Κληθείσα, αναλυτικά, να σχολιάσει την παρέμβαση Σαμαρά, η Ρ. Σβίγκου δήλωσε σχετικά: «Πρόκειται για μια αρχηγική εμφάνιση και αποδέκτης των όσων είπε ο κ. Σαμαράς δεν είναι ο κ. Τσίπρας, αλλά ο κ. Μητσοτάκης. Δεν είναι τυχαία ούτε η χρονική στιγμή που επέλεξε να κάνει αυτή την ομιλία ο κ. Σαμαράς. Είναι η περίοδος μετά το δημοψήφισμα στη γειτονική μας χώρα, με τον κ. Μητσοτάκη να έχει δηλώσει ότι θα εφαρμόσει τη συμφωνία εφ’ όσον αυτή κυρωθεί από τη Βουλή και εφ’ όσον βέβαια ο ίδιος είναι πρωθυπουργός, ενώ την ίδια στιγμή είναι πολύ ψηλά στην ατζέντα το προσφυγικό και στην ευρωπαϊκή συζήτηση εξ αιτίας και των ευρωεκλογών.
Οπότε», συνέχισε, «ο κ. Σαμαράς έρχεται να δώσει μηνύματα και για τα δύο θέματα, όπου οι τοποθετήσεις του ήταν αρκετά ακραίες, μηνύματα προς την ηγεσία της Ν.Δ. Είδαμε να “αδειάζει” εμφανώς τον κ. Μητσοτσάκη στο Μακεδονικό και στο ζήτημα της εφαρμογής της συμφωνίας, αλλά και στο ζήτημα της σύνθετης ονομασίας που είναι η εθνική γραμμή την οποία είχε η χώρα και επί κυβέρνησης Καραμανλή αλλά και επί κυβέρνησης Σαμαρά. Ο κ. Σαμαράς έρχεται να αμφισβητήσει αυτήν την εθνική γραμμή, έρχεται να δείξει στον κ. Μητσοτάκη ποιος είναι αυτός που πραγματικά κάνει κουμάντο στη Ν.Δ., ξεχνώντας βέβαια ότι ο ίδιος έχει ηττηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ σε εκλογικές αναμετρήσεις και τόσο η οικονομική του πολιτική όσο και η ακροδεξιά του πολιτική στο προσφυγικό και στα ζητήματα ασφάλειας επίσης έχουν ηττηθεί και απορριφθεί από τον ελληνικό λαό. Έρχεται όμως αυτή την περίοδο να επιβάλλει στον κ. Μητσοτάκη μια πιο ακροδεξιά ατζέντα, με τον κ. Μητσοτάκη να παρακολουθεί όλες αυτές τις εξελίξεις αμήχανος και άφωνος. Δεν είδαμε κανένα σχόλιο από την επίσημη πλευρά της ηγεσίας της Ν.Δ. και δεν βλέπουμε καμία αντίδραση σε όσα είπε ο κ. Σαμαράς», επεσήμανε η εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ.
Ερωτηθείσα για τη φημολογία περί ενδοκυβερνητικών τριβών και σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας «Τα Νέα», η Ρ. Σβίγκου απάντησε:
«Τα Νέα» μας έχουν συνηθίσει σε τέτοιου είδους πρωτοσέλιδα. Αυτά μοναδικό σκοπό έχουν να συντηρήσουν ένα κλίμα δήθεν αστάθειας και αποσταθεροποίησης της κυβέρνησης, ώστε να στηριχθεί και το αίτημα Μητσοτάκη περί άμεσης διενέργειας εκλογών. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι η κυβέρνηση αυτή πέτυχε τον μεγάλο στόχο της εξόδου από τα μνημόνια και συνεχίζει με στόχο την περαιτέρω σταθεροποίηση και βελτίωση της οικονομίας. Διαφορές υπάρχουν –κι αυτές είναι γνωστές, δεδομένες και δεν μπορούν να κρυφτούν κάτω από το τραπέζι και έχουν να κάνουν με τη συμφωνία των Πρεσπών. Όπως επίσης, όμως, είναι δεδομένη η βούληση της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού να ολοκληρωθεί αυτή η συμφωνία, ακριβώς επειδή είναι εθνικά συμφέρουσα κι επειδή σταθεροποιεί τα Βαλκάνια σε μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο συνολικά για την περιοχή μας».
Τέλος, για την ΕΡΤ η Ρ. Σβίγκου υποστήριξε ότι «ήρθε ξανά στην επικαιρότητα εξαιτίας του εμπάργκο της Ν.Δ. και των ιδιαίτερα επιθετικών κινήσεων και δηλώσεων της ηγεσίας της Ν.Δ. απέναντι στη δημόσια ραδιοτηλεόραση. Η Ν.Δ έχει δείξει ότι εργάζεται από τώρα για ένα νέο κλείσιμο της ΕΡΤ -το έχει ήδη προαναγγείλει μέσα από τις δηλώσεις και τις ανακοινώσεις της- και σε αυτό στοχεύει η διαρκής απαξίωση του ρόλου της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Δεν θέλουν να υπάρχει και κάποιος ισχυρός ανταγωνιστής στους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς. Αυτό εξάλλου ήθελαν και ενώ λειτουργούσε η ΕΡΤ επί κυβέρνησης Σαμαρά. Ήθελαν μια ΕΡΤ απαξιωμένη, κομματικά χειραγωγημένη κι αυτό ήταν που οδήγησε τον κ. Σαμαρά στο πραξικοπηματικό κλείσιμο το 2013.
Αυτό που τους ενοχλεί, και τους ενοχλεί από τότε που έγινε πραγματικότητα η απαίτηση της ελληνικής κοινωνίας, είναι το άνοιγμα της ΕΡΤ και η επαναλειτουργία της με όλους τους εργαζομένους και όλες τις δομές της», ανέφερε με έμφαση η Ρ. Σβίγκου, που πρόσθεσε:
«Από τότε έχουν γίνει πολλά βήματα ώστε η ΕΡΤ να ανταποκριθεί στις υψηλές απαιτήσεις και στις υψηλές προσδοκίες των πολιτών. Σίγουρα γίνεται μια τεράστια προσπάθεια η οποία δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, γιατί υπάρχουν μεγάλα προβλήματα τα οποία οφείλουμε με ψυχραιμία και νηφαλιότητα να τα επιλύσουμε και τα οποία έχουν κληρονομηθεί από τις προηγούμενες διοικήσεις και από τις προηγούμενες κυβερνήσεις και τα οποία δεν λύνονται από τη μία μέρα στην άλλη. Οπότε θα πω ότι χρειάζεται αναγνώριση των θετικών βημάτων που έχουν γίνει και της προσπάθειας που γίνεται και δεν πρέπει να υπάρχει μια ισοπεδωτική κριτική. Ταυτόχρονα βέβαια πρέπει με ειλικρίνεια να συζητηθούν οι αδυναμίες και οι παθογένειες και να διορθωθούν. Γιατί, όπως είπα και στην αρχή, υπάρχουν ιδιαίτερα υψηλές απαιτήσεις στις οποίες η ΕΡΤ οφείλει να ανταποκριθεί».
Κατά την άποψή της, «η συζήτηση που οφείλουμε να κάνουμε για την ΕΡΤ πρέπει να ξεκινά από το ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στη σύγχρονη εποχή μιας γενικευμένης αναξιοπιστίας των μέσων μαζικής ενημέρωσης, γενικευμένων fakenews. Υπάρχει μια μέγιστη αναγκαιότητα, μια δημοκρατική αναγκαιότητα για ενίσχυση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Στον ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για τα πράγματα τα οποία οφείλουν να γίνουν την επόμενη περίοδο στην ΕΡΤ. Πρόκειται για μια συζήτηση την οποία οφείλουμε να τη διαφυλάξουμε και να την κάνουμε τόσο με ειλικρίνεια, όσο και με τη δέουσα ψυχραιμία και σοβαρότητα», κατέληξε.