Μαρίζα Κωχ: «Προσφυγιά, μια από τις μεγαλύτερες δοκιμασίες της ανθρωπότητας»

Εικόνα παγωμένη, στοπ καρέ στην ασπρόμαυρη κρατική τηλεόραση: Τραγουδούσε το ''Κάτω στης Μαργαρίτας τ' αλωνάκι'' μόνο με κρουστά, στην ''Πρόβα'' της Λιλάντας Λυκιαρδοπούλου. Κάπου γράφτηκε κάποτε ότι πρόκειται για την πιο ηλεκτρονική φωνή στο ελληνικό τραγούδι πολύ πριν την έλευση της electronica. Μελοποίησε τον ''Τρελό'' του Κώστα Βάρναλη και πολλά ποιήματα του Νίκου Καββαδία, εξηλεκτρίζοντας από πριν τη δημοτική παράδοση. Γύρισε όλο τον κόσμο με περιοδείες και στις πέντε ηπείρους. Υπήρξε επίσης η πρώτη τραγουδίστρια της Δύσης που εμφανίστηκε στο Πεκίνο.

5b5efc481dc52494308b4567

Όλα αυτά σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Στο άλλο επίπεδο, το προσωπικό, υπάρχει η όμορφη γνώμη κι ενός μακρινού συγγενή της, όπως διατυπώθηκε πρόσφατα στον ωκεανό του διαδικτύου: Αυτά που έχει περάσει η Μαρίζα, αν τα έβγαζε σε κακία, θα ήταν ο πιο κακός άνθρωπος στον κόσμο. Τα έβγαλε, όμως, σε καλοσύνη και καλλιτεχνία…Να που σήμερα, λοιπόν, η Μαρίζα Κωχ στην πλήρη ωριμότητα της θέλησε να μοιραστεί με το κοινό που την αγαπά και την παρακολουθεί για πενήντα χρόνια, τα δύσκολα παιδικά της χρόνια σε ένα βιβλίο. Τίτλος του, ”Το ξανθό κορίτσι της Σαντορίνης” (εκδόσεις Μεταίχμιο) που, σύμφωνα με την ίδια, γράφτηκε ”Με την ευχή όλα τα παιδιά του πολέμου, του κάθε πολέμου, να γευτούν την αγάπη και τη γιατρειά όπως εγώ”. 

Χαιρετώ τη θηλυκή βερσιόν του Διονύση Σαββόπουλου!

Ξέρεις, σε μια πρόσφατη εκπομπή της Βάνας Δαφέρμου που ρώτησαν τον Σαββόπουλο γιατί δεν συνεργάζεται μαζί μου πια, απάντησε ”Δεν αντέχεται, είναι πολύ ηλεκτρική η φωνή της”! (γέλια) Μ’ άρεσε! Νομίζω, όμως, και το λέω με κάθε ενσυναίσθηση, πως κανείς δεν έχει τραγουδήσει καλύτερα από μένα τα τραγούδια του εκτός από τον ίδιο.

Λίγα λόγια θα ήθελα για τον Μάνο Ελευθερίου που χάσαμε.

Συναντηθήκαμε πρώτη φορά στην ηχογράφηση της ”Ατέλειωτης εκδρομής” με τον Γκαϊφύλλια, το 1974. Υπήρξε μία συμπάθεια εξ αρχής μαζί του. Κάποιο διάστημα, που είχε αρρωστήσει ο πατέρας του και ο ίδιος περνούσε δύσκολα, μιλούσαμε πολύ συχνά. Το 2015 με είχε καλέσει στην εκπομπή του στον 9,84. Τελευταία φορά τον συνάντησα πέρσι το καλοκαίρι, τέτοιο καιρό, και λέγαμε πως δεν έχει σημασία αν βρίσκεσαι συχνά ή αραιά με κάποιον άπαξ και υπάρχει ένας άρρηκτος δεσμός. Έτσι ένιωθα με τον Μάνο και ο θάνατος του είναι άλλο ένα πλήγμα, δυστυχώς…

Πες μου τώρα πόσα χρόνια σε απασχολούσε η έκδοση ενός αυτοβιογραφικού βιβλίου.

Όχι πολλά. Τα τελευταία δύο – τρία χρόνια που σκλήρυνε πολύ η κατάσταση με τον πόλεμο στη Συρία…Πόσο είχα κλάψει με εκείνη τη φωτογραφία του παιδιού με το κίτρινο γελεκάκι! Δεν την αντέχω την προσφυγιά, τη θεωρώ μια από τις μεγαλύτερες δοκιμασίες της ανθρωπότητας, πέρα από την κρίση που βιώνουμε εμείς τώρα κ.λπ. Όλη αυτή η κατάσταση με ευαισθητοποίησε, ξέροντας πως για έναν κόσμο που μ’ αγαπά σταθερά, θα του είναι κέρδος να με συνδέσει με έναν τέτοιο πόνο.

Πραγματικά, πάντως, η παιδική σου ζωή έχει πολλά κοινά στοιχεία μ’ αυτήν ενός προσφυγόπουλου από ξένη χώρα.

Όποιος διαβάσει το βιβλίο, θα μάθει πως συναντούσα για χρόνια ολόκληρα τους Μικρασιάτες πρόσφυγες έξω από το Δαφνί. Κατάλαβα τον πόνο τους και ταυτίστηκα με την ανασφάλεια τους, όταν λέγανε ”Δυο πατρίδες έχουμε και καμιά δεν μας θέλει”. Προβληματιζόμουν, όχι μόνο εκείνη τη στιγμή που ήμουν μικρό παιδί, αλλά και στην εφηβεία μου, ακόμη και μετά που άρχισα να τραγουδάω.

Μαρίζα, φέρεις το επίθετο ”Κωχ”, γερμανικό, ως κόρη ενός Γερμανού αξιωματικού την περίοδο της Κατοχής.

Δέκα μηνών ήμουν και ο πατέρας μου με αποχαιρέτισε στην αγκαλιά του ως ”Μαρίζα”, αφού έτσι έλεγαν τη μητέρα του. Ποτέ δεν συνδέθηκα με άλλο τόπο, ωστόσο, εκτός από τον δικό μας. Όταν μεγαλώνοντας, γνώρισα τους πρόσφυγες, έλεγα πως αυτοί είναι πιο Έλληνες από μένα, αφού δεν έχουν ξένο γονιό, από την πατρίδα τους έφυγαν και στην πατρίδα τους γύρισαν. Έλεγα, επίσης, πως εγώ θα καταφέρω να γίνω πιο Ελληνίδα από τους Έλληνες!

Έχεις καμία μνήμη από τον πατέρα σου;

Απολύτως καμία. Μόνο τη φωτογραφία του θυμάμαι. Είχε γίνει ο σεισμός του ’56 στη Σαντορίνη κι όποιος προλάβαινε, τραβούσε μερικά ρούχα, έπιπλα, να σώσει ότι μπορούσε εν ολίγοις! Η μάνα μου δούλευε ως μαγείρισσα του παιδικού σταθμού και όλου του χωριού στην πραγματικότητα, αλλά η αδερφή μου κι εγώ ψαχουλεύαμε τα πράγματα που βγάζαμε από το σπίτι μας. Θυμάμαι ότι είχαμε βγάλει στον ήλιο τα πράγματα μέσα από ένα μπαούλο και κάτω από το χαρτί βρήκαμε τη φωτογραφία. Όσες φορές τον έχω δει στον ύπνο μου, έτσι τον έβλεπα!

Λογικό. Την πόνεσε τη μάνα σου η εκτέλεση του πατέρα σου από τα S/S, μιλούσε γι’ αυτό το συμβάν;

Απ’ την πρώτη στιγμή θεώρησε ότι χήρεψε και φόρεσε μαύρο τσεμπέρι. Μετά ήρθε κι ο θάνατος του θείου Μανώλη, του αδερφού της. Ήταν δραματικός θάνατος αυτός, καθόρισε τη ζωή όλων μας. Και, ναι, αγαπήθηκαν πολύ η μάνα μου με τον πατέρα μου.

Είναι φοβερό πως ένας Ναζί αξιωματικός, όχι μόνο έκανε οικογένεια με Ελληνίδα, αλλά ενίσχυσε και τον αγώνα των κατακτημένων Ελλήνων.

Είναι ένα θέμα που δεν το γνωρίζω σε βάθος και που δε θέλω να το ψάξω κιόλας. Ξέρω όμως ότι η μάνα μου τον αγάπησε, γιατί προερχόταν από οικογένεια προοδευτική με τον ιερέα παππού μου στη φυλακή, είχε δηλαδή συνείδηση προοδευτική και ανθρωπιστική και δε θα μπορούσε να ταιριάξει μ’ έναν διαφορετικό άνθρωπο, όποιος κι αν ήταν αυτός.

Πες μου κάτι, Μαρίζα, χρειάστηκε να πας ποτέ σε ψυχαναλυτή ή σε ψυχολόγο όλα αυτά τα χρόνια;

Όχι, γιατί το ρωτάς αυτό;

Το βιβλίο αυτό είναι μια γλαφυρή αφήγηση δια της ψυχαναλυτικής μεθόδου.

Εγώ αισθάνομαι ευεργετημένη. Δεν θα ήθελα να έχω άλλη ζωή απ’ αυτή που είχα. Δεν ξέρω τι θα πουν οι ειδικοί, αλλά ότι έφερα στη μνήμη μου και το κατέγραψα – χωρίς δράματα, όπως θα διαπίστωσες – δείχνει και τη θέση μου απέναντι στα πράγματα. Απέναντι σε όλη αυτή την απλωσιά των πολέμων, που ακόμη ο ένας τελειώνει κι ο άλλος αρχίζει. Θα μου πεις πάντα γινόταν αυτό…

Επιμένω όμως ότι το να θες να μοιραστείς τα παιδικά σου χρόνια είναι κι ένα ωραίο ξεμπρόστιασμα.

”Μίλησα” όπως θα μιλούσα σε παιδάκια, χωρίς καμιά αγωνία για δικαίωση ή μπράβο. Ακόμα και στον ψυχαναλυτή να πας, όλο και κάτι θες να του ”δείξεις”. Νομίζω δηλαδή, δεν έχω κάνει ψυχανάλυση, αλλά η αίσθηση μου είναι ότι και σ’ αυτόν πας για να διεκδικήσεις κάτι. Το βιβλίο αυτό, λοιπόν, στέκει ως εικόνα που είναι καλό να υπάρχει. Να σου πω εδώ ότι μου τηλεφώνησε ένα κοριτσάκι κι έκλαιγε. ”Δεν το έγραψα το βιβλίο για να κλαις εσύ” του είπα. ”Κλαίω, γιατί σας άξιζε μια καλύτερη ζωή, να είστε το κοριτσάκι με το καλαθάκι”. ”Δεν είμαι η Κοκκινοσκουφίτσα, μωρό μου” του απάντησα…

Θέλω να πω κι εγώ ότι θα περίμενε κανείς ένα βιβλίο με όλα τα Ιερά Τέρατα που σε έφερε σε επαφή η τέχνη του τραγουδιού.

Αυτό ήδη τό’χω αρχίσει. Με θεωρώ εγκυκλοπαίδεια και ελπίζω δίκαιη! Δεν ξεχνάω ποτέ γεγονότα, πρόσωπα, ονόματα μουσικών. Πόσος κόσμος δεν έχει κλάψει με την ιστορία στο Κανάλι του Παναμά; Γιατί να φύγει και να το πάρει μόνο η γενιά μας; Πόσος κόσμος δεν ήρθε από τον Καύκασο, όταν έπαιξα στην Τυφλίδα κάποτε, κι έρχονταν με τα λεωφορεία για να μείνουν και στις οκτώ συνολικά παραστάσεις; Τα υπόγεια αποδυτήρια του τεράστιου γηπέδου είχαν γεμίσει από βουνά λουλουδιών. Κι όταν άρχισα να τραγουδάω, βρήκαν τρόπο και πλησίασαν οι μανάδες με τα μωρά στην αγκαλιά. Παρά την αυστηρή περιφρούρηση, κατάφερναν και μου πετούσαν τα μωρά τους στη σκηνή, ξέρεις γιατί; Για να τα αγγίξει Έλληνας από την Ελλάδα! Νομίζω πως ο τρόπος που ακόμα ζω έχει καθοριστεί απ’ όσα έχω ζήσει και ως τραγουδίστρια.

Μίλησε μου για τη σχέση σου με το χρόνο που περνάει.

Όπως είπα, νιώθω ευεργετημένη απ’ το χρόνο. Έγινα 75 ετών…

74 πατημένα είσαι για την ακρίβεια.

Δε βαριέσαι, το στρογγυλεύω! Νιώθω σαν να έχω ζήσει πολλές ζωές και ότι έχω κι άλλα πράγματα να ζήσω με την ίδια ένταση. Πίστεψε με, με την ίδια ένταση εξακολουθώ να ζω και να δουλεύω. Αυτόν τον καιρό μελοποιώ Κική Δημουλά, είμαι στις ηχογραφήσεις. Από δω εξακολουθούν να περνάνε μουσικοί και να κάνουμε πρόβες. Το Εργαστήρι Βιωματικής Μουσικής τα τελευταία 22 χρόνια, που το πας;

Δεν ξεχνάω και ότι το 2008, στη συναυλία κατά της αστυνομικής βίας στα Προπύλαια, με αφορμή τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου, ήσουν η μόνη καλλιτέχνιδα της γενιάς σου, που έγινε δεκτή ομόφωνα από την επιτροπή των φοιτητών.

Θα πω μόνο ότι σίγουρα δεν εξαργύρωσα ποτέ την αγάπη που δέχτηκα. Το εισπράττω αυτό κάθε μέρα! Τώρα να βγούμε στο πεζοδρόμιο, δε με βλέπουν σαν τη σταρ που πέρασε από δίπλα τους, αλλά σαν μάνα τους, φίλη τους και αδερφή τους. Ίσως το μεταδίδω κι εγώ αυτό. Αν πάω τώρα να χτυπήσω μια πόρτα, απάνω, στις Καστανιές του Έβρου, κανείς δε θα μου πει ”Που βρέθηκες εσύ εδώ;” Θα πουν ”Καλώς την”!

Υπήρξες ποτέ σνομπ;

Ποτέ, ποτέ, μα ποτέ! Όλα τα φέρνω στα μέτρα τα δικά μου. Δεν με εγκατάλειψε ούτε για μια στιγμή η ταξική μου συνείδηση και με έκανε να νιώθω που ανήκω. Ξέρω ότι και το δικό μου τραπέζι μπορεί να μην έχει φαΐ μια μέρα, όπως και του διπλανού μου. Δεν ξέρω πόσοι άνθρωποι υπάρχουν πια κι έχουν την ασφάλεια του ”αύριο”. Δεν επιδιώκω να έχω καμία ασφάλεια.

Ανέκαθεν;

Ναι. Ήθελα να περνάω όμορφα με τους συνανθρώπους μου. Ποτέ δεν αποταμιεύω. Μου λέει μια μέρα η αδερφή μου η Ειρήνη, που την έχω δεύτερη μάνα μου: ”Μα, με τι μυαλά ζεις, Μαρίζα μου; Δημοσία δαπάνη θα σε πάνε εσένα”. Της λέω ”Βρε συ, υπάρχει μεγαλύτερη τιμή απ’ το να σε πάνε δημοσία δαπάνη;” Έμεινε μ’ ανοιχτό στόμα! (γέλια)

Γνωρίζω ότι πριν μερικά χρόνια πέρασες ένα μετατραυματικό σοκ που έχει να κάνει με τα παιδικά σου χρόνια, αλλά και με την τρέχουσα κοινωνικοπολιτική κατάσταση. Κινδύνεψε σοβαρά η υγεία σου. Αν θες, λέμε δυο λόγια γι’ αυτό.

Μια μέρα ετοίμασα τηγανίτες με πετιμέζι, γέμισα ένα αυτοκίνητο και μαζί με μια φίλη μου από την Καλαμάτα πήγαμε από την πλατεία Βικτωρίας, εκεί που ήταν όλο Σύριοι πρόσφυγες με τα μωρά παιδιά τους. Ήμουν ελαφρώς μεταμφιεσμένη για να μη με αναγνωρίσει ο κόσμος…Καθόμουν στη θέση του συνοδηγού και ξαφνικά, απ’ το ανοιχτό παράθυρο, ένας πρόσφυγας μού αφήνει ένα βρέφος στα γόνατα μου. Διαπίστωσα πως το μωρό αυτό ήταν το πολύ δύο – τριών ημερών, άρα είχε γεννηθεί στην Ελλάδα. Μου κάνει νόημα αυτός του στυλ ”Πάρ’το” και πάει να φύγει. Δεν προλαβαίνει να κάνει δυο βήματα και μου ξαναπαίρνει το μωρό μέσα απ’ τα χέρια μου. Πόνεσα πολύ, σκεπτόμενη από που νά’ρχεται αυτός ο άνθρωπος και τι θ’ απογίνει εδώ με ένα βρέφος…

Υπάρχει όμως και ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης, επιβίωσης.

Ναι, αλλά γι’ αυτούς που μπορούν. Ένα βρέφος τι μπορεί να κάνει, εκτεθειμένο και ανήμπορο; Ούτε που σκέφτηκα ότι αυτή η δραματική στιγμή θα πλήγωνε σοβαρά την καρδιά μου…Γιατί, στη Χάγη το ’76 με το ”Παναγιά μου – Παναγιά μου”, είχα σκεφτεί ότι με στόχευαν Τούρκοι ελεύθεροι σκοπευτές; Τι είναι αυτά που λέμε τώρα; Με διακρίνει και μία φοβία του τύπου ”ο φόβος φυλάει τα έρημα”, δεν θα έμενα δηλαδή μόνη μου σε ένα εξοχικό σπίτι. Απ’ την άλλη, έχω αντανακλαστικά και μπροστά σ’ ένα γεγονός, δεν κάνω πίσω. 

Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου περνάνε πολλά πρόσωπα του γενεαλογικού σου δέντρου. Πόσο καθοριστικές υπήρξαν οι απώλειες των προσώπων αυτών;

Ήμουν δέκα ετών όταν σκοτώθηκε ο θείος μου και μας είχαν πάει σ’ ένα μέρος για να μην ακούσουμε ούτε τις καμπάνες. Είχα την τύχη να μη ζήσω από κοντά τις απώλειες πολύ δικών μου ανθρώπων. Όταν, όμως, έχασα τη μάνα μου – πλήρης ημερών ήταν, στα 90 της – δε μπορούσα καθόλου να το διαχειριστώ. Ήταν η μόνη φορά που είπα ότι χρειάζομαι ψυχολόγο. Δεν το άντεχα καθόλου για πολύ μεγάλο διάστημα. Τον τέταρτο χρόνο, που ήταν σαν την πρώτη μέρα που την έχασα, είχε μείνει κάτι μετέωρο μέσα μου σαν να υπήρχε μία εκκρεμότητα, σαν να μην τα είχαμε πει όλα με τη μάνα μου. Ένα βράδυ Μεγάλης Πέμπτης μου τηλεφωνεί η Νένα Βενετσάνου: ”Φιλενάδα, έχω ένα φίλο Πρόξενο και μου δίνει δύο θέσεις για το θρησκευτικό άγημα στους Αγίους Τόπους. Είσαι;” Και φεύγουμε! Το άγημα βρισκόταν σε απόσταση από τον Πανάγιο Τάφο που τον κλείνουν με κερί για όποιον ξέρει. Προλαβαίνω και χώνομαι μες το μικρό εκκλησάκι στο κέντρο της μεγάλης εκκλησίας. Ακουμπάω το πρόσωπο μου πάνω στο μάρμαρο που υποτίθεται ότι βρισκόταν το σώμα του Χριστού. Ένιωσα σαν να μου έφευγε όλη η σάρκα και το κεφάλι μου γινόταν μια σφαίρα αιωρούμενη πάνω από το σώμα μου. Δεν ξέρω τι έγινε εκεί, αλλά όταν φώναξαν ότι έπρεπε να αποχωρήσω, είχα ξαναγεννηθεί, ένιωθα άλλος άνθρωπος. Άφησα εκεί τον πόνο μου…Μιλάμε για έναν πόνο που επί τέσσερα χρόνια έλεγα ότι δεν τη βγάζω και ότι θα χρειαστώ φάρμακα. Η μάνα μου έφυγε στο νοσοκομείο του Ναυπλίου από φυσικά αίτια, αλλά ήμασταν όλοι γύρω της, όπως γίνεται στις ολονυκτίες στα σπίτια. Αυτή είναι η μεγαλύτερη απώλεια της ζωής μου.

Να γιατί τραγούδησες και τραγουδάς, λοιπόν.

Η σωτηρία μου ήταν το τραγούδι! Η αδερφή μου, που περάσαμε ακριβώς τα ίδια, είχε την προνοητικότητα να σπουδάσει κι ακόμα σπουδάζει. Φέτος τελειώνει Θεολογία, είναι ικανή με οτιδήποτε καταπιάνεται. Εγώ από μικρή μεγάλωνα με την ελπίδα ότι θα τραγουδάω μπροστά σε κόσμο. Οι δικοί μου αγωνίστηκαν για να μου το βγάλουν αυτό απ’ το μυαλό, γιατί τι ήταν μια τραγουδίστρια εκείνα τα χρόνια; Στις ταβέρνες και στα μπουζουκομάγαζα έβγαινε! Μου λέγανε ”τι θα κάνεις; θα τραγουδάς και θα σε κερνάει ποτό ο άλλος και θα σου βάζει και τη μπουκιά στο στόμα την ώρα που θα βγάζεις την κορόνα;” Μου τα έλεγαν πολύ δραματικά, αλλά εμένα μ’ ένοιαζε να συνταξιδέψω με μουσικούς.

Είχες πρότυπο την Πόλυ Πάνου όταν ξεκινούσες; Αργότερα υιοθέτησες το hippy look σου.

Ναι, μου άρεσε η Πόλυ Πάνου, παρότι δεν είχαν καμία σχέση οι φωνές μας. Ήμασταν και συνομήλικες σχεδόν, αλλά με ευαισθητοποιούσε η χροιά της φωνής της. Όταν ξεκινούσα, όντως, είχα τα μαλλιά μου λάχανο α λα Πόλυ Πάνου (γέλια). Μιλάμε για το 1965 τότε που είχα γράψει πειραματικά δύο λαϊκά τραγούδια του Στράτου Καμενίδη. Πρωτύτερα, στην εφηβεία μου, τα είχα κάνει κατσαρά τα μαλλιά μου, περμανάντ, όπως ήταν της μόδας στα κορίτσια. Θυμάμαι τον Στυλιανό, τον πατέρα του παιδιού μου, να έρχεται από την Κρήτη στη Σαντορίνη και να μη με πλησιάζει, αφού δεν με αναγνώριζε. Για να τελειώσει το σοκ του ανθρώπου, πήγα και κουρεύτηκα. Το κουρείο είχε καταστραφεί από το σεισμό και ο μπαρμπέρης κούρευε τον κόσμο κάτω από μια συκιά. Εκεί κάπου τελειώνει και το βιβλίο.

Ήσουν και κοκέτα.

Θα έλεγα όχι. Είχα μια δική μου αισθητική που την έφερα από το Λονδίνο στα τέλη του ’60. Λαογραφικά μακριά φουστάνια, χαϊμαλιά, πολύ μακριά μαλλιά. Κυκλοφορούσα ξυπόλυτη στην Αθήνα, ώσπου πάτησα μια γόπα ανάμεσα στα δυο δάχτυλα. Εκείνη τη μέρα, θυμάμαι, είχα συναντήσει τον Γκάτσο μαζί με τον Χατζιδάκι. Ο Χατζιδάκις ήξερε ότι κάνω τα δικά μου και είχαμε συναντηθεί λίγες φορές στα ίδια στέκια τα βράδια που τελειώναμε τα προγράμματα μας. Έτσι μου τηλεφώνησε στις 10 ένα βράδυ: ”Μέχρι τις 10 το πρωί θέλω ένα τραγούδι – μοιρολόι από σένα για την Κύπρο που θα το στείλω στην Eurovision”!

Τραγουδάς αυτόν τον καιρό, Μαρίζα, σκέφτεσαι να κάνεις κάτι;

Δεν μ’ αρέσει που τραγουδάμε πλέον μια φορά τη βδομάδα. Εμένα θα μου άρεσε να λέω ”Αυτό το μήνα θα τραγουδάω εδώ”, αφού δε μπορούμε πια να πούμε ”Αυτό το χειμώνα”. Το είχα κάνει πρόσφατα στο Μουσείο Νερού στην Πλάκα και δεν αποκλείεται να το ξανακάνω. Όλα αυτά που γράφω τώρα άλλωστε θέλω η ίδια να τα τραγουδήσω.

Πέραν της δικής σου στιχουργικής, μελοποίησες κατά κόρον τον Καββαδία. Σήμερα επιστρέφεις στις μελοποιήσεις: Κατερίνα Γώγου, Gail Holst, Κική Δημουλά.

Ότι σημαντικότερο έκανα στις μελοποιήσεις ήταν για μένα ο ”Τρελός” του Βάρναλη, μην το ξεχνάμε αυτό! Μέσα απ’ αυτή τη μακροσκελή σύνθεση προσπάθησα να περάσω όλα τα ρεύματα του ελληνικού τραγουδιού. Τα τελευταία χρόνια τη δική μου στιχουργική απασχόλησε το Εργαστήρι Βιωματικής Μουσικής. Μετρήθηκαν γύρω στα 70 τραγούδια μου σε ενότητες που έγιναν το θέμα για δύο φετινά μεταπτυχιακά του Ιόνιου Πανεπιστημίου. Γινόταν ένα παιχνίδι με τις λέξεις που με κράτησε εκεί.

Πόσα ποιήματα της Κικής Δημουλά μελοποίησες τώρα;

Έξι έχω φτιάξει. Μια μέρα της τραγούδησα την ”Καρυάτιδα” της από το τηλέφωνο, γιατί ήταν άρρωστη. Όταν κι εκείνη μου στείλει σινιάλο, θα πάω να τη δω για να τα ακούσουμε παρέα. Εκείνο που προχωράω τώρα με την ερμηνεύτρια Δώρα Πετρίδη είναι η εξέλιξη μιας ανέκδοτης μελοποίησης μου πάνω στο ”Άσμα Ασμάτων” του Γιώργου Σεφέρη. Μη μου πεις για δίσκο, τι δίσκος να γίνει πια; Θα ηχογραφηθεί και το πολύ – πολύ να ανέβει στο διαδίκτυο. Κάνει δίσκο κανείς πια; Εκτός κι αν βγάλει βινύλιο.

Δήλωσες 75 ετών πριν. Είναι και η έκδοση ενός βιβλίου ένα μέσο για να διοχετευθεί η ενεργητικότητα σου;

Και ναι και όχι, γιατί δεν έχω τάση συγγραφέως. Ήταν μια κατάθεση αυτό που έκανα, σαν να τα αφηγούμουν στο ραδιόφωνο σε μία εκπομπή. Όταν το τελείωσα, τηλεφώνησα του εκδότη του Μεταίχμιου: ”Θέλω να σας στείλω έναν φάκελλο με κάτι που έγραψα”. Ήταν Παρασκευή μεσημέρι όταν έφυγε ο φάκελλος και στις 9 το πρωί του Σαββάτου μου τηλεφώνησε ο εκδότης: ”Τη Δευτέρα να είσαι εδώ για να προλάβουμε να κυκλοφορήσουμε τον Μάιο”.

Μαρίζα Κωχ, σου εύχομαι καλό καλοκαίρι και σ’ ευχαριστώ για την κουβέντα.

Το ίδιο εύχομαι κι εγώ σ’ όλο τον κόσμο. Πολύ σ’ ευχαριστώ! 

 

Το παραπάνω ανέκδοτο ηχογράφημα, είναι από την τηλεοπτική ”Πρόβα” της Λιλάντας Λυκιαρδοπούλου στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η Μαρίζα Κωχ παρουσιάζει και ερμηνεύει για μία και μοναδική φορά τη μελοποίηση της σε ένα ποίημα του Πολωνού ποιητή Τίοντορ Ρούζεβιτς στην ελληνική μετάφραση του σκηνοθέτη Νίκου Κούνδουρου.   

Στην αντεπίθεση περνά η Καϊλή: «Δεν με υπερασπίστηκαν το ΠΑΣΟΚ και η Ε.Ε., θα μετακομίσω στην Ιταλία»

5754833

Στην αντεπίθεση περνά η Καϊλή: «Δεν με υπερασπίστηκαν το ΠΑΣΟΚ και η Ε.Ε., θα μετακομίσω στην Ιταλία»

Τα παράπονα της προς το ΠΑΣΟΚ εξέφρασε σε συνέντευξη η Εύα Καϊλή

Ράδιο Αρβύλα: Το «αντίο» του Αντώνη Κανάκη για τη φετινή σεζόν – «Η χρονιά είχε δυο πρόσωπα, δεν ξέρω αν θα ξαναέρθουμε»

Κανάκης 1

Ράδιο Αρβύλα: Το «αντίο» του Αντώνη Κανάκη για τη φετινή σεζόν – «Η χρονιά είχε δυο πρόσωπα, δεν ξέρω αν θα ξαναέρθουμε»

Αυλαία έριξε για φέτος το Ράδιο Αρβύλα, με τον Αντώνη Κανάκη να μιλάει για τη…

Αλαζονικές δηλώσεις από Μητσοτάκη στο ΣΚΑΪ: «Η οικονομία πάει καλά και οι φόροι μειώνονται» (video)

μητσο

Αλαζονικές δηλώσεις από Μητσοτάκη στο ΣΚΑΪ: «Η οικονομία πάει καλά και οι φόροι μειώνονται» (video)

Εκτός τόπου και χρόνου τα όσα είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνέντευξη του στο ΣΚΑΪ