Ο Κώστας Παπαδόπουλος αφηγείται τη μουσική πορεία του δίπλα στον Μίκη Θεοδωράκη

Το μπουζούκι του ακούγεται στο «Άξιον Εστί» και στο «Τραγούδι του νεκρού αδερφού» του Μίκη Θεοδωράκη, στις «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη» του Μάνου Χατζιδάκι, στο «Ρεμπέτικο» του Σταύρου Ξαρχάκου και στα «Λαϊκά προάστια» του Ηλία Ανδριόπουλου - αυτά είναι λίγα μόνο από τα πιο θρυλικά έργα της εγχώριας δισκογραφίας που συμμετείχε ο Κώστας Παπαδόπουλος, ο οποίος έδωσε μία σπάνια συνέντευξη

241730677 4272940516159323 4554000577978835210 n
Ιστορικής αξίας, αναμφισβήτητα, η παρακάτω συνέντευξη με τον δεξιοτέχνη μπουζουξή Κώστα Παπαδόπουλο, το καλλιτεχνικό έτερον ήμισυ του Λάκη Καρνέζη τουλάχιστον σε ότι αφορά τη συνεργασία τους με τον Μίκη Θεοδωράκη και την εμπλοκή τους σε οριακές στιγμές της εγχώριας δισκογραφίας – άλλωστε ως ντουέτο «Παπαδόπουλος – Καρνέζης» εξακολουθούν να αναφέρονται από τους μελετητές και ερευνητές του ελληνικού τραγουδιού.
 

Η πρώτη επικοινωνία που είχαμε ήταν με την κόρη του, τη συνθέτρια Μαρία Παπαδοπούλου. Εκείνη μας έκλεισε το ραντεβού μαζί του, λίγα 24ωρα μετά την ανακοίνωση του θανάτου του Μίκη Θεοδωράκη. Διότι αν δεν μιλούσε ο Παπαδόπουλος, ποιος άλλος μουσικός θα μπορούσε να μιλήσει για το συνταξίδεμα του δίπλα στον μεγαλύτερο Έλληνα συνθέτη επί σειρά δεκαετιών;
 
Με δέχτηκε στο σπίτι του ένα απόγευμα, όπου συνάντησα μια οικογενειακή ατμόσφαιρα. Δεν ήταν μόνο η παρουσία της κόρης του, αλλά και της συζύγου του, της κυρίας Βέτας Κόρμου, η οποία συχνά παρενέβαινε στη συζήτηση, όχι γιατί ο 84χρονος κύριος Κώστας δεν θυμόταν καλά (κάθε άλλο!) πρόσωπα και γεγονότα, αλλά γιατί προφανώς κι εκείνη γνώρισε στο πλευρό του θρυλικές προσωπικότητες του πολιτισμού. Διέκρινα μάλιστα μια αίσθηση χιούμορ υψηλού επιπέδου κι αυτό ήταν ότι καλύτερο για το σκοπό που βρισκόμουν εκεί, λίγο πριν το κινητό μου ξεκινήσει να καταγράφει.
 
Κι όταν μείναμε μόνοι μας κάπως, ο Κώστας Παπαδόπουλος ξετύλιξε κυριολεκτικά το νήμα της ζωής του, αρχής γινομένης από τη λαϊκή Κοκκινιά της δεκαετίας του 1940, τις πρώτες δουλειές του ποδαριού, την είσοδο στη δισκογραφία και τα πάλκα, τη γνωριμία με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μάνο Χατζιδάκι και άλλους ογκόλιθους του ελληνικού τραγουδιού. Στο τέλος, συνειδητοποίησα πως έφευγα από την οικία του μ’ έναν θησαυρό στα χέρια μου, που περιλάμβανε ακόμη μαρτυρίες από ηχογραφήσεις έργων, τα οποία έμελλε να γράψουν ιστορία στον τόπο μας.
 
 
Θυμάστε την πρώτη εμφάνιση του Θεοδωράκη με τον «Επιτάφιο» στη δισκογραφία ως λαϊκός συνθέτης;
 
Το ’59 ήταν, αν θυμάμαι καλά, με μπουζούκι του τον Μανώλη Χιώτη. Είχε γίνει κι η συναυλία τους στο «Κεντρικόν» με τον φουκαρά τον Μπιθικώτση που κόντεψε να γίνει ρεζίλι. Είχε δίκιο ο Μπιθικώτσης, γιατί ο κόσμος από κάτω ήταν αλλιώτικος, λόγιοι, διανοούμενοι κλπ. Είδε και την Κρατική Ορχήστρα πίσω του κι έπαθε πλάκα ο άνθρωπος!
 
Σας είχε μιλήσει ο Μπιθικώτσης γι’ αυτό το περιστατικό;
 
Όχι, δεν ήθελε να το θυμάται. Ο Μίκης μου είχε αφηγηθεί το εξής: «Κάναμε διάλειμμα και τον φώναξα μέσα. ”Ξέρω, Γρηγόρη μου, ότι έχεις τρακ” του είπα. Πιάνω ένα μεγάλο ψίχουλο, το ζυμώνω με λίγο νερό και του το δίνω: ”Να, πάρε αυτό το χάπι και θα σε κάνει περδίκι”». Έτσι ανέβηκε πάνω ο Μπιθικώτσης πάλι κι έβγαλε τη συναυλία. Placebo χάπι, κατάλαβες; (γέλια)
 
Πότε και πως γνωριστήκατε με τον Μίκη Θεοδωράκη;
 
Δούλευα ως εκτελεστής μουσικός στην Κολούμπια με το 85% των δίσκων να περνάνε από τα χέρια μου. Στην αρχή μαζί με τον Καρνέζη και αργότερα μόνος μου ή μαζί με άλλους. Είχε φτιαχτεί ένα σχήμα σε μαγαζί στην παραλία: Καίτη Γκρέυ, Μανώλης Αγγελόπουλος, κάποιοι άλλοι κι εγώ. Κάναμε πρόβες, ξεκινάμε δουλειά και μετά από οχτώ μέρες βλέπω απέναντι τον Λαμπρόπουλο, τον εργοδότη μου από την Κολούμπια. Δίπλα του ποιος ήταν; Ο Θεοδωράκης! Λέω «Μη χειρότερα, τι κάνουν αυτοί εδώ;»
 
Τον γνωρίζατε τότε τον Θεοδωράκη σαν όνομα;
 
Βέβαια τον ήξερα. Όλος ο κόσμος τον ήξερε, εγώ να μην τον ήξερα; Είχε γίνει ήδη γνωστός με τα λαϊκά τραγούδια του. Μιλάμε για το 1961 τώρα. Πάει ο Λαμπρόπουλος και φωνάζει τον δικό μας μαγαζάτορα. Αυτός ήταν πρώην μπράβος, που είχε λίγο ψώνιο με το τραγούδι. Του λέει ο Λαμπρόπουλος: «Γιάννη, έλα να σου πω, θέλω ν’ αφήσεις τα παιδιά να πάνε με τον Μίκη». Έγινε ο εξής διάλογος:
– Μα, αυτοί εδώ είναι στυλοβάτες, πως θα τους αφήσω;
– Άφησε τους, θα τους κάνεις ένα καλό. Κι εγώ επειδή ξέρω ότι σ’ αρέσει το τραγούδι, θα σου κάνω ένα δίσκο.
– Καλά, εντάξει, θα προσπαθήσω να βρω δυο άλλα μπουζούκια, αλλά σαν κι αυτούς δεν πρόκειται να βρω.
Έτσι ξεκινήσαμε με τον Θεοδωράκη, αλλά στο μεταξύ μπήκαμε σ’ ένα σχήμα στον πρώην «Ζέφυρο», τα μετέπειτα «Ηλιοβασιλέματα». Ήμασταν ο Μπιθικώτσης, ο Κόκοτας στο ξεκίνημα του ως τραγουδιστής, ο Καλατζής και ο Σταύρος Ζώρας. Κόκοτας – Καλατζής – Ζώρας είχαν φτιάξει ένα τραγουδιστικό τρίο. Είχαμε μαζί μας ακόμη τον Γιώργο Οικονομίδη, που ήταν συμπαραγωγός στο σχήμα, τη Μάριον Σίβα, αλλά και τη Γιοβάννα. Περίεργο σχήμα, ετερόκλητο. Και ο Χάρρυ Κλυνν ήταν που έπαιζε το μαγνητόφωνο κι έκανε ότι τραγουδούσε! Καταπληκτικός, τρελαινόμασταν μαζί του!
 
Ποιες ήταν οι πρώτες σας ηχογραφήσεις κοντά στον Θεοδωράκη;
 
Τα τραγούδια από την ταινία «Συνοικία το όνειρο». Έχοντας κορεσμό με τον Λάκη από τα ίδια και τα ίδια λαϊκά τραγούδια που παίζαμε, καταλαβαίναμε πως ο Μίκης σύστηνε το νέο λαϊκό τραγούδι. Μπορεί να παίζαμε με τον Καρνέζη τη μία τα τραγούδια του Μπακάλη, μετά του Καλδάρα και μετά νά’χουμε να πάμε απ’ του Τσιτσάνη κάπου στην Αχαρνών. Και το βράδυ στο κέντρο, δηλαδή κανονική εξόντωση. Επί είκοσι χρόνια κοιμόμουν τέσσερις ώρες το 24ωρο. Βγάζαμε, βέβαια, καλά λεφτά. Μπατιρίσαμε το ’63, γιατί δεν παίζαμε στα μαγαζιά. Δίναμε τζάμπα συναυλίες για τους Λαμπράκηδες, αφού ο Μίκης μας είχε πει: «Τέρμα τα μαγαζιά, τώρα έχουμε άλλο σκοπό». Εντάξει, συναυλίες δωρεάν, αλλά εμείς δεν είχαμε άκρες για να στηριχτούμε.
 
Τι ήταν αυτό για σας που έκανε ξεχωριστά τα τραγούδια του Θεοδωράκη;
 
Εμείς επειδή είχαμε πάρει φόρα μέσα στις τόσες ηχογραφήσεις, δεν δίναμε μεγάλη σημασία στον στίχο. Είχαμε το νου μας στο πως θα παίξουμε και στο πως θα στολίσουμε τον συνθέτη και τον τραγουδιστή. Ειδικά εγώ έκανα φαντασίες και ατέλειωτα ταξίμια σε πάρα πολλά τραγούδια, ξεκινώντας απ’ αυτά του Καζαντζίδη μέχρι που άφησα την Κολούμπια.
 
Με τους στίχους των τραγουδιών του Μίκη, έχουν ακουστεί απίστευτες κωμικές ιστορίες με πρωταγωνιστή τον Μπιθικώτση.
 
Στην αρχή ο Χιώτης κι ο Μπιθικώτσης είχαν μιαν αντίρρηση γι’ αυτά που γίνονταν με τον Μίκη. Όταν γράφανε τον «Επιτάφιο», υπήρχε ένα στουντιάκι των αδερφών Λαμπρόπουλων κι εκεί έγραφαν. Αφού κάνανε ότι κάνανε, τους φαίνονταν πρωτόγνωρα πράγματα αυτά, αφού οι άλλοι συνθέτες δεν κοίταζαν να κάνουν πεθαμενατζίδικα τραγούδια. Απ’ όσο ξέρω οι δυο τους είχαν φρικάρει με τα τραγούδια του Μίκη και του Μποστ. «Ρε τι βλακείες είναι αυτές» γυρνάει και κάνει ο Χιώτης και το συνέχισε ο Γρηγόρης «Βλακείες, δε λες τίποτα! Θα τραγουδήσω εγώ αυτά τα πράγματα;» (γέλια)
 
 
Ποιες ηχογραφήσεις ακολούθησαν το «Συνοικία στο όνειρο»;
 
Ας πούμε για το κορυφαίο έργο, «Το Άξιον Εστί». Πολύ δύσκολη δουλειά! Η Κολούμπια, μετά απ’ αυτό το στουντιάκι που σας έλεγα, έφτιαξε τα στούντιο ένα και δύο, που είχαν άλλες δυνατότητες. Στο μικρό, όμως, το αρχικό στούντιο, δεν υπήρχε play back κι αν έκανες λάθος, ξαναπήγαινες απ’ την αρχή. Σκέψου ότι μέσα σ’ αυτό το μικρό χώρο ήταν τρεις χορωδίες, της Θάλειας Βυζαντίου, της ΕΡΑ, της Λυρικής, κάτι τέτοια εν πάση περιπτώσει. Ξεκινάγαμε έξι τ’ απόγευμα και τελειώναμε στις έξι το πρωί. Εμείς ξεπαστρεμένοι και ο Μίκης θηρίο! Δεν παιζόταν, μπορούσε να σε κάνει να βγάλεις διαβατήριο για να εξαφανιστείς. Τέτοια κούραση!
 
Ναι, αλλά σε τι έργο παίξατε, έτσι;
 
Μην το συζητάς, συμφωνώ και επαυξάνω! Ξέρεις που ανατρίχιασα κανονικά; Στην ηχογράφηση του προηγούμενου έργου, «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού». Το κάναμε και θεατρικό στο «Καλουτά». Φαινόμαστε και στο πάλκο στον φάκελλο του δίσκου. Είμαστε εγώ, ο Καρνέζης, ο Μπιθικώτσης κι ένας κιθαρίστας, ο Σταύρος Πλέσσας. Όταν ορισμένα κομμάτια έφταναν στην κορύφωση του δράματος στην παράσταση και μπαίναμε εμείς και παίζαμε, μου φεύγανε δάκρυα. Είχα πάθει πλάκα μ’ αυτό το έργο και με το έργο του Μίκη!
 
Το οποίο περιείχε θαυμάσια τραγούδια: «Στα περβόλια», «Προδομένη αγάπη», «Ένα δειλινό».
 
Βέβαια. Το «Προδομένη αγάπη» το έλεγε η Ζαβιτσιάνου, αλλά το είχε πει και η Γιώτα Λύδια. Απ’ αυτό το έργο και μετά, πάντα ήμασταν μαζί με τον Μίκη. Ξέρεις τι δεν θυμάμαι καθόλου; Την παρουσίαση του «Άξιον Εστί»! Έγιναν τόσα πολλά, βάρεσα τέτοια κούραση με το συγκεκριμένο έργο που δεν θυμάμαι τίποτα. Θυμάμαι χονδρικά πράγματα, το μέρος, τον κόσμο κλπ. Κάποτε πήγαμε να δώσουμε συναυλία μέχρι και στο γήπεδο της ΑΕΚ, γιατί δεν μας έδιναν αίθουσα.
 
Γιατί αυτό;
 
Μας είχαν για κομμουνιστές, είχαμε και τέτοια θέματα.
 
Κατανοούσατε ότι συμμετείχατε σε ιστορικές στιγμές του ελληνικού τραγουδιού;
 
Οπωσδήποτε. Ήμουν πάντα ευαίσθητος, δεν θα μου πέρναγαν αλλιώς αυτά όλα μέσα μου. Έξω απ’ το δέρμα μου, να πούμε.
 
Γνωρίσατε τον Οδυσσέα Ελύτη;
 
Ο Ελύτης ήταν σνομπ απέναντι σε μας, τους λαϊκούς και τους πιτσιρικάδες. Δε θα μπορούσαμε να τα βρούμε μεταξύ μας, μην το συζητάμε. Ούτε και με τον Σεφέρη.
 
Γνωρίσατε και τον Σεφέρη;
 
Βέβαια, τον κολοσσό! Έχουμε και φωτογραφία όλοι μαζί στο «Κεντρικόν». Απρόσιτοι άνθρωποι λόγω θέσεως, αλλά κι εγώ δεν είχα την απαίτηση να ταυτιστώ.
 
Για τον Γκάτσο έχετε κάτι να πείτε;
 
Βεβαίως, πιο πολύ τον γνώρισα αυτόν, γιατί μετά κάναμε και πολλές δουλειές με τον Ξαρχάκο. Το ίδιο απρόσιτος, αλλά ξέρεις κάτι; Αυτός είχε χιούμορ. Οι άλλοι δεν είχαν. Ο Ελύτης, ας πούμε, ήταν «πολυτελείας», φουλάρια και τέτοια.
 
Κινηματογραφικό ντοκουμέντο σε επιμέλεια Βασίλη Ραφαηλίδη από την παρουσίαση της «Μπαλάντας του Μαουτχάουζεν» των Μίκη Θεοδωράκη – Ιάκωβου Καμπανέλλη στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά το 1966. Τραγουδά η Μαρία Φαραντούρη και διευθύνει ο συνθέτης. Στα μπουζούκια οι Κώστας Παπαδόπουλος – Λάκης Καρνέζης
 
Πάμε τώρα στη «Μπαλάντα του Μαουχάουζεν». Τέσσερα οριακά τραγούδια του Θεοδωράκη σε στίχους του Καμπανέλλη για τη φωνή της Φαραντούρη.
 
Αυτό πια ήταν κανονική κλασική μουσική (ψιθυρίζει το «Άμα τελειώσει ο πόλεμος»)
 
Εγώ λέω ότι είχε και ποπ στοιχεία αυτό το έργο.
 
Είχαν φτάσει ήδη στα αυτιά μας οι Beatles και τα γιεγιέδικα ακούσματα. Δεν θα μπορούσαμε να ξεφύγουμε και να θέλαμε, αλλά εγώ δεν υπήρξα φανατικός τους. Μου άρεσαν πολύ και τα ρομαντικά τα αμερικάνικα, τύπου Φρανκ Σινάτρα. Να πω την αλήθεια, όμως, δεν ταύτισα ποτέ το έργο του Μίκη με τέτοιες επιρροές.
 
Ωστόσο, κανείς δεν ξέρει ότι εσείς παίζετε την ηλεκτρική κιθάρα στον «Αντώνη».
 
Λέει ο Μίκης του κιθαρίστα: «Κάνε εσύ την πρώτη εισαγωγή και μετά θα μπουν και τα μπουζούκια. Κάνει αυτός: «Μα εγώ παίζω ακόρντα, δε μπορώ να παίξω σόλο». Πετάγομαι εγώ: «Δώσε μου, ρε, την κιθάρα λίγο», ε κι έτσι έπαιξα εγώ! Μετά έπαιξα την ίδια εισαγωγή και στο Δημοτικό του Πειραιά με τη Φαραντούρη μικρό κορίτσι, που για μένα από τότε ήταν θεά. Θεά, σου λέω, θεά στη δουλειά του Μίκη! Πάντα μου άρεσε η Μαρία και μ’ αρέσει.
 
Τα στοιχεία κλασικής μουσικής που του αποδίδετε, κάνουν το «Μάουτχάουζεν» ένα μη λαϊκό έργο;
 
Όχι, δεν ήτανε λαϊκό. Ήτανε κάτι άλλο! Έντεχνο έργο με κλασικές προεκτάσεις.
 
Θα χαρακτηρίζατε αδερφική τη σχέση με τον Μίκη;
 
Τελείως! Όπου βρισκόμασταν, χαχαχά και χαχαχού ήμασταν. Πολύ χιούμορ είχε και δεν θύμωνε! Εννοώ, όταν θύμωνε γινόταν σαν παιδί, όχι κακός δηλαδή. Φοβερή ποιότητα είχε ο Μίκης.
 
Ισχύει ότι σας άφηνε απλήρωτους; Το έχει ισχυριστεί ο Ζαμπέτας, αν τα λέω καλά.
 
Μας άφησε απλήρωτους, αλλά δεν τον ενδιέφερε καθόλου τι γινόταν με τα οικονομικά. Όποιος ήταν ιμπρεσάριος, αυτός αναλάμβανε κι έτσι ο ιμπρεσάριος είπε να παίζουμε για δυο χρόνια τζάμπα στους Λαμπράκηδες.
 
Ο Μίκης μου είπατε πριν, που ηγείτο των Λαμπράκηδων.
 
Ο Μίκης δεν ήθελε να παίζουμε ούτε στα κέντρα. «Φθείρεστε» μας έλεγε. Εμένα πάλι δεν μου επιτρεπόταν να είμαι πολιτικοποιημένος, λόγω εξόριστου πατέρα και μάνας και θείου. Κομμουνιστές όλοι τους, δεν ήταν πράγματα για να παίζεις αυτά. Ή μπαίνεις ή είσαι απ’ έξω και το μυαλό σου μόνο είναι εκεί.
 
Μα όταν, όμως, παίζατε για τους Λαμπράκηδες;
 
Ο Λαμπράκης ήτανε μια θυσία και οι Λαμπράκηδες δεν ήταν και η κορωνίδα του κομμουνισμού. Έτσι το έβλεπα, όχι ότι είμαι ορκισμένος στον Λαμπράκη, γιατί είμαι αριστερός. Δεν γινόταν αυτό. Χρειάζονται υποδομή αυτά τα πράγματα. Ήμουν μέσα μου πάντα κομμουνιστής.
 
Το ίδιο και ο Καρνέζης;
 
Με τον Καρνέζη είχαμε μια διαφορά. Έλεγε ότι έγινε κομμουνιστής αργότερα αυτός, λόγω Μίκη, γιατί ο πατέρας του ήταν μπάτσος. Εγώ πάλι είχα το ιστορικό της κομμουνιστικής οικογένειας, εκεί μέσα ανατράφηκα.
 
 
Ήταν ηρωικές εποχές αυτές, κύριε Παπαδόπουλε;
 
Ναι, ναι, ήταν. Οπωσδήποτε πάντα πρέπει να γίνονται τέτοιες κινήσεις για ειρήνη και δημοκρατία, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και παντού. Η Ελλάδα απ’ την άλλη έχει δημιουργήσει ένα υπόστρωμα που τρώει το λαό της. Δε θέλω να μιλήσω κομματικά, αλλά σήμερα έχουμε πρόβλημα. Είμαστε εγκλωβισμένοι και χαρούμενοι. Δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα κι ότι κάνουμε, είναι για τα μάτια του κόσμου. Πραγματική αντίδραση δεν υπάρχει απέναντι σε μια μεγάλη μερίδα φασισμού. Πολύ μεγάλη μερίδα! Βλέπεις έναν μπατίρη στο καφενείο, που ζητάει να τον κεράσουν καφέ και μιλάει όλο φανατισμό υπέρ της δεξιάς. Κι εσύ αναρωτιέσαι, αυτός τι είναι, επιχειρηματίας, φραγκάτος, επιτυχημένος; Μπατίρης είσαι και μιλάς για τη δεξιά. Συνέβαινε αυτό και συμβαίνει μέχρι σήμερα.
 
Μιλήστε μου για την πρώτη μεγάλη περιοδεία σας με τον Μίκη.
 
Ήταν στη Ρωσία για δυο μήνες το ’66. Ο Μίκης ζήτησε τον Μπιθικώτση, που δεν δέχτηκε να έρθει, όπως και ο Πουλόπουλος το ίδιο. Φοβούνταν μην τους πουν κομμουνιστές που θα τραγουδούσαν στη Ρωσία κιόλας. Έτσι κάναμε τραγουδιστή τον Καλογιάννη μέσα στο πλοίο που θα μας πήγαινε στη Ρωσία, δυο – τρεις μέρες ταξίδι. Παίζαμε εμείς, τραγούδαγε αυτός, αλλά το είχε το μέταλλο. Είχε την εντύπωση του ότι «εγώ θα τραγουδάω Θεοδωράκη» και το κατάφερε! Δώσαμε κάποιες συναυλίες και μετά βρεθήκαμε σε έναν ονειρικό χώρο, την αίθουσα «Τσαϊκόφσκι». Πέντε σειρές κάτω με βελούδα και να περιμένουν όλοι να μας ακούσουν. Λέμε ότι εδώ παίζουν εκατό και διακόσιοι μουσικοί, ενώ εμείς ήμασταν μόνο έξι. Μόλις ανοίγει η σκηνή, αντί να κραυγάσουν από ενθουσιασμό, έβαλαν τα γέλια. Στενοχωρηθήκαμε όλοι, αλλά σιγά – σιγά, όσο ο Μίκης διηύθυνε και τραγούδαγαν η Φαραντούρη και ο Καλογιάννης, το κοινό ζεστάθηκε. Όταν παίξαμε τον «Ζορμπά», σηκώθηκαν όρθιοι και ούρλιαζαν. Κάποια στιγμή στο καμαρίνι του Μίκη και της Μαρίας, βλέπουμε έναν τύπο ονόματι Δημητριάδης. Αυτός ήταν Έλληνας μαέστρος της Ρωσίας. Με πιάνει εμένα: «Κύριε Παπαδόπουλε, είναι δυνατόν να παίζει έτσι το μπουζούκι; Να σας κάνω μια πρόταση; Θέλετε να μείνετε εδώ να διδάσκετε;» Του απαντάω «Όχι, σας ευχαριστώ». Στο μεταξύ, είχα μαζί μου τη Βέτα, τη γυναίκα μου. Η Βέτα με τη Φαραντούρη και τη Μυρτώ, τη γυναίκα του Μίκη, είχαν φτιάξει τρίο και γύριζαν. Εμείς κάναμε πρόβες κι αυτές έκοβαν βόλτες (γέλια) Μετά τη Ρωσία, κάναμε πάρα πολλές συναυλίες στη Γερμανία, στην Αγγλία, Αμερική – Καναδά και Αυστραλία. Τελευταία μεγάλη μας συναυλία ήταν το 1988 στην «Αρένα» της Ιταλίας, ένα χώρο για 20.000 άτομα. Μας έλεγαν πως μετά τον Μίκη, μόνο η Μαρία Κάλλας γέμιζε τον χώρο αυτό.
 
Αναγνωρίζετε το πόσο έχετε ταυτιστεί με τον Μίκη;
 
Βεβαίως και αισθανόμουν πάρα πολύ καλά μ’ αυτό. Έβλεπα πόσο άρεσε η μουσική του στον κόσμο, πόσο ηχούσε ο παλμός του.
 
Εντούτοις στη δικτατορία δεν τον ακολουθήσατε στην αυτοεξορία.
 
Όχι, στη δικτατορία τα κεφάλια μέσα. Ένα βράδυ έπαιζα με τον Μητσιά και τη Γαλάνη σε μία μπουάτ κι ήρθε και με βρήκε ο Διδίλης, ο μαέστρος του Μίκη. Αυτός ήθελε μουσικούς για να τους έπαιρνε μαζί του στο Παρίσι με τον Μίκη. Μου το πρότεινε, αλλά του απάντησα πως δεν μπορούσα να πάω. Είχα ξεκινήσει σαιζόν, ο μαγαζάτορας είχε στηριχτεί σε μένα, μου’χε δώσει προκαταβολή όση ήθελα, γιατί να τον παράταγα; Και καλά που δεν πήγα, γιατί έξω οι μουσικοί έπαιρναν μηδαμινά λεφτά.
 
Συναυλίες της πείνας;
 
Συναυλίες της πείνας και μουσικοί της πείνας. Γι’ αυτό και εκτός απ’ τον Διδίλη, όλοι οι άλλοι ήταν για κλοτσιές, να με συγχωρείτε κιόλας. Εγώ πάλι στη χούντα δεν είχα προβλήματα, κρατούσα χαμηλό προφίλ. Μια φορά, έμενα σε άλλο σπίτι κι έρχεται ένας με μια ανθοδέσμη όσο η πόρτα. «Τον κύριο γενικό θα ήθελα». Με είχε περάσει για τον Κώστα Παπαδόπουλο, τον αδερφό του δικτάτορα. Του κάνει η γυναίκα μου: «Όχι, άνθρωπε μου, μπουζούκι παίζει αυτός ο Κώστας» (γέλια)
 
 
Θεωρείτε ότι άμα τη εμφανίσει του Μίκη Θεοδωράκη, παροπλίστηκαν οι άλλοι λαϊκοί συνθέτες;
 
Μεγάλη αλήθεια ειν’ αυτή! Ο Μίκης έκλεινε στούντιο για εβδομάδες ολόκληρες στη σειρά κι αυτοί περίμεναν να τους δώσουν καμιά μέρα. Δεν είχαν όμως το γούστο του το έντεχνο, είχαν μείνει σ’ αυτά που παίζανε και τα ινδοπρεπή. Τους την έσπαγε ο Μίκης.
 
Θυμάμαι μια κριτική του Αλέκου Σακελλάριου για το τραγούδι «Μαργαρίτα – Μαργαρώ» που τον πέρναγε πριονοκορδέλα τον Θεοδωράκη.
 
Πολύ λογικό. Τον Μίκη οι παλιότεροι τον κορόιδευαν, θεωρούσαν σαχλαμάρες αυτά που γράφει στο ξεκίνημα της τραγουδοποιίας του τουλάχιστον.
 
Θα ήθελα να μου πείτε διαφορές μεταξύ Μπιθικώτση – Καζαντζίδη, εσείς που δουλέψατε και με τους δύο.
 
Ο Καζαντζίδης είναι Η φωνή! Δεν ξαναβγαίνει φωνή σαν τη δική του, έχοντας και μια περίεργη διάρκεια στις κορώνες του. Δεν έτυχε όμως καλού ρεπερτορίου σαν αποτίμηση της καριέρας του. Το αντίθετο απ’ τον Μπιθικώτση. Κάνανε αγώνες να βγάλουν αντικαταστάτες του Μπιθικώτση, αλλά δεν το πετύχανε. Για τον Καζαντζίδη, θα πω ότι ο τραγουδιστής Στέλιος δεν είχε σχέση με τον άνθρωπο Στέλιο, ήταν δύο διαφορετικές προσωπικότητες. Ο Στέλιος ήταν πολύ μορφωμένος, θυμάμαι έναν τοίχο του γεμάτο από εγκυκλοπαίδειες και βιβλία απ’ όλο τον κόσμο. Ζούσε ροκ ο Καζαντζίδης, μποέμικα, δεν τον ένοιαζαν οι συμβάσεις. Μιαν άλλη φορά βλέπουμε έναν αρουραίο στο εξοχικό του στον Θεολόγο. «Στέλιο, τι είναι αυτό;» του φωνάζουμε. «Άσ’ το ζωάκι» μας απάντησε που του είχε βγάλει κι όνομα (γέλια) Άτυχος άνθρωπος στη δουλειά, στα κέντρα. Ήταν ένας τραγουδιστής που έσκιζε με κακό κοινό, «Γεια σου, Στελάρα» και τέτοια, και δώσ’ του τα πιάτα για σπάσιμο. Έπρεπε να το απολάμβανε καλύτερα αυτό που έκανε, όχι να μην περνάει καλά. Ένας άλλος λόγος που δεν συνεργάστηκε τόσο στενά με τον Μίκη, ήταν ότι τα τραγούδια του τα έλεγε σε επανάληψη ο Μπιθικώτσης και γίνονταν επιτυχίες. Έφυγε ο Στέλιος απ’ το κοινό το δικό του και πήγε σε άλλο, που δεν του πήγαινε. Ξέρετε τι κόσμος πήγαινε κι άκουγε τον Καζαντζίδη πριν το ’60 και τις έντεχνες συνεργασίες του; Σουβλάκια πουλούσαν απ’ έξω, αλλά ήταν η περίοδος που ακόμη δεν είχε πει Θεοδωράκη. Προσπαθήσαμε να τον κάνουμε να βγει να ξανατραγουδήσει, όχι μόνο εμείς, αλλά κι όλος ο κόσμος, χωρίς να καταφέρνει κανείς τίποτα. Μια μέρα, τότε που είχε φύγει απ’ τα μαγαζιά, τον κάλεσε σπίτι του ο Άκης Πάνου. «Θες να κάνουμε μια συναυλία» του είπε, «στην Ορεστιάδα; Θα σκίσουμε». Καλή λύση αφού δε θα έβγαινε σε μαγαζί, είχε τελειώσει απ’ τα κέντρα. Αρνήθηκε και πάλι. Μιαν άλλη φορά πάλι έστειλε στον Άκη Πάνου τον κουμπάρο του: «Ήρθα ν’ ακούσω τα τραγούδια για τον Στέλιο» είπε του Άκη. Γυρνάει αυτός και του κάνει «Ξαναέλα την άλλη εβδομάδα που θα’χω εδώ και τον δικό μου κουμπάρο να συνεννοηθείτε».
 
Κύριε Παπαδόπουλε, σας ευχαριστώ γι’ αυτό το πολύτιμο μοίρασμα της μνήμης.
 
Εγώ σας ευχαριστώ και, να ξέρετε, πάντα ήμουν της ουσίας άνθρωπος και γι’ αυτό απέφευγα τη δημόσια έκθεση, τόσο ως μουσικός του Μίκη, όσο και ως σολίστ στο μεγαλύτερο μέρος έργων της ελληνικής δισκογραφίας που σήμερα θεωρούνται θρυλικά.
 
 
* Η συνέντευξη με τον Κώστα Παπαδόπουλο δημοσιεύθηκε στο Docville με το Documento της Κυριακής 12 Σεπτεμβρίου 2021
** Ολόκληρη η συνέντευξη θα δημοσιευθεί στο επερχόμενο free press «FAG»

Αταμάν: «Ό,τι και να γίνει, εμείς θα πάρουμε την σειρά- Αν δεν πάμε F4 δε θα ‘μαι του χρόνου στον Παναθηναϊκό»! (video)

ataman 2 1

Αταμάν: «Ό,τι και να γίνει, εμείς θα πάρουμε την σειρά- Αν δεν πάμε F4 δε θα ‘μαι του χρόνου στον Παναθηναϊκό»! (video)

Ο τεχνικός του Παναθηναϊκού μίλησε μετά την ήττα της ομάδας του, δίνοντας σήμα ανασύνταξης και…

Ρέντη: Αποκαλυπτικοί οι διάλογοι των δραστών – «Θα σας βρούνε όλους κρύους» (video)

ΡΕΝΤΗ

Ρέντη: Αποκαλυπτικοί οι διάλογοι των δραστών – «Θα σας βρούνε όλους κρύους» (video)

Αντιμέτωποι με βαριές ποινικές διώξεις είναι πλέον οι 67 συλληφθέντες για την υπόθεση της δολοφονίας…