπιδισμό και ακαδημαϊσμό σε τρυφερή ηλικία που ακόμη και Gershwin νά’παιζες, θεωρείτο ελαφρύς. Αυτό με τη «βαριά» και την «ελαφριά» μουσική μού τη δίνει, λες και υπάρχει ζυγαριά να μετράει τις νότες. Οι αφορισμοί δεν είναι καλοί. Καταλήγω, λοιπόν, στο ότι τα νέα παιδιά τότε έβλεπαν έναν «δικό» τους να τους παίζει Rachmaninov κι έβρισκαν ένα άλλοθι, όπως εγώ παλιότερα έβρισκα άλλοθι σε συγκροτήματα σαν τους Queen, τους Yes και τους Genesis.

Ναι, συγκροτήματα του techno – rock με μουσικούς «μορφωμένους».

Ακριβώς. Όλοι αυτοί είχαν τελειώσει τη Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου! Ξέρετε πόση χαρά παίρνω όταν με συναντάνε τα παιδιά εκείνης της εποχής, σαραντάρηδες σήμερα, και μου λένε «Έμαθα πιάνο» ή «Μπήκα στο ωδείο εξ αιτίας σου»; Για μένα αυτό είναι το πιο ουσιαστικό που συνέβη σε εκείνη την πεντάχρονη φάση μου – διότι τόσο κράτησε, όχι παραπάνω, άσχετα αν φάνηκε διαφορετική η διάρκεια της. 

Λόγω μιας υπερπροβολής.

Υπερπροβολή, πω, πω, πω! Και τόσο κόντρα με τον εαυτό μου που ήθελα να ζω μόνος μου με τη μουσική μου! Την ώρα που το ζούσα ήταν ένα pop, αλλά όχι ξεφτιλέ. Οι ενορχηστρώσεις ήταν πρωτοποριακές με αποτέλεσμα να έρχονται άνθρωποι και να μου λένε σήμερα «Κακώς τότε το κανιβαλίζαμε». 

Μα και η Σοφία Αρβανίτη έκανε πρόσφατα έναν εντεχνο – ροκ δίσκο, αλλά είναι λογικό να της ζητάνε όλοι το «Μη μου μιλάς για καλοκαίρια». 

Και καλά έκανε! Η φάση να αφορίζουμε στην τέχνη είναι πολύ κακιά. Στην Αμερική ο Τομ Χανκς ξεκίνησε με κωμωδιούλες, κανείς δεν τον ενόχλησε όμως όταν έκανε το «Philadelphia» και τους ξέσκισε όλους! 

Στην Ελλάδα, πράγματι, το «ανάλαφρο» δικαιώνεται εκ των υστέρων. Έτσι και τα δικά σας pop κομμάτια σήμερα ακούγονται με μια γλυκύτητα. Γιατί όμως είπατε πριν «ότι η pop εφηβεία ήρθε κατ’ ανάγκην»;

Και με μία συμπάθεια, θα έλεγα. «Κατ’ ανάγκην» εννοώ ότι στα 27 μου που γύρισα από το Παρίσι, είχε «βαρύνει» η μητέρα μου από μυασθένεια Gravis, μια εντελώς άγνωστη τότε ασθένεια. Γύρισα χωρίς να το θέλουν καθόλου οι δικοί μου. Παράτησα μία στημένη ζωή σε όλα τα επίπεδα. Γυρνώντας εδώ, θεώρησα ότι θα έχω την αντιμετώπιση που είχα εκεί, πρώτα ο «δημιουργός» δηλαδή και μετά ο «performer». Τα βρήκα, φυσικά, όλα ανάποδα. Εκείνο τον καιρό η Αφροδίτη Μάνου μας γνώρισε με τον Παρασκευά Καρασούλο για να κάνουμε το δίσκο της αείμνηστης αδερφής της, της Μαρίας Δημητριάδη. Μετά «δέσαμε» με τον Παρασκευά και κάναμε την «Παλίρροια» της Γαλάνη. Από τότε και η Μαρία και η Δήμητρα φώναζαν για το ποιοι έχουν γράψει τα κομμάτια, αλλά όλοι λέγανε «το τραγούδι της Δημητριάδη» ή «το τραγούδι της Γαλάνη», τα γνωστά…Μετά τους Χατζιδάκι – Θεοδωράκη, το σύστημα είχε αλλάξει και οι εταιρείες θέλανε να προωθούν τον τραγουδιστή, να βγαίνει αυτός μόνο προς τα έξω. Είχα αρχίσει νά’χω πρόβλημα επιβίωσης…

Να σας πω μια μικρή ιστορία: Το 1991, πωρωμένος ροκάς, είχα μόλις μάθει τη Μαρία Δημητριάδη μέσα από τα «Τροπάρια για φονιάδες» του Θ. Μικρούτσικου και του Μ. Ελευθερίου. Είχα δει το δίσκο που κάνατε στο δισκοπωλείο, αλλά δεν τον αγόρασα ποτέ, προκατηλειμμένος – αν θέλετε – με την τότε pop φάση σας. Μετά που έτυχε να τον ακούσω, αναθεώρησα πλήρως.

Άρα έρχεστε στα λόγια μου! Εγώ τότε αντιδρούσα, ήμουν πιανίστας, σολίστ και δεν ήθελα νά’μαι τραγουδιστής. Ερχόμενος στην Ελλάδα, βίωσα μία περίεργη κατάσταση. Ζούσα μόνος μου.

Πάντα εδώ, στη Φωκίωνος Νέγρη, ή αλλού;

Ήμουν Κυψελιώτης γέννημα – θρέμμα, αλλά μετά το Παρίσι ήθελα ν’ αλλάζω σπίτια. Ήταν η τρέλα μου.

Έχει ένα παριζιάνικο μποέμ χαρακτήρα η τρέλα αυτή.

Μα πολύ από το DNA μου έχει καθοριστεί γαλλιστί, όχι με τις σπουδές και το πιάνο, αλλά με την άλλη έννοια. Η Αριστερή Όχθη του Σηκουάνα κλπ. Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, πηγαινοερχόμενος από το Παρίσι στην Ελλάδα για Χριστούγεννα – Πάσχα, με τσίμπαγαν οι τρομερές παρέες του «Αχ Μαρία». Βρέθηκα να παίζω με Ζουγανέλη – Κούτρα – Μπουλά, ενώ κάναμε και μια τρομερή παράσταση με τον Σαββόπουλο, στην οποία συμμετείχε και η Αφροδίτη Μάνου. Αυτά ήταν τα ενδιάμεσα «χαρτζιλίκια» μου και ταυτόχρονα είχα την επιμέλεια ενορχηστρώσεων. Ο Σαββόπουλος, π.χ., ως παραγωγός τότε, με κάλεσε κι έκανα την ενορχήστρωση στο «Σαν Αφροδίτη» της Μάνου. Είχα μπει δυναμικά στο χώρο με ωραία δείγματα με αποτέλεσμα όλοι να μου ζητάνε ενορχηστρώσεις. Κάποια στιγμή μου τηλεφωνεί από την Polygram κάποιος παραγωγός για να γράψω για τη Μούσχουρη. Με έπιασαν τα γέλια, τους λέω «Παιδιά, στο Παρίσι ήμουν και τώρα που γύρισα, μου λέτε να γράψω για τη Μούσχουρη;» Γράφω κάποια τραγούδια και περιμένω μιαν απάντηση, που ποτέ δεν ερχόταν. Με μεγάλη ντροπή τους τηλεφώνησα: «Χίλια συγνώμη, σας είχα δώσει κάποια τραγούδια για την…» «Ααα, ναι, τα άκουσε, αλλά δεν της κάνανε» μου απαντάνε, έτσι ξερά! Τρώω την ήττα, αλλά θα σας πάω μπροστά τώρα: Πριν από δέκα χρόνια βρίσκεται, εδώ που καθόμαστε, η Μούσχουρη δίπλα μου στο πιάνο. Ζω μια όμορφη στιγμή, αφού γυρνάει και μου λέει: «Απ’ τον Μάνο έχω να κάτσω δίπλα σε συνθέτη». Της λέω την ιστορία και ξέρετε τι μου είπε;

Ότι ποτέ δεν έφτασαν στα χέρια της τα τραγούδια σας. Καμία έκπληξη!

Ναι…Και ποιο τραγούδι προοριζόταν γι’ αυτήν; Οι «Πέντε άνεμοι», μια εντελώς μουσχουρική μελωδία. Πετάγεται η Μούσχουρη: «Μα αυτό είναι για μένα»! «Αργήσαμε, Νάνα μου» της λέω, «πιάσαμε εικοσαετία κοντά». Τό’χα πάρει πολύ κατάκαρδα τότε, έρχονται όμως ο Βαγγέλης Γιαννόπουλος της BMG και η στιχουργός Ιφιγένεια Γιαννοπούλου – συχωρεμένοι κι οι δύο σήμερα – και μου λένε να πω εγώ τα κομμάτια.

Μπορεί να πόνταραν και στο κομμάτι της εμφάνισης σας. Ξανθός, μακρυμάλλης, ανοιχτομάτης, «θα μοσχοπουλήσουμε» σου λέει…

Καθόλου. Ο δε Καρατζάς δεν με πίστευε, όχι μόνο στο εμφανισιακό κομμάτι, αλλά και στο ότι εγώ τραγουδάω. Εκείνη την περίοδο μάλιστα μεσουρανούσαν και ο Ρακιντζής με την Αρβανίτη, που ήταν πάρα πολύ καλά παιδιά, όσο τους θυμάμαι, χωρίς νά’χαμε ποτέ ιδιαίτερες σχέσεις. Σου λέει λοιπόν «Που να χωθεί εκεί μέσα τώρα ο Κορκολής;» Ακούστε και μια άλλη συγκυρία, του στυλ «Άμα σε θέλει όμως»…Εγώ είχα πολύ καλές σχέσεις με τους Yes, είχα γνωρίσει στο εξωτερικό τον Rick Wakeman και όχι μόνο! Την περίοδο που θα γινόταν η παρουσίαση του πρώτου pop δίσκου μου, νοίκιαζα μια μεζονετούλα στην Άνω Πεντέλη με ένα κήπο 80 τετραγωνικά. Εν είδει χαριτωμενιάς είπαμε να γίνει εκεί η παρουσίαση με το πιάνο και μια μικρή εξέδρα. Δύο μέρες πριν, όμως, ήταν να έρθουν οι Yes για συναυλία σε μεγάλο αθηναϊκό στάδιο. Αρχές καλοκαιριού του 1991, γίνεται απεργία και στα σύνορα «κολλάνε» όλες οι νταλίκες με τον εξοπλισμό τους. Ακυρώνεται η συναυλία τους, έλα όμως που οι Yes ήρθαν στην Ελλάδα και κατέληξαν στο σπίτι μου στην Πεντέλη! Τους φιλοξένησα ένα βράδυ και την επόμενη μείνανε στην παρουσίαση. Να έβλεπες μια ολόκληρη BMG να τρέχει να «καθαρίζει» όλα τα σουβλατζίδικα της Πεντέλης και του Χαλανδρίου για να ταΐσουν τον κόσμο, είχε πέσει σύρμα δηλαδή και πλάκωσαν όλοι οι δημοσιογράφοι. Συγκυριακά, λοιπόν, κάτι τα κομμάτια από μόνα τους, κάτι η συμμετοχή της Κωνσταντίνας, και ο δίσκος έγινε μεγάλη επιτυχία, το «πότε» ακριβώς ποτέ δεν το κατάλαβα! 

Και μετά ήρθαν τα βίντεο κλιπ που ενίσχυσαν την εικόνα σας.

Και τα βίντεο κλιπ, αλλά πιο πολύ είδα μια αχτίδα φωτός μετά τη σκοτεινιά. Άρχισε να μου αρέσει…

Και να λέτε «Εδώ είμαι».

Δεν είπα «εδώ είμαι», είπα «αυτό είναι»! Βέβαια, αν κάποιος κρυφάκουγε στο σπίτι μου, κλασική μουσική θα άκουγε. 

Οι άνθρωποι σας, οι ομότεχνοί σας που συνεργαστήκατε, πως είδαν την επιτυχία;

Η πρώτη αντίδραση απ’ το σπίτι μου ήταν «στράβωμα», αλλά έβλεπαν ότι κι εγώ είχα αρχίσει να επιβιώνω. Χωρίς νά’μαι του «πολύ», άρχισα να ζω άνετα. Απ’ την άλλη, επειδή δεν είμαι άνθρωπος που σνομπάρω, πήγαινα και στο τελευταίο ραδιοφωνάκι της γειτονιάς. Το «έτρεχα» μόνος μου και γούσταρα, γι’ αυτό τη χαρακτήρισα πριν «pop εφηβεία». Οι ομότεχνοι «στράβωσαν» εκτός από τη Γαλάνη. Η Γαλάνη δε «στραβώνει» ποτέ! Ο Παρασκευάς λίγο τσίνισε, αλλά είχαμε και έχουμε μεγάλη αγάπη μεταξύ μας. Περισσότερο ενοχλήθηκαν οι άνθρωποι που έγραφαν στον Τύπο, καλοπροαίρετοι μεν, αλλά όσο η επιτυχία φούντωνε, τόσο αγρίευαν! Θυμάσαι ότι στο δίσκο «Χαμένες Ατλαντίδες», που είχα κι ένα ορχηστρικό μέσα, ο Αργύρης Ζήλος είχε γράψει: «Αντίο τραγουδιστή, καλώς ήρθες συνθέτη Κορκολή». Το θυμάμαι σαν τώρα!

Μια χαρά κριτική ήταν αυτή.

Πολύ ωραίο απ’ τη μεριά του Ζήλου! Θυμάμαι ότι καλά πράγματα είχαν γραφτεί και για τον προτελευταίο δίσκο της «pop περιόδου» μου και δεν ευθύνονταν γι’ αυτό τα δύο κομμάτια μου σε παραγωγή του Rasmussen των Metallica. Γούσταραν ότι το πήγαινα σε μια πιο εντεχνο-ροκάδικη κατάσταση. Στον ίδιο δίσκο είχα παίξει μέσα και αποσπάσματα από τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Beethoven. 

Η ζωή σας είχε δυσκολέψει λόγω αναγνωρισιμότητας;

Τραγικά! Πρώτα απ’ όλα άλλαζα σπίτια! Μαζεύονταν απ’ έξω τις νύχτες, ούρλιαζαν κι ενοχλούσαν τους γείτονες. Περίεργες καταστάσεις από διάφορους τύπους και τύπισσες.

Ξέρω «έντεχνο» συνάδελφο σας που μετακόμισε, καθώς στο μπαλκόνι του έβρισκε κάθε πρωί σουτιέν…

Το καταλαβαίνω…Ξέρετε, όλο αυτό γινόταν γιατί η Ελλάδα πέρασε μια φάση που στα 90s έβλεπε μόνο τηλεόραση. Σήμερα με το διαδίκτυο ο καθένας άρχισε να γίνεται σταρ για πάρτη του. Σε έβλεπαν τότε κάθε μέρα στην τηλεόραση και μετά μπορεί να σε συναντούσαν έξω. Πως να πήγαινες για ένα φαΐ με τους φίλους σου; Τηλεφωνούσα στο τάδε εστιατόριο: «Παιδιά, έχετε κόσμο; Πότε δεν θά’χετε; Εκείνη την ώρα κρατήστε μας ένα τραπέζι»…Όλο αυτό ήταν τόσο ξένο για μένα που ήμουν και είμαι κλειστός τύπος και με ελάχιστους φίλους. Αντίθετα, όταν ήμουν πάνω στη σκηνή, το χαιρόμουν, μη λέμε και υπερβολές. Φυσικά και χαιρόμουν να βλέπω από κάτω μιλιούνια να τραγουδάνε κάτι δικό μου. Μετά στο σπίτι μου ένιωθα περίεργα κι έλεγα «Τι στο διάολο κάνω;»

Εγώ πάλι θα σας πάω σε μία τηλεοπτική εκπομπή του 1987, αφιέρωμα στην Ημέρα της Γυναίκας. Τραγουδούσαν η Μαρίζα Κωχ, η Μαρία Δημητριάδη, η Νένα Βενετσάνου, η Αλίκη Καγιαλόγλου και η Σαβίνα Γιαννάτου, εσείς όμως στο πιάνο συνοδεύατε τη Φλέρυ Νταντωνάκη στο «Τριαντάφυλλο» και στη «Μικρή Ραλλού» του Χατζιδάκι. Ποιος το γνωρίζει αυτό άραγε;

Κανείς! Εγώ ήμουν πιτσιρικάς τότε, λίγο πάνω από τα 20. Δεν θα ξεχάσω που με πήρε η Δημητριάδη και με πήγε στον Μάνο Χατζιδάκι, κάπου το ’86 πρέπει νά’ταν.

Σωστά, μόλις είχαν κάνει το «Για την Ελένη» η Δημητριάδη με τον Χατζιδάκι.

Θυμάμαι που πήγαμε στη Ρηγίλλης και του έπαιξα το «Χάρτινο το φεγγαράκι» με τεχνοτροπία Mozart, Beethoven, Chopin, Schumann, Rachmaninov, «a la maniere de» που λένε οι Γάλλοι. Ξετρελάθηκε ο Μάνος και εκεί ήταν κι άλλοι παρόντες. Η Μαρία δεν ζει να το επιβεβαιώσει, αλλά ψέματα δεν λέω και μάλιστα υπάρχει σωσμένη μια εκπομπή – πρέπει να ήταν η «Πρόβα» της Λιλάντας Λυκιαρδοπούλου – όπου η Μαρία λέει σε μένα: «Κάνε αυτό που έκανες στο πιάνο τότε στον Μάνο»! Θυμάμαι αργότερα τον Μάνο στο στέκι του, στον «Μαγεμένο Αυλό», που ήταν και στέκι όλων μας, των «ωδειακών». Είχε κι ένα φοβερό σκυλί κόλεϊ ο Χατζιδάκις τότε! Όσο για τη Φλέρυ Νταντωνάκη ερχόταν στο πατρικό μου, στη Φιντίου, κάθε βράδυ σχεδόν και καθόταν με τη μάνα μου. 

Με το γαλάζιο φόρεμα της.

Μα έτσι ήταν, ναι, δεν τη θυμάμαι με κανένα άλλο φόρεμα, μόνο μ’ αυτό το γαλάζιο! Ήταν υπέρβαρη τότε και σίγουρα θά’χαμε παίξει κάτι μαζί στο πιάνο, πέραν εκείνης της εκπομπής που εγώ δεν την έχω στο αρχείο μου. 

Να σας πάω ακόμα πιο πίσω τώρα, στα πρώτα μουσικά ερεθίσματα.

Είχα την τύχη να μεγαλώσω σε ένα αστικό σπίτι. Παρότι δεν είχαμε πλούτο, η γιαγιά μου υπήρξε πολύ πλούσια. Μια πανέμορφη γυναίκα που έμεινε ορφανή στα 17 της και που ένας μύθος λέει πως γι’ αυτή γράφτηκε το «Δυο πράσινα μάτια». 

Ναι, ε; Εγώ απ’ τη Στέλλα Γκρέκα είχα ακούσει πως αυτό τό’γραψαν οι δημιουργοί του στο…γήπεδο, άσχετο δηλαδή με την ερωτική αύρα του.

Τι να σας πω, ένας άλλος μύθος λέει ότι γράφτηκε για τη Νόνα μου, που είχε καταγωγή από Ζάκυνθο και Ιταλία. Μεγάλωσα, λοιπόν, σ’ ένα σπίτι απ’ το οποίο είχαν περάσει ο Χαιρόπουλος, ο Αττίκ και ο Σπάρτακος. Οι δικοί μου άκουγαν, εννοείται, εξαιρετική μουσική. Έχω εικόνα μου, πριν καν μιλήσω, να δείχνω στη μάνα μου ποιο δίσκο να μου βάλει ν’ ακούσω, τη «Λίμνη των Κύκνων» του Tchaikovsky. Υπήρχε και πιάνο στο σπίτι, αλλά όχι διακοσμητικό, που εγώ όμως δεν είχα ακουμπήσει ούτε τα δάχτυλα μου στα πλήκτρα του. Προς απογοήτευση, θα έλεγα, των γονιών μου. Τέλος πάντων, με πάει μια μέρα ο πατέρας μου να δω την πρώτη μου κινηματογραφική ταινία που ήταν «Οι ομπρέλες του Χερβούργου» με τη μουσική του Michel Legrand. Γυρνάει η μάνα μου, «Πως σου φάνηκε η ταινία;» και της απαντάω «Να σας παίξω τη μουσική;» Βάλανε τα γέλια, τεσσάρων ετών ήμουν. Την άλλη μέρα με πάνε κατευθείαν στο Ωδείο με δασκάλες τη Μαρία Χαιρογιώργου και τη Μαρίκα Παπαϊωάννου. Ξέρετε τι είπαν και οι δύο αυτές τεράστιες γυναίκες στους γονείς μου; «Μην το βάλετε στο Ωδείο, αφήστε το μόνο του το παιδί», αφού εγώ εν τω μεταξύ τό’βλεπα ως παιχνίδι. Αυτοσχεδίαζα, πήρα τις «Ομπρέλες του Χερβούργου» και τις έκανα «Ομπρέλες των Πατησίων», «της Κολιάτσου» κλπ. Νότες έμαθα ανάποδα! Μέχρι σήμερα, αν μου βάλεις μπροστά μου μια παρτιτούρα, δεν είμαι καλός. Αν όμως τη διαβάσω, την αποτυπώνω στο μυαλό μου και την αποκωδικοποιώ σε νότες. Ποτέ δε μου είπαν τότε «Μη βάζεις αλλού τα χέρια σου». Το τι μπάλα έχω παίξει, το τι πεσίματα έχω φάει στο τσιμέντο ως παιδάκι…

Ίσως αυτό να ήταν η αιτία της δεκτικότητας σας απέναντι στη λεγόμενη εμπορική μουσική.

Μου έδωσε την ελευθερία να αγαπάω τη μουσική και να ζω από τη μουσική, όχι βιοποριστικά, αλλά σαν ζωτική ανάγκη. Ήξερα περιπτώσεις παιδιών – θαυμάτων εδώ και έξω που σιχάθηκαν τη μουσική στα 13 και στα 14 τους, γιατί δεν είχαν παίξει ποτέ τους.

Άλλοι πάλι τρελάθηκαν, σαν τον πιανίστα Arkadi Volodos, που θα τον ξέρετε σίγουρα.

Φυσικά και τον ξέρω και, όντως, αυτός τρελάθηκε, αλλά παραμένει ένας εξαίσιος πιανίστας. Υπάρχει κι ένας Ρώσος, μικρότερος σε ηλικία από μένα, Dennis Matsuev το όνομα του, ο οποίος παίζει το «Rhapsody in blue» και κάνει έναν αυτοσχεδιασμό με μπάσο όρθιο και τύμπανα στη μέση της συναυλίας του, που τα «βλέπεις» όλα! Έχουμε παίξει παρέα στη ρωσική τηλεόραση, εγώ με πιάνο κι εκείνος με nord. Έχουμε κάνει τέρατα στον αυτοσχεδιασμό οι δυο μας! Μετά, λοιπόν, τα μαθήματα γύρναγα στο σπίτι και έπαιζα με τις ώρες πιάνο γιατί γούσταρα, όχι γιατί είχα κάποια συναυλία ή έπρεπε να μάθω κάτι συγκεκριμένο. Δεν υπήρχε το «έπρεπε» και έφτασα στα 11 μου για να πω στη μάνα μου: «Τώρα θέλω να πάω στο Ωδείο». Έδωσα κατατακτήριες, με έβαλαν στην Ανωτέρα, αλλά στα θεωρητικά έφαγα μεγάλη πίκρα! Είχαμε έναν εξαιρετικό δάσκαλο στην ιστορία – μορφολογία της μουσικής, τον Μάρκο Δραγούμη, αλλά εγώ έπληττα αφόρητα. Στην αρμονία είχα δάσκαλο το «βουνό», τον Μενέλαο Παλλάντιο.

Αυτός ήταν δάσκαλος του Μάνου Χατζιδάκι και ένας στριφνός, απ’ ότι λέγεται, άνθρωπος.

Στριφνός δεν θα πει τίποτα! Κρυβόμουν για να μην πάω στα μαθήματα του, γιατί μας έκανε και σολφέζ. Στο μεταξύ ανήκα στις περιπτώσεις του Ωδείου, που μου επιτρεπόταν να δίνω και συναυλίες. Υπήρχε απαράβατος νόμος του Ωδείου Αθηνών ότι κατά τη διάρκεια της φοίτησης, δεν παίζεις πουθενά. Εξαιρούνταν οι παραστάσεις του Ωδείου στον «Παρνασσό» και τα σχετικά. Με άφηναν, λοιπόν, να παίζω αλλά πάντα με μεγάλη επιτήρηση. Στα 18 μου, ύστερα από μια πενταετία φοίτησης στο Ωδείο, δίνω μια συναυλία στο Παρίσι, όπου έρχεται ο Ζακ Λανγκ. Μαζί του ήταν η Yvonne Lefebure, η μεγαλύτερη πιανίστρια παγκοσμίως. 

Όπως θεωρείται σήμερα η Marta Argerich.

Έχει σημασία αυτό που λέτε, γιατί η Argerich υπήρξε αγαπημένη μου πιανίστρια και μάλιστα εκείνη μου γνώρισε τον Horowitz. Τότε, λοιπόν, η Lefebure με τον Λανγκ μού δίνουν μια ιδιαίτερη υποτροφία. Με το που την έπαιρνες, σου έδιναν κατευθείαν και τη γαλλική υπηκοότητα. Έχω απόκομμα ακόμα που λέει «Ο Γάλλος πιανίστας Στέφανος Κορκολής» κι από κάτω με ψιλά – ψιλά γράμματα, «εθνικότητας ελληνικής». Ορθώς τό’κανε ο Λανγκ αυτό τότε, βάφτιζε Γάλλους πολίτες όσα παιδιά είχαν ταλέντο στη μουσική ή τη ζωγραφική, στελεχώνοντας τη γαλλική τέχνη. 

Τα γαλλικά τα μιλούσατε καλά;

Αυτό έχει πλάκα, διότι δε γνώριζα γρη γαλλικά. Μου είχαν οι γονείς μου στο σπίτι μια Γαλλίδα, αλλά δεν έμαθα τίποτα. Στο λύκειο πήγαινα και γύρναγα τα χαράματα. Κοιμόμουν κι αυτή η καημένη προσπαθούσε να με ξυπνήσει. «Δεν πειράζει» της έλεγα, «κάνουμε υπνοπαιδεία» (γέλια). Δεν άντεξε, πήγε κι είπε στον πατέρα μου ότι δε μπορεί να πληρώνεται, ενώ δεν προσφέρει τίποτα. Όταν πήγα στο Παρίσι, ήξερα μόνο το «Quelle heure es-t-il?», δηλαδή «τι ώρα είναι;» Παρόλα αυτά έμαθα πολύ γρήγορα γαλλικά. Έκανα και στενή παρέα τότε με τον Άρη Χριστοφέλλη, που έχει πει ολόκληρο το ρεπερτόριο των καστράτο, αλλά ήταν καλός πιανίστας επίσης, μαθητής της Ντόρας Μπακοπούλου.  

Μα πως «δένουν» όλα; Ο Χριστοφέλλης υπήρξε συνεργάτης και καλός φίλος της Λένας Πλάτωνος.

Όταν πήγα στο Ωδείο, εμένα με λέγανε «Ο Πλάτωνος», το αρσενικό της Λένας δηλαδή. Μοιάζαμε και με τη Λένα, αν και όταν εγώ πήγα, εκείνη αποφοιτούσε. Μοιάζαμε στο ότι κι αυτή ήτανε πιανισταρού, έκανε τις συνθέσεις της, τραγουδούσε. Τη λατρεύω και τη θεωρώ τεράστιο κεφάλαιο στη μουσική! Ξαναπάμε στον Άρη και θυμάμαι ότι είχε τρομερό τρακ όποτε έπαιζε πιάνο. Τραγουδούσε τόσο καλά όλες τις άριες που νόμιζες ότι άκουγες τη Μαρία Κάλλας! Είχε τέσσερις οκτάβες φωνή, κάτι το αδιανόητο! Του λέω στο Παρίσι: «Αφού, βρε Άρη, μαγκώνεσαι όταν παίζεις πιάνο σε κοινό, γιατί δεν το πας προς το τραγούδι;» Κάνουμε έτσι τον πρώτο μας δίσκο, ο Άρης Χριστοφέλλης τραγουδιστής, ο Πίτερ Γουάιτ, ένας θεόμουρλος Σκοτσέζος ποιητής – στιχουργός κι εγώ συνθέτης. Λεγόμασταν «Opera (Οπερά)» και βγάλαμε ένα βινύλιο του κερατά, που έκανε επιτυχία σε Παρίσι και Βερολίνο.

Υπάρχει αυτό; Με ενδιαφέρει. Progressive rock ήταν, ας πούμε;

Ναι, δεν ήταν κλασικό. Κάτι μεταξύ synth pop και progressive rock!

Σαν τους δίσκους του Klaus Nomi;

Ναι, μόνο που ο Klaus Nomi μπροστά στον Άρη ήτανε τόσος δα! Η φωνή του Klaus Nomi ήτανε ψεύτικη κάπως, με φαλτσέτο, αφού έκανε μίμηση. Οι δικές μας συνθέσεις ήταν τελείως rock 80s κατάσταση. Υπήρχε και ραπ μέσα, αλλά όχι με τη σημερινή έννοια, θα το χαρακτήριζα spoken word. Ο Γουάιτ είχε γράψει στα αρχαία κέλτικα και θυμάμαι τον Άρη να κάνει κάτι «ανεβάσματα», που έπιαναν όλο το κλαβιέ του πιάνου. Μου φαίνεται, σε τεύχη πρέπει να τη βγάλουμε αυτή μας τη συνέντευξη (γέλια). Θέλω να πω, όμως, ότι ο Άρης με γνώρισε με τη Marta Argerich, αρχίσαμε να κάνουμε παρέα κι απ’ τη μάνα της Argerich, μια αλλοπαρμένη φιγούρα και ζηλευτή από κάθε animation maker, γνώρισα τον Horowitz. Κάθισε δυο μήνες στο Παρίσι ο Horowitz κι εγώ είχα την τύχη να επισκέπτομαι αυτό το Ιερό Τέρας και να μαθαίνω μυστικά και ιστορίες. Παράλληλα γνώρισα τον Μπουλέζ. Δεν έχω δει πιο μεγαλοφυή και ταυτόχρονα πιο κακότροπο άνθρωπο! Ο Παλλάντιος ήταν αρνάκι μπροστά του. Μέσω του Μπουλέζ πάλι γνώρισα τον Astor Piazzolla, που ήρθε στο Παρίσι κι έδωσε ένα σεμινάριο για ενορχήστρωση συμφωνικού tango! Πώς τα φέρνει η ζωή και το 2000 κάνω περιοδεία με το έτερον καλλιτεχνικό ήμισυ του Piazzolla, τον Οράσιο Φερέρ. 

Τον γνώρισα κι εγώ τον Φερέρ, τον είχε φέρει η Ντόρα Μπακοπούλου πριν μια δεκαετία στο Φεστιβάλ Κλασικής Μουσικής στην Αίγινα.

Φορούσε εκείνο το μοναδικό δαχτυλίδι του;

Ε, που να θυμάμαι τώρα…Ήταν ένα αφιέρωμα στον Piazzolla με εκείνον και τη Θεσσαλονικιά Γεωργία Συλλαίου στο τραγούδι. 

Αρχοντάνθρωπος είναι ο Φερέρ, χαίρομαι που τον γνωρίσατε. Καθόμασταν μαζί στο πιάνο και παίζαμε το «Balada para un loco», ήταν πολύ συγκινητικό, δεδομένης της αναχώρησης του Piazzolla! Ήρθε η ώρα που πήγα στην BMG, που είχε αλλάξει και διευθυντικό καθεστώς, και τους είπα «Στοπ», θέλοντας να ξεκόψω με την pop μουσική. Έπεσαν όλες οι μούρες κάτω φυσικά, αφού θα έχαναν μία πηγή εσόδων. Εγώ έφυγα στη Γερμανία, υπέγραψα με τη BMG Γερμανίας και βγάζω το «First Touch», τον πρώτο μου ορχηστρικό δίσκο που γίνεται πλατινένιος σε 23 χώρες, από Ιαπωνία μέχρι Βραζιλία. Εκεί βρέθηκα στην Πορτογαλία και σε μία τηλεοπτική promo εκπομπή, συναντιέμαι με τη Dulce Pontess, της οποίας το όνομα προφέρεται Ντουλτς Ποντς.

Μα κάνατε κι ένα live δίσκο πρόσφατα με τη Dulce και τον Νταλάρα. 

Τη Dulce εγώ τη γνώρισα στον Γιώργο. Θυμάμαι που ήταν Χριστούγεννα τότε και μου είχαν κάνει δώρο το δίσκο της Dulce, ενώ σε εκείνην είχαν κάνει δώρο το δικό μου δίσκο. Ξεκινήσαμε συνεργασία με τη Dulce, κάναμε πολλά πράγματα μαζί και τραγούδησε έργα μου. Ενορχήστρωσα μάλιστα ένα δίσκο της με τον Ennio Morricone για κάτι «κουλά» όργανα, ο Morricone δηλαδή είχε γράψει για χίλια δυο όργανα κι εγώ έπρεπε όλο αυτό να το «μαζέψω» για πιάνο, ακορντεόν και πορτογαλική κιθάρα. Κάποια στιγμή που συναντήθηκα με τον Morricone, μου κάνει ο παππούς: «Στέφανο, τι στο διάολο κάνεις με τη μουσική μου;» (γέλια). «Μαέστρο, αυτά έχω, αυτά κάνω» του απάντησα, αλλά του άρεσε στην πραγματικότητα. Με τη Dulce, όμως, που συνεργαστήκαμε εκτενώς, έχω στο αρχείο μου πολλά οπτικοακουστικά ντοκουμέντα. Τον Νταλάρα που ήθελε να τη γνωρίσει, τον κάλεσα στην Πορτογαλία. Ήρθε με όλο το team του, την Άννα, τη Λία Χατζηδημητρίου κλπ. Το πρώτο βράδυ δεν την είδαμε την Dulces, την είδαμε όμως το επόμενο κι εγώ άρχισα να τους γυρνάω σε όλα τα μαγαζιά που έπαιζαν fados. Μπαίναμε μέσα, με έβλεπαν οι μουσικοί και μου έλεγαν «Γεια σου, μαέστρο». Κόκαλο ο Νταλάρας! «Μα που σε ξέρουν;» με ρώταγε κι εγώ του εξηγούσα πως είναι λογικό, έχοντας κάνει τόσα πράγματα στην Πορτογαλία.

Ας μείνουμε στα δικά μας, λέγοντας πως μία συνεργασία που θεωρήθηκε κάπως σαν το «comeback» σας ήταν αυτή με την Άλκηστη Πρωτοψάλτη. 

Η Άλκηστη έχει μια τεράστια δυναμική στη φωνή της και επειδή συνδεόμαστε οικογενειακά πια, είναι απ’ τους πιο ντόμπρους κι απ’ τους πιο «ok» ανθρώπους πού’χω γνωρίσει. Πραγματική φίλη τη νιώθω! Εκείνο το πρώτο Gazarte που κάναμε, μόνο πιάνο – φωνή, ήταν πολύ όμορφο και πολύ τρυφερό. Άφησε στίγμα, γιατί δεν το κάναμε λόγω κρίσης, αλλά από άποψη. Δουλέψαμε πάρα πολύ πριν, είχαμε λιώσει στις πρόβες. Την Άλκηστη την είχα γνωρίσει παλιότερα, όταν είχε τραγουδήσει σε έναν πολυσυλλεκτικό δίσκο μου, το «Ανεμόπτερο», μαζί με τον Νταλάρα, τη Γαλάνη, τη Ντουλτς Ποντς και πολλούς άλλους. Αυτό ήταν και η μεγάλη μας γνωριμία ήρθε αργότερα με το τραγούδι «Ο άγγελος μου». 

Σε στίχους του Νίκου Μωραΐτη ήταν αυτό. Μιλήστε μου λίγο για το πώς έγινε.

Βρισκόμουν σε περιοδεία τότε με τη Ντουλτς Ποντς. Ήρθε ο Μωραΐτης στο πατρικό μου, μου έφερε τους στίχους και κατευθείαν στο πιάνο μού βγήκε το κομμάτι. Η Άλκηστη είχε ενθουσιαστεί και ακολούθησε η κοινή καθημερινότητα μας λόγω προβών. Πρόσφατα κάναμε το «Δέκα χρόνια Gazarte», άρα αυτός ο κύκλος παραμένει ανοιχτός και δε νομίζω να κλείσει. Είναι μια φωνή που πάει στο αυτί μου, απ’ αυτές που γράφω ένα κομμάτι και ξέρω με τη μία ότι τους ανήκει. 

Σας ζητάνε, αλήθεια, να δώσετε από δω κι από κει τραγούδια σας;

Ναι, αλλά δεν δίνω εύκολα. Η αλήθεια είναι πως τα τελευταία χρόνια η ενασχόληση μου με τον Μίκη και με τον Καβάφη δεν μου άφησε χρονικά περιθώρια. Δεν είχα και τη διάθεση – αν θέλετε – αφού έκανα μελέτη σε βάθος. Έφτασα στο μεδούλι του κλασικού – συμφωνικού Θεοδωράκη ώστε να φτάσει ο ίδιος στο σημείο να πει μέσα σε ένα κατάμεστο Μέγαρο: «Αυτό είναι ένα νέο ξεκίνημα για τη μουσική μου και το χρωστάω στον Κορκολή»! Υπάρχει μεγαλύτερη τιμή μαζί με τις επιστολές που ανταλλάζαμε; 

Ο Μίκης είναι πολύ γενναιόδωρος άνθρωπος…

Ναι, αλλά αν του τη «σπάσει» κάτι θα σ’το πει. Ουσιαστικά ο Μίκης για μένα έχει αντικαταστήσει σε πολλά τον πατέρα μου. Έχουν τον ίδιο παραλογισμό σε ένα χιούμορ βρετανικού τύπου. Πετάει ατάκες που δεν παλεύονται!

Πάτε σπίτι του, τον βλέπετε;

Συνέχεια. Είτε με την αντιμικροβιακή μασκούλα, είτε χωρίς. Και για τη Σοφία Μανουσάκη, την ερμηνεύτρια μας, έχει πει εξαιρετικά πράγματα!

Σωστά βάζετε τη Μανουσάκη στην κουβέντα μας. Εκτιμώ το ότι χαρίσατε τις τελευταίες δουλειές σας σε ένα νέο άφθαρτο πρόσωπο.

Ο «Ορίζοντας» είναι ένας σύλλογος που δουλεύει σοβαρά κατά του καρκίνου. Με ελάχιστα μέσα οι άνθρωποι αυτοί στα Χανιά κάνουνε πράγματα. Μου ζήτησαν, λοιπόν, να κάνω μια συναυλία για να συγκεντρωθούν χρήματα. Πάντα τρέχω σ’ αυτά αρκεί να ξέρω ότι από πίσω δεν «παίζουν άλλα». Πάω, οι άνθρωποι με φιλοξενούν, με περιποιούνται και μετά τη συναυλία μού μένει μια μέρα για να δω πως είναι ο ήλιος. Έχω να δώσω όμως συνέντευξη σε έναν δημοσιογράφο τοπικού καναλιού. Κάνουμε την κουβέντα και λέω «Τι καλά να είχατε κι ένα πιάνο να κλείναμε μουσικά». Με ρωτάει «Δηλαδή αν σου έχω πιάνο θα κάνουμε ένα κλείσιμο όπως το θες;» «Αν είναι πιάνο με ουρά μόνο» απάντησα, ξέροντας πως έτσι θα το απέφευγα! Την επόμενη, μετά τη συναυλία έρχεται αυτός και με ρωτάει αν ισχύει ότι είπαμε. «Κουβάλησες πιάνο δηλαδή;» τον ρωτάω, «Πάρ’τα τώρα» σαν να λέμε! «Όχι, τους φώναξα όλους νά’ναι στο Πνευματικό Κέντρο» με ενημερώνει, «θα το μαγνητοσκοπήσουμε και θα το μεταδώσουμε σε δυο μέρες». Στο μεταξύ, εγώ έλεγα «Τι ήθελα και μίλαγα;»…Φτάνοντας, μου λέει ο Μάνος Σπυριδάκης – έτσι τον λέγανε – ότι έχουν μια καλή τραγουδίστρια που πρέπει να την ακούσω. «Πρόσεξε» του είπα, «επειδή αυτό με κυνηγάει, όπως καταλαβαίνεις, αν δεν μ’ αρέσει θα της το πω κατάμουτρα». Δεν έχω δηλαδή εγώ καμία πρεμούρα από το να αποπροσανατολίσω ένα νέο άνθρωπο που θα γινόταν ενδεχομένως καλός γιατρός ή αρχιτέκτονας! Συνήθως ο περίγυρος φουσκώνει το μυαλό…Η Μανουσάκη, λοιπόν, δεν ήξερε ότι εγώ θα την άκουγα. Δύο φίλοι «συνεννοημένοι» της λένε να πάνε ν’ ακούσουν τη συναυλία του Κορκολή στο Πνευματικό Κέντρο για την εκπομπή του Μάνου. Τελειώνει αυτή η ρημάδα η εκπομπή κι εγώ την είχα ξεχάσει τη Σοφία. «Δεν θ’ ακούσω αυτή που μου έλεγες;» ρωτάω τον Μάνο. Τη φωνάζουν τη Σοφία, βλέπω ένα κοριτσάκι πρόσχαρο, ευγενικό. «Τι θα μου τραγουδήσεις;» «Δεν έχω ιδέα! Να σας πω το ”Εν λευκώ”;» Μου άρεσε που ήθελε να πει το κομμάτι του Καραμουρατίδη και του Ευαγγελάτου και όχι κάνα σκυλάδικο, ξέρω γω. «Δεν τό’χω αυτό» της κάνω, «μήπως ξέρεις το ”Δεν είσαι εδώ”;» Με ρωτάει: «Της Γαλάνη;» Της εξήγησα ότι η Γαλάνη τό’χει πει συγκλονιστικά, αλλά το κομμάτι είναι του Καρασούλου και του Κορκολή. Κάθομαι στο πιάνο κι αρχίζω να της παίζω στον τόνο της Γαλάνη. Μ’ αυτό που ακούω παθαίνω σοκ! Πιάνω αμέσως τον μπαμπά της που ήταν εκεί: «Θα μου στείλετε ότι demo ηχογραφήσεις έχετε, ότι έχει γραφτεί με τη φωνή της, το θέλω το κορίτσι αυτό για συνεργασία». Στη Σοφία εξήγησα εξ αρχής πως αυτή η δουλειά θέλει πολύ χρόνο, γερό στομάχι και καμία βιασύνη. Τα επιβεβαίωσε όλα! Πλέον, στα τέσσερα χρόνια που δουλεύουμε, έχει ένα βιογραφικό που παθαίνεις σοκ! Έχει παίξει παντού, ακόμα και στο Ηρώδειο, με την αξία της, δεν θεωρώ ότι βοήθησα σε κάτι ιδιαιτέρως. Ο Θεοδωράκης της είπε: «Μετά από τον Μπιθικώτση και τη Φαραντούρη, με κάνεις και σηκώνω τα χέρια μου για να διευθύνω»! Τελικά κάναμε δύο διπλά CD με τον Θεοδωράκη συν το «Θά’θελα αυτή τη μνήμη να την πω» σε ποίηση Καβάφη. Στο CD μάλιστα «Συνάντηση ΙΙ» η Σοφία τραγούδησε σε α’ εκτέλεση ένα έργο του Μίκη σε ποίηση Δήμητρας Μαντά, το «Μια θάλασσα γεμάτη μουσική», γραμμένο στο Παρίσι του 1987.

Ποιο πιστεύετε ότι είναι το μεγαλύτερο προσόν της ερμηνεύτριας σας;

Το ότι δεν σταματά να βελτιώνεται! Είναι αυτό που λέγαμε πριν για μένα: Η Σοφία είναι από πολύτεκνη οικογένεια χωρίς πιάνο. Αν είχε πιάνο, θα γινόταν μια τρομερή πιανίστρια. Είναι και ολοκληρωμένη μουσικός δηλαδή. Αυτοδίδακτη! Πιάνει το τσέλο και βγάζει ήχο! 

Πως και βάλατε γυναίκα να τραγουδήσει τον Καβάφη; Πέραν του έντονου ομοερωτικού στοιχείου στα ποιήματα του, ο Χατζιδάκις στον «Μεγάλο Ερωτικό», λόγου χάριν, είχε «δώσει» τον Καβάφη στον Ψαριανό, όχι στη Φλέρυ.

Και ο Μίκης «έδωσε» στη Φαραντούρη το ποίημα «Η Πόλις», αλλά σε ένα κομμάτι που προέκυψε μετά τη συμφωνική δομή του έργου του. Και ο Νικολόπουλος μελοποίησε Καβάφη, τα «Γκρίζα» με την Αρβανιτάκη, που έγινε ένα τραγούδι – αριστούργημα! Ο Καβάφης υπήρχε στο σπίτι μου από το βιβλίο της Δανάης Στρατηγοπούλου, που ήταν κολλητή της Νόνας μου. Άρχισα να οσμίζομαι Καβάφη στη Γαλλία μέχρι που έσκασε ένα «παφ» από παντού, συνωμοτικά. «Γιατί δεν κάνεις Καβάφη;» με ρώταγε η Άλκηστη όταν κάναμε «Με τα φτερά της ποίησης» στο Ηρώδειο. Είπα «Ok, ρε παιδιά, να το προσπαθήσω».

Διστάζατε λόγω του καβαφικού διαμετρήματος;

Είχα μπει απλά στο τριπάκι να μελοποιήσω οπωσδήποτε ποίηση. Ο Μίκης μου είχε πει: «Εμείς τότε χώναμε την ποίηση με τις λατέρνες απ’ τα παντζούρια, τώρα είναι η στιγμή σου να το κάνεις κι εσύ». Άρχισα να ψάχνομαι με Αναγνωστάκη, Δημουλά, Λειβαδίτη, μα όσο πλησίαζα τον Καβάφη, τόσο με «τράβαγε». Τα έκανα όλα στοπ και άρχισα να ασχολούμαι με τη ζωή του, θέλοντας να μπω μες τις σκέψεις του και τον ψυχισμό του γενικότερα. Άρχισα να τον συμπαθώ και να τον αγαπάω! Διάβαζα μελέτες, εκνευριζόμουν όταν άκουγα διάφορους να τον λένε «περιγραφικό ποιητή». Ο Καβάφης, ακόμη κι αν περιγράφει άλλους, είναι πάντα ο ίδιος που πρωταγωνιστεί στα ποιήματα του. Είχα την ευκαιρία μετά να συναντηθώ με τον μελετητή του, τον Δασκαλόπουλο, ο οποίος μου έλεγε τρομερά πράγματα. Αφιερώθηκα κυριολεκτικά και κάναμε πάρα πολλή δουλειά με τον παραγωγό Αντώνη Παπαβομβολάκη. Θελήσαμε να στηρίξουμε το έργο που γίνεται στην περιφέρεια με τις ορχήστρες, τα μουσικά και τα χορωδιακά σύνολα. Είχα τη δυνατότητα να ηχογραφούσα το έργο με τη Συμφωνική της Πράγας, της «έτσι κι αλλιώς», εγώ όμως τό’θελα να γίνει με Έλληνες. Και με ποιους Έλληνες; Αυτούς της περιφέρειας που στερούνται ευκαιριών και προβολής. Για να απαντήσω σ’ αυτό που με ρωτήσατε πριν, αν έλεγε άλλος το έργο, είτε άντρας, είτε γυναίκα, θα έπρεπε να συρρικνώσω τις μελωδίες μου. Πέραν αυτού, του τεχνικού σκέλους, είδα και πόσο «πατριωτικά» το πήρε απάνω της η Σοφία. Τέλος, τι πιο όμορφο από ένα κορίτσι 23 ετών να ερμηνεύει κατ’ αυτό τον τρόπο Καβάφη; Υπήρχαν φορές που την άκουγα όπως τραγουδούσε κι έμενα ως κι εγώ άφωνος, έλεγα «είναι δυνατόν;» 

Άμα συμβαίνει αυτό σ’ ένα συνθέτη με τον εκάστοτε ερμηνευτή του, σημαίνει ότι κάτι γίνεται…

Ναι, όντως, κάτι συμβαίνει και όχι μόνο με μένα, αυτό δε θά’λεγε τίποτα. Συνέβη και με τον Μίκη, και με τον Μονεμβασίτη, να λένε πως «η Σοφία το περνάει το τραγούδι στον κόσμο». 

Πείτε μου κάτι τώρα, το έργο δισκογραφήθηκε και παίρνει το δρόμο του. Τι σκοπεύετε από δω και πέρα να κάνετε;

Μ’ αυτό το δίσκο έχουμε πολλές προτάσεις. Θα ξανανοίξει το «Theatre du Chatelet» στο Παρίσι με τον Καβάφη μας! Μας ζητάνε από Λονδίνο μέχρι Ιαπωνία, ενώ τελευταία έσκασε και μια πρόταση από Λουξεμβούργο. Στη δε Κύπρο κλείσαμε ήδη πολωνέζικη ορχήστρα για την παρουσίαση του έργου! Σκεφτείτε ότι η Σοφία έκανε το ντεμπούτο της στην «Ακαδημία Chopin» στη Βαρσοβία! Έκανα εγώ εκεί ένα ρεσιτάλ και εν μέσω Chopin, Rachmaninov, Prokoviev και Scriabin, είπα στους Πολωνούς, το πιο δύσκολο κοινό του κόσμου: «Σας έχω μία έκπληξη!» Με κοιτάνε…«Θέλω να σας παρουσιάσω μια νέα φωνή». Με κοιτάνε χειρότερα…«Είναι απ’ την Κρήτη, απ’ τα Χανιά» τους λέω για να τους πιάσω στο «τουριστικό». Τίποτα αυτοί! Κλείνω το πιάνο, βγαίνει η Σοφία και λέει α καπέλα Ερωτόκριτο. Σηκώθηκαν όλοι όρθιοι! Οι Πολωνοί είχαν γίνει Κρητίκαροι! Στη συνέχεια πήρε υποτροφία από την «Ακαδημία Chopin», αλλά δεν τη συνέχισε γιατί ήταν για όπερα. Εκεί, πάντως, ήταν σαν να πέταξα τη Σοφία σ’ έναν ωκεανό γεμάτο καρχαρίες και τά’φερε άψογα εις πέρας! Από Ελλάδα τώρα υπάρχει η Ρόδος, η Κέρκυρα, η Πάτρα, η Λάρισα και ο Βόλος. Και στην Κρήτη θα παίξουμε, εννοείται, απλά θα πρέπει να βρεθεί ο χώρος και να συντονιστούμε οι πάντες. Να’μαστε καλά, να λέμε, γιατί σχέδια δεν πολυκάνω. 

Σας ενδιαφέρει η απήχηση του Καβάφη στη νεολαία; Υπήρξατε καλλιτέχνης πάντα κοντά στη νεολαία.

Στην ΕΡΤ που γράψαμε κάποια στιγμή, είχε έρθει ένα σχολείο μάλλον από την Πετρούπολη. Λύκειο, από 13 μέχρι 17 ετών τα παιδιά. Παίζουμε το κομμάτι «Ο Γέρος» και σκάει ένα απρόσμενο δυνατό χειροκρότημα. Έρχεται μετά το «αρχηγάκι» τους και μου λέει: «Κύριε Κορκολή, τι ωραίο αυτό που παίξατε! Τι ήταν;» Του απαντάω «Ένα ποίημα του Καβάφη». «Τον ξέρω αυτόν σαν όνομα»…«Σου άρεσε;»…«Πάρα πολύ, φρέσκο πράγμα»…Όταν του είπα πότε γράφτηκε το ποίημα, έπαθε πλάκα. «Πες στους δασκάλους σας να σας μαθαίνουν ποίηση» τον συμβούλεψα κι αυτό λέω πια: Μέσα στην ποίηση βρίσκεις μια λύση. Όχι πως θα πληρώσεις το νοίκι σου, ούτε την εφορία, αλλά βρίσκεις διεξόδους ωραίες μες την ψυχούλα σου. Κρίμα για μια χώρα που γέννησε τους μεγαλύτερους ποιητές να έχουμε φτυσμένη την ποίηση και να καταστρέφουμε τη γλώσσα μας…

Είπατε ότι δεν πολυκάνετε σχέδια. Να τολμήσω να ρωτήσω αν οφείλεται αυτό στη μάχη με τον καρκίνο που δημοσιοποιήσατε;

Όχι, οφείλεται στην ασθένεια που περνάμε όλοι: Μεταξύ μας τώρα τι σχέδια να κάνεις; Εδώ δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει αύριο…Τέλος πάντων, αυτό ξεκίνησε από το τσιγάρο! Κάπνιζα πέντε πακέτα κόκκινα Marlboro την ημέρα! Συσσωρεύθηκε πίσσα στην ουροδόχο κύστη μου και έγινε όγκος. Είναι μια μορφή καρκίνου των καπνιστών και των ανθρώπων που δουλεύουν σε πάρα πολύ βαριές βιομηχανίες.

Το προλάβατε σε αρχικό στάδιο τουλάχιστον;

Το πρόλαβα σε μεσαίο στάδιο, γιατί δεν έδινα σημασία σε κάποια συμπτωματάκια, όπως αιματουρίες. Εκεί ήταν το πρόβλημα, δεν έδινα σημασία στο σύμπτωμα! Δεύτερο εγκληματικό λάθος είναι να φοβάσαι να πας στο γιατρό μη σου βρει το Κακό! Συνεχίζω και το κάνω το λάθος, μη νομίζετε, με πολύ σπρώξιμο πάω στο γιατρό. Τρελό χαστούκι ήτανε, τρελό χαστούκι!

Χειρουργηθήκατε;

Δύο φορές. Είχα κόψει τσιγάρο, είχα πετάξει αλκοόλ, είχα διώξει οτιδήποτε άλλο καρκινοειδές μπορούσε να κυκλοφορεί γύρω μου. Άλλαξα πάρα πολύ σαν άνθρωπος, δεν σας κρύβω. Έφυγαν οι πολλές ευγένειες, τις άφησα μόνο για τους ευγενείς. Έγινα αγενέστατος με τους αγενείς, επίσης. Η περιπέτεια μου έχει μια διάρκεια πέντε χρόνων ήδη. Πέρσι, το καλοκαίρι του ’17, δυόμισι χρόνια αφότου έσκασε, ξαναχειρουργήθηκα. Ο όγκος επέστρεψε ευτυχώς στο ίδιο σημείο. Ύπουλο χτύπημα αφού ένα απ’ τα συμπτώματα είναι, λέει, ο πόνος στη μέση. Εμένα η μέση μου πονάει από τότε που με θυμάμαι, πως να το πάρω στα σοβαρά ένα τέτοιο σύμπτωμα; Την πρώτη φορά μού χρέωσαν ότι βγήκα και είπα «Έχω καρκίνο».

Καλά κάνατε, που είναι το κακό;

Μα δεν βγήκα και το είπα γενικώς. Το είπα στους καρκινοπαθείς που πήγα κι έπαιξα στην Κρήτη, με το σύλλογο που μιλήσαμε πριν. Βγήκαν και είπαν «Ο Κορκολής νίκησε τον καρκίνο» και διάφορα βαρύγδουπα: Δεν νικιέται ο καρκίνος, αντιμετωπίζεται όμως! Πηγαίνοντας για χημειοθεραπείες είδα άλλους καρκινοπαθείς, πράγματα – τέρατα, οπότε είπα «Καλά είμαι εγώ»…Μαύρισε η ψυχή μου…Σε εκείνη τη συναυλία, λοιπόν, στη μέση του πουθενά, από κάτω ήταν μόνο άνθρωποι που έπασχαν από καρκίνο. Υπήρχε εκεί μια τοπική τηλεόραση, αλλά μες το καλοκαίρι δεν είχαν θέματα, οπότε βγήκε στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του MEGA: «Ο Στέφανος Κορκολής έχει καρκίνο». Τό’δα στην τηλεόραση και έμεινα ενεός! Με πλάκωσαν στα τηλέφωνα, στα μηνύματα, αναγκάστηκα έτσι να βγω να πω: «Παιδιά, ναι, έχω καρκίνο που συγκριτικά με άλλους δεν είναι τίποτα. Κόψτε το κάπνισμα»! Το εννοώ, γιατί εμένα με τσάκισε αυτό το ρημάδι!

Ε, άλλο ένα πακέτο τη μέρα και άλλο πέντε πακέτα που καπνίζατε εσείς. 

Ξέρετε τι μου είπε ο Καραγιάννης, ο γιατρός, αχρείαστος νά’ναι; Άνθρωποι με καρκινικό γονίδιο, και δύο τσιγάρα να καπνίζουν μόνο ημερησίως, θα τους βγει ο καρκίνος!

Τέλος πάντων, μπαίνουμε σε ιατρικά θέματα και δεν «τό’χω» πολύ.

Έχετε δίκιο. Η αρρώστια εμένα με τρόμαξε. Το πρώτο 24ωρο ήμουν σε κατάσταση σοκ! Δεν με φοβίζει να πεθάνω, με φοβίζει το πώς θα πεθάνω. Ο θάνατος είναι αναπόφευκτος ούτως ή άλλως, όχι όμως και ο τρόπος που πεθαίνεις.

Κύριε Κορκολή, εσάς σας πέθαναν ήδη άλλη μια φορά στο παρελθόν…Αναφέρομαι στη διαβόητη ιστορία που για μένα ισοδυναμούσε πάντα με κανονικό βιολογικό θάνατο σας.

Σαφώς…Έχετε απόλυτο δίκιο κι έτσι ήτανε. Σας πληροφορώ όμως ότι επειδή έχω μάθει να μάχομαι, έχοντας φέρει εις πέρας πολλά πράγματα μόνος μου, δεν θα πω το γνωστό «Υπάρχει Θεός». Θα έρθει η ώρα που θα μιλήσω κι εγώ! Η περιπέτεια αυτή με βρήκε εκτός, σε περιοδείες, άρα ήταν ακόμη χειρότερο, απ’ την άλλη όμως θέλω να σας πω ότι πήρα μεγάλη δύναμη. Μου άφησε κουσούρια, φοβίες κλπ., κάτι λογικό με τέτοιο δυνατό σοκ, φάνηκε όμως κι ένας κόσμος που μ’ αγαπάει πραγματικά. Κάθε αρνητικό έχει και τα θετικά του, δεν μπορεί δηλαδή νά’ναι μόνο αρνητικό.

Με το χέρι στην καρδιά, συγχωρέσατε τον άνθρωπο που σας έκανε ένα τέτοιο κακό;

Δεν είναι θέμα συγχώρεσης. Δεν εύχομαι κακό, δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος, κακός άνθρωπος. Θέλει λεπτό χειρισμό το θέμα, εσείς μείνετε στον «πρώτο βιολογικό μου θάνατο», όπως ευφυώς τον χαρακτηρίσατε. Στην τελική, να σας πω κι ένα άλλο; Ο μόνος είμαι; Για πάμε μερικές δεκαετίες πίσω: Θα βρείτε πολλά πρόσωπα που «χτυπήθηκαν» αλύπητα. 

Έχω την αίσθηση ότι η ιδιωτική τηλεόραση προώθησε το μικροαστικό μπανιστήρι και εξέθρεψε κανονικότατα τον φασισμό. Σας θυμίζω άνθρωπο που αυτοκτόνησε κατόπιν διαπόμπευσης του απ’ άλλη εκπομπή του καιρού εκείνου.

Πολύς κόσμος υπέφερε. Μόνο στην Ελλάδα; Γιατί, έξω το ίδιο δε γινόταν; Μην το απομονώνουμε στο δικό μας το χωριουδάκι…Ξέρετε τι με θλίβει εμένα; Με θλίβει να βλέπω το γεροντάκι με απλωμένο χέρι να ζητάει να φάει. Με θλίβει ο ρατσισμός στην τρίτη ηλικία και ποτέ δεν πρέπει να επικεντρώνουμε κατά ενός είδους ρατσισμό. Παντού ακούω «Κωλόγερε, κωλόγρια, να ψοφήσεις»…Με θλίβει που ενώ οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται στο κατώφλι του αγνώστου, εσύ πας και τους παρατάς; Όταν συμβαίνουν όλα αυτά γύρω σου, θέλω να πω, κάθεσαι κι εσύ και λες: «Ok, έφαγα κι εγώ τη φάπα μου, το θάνατο μου που είπατε, πόσοι άλλοι τρώνε καθημερινούς μικρούς θανάτους;»

Μ’ αυτό ας κλείσουμε, κύριε Κορκολή. Σας ευχαριστώ που με δεχτήκατε στο σπίτι σας και συνομιλήσαμε όλη αυτή την ώρα.

Εγώ σας ευχαριστώ γιατί όπως θα γνωρίζετε σπάνια δίνω συνεντεύξεις και πιο σπάνια ανοίγομαι τόσο. Αυτό, λοιπόν, το χρωστάω στην ευγένεια και στον τρόπο που χειριστήκατε τη «ζωή» μου όλη. Πραγματικά ήταν σπάνιο για μένα να συνομιλήσω δημοσίως με έναν τόσο βαθύ γνώστη της μουσικής και των μουσικών. Σας παρακαλώ αυτά να τα βάλετε στη συνέντευξη μας, όπως ακριβώς σας τα λέω τώρα!  

* Το Παρασκευοσάββατο 7 και 8 Δεκεμβρίου 2018 στη φιλολογική αίθουσα «Παρνασσός» (πλατεία Αγ. Γεωργίου Καρύτση 8) ο Στέφανος Κορκολής και η Σοφία Μανουσάκη θα δώσουν δύο ρεσιτάλ με τίτλο «Τραγουδάμε τους ποιητές μας». Θα ακουστούν συνθέσεις των Μ. Θεοδωράκη, Μ. Χατζιδάκι, Θ. Μικρούτσικου, Γ. Σπανού, Δ. Λάγιου κ.α., καθώς και του Σ. Κορκολή σε α’ εκτέλεση, σε ποίηση των Κ. Π. Καβάφη, Γ. Σεφέρη, Ο. Ελύτη. Ώρα έναρξης: 20.30 

** Οι δισκογραφικές εκδόσεις «Μίκης Θεοδωράκης – Στέφανος Κορκολής: Συνάντηση» και «Συνάντηση ΙΙ», και «Κωνσταντίνος Καβάφης: Θά’θελα αυτήν την μνήμη να την πω» κυκλοφορούν από την PANIK RECORDS 

Μητσοτάκης: Σε πανικό στη Βουλή – Αντί για απαντήσεις, επίθεση και «δεν ντρέπεστε» στην αντιπολίτευση (video)

6167665

Μητσοτάκης: Σε πανικό στη Βουλή – Αντί για απαντήσεις, επίθεση και «δεν ντρέπεστε» στην αντιπολίτευση (video)

«Ουδέποτε, δόθηκε καμία εντολή για συγκάλυψη», τόνισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης κοιτώντας τους συγγενείς των θυμάτων

Βουλή: Ο λόγος για τα άδεια έδρανα του ΚΚΕ και της Νέας Αριστεράς στην ομιλία της Κωνσταντοπούλου

6167422

Βουλή: Ο λόγος για τα άδεια έδρανα του ΚΚΕ και της Νέας Αριστεράς στην ομιλία της Κωνσταντοπούλου

Μετά την ολοκλήρωση της ομιλίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου, οι βουλευτές των δύο κομμάτων επέστρεψαν στις…

Μητσοτάκης: Όλο το παρασκήνιο για τις εκκαθαρίσεις Μπρατάκου και Παπασταύρου

InCollage 20240328 205245331

Μητσοτάκης: Όλο το παρασκήνιο για τις εκκαθαρίσεις Μπρατάκου και Παπασταύρου

O Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται πως «παραίτησε» τους δύο στενούς του συνεργάτες προκειμένου να μην απολογηθεί…