Ο Μενέλαος Λουντέμης για τον Κώστα Βάρναλη – "Ποιητής των πικραμένων και των αβόλευτων"

Ο Κονταρομάχος ήταν ένα βιβλίο που έγραψε ο Μενέλαος Λουντέμης για τον Κώστα Βάρναλη με τον οποίο τον συνέδεε βαθιά φιλία. Με αφορμή την επέτειο του θανάτου του σημαντικού ποιητή, θυμόμαστε μερικά αποσπάσματα.

5a343d7c1dc52416228b4594

«Υπάρχουν βιβλία γραμμένα απ΄τον Κώστα Βάρναλη. Πολλά. Δεν υπάρχει όμως κανένα βιβλίο για τον Κώστα Βάρναλη.

Ο Βάρναλης σαν ποιητής και προπάντων ο Βάρναλης σαν άνθρωπος δεν έγινε ακόμα βιβλίο. Να!… Αυτό το χρέος και, μαζί, αυτήν την αποστολή έρχομαι να εκπληρώσω σήμερα. Να δώσω δηλαδή στους ανθρώπους τον ά ν θ ρ ω π ο.

Τα βιβλία ενός ποιητή διαβάζονται και ξαναδιαβάζονται. Εκδίδονται και επανεκδίδονται. Τον άνθρωπο τον ίδιο όμως ποτέ δεν μπορείς να τον επανεκδώσεις. Έχει μια και μόνη έκδοση. Την εξαντλεί και φεύγει.

Να γιατί καταπιάστηκα μ΄ αυτό το γραφτό. Θέλω να επαναλάβω τον άνθρωπο. Να τον χαρίσω στους ανθρώπους. Σ΄ όσους δεν τον γνώρισαν. Να τους κεράσω την απλότητά του, τη σεμνή του παλληκαριά και τη λαϊκή του σοφία.

Ο ποιητής πια πάει, κατοχυρώθηκε, θα μείνει. Δεν είναι όμως κρίμα να χαθεί ο άνθρωπος;

[…]

Διάβασα κάπου ότι ως και τα ξεκινήματα του Βάρναλη δεν ήταν απ΄ τα συνηθισμένα, ήταν κι αυτά πρωτότυπα. Πήρε την ποίηση λέει για παιχνίδι, ήταν δα από έφηβος «πειραχτήριο». Πολύ αργότερα… έγινε ο κοινωνικός «ταραξίας» που άρχιζε ν΄ απασχολεί πια και τις Αστυνομίες. Το πρώτο του ψευδώνυμο ήταν… Δήμος Τανάλιας. Σαν του το θύμισα κάποτε ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια.

-Σώπα… μου λέει. Για να ξέρεις γλύτωσα από χειρότερα…. Στην αρχή ήθελα να το κάνω Σφύρος Δρεπάνης. Αλλά πρόφτασε ένας βλάμης και μου είπε: Κάντο «Τανάλιας» και σώθηκα. Δηλαδή τι σώθηκα…

Αν τον εξετάσεις στο βάθος ο Βάρναλης δεν ήταν ποτέ πρωτολειακός. Μ΄ άλλα λόγια δεν έχει «νεανικά αμαρτήματα». Η ποίησή του δε μύριζε ποτέ γάλα. Μύριζε απ΄ την αρχή μπαρούτι. Κατέβηκε δηλαδή στο στίβο χωρίς πάρα πολλά «γυμνάσματα» και δοκιμές και περιπλανήσεις στους «λειμώνες των ασφοδέλων»… Μ΄ άλλα λόγια χωρίς αυτές τις πεισιθάνατες κραυγές που έβγαζαν όλοι οι λυρικοί του καιρού του. Όχι. Η ποίηση του Βάρναλη ήταν απ΄ την αρχή αρσενική, λάσια, μια βολίδα που πεσε μες στα στεκούμενα νερά του μελίπηχτου λυρισμού.

[…]

Ποιητής καθάριος, λαϊκός. Ποιητής των πικραμένων, των φουρκισμένων, των «αβόλευτων», είναι ο Βάρναλης. Ένας ποιητής που –για πρώτη φορά στην ιστορία της ποίησης μας- απαγγέλθηκε από εργατικά χείλη, μπήκε στις φτωχογειτονιές, κατέβηκε στα υπόγεια ταβερνάκια.

Δεν υπήρχαν τερτίπια της ταβέρνας, νόμοι του κρασιού, που να μην τα ξερε. Και γι΄ αυτό σ΄ όλη του τη ζωή δεν υπέκυψε ποτέ. Δεν παραπάτησε, δεν μπέρδεψε τη γλώσσα του, ούτε τα βήματά του. Γνώρισα ανθρώπους με θλιβερά γεράματα. Άλλους μ΄ αισιόδοξα ή με γκρινιάρικα. Τα σφριγηλά όμως και θυμοειδή γεράματα του Βάρναλη δεν τα γνώρισα σε κανέναν. Δεν ήταν σε τίποτα αναρχούμενος. Ούτε και μισοήξερε κάτι. Ή το ξερε ή το αγνοούσε. Ήταν όμως και μερικά πράγματα που τα αγνοούσε θεληματικά. Βαριόταν να τα μάθει, γιατί τα θεωρούσε αδιαφόρετα «νερομπούλια». Κείνος αναζητούσε πάντα την ουσία των πραγμάτων, την ψίχα τους. Και δεν την γευόταν μόνο με το στόμα. Την έπαιρνε με όλες του τις αισθήσεις, και με μία επιπλέον. Δεν γνώρισα ακόμα άνθρωπο που να χαράμισε λιγότερο τη ζωή. Και πως; Ψιλοβελονιά, με αργό και μερακλίδικο ρυθμό. Αργυραμοιβός του πάθους του. Μεράκι και στα ελάχιστα, σεβντάς και στα παραμικρά. Και στο τάβλι, και στο κουβεντολόι, και στην Τέχνη, και στη Γυναίκα.