Ο Πασχάλης ανοίγει το βιβλίο της ζωής του σε μία συνέντευξη – μαμούθ στον Αντώνη Μποσκοΐτη

Την ήθελα εδώ και χρόνια μία συνέντευξη με τον Πασχάλη Αρβανιτίδη, τον Πασχάλη των θρυλικών Olympians, με τη δική του μεγάλη ιστορία στα ελληνικά ποπ συγκροτήματα. Για να είμαστε ακριβείς, οι Olympians υπήρξαν το Νο 1 ελληνικό ποπ συγκρότημα με τραγούδια, πολλά από τα οποία ακούγονται μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με τον ίδιο, ακόμη δεν έχουν αποτιμηθεί ως συγκρότημα, όπως θα τους άξιζε. Στους μεγαλύτερους οι Olympians θυμίζουν πάρτι με βερμούτ, νεανικούς έρωτες και τζουκ μποξ, τον ''Νόμο 4000'' του Δαλιανίδη - κι ας μην ήταν τεντιμπόιδες -, τα κοσμογονικά 60s, τους Beatles και όλα τα ξενόφερτα ακούσματα. Για κάποιους νεότερους, απ' την άλλη, σηματοδοτούν μία εποχή που δεν τη γνώρισαν, που δεν θα τη ζήσουν ποτέ και που πέρασε ανεπιστρεπτί μαζί με όλη την ηδύτητα της. Η συνέντευξη με τον Πασχάλη πραγματοποιήθηκε στο φιλόξενο ''Black Duck'' στη Χρήστου Λαδά, στο κέντρο της Αθήνας, και κράτησε ένα γεμάτο δίωρο. Αφορμή ήταν το ολοκαίνουργιο live CD του με τίτλο ''The party goes on'', στην κουβέντα όμως χώρεσαν και πολλά άλλα θέματα, όπως τα παιδικά χρόνια στη Θεσσαλονίκη, τα πρώτα συγκροτήματα προ Olympians, η κάθοδος στην Αθήνα και τα λαϊκά κέντρα, η γνωριμία με τον Παύλο Σιδηρόπουλο και η μεγάλη φιλία με τον Νίκο Παπάζογλου.  (Φωτογραφίες: Θοδωρής Ψιάχος)

thumbnail 1

Θα ήμουν 10 ετών και θυμάμαι μια γειτονοπούλα μου. Αυτή ήταν στα 20 και έκλαιγε γιατί δεν είχε καταφέρει να σας δει από κοντά μετά από μία συναυλία σας. Ήταν η πρώτη συνειδητοποίηση του ερωτικού σκιρτήματος των ανθρώπων.

Το έχω νιώσει πολλές φορές αυτό και πάντα με μια μεγάλη δόση σεβασμού απέναντι σ’ αυτό που εξέφραζαν όλα αυτά τα παιδιά, θα έλεγα. Συνειδητοποίησα ποιος ήταν ο κοινωνικός ρόλος μου από την εποχή ήδη των Olympians, που ήμασταν παλικαράκια και ότι κάναμε, το κάναμε για την πλάκα μας, από την αγάπη μας για τη μουσική.

Αυτό ακριβώς λένε όλοι οι ποπ, να τους πω, τραγουδιστές της γενιάς σας: Η αγάπη για τη μουσική!

Μα αυτό μας έδινε ενδιαφέρον! Εγώ έγινα τυχαία καλλιτέχνης, δεν το επεδίωξα ποτέ, ούτε το είχα ονειρευτεί. Γεννήθηκα στο Δοξάτο Δράμας από πατέρα Ανατολικοθρακιώτη και μητέρα Κοζανίτισσα από τον Αϊ – Γιώργη Γρεβενών. Καμία σχέση με καλλιτεχνικά, απλά τραγουδούσαν ωραία. Φτωχοί άνθρωποι, άποροι. Έκαναν πέντε παιδιά, εγώ ήμουν ο μικρότερος και μεγάλωσα κάπως καλύτερα απ’ τους υπόλοιπους ως χαϊδεμένος. Παρόλα τα χαϊδέματα, από 14 ετών βγήκα στη βιοπάλη: Ξεκίνησα πωλητής σε παντοφλάδικο, ήμουν στην πόρτα και φώναζα: ”Ορίστε, περάστε”! Στη Θεσσαλονίκη αυτό, εκεί που είχαμε μετακομίσει οικογενειακώς τη δεκαετία του ’50. Ο πατέρας μου και τα δύο αδέρφια μου δούλευαν στην οικοδομή. Έπρεπε να δουλέψω κι εγώ για να συνεισφέρω στο σπίτι, βγάζοντας αρχικά 50 δραχμές την εβδομάδα. Στο μεταξύ ο μεγάλος μου αδερφός δούλευε σε βαφείο αυτοκινήτων. Έμαθε την τέχνη, άνοιξε ένα δικό του βαφείο και με πήρε κοντά του. Στα 16 μου κρατούσα το μαγαζί και είχα έναν υπάλληλο για βοηθό. Η μουσική μπήκε στη ζωή μου στα 18 μου. 

Το rock’ n’ roll, υποθέτω, αφού η Beatle-mania δεν είχε σκάσει ακόμη.

Μιλάω για όλη την αγγλοσαξονική και την αμερικανική μουσική σκηνή. Παρατούσα το παιχνίδι στην αλάνα για να γυρίσω σπίτι και ν’ ακούσω στο ραδιόφωνο την εκπομπή του Β’ Προγράμματος με ξένα τραγούδια: Fats Domino, τέτοια, αμερικανικά. Τους Beatles, τους Rolling Stones και τους Animals τους άκουγα φανατικά λίγο αργότερα από το ”Ράδιο Λουξεμβούργο” στα μεσαία. Με θυμάμαι ξαπλωμένο να ξημερώνομαι με το ραδιοφωνάκι στ’ αυτί. 

Τελικά όλα είναι γούστα. Την ίδια εποχή, ας πούμε, μεσουρανούσε το λαϊκό τραγούδι.

Δεν μπορούσες να αδιαφορήσεις για το λαϊκό τραγούδι, όσο κι αν σου άρεσε το ξένο. Ήταν το τραγούδι της πατρίδας σου, της κοινωνίας σου. Για να καταλάβετε, στο Δοξάτο που ήμουν, ήταν καπνοχώρι. Πήγαινα στο δημοτικό και τα καλοκαίρια τα αδέρφια μου περνούσαν στις βελόνες τα καπνά για να τα λιάσουν. Καθόμουν έξω εγώ αραχτός και τραγουδούσα ”Είδα μια μάνα να θρηνεί στον τάφο του παιδιού της” (σ.σ. αναφέρεται σε ένα τραγούδι του Καζαντζίδη). Το τραγούδι είχε μια καμπάνα μέσα, οπότε άρπαζα εγώ μια πέτρα και χτυπούσα το βαρέλι! Σας είπα, όμως, ότι ο πατέρας μου τραγουδούσε ωραία, αλλά και ένας αδερφός μου έκανε καντάδες στα κορίτσια με κιθάρα. Αγαπημένο μας τραγούδι ήταν το ”Αγάπη πού’γινες δίκοπο μαχαίρι”, που μου τό’παιζε ο πατέρας μου στην κιθάρα μ’ ένα δάχτυλο και το τραγουδούσα κι εγώ. 

Να που μου περιγράφετε μια καλλιτεχνική οικογενειακή στιγμή.

Ναι, αλλά όχι για να γινόμουν τραγουδιστής. Μου άρεσαν τα τραγούδια, όχι να τραγουδάω εγώ μπροστά στον κόσμο. Σε καμία περίπτωση! Δεν ήταν καν όνειρο, σκέψη. Ήταν δυνατό να μη μου αρέσει το ”Κλαίει η μάνα μου στο μνήμα” του Μίκη Θεοδωράκη; Σπάραζε την ψυχή μου! Στη Θεσσαλονίκη πια η ξένη μουσική ήρθε σαν κύμα και σάρωσε τη νεολαία, τους πάντες! 

Τι είναι αυτό που κάνει ένα νέο παιδί να ακολουθήσει φανατικά την εισαγόμενη μουσική; Οι παρέες, να γίνει το επίκεντρο, οι πρώτοι έρωτες;

Και τότε και τώρα το ίδιο θα έλεγα: Η μόδα. Σε μεγάλη κλίμακα επηρέαζε την κοινωνία η μόδα. Ειδικά στα 60s έγιναν μόδα οι τέχνες, τα εικαστικά, το ντύσιμο με κορυφαία πάνω απ’ όλα την ποπ και τη ροκ μουσική. Εκεί εκτονώνονταν οι νέοι, χόρευαν, άκουγαν, τραγουδούσαν. Η ρήξη με το κατεστημένο ήρθε σαν κοινωνική εξέλιξη. Σε κοιτούσαν οι μεγάλοι, αν είχες μαλλιά, με ένα ύφος του στυλ: ”Α ρε μαλλιά εσύ”, υποτιμητικά. Ένιωθες ιδιαίτερος μέσα στους υπόλοιπους. Τότε είχε ψηφιστεί και ο Νόμος 4000.

Είχατε αντιμετωπίσει πρόβλημα εσείς;

Όχι, τεντιμποϊσμούς δεν έκανα. Μάκραινα τα μαλλιά, αν και με κυνηγούσαν λίγο απ’ το σπίτι. Βρισκόμασταν στην πρώτη πενταετία του ’60.

Τα μαλλιά ήταν ”μανιτάρι” τότε, γιεγιέδικα. Ακόμη δεν είχαν μακρύνει πολύ στο χίπικο στυλ.

Έτσι, στα τέλη του ’60 – αρχές του ’70 μάκρυναν αρκετά τα μαλλιά. Εμείς ήμασταν σαν τους Beatles, φράντζα δηλαδή. Θα σας πω μια ιστορία: Τότε είχε βγει το μιούζικαλ ”West Side Story”, που μας έδωσε γραμμές μόδας, ύφους και στυλ. Μας πρότεινε ένα τρόπο ζωής. Εγώ πήγα και πήρα ένα στιλέτο που το πατούσες και άνοιγε αυτόματα, μ’ ένα κλακ! Τρία στιλέτα μού πέταγε ο αδερφός μου, δέκα χρόνια μεγαλύτερος, στην τουαλέτα κι εγώ πήγαινα κι αγόραζα άλλο. 

Σου λέει ”Εγκληματίας θα γίνει ο αδερφός μου;”

Ναι, αλλά εγώ τα έπαιρνα γιατί ο πρωταγωνιστής είχε στιλέτο και το έβγαζε όποτε μάλωναν οι Πορτορικάνοι με τους Αμερικανούς, να πούμε. Τι υπέροχη μουσική του Bernstein στο ”West Side Story”! Μπορεί να τό’χα δει και 15 φορές στο σινεμά το έργο! Εξαιτίας της μόδας, λοιπόν, αγαπήσαμε τη μουσική και τρέξαμε να μάθουμε μουσικά όργανα.

Εσείς με ποιο όργανο καταπιαστήκατε;

Κιθάρα. Δε μπορώ να πω ότι είμαι άνετος και βιρτουόζος, αλλά τέλος πάντων μ’ αυτό το όργανο εκφράζομαι. Γράφω τραγούδια στην κιθάρα. Μου επιτρέπετε μία παρένθεση; Στο Δοξάτο ο αδερφός μου κι εγώ πήγαμε και γραφτήκαμε στη Φιλαρμονική: Ο αδερφός μου ο Κώστας πήρε όργανο την τρομπέτα, στη μπάντα, κι εμένα μου έδωσαν ένα όργανο τύπου κόρνου, που λεγόταν Τζένις. Έπαιζε καταπληκτικό ρόλο στη μπάντα! Ο αδερφός μου ποτέ δεν έγινε καλλιτέχνης, αλλά πάντα τον αναφέρω, γιατί του έγραψα ένα τραγούδι, την ”Τρομπέτα”. 

Στο διαδίκτυο που όλα φανερώνονται πια, βρίσκει εύκολα κανείς την ηλικία σας…

Τη λέω, δεν έχω πρόβλημα. Είμαι γεννηθείς το ’46, αισίως 72 ετών. Για να σας βάλω σε μια τάξη, είπαμε ήδη για τη μόδα, που αυτή μας καθοδηγούσε. Στη γειτονιά του Διοικητηρίου της Θεσσαλονίκης, κάναμε το πρώτο μας συγκρότημα. Χωρίς όργανα! Λέγαμε ”Εσύ θα παίζεις hammond κι εσύ ντραμς”! Ήμασταν στα 17, έφηβοι, κι αυτός που θα έπαιζε ντραμς, υποτίθεται, ήξερε να χτυπάει τα χέρια του στο θρανίο.

Είχε την αίσθηση του ρυθμού.

Ακριβώς! Τον θαυμάζαμε κιόλας (γέλια). Τα λέω και γελάω, αλλά για την ηλικία μας ήταν σπουδαία πράγματα. Λέγαμε ”Θα γίνουμε Beatles”, οι Beatles όμως ξέρετε πόσο απείχαν από μας; Από το ξεκίνημα τους ήταν μουσικάρες, εμείς δεν ξέραμε καν όργανα. Το συγκρότημα το ονομάσαμε The Drugstore Men, Φαρμακοποιοί…

Σώζονται ηχογραφήσεις;

Όχι, τι ηχογραφήσεις; Αφού δεν παίζαμε καν όργανα! Τι κάναμε τα τρελόπαιδα; Ένας κονφερασιέ της Θεσσαλονίκης, τύπου Οικονομίδης, που παρουσίαζε νέα ταλέντα στο Green Park, μας κάλεσε ως Drugstore Men να διαγωνιστούμε. Μας σήκωσε απάνω, ”Που είναι τα όργανα σας;” μας ρωτάει. ”Δεν έχουμε” λέμε. ”Και πως θα παίξετε;” ”Με το στόμα” (γέλια). Είπαμε ένα κομμάτι του Trini Lopez, το ”Kansas City”. 

Το κάνατε πολυφωνικό δηλαδή.

Ναι. Δεν έγινε τίποτα βέβαια, απλά μας χειροκρότησαν. Αυτή ήταν η πρώτη εμφάνιση των Drugstore Men. Η δεύτερη έγινε στη δημοφιλέστερη εκπομπή του Νίκου Μαστοράκη που λεγόταν ”Λεωφορείον η Μελωδία”. Είχε ανέβει στη Θεσσαλονίκη.

Ταυτόχρονα με την κυκλοφορία των ”Μοντέρνων Ρυθμών”.

Οι ”Μοντέρνοι Ρυθμοί” κυκλοφορούσαν. Πριν ο Μαστοράκης είχε φτιάξει μια εφημεριδούλα που λεγόταν ”Ντισκοτέκ για νεολαία”, αν θυμάμαι σωστά. Έρχεται λοιπόν με συνεργείο ο Μαστοράκης για να κάνει εκπομπή από τη Θεσσαλονίκη. Πάμε ξανά οι Drugstore Men χωρίς όργανα. Είπαμε ότι θα παίξουμε ένα instrumental της δεκαετίας του ’60, το ”Walk don’t run”. Ο Μαστοράκης το βρήκε διασκεδαστικό, μας λέει ”Παίξτε το”. Αρχίσαμε! Το σημαντικό ήταν τα μουσικά πρωινά στα κινηματοθέατρα τις Κυριακές, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, αφού η νεολαία δε μπορούσε τις καθημερινές να το σκάσει απ’ το σπίτι ή τις σχολικές υποχρεώσεις. Αγόρια και κορίτσια φορούσαν ποδιές και πηλήκιο στα σχολεία. Εμείς ήμασταν θαμώνες στα μουσικά πρωινά κι εκεί μας γεννήθηκε η επιθυμία για μια πιο επαγγελματική ενασχόληση. Ένα συγκρότημα που μας άρεσε ήταν οι Brahms. Όταν κάποια στιγμή ο τραγουδιστής τους έφυγε μετανάστης στο Βέλγιο, με ειδοποίησε ένας φίλος να τον αντικαταστήσω. ”Δεν μπορώ να αφήσω τους Drugstore Men” του είπα, αλλά μου εξήγησε πως μέχρι να πάρουμε εμείς όργανα, τρέχα – γύρευε…Ρώτησα τα παιδιά και μου είπαν ”Πήγαινε”. Στο φουαγέ της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών της Θεσσαλονίκης, στην οντισιόν για τους Brahms, περίμενα προτελευταίος στη σειρά. Δοκιμάζουν πρώτα πέντε – έξι άλλους και όταν έρχεται η σειρά μου, τραγουδάω το ”Twist and shout” των Beatles. ”Φύγε, φύγε” λένε στον επόμενο, ”βρήκαμε τραγουδιστή”! Αργότερα έμαθα ότι ο τελευταίος έγινε δημοσιογράφος στη ζωή του και μου το κρατούσε που τού’φαγα τη θέση (γέλια). 

Τι πιστεύετε ότι προσφέρατε στο συγκρότημα;

Από τη στιγμή που πήγα, οι Brahms έγιναν το δημοφιλέστερο συγκρότημα στη Θεσσαλονίκη. Τώρα που πέρασαν χρόνια, ξεπερνώ τη σεμνοτυφία μου και δικαιούμαι να λέω τι έκανε τότε εκείνος ο πιτσιρικάς, ο Πασχαλάκος! Οι Brahms παίζανε τσατσά, μάμπο, λάτιν, χορούς που χορεύονταν πολύ. Είχαν δύο κιθάρες, ντραμς, μία τρομπέτα και ένα σαξόφωνο. Μπαίνοντας εγώ στο συγκρότημα, τους έφερα τους Beatles και τους Animals, τους έκανα πιο νεανικούς. Ήμουν και καλλίφωνος και αμέσως πήραν τα πάνω τους. Παίζαμε κάθε Σαββατοκύριακο και ξεχωρίζαμε σε διαγωνισμούς. 

Ο Σαββόπουλος θα σας είχε δει άραγε;

Όχι, ο Σαββόπουλος τότε μόλις είχε κατέβει στην Αθήνα. Κατά τη γνώμη μου, όμως, συγκριτικά με μας, ο Σαββόπουλος ήτανε περιθωριακός. Έμπαινε στο νέο κύμα, που απευθυνόταν στους φοιτητές, σε λίγο δηλαδή κόσμο. Εμείς απευθυνόμασταν σε ολόκληρη τη νεολαία, σε όλα τα σχολεία! Όταν πήγα, λοιπόν, στους Brahms, είχα ήδη γράψει το ”Σχολείο”. Το έγραψα βάφοντας και στοκάροντας ένα μηχάνημα, εκεί βγήκαν οι στίχοι. Το ”Σχολείο” να πω ότι μελωδικά προέρχεται από ένα αμερικανικό traditional τραγούδι, ελεύθερο δικαιωμάτων, κάτι σαν το ελληνικό ”Ντιρλαντά” του Σαββόπουλου. Πάνω στη μουσική του, εγώ έγραψα τους ελληνικούς στίχους. Εννοείται ότι άλλαξα τον κάντρι ρυθμό του, αλλά να προσθέσω ότι μέσα σε χιλιάδες τραγούδια που έχω πει, σε όλες τις δεκαετίες, η ρυθμική αγωγή του ”Σχολείου” είναι εκεί, παραμένει αξεπέραστη. Αν είναι δυνατόν τα beats του ”Σχολείου” να επιζούν για έξι δεκαετίες! 

Το παίζατε το ”Σχολείο” με τους Brahms;

Ναι, το είχαμε βγάλει και το παίζαμε στους φαν μας. Τότε έγραψα και τον ”Τρόπο”, ως Brahms, σε δικούς μου στίχους και μουσική. Μάλιστα, όταν το πρωτοπαίξαμε σ’ ένα φοιτητικό χορό, μας το ζήτησαν τουλάχιστον άλλες δέκα φορές! Κάποια στιγμή οι Brahms κουράστηκαν λόγω ένδειας. Δεν είχαμε εκσυγχρονισμένα μηχανήματα. Κάναμε ανασχηματισμό: Διώξαμε την τρομπέτα και την μία κιθάρα και πήραμε έναν πιανίστα, ο οποίος θα αγόραζε μία farfisa. Η συμφωνία ήταν να έπαιρνε κάνα εικοσάρι παραπάνω για να του το ξεπληρώναμε. Μ’ αυτόν τον ήχο το ’66 – ’67 παίχτηκαν το ”Συγγνώμη”, ο ”Τρόπος” και το ’69 αγοράσαμε hammond. Να σου πω τώρα, βιβλίο γράφουμε;

Λέγε εσύ και θα τα φτιάξω εγώ.

Όχι, γιατί τι θα γράψω εγώ στο δικό μου βιβλίο; (γέλια) Οι Brahms, λοιπόν, γίναμε πενταμελείς. Αναζητήσαμε κι έναν άλλο μουσικό. Υπ’ όψιν, ήμασταν φαν των Forminx με το ”Yanka” κι εγώ ήμουν απ’ τους πρώτους που έτρεχα όποτε παίζανε στη Θεσσαλονίκη. Ο Νίκος Ελληναίος, που ήταν στιχουργός, μας έδωσε την ιδέα να μετονομαστούμε σε Ολύμπιοι. Μας άρεσε το ελληνοπρεπές του ονόματος, αλλά για να το κάνουμε ξενικό, καταλήξαμε στο Olympians. 

Πείτε μου κάτι άλλο: Εκείνη την περίοδο υπήρχαν και οι Turtles ή οι Box Tops εκτός από τους Beatles και τους Stones.

Κι όχι μόνο. Και οι Kinks, και οι Doors ακόμη, τα παίζαμε όλα αυτά.

Ναι, θέλω να πω κάτι για τον Μαστοράκη που σαφώς έπαιξε μεγάλο ρόλο στην εγχώρια ποπ κουλτούρα: Απ’ τη μια κράτησε τη γκλαμουριά της ποπ – ροκ σκηνής, έθαψε τεχνηέντως όμως την πιο επαναστατική φύση της. Συμφωνείτε ή διαφωνείτε; Οι Doors, ας πούμε, δεν ήταν ένα όποιο κι όποιο συγκρότημα.

Ξέρω τι λέτε. Ακούστε, πιάνουμε ένα πονεμένο κεφάλαιο. Θίγετε μία παγκόσμια κατάσταση: Δίνουμε ταυτότητα στα είδη της μουσικής. Εάν αναρωτηθείτε, εσείς που είστε ερευνητής, απ’ ότι είδα στις συνεντεύξεις σας απ’ την πρώτη στιγμή, σας καλώ να μου πείτε: Υπάρχει σκοπιμότητα; Εννοώ που να έχει σχέση με το εμπόριο, με το να αναβαθμίσεις τον έναν και να κάνεις τον άλλον θαυμαστή του και φανατικό οπαδό του, απλά γιατί αυτός ο άλλος είναι ανίδεος. Άμα διαβάσουμε την ψυχολογία του όχλου, ξέρουμε πως χειραγωγείς έναν αδαή άνθρωπο.

Θα σας απαντήσω με έναν πολύ ωραίο ορισμό του Σαββόπουλου από τα μέσα του ’70 κιόλας: Η ποπ, είχε πει, είναι ένα είδος κτηνώδους καταναλωτισμού που κατάφερε να ξεπεράσει τον κτηνώδη χαρακτήρα της και να κατακτήσει τις λαϊκές μάζες.

Εγώ απ’ αυτά που λέτε και καταλαβαίνω είναι ότι εκτιμώ τον Σαββόπουλο σαν καλλιτέχνη, δεν τον εκτιμώ όμως σαν ολόκληρο σύστημα προβολής της δουλειάς του, του εαυτού του και του καλλιτεχνικού του προφίλ. Πολλών καλλιτεχνών δεν μου αρέσει ο τρόπος αυτοπροβολής τους. Ερχόμενο το ΠΑΣΟΚ είδαμε πόσοι εκμεταλλεύθηκαν την αγραμματοσύνη του κόσμου. 

Απ’ την άλλη, ένας άλλος ποπ καλλιτέχνης της γενιάς σας δε θα λέει ότι κι εσείς ένα μέρος του συστήματος υπήρξατε;

Ναι, αλλά το κατεστημένο του Πασχάλη δεν το επέβαλλε ο Πασχάλης με τη συμπεριφορά του και με μεθοδικότητα! Να σας πω εγώ ιστορίες όταν κατέβηκα να δουλέψω στα ”Δειλινά”, πρώτη φορά στην Αθήνα! Τραγουδιστές να δημιουργούν κόντρες στις εφημερίδες για να κάνουν θόρυβο γύρω απ’ τ’ όνομα τους! Δεν εννοώ με μένα, αλλά με άλλους, που ήταν φίλοι μεταξύ τους…Παρατηρούσα χαρακτήρες συναδέλφων, άλλοι νά’ναι σταρχιδιστές και άλλοι δήθεν και προσποιητοί.

Α, για να μην το ξεχάσω: Στους Olympians δεν είχε γράψει στίχους και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος;

Ναι, σε δύο τραγούδια μας.

Παράξενο που κανείς δε λέει ότι ο Παπαδόπουλος έχει κάνει και ποπ τραγούδια.

Πρώτα απ’ όλα ο ίδιος δεν το λέει!

Μα υπάρχει το όνομα του στους δίσκους σας.

Ναι. Δεν κατάλαβες, έχει εκδώσει τόσα βιβλία, σε κανένα δεν αναφέρει ότι οι στίχοι στον ”Αλέξη” και στην ”Ιστορία” είναι δικοί του. 

Βλακεία του, αν είναι έτσι. 

Ε βέβαια, βλακεία του!

Μήπως για να μην τον πουν ”ελαφρύ”;

Νομίζω πως ο Λευτέρης έπεσε στη λογική του Σταυρίδη (σ.σ. λέει την ατάκα από τα ”Κίτρινα γάντια”: Τώρα εσείς πότε προλάβατε, πότε τά’πατε, πότε τα μαγειρέψατε…)

Βγάζετε πάντως μια παιδικότητα για 72 ετών άνθρωπος. Μιλήστε μου και για τους άλλους στιχουργούς των Olympians, σαν τη Σέβη Τηλιακού.

Τη Σέβη Τηλιακού τη γνωρίσαμε λίγο μετά, όταν γράφαμε μόνο εγώ και ο Κακαλιάγκος και πάψαμε να είμαστε δημιουργικοί. Τότε η εταιρεία, η ”ΕΛΛΑΔΙΣΚ”, μας έφερε σε επαφή μαζί της. Οι Olympians φτιάχτηκαν το ’65, τέτοια περίοδο, και μας διέλυσε πρόσκαιρα ο στρατός. Εγώ έφυγα φαντάρος τον Δεκέμβριο του ’66 στον Άραξο. Στο συγκρότημα με αντικατέστησαν τρία άτομα στο μπάσο, στα ελληνικά και στα ξένα τραγούδια. Ο Παπαβασιλείου στο μπάσο και στα ελληνικά, ο Παπάζογλου στα αγγλοσαξονικά και ο Καρατζόγλου στα ιταλικά. 

Με τον Παπάζογλου είχατε μεγάλη φιλία, είναι γνωστό.

Με τον Νικόλα τον Παπάζογλου ήμασταν γειτονάκια. Μεγαλώσαμε μαζί, εξαιρετικό παιδί! Εκείνος με άλλο συγκρότημα και εγώ με άλλο. Οι Olympians δεν έκαναν δισκογραφία με τους αντικαταστάτες μου, όλα τα τραγούδια με μένα έγιναν. 

Και πότε μπήκε στο σχήμα ο Παντελής Δεληγιαννίδης;

Το 1970. Άλλος εξαιρετικός μουσικός! Γράψαμε και τραγούδια μαζί!

Αυτή ακριβώς είναι για μένα η πιο ενδιαφέρουσα φάση των Olympians, η πιο ψυχεδελική πλευρά τους.

Μα στο μοναδικό μεγάλο δίσκο των Olympians, αυτόν με το ”Κορίτσι του Μάη”, καταλαβαίνεις ότι δεν ήμασταν ένα τυχαίο συγκρότημα! Ο ρόλος ο δικός μου στο δίσκο αυτό ήταν ηγετικός. Έγραψα καταρχάς πολλές μουσικές και στίχους, συνεργαζόμενος με τον Παντελή. Στήναμε τα κομμάτια. Το ίδιο και μαζί με τον Αντώνη Θεοδωρόπουλο. Είχαμε άποψη, μας άκουγες κι έλεγες ”Τι κάνουν εδώ τώρα οι τύποι;”

Ποια ήταν τα ακούσματα σας σε εκείνη τη φάση;

Η αγγλοσαξονική σκηνή. Η χίπικη ψυχεδέλεια, Hendrix, Jethro Tull, το ”Stand Up” τό’χα Ευαγγέλιο! Πιστεύω ότι οι Olympians δεν έχουν εκτιμηθεί όπως τους αξίζει: Είναι το μοναδικό συγκρότημα στην ιστορία των ελληνικών συγκροτημάτων που έκαναν 29 ηχογραφημένα τραγούδια, από τα οποία τα 21 είναι γνωστά και τα 10 τουλάχιστον μεγάλες επιτυχίες. Οι άλλοι, οι Charms ή οι Idols, να πω, έκαναν 10 τραγούδια κι αυτά διασκευές. 

Όντως, πρωτογενές υλικό εσείς είχατε.

Ξέρετε ότι θέλαμε να πάμε στην Αμερική, στο Γούντστοκ; Η ζωή μας ήτανε! Ήταν ένα έπος, μια εποχή το Γούντστοκ. Το κίνημα των χίπις πάλι από τους Beatles ξεκίνησε, όταν πήγαν στην Ινδία κι έμπλεξαν με τον Μαχαρίσι. Τότε κι εμείς αλλάξαμε ήχο, πήραμε το hammond που κόστιζε 350.000 δραχμές, όσο έκανε ένα διαμερισματάκι στη Στησιχόρου τότε. Τα μισά λεφτά βάλαμε εμείς με δάνειο και τα άλλα μισά η ΕΛΛΑΔΙΣΚ. Ήταν ένα καλό deal.

Ωστόσο, οι Beatles δεν έμπλεξαν μόνο με τον Μαχαρίσι, αλλά και με το LSD. Εσείς;

Καμία σχέση! Εγώ έλεγα ότι παίρνοντας ναρκωτικά, οπωσδήποτε βρίσκεσαι σε μία άλλη συνειδησιακή κατάσταση και απαλλαγμένος από διάφορα βάρη, δημιουργείς απελευθερωμένα. Βγάζεις τον εσωτερικό σου εαυτό. Εγώ, όμως, έχω γράψει πράγματα που τα χαρακτηρίζω ακόμη επιφοίτηση του πνεύματος, που μου βγήκαν νεράκι, σαν να ήμουν σε μια trance συνθήκη. 

Καταλαβαίνω. Και συγχρόνως να έχεις να διαχειριστείς και την υστερία των φαν.

Παρόλο που η νεολαία δε μπορούσε να κάνει ότι ήθελε, όταν ερχόταν στα κλαμπ που παίζαμε, ξεσάλωνε κυριολεκτικά. Υπήρχαν οι ταινίες που έκαναν οι Beatles, σαν το ”A hard day’s night”, και τότε η νεολαία εξωτερικευόταν. Γράμματα έχω χιλιάδες, αμπαλαρισμένα, σε κιβώτια στο σπίτι μου. Έζησα εκδηλώσεις θαυμασμού και αγάπης, παρανοϊκές, νορμάλ, που τις ένιωθα! Έτρεμε το κοριτσάκι που με αντίκριζε από κοντά. Αυτά, ξέρετε, μου δημιουργούσαν και μια λύπη μέσα μου. 

Για ποιο πράγμα;

Για το πως υπέφερε ο άλλος. Ήμουν πάρα πολύ προσεχτικός απέναντι σ’ αυτά τα άτομα. Ήμουν απ’ τους πολύ λίγους καλλιτέχνες επίσης που μετά την συναυλία μοίραζα αυτόγραφα. Χιλιάδες αυτόγραφα! Κάποιοι άλλοι την ίδια στιγμή το έπαιζαν ανέγγιχτοι και απλησίαστοι. Ποτέ δεν το έκανα αυτό και δεν έχασα!

Πότε διαλύθηκαν οι Olympians;

Τελευταία συναυλία δώσαμε το καλοκαίρι του 1971 στη Ρόδο. Αποφασίσαμε ότι δεν θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε ως μουσικοί, ούτε να ζήσουμε απ’ τη δουλειά αυτή. Έπρεπε να δούμε το μέλλον μας σαν κοινωνικές οντότητες, να κάνουμε οικογένειες κλπ. Πως; Σαν μουσικοί; 

Μα δεν βγάζατε λεφτά, δεν πούλαγαν οι δίσκοι;

(γέλια δυνατά) Και σήμερα αν ρωτήσεις έναν καλλιτέχνη, έτσι θα γελάσει. Έβγαλε κανείς λεφτά από δίσκο; Δε μιλάμε για μεγάλες επιτυχίες. Όταν, ας πούμε, έκανα πλατινένιο δίσκο το 1990, πήρα κάποια χρήματα. Όχι ικανά, όμως, για να με ζήσουν ή να με κάνουν πλούσιο.

Άρα για βιοποριστικούς λόγους κατεβήκατε στην Αθήνα και μπήκατε σε λαϊκά σχήματα.

Η αλλαγή στη ζωή μου έγινε απ’ τη στιγμή που μπήκα στη μουσική και έκανα επιτυχία, δεν ήμουν ο μπογιατζάκος. Πριν κατέβω στην Αθήνα, με τον Κακαλιάγκο αποφασίσαμε να ασχοληθούμε με την παραγωγή πλαστικών ειδών, ήταν πάνω στην ακμή τους οι πλαστικές σακούλες. Πήραμε πρώτες ύλες, αλλά όταν μας τελείωσαν, η επιχείρηση ναυάγησε. Έτσι έφυγα από πάνω. Μετά βέβαια που δούλεψα στα λαϊκά σχήματα, τηλεφώνησα: ”Κακαλιάγκο, πούλα τώρα! Εγώ δε γυρνάω, μια χαρά είμαι εδώ” (γέλια) Στο εργοστάσιο είχα κι ένα ατύχημα στους κυλίνδρους, έχασα ένα δάχτυλο που μου το συγκόλλησαν οι γιατροί…Βέβαια, στα λαϊκά σχήματα, είχα πάνω μου όλη την καριέρα των Olympians. Στα ”Δειλινά”, τραγούδια των Olympians έλεγα. 

Από τους Beatles και τους Jethro Tull στον Διονυσίου και στον Πάριο, δεν ήταν ”κάπως”;

Όχι, γιατί είχαμε τις δικές μας καριέρες, δεν είχαμε προβλήματα και το πρόγραμμα κανόνιζε ο μαέστρος.

Αισθητικά, εννοώ.

Δεν υπήρχε θέμα αισθητικής. Ο κόσμος αγαπούσε ότι αγαπούσε, δεν μας καθοδηγούσαν τα περιοδικά. Δεν υπήρχε ο διαχωρισμός ευτελούς και ποιοτικής μουσικής. Αυτό ήρθε λίγο μετά τη Μεταπολίτευση. Επίσης, να πω ότι την ίδια περίοδο που ήμουν στα ”Δειλινά”, έκανα και τον πρώτο προσωπικό μου δίσκο. 

Και κάνατε ερήμην σας, όπως έχω γράψει παλιά, μία από τις μεγαλύτερες αντιστάσεις στη χούντα, εσείς, ένας απολιτίκ ή μη αριστερός. Μιλάω για το κομμάτι ”Περήφανοι όλοι”, εξελληνισμός του ”John Barleycorn” των Traffic.

Θα σας διορθώσω! Άμα τα βάλεις δίπλα τα κομμάτια, έχουν μια κοινή ρυθμική γραμμή. Σαν συνθέτης του ”Περήφανοι όλοι”, είχα επιρροές από Traffic και Steve Winwood, γιατί ήμουν φαν, αλλά δεν έκανα αντιγραφή. Ήταν πρωτότυπη σύνθεση.

Καλά, ας αφήσουμε το ”Περήφανοι όλοι” κι ας πούμε για το ”Ευχές για σας”. Μα πως σας ήρθε, αλήθεια, να κάνετε στα ελληνικά μια μπαλάντα για τους αναρχικούς Sacco και Vanzetti;

Εκείνη την εποχή, το ”Here’ s to you” και η Joan Baez και ο Bob Dylan, οι επαναστάτες δηλαδή καλλιτέχνες…

Και οι κομμουνιστές, να πούμε ευθέως…

Ναι, αυτοί που πήγαιναν ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, επηρέαζαν κι εμάς που ζούσαμε στην Ελλάδα κι αγαπούσαμε τη μουσική. Θέλαμε να διασκεδάζουμε τον κόσμο που ερχόταν σε μας. Η χαρά αυτή δεν αλλάζει και δεν συγκρίνεται με κανέναν πολιτικοποιημένο παπάρα!

Γιατί το λέτε θυμωμένα;

Βάζουμε ταμπέλες και δηθενισμούς! Η ψυχολογία του λαού που αγαπάει τα τραγούδια δεν έχει να κάνει με την πολιτική, αλλά με την αγνωμοσύνη, την αμάθεια και τον εξυπνακισμό όσων δίνουν τις γραμμές για να εκμεταλλευθούν την κατάσταση. 

Με συγχωρείτε, αλλά όταν ο Dylan έλεγε ”A hard rain’s gonna fall”, ο Σαββόπουλος έλεγε ”Η βροχούλα αν δεν έκαιγε καλύβια”, υπονοώντας αμφότεροι τις βόμβες στο Βιετνάμ.

Όταν ο Σαββόπουλος έγραφε αυτό, είχε τα συναισθηματικά του, αλλά προφανώς και είχε επίσης μες το μυαλό του την πολιτική κατάσταση, στην οποία βρισκόταν.

Που είναι το κακό;

Μα το είδος, οι απόψεις του και η στάση του ήταν μια ζωή εκεί, στο σύστημα που πολεμούσε. Εγώ ήμουν αλλού, έξω από κάθε πατρονάρισμα και καθοδήγηση.

Εγώ έχω κολλήσει με το ”Here’ s to you” του Morricone και της Baez. Σας έχω απέναντι μου και ξαναρωτώ, πως σας ήρθε να το διασκευάσετε;

Σπίτι μου είχα τα άπαντα της Baez, ήταν η αγαπημένη μου. Μέσω της εταιρείας μου ζήτησα άδεια για να το διασκευάσω στα ελληνικά. Ο Robert Williams έγραψε τους ελληνικούς στίχους, όντας στο συγκρότημα των Poll. Δεν είχα λόγους να τονίσω την αναρχική φύση των δύο ηρώων. Μάλιστα πολλοί φίλοι με ρωτούσαν τι εννοούσαν οι στίχοι. Απ’ αυτό το τραγούδι δεν αντιμετώπισα πρόβλημα με τη χούντα, δεν το καταλάβαιναν.

Λογικό, σιγά μην ήξερε ο μπαστουνόβλαχος της χουντικής λογοκρισίας τους Sacco και Vanzetti...

Πρόβλημα, όμως, αντιμετώπισα με το ”Περήφανοι όλοι”, που μου το γύρισαν πίσω. Ζήτησαν να διορθώσουμε κάποιους στίχους, αρνήθηκα, το ξαναστείλαμε και μας το πέρασαν. 

Θέλω τώρα να σας πω μερικά ονόματα συναδέλφων σας και να μου πείτε τη γνώμη σας: Κώστας Τουρνάς.

Ο Τουρνάς και οι Poll ήταν μία εξέλιξη των Olympians, του πρώτου γκρουπ που έκανε τον κόσμο να αγαπήσει την ξένη μουσική με τραγουδισμένο ”φυσιολογικά” και ανεπιτήδευτα τον ελληνικό λόγο. Οι Poll ήταν η χίπικη μετεξέλιξη των Olympians. Χίπιζαν, ενώ οι Olympians ποπίζαμε.

Δημήτρης Πουλικάκος.

Εξαιρετική περίπτωση ταλαντούχου μουσικού που ζούσε με τους Εξαδάχτυλος, το συγκρότημα του, σε ένα ροκ πλαίσιο χωρίς να έχει ευρεία αποδοχή. Ήτανε το περιθωριακό ροκ και πάντα το περιθώριο διαθέτει εξαιρετικούς και εμπνευσμένους ανθρώπους με όλη τη λάσπη και τη μπίχλα γύρω τους.

Βλάσσης Μπονάτσος.

Sui generis, υπέροχος. Οι Πελόμα Μποκιού ήταν ένα χίπικο συγκρότημα που κάνανε ένα – δυο τραγούδια κι αυτό ήτανε! Αν έκαναν επιτυχία ήταν γιατί μοιάζανε με τους Santana και τους Traffic.

Νοστράδαμος και τελειώνουμε με τα ονόματα.

Οι Νοστράδαμος οφείλουν πολλά στον Στέλιο Φωτιάδη. Η Γλέζου ήταν, πιστεύω, ένα εκτελεστικό όργανο τους. Ο δε Charlie ήτανε ένας μαλάκας, καλή του ώρα, που έφαγε τη ζωή του…Γι’ αυτό τον λέω έτσι, τον εκτιμούσα…

Για τον Παύλο Σιδηρόπουλο, φαντάζομαι, θα έχετε πιο πολλά να πείτε.

Ο Σιδηρόπουλος ερχόταν κάθε βράδυ και καθόταν δίπλα από το πάλκο που παίζαμε στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών. Ήσυχος, ποτέ δεν εξέφρασε την επιθυμία ν’ ανέβει πάνω να τραγουδήσει. Μας είχε κάνει εντύπωση, λέγαμε κι ένα ”γεια”. Όταν κατέβηκα στην Αθήνα κι ήρθε κι ο Δεληγιαννίδης, έκαναν με τον Σιδηρόπουλο τους Δάμων & Φιντίας. Φιλοξενούσα τον Παντελή και βρισκόμασταν τακτικά στο σπίτι του Παύλου στην Αναγωστοπούλου, στην Κυψέλη. Ψαχνόμασταν μουσικά, λέγαμε ιδέες. Μάλιστα, θεωρώ την πιο μεγάλη περίοδο στα μουσικά μου ψαξίματα όταν φιλοξένησα για πέντε μήνες τον Νίκο Παπάζογλου. Τον είχα φέρει από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα και έπαιζε μαζί μου στη ”Φαντασία” των Μενιδιάτηδων. Εκείνη τη σεζόν, το ’74, τον ήθελα κοντά μου, γιατί πίστευα στην αξία του. Το project που δουλεύαμε ήταν να κάνουμε αγγλόφωνα τραγούδια με μονούς ελληνικούς ρυθμούς. Θέλαμε να τα βγάλουμε στο εξωτερικό με ένα τρόπο, π.χ., που τα ελληνικά 5/8 να φαίνονται ζυγά. Ψάχναμε για έναν δυνατό ντράμερ, όπως έπαιζε αυτός των Blind Faith στο ”Do what you like”, 5/8 δηλαδή! Έχω και τη ”Γαλάζια θάλασσα”, ένα από τα πρώτα τραγούδια του Παπάζογλου, που τραγούδησα εγώ το 1975.

Αναφέρετε ανθρώπους με σημαντικό έργο που λείπουν σήμερα.

Τον Σιδηρόπουλο τον θαύμασα μετά τη γνωριμία μας, με εκείνο το δίσκο με τη Σπυριδούλα. Πριν δεν τον ήξερα, απλά ψαχνόμασταν. Ο θάνατος του Νίκου με πείραξε. Πολύ, πολύ…Δουλέψαμε πολύ παρέα. Ο Νίκος δεν ήτανε, είναι ακόμη ένα εξαιρετικό ταλέντο στα πάντα! Πήγα στην κηδεία του και στενοχωρήθηκα που δε βγήκε ένας κουλτουριάρης να πει δυο λόγια. Γιατί; Έβλεπα τον Σαββόπουλο και τον Παπακωνσταντίνου και δεν είπαν δυο λόγια γι’ αυτόν τον σπάνιο άνθρωπο. Να μην ήθελε η Μπάρμπαρα, η γυναίκα του; Ας μην ήθελε, ποσώς με ενδιαφέρει. 

Πως σας βρήκε η δεκαετία του 1980;

Χαμένο…Καλλιτεχνικά παραγκωνισμένο, αφού το είδα στο είδος που υπηρετούσα. Έχασα το συμβόλαιο αποκλειστικότητας με την Polygram, δεν ενδιαφέρθηκαν δηλαδή να μου το ανανεώσουν. Το πολιτικό τραγούδι είχε κάνει ζημιά, ήταν μια μεγάλη ανατροπή στην κοινωνία. Ο κόσμος, όμως, δέχτηκε τα τραγούδια του Θεοδωράκη, τα έζησε και τα αγάπησε, ως εθνικούς ύμνους. Πατριωτικά τραγούδια! Και σε μένα έτσι λειτούργησαν. Εκτιμούσα και αγαπούσα πάρα πολύ κάποια τραγούδια του Θεοδωράκη, με συγκινούσαν ιδιαίτερα. Του Χατζιδάκι, πάλι, αναγνώριζα την ευαισθησία τους και ως Olympians είχαμε στο ρεπερτόριο μας στα κλαμπ τον ”Ταχυδρόμο” και το ”Μαντολίνο”. Εδώ να προσθέσω ότι οι Olympians διέφεραν και στο ρεπερτόριο απ’ τους άλλους! Τον Χατζιδάκι τον γνώρισα μια φορά στη Θεσσαλονίκη. ”Εσύ είσαι αυτό το παιδί των Olympians;” ήρθε και μου είπε και δεν θα ξεχάσω τον απέραντο θαυμασμό του. Άκουγα και τον ”Μεγάλο Ερωτικό” όταν βγήκε το ’72. Ο Ψαριανός μου άρεσε πάρα πολύ, φωνάρα, αυθεντικότατος, ενώ όχι τόσο η Φλέρυ Νταντωνάκη που την άκουγα από το ραδιόφωνο. Παραήταν λυρική.

Και τι κάνατε για να αντιμετωπίσετε την καλλιτεχνική κάμψη στα 80s;

Έκανα ένα δίσκο, το ”Εγώ ζωγράφισα τη γη”, των Δώρου Γεωργιάδη – Σώτιας Τσώτου. Πάνσκληροι και κοινωνικοί οι στίχοι της Τσώτου. Χαίρομαι πάντως που δεν με ρωτάτε για την Eurovision στα 70s, τα έχω πει 600 φορές. Αν χρειάζεται να πω κάτι είναι ότι δουλέψαμε σαν συγκρότημα τέσσερα άτομα με διαφορετικές καριέρες κάτω από τη μπαγκέτα του Χατζηνάσιου. Η πέμπτη θέση που πήραμε ήταν καλή και θα πηγαίναμε καλύτερα αν δεν ”χάναμε” στη ζωντανή μετάδοση του τραγουδιού. Ξέρετε ποιο θεωρώ καλύτερο κομμάτι της Ελλάδας ever στην Eurovision; Το ”Παναγιά μου – Παναγιά μου” της Μαρίζας Κωχ το ’76, την προηγούμενη χρονιά από το δικό μας. Το θαύμασα πολύ αυτό το τραγούδι και ξέρω ότι ήταν παραγγελιά του Χατζιδάκι. Ωραία καλλιτέχνις η Κωχ και καλό κορίτσι. Και να σας πω και κάτι για πρώτη φορά; Όταν έκανα μια μικρή καριέρα στη Γερμανία και έτρεχα στα ραδιόφωνα όλης της Κεντρικής Ευρώπης, μου λέγανε ”Αυτή η ξανθιά με την υπέροχη φωνή, τι καταπληκτική που είναι”! Τώρα, αναφορικά με το δίσκο ”Εγώ ζωγράφισα τη γη”, μπορεί να μου άρεσε η ποπ και ο ρυθμός, μου άρεσαν όμως εξίσου και οι θλιμμένες μπαλάντες. Ο τότε παραγωγός δεν ήθελε να έμπαινα κι εγώ στο δίσκο, πίστευε ότι δε μου πήγαινε. Ήταν η μεγαλύτερη αποτυχία μου, αλλά δεν μετάνιωσα που το έκανα. Ήταν τέτοια η αποτυχία μου που το 1984 – 85 το ράφι ”Πασχάλης” δεν υπήρχε στα δισκοπωλεία. Έκανα μετά ένα δίσκο με λαϊκά σε δεύτερες εκτελέσεις κι έτσι ξαναπόκτησα θυρίδα στα δισκάδικα. Έκτοτε, είμαι στο ψάξιμο και λέω τι θα κάνω τώρα…

Κάτι ήρθε, όμως, όπως ξέρουμε.

Στην Αυστραλία συνάντησα τον Βλαβιανό, παλιό μέλος των Juniors, ο οποίος είχε γράψει τις μεγαλύτερες διεθνείς επιτυχίες του Ντέμη Ρούσσου, ”Forever and ever”, ”Ντρίγκι – ντρίγκι, μάνα μου” κλπ. Του λέω ”Ρε συ Λάκη, δεν έχεις κάνα τραγούδι να μου δώσεις;” Γυρνάμε εγώ Ελλάδα, αυτός Γαλλία και μου στέλνει μια κασέτα. Μου έπεσαν τα αυτιά, λέω ”Τι μου δίνει αυτός τώρα;” Έψαξα για στιχουργούς, μου έγραψαν κάτι απαράδεκτα. Είδα κι απόειδα κι έγραψα μόνος μου: ”Παραδώσου λοιπόν”, ”Στο μπαράκι”… Επειδή μας έλειπαν κάποια τραγούδια, γιατί ο Βλαβιανός δεν είχε άλλα, βρέθηκε ο Μιχάλης Ρακιντζής μέσω του Άκη Γκολφίδη. Μας δίνει, ποιο λες; Το ”Μωρό μου φάλτσο”! Ύστερα από τρεις μέρες, όμως, ο Ρακιντζής έρχεται και μας λέει: ”Δεν μ’ αφήνει ο Μάτσας να το δώσω, θα το πω εγώ”. Τι να κάναμε, μας έγραψε άλλα τραγούδια ο Ρακιντζής, το ”Πες πες” και το ”Κατερίνα – Κατερινάκι”. Το ”Κατερινάκι” δεν είχε στίχους! Ποιος θα μας έγραφε; Η Αναστασία Μουτσάτσου! Έγινε χαμός! Καμιά φορά την ξεφωνίζω στις συναυλίες μου, λέω: ”Στο κομμάτι αυτό έγραψε στίχους η κουλτουριάρα η Πειραιώτισσα”! 

Κάποια στιγμή, πέραν της τεράστιας επιτυχίας του ”On the Rocks” στα 90s, συνεργαστήκατε και με μεγάλες ορχήστρες.

Ναι, με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηνών, δίνοντας συναυλίες στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Εκεί τραγούδησα και τη ”Νύχτα μαγικιά” του Θεοδωράκη με μία ερμηνεία εφάμιλλη, θα έλεγα, της Δήμητρας Γαλάνη. Η Γαλάνη το ξεσκίζει, αλλά κι εγώ το λέω πάρα πολύ ωραία! Εκεί τραγούδησα από Χατζιδάκι μέχρι Sting! 

Συμμετείχατε και σε ένα τραγούδι των Κατσιμιχαίων, από τα καλύτερα τους κιόλας, με τους σουρεαλιστικούς στίχους του Αργύρη Χιόνη.

Τα παιδιά με φώναξαν να τραγουδήσω εκείνο το μέρος του τραγουδιού και του ποιήματος που αναφέρεται σε ένα ”ωραίο καλοκαίρι”, επειδή πιθανώς η φωνή μου να θυμίζει ξέγνοιαστα ωραία καλοκαίρια. Ανταποκρίθηκα με προθυμία! Τους εκτιμώ πολύ τους αδερφούς Κατσιμίχα και θυμάμαι πόσο μου άρεσαν τα ”Ζεστά ποτά” τους όταν είχαν πρωτοβγεί! Δισκάρα, όλα τους τα κομμάτια ένα κι ένα!

Το τωρινό CD σας, που είναι και η αφορμή της συνάντησης μας, τι περιέχει ακριβώς;

Τα τελευταία χρόνια έχω φτιάξει μια μπάντα με 4 – 5 μουσικούς που με συνοδεύουν κι αισθανόμαστε συγκρότημα. Το πρόγραμμα μας έχει μεγάλη επιτυχία. Είπαμε να μπούμε σ’ ένα στούντιο να γράψουμε, αλλά εκεί συνειδητοποιήσαμε πως δεν είναι για να υπάρχει απλά, αλλά και για να δοθεί στον κόσμο να το απολαύσει. Είναι δύο ώρες πρόγραμμα, διπλό CD. Δεν κάνω κάτι καινούργιο, τόσα χρόνια αυτό ζω! Είναι ένα live καλογραμμένο, παιγμένο α λα παλαιά στο στούντιο. Βγαίνει στη MINOS, με την οποία έχω 9 χρόνια παρελθόν, όπως είχα και 25 χρόνια με την πρώην Universal. Υπήρξε κι ένα διάστημα που ήμουν ”αδέσποτος”. Το CD αυτό το δειγμάτισα στη Heaven, αλλά τους είπα να περιμένουν. Τελικά το έδωσα στη Μαργαρίτα Μάτσα, αφού πλέον MINOS και Universal έχουν συγχωνευθεί. 

Θα κάνετε κάποιο live εν είδει παρουσίασης του;

Μήπως σταμάτησα ποτέ να παίζω; Δίνω περίπου 100 συναυλίες το χρόνο, Αθήνα και παντού. Σε μικρούς χώρους μεν, αλλά μου είναι πολύ ευχάριστοι οι χώροι αυτοί. Δεν κυνηγάω το χρήμα, αλλά την ενέργεια του live.

Είναι κάτι που σας κρατάει και από βιολογικής άποψης;

Δεν θα πω όχι…Σας προκαλώ να έρθετε να με δείτε να πάθετε πλάκα! Έχω τώρα ένα live στην Κύπρο κι άλλο ένα στην Κρήτη, αλλά τώρα κοντά, στις 10 του Νοέμβρη, θα εμφανιστώ στο ”Σέρλοκ”, μια ωραία μπυραρία στο κέντρο του Μαρουσιού. 

Δεν θα μπω στα προσωπικά σας, ξέρετε τι εννοώ. Πείτε μου, όμως, νιώσατε ποτέ την παραβίαση της ιδιωτικής σας ζωής από τα ΜΜΕ;

Δέχτηκα bullying από τα ΜΜΕ για τη γνωστή ιστορία. Κάποιους συναδέλφους σας δεν τους έχω συγχωρέσει ακόμα! Σ’ αυτή τη συνέντευξη, κύριε δημοσιογράφε, που δεν έχω ξαναμιλήσει ποτέ έτσι, εσύ δεν έχεις ένα μόνο: Θα το πω και δε χρειάζεται κάτι άλλο, διότι και ποιος ενδιαφέρεται στην τελική…Η υπόθεση έχει κλείσει κι εγώ πληρώνω κανονικά τη διατροφή. Ως εδώ! 

Πιστεύετε στη μοίρα, στο κισμέτ που λένε;

Πιστεύω ότι ολόκληρη η πορεία μου στον κόσμο είναι προγεγραμμένη. Όταν ήμουν παιδάκι, η μάνα μου μας έλεγε μια ιστορία: Αρραβωνιασμένη με τον πατέρα μου, την έπιασε μια τσιγγάνα σ’ ένα πανηγύρι και της είπε ”Θα κάνεις πέντε παιδιά και το ένα απ’ αυτά θα το χειροκροτούν όπου πηγαίνει”. Ως τα 18 μου, δουλεύαμε με τη μάνα μου και της λέγαμε ”Τι έγινε, ρε μάνα, με την προφητεία της τσιγγάνας; Ποιος θα μας χειροκροτεί; Μεροκαματιάρηδες είμαστε όλοι”…Από τον ”Τρόπο” και μετά δεν έχουν σταματήσει να με χειροκροτούν, πενήντα χρόνια και βάλε! Προσπαθώ κι εγώ βέβαια να διατηρώ τη σιλουέτα μου, να μην τρώω υπερβολικά και να διατηρώ τη φωνή μου. Μέχρι τώρα έχω τις ίδιες νότες που τραγουδούσα στους δίσκους μου. Μόνο ένα πράγμα κάνω, βάφω τα μαλλιά μου. Εντάξει, δεν είναι κακό, εδώ μαύρη είναι ολόκληρη η Βουλή (γέλια) 

Ένα τελευταίο: Πιστεύετε ότι υπήρξατε καλός άνθρωπος στη ζωή σας;

Στα επαγγελματικά μου μπορεί να δυσαρέστησα κάποιους, αλλά να ήταν για το καλό τους! Σε ανθρώπινο επίπεδο, δεν κρατάω κακίες. Στενοχωριέμαι και πληγώνομαι, αλλά δεν είμαι εκδικητικός. Πιστεύω ότι ο χαρακτήρας μου, έτσι όπως με έφτιαξαν η μάνα μου κι ο πατέρας μου, είναι ενός καλού ανθρώπου. Το έχω και σαν μότο στη ζωή μου, όταν λένε οι άλλοι ότι οι καλοί είναι και κορόιδα. Λέω ”Δε βαριέσαι, ας με λένε κορόιδο”. Ίσως όταν θα τελειώσει η ζωή μας και θα κάνουμε τη γρήγορη ματιά μας προς τα πίσω, να λέμε ότι δεν υπήρξαμε κακοί στο πέρασμα μας απ’ τη γη αυτή, δε βλάψαμε άλλον άνθρωπο. Θα ήθελα απλά για μένα, όταν δεν θά’μαι εδώ, τα τραγούδια μου να συντροφεύουν και τις επόμενες γενιές. Το ”Όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο”, πάντως, εδώ και 53 χρόνια συνοδεύει τις γενιές των ανθρώπων!

Το Κουτί της Πανδώρας συμμετέχει στην 24ωρη απεργία που εξήγγειλε η ΕΣΗΕΑ

issue 2465910 1920 1

Το Κουτί της Πανδώρας συμμετέχει στην 24ωρη απεργία που εξήγγειλε η ΕΣΗΕΑ

Η δημοσιογραφική ομάδα του koutipandoras.gr, συμμετέχει στην 24ωρη απεργία που εξήγγειλαν τα Διοικητικά Συμβούλια της Ομοσπονδίας…