Ο Στέφανος Κορκολής γράφει τη δική του ιστορία στο ελληνικό μιούζικαλ με την – κατά Χρήστο Σουγάρη – «Αυλή των Θαυμάτων»

Ο Χρήστος Σουγάρης ευτύχησε κυριολεκτικά με το να συνεργαστεί για δεύτερη φορά με τον Στέφανο Κορκολή σε κάτι τόσο μοναδικό και ιντριγκαδόρικο!

αυλή θαυμάτων 3

Έχω παρακολουθήσει τις δουλειές του Χρήστου Σουγάρη στο θέατρο και τον θεωρώ έναν ενδιαφέροντα νέο σκηνοθέτη, ευφυή θα έλεγα, που μάλιστα δρα μόνος του, δίχως να παίζει το όνομα του στα διάφορα γνωστά επιδοτούμενα καλλιτεχνικά παρεάκια. Κακό δεν είναι, ούτε να επιχορηγείσαι ως καλλιτέχνης, ούτε να ανήκεις σε παρεάκια – ανέκαθεν έτσι πήγαινε το πράγμα -, καλό είναι όμως να ξεχωρίζεις βασικά από τη δουλειά σου και να καταφέρνεις πάντα να βρίσκεις τον τρόπο να υλοποιείς το όνειρο σου. Όταν, δε, το όνειρο αυτό αφορά και πολύ άλλο κόσμο, όπως συμβαίνει με τις παραστάσεις του Σουγάρη, σημαίνει πως μάλλον κάτι έχει κάνει και συνεχίζει να κάνει καλά!

Το ανέβασμα της «Αυλής των Θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, ενός έργου – σταθμός στο νεοελληνικό θέατρο, σε μορφή μιούζικαλ, ήταν είδηση από την πρώτη στιγμή. Συνθήκη πρωτότυπη, τόσο για το έργο καθαυτό, όσο και για την εργογραφία του σκηνοθέτη, που περιλαμβάνει κυρίως αρχαιοελληνικό δράμα. Μια σκέψη υπήρχε στο μυαλό μου εξ αρχής: Πως θα γινόταν μιούζικαλ η «Αυλή των Θαυμάτων»; Πρόκειται για ένα έργο γραμμένο στα τέλη της δεκαετίας του 1950 που με μία νεορεαλιστική αριστερή ματιά ασχολείτο με τα προβλήματα των ταπεινών ανθρώπων, των ρημαγμένων από έναν πρόσφατο Εμφύλιο. Το όνειρο της μετανάστευσης στην Αυστραλία λίγο πριν την είσοδο στο 1960, η φτώχεια και η ανέχεια που οδηγούν στον τζόγο με ολέθρια αποτελέσματα, η κατάρρευση του θεσμού του γάμου, η ερωτική ελευθεριότητα, οι αντιπαροχές που γέμισαν την Αθήνα πολυκατοικίες, οι οποίες αντικατέστησαν τις αυλές με τον μικρόκοσμο τους και στο επίκεντρο οι Νεοέλληνες φτωχοδιάβολοι που προσπαθούν να επιβιώσουν. Κι ενώ το έργο έχει σαφώς πολλά κοινά σημεία με το σήμερα, πολλά άλλα στοιχεία του επίσης έπρεπε να αλλάξουν για να είναι ακόμη πιο ταιριαστό με την τωρινή κοινωνική – πολιτική κατάσταση. Ο Σουγάρης μετέφερε τη δράση του έργου στη δεκαετία του 1980 στο μεταίχμιο Μεταπολίτευσης και πασοκικής επίπλαστης ευμάρειας, φέρνοντας το όχι ακριβώς στο σήμερα, στο 2022, αλλά σίγουρα σε μία κατάσταση που άνθρωποι της δικής μου γενιάς, όπως και μεγαλύτεροι, έχουν βιώσει και κρατούν στη μνήμη τους. Έτσι, ο «άνθρωπος που σε λίγο θα πατήσει στο φεγγάρι» γίνεται αυτός «που θα πάει στον Άρη», η σημαία με τον πράσινο ήλιο δίνει το πολιτικό – ιστορικό background, ενώ ακόμη και η διακριτική ύπαρξη μιας τρανς περσόνας σε ρόλο υπηρέτριας δίνει το στίγμα εκκίνησης θεαματικών αλλαγών στα πολυσυζητημένα σήμερα (και άπιαστα τότε) ζητήματα ταυτότητας φύλου.

Μπαίνοντας στην αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη» του Μεγάρου Μουσικής, το πρώτο πράγμα που αντικρίζει ο θεατής είναι το εντυπωσιακό σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου: Η πρόσοψη μιας παλιάς λαϊκής πολυκατοικίας με πολλά διαμερίσματα μπροστά από μία αυλή. Σκάλες δεξιά και αριστερά που χρησιμοποιούν οι ηθοποιοί του θιάσου για να δώσουν ζωή στη φανταστική αυτή πολυκατοικία και να ξετυλιχτεί η δράση, εν προκειμένω τα πάθη, οι καημοί και οι συγκρούσεις τους. Στην ταράτσα ο ποιητής του έργου, ο γερο – Ιορδάνης, να κάθεται και να στοχάζεται φωναχτά, υπενθυμίζοντας πόσο ανάγκη έχει η καθημερινότητα των μικροαστών ανθρώπων από την ποίηση – το άλας της ζωής τους, ακόμη κι αν οι ίδιοι δεν έχουν καμία τέτοια συνείδηση. 

Στο κάτω μέρος της σκηνής η ορχήστρα: Πνευστά, έγχορδα, κιθάρα ηλεκτρική, πλήκτρα, μπάσο, ντραμς και στο πιάνο ο συνθέτης Στέφανος Κορκολής, να δίνει την έναρξη για μια μουσικο-θεατρική παράσταση που όμοια της δεν έχει γνωρίσει το ελληνικό θέατρο! Και για να εξηγούμαστε: Αν εξαιρέσεις τα πρωτότυπα ελληνικά μιούζικαλ των Μ. Πλέσσα – Γ. Δαλιανίδη στη δεκαετία του 1970, μα και αυτά των Ν. Καρβέλα – Α. Βίσση στα 90s, το συγκεκριμένο είδος έχει γνωρίσει δόξες κυρίως μέσα από μεταφορές αντίστοιχων ξένων θρυλικών έργων. Μία επιπλέον πρωτοτυπία εδώ υπάρχει, αφού δεν έχουμε την δημιουργία ενός καινούργιου μιούζικαλ, αλλά τη μετατροπή ενός κλασικού θεατρικού έργου σε μιούζικαλ, εγχείρημα τολμηρό και καθ’ όλα ιντριγκαδόρικο, τόσο για τον σκηνοθέτη, όσο και για τον συνθέτη.

Ε, λοιπόν, ο Σουγάρης ευτύχησε κυριολεκτικά με το να συνεργαστεί για δεύτερη φορά με τον Στέφανο Κορκολή σε κάτι τόσο μοναδικό και, όπως είπαμε, ιντριγκαδόρικο! Η παράσταση βασίζεται στα τραγούδια που γράφτηκαν σε εξαιρετικούς στίχους του Γεράσιμου Ευαγγελάτου, ενός στιχουργού εξοικειωμένου με το μιούζικαλ και ικανότατου λιμπρετίστα με απόλυτο σεβασμό στο πρωτογενές θεατρικό κείμενο. Η στιχουργική για μιούζικαλ, ξέρετε, είναι κάτι πολύ διαφορετικό εκ φύσεως απ’ αυτή για τραγούδια της δισκογραφίας. Είναι εν ολίγοις κάτι πολύ στοχευμένο που αναγκάζει τον εκάστοτε στιχουργό να γίνεται κι αυτός μέρος του πιο δημιουργικού team του έργου – δεν θα πω ότι χρειάζεται παιδεία, πέραν από το ταλέντο, στοιχείο που ο Ευαγγελάτος διαθέτει και ως εκ τούτου αποτελεί κι αυτός μαζί με τον Κορκολή μία απ’ τις πιο ευτυχείς καλλιτεχνικές συμπράξεις του όλου σχεδίου.

Ο Κορκολής με το τραγούδι της έναρξης, ερμηνευμένο απ’ όλο τον θίασο, αναμετρήθηκε με τις μεγάλες αγάπες του εξ αρχής, γνωστοποιώντας μας πως δεν θ’ ακούσουμε κάτι αμιγώς λαϊκό, αν υποτεθεί πως λαϊκοί είναι όλοι οι χαρακτήρες: Στη μουσική του Κορκολή κατοικούν ο Nino Rota, ο Astor Piazzolla, ο Andrew Lloyd Webber, η jazz, το rock και τα blues, μουσικά είδη και καλλιτέχνες δηλαδή που επηρέασαν το λαϊκό αίσθημα παγκοσμίως όπως και την τέχνη του θεατρικού μιούζικαλ. Τα τραγούδια που υπογράφουν το δίδυμο Κορκολής – Ευαγγελάτος, ακόμη κι αν ερμηνεύονται από ηθοποιούς που μπορεί να μην έχουν απόλυτα και το χάρισμα του τραγουδιστή, στέκονται αυτόνομα, έτοιμα να απασχολήσουν τη δισκογραφία. Θα χαρακτήριζα φωτεινή εξαίρεση στο θέμα ηθοποιού – τραγουδιστή για τη συγκεκριμένη παράσταση, το τραγούδι της «Ολομόναχης» Ρούλας Πατεράκη με μία ερμηνεία από τη σημαντική ηθοποιό και σκηνοθέτιδα που έκανε πολλά μάτια να δακρύσουν. Και, βέβαια, τη συμμετοχή της Ειρήνης Καράγιαννη, μία εγνωσμένου κύρους μέτζο σοπράνο που ανέδειξε τα τραγούδια που της ανατέθηκαν. 

Κι αν η συμμετοχή της Πατεράκη αποτελεί πραγματικά μία κορυφαία υποκριτική στιγμή στην πορεία της, ως η γριά Αννετώ με το αχαλίνωτο στόμα που καθορίζει τις μοίρες των κατοίκων της αυλής, πολύ καλές ερμηνείες δίνουν και κάποιοι άλλοι απ’ το πρωταγωνιστικό team: Ο Γιώργος Γάλλος και ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης, η Κατερίνα Παπουτσάκη που μεστώνει όμορφα ως ηθοποιός, η Κόρα Καρβούνη, ο Γιώργος Τσιαντούλας, η Μαρία Διακοπαναγιώτου και η Μαρίζα Τσάρη. Ξεχωρίζω τους τρεις απ’ τους πιο βετεράνους ηθοποιούς της παράστασης, τη Φιλαρέτη Κομνηνού, τον Μάνο Βακούση και τον Δημήτρη Πιατά. Η Κομνηνού είναι υπέροχη ως Καίτη, η «ψημένη» από τη ζωή επίδοξη λαϊκή τραγουδίστρια, που υπομένει στωικά την άχαρη άχρωμη καθημερινότητα της. Το ίδιο υπέροχος είναι και ο Μάνος Βακούσης, αυτός ο ιδιοσυγκρασιακός καλλιτέχνης, γνώριμος μου από το κουνδουρικό κινηματογραφικό σύμπαν, που επιβάλλεται με τη φωνή και το λόγο του, την απόδοση του δηλαδή στο κείμενο του Καμπανέλλη. Όσο για τον Δημήτρη Πιατά, παρότι ο χαρακτήρας του δεν υπάρχει μέσα στο πρωτότυπο έργο, καταφέρνει να συγκινήσει ως έμπνευση του Σουγάρη μέσα από τη σχέση που αναπτύσσει με την Καίτη – Φιλαρέτη Κομνηνού. Αν μάλιστα αφήσεις κατά μέρος κάθε κριτική ματιά απέναντι στις ερμηνείες, είναι έτσι σκηνοθετημένος σύσσωμος ο θίασος που εκπέμπει μιαν ανθρωπιά και μία ηδύτητα, πρωτόγνωρη σχεδόν για ένα τέτοιου είδους θέαμα.

Δεν ξέρω πως θα ήταν αυτό το εγχείρημα δίχως την απίστευτη μουσική και τα τραγούδια του Κορκολή! Θα ήταν ομολογουμένως πολύ πιο δύσκολη μια σύγχρονη μεταφορά της «Αυλής των Θαυμάτων» από τον Σουγάρη, δεδομένων των κοινωνικών αλλαγών που επήλθαν στην ελληνική κοινωνία με τις δεκαετίες που μεσολάβησαν. Γι’ αυτό έχω την αίσθηση πως η όλη σκηνοθεσία, ακόμη και η δραματουργική προσέγγιση, στήθηκαν πάνω στη μουσική (λογικό, για μιούζικαλ πρόκειται άλλωστε). Δεν ξέρω ακόμη αν ο Σουγάρης γράφει τη δική του ιστορία στο ελληνικό θέατρο μ’ αυτή την παράσταση. Ο Κορκολής, πάντως – συμφώνως και με ότι ακουγόταν στα πηγαδάκια αμέσως μετά την παράσταση – τη γράφει την ιστορία του στη μακρά πορεία του! Και με το παραπάνω!

* Για λίγες ακόμη παραστάσεις στην αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Εδώ εξασφαλίζετε το εισιτήριο σας: https://www.megaron.gr/event/h-auli-ton-thaumaton-to-miouzikal/

Το Κουτί της Πανδώρας συμμετέχει στην 24ωρη απεργία που εξήγγειλε η ΕΣΗΕΑ

issue 2465910 1920 1

Το Κουτί της Πανδώρας συμμετέχει στην 24ωρη απεργία που εξήγγειλε η ΕΣΗΕΑ

Η δημοσιογραφική ομάδα του koutipandoras.gr, συμμετέχει στην 24ωρη απεργία που εξήγγειλαν τα Διοικητικά Συμβούλια της Ομοσπονδίας…