Νόρα Βαλσάμη: «Μεγαλώσαμε, αγάπη μου…»

Η ηθοποιός Νόρα Βαλσάμη, από τη Σύρο που διαμένει μόνιμα τα τελευταία χρόνια, θυμάται την ένδοξη καριέρα σε κινηματογράφο, θέατρο και τηλεόραση, διατηρεί το πένθος της για την Αλίκη Βουγιουκλάκη και εύχεται να γίνει καλά για να επιστρέψει στην Αθήνα και - γιατί όχι - στη σκηνή. 

f627dd 1 1
Αν ζούσε στη Γαλλία και όχι στην Ελλάδα των sixties, θα ήταν πρωταγωνίστρια της nouvelle vague. Υπήρξε ένα από τα ομορφότερα κορίτσια του ελληνικού κινηματογράφου, των «αθώων και γλυκών ταινιών του Φίνου», όπως λέει και η ίδια. Υπήρξε, ακόμη, μία καλή ηθοποιός, που αυτό της το ταλέντο αναδείχτηκε παραδόξως μέσω της τηλεόρασης. Ποιος δε θυμάται τη γλυκιά και δυναμική Δάφνη στην, κατά Διαγόρα Χρονόπουλο, «Αστροφεγγιά» του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου; Σύζυγος της και πατέρας του παιδιού τους, ο σκηνοθέτης Ερρίκος Ανδρέου, με τον οποίο επίσης δούλεψε πολύ σε κινηματογράφο και τηλεόραση. Τα τελευταία χρόνια ζουν οικογενειακώς στη Σύρο. Νιώθει ξεκομμένη από το καλλιτεχνικό κύκλωμα και επιθυμεί να ξανάρθει στην Αθήνα, όπως και να ξαναβγεί στο θέατρο με ένα έργο αντάξιο της μεγάλης πορείας της. Αυτή δεν είναι η συνέντευξη μιας «δυστυχισμένης ξεχασμένης ηθοποιού», όπως ενδεχομένως αρέσκονται να πλασάρουν όλα τα κουτσομπολίστικα sites. Είναι η αφήγηση μίας σκεπτόμενης ευαίσθητης γυναίκας που άφησε το δικό της στίγμα στον κόσμο του θεάματος, που πλέον αντιμετωπίζει προβλήματα με την υγεία της και που, βασικά, μπορεί ακόμη να κάνει όνειρα. Στη συνομιλία μας θυμάται τον ερχομό από την Αίγυπτο στην Ελλάδα, την είσοδο της στον χώρο της τέχνης και, φυσικά, τη μοναδική σχέση της με τη συνάδελφό της, Αλίκη Βουγιουκλάκη.
 
 
Κυρία Βαλσάμη, σε τι φάση σας πετυχαίνω;
Η υγεία μου είναι μέτρια. Δεν φοβάμαι τον κορονοϊό, γιατί έχω έξι μήνες να βγω έξω. Δεν μπορώ, όμως, ακόμη να περπατήσω.
 
Και πως περνάει ο χρόνος στη Σύρο;
Τηλεόραση, σταυρόλεξο, δουλειές του σπιτιού με τον Ερρίκο που με βοηθάει. Λίγο βέβαια, γιατί έχει δικές του δουλειές αυτός.
 
Ξέρετε, όταν είπα δημόσια ότι θα μου δώσετε συνέντευξη, υπήρξε μεγάλο ενδιαφέρον απ’ τους Αιγυπτιώτες.
Μ’ αγαπάνε! Εκεί γεννήθηκα εγώ, στη χώρα του Νείλου λέω πάντα, στο Κάιρο. Μέναμε στην Ηλιούπολη, από τις σημαντικότερες πόλεις της αρχαίας Αιγύπτου, κι εκεί πήγαινα σχολείο. Δεν ήμασταν μεγάλη οικογένεια, ο αδερφός μου, ο μπαμπάς κι η μαμά. Στην Αθήνα ήρθαμε στις αρχές του ’60 όταν ήμουν έφηβη.
 
Είχατε βλέψεις για το θέατρο;
Καμία σχέση, καμία! Το μόνο που θυμάμαι ως κοριτσάκι είναι να φοράω κάτι πιτζάμες μπροστά σ’ έναν καθρέφτη με ντουλάπα που είχαμε κι έπαιζα και χοροπηδούσα. Έκανα τους πρώτους μου αυτοσχεδιασμούς, αλλά σαν παιχνίδι περισσότερο. Αν θέλετε να μιλήσουμε για καριέρα, αυτή ξεκίνησε όταν έπαιξα δίπλα στη Συνοδινού, που με είχε πάει η δασκάλα μου, η μεγάλη χορογράφος Αγάπη Ευαγγελίδου. Με είχε βοηθήσει πολύ η Μαίρη Χρονοπούλου στα πρώτα μου βήματα, που ήταν στον ίδιο θίασο. Η Ευαγγελίδου πήρε εμένα και την κόρη της και μας έβαλε στις «Εκκλησιάζουσες». Κάναμε ένα ντουέτο. Στην ομάδα μετείχε ο συνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος, απ’ ότι θυμάμαι, μαζί και με πολλούς άλλους.
 
Καλή είσοδος, λοιπόν, σ’ αυτό που λέμε καριέρα.
Πολύ απλή και πολύ γρήγορη είσοδος. Το πιο ενδιαφέρον ήταν στον κινηματογράφο, όμως, που έκανα ένα δοκιμαστικό και μπήκε εμβόλιμο στην ταινία «Τζένη – Τζένη». Έλεγα ένα τραγούδι, αν θυμάστε. Από εκείνο το δοκιμαστικό, ο Φίνος μ’ έβαλε κατευθείαν να υπογράψω συμβόλαιο.
 
Ίσως δεν υπήρχε η προοπτική καριέρας ακόμη, αλλά αυτή για τον κόσμο του θεάματος.
Εγώ νομίζω πως η καριέρα στρώθηκε νωρίς. Όσο για τον κόσμο του θεάματος, δεν είχε καμία σχέση μ’ αυτά που ακούω σήμερα και τρελαίνομαι. Τώρα το τι γίνεται, δεν το ξέρω, γιατί δεν έχω και επαφή με κανέναν. Μόνο με τη Μαιρούλα τη Χρονοπούλου μιλάω δυο – τρεις φορές τη βδομάδα.
 
Η οποία Χρονοπούλου υποστηρίζει ότι κανείς τότε δεν παρενοχλούσε σεξουαλικά στη δουλειά.
Κανείς, κανείς, έχω να το λέω αυτό! Ποτέ, μα ποτέ, δεν είχαμε τέτοια θέματα. Πήγαινα στη σχολή Θεοδοσιάδη, απ’ τις καλύτερες σχολές του καιρού εκείνου, με δασκάλους τον Αλέξανδρο Κροντηρά, τον Τζόγια, την Αγάπη Ευαγγελίδου. Όλοι αυτοί, μαζί με τα παιδιά στη σχολή, ήταν τύπος και υπογραμμός απέναντι μου. Πώς να πω κάτι άλλο σήμερα;
 
 
Οι ταινίες έρχονταν η μία μετά την άλλη;
Ακριβώς έτσι, αφότου έκανα συμβόλαιο με τον Φίνο. Το πρώτο μου συμβόλαιο ήταν για εφτά – οχτώ χρόνια. Οι πρώτες μου ταινίες ήταν η «Στεφανία» δίπλα στη Ζωή Λάσκαρη και οι «Κυρίες της αυλής» με τον Ντίνο Ηλιόπουλο.
 
Τις θεωρείτε σημαντικές αυτές τις ταινίες;
Ειδικά αυτές τις δύο, ναι. Θα έβαζα και τις «Βάσεις και η Βασούλα», από τις τελευταίες, αν όχι η τελευταία ταινία του Φίνου. Οι ταινίες αυτές είχαν κάτι δικό τους συγκριτικά με τις άλλες του συρμού, αν και τότε τις κορόιδευαν. Παίρνανε κακές κριτικές απ’ τους κουλτουριάρηδες. Θεωρούσαν κακό που κάναμε ταινίες που τις έβλεπε πολύς κόσμος.
 
Κράτησε χρόνια αυτός ο διαχωρισμός εμπορικού και ποιοτικού;
Εγώ χαμπάρι δεν έπαιρνα τότε. Μετά, όταν μεγάλωσα, τον κατάλαβα τον διαχωρισμό. Δεν θύμωσα, βέβαια, ούτε απογοητεύτηκα. Δεν μου έκανε καθόλου εντύπωση, ίσως γιατί ο άντρας μου τότε ήταν στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Μιλάω για αρκετά αργότερα, αφού είχα ήδη γεννήσει το παιδί μου.
 
Κι έτσι είχατε μία επαφή με τον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο.
Κάτι άκουγα και καταλάβαινα απ’ τα τηλέφωνα που μιλούσε ο Ερρίκος. Δεν μ’ ενδιέφερε, όμως, δεν ήμουν για να κάτσω ν’ ακούσω τίποτα. Το διάστημα εκείνο ο Ερρίκος γύριζε πολλές ταινίες, τον «Διχασμό», την «Αναζήτηση», την «Επιστροφή», που ήταν ωραίες, πραγματικός κινηματογράφος.
 
Για να θρέφεται η μνήμη σήμερα.
Τρέχει η μνήμη στα καλά. Σ’ αυτά που αγάπησα. Θυμάμαι τις ταινίες του ’60 και λέω «Μα τα έκανα εγώ όλα αυτά;» Ξυπνούσα στις 5.30 το πρωί για να πηγαίνω στο γύρισμα, εφτά με τρεις. Μου έστελνε μετά η Τζέλλα, η αγαπημένη γυναίκα του Φίνου, τον αδερφό της και μ’ έπαιρνε με το αυτοκίνητο. Έμενα στον Άι – Γιάννη τότε κι είχαν βάλει αυτοκίνητο να με πηγαίνει στο πλατό. Όλα αυτά με το που υπέγραψα το συμβόλαιο, απ’ την πρώτη μέρα. Είχαμε κι έναν φοβερό διευθυντή παραγωγής, τον Μάρκο Ζέρβα, που «έτρεχε» τα γυρίσματα των ταινιών.
 
Τα βρίσκατε εύκολα στις σχέσεις με τους άλλους;
Με όλους, όπως είπα πριν, είχα πολύ καλές σχέσεις. Ο χαρακτήρας μου ήταν έτσι. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη ήταν άλλο καπέλο, θα την έβγαζα απ’ τις υπόλοιπες ανθρώπινες και επαγγελματικές σχέσεις μου. Για δέκα χρόνια ακριβώς κοιμόμασταν στο σπίτι της στο χωριό. Φεύγαμε Κυριακή βράδυ κατευθείαν μετά το θέατρο, οι δυο μας, μες τα χιόνια. Η χαρά της ήταν να ειδοποιεί τη Νότα να ανάψει το τζάκι και να φεύγουμε οι δυο μας για ξεκούραση. Την άλλη μέρα έρχονταν και μας έβρισκαν ο Ερρίκος και ο Κώστας Σπυρόπουλος.
 
 
Ας πάμε στο «Η θεία μου η χίπισσα» με τη Βλαχοπούλου.
(γελάει) Μεγάλη πλάκα είχε η ταινία και αυτή ήταν πολύ καλή γυναίκα. Όταν τη συνάντησα κάποτε, στις αρχές του ’80, το πρώτο πράγμα που μου είπε, ήταν: «Έβγαλες καλό παιδί;» Της απάντησα: «Πολύ καλό παιδί»…Ήταν πέντε ετών ο γιος μου τότε. Μια γλύκα σκέτη ήταν η Βλαχοπούλου κι αν ακούγονται διάφορα για το χαρακτήρα της, μαζί μου, δεν ξέρω, αλλά ήταν κι αυτή πολύ καλή. Ακόμα κι η Ζωή η Λάσκαρη με λάτρευε. Τα τελευταία δέκα χρόνια, μετά το θάνατο της Αλίκης, είχαμε γίνει κολλητές με τη Ζωή.
 
Σας λείπουν οι φίλες σας;
Πάρα πολύ! Έχω αρρωστήσει. Αισθάνομαι ότι δεν έχω κανέναν πια.
 
Είναι που ζείτε απομονωμένη στη Σύρο.
Δεν γινόταν αλλιώς. Είχα οικονομικά προβλήματα μ’ ένα σπίτι στη Μύκονο που έπρεπε να το δώσω μετά από 22 χρόνια. Έπρεπε να φύγω για να μην το πάρει η τράπεζα. Και πως να ερχόμουν τώρα στην Αθήνα; Με τους πόνους που έχω δεν μπορώ να δουλέψω. Ίσως άμα γίνω καλά κι έχω λεφτά να μπω σε ένα καλό νοσοκομείο.
 
Εννοείτε ένα κέντρο αποκατάστασης.
Νοσοκομείο χρειάζομαι αυτή τη στιγμή. Ίσως χρειαστώ χειρουργείο στη μέση μου, τι να πω, δεν ξέρω…
 
Δεν είστε και πολύ μεγάλη, η αλήθεια είναι.
Είναι απ’ την κούραση του θεάτρου, πιστεύω. Θυμάμαι το τελευταίο έργο που παίξαμε με τον Κούρκουλο στο θέατρο Κάπα – το ανοίξαμε και το κλείσαμε το θέατρο αυτό. Ανοίξαμε με Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, αυτόν το σπουδαίο σκηνοθέτη! Ερχόταν κάθε Κυριακή με τη σύντροφο του, τη Βιβέτα Τσιούνη, και πηγαίναμε να φάμε ψάρι. Τον θυμάμαι να διαβάζει πάντα την εφημερίδα του. Έμαθα ότι πέθανε πρόσφατα η Βιβέτα, το χρυσό μου…Η Χρονοπούλου ήταν μαζί μου στο ίδιο καμαρίνι. Απ’ τη χαρά μου πήγαινα να καπνίσω ένα τσιγάρο και να πιούμε ελληνικό καφέ. Έτσι έμαθα το τσιγάρο σε μεγάλη ηλικία.
 
Δεν πίνατε ελληνικό καφέ;
Όχι, εκεί τον έμαθα κι αυτόν, με τη Χρονοπούλου. Αυτή ήταν η χαρά μου μόλις έμπαινα στο καμαρίνι και μέναμε οι δυο μας. Καφές και τσιγάρο.
 
Οι μικρές χαρές.
Μα και τώρα που σας μιλάω καπνίζω.
 
«Κι ας μην πάρουμε ρε αδερφέ και σήμερα προφύλαξη για την υγεία μας». Κατερίνα Γώγου.
Ε, άι στο διάολο πια! Άμα είναι κάτι να γίνει, θα γίνει. Δεν θέλω να σκέφτομαι άσχημα πράγματα. Στον ύπνο μου ας έρθει ότι είναι να’ρθει.
 
Ας ευθυμήσουμε λέω εγώ. Εσείς ανοίξατε ποτέ τα παράθυρα να διαμαρτυρηθείτε για το Βιετνάμ, που έλεγε κι η Βλαχοπούλου στη «Θεία μου τη χίπισσα»;
(γελάει) Όταν γινόταν η ταινία, χαμπάρι δεν έπαιρνα απ’ αυτά τα πράγματα. Μετά, όμως, στα επεισόδια του Πολυτεχνείου, βρήκαμε καταφύγιο με τον Ερρίκο στο σπίτι του Κλέαρχου Κονιτσιώτη. Κοιμηθήκαμε εκεί, παρόλο που μας έλεγαν να φύγουμε, γιατί ήμασταν υπό παρακολούθηση. Το σπίτι του Κονιτσιώτη ήταν δίπλα ακριβώς αριστερά από το Πολυτεχνείο. Ακούγαμε τις σφαίρες να πέφτουν κι εγώ φώναζα. «Πως κάνεις έτσι;» μου είπε ο Κλέαρχος…«Είσαι καλά;» του κάνω, «πάνω στο κεφάλι μας πέφτουν οι σφαίρες». Ήταν τα άσχημα μέσα στα καλά, που τα θυμάμαι κι αυτά ως ωραία, αν και τα καλύτερα μου χρόνια ήταν δίπλα στην Αλίκη και τη Ζωή.
 
Οι άνθρωποι μετράνε, κυρία Βαλσάμη, μέσα σε έναν ωκεανό εμπειριών.
Θέλω να μιλάω για την Αλίκη και, να με συμπαθάτε, αλλά δεν πολυμιλάω τελευταία με κόσμο. Με την Αλίκη παίξαμε στη «Λυσιστράτη» στην Επίδαυρο, εκεί γνωριστήκαμε. Από τότε εμένα μόνο έπαιρνε στο καμαρίνι της.
 
 
Σας θυμάμαι τώρα σαν όνειρο στην κηδεία της Βουγιουκλάκη. Είχατε βγει σχεδόν τρομοκρατημένη στην κάμερα κι είχατε πει πως θα πετάξετε τα φάρμακα και τα καλλυντικά, τα οποία παίρνατε κι εσείς.
Χαζομάρες ήταν αυτές της στιγμής. Λέγανε πως η Αλίκη έβγαλε τον καρκίνο από τα χημικά. Μπούρδες! Εγώ ήμουν πάντα δίπλα της, στο εξωτερικό, στην Κύπρο. Τη σχολίαζαν που έκανε λίφτινγκ. «Τι λίφτινγκ, βρε κτήνη;» Εγώ δεν την έβλεπα στο λαιμό της, στα χέρια της; Έφυγε νέα, αλλά δεν ήθελε η καημένη να φύγει. Ερχόταν το Πάσχα, το τελευταίο που περάσαμε μαζί, και μου λέει μια Τρίτη «Άντε να πάμε στο χωριό να κάτσουμε». Ο αδερφός της είχε βάλει να ψήνεται το αρνί απ’ το πρωί κι εκείνη το έτρωγε με τα χέρια πάντα. Την τελευταία φορά δεν άγγιξε ούτε μία μπουκιά. Ήταν κατακίτρινη και πήγαμε πάνω στο δωμάτιο της, όπου έβαλε λίγο ρουζ. Την πρόσεξα, έτσι που ήταν, αλλά δεν φανταστήκαμε το κακό που θα την έβρισκε.
 
Τι μουσική ακούγατε τη δεκαετία του ’60;
Εμπεριέχω τη μουσική πάλι μέσω των ανθρώπων. Όταν, συγκεκριμένα, πηγαίναμε στα κλαμπ και χορεύαμε με τον Ερρίκο και, αργότερα, με την Αλίκη και τον Βλάσση Μπονάτσο. Ήμουν του αγκαλιαστού μπλουζ και λιγότερο του ροκ, αν και άκουγα από Σινάτρα μέχρι Πρίσλεϊ. Αυτοί οι παλιοί ήταν οι αγαπημένοι μου. Είμαι της παλιάς σχολής.
 
Ποια πόλη του κόσμου αγαπήσατε στη ζωή σας;
Θα έλεγα το Λονδίνο, αφού ζήσαμε για τρεις μήνες εκεί με τον Ερρίκο. Άλλαξε λίγο τη ζωή μου το Λονδίνο. Πήγα κι είδα το «Hair» και τα άλλα μιούζικαλ και γύρισα άλλη Νόρα στην Ελλάδα! Απέκτησα μιαν άλλη αίσθηση για τη χώρα μου, τη λίγο επαρχιώτικη. Η Αθήνα μου φαινόταν αίσχος. Ακριβώς η ίδια αίσθηση που είχα όταν φτάσαμε με το καράβι από την Αίγυπτο στην Ελλάδα κι έκλαιγα. Καθώς πλησίαζε το καράβι στον Πειραιά, έλεγα «Πώς είναι έτσι εδώ πέρα που θα ζήσουμε;» και δωσ’ του κλάμα και κακό…Δικαιολογημένα, αφού είχα χάσει τις συμμαθήτριες μου όλες. Μη νομίζετε, ωστόσο, είναι ευχάριστες οι μνήμες, γιατί δεν κουβαλάω καμία πληγή από τα παιδικά μου χρόνια. Είχα ευτυχισμένη ζωή, που συνεχίστηκε με την καριέρα μου στην Ελλάδα.
 
Μια ζωή στρωμένη, θα λέγαμε.
Ακριβώς, σαν να έγιναν όλα μόνα τους. Ήρθαν στη σχολή και με πήραν μια μέρα οι βοηθοί του Ντίνου Δημόπουλου. Με είχαν δει στη γενική δοκιμή με μια μαύρη φόρμα και ωραία βαμμένη. «Να την πάτε στον Φίνο» τους είχε πει ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Μου έδωσαν το τηλέφωνο του Ζέρβα, τον οποίο πήγα και βρήκα με το λεωφορείο. Ήμουν μικρή και δεν οδηγούσα.
 
Είναι εφήμερη η νεότητα;
Μάλλον ναι, γιατί δεν τη σκέφτομαι πολύ. Μ’ απασχολούν περισσότερο τα τελευταία χρόνια που έζησα άσχημα. Πήγαινα στο νοσοκομείο, που ήταν η Αλίκη, και παίζαμε μπιρίμπα. Εκείνη ήταν με τον ορό. Έκανα ένα σήριαλ με τη Μίρκα Παπακωνσταντίνου τότε και με περίμενε να πάω από κει μετά το γύρισμα. Ήμουν με το μακιγιάζ και μου έλεγε η Αλίκη: «Τα ματάκια σου είναι τόσο όμορφα, γαλανά»… Πώς μ’ αγάπαγε αυτή η κοπέλα, είναι φοβερό…
 
Όπως μου τα λέτε, σαν να αποτιμάτε τη ζωή σας προ και μετά Βουγιουκλάκη.
Ισχύει. Η ζωή μου είναι παιδικά χρόνια, καριέρα και Αλίκη, όπως σας το λέω. Την τελευταία εικόνα της Αλίκης δεν θα την ξεχάσω ποτέ για όσο ζω! Μπήκα στο θάλαμο και την είδα κατάμαυρη με το ένα της μάτι ανοιχτό να κοιτάει στο κενό. Καμία αντίδραση, δεν γύρισε καν να με δει. Ύστερα από δυο μέρες πέθανε…Γύρισα σπίτι κι ήπια ένα ποτήρι γάλα για να καπνίσω ένα τσιγάρο και να μπορέσω να κοιμηθώ. Με είδε ο Ερρίκος και κατάλαβε τι είχαν δει τα μάτια μου. Δεν μου είπε κουβέντα ο άντρας μου.
 
Μετά το θάνατο της Βουγιουκλάκη, σας πήρε η κάτω βόλτα κι εσάς;
Ναι, πολύ. Πάρα πολύ, όμως! Ακόμη δεν το’χω ξεπεράσει, ειλικρινά. Σκληρό χτύπημα ήταν κι αυτό της Λάσκαρη. Ούτε αυτό το’χω ξεπεράσει. Με τη Ζωή μέναμε μαζί στη Μύκονο…Τέλος πάντων, μη μου τα θυμίζετε άλλο αυτά.
 
Πείτε μου για τον Ερρίκο Ανδρέου, τον σύντροφο της ζωής σας.
Γνωριστήκαμε απ’ τον Φίνο, όταν σκηνοθέτησε με άλλο όνομα τα «Δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι». Δεν του άρεσε το σενάριο και τότε έκανε το «Εκείνος κι εκείνη» με την Καρέζη. Αυτός κι αν ήτανε κουλτουριάρης! Διεύρυνε τις γνώσεις μου για τον κινηματογράφο, σαν να μορφώθηκα απ’ τον Ερρίκο.
 
Το περίμενα να μου το πείτε αυτό.
Γύριζε και καλές εμπορικές ταινίες, όμως. Και σήμερα υποτίθεται ότι έχουμε ποιοτικό λαϊκό κινηματογράφο, αν και δεν ξέρω τι κάνουνε. Εγώ δεν βλέπω τέτοια πράγματα, βάλε μου καμιά ευχάριστη ταινιούλα να δω.
 
Τις δικές σας ταινίες τις βλέπετε;
Μπα…Μόνο αν πετύχω καμιά καλή, σαν αυτή με τον Βέγγο που κάναμε.
 
Λέτε το «Ένας ξένοιαστος παλαβιάρης». Συγκινητική ταινία ήταν.
Την είχα αγαπήσει πολύ αυτή την ταινία, όπως αγάπησα και τον Βέγγο, έναν εξαιρετικό και ευγενή συνάδελφο. Θα το ξαναπώ, όλοι μ’ αγαπούσαν, γιατί με έβλεπαν που δεν είχα ζήλιες κι ανταγωνισμούς. Δεν ήμουν κακιά ή πονηρή.
 
 
Υπήρξατε ένα πολύ όμορφο κορίτσι. Σας βοήθησε αυτό στην καριέρα σας;
Το’χα καταλάβει απ’ όταν με έβαφε ο μακιγιέρ ο Κελεσίδης και μου έλεγε «Δεν θες εσύ πολύ μακιγιάζ». Δεν ήθελε καν να μου βάλει πρόσθετες βλεφαρίδες. Το εισέπραττα ότι ήμουν ωραίο κορίτσι. Μου το έδειχναν και ο Φίνος με τη Τζέλλα που με φόρτωναν δώρα κάθε Χριστούγεννα. Κανονικό χρυσάφι μού έστελναν, αν και σ’ όλους το ίδιο θα έκαναν, φαντάζομαι τώρα.
 
Ο Ερρίκος Ανδρέου γύριζε τα μεγαλύτερα φεστιβάλ κινηματογράφου. Τον ακολουθούσατε;
Βεβαίως. Είχα πάει μαζί του στις Κάνες και είχα δει κάνα δυο ταινίες του Αγγελόπουλου, που δεν μ’ αρέσανε. Τώρα εγώ μικρό κορίτσι μ’ αυτές τις γλυκές αθώες ταινίες του Φίνου, τι να μ’ άρεσε στον Αγγελόπουλο; Παρόλα αυτά, ο «Θίασος» μου είχε αρέσει, κάποιες ολόκληρες σκηνές μού έχουν χαραχθεί.
 
Μελετούσατε πολύ τους ρόλους σας;
Πάρα πολύ, ειδικά όταν κάναμε την «Αστροφεγγιά» με τον Διαγόρα Χρονόπουλο. Έρχονταν φίλοι στο σπίτι, ο Αρζόγλου με την Κρούσκα, πριν χωρίσουν, και παίζαμε επιτραπέζια. Τους άφηνα εγώ, κλειδωνόμουν στο δωμάτιο και μελετούσα με τις ώρες. Διάβαζα για να είμαι έτοιμη, μη μου έλεγε κανείς ότι δεν ήμουν καλά προετοιμασμένη.
 
Ήταν πολύ ωραίο, πάντως, που είχατε την εκτίμηση του ίδιου του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου λίγο πριν φύγει απ’ τη ζωή.
Ώστε ξέρετε αυτό που είχε γράψει για μένα; «Δεν περίμενα ποτέ ότι αυτό το τόσο γλυκό πλάσμα θα έπαιζε έτσι τη Δάφνη». Κανείς δεν το ξέρει, κάπου έχω φυλαγμένο το κείμενο του. Υποδύθηκα τη Δάφνη σκληρή και τρυφερή παράλληλα, είχα δυο – τρεις μεταπτώσεις στο πλαίσιο του ρόλου. Μετά τους «Μυστικούς αρραβώνες», η «Αστροφεγγιά» ήταν το καλύτερο σήριαλ που έκανα. Θυμάμαι ότι δεν ήθελα να το κάνω. Καθόμουν με τον γιο μου στον «Μαγεμένο αυλό», που έτρωγε κι ο Χατζιδάκις, και τρώγαμε ένα σνίτσελ με το παιδί μου. Ήρθε ένας κύριος με μια βαλίτσα. Ήταν ο Στεφανάκης που μου είπε ότι ετοιμάζουν ένα νέο σήριαλ και με θέλουν. «Α, δεν μπορώ» του κάνω, «μόλις τέλειωσα τους ”Μυστικούς αρραβώνες”». Επέμενε! «Δεν υπάρχει περίπτωση, δεν θα γυριστεί αν δεν είστε εσείς» κι έτσι με έπεισε. Και με τον Διαγόρα είχαμε καλή χημεία, σκηνοθέτησε μετά και το «Άντε γεια σου», το τελευταίο έργο που κάναμε με τον Κούρκουλο και τον γιο του, οι τρεις μας.
 
Μεσουρανήσατε στην τηλεόραση για ένα μεγάλο διάστημα.
Έκανα πολύ μεγάλες επιτυχίες στην τηλεόραση. «Η εξαφάνιση του Τζον Αυλακιώτη», «Μυστικοί αρραβώνες», η «Αναδυομένη», πολλά, πολλά, που τα έχω ξεχάσει σήμερα. Τα πιο πολλά ήταν ωραία σκηνοθετημένα από τον Ερρίκο. Ήταν η περίοδος που γύριζα από ένα σήριαλ κάθε χρόνο, το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο.
 
Πως τα προλαβαίνατε όλα ούσα μητέρα κιόλας;
Είχα τη μαμά μου και κράταγε το παιδί τα πρωινά που δούλευα. Σκεφτείτε ότι ήμουν και στο Εθνικό για έξι χρόνια συνολικά. Εκεί έπαιξα πολύ σύγχρονο και κλασικό ρεπερτόριο. Οι τέχνες και η ποίηση, ξέρετε, ακόμη κι αυτή η συνομιλία που κάνουμε τώρα, ίσως εξορκίζουν την απουσία στις ζωές μας. Την απώλεια. Με κάνετε να μιλάω για την Αλίκη και τη Ζωή, που εγώ το ήθελα βέβαια, και με πιάνουν τα κλάματα.
 
Είστε ευσυγκίνητος άνθρωπος;
Όσο δεν φαντάζεστε. Σε σημείο δακρύων. Σε όλα μου ήμουν πολύ ευαίσθητη.
 
Δεν είναι λίγο βασανιστικό αυτό;
Είναι, αλλά είναι και μία απελευθέρωση. Ξεσπάς κάπως. Τα βγάζεις από μέσα σου, είναι μέρος των δακρύων σου. Τα δάκρυα μας είναι η λύτρωση μας.
 
Πιστεύετε ότι έχετε αποτιμηθεί σωστά απ’ τους άλλους ως ηθοποιός;
Αυτό που με ρωτάτε ίσως ήρθε μετά την ερμηνεία μου στον «Ματωμένο Γάμο» του Λόρκα. Έπαιζα τη νύφη και η Ελένη Χατζηαργύρη έκανε τη μάνα. Αποτιμήθηκα πολύ ευνοϊκά από την κριτική ως ηθοποιός. Το ίδιο έγινε και με τη «Δόνα Ροζίτα» που κάναμε με τον Αλέξη Σολομό στο θέατρο, αλλά και στην τηλεόραση με διαφορετική μουσική. Αρχική μουσική είχε γράψει ο Χατζιδάκις, τον οποίο δεν έτυχε να συναντήσω ποτέ. Μετά έγραψε τη μουσική ένας άλλος συνθέτης.
 
Τον Βασίλη Τενίδη λέτε, που υπήρξε στενός συνεργάτης του Χατζιδάκι.
Αυτός, μπράβο! Εκπληκτικός μουσικός, που τον χρησιμοποιούσε ο Σολομός στο θέατρο.
 
 
Τι αξίζει περισσότερο απ’ τη ζωή;
Η ίδια η ζωή. Αξίζει να ζεις, αλλά να’σαι και καλά.
 
Να βλέπετε τον ήλιο παρά τους πόνους σας.
Δεν θέλω καθόλου να βλέπω τον ήλιο! Κάθομαι μέσα και κλείνομαι. Έχω κατάθλιψη, όπως καταλαβαίνετε.
 
Αυτό, όντως, είναι ένα δείγμα κατάθλιψης.
Το είχα πάντα αυτό, αλλά τώρα τελευταία πιο έντονα. Να μη με βλέπει ήλιος και να κλείνομαι.
 
Κι οι καταθλίψεις για τους ανθρώπους είναι.
Είναι…Καλά που έχω και το τηλέφωνο και μπορώ να μιλάω με κάποιον, όπως μαζί σας αυτή τη στιγμή.
 
Καμιά φορά αρκεί η επίγνωση ενός προβλήματος, δε χρειάζεται καν η λύση του.
Τα προβλήματα είναι καλό να τα αντιμετωπίζεις και να τα λύνεις στην ώρα τους. Εκτός αν σε εμποδίζουν άλλοι λόγοι, όπως εμένα αυτοί της υγείας μου.
 
Μου άρεσε η γνώμη ενός ψυχίατρου κάποτε: Βάζεις τα προβλήματα αμφιθεατρικά και τα λύνεις με σειρά προτεραιότητας.
Μπορεί να μην έχεις πια τόσα πολλά προβλήματα, αλλά μόνο ένα ή δύο που να’ναι πολύ μεγάλα όμως. Εκεί δεν βάζεις καμία προτεραιότητα, απλά παλεύεις.
 
Μόνος ή με συμμάχους;
Δεν έχει να κάνει. Η ζωή εξελίσσεται μέσα από τον πόνο, εγώ αυτό έχω καταλάβει.
 
Θα θέλατε να ξαναβγείτε στο θέατρο;
Μόνο αν βρισκόταν ένας «Ματωμένος Γάμος» ξανά μανά. Εννοώ ένα παρεμφερές μεγάλο έργο, όχι μια ανοησία απλά για να βγω να ξαναπαίξω.
 
Μπορεί να εννοείτε τους μονολόγους;
Καθόλου δεν τους εκτιμώ τους μονολόγους. Ποιος τους βλέπει;
 
Μην το λέτε, ανέβηκαν μονόλογοι την τελευταία δεκαετία που έγραψαν ιστορία.
Ποιοι είναι αυτοί;
 
Η ζωή της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, ας πούμε.
Το άκουσα αυτό, πρέπει να ήταν καλό. Εγώ μια ζωή ήμουν τού μαζί με άλλους ηθοποιούς ώστε να με προστατεύουν.
 
Από ποιο πράγμα να σας προστατεύουν;
Απ’ την ανασφάλεια μου. Θέλω να έχω ανθρώπους δίπλα μου.
 
Ανέκαθεν;
Ανέκαθεν. Ήθελα και θέλω κοντά μου τους ανθρώπους που μ’ αγαπάνε. Απ’ τον μακιγιέρ τον Κελεσίδη μέχρι τους βοηθούς που είχα. Μου άρεσε η συντροφικότητα. Κι αν όλοι μ’ αγαπούσαν, αυτούς ήθελα κι εγώ δίπλα μου.
 
Γινόταν να έχετε δίπλα σας όλο το σινάφι;
Ναι, γιατί ήξερα ποιοι ήταν, όπως κι αυτοί ήξεραν ποια ήμουν εγώ.
 
Κανένα μυστήριο δηλαδή.
Τα μυστήρια από’να σημείο και μετά παύουν να είναι μυστήρια.
 
Ποια περίοδο της ζωής σας θυμάστε ως πιο δυσάρεστη;
Φεύγοντας απ’ την Αίγυπτο! Τα μαζέψαμε όλα, μας πήρε ο μπαμπάς και φύγαμε. Ήταν η χειρότερη περίοδος της ζωής μου, πραγματικά.
 
Θα περίμενα να μου μιλήσετε για το δυστοπικό τοπίο που ζούμε τώρα.
Δεν βγαίνω έξω, δεν κυκλοφορώ και δεν έχω άποψη τι γίνεται στον έξω κόσμο. Ακούγεται κάπως, αλλά είναι η αλήθεια. Γνωρίζω ότι η κατάσταση είναι άγρια. Τι λέτε, θα πεθάνουμε όλοι;
 
Όχι, δεν θα πεθάνουμε, παρότι τα κρούσματα ξανανεβαίνουν.
Ε, θα πεθάνουμε δηλαδή! (γέλια)
 
Γελάτε συχνά;
Παραδόξως, ναι, γελάω πολύ. Όπως γέλαγα πολύ και με τον Κούρκουλο, θυμάμαι. Κατουριόμουν απ’ τα γέλια επί σκηνής και μετά αλλάζαμε μέσα, με τη Μελίτα, καλτσόν. Είχαμε μια περίεργη σκηνή που με έσερνε στο πάτωμα, καθώς τάχα μου είχα μείνει έγκυος από έναν φαντάρο φίλο του. Αυτός μ’ έσερνε όλο νεύρα κι εγώ μια πονούσα, μια κατουριόμουν απ’ τα γέλια.
 
Αναρωτιέμαι αν μπορεί μια ερμηνεία να ισοδυναμεί με πολιτική πράξη.
Η ίδια η τέχνη της υποκριτικής είναι πολιτική πράξη. Θα έλεγα ναι! Το έβλεπα σε μένα και στον τρόπο που στεκόμουν στο θέατρο. Η έλλειψη πολιτικής χαρακτηρίζει μόνο τους άχρηστους και όσους δεν έχουν ιδέα τι τους γίνεται.
 
Αυστηρή είστε, αλλά δεν θα διαφωνήσω.
Βασικά εμένα πρέπει να αποκατασταθεί η υγεία μου. Αυτό είναι το πρώτο απ’ όλα. Έπειτα να φύγω απ’ τη Σύρο, που έχει πολλή υγρασία. Έχουν μαυρίσει οι κουρτίνες μου απ’ την υγρασία. Έχω ένα σπίτι στη Ραφήνα, αλλά φοβάμαι μη μου το πάρουν. Πως να φύγω, λοιπόν, από δω;
 
 
Έχετε και το παιδί σας κοντά σας, τον Ερρίκο τζούνιορ.
Μόνο του είναι κι αυτό εδώ, δεν έχει ούτε ένα φίλο. Ούτε εγώ έχω. Είμαστε ολομόναχοι. Τρεις μοναχοί ψηλά πάνω σ’ ένα βουνό. Πάνε μία στο τόσο στην πόλη ο Ερρίκος, ο μικρός ή ο μεγάλος, και φέρνουν τροφοδοσία με το αυτοκίνητο. Ξέρετε πως νιώθω; Εγκλωβισμένη, σαν να είμαι σε μια φυλακή.
 
Ότι χειρότερο είναι αυτό σε σχέση με την επιβαρυμένη υγεία σας.
Το ξέρω, αλλά και το σπίτι μου στη Ραφήνα το παράτησα μισοτελειωμένο. Είπα «Αν είναι να μου το πάρουν, τι να κάθομαι να φτιάχνω;»
 
Μπορώ να ρωτήσω τι περιμένετε από δω και πέρα;
Καταρχάς να γίνω καλά. Να μπορέσω να επιστρέψω στη Ραφήνα αν δεν μου πάρουν το σπίτι. Κι ας είναι μικρό, μόλις 50 τετραγωνικά. Μεγαλώσαμε, αγάπη μου…
 
Δεν σας πήραν και τα χρόνια, σας το’πα και πριν.
Δεν είμαι και μικρή πια. Μπορώ να πάρω ένα λεωφορείο να πάω κάπου, όπως έκανα παλιά; Δεν μπορώ. Αντώνη, ότι θέλεις και όποτε θέλεις, να με παίρνεις τηλέφωνο.
 
Σας το υπόσχομαι και όταν περάσει η πανδημία, θα έρθω να σας δω από κοντά.
Μακάρι, Παναγία μου! Σ’ αγαπώ, Αντώνη μου, όπως αγαπώ και όλο τον κόσμο και θέλω να’ναι καλά.

Δολοφονία καρδιολόγου: Γιατί η «μαύρη χήρα» του καρδιολόγου καλείται να φύγει από την Κρήτη;

603

Δολοφονία καρδιολόγου: Γιατί η «μαύρη χήρα» του καρδιολόγου καλείται να φύγει από την Κρήτη;

Όσα είπε η δικηγόρος της αδελφής του θύματος Κική Πακιρτζίδου - Ραγδαίες είναι οι εξελίξεις…

Καλλιάνος: Συγκλονιστική απάντηση από γυναίκα που έχασε τον άνδρα της στο Αττικό – «Μην τα βάζετε με τους γιατρούς, βάλτε τα με τα αφεντικά σας»

5644757

Καλλιάνος: Συγκλονιστική απάντηση από γυναίκα που έχασε τον άνδρα της στο Αττικό – «Μην τα βάζετε με τους γιατρούς, βάλτε τα με τα αφεντικά σας»

Απάντηση στα όσα ανέφερε σε βίντεο του ο Γιάννης Καλλιάνος έδωσε μια γυναίκα που έχασε…

Κρήτη: Αδέρφια έδωσαν ραντεβού για να ξυλοκοπήσουν 19χρονο – Η ανήλικη αδερφή τους βιντεοσκοπούσε

Βια

Κρήτη: Αδέρφια έδωσαν ραντεβού για να ξυλοκοπήσουν 19χρονο – Η ανήλικη αδερφή τους βιντεοσκοπούσε

Τον χτυπούσαν τα αδέρφια της κι εκείνη τραβούσε βίντεο. Συνελήφθησαν και οι γονείς.

Θεσσαλονίκη: Αδιανόητο ξύλο οδηγών στην μέση του δρόμου – Τους τραβούσαν για να τους χωρίσουν (Video)

xylo dromos retxiki

Θεσσαλονίκη: Αδιανόητο ξύλο οδηγών στην μέση του δρόμου – Τους τραβούσαν για να τους χωρίσουν (Video)

Οι δύο οδηγοί σταμάτησαν τα οχήματά τους και άρχισαν να πλακώνονται.