Το 2017, όπως περίπου και όλα τα προηγούμενα χρόνια, οι εξαγωγές μας ήταν 28,8 δις έναντι 50,2 των εισαγωγών μας. Δηλαδή έλλειμμα 20 δισ. ευρώ και πλέον.
Το συνολικό αντίστοιχο έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου για τα 9 χρόνια της κρίσης (2009-2017) ήταν 188 δισ. (εισαγωγές 381, εξαγωγές 193). Δηλαδή, μέσα στα 8 χρόνια της κρίσης, 188 δισ. έφυγαν στο εξωτερικό γιατί εδώ δεν υπήρχαν οι παραγωγικές δυνατότητες για να τα απορροφήσουν, μετατρέποντάς τα σε νέες επενδύσεις, νέες θέσεις εργασίας, νέες ασφαλιστικές εισφορές, νέα κρατικά έσοδα, νέα ανάπτυξη.
Το εμπορικό ισοζύγιο αποτυπώνει τις παραγωγικές δυνατότητες, την ισχύ της πραγματικής οικονομίας.
Το παραγωγικό μας έλλειμμα, όπως αποτυπώνεται στο εμπορικό μας έλλειμμα, είναι το εθνικό μας έλλειμμα.
Κατά την προσωπική μου γνώμη, το παραγωγικό μας έλλειμμα, είναι η μήτρα όλων των ελλειμμάτων.
Είναι η βασική αιτία των εθνικών μας προβλημάτων.
Είναι η κυρίαρχη αιτία για το υπέρογκο χρέος, για το δημοσιονομικό έλλειμμα.
Είναι δε, σε μεγάλο βαθμό η αιτία για τις παθογένειες που εκδηλώνονται στο θεσμικό εποικοδόμημα.
Είναι η αιτία για το έλλειμμα αξιοκρατίας.
Είναι η ουσιαστική αιτία για το πελατειακό πολιτικό σύστημα.
Είναι η βασική αιτία ακόμη και για το δημογραφικό μας έλλειμμα.
Επομένως, στην πραγματικότητα στην Ελλάδα προοδευτικό είναι το παραγωγικό.
Ό,τι παράγει και ιδιαίτερα μάλιστα διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα με έδρα την Ελλάδα, παράγει εξαγωγές, παράγει μόνιμες θέσεις εργασίας, παράγει νέες ασφαλιστικές εισφορές, παράγει νέα χρηματοδότηση για το ασφαλιστικό σύστημα και τις συντάξεις.
Παράγει φορολογικά έσοδα επί των κερδών,
Παράγει λοιπόν πλεονάσματα για δημόσιες επενδύσεις, χρηματοδότηση για το κοινωνικό κράτος, για την ύγεια για την παιδεία.
Ειδικά μάλιστα στη σημερινή εποχή, στην εποχή της 4ης τεχνολογικής επανάστασης, ισχυρός παραγωγός είναι αυτός που παράγει όχι μόνο τελικά προϊόντα αλλά παράγει μέσα παραγωγής.
Τα μέσα παραγωγής, από τους σπόρους στον πρωτογενή τομέα, μέχρι το νέο λογισμικό τεχνητής νοημοσύνης, δεν είναι απλώς δύναμη, είναι εξουσία.
Στη ψηφιακή εποχή είναι πηγή παγκόσμιας δύναμης.
Βεβαίως σε αυτό το σημείο, αβίαστα ξεπηδά το ερώτημα, τι φταίει και δεν αναπτύχθηκαν στην Ελλάδα οι παραγωγικές δυνάμεις;
Ποιος εμποδίζει σήμερα την ανάπτυξη των εγχώριων παραγωγικών δυνάμεων;
Υπάρχει αντίπαλος στην προσπάθεια των παραγωγικών δυνάμεων να αναπτυχθούν;
Η απάντηση μου είναι πως: Ναι υπάρχει.
Στην πρώιμη φάση ήταν οι αντικειμενικές συνθήκες.
Ήταν η καθυστερημένη είσοδος του νεοελληνικού κράτους στη βιομηχανική εποχή, στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
Ανάλογως πότε χρονικά ορίζεται διεθνώς η έναρξη του καπιταλισμού, η Ελλάδα υπολογίζεται ότι καθυστέρησε 150 με 200 χρόνια να εισέλθει στον καπιταλισμό.
Παρά την κρατούσα άποψη, η διαχρονική οικονομική και κατ´επέκταση θεσμική υστέρηση της χώρας, κατά τη γνώμη μου, περισσότερο σχετίζεται με την καθυστερημένη ενσωμάτωση του καπιταλισμού και λιγότερο με την αποχή μας από την περίοδο της αναγέννησης που δεν ζήσαμε.
Μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, επιβεβαιώθηκε πως αντίπαλος για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ήταν η εξάρτηση όπως σωστά είχαν αναλύσει οι θεωρητικοί της αντίθεσης μητρόπολης περιφέρειας.
Σήμερα όμως που έχει ανατείλει η νέα τεχνολογική εποχή, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι η δυνατότητα ελεύθερης -αλλά όχι απροϋπόθετης – εισόδου σε αυτήν, ο αντίπαλος των παραγωγικών δυνάμεων είναι υποκειμενικός, είναι ενδογενής.
Είναι η μεταπρατική οικονομική ολιγαρχία και η εξαγορασμένη από αυτήν, πολιτική ελίτ.
Το οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο της παρασιτικής Ελλάδας.
Είναι η διαπλοκή ο βασικός αντίπαλος των Ελλήνων που παράγουν καθώς και των αβοήθητων Ελλήνων.
Υπό αυτήν την έννοια, η έναρξη της μεταμνημονιακής εποχής πράγματι σχηματοποιεί de facto δύο στρατόπεδα αναμέτρησης.
Είναι η αναμέτρηση της παραγωγικής Ελλάδας της εργασίας καί της προκοπής με την παρασιτική Ελλάδα.
Αυτή είναι η ιστορική αναμέτρηση που έχουμε ενώπιόν μας.
Αυτό είναι το δίλημμα:
Με την παραγωγική και προοδευτική Ελλάδα της εργασίας και της προκοπής ή με τη μεταπρατική Ελλάδα της διαπλοκής, της ΝΔ του κ.Μητσοτάκη.
Διότι όπως αποδείχτηκε από την απροκάλυπτη ταύτισή της με συγκεκριμένα μεταπρατικά επιχειρηματικά συμφέροντα, η ΝΔ εξακολουθεί να αποτελεί το βασικό πολιτικό εκπρόσωπο της μεταπρατικής ολιγαρχίας, της διαπλοκής που εξαγοράζει πολιτικούς.
Προοδευτικό δεν είναι το μεταπρατικό, δεν είναι το διαπλεκόμενο. Προοδευτικό είναι το παραγωγικό, είναι το ριζοσπαστικό.
Ιστορικά, η προοδευτική παράταξη στην Ελλάδα ήταν διαρκώς μαχόμενη και ριζοσπαστική. Ήταν υποχρεωμένη να συγκρούεται. Είτε με το κράτος της δεξιάς για τον εκδημοκρατισμό, είτε με τις ξένες παρεμβάσεις για την ανεξαρτησία, είτε με τη χούντα για την ελευθερία.
Σήμερα είναι πάλι υποχρεωμένη να συγκρουστεί με το καθεστώς του παρασιτισμού και της διαπλοκής.
Ωστόσο, επειδή διατρέχουμε μία μεταβατική πολιτική συγκυρία πολλοί μπερδεύονται και πέφτουν θύματα επιτήδειων της πολιτικής και της δημοσιογραφίας.
Το σημαντικό και σταθερό δημοσκοπικό προβάδισμα της ΝΔ καθώς και η συνεπαγόμενη πιο δύσκολη φάση μετά το 2012 στην όποια βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν αποτελούν πολιτική ευκαιρία για ξεκαθάρισμα λογαριασμών του παρελθόντος εντός του χώρου των προοδευτικών δυνάμεων. Όσοι έχουν επιλέξει το δρόμο της πόλωσης και του διχασμού των προοδευτικών δυνάμεων, όχι μόνον υπηρετούν τα εκλογικά σχέδια του κ.Μητσοτάκη και των παρασιτικών συμφερόντων που αυτός εκπροσωπεί, αλλά αποδεικνύουν ότι αδυνατούν να αντιληφθούν τη μεγάλη εικόνα η οποία απορρέει από μία μείζονα εκκρεμότητα. Ενώ η οικονομία έχει περάσει στην επόμενη ημέρα μετά τα μνημόνια, ενώ η πολιτική αντιπαράθεση πρέπει να έχει πια στο επίκεντρό της τα μεταμνημονιακά ζητήματα, εντούτοις οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί παραμένουν ακόμη υπό τη μνημονιακή τους διαμόρφωση. Η παρούσα Βουλή είναι η τελευταία μνημονιακή Βουλή διότι διέπεται από τους συσχετισμούς και τις συμμαχίες που διαμορφώθηκαν το μνημονιακό Σεπτέμβριο του 2015.
Στην επόμενη Βουλή θα συντελεστεί η εναρμόνιση της κοινοβουλευτικής πραγματικότητας με την οικονομική και πολιτική μεταμνημονιακή πραγματικότητα. Υπό αυτήν την έννοια η επόμενη Βουλή, η μετεκλογική Βουλή του 2019 θα έχει τις μεγαλύτερες ιστορικές και πολιτικές αναλογίες με τη Βουλή του 1974. Όπως το 1974 έτσι και το 2019-μισό αιώνα περίπου μετά-θα είναι η ώρα για τη νέα αρχή. Τότε είναι που θα πρέπει η συντελεσμένη προοδευτική παράταξη να βρεθεί ενωμένη, μέσα από την ενότητα της αριστεράς με την κεντροαριστερά. Ενότητα που πρέπει να οδηγήσει στη μεγάλη, σύγχρονη και ριζοσπαστική προοδευτική παράταξη χωρίς να προϋποθέτει είτε την «πασοκοποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ είτε τη «συριζοποίηση» της κεντροαριστεράς.
Ο δρόμος άνοιξε και η μεγάλη ιστορική, μεταμνημονιακή πρόσκληση είναι μπροστά μας. Η μεγάλη ενωμένη ριζοσπαστική προοδευτική παράταξη που μπορεί να προκύψει μέσα από την ενότητα της αριστεράς με την κεντροαριστερά δεν αποτελεί απλώς μία πολιτική επιλογή. Αποτελεί βασική προϋπόθεση για την αντιμετώπιση της αιτίας του διαχρονικού οικονομικού και θεσμικού μας προβλήματος, όπως προσδιορίστηκε παραπάνω. Αποτελεί προϋπόθεση για την ήττα του συστήματος διαπλοκής που κρατά τη χώρα καθηλωμένη και στο οποίο πρωταγωνιστούν η μεταπρατική ολιγαρχία και η δεξιά πολιτική ελίτ που έχουν ως μοναδική τους επιδίωξη την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Επιδιώκουν πάση θυσία κυβέρνηση Μητσοτάκη, είτε αυτοδύναμη είτε με τη στήριξη της Φώφης Γεννηματά.
Σε κάθε περίπτωση οι εθνικές εκλογές του 2019 θα θεμελιώσουν τις συντεταγμένες καθώς και τα σύγχρονα, τα μεταμνημονιακά χαρακτηριστικά των δύο μεγάλων παρατάξεων της χώρας. Θα θεμελιώσουν τα επόμενα 10 χρόνια που πολιτικά κρίθηκαν πράγματι από τους προηγούμενους 10 μήνες.
Η καθεμία και ο καθένας από εμάς που προερχόμαστε από το ΠΑΣΟΚ ή την αριστερά, ένα μεταμνημονιακό πολιτικό δίλημμα αντιμετωπίζουμε πλέον:
θα παραμείνουμε σταθεροί στις αρχές και τις αξίες ολόκληρης της ζωής μας ή θα μεταλλαχθούμε-αλλάζοντας ουσιαστικά παράταξη – ταυτιζόμενοι στη μεταμνημονιακή εποχή με τη ΝΔ;
Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην κατηγορία «Απόψεις» εκφράζουν τον/την συντάκτη/τριά τους και οι θέσεις δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του koutipandoras.gr