ΝΣ

Νίκος Σερβετάς

«Μπαμπά, τι νύχτα είναι σήμερα;»

Η Στοκχόλμη είναι πανέμορφη, κούκλα. Σαν εκείνες τις καταπληκτικές γυναίκες στα εξώφυλλα περιοδικών. Μόνο που ούτε αυτήν μπορείς να την αγγίξεις, να τη νιώσεις, να την κάνεις δική σου. Ζει το άνευρο μεγαλείο της, επιτρέποντάς σου να δεις μόνο ό,τι θέλει αυτή.

στοκχολμη1

Ανοιξη του 1980, δεν είχα κλείσει τα 20 όταν βρέθηκα εκεί. Είχα να διαλέξω είτε να πάω φαντάρος είτε να πάω οπουδήποτε εκτός Ελλάδας. Η Θάτσερ είχε μόλις τριπλασιάσει τα δίδακτρα για τους ξένους φοιτητές, το σχέδιο δεν μπορούσε να εφαρμοστεί. Κουβάλαγα μαζί μου τον «Ρήγα» και τον Χατζιδάκι και βρήκα εκεί που πήγα εκείνο το ακαθόριστο μείγμα προτεσταντισμού και σοσιαλδημοκρατίας από τη μία και το mizerum et catathlipticum της παροικίας από την άλλη. Αργησα να το συνειδητοποιήσω, το πλήρωσα.

Ενας από τους πιο γνωστούς Σουηδούς τηλεοπτικούς αστέρες είχε πει ότι «το καλύτερο μέρος στη Σουηδία είναι η Αρλάντα (σ.σ.: το αεροδρόμιο της Στοκχόλμης)· μπορείς να πάρεις το αεροπλάνο και να πας όπου θέλεις». Δεν συμφώνησα ποτέ μαζί του, ίσως γιατί γοητεύτηκα από την πόλη του πιο πολύ απ’ αυτόν. Βρήκα τις οάσεις της, τα BookCaffe, εκεί που συναντάς τους ανθρώπους. Η πρώτη εμπειρία βέβαια απογοητευτική, αλλά να ήταν η μόνη; BookCaffe του Αριστερού Κόμματος, μπαίνω μέσα, παίρνω καφέ, κάθομαι και ρωτάω «πώς μπορώ να δραστηριοποιηθώ στην οργάνωση;». Η απάντηση πλέρια συντροφική: «Θα αγοράσεις την εφημερίδα, θα συμπληρώσεις το κουπόνι που έχει μέσα, θα το στείλεις στα κεντρικά και αυτοί θα σου τηλεφωνήσουν. Θέλεις κάτι άλλο;». Οχι, χόρτασα από συντροφιλίκι.

Στο Chaos στην Παλιά Πόλη και στο εστιατόριο με την καλύτερη κρεμμυδόσουπα του κόσμου, λίγο πιο κάτω, δεν ήταν έτσι. Ούτε βέβαια στου Κώστα στο Σέντερ, την παλιά εργατική συνοικία που την εποίκισαν καλλιτέχνες και διανοούμενοι, εκεί που δεν μύριζε προτεσταντισμό αλλά μόνο σοσιαλδημοκρατία. Το Rackis στην κοντινή Ουψάλα έγινε το δεύτερο σπίτι μου. Στο μοναδικό μέρος που είδα κάτι γραμμένο στον τοίχο της τουαλέτας: «Ελεύθερο αλκοόλ στους νέους, προτού μας τους πάρει ο αθλητισμός». Ο Ούφε και η Ντεζιρέ είχαν πάντα pytt i pana (ψιλά στο τηγάνι) και ένα μπουκάλι κρασί να περιμένει, ό,τι κι αν έδειχνε το ρολόι, ό,τι κι αν είχα στο πορτοφόλι μου. Μαζί με το Film Festival και τον κλειστό κύκλο της επαγγελματικής ένωσης, που αργότερα γίνεται φιλική και ανοίγει δρόμους. Είναι πολύ δύσκολο να κάνεις Σουηδό φίλο, αν γίνει όμως τον έχεις για πάντα. Τα τηλέφωνα της Malin και του Andreas έδωσα στα παιδιά μου όταν γύρισαν για να σπουδάσουν.

(Ο  Ίνγκμαρ Μπέργκμαν υπογράφει την ελληνική μετάφραση του βιβλίου του «Οι Καλύτερες Προθέσεις» στον δημοσιογράφο και μεταφραστή του Νίκο Σερβετά) 

Αν τα πας καλά σε έναν ξένο τόπο, υπάρχουν μόνο τρεις περιπτώσεις για να ξεκολλήσεις. Μόλις πάρεις πτυχίο, προτού πάνε τα παιδιά σχολείο, όταν βγεις στη σύνταξη. Πλησίαζα στο δεύτερο. Δεν είχα να κάνω τίποτε παραπάνω: σπούδασα, ξανασπούδασα, έμαθα και δούλεψα στη δουλειά που από μικρός ήθελα και για την οποία λένε ότι «αν σου αρέσει πολύ, δεν θα χρειαστεί να δουλέψεις ποτέ στη ζωή σου». Αλλά πάντα ξένος, με το σπάσιμο στην προφορά που ποτέ δεν επρόκειτο να διορθωθεί. Οι Σουηδοί εισπνέουν όταν προφέρουν ορισμένα γράμματα, όπως για παράδειγμα το «χ» – εμείς το εκπνέουμε. Αυτό δεν φτιάχνει.

Είχα φθάσει έως την «ενσωμάτωση»· η «αφομοίωση» αρχίζει από τη δεύτερη γενιά. Ενα παιδί αυτής της δεύτερης γενιάς, η κόρη μου τρεισήμισι ετών τότε, ένα μεσημέρι Νοεμβρίου μου είπε κάτι και ήταν σαν να μου φώναζε όσο πιο δυνατά μπορούσε ότι πρέπει πια να φύγω. Κοιτάζοντάς με στα μάτια με ρώτησε: «Μπαμπά, τι νύχτα είναι σήμερα».