Ο δικός μου Δήμος Θέος

Ο Αντώνης Μποσκοΐτης γράφει για τον σκηνοθέτη και δάσκαλό του που πέθανε χθες στα 83 του χρόνια 

5bd73d441d000085003096ad

1993. Πρώτη μέρα στη σχολή κινηματογράφου. Απόγευμα πάντα μέχρι το βράδυ. Καθημερινά η ίδια διαδρομή για τα επόμενα τρία χρόνια: Από τον ηλεκτρικό της Βικτώριας πιάνω με τα πόδια όλη την Αλεξάνδρας μέχρι να φτάσω στο περίφημο νεοκλασικό κτίριο – πρώην κρατητήριο της ΕΣΑ επί χούντας. Πρώτη ώρα και πρώτο μάθημα, αισθητικές θεωρίες του κινηματογράφου με καθηγητή τον σκηνοθέτη Δήμο Θέο. Δεν τον ξέρω καθόλου, αλλά έχω απίστευτη όρεξη και διάθεση να μάθω καλά, τόσο τον ίδιο, όσο και τα μαθήματα του. Συναντώ έναν ψηλό άντρα κοντά στα 60 με ένα μουστάκι και ένα παλτό που ελάχιστες φορές θα τό’βγαζε από πάνω του. Ο Θέος θυμίζει τσέλιγκα παρά διανοούμενο κι όταν μαθαίνω πως κατάγεται από την Καρδίτσα λέω πως τίποτα δεν είναι τελικά τυχαίο. Η γνωριμία μας ξεκινάει με διαφωνία: Μιλάμε για το πρώτο εξπρεσιονιστικό «Νοσφεράτου» του Μουρνάου και μοιραία το μάθημα πηγαίνει στην πηγή του μυθιστορήματος του Μπραμ Στόουκερ. «Βλαντ Τσέπες Ντρακούλ» λέει ο Θέος, «Τέπες» πετάγομαι εγώ και τον διορθώνω. «Τσέπες» ξαναλέει, όχι σε έντονο ύφος, μέχρι που συμφωνούμε στο ότι το ρουμάνικο όνομα του αυθεντικού Δράκουλα ναι μεν γράφεται «Τέπες (Tepes)», προφέρεται όμως «Τσέπες». Αργότερα, σε μία προβολή μες τη σχολή, του ριμέικ του «Νοσφεράτου» από τον Βέρνερ Χέρτζογκ, θυμάμαι τον Θέο να γελάει σαν μικρό παιδί στη σκηνή που ο Δράκουλας – Κλάους Κίνσκι οπισθοχωρεί από τον Εσταυρωμένο της Ιζαμπέλ Ατζανί…

– Η Νικολέτα Γουλή, που λίγο μετά θα έκανε το εξαιρετικό μικρού μήκους «Χαμόγελο της Άννας», σταματάει τον Θέο στην εσωτερική σκάλα της σχολής: «Κύριε Θέο, αληθεύει ότι έναρξη του νεορεαλισμού θεωρείται ο Κλέφτης των ποδηλάτωνΈξαλλος ο Θέος! Όταν θύμωνε, έχανε τα λόγια του, τιναζόταν σαν να τον χτυπούσε ρεύμα. «Ποιος τις λέει αυτές τις μαλακίες;» φωνάζει στη φοιτήτρια του για να πάρει την απάντηση της: «Μα εσείς, κύριε Θέο, την προηγούμενη ώρα μας το είπατε». Αλλαγή ύφους. Το θηρίο μαζεύεται και λέει με το πιο ήρεμο και συγκαταβατικό ύφος: «Ε ναι, δηλαδή αν το δεις απ’ αυτή την άποψη, αν είσαι γνώστης, ξέρεις πως έτσι είναι, καλά τα λες, ναι, ναι, έτσι είναι»

– Λίγο πριν ξεκινήσουν τα μαθήματα ο τόπος συνάντησης των σπουδαστών κινηματογράφου είναι το καφενείο δίπλα από τη σχολή. Κάθε απόγευμα η τηλεόραση παίζει «Λάμψη». Εισβάλει μια μέρα ο Θέος στο καφενείο: «Τι βλέπετε;» «Τη Λάμψη». «Του Κιούμπρικ;» «Όχι, του Φώσκολου». «Α στα τσακίδια, κοπρίτες, που θέλετε να γίνετε και σκηνοθέτες»

– Μια χειμωνιάτικη μέρα στη σχολή. Έξω κάνει κρύο. Άλλοι έχουμε το κονιάκ μας στο μάθημα, εκείνος πίνει ζεστό τσάι. Μας μιλάει για μια σοφίτα και αργότερα ένα κοινόβιο που έζησε στη Γερμανία στα τέλη του 1960. Έχει μια ευρωπαϊκή άποψη για το κίνημα των χίπηδων, που έρχεται σε αντιδιαστολή μ’ αυτήν του άλλου καθηγητή μας στη λογοτεχνία, του Μήτσου Ευθυμιάδη. Ο Ευθυμιάδης πιστεύει πως στα Εξάρχεια έριξαν την πρέζα για να αποδεκατίσουν τους «αναρχικούς» και τα «φρικιά», ο Θέος όμως ταυτίζει το κίνημα του ροκ, όπως ο ίδιος το βίωσε, με την κάθε μορφής ελευθεριότητα. Δέχεται τις ουσίες στο πλαίσιο ενός «mind expansion». Μας λέει ακόμη για μια συναυλία των Doors που είχε δει και τη θυμόταν ακόμα. Τον ρωτώ ποιο ήταν το αγαπημένο του συγκρότημα. «Οι Iron Butterfly» μου απαντά… 

– Το παγερό υπόγειο της σχολής έχει μετατραπεί σε αίθουσα προβολών. Βλέπουμε ταινίες από VHS κασέτες σε μία προβληματική τηλεόραση – μπαούλο. Η ταινία που θα δούμε και που ο Θέος λατρεύει είναι «Το λιμάνι των απόκληρων» του Μαρσέλ Καρνέ. Ευλογία ήταν εκείνο το μάθημα παρά τις κάκιστες συνθήκες προβολής! Έχω ακόμη κρατημένες σε ένα κόκκινο κινέζικο τετράδιο τις σημειώσεις του για την εν λόγω ταινία: Αργοί ρυθμοί, νωχελική και στοχαστική σκηνοθεσία, ενωτικό φινάλε όλων των επί μέρους αρετών της ταινίας

Το 1996 μας καλεί στην προβολή της νέας ταινίας του με τίτλο «Ελεάτης Ξένος». Εμείς έχουμε αποφοιτήσει πια, αλλά ακόμη δεν έχουμε βγει στην κινηματογραφική παραγωγή. Εξακολουθούμε ωστόσο να τιμούμε το δάσκαλο μας που είχε δέκα χρόνια να κάνει ταινία. Για τον «Ελεάτη Ξένο» ο Θέος ήθελε την Ιρέν Ζακόμπ για πρωταγωνίστρια που την είχε θαυμάσει λίγα χρόνια πριν στην αριστουργηματική «Διπλή ζωή της Βερόνικα» του Κισλόφσκι. Μας είχε πει μάλιστα ότι βρισκόταν σε επικοινωνία με τον ατζέντη της. Τελικά στην ταινία του έπαιξε η Βραζιλιάνα Ρεγκίνα Ρεμένσιους, κάτοικος Ελλάδας, η οποία θα εμφανιζόταν μια δεκαετία μετά και στο «Όλα είναι δρόμος» του Παντελή Βούλγαρη. Δύσκολη ταινία ο «Ελεάτης Ξένος» και με αδικαιολόγητα λάθη για έναν σκηνοθέτη με την εμπειρία του Θέου: Πρώτα απ’ όλα δεν ήταν δυνατό για την ηρωίδα του, που υποτίθεται ήταν Γερμανίδα και μιλούσε φτωχά ελληνικά, να συντάσσει και να διαβάζει ολόκληρα κατεβατά με «δύσκολα ελληνικά», με λέξεις δηλαδή που θα άκουγες από έναν λέκτορα Πανεπιστημίου. Αυτό ήταν και το πρόβλημα, κατά την ταπεινή μου εκτίμηση, με έναν διανοούμενο του διαμετρήματος του Θέου. Η δυσκολία τού να περάσει τόσο στους μαθητές του, στο μικρόκοσμο του, όσο και στο σινεμά, στο μεγάλο κοινό δηλαδή, τις πολυδιάστατες γνώσεις του που δεν σχετίζονταν αποκλειστικά με τον κινηματογράφο, αλλά και με τη γλωσσολογία, τη λογοτεχνία, ακόμα και τη μουσική – παρεμπιπτόντως, γιος του Δήμου Θέου είναι ο περίφημος τσελίστας Κωστής Θέος. Τα ίδια που είχε «πάθει» και ο καλός συνάδελφος του, Αλέξης Δαμιανός, ένα χρόνο πριν με τον «Ηνίοχο», το κύκνειο άσμα του. Σήμερα με την απόσταση τόσων χρόνων, που το σινεμά έχει μετατραπεί σε ένα εμπορικό νταλαβέρι μεταξύ παραγωγών και διανομέων, που κυριαρχεί το «φαίνεσθαι» και σπανίως το «είναι», νιώθω πως δεν είναι σωστό να προσάπτουμε το παραμικρό αρνητικό σε τέτοιους σκηνοθέτες, οι οποίοι άνοιξαν δρόμους και υπηρέτησαν το καλλιτεχνικό όραμα τους

Στον Δήμο Θέο χρωστάμε ουσιαστικά το ξεκίνημα του ΝΕΚ με την ταινία «Κιέριον», στην οποία ρολάκια είχαν όλοι οι μεγάλοι σκηνοθέτες των μετέπειτα χρόνων: Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, η Τώνια Μαρκετάκη, ο Κώστας Σφήκας, ο Σταύρος Τορνές κ.α. Το «Κιέριον» θύμισε απ’ την άποψη των συνθηκών παραγωγής και τελικής πραγμάτωσης μιαν άλλη σύγχρονη της ταινία, το αντεργκράουντ «Vortex» ή «Το πρόσωπο της Μέδουσας» του Νίκου Κούνδουρου. Και οι δύο ταινίες ξεκίνησαν τα γυρίσματα τους στην Ελλάδα, ανακόπηκαν από τη δικτατορία της 21ης Απριλίου του 1967 για να συνεχιστούν στο εξωτερικό – του Κούνδουρου στην Ιταλία, την Αγγλία και τη Γαλλία και του Θέου στην Αγγλία και τη Γαλλία. Το «Κιέριον» μάλιστα κατάφερε να αποσπάσει ένα ειδικό βραβείο στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας του 1968, ενώ με την πτώση της δικτατορίας και την επιστροφή του στην Ελλάδα, ο Θέος κέρδισε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στο 15ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. 

Το 1978 βλέπουμε τον Θέο ως ηθοποιό στον «Εξόριστο στην κεντρική λεωφόρο», την καλύτερη «σοβαρή» ταινία του Νίκου Ζερβού με τον Κώστα Φέρρη. Εμφανίζεται στην αρχική σκηνή του χίπικου κοινοβίου με ένα γυμνό κορίτσι στα πόδια του. Στην ίδια σκηνή εμφανίζονται ακόμη, αν δεν με απατά η μνήμη μου, ο Σταύρος Λογαρίδης και ο Δημήτρης Πολύτιμος, μουσικοί αμφότεροι της εγχώριας ροκ κοινότητας. Κάπου στο μέσο της ταινίας τον συναντάμε και ως μπάρμαν με θαμώνα τον Φινινή σε έναν αλησμόνητο μεταξύ τους διάλογο. Από τα ηχεία του μπαρ ακούγεται το «Cocaine» στην εκτέλεση του Eric Clapton

Τα χρόνια έχουν περάσει. Είναι ένα βροχερό μεσημέρι και μαζί με τον Ανδρέα Ταρνανά, στιχουργό – σκηνοθέτη – συγγραφέα και επίσης δάσκαλο στην κινηματογραφική σχολή, συναντάμε στην οδό Αθηνάς τον Θέο. Τρέχουμε με χαρά ξοπίσω του. «Γεια σου, Δήμο μεγάλε» του λέει ο Ανδρέας, τον χαιρετάω κι εγώ. Παραδόξως με χαιρετάει με τ’ όνομα μου, «Γεια σου, Αντώνιε» κι ας έχουν περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια από τη μαθητεία κοντά του. Παρατηρούμε τα παπούτσια του. Είναι τρύπια και στο δρόμο η βροχή ήδη έχει σχηματίσει ρυάκια. Μας κοιτάει που κοιτάμε τα παπούτσια του, έπειτα σηκώνει το βλέμμα και μας πετάει την αμίμητη ατάκα: «Τα παπούτσια, αν δεν μπάζουν νερά, είναι για πέταμα». Γελάμε δυνατά και οι τρεις. Ήταν παροιμιώδες το αυτοσαρκαστικό χιούμορ του…

Το 2006 τον συνάντησα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Εγώ διαγωνιζόμουν με το ντοκιμαντέρ «Ζωντανοί στο Κύτταρο – Σκηνές Ροκ», εκείνος βρισκόταν εκεί αφού το φεστιβάλ είχε οργανώσει αφιέρωμα προς τιμήν του. Ανταλλάξαμε δυο λόγια στο καφέ του «Ολύμπιον». Καθόταν μόνος του και παρατηρούσε τα τεκταινόμενα, συγκεκριμένα τον κόσμο του σιναφιού που πηγαινοερχόταν. «Είδα την ταινία σου» μου είπε, «μου άρεσε που ήταν ασπρόμαυρη και που πρόκοψες». Ως εκεί καλά! Μετά άρχισε να μου λέει κάτι περίεργα που ομολογουμένως με στενοχωρούν τώρα που τα φέρνω πάλι στη μνήμη μου: «Να ξέρεις» ήταν επί λέξει τα λόγια του, «εμένα στη ζωή μου με κυνήγησαν χίτες και Κνίτες»…Λεπτομέρεια: Ο Θέος κάποτε ανήκε στην ΕΔΑ, ενώ είχε «διατελέσει» και τροτσκιστής. Του άρεσε στα νιάτα του – σύμφωνα με μαρτυρία του φίλου του, Τέο Ρόμβου – να διασκευάζει βλάχικα τραγούδια όλο σεξουαλικά υπονοούμενα με ήρωες τους χουντικούς και τους σταλινικούς…

Τελευταία φορά τον είδα στο Μοναστηράκι το 2009, στο βιβλιοπωλείο που διατηρούσε με το όνομα «Ο δικός σας Τιπούκειτος». Ο κοινός μας φίλος που δεν είναι πια στη ζωή, ο ποιητής Αντρέας Παγουλάτος, με παρακάλαγε για πολύ καιρό να περάσουμε από το βιβλιοπωλείο του και να του κάνουμε παρέα. Ο Θέος είχε παρακμάσει, αλλά με μία παρακμή όμορφη, θα έλεγα. Ήταν πια ένας κλοσάρ του πνεύματος, ένας beatnik, μία ολότελα ποιητική αλλοπαρμένη φιγούρα απ’ αυτές που συναντάς μία φορά κάπου και σου εντυπώνονται για αρκετό καιρό μετά. Ήταν λίγο πάνω από τα 70, μα έμοιαζε μεγαλύτερος. Όπως και ο φίλος του ο Τορνές που πέθανε 56 ετών και έμοιαζε για 76. Έμοιαζαν άλλωστε καλλιτεχνικά ο Θέος με τον Τορνέ. Και στο όραμα τους για την τέχνη και στο γιουχάισμα από τους άσχετους και τους βολεψάκηδες. Θυμίζω πως ο Θέος είχε γιουχαϊστεί σφόδρα το 1976 για την έντονα φορμαλιστική «Διαδικασία» του. Το ίδιο και ο Τορνές, απ’ αυτούς που σήμερα τον εξυψώνουν ως «ποιητή του κινηματογράφου», ενώ όσο ζούσε τον αντιμετώπιζαν ως «γραφικό». Η αλήθεια πονάει, αλλά καλό είναι να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους…

Ο Δήμος Θέος πέθανε στα 83 του χρόνια. Αφήνει ένα δυσαναπλήρωτο κενό, όχι τόσο στον ελληνικό κινηματογράφο (τέσσερις ταινίες έκανε όλες κι όλες), όσο γενικότερα στα ελληνικά γράμματα, θα έλεγα. Στη διάρκεια του βίου του ασχολήθηκε με τις ταινίες μυθοπλασίας και τεκμηρίωσης σε κινηματογράφο και τηλεόραση, με τη διδασκαλία, τη λογοτεχνία, τη δοκιμιογραφία, την ποίηση. «Πως θα ήθελες να σε έλεγαν αν δεν σε ήξερε κάποιος με το όνομα σου;» τον ρώτησα την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε. «Χαλκέντερος ο Βιβλιολάθας» απάντησε και μου έδειξε τις στοίβες από τα βιβλία στο μαγαζάκι του

– Στη μνήμη του ένα θρυλικό κομμάτι της ιστορίας του ροκ από το αγαπημένο του συγκρότημα: Το «In – a – gadda – da – vida» των Iron Butterfly (short version)

Το Κουτί της Πανδώρας συμμετέχει στην 24ωρη απεργία που εξήγγειλε η ΕΣΗΕΑ

issue 2465910 1920 1

Το Κουτί της Πανδώρας συμμετέχει στην 24ωρη απεργία που εξήγγειλε η ΕΣΗΕΑ

Η δημοσιογραφική ομάδα του koutipandoras.gr, συμμετέχει στην 24ωρη απεργία που εξήγγειλαν τα Διοικητικά Συμβούλια της Ομοσπονδίας…