«Η Γαλλική Επανάστασις και ο Ναπολέων έκαμε, κατά την γνώμην μου, να ανοίξει τα μάτια του κόσμου. Πρωτύτερα τα έθνη δεν εγνωρίζοντο, τους βασιλείς τούς ενόμιζαν ως θεούς της γης, και ό,τι και αν έκαμναν, το έλεγαν: καλά καμωμένο. Διά αυτό και είναι δυσκολώτερο να διοικήσης τώρα λαόν. Εις τον καιρό μου, το εμπόριον ήτον πολλά μικρό, τα χρήματα ήσαν σπάνια, το τάλληρο το επρόφθασα 3 γρόσια, και όποιος είχε 1.000 γρόσια ήτον πράγμα μεγάλο, και έκαμνεν κανείς δουλειαίς, όσες τώρα δεν έκαμνε με χίλια βενέτικα. Η κοινωνία των ανθρώπων ήτο μικρή, δεν είναι παρά η επανάστασίς μας οπού εσχέτισε όλους τους Ελληνας. Ευρίσκοντο άνθρωποι οπού δεν εγνώριζαν άλλο χωριό μακριά μίαν ώραν από το εδικό τους. Την Ζάκυνθο την ενόμιζαν ως νομίζομεν τώρα το μακρύτερο μέρος του Κόσμου. Η Αμερική μάς φαίνεται ως πώς τους εφαίνετο αυτών η Ζάκυνθος».
Το απόσπασμα, πυκνό σε ιδεολογικές, οικονομικές και κοινωνικές πληροφορίες, προέρχεται από την έκδοση του 1846 της «Διηγήσεως συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836». Δύο αράδες τυπωμένες κάτω από τον τίτλο ενημερώνουν για την πατρότητα του έργου, συγχρόνως όμως ειδοποιούν τον αγοραστή-αναγνώστη ότι ο συγγραφέας δεν είναι ένας τυπικός ή κανονικός συγγραφέας, δεν είναι γραφιάς: «Υπαγόρευσε Θεόδωρος Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνης». Στο εξώφυλλο δεν κατονομάζεται ο αποδέκτης της υπαγόρευσης, που δεν υπογράφει ούτε τα εκτενή Προλεγόμενά του. Ξέρουμε βέβαια ότι ο σεβαστικός ακροατής του Κολοκοτρώνη, που πέρασε στο χαρτί τα λεγόμενά του και τα εξέδωσε, είναι ο Ζακυνθινός Γεώργιος Τερτσέτης, με σπουδαία παρουσία στην επαναστατημένη και στη μετεπαναστατική Ελλάδα, που η μοίρα του διασταυρώθηκε με τη μοίρα του Κολοκοτρώνη: Σαν παιδί ήταν συμμαθητής του Πάνου και του Γενναίου Κολοκοτρώνη, ενώ σαν μέλος του δικαστηρίου του Ναυπλίου που δίκασε τον Κολοκοτρώνη, τον Πλαπούτα και άλλους αγωνιστές, αρνήθηκε από κοινού με τον Αναστάσιο Πολυζωίδη να υπογράψει την καταδίκη τους σε θάνατο δι’ αποκεφαλισμού, για εσχάτη προδοσία.
Ο Τερτσέτης, σαν φίλος αδελφικός του Διονύσιου Σολωμού, δεν θα μπορούσε παρά να είναι οπαδός της δημοτικής. Το πιστοποιούν και τα ποιήματά του, γραμμένα με γλωσσικό και μετρικό πρότυπο το δημοτικό τραγούδι. Ως συν-συγγραφέας πάντως της κολοκοτρωναίικης «Διηγήσεως», δηλαδή ως ακροατής, καταγραφέας και εκδότης της αφήγησης του αρχικαπετάνιου, ακολούθησε μια μέση οδό. Χωρίς να εκλογοτεχνίσει τα λόγια του Γέρου του Μοριά, τα απέδωσε σε μια ήπια, επιφανειακή καθαρεύουσα. Δύσκολα φανταζόμαστε τον Κολοκοτρώνη να λέει: «Ο Αναγνώστης Κολοκοτρώνης δίδεται εις την μέθην διά να αλησμονήση τα συμβάντα», δηλαδή την καταδίωξη των Κολοκοτρωναίων από τους Τούρκους, που «έδωσαν διαταγήν: όπου ακουσθούμε να μας χαλάσουν».
Η «Διήγησις» είναι μια αυθόρμητη, φυσική αφήγηση, αλλά όχι και μια αυθόρμητη γραφή. Αντίθετα με ό,τι συνέβη με τον Μακρυγιάννη, όπου λεγόμενα και γραφόμενα συμπίπτουν, και γοητεύουν, στην περίπτωση του Κολοκοτρώνη με τη μεσολάβηση του Τερτσέτη υποχωρεί κάπως η προφορικότητα, χωρίς να ηττάται, για να πριμοδοτηθεί η τυπωμένη καλλιέπεια. Η ουσία της αφήγησης μένει άθικτη – και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα για τους αναγνώστες των πρώτων μετεπαναστατικών δεκαετιών και για τους σημερινούς, στα διακόσια χρόνια από την Επανάσταση που έκαμε Ελλάδα την Ελλάδα και Ελληνες τους Ελληνες, έτσι όπως το εννοεί και ο Κολοκοτρώνης: «Δεν είναι παρά η επανάστασίς μας οπού εσχέτισε όλους τους Ελληνας». Που τους έκαμε να αλληλογνωριστούν, να συμπολεμήσουν ξεπερνώντας τα όρια της τοπικότητας ή του τοπικισμού, και, χωρίς να πάψουν να αυτοαποκαλούνται και Ρωμιοί και Γραικοί, να κατασταλάξουν στο επίσημο εθνώνυμο «Ελληνες». Αυτό που είχε και το υψηλότερο αντίκρισμα στη λογιοσύνη αλλά και στην κοινή γνώμη της Ευρώπης. Για φιλέλληνες και φιλελληνισμό μιλούσαν και τότε, όχι για φιλογραικούς ή φιλορωμιούς.
Τα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη χρωστάνε την ελαφριά καθαρεύουσά τους στην παρεμβολή του Τερτσέτη. Πολλοί άλλοι αγωνιστές όμως, λίγο ή πολύ εγγράμματοι, επέλεξαν μόνοι τους να γράψουν όπως δεν μιλούσαν στις στιγμές του πολέμου ή της ειρήνης, επιβαρύνοντας το κείμενό τους με ποικίλους αναπόφευκτους σολοικισμούς. Με τη βοήθεια κάποιου γραμματικού, φόρεσαν την επίσημη στολή της καθαρεύουσας ή και της αρχαΐζουσας στη γραπτή μορφή των αναμνήσεών τους. Συμμορφώθηκαν έτσι στο «υψηλό» πρότυπο που θεωρούνταν στον καιρό τους ικανό να τους προσπορίσει κύρος ανάμεσα στη λογιοσύνη.
Σφόδρα αντισολωμική η λογιοσύνη αυτή, απεχθανόταν τα δημοτικά τραγούδια, για τη γλώσσα και το περιεχόμενό τους (γι’ αυτό και βάλθηκε να τα «διορθώσει» νοθεύοντάς τα), και κατέκρινε τον «Υμνον εις την Ελευθερίαν» για τη «φτωχή» και «ακαλαίσθητη» γλώσσα του. Βρήκε πάντως την τερπνή χλευαστική της απάντηση από τον Δημήτριο Καμπούρογλου, που «μετέφρασε» στην καθαρεύουσα το δημοτικό «Του Κίτσου η μάνα» («Του Κίσσου η μήτηρ ’κάθητο επ’ όχθης ποταμίου, / ήριζε τοίνυν μετ’ αυτού και το ελιθοβόλει»), και τον Κωστή Παλαμά, που «ανύψωσε» επίσης στην καθαρεύουσα την πρώτη στροφή του «Υμνου»: «Γνωρίζω σε εκ κόψεως / της σπάθης της δεινής, / γνωρίζω σε εξ όψεως / δι’ ης την γην βία μετρείς»…
Σε όποια γλώσσα κι αν παραδόθηκαν όμως τα Απομνημονεύματα των αγωνιστών του ’21, η ανάγνωσή τους από εμάς τους απογόνους δεν είναι τίποτε λιγότερο από χρέος. Πολλοί οι λόγοι, εδώ ωστόσο θα μείνω στο εξής: Στα Ενθυμήματα των καπεταναίων, των προεστών, των πολιτικών τίθενται ήδη με ωριμότητα (και ορισμένες στιγμές με ωμότητα) προβλήματα που οι επόμενες γενιές δίστασαν να τα μελετήσουν με την ευθύτητα και την ειλικρίνεια των ίδιων των πρωταγωνιστών, συχνά δε επέλεξαν μιαν αυτοδικαιωτική μυθοπλασία αντί της μαρτυρημένης ιστορίας.
Για να περιοριστώ στην αφήγηση του Κολοκοτρώνη, εντοπίζουμε ήδη εκεί, ανάμεσα σε πολλά άλλα, τρία θέματα που το ορθό (ή διορθωμένο) εθνικό μας αφήγημα προτιμά να τα αποσιωπά ή να τα υποβαθμίζει. Το πρώτο: Οι κλέφτες δεν έβρισκαν πάντα θερμή και προστατευτική την αγκαλιά των υπόλοιπων Ελλήνων, με αποτέλεσμα πράξεις αντεκδίκησης. «Εστείλαμε εις τα Βέρβενα να μας στείλη ψωμί και ζωοτροφίες και αυτοί μάς αποκρίθησαν: “έχομε βόλια και μπαρούτι” και επήγαμεν και τους χαλάσαμε» λέει ο Κολοκοτρώνης. Το δεύτερο: Ούτε οι καλόγεροι, οι κληρικοί γενικά, ταυτίζονταν πάντα με το ίνδαλμα που πλάσαμε γι’ αυτούς. «Ο Γιάννης [Κολοκοτρώνης] επήγε εις τους Αιμυαλούς, μοναστήρι, του έδωκε ένας καλόγερος φαγί και έπειτα επήγε, έδωσε είδησιν εις τους Τούρκους, επήγαν, τον πολιόρκησαν εις τον ληνόν και τον εσκότωσαν». Το τρίτο, η σφαγή της Τριπολιτσάς, μέγα ταμπού: «Το άλογό μου από τα τείχη έως τα σαράγια δεν επάτησε γη. […] Το ασκέρι οπού ήτον μέσα το Ελληνικό έκοβε και εσκότωνε από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκαις, παιδιά και άνδραις 32.000». Θα πούμε και τον Κολοκοτρώνη εθνομηδενιστή;
Πηγή: Η Καθημερινή
Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην κατηγορία «Απόψεις» εκφράζουν τον/την συντάκτη/τριά τους και οι θέσεις δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του koutipandoras.gr