Μια δίκη «αντάξια» του κράτους των παρακρατικών

Για τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη

Tefx 39 ar 3 f1 Aπολογία Εμμανουηλίδη e

Σημεία και τέρατα έγιναν στη δίκη των δολοφόνων του Γρηγόρη Λαμπράκη το 1966. Ο  βουλευτής της αριστεράς άφησε την τελευταία του πνοή στη Θεσσαλονίκη στις 22 Μαΐου 1963. Οι μάρτυρες άλλαζαν τις καταθέσεις και πολλοί παραδέχτηκαν ότι είχαν δεχτεί απειλές. Εντιμοι γιατροί και ιατροδικαστές ανέτρεψαν τις θεωρίες περί τροχαίου. Ο τροχονόμος Χαράλαμπος Ασπιώτης που συνέλαβε τον Γκοτζαμάνη μετατέθηκε δυσμενώς.

Στις 30 Δεκεμβρίου του 1966, τρία χρόνια μετά τη στυγερή δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ, Γρηγόρη Λαμπράκη, έπεφτε η αυλαία της δίκης των πρωταιτίων. Ήταν ξημερώματα Παρασκευής, στις 2.30 π.μ., όταν αναγνώστηκε η απόφαση των ενόρκων του Μικτού Ορκωτού Κακουργιοδικείου Θεσσαλονίκης, που αθώωνε τους 22, από τους 31 κατηγορουμένους, αφήνοντας έκπληκτους τους παρισταμένους. 

Ο εισαγγελεύς, Παύλος Δελαπόρτας, δεν άντεξε τον εμπαιγμό, και σχολίασε: «Το χυθέν διά της αποφάσεως φως εις την υπόθεσιν, ομοιάζει με φως ριπτόμενον από εξησθενημένην ηλεκτρικήν στήλην».  

Η δίκη άρχισε στις 4 Οκτωβρίου του 1966, κράτησε 67 ημέρες, και έμεινε στην ιστορία για δύο λόγους: την αποκάλυψη του ρόλου του παρακράτους στην Ελλάδα, αλλά και την πρωτοφανή αδιαφορία για τα ενοχοποιητικά στοιχεία από τους ενόρκους. Τα παρατράγουδα άρχισαν από την πρώτη μέρα της δίκης. Ο υποστράτηγος ε.α. της Χωροφυλακής Μήτσου «ήταν κατακίτρινος και δίσταζε να καθίσει στο σκαμνί», ενώ «ο Εμμανουηλίδης έλεγε πως δολοφόνος ήταν ο Χατζηαποστόλου, και ο δωσίλογος Ξενοφών ή Φον Γιοσμάς επεδείκνυε ένα χιτλερικό έγγραφο για να δείξει πως είναι τίμιος!» 

 

Τελικά ο πρόεδρος του δικαστηρίου, Ι. Γραφανάκης, αναγκάστηκε να διακόψει, αφού απουσίαζαν 9 από τους 10 ενόρκους.

Η δίκη πήρε φωτιά όταν ο δικηγόρος Ι. Πάτσας, ένα από τα άτομα που συνόδευαν τον Γρ. Λαμπράκη στην έξοδό του από την αίθουσα εκείνο το βράδυ, στη μαρτυρική του κατάθεση συνέδεσε το κράτος με το παρακράτος, αναφέροντας ότι ήταν όλοι ενήμεροι για τον κίνδυνο που διέτρεχε ο Λαμπράκης, και πως ο ίδιος είχε μιλήσει με τον Χολέβα του υπουργείου Βορείου Ελλάδος. Ο Πάτσας, ανέφερε πως όταν χτυπήθηκε ο Λαμπράκης και ενώ η περιοχή ήταν αποκλεισμένη και ελεγχόμενη από την αστυνομία, εμφανίστηκε από το πουθενά το τρίκυκλο στο οποίο επέβαιναν οι δολοφόνοι, και αφού χτυπήθηκε ο βουλευτής και το τρίκυκλο εξαφανίστηκε, εμφανίστηκε ένα αυτοκίνητο το οποίο μετέφερε τον χτυπημένο βουλευτή στο νοσοκομείο. Το αυτοκίνητο αυτό -ένα φολξβάγκεν σκαραβαίος- ήταν νοικιασμένο, και οδηγός του ήταν ο Γ. Φουρναράκος χωροφύλακας στη Γραμματεία Διοίκησης Β. Ελλάδος. Μαζί επιβιβάστηκαν άλλοι δύο. Ο Φουρναράκος, ούτε ζήτησε να μάθει πώς τραυματίστηκε ο βουλευτής Λαμπράκης, ούτε έδωσε στον Ερυθρό Σταυρό τα στοιχεία του, και ενώ τις επόμενες μέρες η Θεσσαλονίκη βοούσε, αυτός απέφυγε να καταθέσει στον εισαγγελέα. 

Το κομβικό σημείο της υπόθεσης, ήταν η προσπάθεια να παρουσιαστεί η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, ως «τροχαίο». Ο γιατρός Έξαρχος που υποδέχθηκε τον τραυματισμένο Λαμπράκη στον σταθμό Πρώτων Βοηθειών Θεσσαλονίκης, όταν ανέβηκε στο βήμα, περιέγραψε στο δικαστήριο την αλαζονική συμπεριφορά του Εμμανουηλίδη, ο οποίος κόμπαζε ότι αυτός χτύπησε τον βουλευτή της Αριστεράς

Στη συνέχεια της δίκης αποκαλύφθηκε πως ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, Δ. Παπαντωνίου, προσπαθούσε να καθοδηγήσει τους γιατρούς και τον ιατροδικαστή, ότι ο Λαμπράκης έχασε τη ζωή του, «προσκρούοντας σε επίπεδη επιφάνεια» (δρόμος). Ο ιατροδικαστής Θεσσαλονίκης Δ. Ροβήθης, διαμαρτυρήθηκε επειδή κάλεσαν τον ιατροδικαστή Καψάσκη, από την Αθήνα. Το θανάσιμο χτύπημα, ήταν ένα μεγάλο κάταγμα τριών (3) εκατοστών, στο βρεγματικό όγκωμα του Λαμπράκη. Οι καθηγητές Καβαζαράκης, και Αλεξ. Συμεωνίδης, και ο ιατροδικαστής Δ. Ροβήθης που έκανε τη νεκροτομή παρουσία όλων -του Καψάσκη συμπεριλαμβανομένου- κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι: «ο Λαμπράκης εκτυπήθη όρθιος, από αμβλύ όργανον, λοστό ή αστυνομικό γκλομπ». 

«Το κρανίο, σαν ένα σπασμένο τζάμι»

Ο Λεωνίδας Κοντουδάκης, ένας από τους νέους που συνόδευαν τον Λαμπράκη, θυμάται: «… έφτασα πάνω στον Λαμπράκη, έπεσα πάνω από το κεφάλι του, για να τον σηκώσω. Ήρθε ένας τραμπούκος με ένα σακ βουαγιάζ γεμάτο τούβλα, για να του δώσει τη χαριστική βολή, την έφαγα όμως εγώ, στο κεφάλι, και μου μαύρισε το μισό. Ο Λαμπράκης ήταν κάτω στον δρόμο. Το χτύπημα που δέχτηκε από το τρίκυκλο που πέρασε και τον σκότωσε του είχε διαλύσει το κρανίο. Τον έριξαν κάτω με σιδερολοστό, 100%. Θυμάμαι το κρανίο του που το είχε ακτινογραφία πάνω από το κρεβάτι που χαροπάλευε, το θυμάμαι σαν τώρα. Πώς είναι όταν ρίχνεις μία πέτρα στο τζάμι και σπάει ακτινωτά; Έτσι είχε σπάσει και το κρανίο του. Πώς έσπασε έτσι; Το τρίκυκλο που έτρεχε με 70 χιλιόμετρα ταχύτητα συν τη δύναμη του χεριού, είχε διπλή δύναμη». 

Ο Καψάσκης επέμενε ότι το χτύπημα προκλήθηκε από την πτώση, εκδοχή που όμως αποκλείστηκε από τους υπόλοιπους επιστήμονες. Ο Καψάσκης, ενώ απέφυγε να γράψει την άποψή του στην επίσημη γνωμάτευση, επαναλάμβανε πιεστικά τη γνώμη του στο δικαστήριο: «Ο Λαμπράκης χτυπήθηκε από το τρίκυκλο, έπεσε στην άσφαλτο, και εντεύθεν ο τραυματισμός του». 

Οι μαρτυρίες όμως των υπολοίπων γιατρών ήταν διαφορετικές. Όπως  έγραφε η «Αυγή» στις 11 Νοεμβρίου του 1966, ο καθηγητής χειρουργικής Καβαζαράκης, στην κατάθεσή του, επέμεινε ότι: «ο Λαμπράκης δέχθηκε όρθιος το χτύπημα». Ενώ σε μια αποστροφή της δίκης, ο ιατροδικαστής Θεσσαλονίκης Δ. Ροβήθης, ανέφερε στο δικαστήριο, ότι: «Ο ιατροδικαστής Αθηνών Δ. Καψάσκης, είναι εκτός επιστημονικών δεδομένων». 

Εάν δεν πηδούσε στο τρίκυκλο ένας «τίγρης» σαν τον Μανώλη Χατζηαποστόλου, η υπόθεση θα είχε κλείσει χωρίς να αποκαλυφθεί τίποτε. Ο Χατζηαποστόλου βλέποντας το τρίκυκλο να απομακρύνεται πήδηξε πάνω στην καρότσα, έδωσε μάχη με τον Εμμανουηλίδη αφοπλίζοντάς τον, και στη συνέχεια σταμάτησε το τρίκυκλο σπάζοντας το τζαμάκι που χώριζε την καρότσα από την καμπίνα και χτυπώντας τον οδηγό Γκοτζαμάνη με ένα κομμάτι γυαλί.

Ο Χατζηαποστόλου, με τη φασαρία που έκανε, ανάγκασε το τρίκυκλο να σταματήσει, συνεπλάκη με τον  οδηγό του (Γκοτζαμάνη) ο οποίος χτυπούσε τον Χατζηαποστόλου με ένα γκλομπ, και τελικά συνελήφθη με τη βοήθεια ενός φούρναρη και παραδόθηκε σε έναν χωροφύλακα της Τροχαίας, που διερχόταν τυχαία, χωρίς να είναι στο κόλπο. 

Για την ιστορία, ο χωροφύλακας που έκανε το καθήκον του και συνέλαβε τον Γκοτζαμάνη, ονομαζόταν Χαράλαμπος Ασπιώτης, και μετά την αποκάλυψη της υπόθεσης μετατέθηκε δυσμενώς στην Ηλεία. Βλέπετε δεν υπάκουσε στα κελεύσματα των δολοφόνων να κάνει τα στραβά μάτια, κι έτσι χάλασε το σκηνικό του σκηνοθετημένου «τροχαίου ατυχήματος». Το γκλοπ, πάντως, του Γκοτζαμάνη χάθηκε από το Ε΄ Αστυνομικό Τμήμα, όπου δεν συντάχθηκε έκθεση σύλληψης, αλλά «αυθόρμητης παρουσίασης», και μάλιστα στις 6 π.μ. της Πέμπτης 23 Μαΐου 1963. 

Ο Μήτσου απαγόρευσε να διαλυθεί η αντισυγκέντρωση που οργάνωσε η Χωροφυλακή.

Η ακροαματική διαδικασία -παρ’ όλες τις αντιξοότητες- ανέδειξε τις δυσθεώρητες διαστάσεις του παρακράτους της Δεξιάς. Ο υπομοίραρχος Καπελώνης έδωσε μάχη για να αποδείξει ότι βρισκόταν σε διατεταγμένη υπηρεσία και εκτελούσε άνωθεν διαταγές. Η «Αυγή» στις 9 Δεκεμβρίου του 1966, έγραφε: «Ο Καπελώνης, κατέθεσε ότι ο Μήτσου απαγόρευσε να διαλυθεί η αντισυγκέντρωση. Η Χωροφυλακή με άνωθεν εντολή οργάνωσε τη συγκέντρωση των τραμπούκων». 

Η δυαρχία των Μήτσου και Δόλκα, αποδείχθηκε πανίσχυρη. Ο ίδιος ο ταγματάρχης Δόλκας, τέως διοικητής Εθνικής Ασφαλείας Θεσσαλονίκης, παραδέχθηκε ότι δεν έπαιρνε διαταγές ούτε από τον διοικητή Ασφαλείας Θεσσαλονίκης Καμουτσή, ούτε από τον υπουργό Βορείου Ελλάδος. Ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Βορείου Ελλάδος, Ιωάννης Χολέβας ήταν ο υψηλός σύνδεσμος του παρακράτους. Αυτό, ανάγκασε τον εισαγγελέα Δελλαπόρτα να δηλώσει: «… τα υποπροϊόντα του Χίτλερ να μην μολύνουν το εθνικό σώμα». 

Ο εισαγγελέας Π. Δελλαπόρτας, έκλεισε την αγόρευσή του συνοψίζοντας την υπόθεση σε έξι σημεία.

1)Ο βαρύτατος τραυματισμός του βουλευτή της ΕΔΑ, Γιώργου Τσαρουχά, και η δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ, Γρηγόρη Λαμπράκη, ήταν προϊόντα των πολιτικών χασμάτων που υπάρχουν στον τόπο μας. Η Δεξιά, έχει αναγάγει το μίσος, σε δόγμα της πολιτικής της.
2) Κατεβλήθη προσπάθεια δικαιολόγησης των γεγονότων, λέγοντας ότι δήθεν εξεγείρονται οι «εθνικόφρονες» πολίτες για τα εγκλήματα των κομμουνιστών επί Κατοχής, και κατά τον Δεκέμβριον του 1944.
3)Η δολοφονία Λαμπράκη δεν αποτελεί επεισόδιο του αντίκομμουνιστικού αγώνα. Ο κομμουνισμός αντιμετωπίζεται μόνον διά παραχωρήσεων του αστικού καθεστώτος προς τον λαόν.
4)Η αντισυγκέντρωση ήταν οργανωμένη από την Αστυνομία, η οποία κατόπιν εντολών εξωκρατικής αρχής, συνειργάζετο με τας παρακρατικάς οργανώσεις.
5)Η Αστυνομία έχει άμεση ευθύνη για τη δολοφονία Λαμπράκη, γιατί ενώ εγνώριζε ότι θα γίνουν επεισόδια, και ενώ είχε λάβει εντολή του  εισαγγελέα κ. Αργυρόπουλου να προστατεύσει τη ζωή του Λαμπράκη, δεν έλαβε κανένα μέτρο.
6) Ο Εμμανουηλίδης είναι ο δολοφόνος του Λαμπράκη, αλλά και ο Γκοτζαμάνης είχε μετάσχει στην αντισυγκέντρωση με ανθρωποκτόνον πρόθεση.

Η  δικτατορία αμνηστεύει τον Γκοτζαμάνη και δολοφονεί τον Τσαρουχά

Στις 30 Δεκεμβρίου του 1966, στις 2.30 τα ξημερώματα, οι ένορκοι ανακοίνωσαν την απόφασή τους. Ο Γκοτζαμάνης κρίθηκε ένοχος πρόκλησης «θανατηφόρων τραυμάτων», σε φυλάκιση 11 ετών, ο Εμμανουηλίδης σε 8,5 χρόνια φυλάκιση επίσης για πρόκληση «θανατηφόρων τραυμάτων», ο Γιοσμάς σε 1 χρόνο για διατάραξη της «κοινωνικής ειρήνης», ο ακροδεξιός τραμπούκος Φωκάς σε 15 μήνες φυλάκιση για τις βαρύτατες σωματικές βλάβες που είχε προκαλέσει στον βουλευτή της ΕΔΑ Τσαρουχά, και οι υπόλοιποι αθώοι.

Ο εισαγγελέας Π. Δελλαπόρτας, δήλωσε: «η ετυμηγορία των ενόρκων είναι προβληματική. Ατυχώς, δεν δύναμαι να την κηρύξω πεπλανημένην, διότι ελήφθη παμψηφεί».

Στέφανος Κασσελάκης: «Αλέξη, έλα πάνω» – Η στιγμή που ο Τσίπρας ανεβαίνει στο βήμα (video)

ΤΣΙΠΡΑΣ ΣΥΡΙΖΑ

Στέφανος Κασσελάκης: «Αλέξη, έλα πάνω» – Η στιγμή που ο Τσίπρας ανεβαίνει στο βήμα (video)

«Πάμε μπροστά. Αλέξη, έλα πάνω», ανέφερε ο Στέφανος Κασσελάκης με αποδέκτη τον τέως αρχηγό του…