O κήπος του τρόμου

Eάν συνηθίσεις τη σιωπή, σειρά μετά έχει η ντροπή. Τι συζητούσαν αυτοί οι άνθρωποι στο βραδυνό τραπέζι; Kαι πώς συνήθισαν τη μυρωδιά του θανάτου;

αουσβ

Tρεις μέρες τώρα, προσπαθώ να συνέλθω από το σοκ που μου προκάλεσε η ταινία «Ζώνη Ενδιαφέροντος», του Τζόναθαν Γκλέιζερ. Όσοι την είδατε, ξέρετε. Σε όσους την προσπεράσατε, συνιστώ να κάνετε μεταβολή και να σπεύσετε στην κοντινότερη σκοτεινή αίθουσα, εάν τέλος πάντων είστε από τους τυχερούς που ζουν σε πόλη με ανοιχτούς κινηματογράφους. Εσείς που δεν βρίσκετε χρόνο, να βρείτε πάση θυσία. Και θα με θυμηθείτε. Η ταινία είναι μία ανυπόφορη δοκιμασία, που πρέπει όμως να τη ζήσουμε όλοι, για να μην αποκοιμηθούμε.

Το φιλμ πραγματεύεται την ίδια «λεπτομέρεια» που συγκλόνισε κι εμένα όταν αξιώθηκα περάσω ως προσκυνητές τη δυσοίωνη πύλη του κολαστηρίου Άουσβιτς το 2009: την παρουσία του σχεδόν ειδυλλιακού σπιτικού του διοικητή Ρούντολφ Χες δύο βήματα από τα κρεματόρια, από τα φουγάρα, από τα συρματοπλέγματα και από τα πολυβολεία. Πώς είναι δυνατόν να ζούσε η οικογένεια Χες μία σχεδόν ξένοιαστη ζωή με τα χέρια ματωμένα και με τη δυσοσμία της καμένης σάρκας στα ρουθούνια; Τι στο διάβολο συζητούσαν αυτοί οι άνθρωποι στο βραδυνό τραπέζι;

Η ταινία του Γκλέιζερ καλά καλά δεν έχει πλοκή. Η αέναη εικόνα της βιλίτσας των Χες (ή Ες) με φόντο τον θηριώδη μαντρότοιχο και τους καπνούς από τους φούρνους όπου μαρτύρησαν χιλιάδες Εβραίοι, δέκα μέτρα μακριά απο τον κήπο με την πισίνα και τις κούνιες, είναι το Α της, το Ω της και όλα τα ενδιάμεσα γράμματα. Το εσωτερικό του Άουσβιτς δεν το βλέπουμε ποτέ στην οθόνη, αλλά ο τρόμος δεν απουσιάζει ούτε στιγμή.

Οι σκόρπιοι ήχοι, από τις οιμωγές και τους πυροβολισμούς, ανάμικτοι με τις παιδικές φωνούλες και τη γκρίνια της νοικοκυράς που αντιστέκεται στη μετάθεση του συζύγου της («εδώ ζούμε τη ζωή που πάντοτε ονειρευόμαστε») σκίζουν την ψυχή. Αρκεί, νομίζω, να δείτε πέντε λεπτά από το φιλμ για να το βιώσετε ολόκληρο. Όπως διάβασα κάπου, η «Ζώνη Ενδιαφέροντος» σου δίνει αρκετό σχοινί για να κρεμαστείς μόνος σου.

Αντί να φλυαρήσω περισσότερο, σας παραπέμπω στην αναλυτική κριτική του Κωνσταντίνου Καϊμάκη και σας παραδίδω το κείμενο που έγραψα, συγκλονισμένος, με κομμένα τα πόδια, μόλις επέστρεψα από το Άουσβιτς.

Όταν επιχείρησα να το αφηγηθώ verbatim στα πλαίσια της δημιουργίας του Audiobook του βιβλίου μου, «Ο Νίκος Λείπει» (εκδ. Key Books), η φωνή μου έσπαγε συνεχώς και οι κόμποι της συγκίνησης μου μπλόκαραν το λαρύγγι. Μοιραστείτε το, σας παρακαλώ, μαζί μου. Και μην αφήσετε ποτέ την Ιστορία να γίνει σιωπή, γιατί τότε θα είμαστε όλοι συνένοχοι.

Λύκοι με προβιά λύκου

Mαλλιά. Πολλά μαλλιά. Ένα χτικιάρικο πέτρινο μπουντρούμι, γεμάτο μαλλιά. Και γένια. Τρίχες γκρίζες, νεκρές, να μυρίζουν θάνατο. Ένα κελί γεμάτο θάνατο, πίσω από μία γυάλινη προθήκη νοτισμένη από τα δάκρυα των επισκεπτών. «Αυτά τα μαλλιά μπορεί να προέρχονται από τη γενειάδα του παππού μου», ψιθύρισε, πίσω μου, κάποιος με σβηστή φωνή. «Ή του πατέρα μου», υπερθεμάτισε μία κοπέλα. «Ή του αδελφού μου», συμπλήρωσε ένα γεροντάκι. «Μπορεί να είναι και δικά μου», ψέλλισε κάποιος, και μας έκοψε μεμιάς τα γόνατα.

Παιχνίδια. Πολλά παιχνίδια. Ένα δωμάτιο γεμάτο παιχνίδια. Παιχνίδια παιδιών που δεν μεγάλωσαν ποτέ. Παιχνίδια, που δεν γνώρισαν ποτέ την ξενοιασιά χαρούμενων χεριών. «Να, παίξε με την κούκλα σου και μη κάνεις φασαρία, αλλιώς θα έρθουν και θα μας πάρουν». Ποιοι; «Οι κύριοι με τις στολές. Να χαμογελάς όταν τους βλέπεις. Και να τους λες πάντα γκούτεν ταγκ». Κούκλες χωρίς χέρια και χωρίς πόδια. Δωμάτια χωρίς ψυχή. Δάκρυα χωρίς πρόσωπα. Γόνατα που δεν βαστάνε άλλο.

Πρόσωπα. Πολλά πρόσωπα. Αντρικά, γυναικεία, γεροντίστικα, παιδικά. Το ίδιο πρόσωπο, σε πολλές διαφορετικές εκδοχές. Σκούρο δέρμα, ανοιχτό δέρμα, πάντοτε τσιτωμένο δέρμα, από τις κακουχίες και από τον τρόμο. Και από την πείνα. Και από το άγχος της επιβίωσης. Και από τον τρόμο. Τον ανείπωτο τρόμο.

«Εσείς, λινκς. Εσείς, ρεχτς». Δεξιά, οι χρήσιμοι, όσοι κρίνονταν ικανοί για καταναγκαστική εργασία. Αριστερά, οι άχρηστοι, εκείνοι που δεν τους άξιζε να ζήσουν. Πρόσωπα. Πολλά πρόσωπα. Πρόσωπα από το παρελθόν, με ένα νούμερο από κάτω. Πρόσωπα νεκρών. «Αυτή η γυναίκα μοιάζει με τη θεία μου, την Εσθήρ». Γόνατα που τρέμουν. Μάτια που κλαίνε. Η πινακοθήκη του ερέβους.

Εργαλεία. Πολλά εργαλεία. Ιατρικά εργαλεία. Κατασκευάσματα που φτιάχτηκαν για να σώζουν ζωές. Εργαλεία βασανιστηρίων. Λαβίδες που τραβούσαν τα έμβρυα μέσα από την κοιλιά της μάνας, για να σπάσει πλάκα ο δόκτωρας. Νυστέρια που έσφαζαν πόντο πόντο τα βρέφη, για να μετρήσουν τις αντοχές τους. Οινόπνευμα που ξέπλενε πληγές, χαραγμένες στο κορμί της ανθρωπότητας. Δοκιμαστικοί σωλήνες που δοκίμαζαν τα όρια της ανθρώπινης διαστροφής. Φωτογραφίες που ντρέπονταν για όσα εικόνιζαν. Το ιατρείο της κόλασης. Η κόλαση επί της γης.

Λουλούδια. Πολλά λουλούδια. Και αναμμένα καντηλάκια. «Δεν θα σας ξεχάσουμε ποτέ». «Πεθάνατε για να ζήσουμε εμείς ελεύθεροι». «Σας ευχαριστούμε για τη θυσία σας». Λουλούδια κόκκινα, όπως το αίμα. Λουλούδια άσπρα, όπως το δέρμα το αναιμικό, που ετοιμάζεται να παραδοθεί. Λουλούδια κίτρινα, όπως τα μάτια των δημίων. Λουλούδια χωρίς ευωδιά. Τα άνθη του κακού.

Και γρασίδι. Καταπράσινο γρασίδι, να θυμίζει ζωή. Γρασίδι, στις αυλές των σπιτιών. Των σπιτιών των τυράννων. «Πάω να σκοτώσω καμιά χιλιοστή βρωμοεβραίους, γυναίκα, αλλά θα επιστρέψω έγκαιρα για το μεσημεριανό. Πες στα παιδιά να καθίσουν ήσυχα και να βγουν να παίξουν στις κούνιες». Στις κούνιες, δίπλα στις καμινάδες.

Βρύσες. Πολλές βρύσες. Βρύσες που ξερνούσαν δηλητήριο. Άδεια γκαζάκια από παρασιτοκτόνο. Τα παράσιτα της ιστορίας, χέρια λερωμένα με φαρμάκι. Μία επιγραφή που γράφει «Λουτρά», χωρίς να κοκκινίζει από αισχύνη. Οι θάλαμοι που είχαν μόνο είσοδο. Οι φούρνοι που είχαν την έξοδο στο ταβάνι. Έμπαινε άνθρωπος, έβγαινε καπνός. Έμπαινε άνθρωπος, έβγαινε υγρό σαπούνι. Μία δεξαμενή, όπου μάζευαν το καυτό λίπος από τα καμένα κορμιά. «Πολλές φορές έριχναν μέσα τα μωρά για να τα θανατώσουν». Για να γελάσουν. Για να γελάσουν. Για να γελάσουν. Για να γελάσουν.

Ράγες. Πολλές ράγες. Ράγες που σταματούσαν στη μέση του τίποτα, στα καλά καθούμενα και στα κακά μελλούμενα. Έρχονταν από τον έξω κόσμο και οδηγούσαν στον κάτω κόσμο. Η πλατφόρμα του κακωσορίσματος. Ρεχτς! Λινκς! Οι άνδρες είχαν ακόμα γένια. Οι γυναίκες, μακριά μαλλιά. Τα παιδιά, παιχνίδια στα χέρια. Οι ασθενείς, την ελπίδα ότι θα τους δει γιατρός.

«Λουτρά», παιάνιζε μία ψευδεπίγραφη επιγραφή. «Ίσως μας αφήσουν να κάνουμε και ένα μπάνιο, να φύγουν οι ψείρες». «Κοιτάξτε, από εκείνο το κτίριο βγαίνει καπνός, μάλλον θα ψήνουν ψωμί». Αλλά τι είναι αυτή η αλλόκοτη μυρωδιά;

Ψέματα. Πολλά ψέματα. «Η εργασία απελευθερώνει». Όλα τα ψέματα μαζεμένα σε ένα. Καρφωμένα στην πύλη του στρατοπέδου. Δεξιά, σκοπιά. Αριστερά, σκοπιά. Από κάτω, σκυλιά. Πίσω από τα σκυλιά, άλλα σκυλιά. Τσακάλια. Άγριοι λύκοι με προβιά άγριου λύκου.  «Απαγορεύονται οι συνομιλίες», στα λουτρά. «Ομιλείτε χαμηλοφώνως», στους κοιτώνες. Οι πινακίδες της υποκρισίας.

Οιμωγές που ακούγονται μέσα από τους ραγισμένους τοίχους. Σπαραγμοί, που βγαίνουν από τα παγωμένα πατώματα. «Η εργασία απελευθερώνει». Ο θάνατος θα ήταν, για πολλούς, απελευθέρωση. Λύτρωση. Φευγιό. Μία τελευταία στιγμή ανθρώπινης υπερηφάνειας και αντίστασης.

Το Άουσβιτς, επτά δεκαετίες μετά το Ολοκαύτωμα. Η χειρότερη και ταυτόχρονα η καλύτερη μέρα της ζωής μου. Ο εγκέφαλος έδινε εντολή στα γόνατα να αντέξουν και στις μουδιασμένες αισθήσεις να αφομοιώσουν κάθε εικόνα, κάθε συναίσθημα. «Θα τα λες και δεν θα σε πιστεύουν, όπως δεν πίστευαν τις διηγήσεις όσων επιβίωσαν. Μέχρι που είδαν τις φωτογραφίες από τα στρατόπεδα».

Μακάρι να μπορούσα να πάρω μαζί όλους τους φίλους μου, σε αυτόν τον εφιάλτη. Ακόμα καλύτερα, όλους τους εχθρούς μου. Οι φίλοι μου τα ξέρουν και τα αποτάσσονται. Οι εχθροί μου καμώνονται ότι δεν τα ξέρουν και τα νοσταλγούν. Δεν έχω εχθρούς, αλλά όποιος εφευρίσκει άλλοθι και δικαιολογίες για τη ναζιστική θηριωδία είναι εχθρός μου. Όταν η Ιστορία γίνει σιωπή, θα τοποθετηθούν τα θεμέλια για να την ξαναζήσουμε. Αν συνηθίσεις τη σιωπή, σειρά μετά έχει η ντροπή.