Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης ερμηνεύει το ανέκδοτο The Martlet’s Tale από το ακυκλοφόρητο σάουντρακ της ομώνυμης ταινίας του 1970 σε σκηνοθεσία Τζον Κράουδερ και σενάριο του Νίκολας Ντελμπάνκο. H Δήμητρα Σελεμίδου θα ερμηνεύεσει το αριστουργηματικό Sweet Movie από την ομώνυμη ταινία του 1974, σε σκηνοθεσία Ντούσαν Μακαβέγιεφ, ο οποίος πρόσφατα έφυγε από τη ζωή. Η μουσική διεύθυνση των δυο συναυλιών είναι του Λουκά Καρυτινού και η καλλιτεχνική επιμέλεια του Γιώργου Χατζιδάκι. Την Παιδική Χορωδία της ΕΛΣ διευθύνει η Κωνσταντίνα Πιτσιάκου.
Η αγάπη του Χατζιδάκι για τον κινηματογράφο υπήρξε αδιαμφισβήτητη. Η προσωπική πορεία του στον χώρο αυτό και ιδιαίτερα η θητεία του στην Αμερική τον οδηγούν σύντομα σε μεγάλες διεθνείς συνεργασίες, όπως το America, America (1963) του Καζάν, το Topkapi (1964) του Ντασσέν, το Memed γεράκι μου (1984) του Ουστίνοφ και φυσικά τα Sweet Movie (1974) του Μακαβέγιεφ και The Martlet’s Tale του Τζον Κράουδερ.
Το πρώτο έργο που θα παρουσιαστεί είναι το ανέκδοτο The Martlet’s Tale (1970) του Τζον Κράουδερ. H ταινία, στην οποία πρωταγωνιστούσε η Κατίνα Παξινού, έλαβε κακές κριτικές στην πρώτη της προβολή στο Σαν Φρανσίσκο και δεν προβλήθηκε πουθενά στον κόσμο. Για το δραματικό αυτό έργο ο Χατζιδάκις επιλέγει μια μουσική πληθωρική. Γράφει πολλά θέματα, χρησιμοποιώντας μια εντελώς ιδιότυπη ορχήστρα από έγχορδα, πνευστά (όμποε, φλάουτο, τρομπέτα), πιάνο, τσέμπαλο, ηλεκτρικό όργανο, κλασική και ηλεκτρική κιθάρα, βιμπράφωνο και κρουστά. Ανάμεσά τους είναι και μια μελωδία που εντάχθηκε αργότερα στον κύκλο της Πορνογραφίας (1982) και έγινε εξαιρετικά δημοφιλής ως αυτόνομο τραγούδι με τίτλο «Η μπαλάντα των αισθήσεων και των παραισθήσεων». Στην ταινία τιτλοφορείται «The ballad of senses and illusions» και ερμηνεύεται σε τρεις παραλλαγές από τον Σον Φίλιπς, σε δικούς του αγγλόφωνους στίχους. Παρά τις πάντα δυνατές τονικές μελωδίες του, ο Χατζιδάκις ασκείται εδώ στη μουσική γραφή της αβανγκάρντ, χτίζοντας ιδιαίτερες μουσικές ατμόσφαιρες. Ρυθμολογικά, το αποτέλεσμα είναι πολυσυλλεκτικό, με δάνεια που ανακαλούν τη δομή του ζεϊμπέκικου και του τσιφτετελιού, αλλά και την τζαζ και τη λάτιν τζαζ. Ως βοηθό του Χατζιδάκι η παραγωγή ορίζει έναν άγνωστο νεαρό συνθέτη, τον Νικόλα Πιοβάνι, που αργότερα εξομολογήθηκε ότι η συνάντησή του με τον Χατζιδάκι τον στιγμάτισε καλλιτεχνικά.
Το δεύτερο έργο, το Sweet Movie, έντυσε την ομώνυμη ταινία του Ντούσαν Μακαβέγιεφ. Ο Χατζιδάκις είχε ενθουσιαστεί από την προηγούμενη ταινία του σκηνοθέτη και έτσι δέχτηκε με ενθουσιασμό την πρότασή του. Το σινεμά-κολάζ που χαρακτηρίζει τον Μακαβέγιεφ βοηθά πολύ τον Μάνο Χατζιδάκι να κινηθεί ελεύθερα και με φαντασία. Έτσι, στο Sweet Movie αξιοποιεί τις σπονδυλωτές ιστορίες της ταινίας για να ξεδιπλώσει τις ευρηματικές μελωδίες του και τις ορχηστρικές του ιδιορρυθμίες: χορταστικές μελωδικές φράσεις στο ηλεκτρικό όργανο και διασκεδαστικά σχόλια από την πομπώδη τούμπα διασταυρώνονται πάνω στον γνωστό χατζιδακικό ηχητικό καμβά που εξυφαίνει ο συνδυασμός των νυκτών και τοξωτών εγχόρδων. Οι μουσικές πλάθουν από μόνες τους εικόνες που λειτουργούν συμπληρωματικά με αυτές της ταινίας. Η φωνή αξιοποιείται σε πέντε από τα δεκατέσσερα συνολικά θέματα, επίσης με τρόπο πρωτότυπο. Ο συνθέτης μάς συστήνει εκ νέου την Αν Λόνμπεργκ που πρωτοείδαμε στην ταινία Κορίτσια στον ήλιο (1968), να ερμηνεύει μια αλέγρα μπαλάντα με αγγλόφωνους στίχους, δικούς της και του σκηνοθέτη. Μας συστήνει επίσης, κατά τον προσφιλή του τρόπο, μια άλλη «παρθένα» φωνή, τη Μαρία Κάτηρα, που πρωταγωνιστεί στο «Νυχτερινό για δυο φωνές», καθώς και στη μία από τις τρεις παραλλαγές του «Τα παιδιά κάτω στον κάμπο», σε στίχους Χατζιδάκι. Το θέμα, που αποδίδεται εξαίσια και από παιδική χορωδία, διεκδικεί ρόλο λαϊτμοτίφ στην ταινία. Οι στίχοι του έρχονται από το μακρινό παρελθόν και τη θεατρική παράσταση «Το καλοκαίρι θα θερίσουμε» (1945) του Αλέξη Δαμιανού. Στον πρόλογο που έκανε ο Μάνος Χατζιδάκις για την προβολή της ταινίας στο ‘Αστυ το 1974, ανέφερε, μεταξύ άλλων, για την ταινία, αλλά και τη μουσική του:
«Ο ίδιος ο Μακαβέγιεφ συνηθίζει να λέει, πως πρέπει κανείς να βλέπει το Sweet Movie, με το κορίτσι του. Ποτέ μόνος. Και σε μερικές στιγμές, σαν τις γλυκές στιγμές ενός κονσέρτου του Ραχμάνινωφ ή του Γκέρσουϊν, ν’ ακουμπάει ο ένας το χέρι του άλλου, με τρυφερότητα και με κρυφό ανατρίχιασμα. Τότε -λέει- η ταινία του λειτουργεί σωστά. Προσπαθήστε λοιπόν να πάρετε κι από την μουσική μου, όλη την γλυκιά και ζαχαρένια γεύση που η ταινία περιέχει, μαζί με τους κινέζικους βελονισμούς των ευρηματικών σκηνών της».