Μία Λόπεζ και μία Μεμπάρακ

H ζωή είναι πιο ζεστή, όταν τη μοιράζεσαι με άγνωστους φτωχούς ανθρώπους από ξένους τόπους

EK Leoforeio

Ο νεαρός μετανάστης που με πλησίασε διστακτικά στο σούπερ μάρκετ καταγόταν, μάλλον, από το Πακιστάν. Έδειχνε ευγενικός και προσηνής, αλλά ο τρόπος του πρόδιδε τραύματα.

Ήταν φανερό, ότι είχε πλησιάσει και άλλους πελάτες πριν από μένα, αλλά έβρισκε την πόρτα τους κλειστή. Μπορεί κάποιοι να τον έβρισαν κιόλας, στην Ελλάδα που ξέχασε κιόλας ότι έζησε προσφυγιά.

Ο ανθρωπάκος μου μίλησε σε σπασμένα ελληνικά, στολισμένος με το καλύτερο χαμόγελό του. Ντρέπομαι που το ομολογώ, αλλά νόμιζα ότι θα μου ζητούσε ελεημοσύνη.

Αλλά ζητιανιά μέσα σε σούπερ μάρκετ, ανάμεσα στις οδοντόκρεμες και στα κωλόχαρτα; Όχι, δεν υπήρχε περίπτωση. Απλώς το κωλομυαλό μου έπαιζε παιχνίδια.

«Να σας ρωτήσω κάτι; Συγγνώμη κιόλας. Ψάχνω αυτό το πράγμα που βάζουν οι γυναίκες. Ξέρετε, αυτό που βάζουν εκεί κάτω. Με συγχωρείτε για το θάρρος. Για να βγάζουν τις τρίχες! Συγγνώμη κιόλας. Μήπως μπορείτε να με βοηθήσετε;»

Χαμογέλασα. Χαμογέλασε και εκείνος ντροπαλά. «Δεν ξέρω ποιο είναι», εξήγησε. Ζήτησε ξανά συγγνώμη. Τον ξένιζε, που έπεσε σε καταδεκτικό.

Αναζητήσαμε μαζί αυτό που ο άνθρωπος χρειαζόταν και γελάσαμε όταν το εντοπίσαμε. Ελπίζω να του έδειξα το σωστό προϊόν και να μη χρειάστηκε να επιστρατεύσει άλλη φορά το θάρρος του.

Του είπα ότι δε χρειάζεται να ντρέπεται και τον ρώτησα αν χρειάζεται κάτι άλλο. Όχι, απάντησε, αυτό ήταν το μοναδικό πράγμα που ήθελε να ψωνίσει.

Προχωρήσαμε μαζί προς το ταμείο και πλήρωσα εγώ πριν προλάβει να διαμαρτυρηθεί. Η ταμίας στράβωσε, αλλά δεν έδινα δεκάρα.

Εκείνος με ευχαρίστησε ανακουφισμένος και ήρεμος. Ήταν η πρώτη και ίσως η τελευταία φορά στη ζωή μου, που κέρασα κάποιον ταινίες Veet για αποτρίχωση.

Ποιος ξέρει, πόση ώρα περίμενε ο καημένος μέχρι να βρει πελάτη πρόθυμο να του προσφέρει χείρα βοηθείας…

Βγήκα στη λεωφόρο Αθηνών για να πάρω το λεωφορείο και το είδα να πλησιάζει τη στάση, η οποία βρισκόταν σε απόσταση διακοσίων μέτρων.

Δεν είχα την πολυτέλεια να καθυστερήσω, οπότε το έβαλα στα πόδια για να το προφτάσω. Όταν άνοιξαν οι πόρτες του για να κατεβάσουν κόσμο, βρισκόμουν ακόμη αρκετά μακριά. Θα το έχανα.

Από την πίσω πόρτα, βγήκε ένας μαύρος άνδρας γύρω στα 25. Σήκωσε το βλέμμα, με είδε να σπεύδω κάθιδρος και κοντοστάθηκε.

Πριν σηκώσω εγώ το χέρι ελπίζοντας να με δει ο οδηγός από τον καθρέφτη, σήκωσε ο Αφρικανός μετανάστης το δικό του. Έβαλε μάλιστα το πόδι του στην ανοιχτή πόρτα, ώστε να καθυστερήσει την αναχώρηση του λεωφορείου.

Το κόλπο έπιασε. Έτρεξα και πρόλαβα. «Thank you», είπα στον άγνωστο νεαρό.

«Υοu are welcome», μου απάντησε εκείνος, κάπως έκπληκτος που άκουσε από Έλληνα τη λέξη «ευχαριστώ». Στην άλλη άκρη του οχήματος, ο οδηγός μουρμούριζε ακατάληπτες βλαστήμιες.

Επέστρεψα στο σπίτι μου με την καρδιά ζεστή. Η ζωή είναι πιο ωραία, όταν ανοίγεις παράθυρο για να τη μοιραστείς με άγνωστους ανθρώπους από ξένους τόπους.

«Συνεχίζονται οι αντιδράσεις για το πλωτό φράγμα που η κυβέρνηση σκοπεύει να εγκαταστήσει στο Αιγαίο», έλεγε ο παρουσιαστής των Ειδήσεων, με ύφος που ευχόταν καλή ψαριά.

Έσβησα αηδιασμένος την τηλεόραση και έριξα μια γρήγορη ματιά στο Τwitter, όπου σύσσωμος ο ανδρικός πληθυσμός της συφοριασμένης χώρας χαλβάδιαζε δύο σκουρόχρωμους γυναικείους πισινούς.

Η κάτοχος του ενός πισινού είναι τέκνο Πορτορικάνων εμιγκρέδων και η κάτοχος του δεύτερου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μπαρανκίγια της Κολομβίας. Μία Λόπεζ και μία Μεμπάρακ.