Μάνος Χατζιδάκις: «Φωνές σαν του Καζαντζίδη βγαίνουν κάθε 150 χρόνια στην Ελλάδα»

Ένα αφιέρωμα εις μνήμην Στέλιου Καζαντζίδη, του μέγιστου τραγουδιστή, που πέθανε σαν σήμερα πριν από μία εικοσαετία, βυθίζοντας στο πένθος το πανελλήνιο

4b5b4ff6646ca1b094a1102d72563fc1 XL

Είκοσι χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από το θάνατο του Στέλιου Καζαντζίδη, του μεγαλύτερου τραγουδιστή που αξιώθηκε η χώρα αυτή, έστω κι αν ο ίδιος δεν ευτύχησε απ’ την άποψη ρεπερτορίου, συγκριτικά τουλάχιστον με το άλλο αντίπαλον δέος, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Επειδή μάλιστα ο συγκεκριμένος θάνατος είχε συμπέσει με λίγες μέρες διαφορά με το τρομοκρατικό χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους των ΗΠΑ, θυμάμαι ότι είχε κυκλοφορήσει και σχετικό…ανέκδοτο:

– Τά’μαθες; Πέθανε ο Καζαντζίδης!

– Έλα ρε! Και σε ποιο αεροπλάνο απ’ τα δύο ήτανε;

Αυτό το ανέκδοτο μαζί με κάποια άλλα είχαν βγει και εκτός συνόρων με τον ξένο Τύπο να αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν, ενώ όλος ο πλανήτης είναι συγκλονισμένος με την τραγωδία στην Αμερική, οι Έλληνες ως γνήσιοι επίγονοι του Αριστοφάνη να σκαρφίζονται έως και ανέκδοτα την επόμενη κιόλας μέρα! Αν το σκεφτείς, ναι, όντως είναι να τρελαίνεσαι μ’ αυτή τη μόνιμη διάθεση μας για μπλακ χιούμορ που αγγίζει τα όρια της καφρίλας…

Ο Καζαντζίδης πάλι δεν ξέρουμε αν θα συμμεριζόταν το αστείο αυτό, αν δηλαδή θα έφτανε ως εκεί το χιούμορ του. Από τους περισσότερους ανθρώπους με τους οποίους μου έτυχε να μιλήσω τα επόμενα χρόνια και που τον είχαν γνωρίσει, δεν άκουσα και τα καλύτερα. Όχι φυσικά για το μεγαλείο της φωνής του, αλλά για το χαρακτήρα του. Παράξενη προσωπικότητα, λένε, εμπαθής, ζοχάδας και παρορμητικός! Προσωπικά, βέβαια, μου φαίνονται πολύ πιο ελκυστικές τέτοιες προσωπικότητες, που δεν διστάζουν να τα κάνουν όλα γυαλιά – καρφιά,από κάτι άλλους που θέλουν να τά’χουν καλά με όλους και μια ζωή παλεύουν για την υστεροφημία τους.

Την υστεροφημία του ο Καζαντζίδης την κέρδισε απ’ όταν άρχισε ήδη να καθιερώνεται και να αντιμετωπίζεται δικαίως ως φαινόμενο. Απ’ όταν ξεκίνησε να τραγουδά Καλδάρα, Χιώτη και Τσιτσάνη, τα λαϊκά του Θεοδωράκη, τον «Κυρ-Αντώνη» και «Το πέλαγο είναι βαθύ» του Χατζιδάκι. Κι όταν ο Θεοδωράκης χρησιμοποίησε τον Μπιθικώτση στο θρυλικό «Άξιον Εστί», εκείνος συνεργάστηκε την ίδια χρονιά, το 1964, με τον Χρήστο Λεοντή και τον Κώστα Βίρβο στην «Καταχνιά», αντιμετωπίζοντας σθεναρά τους εκτελεστές του με τον, μοναδικά τραγουδισμένο από τον ίδιο, στίχο «Δεν θέλω να μου δέσετε τα μάτια».

Θυμάμαι τον Χρήστο Λεοντή να μου αφηγείται πως όταν «ψηνόταν» η «Καταχνιά», τον έβγαζαν έξω ο Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα και τον κερνούσαν, αυτόν, έναν νεαρό μπατίρη συνθέτη. Τον Μίκη Θεοδωράκη σε ιδιωτική μας συζήτηση να καμαρώνει που είχαν χτυπήσει μια μέρα την πόρτα του, στη Νέα Σμύρνη, ζητώντας του να τους δώσει τραγούδια του. Προηγουμένως, έλεγε ο Μίκης, Καζαντζίδης και Μαρινέλλα είχαν περάσει απ’ το σπίτι του Χατζιδάκι, ο οποίος τους είχε ανοίξει με ρόμπα και μαύρα γυαλιά και τους έπαιξε ανόρεκτα στο πιάνο κάποια τραγούδια του, σαν να τους έλεγε «Πάλι εσείς εδώ;» Κι όμως, μερικές δεκαετίες αργότερα ο Χατζιδάκις θα δήλωνε πως φωνές σαν του Καζαντζίδη γεννιούνται κάθε 150 χρόνια στην Ελλάδα, τη χώρα που ο καθένας θέλει να γίνει τραγουδιστής. Και ποιητής, θα πρόσθετα εγώ τώρα. 

Ο Καζαντζίδης ήταν γείτονας μου στο Κερατσίνι. Όταν έμενα στην Αμφιάλη, τον συναντούσα καθημερινά σχεδόν στο φούρνο για ψωμί ή λίγα μέτρα παραπάνω, στη μάντρα αυτοκινήτων του επιστήθιου φίλου του, Καταμπά. Σαν να τον φέρνω στο νου μου πάντα χειμώνα καιρό. Φορούσε ένα γούνινο καπέλο κι έμοιαζε με ήρωα του Αϊζενστάιν με ένα μονίμως αυστηρό βλέμμα, εκείνο το βλέμμα του – απηυδυσμένου με την ίδια του τη ζωή – λαϊκού ανθρώπου. Μάλλον εξ αιτίας αυτού του βλέμματος, ποτέ δεν βρήκα το θάρρος να του μιλήσω, παρόλο που ήξερα καλά ποιος περνούσε από δίπλα μου ή στεκόταν στη σειρά μπροστά μου. Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι, βλέπεις, που ακουγόταν πολύ συχνά το «Υπάρχω» του Νικολόπουλου και του Πυθαγόρα, το «Όποια και νά’σαι» του Καλδάρα με τη φοβερή εισαγωγή του Σούκα στο ακορντεόν και εκείνο το φοβερό που έλεγε «Τώρα ο σκύλος έφυγε από ντροπή και πόνο». Ένα καλοκαίρι που γυρνάγαμε απ’ τις καλοκαιρινές διακοπές οικογενειακώς, θυμάμαι τους γονείς μου να κοντεύουν να σκοτωθούν μες το αυτοκίνητο! Καυγάς τρικούβερτος! Η μάνα μου να λέει πως ο στίχος είναι «Από ντροπή και πόνο», ενώ ο πατέρας μου, «Από ντροπή και μόνο»!

Είχε περίεργη σχέση με τη γλώσσα ο Καζαντζίδης παρόλο που κατά τη γνώμη μου κανείς άλλος τραγουδιστής δεν ξεστόμιζε τόσο καθαρά τις λέξεις των στίχων από το εκάστοτε τραγούδι. Στον «Κυρ – Αντώνη» του Χατζιδάκι, ας πούμε, σ’ αυτή την αριστουργηματική εκτέλεση θεοδωρακικού τύπου με το μπουζούκι του Χιώτη, οι φωνές του Καζαντζίδη και της Μαρινέλλας ακούγονται να λένε «Αχ κυρ-Αντώνη πως σ’ αγαπάμε/ και μαζί σου τα άστρα πηδάμε/ τις φωτιές για σένα μετράμε/ ώσπου να’ρθεί η βροχή»! Λάθος 100%, που παραδόξως κανείς δεν πρόσεξε για να το αλλάξει: Είναι δυνατόν να πηδάς τα άστρα και να μετράς τις φωτιές αντί να κάνεις το ανάποδο; Τι σουρεαλισμός ήταν αυτός στα ξαφνικά; Πιθανώς – λέω εγώ τώρα – ο Χατζιδάκις που γούσταρε καθετί αντισυμβατικό, ειδικά στα δικά του δημιουργήματα, να μη θέλησε να πειράξει την ηχογράφηση μαζί με τη συγκεκριμένη αθάνατη ερμηνεία του Καζαντζίδη. Κι έτσι όσοι αγαπούσαν τον καημένο τον κυρ – Αντώνη είχαν την ευχέρεια να μεταβαίνουν με μια δρασκελιά στα άστρα, μια δεκαετία σχεδόν πριν την κατάκτηση της Σελήνης, παρακολουθώντας ταυτόχρονα, αμέτοχοι, το λαϊκό δρώμενο της γειτονιάς με τις φωτιές του Άι Γιαννιού.

Το 2007 αξιώθηκα να μπω στο σπίτι του, που δεν απείχε πολύ από το δικό μου, μα όταν εκείνος δεν ήταν πια εδώ. Είχα κινηματογραφήσει μία μεγάλη συνέντευξη της συζύγου του, της Βάσως, η οποία απαντούσε στις ερωτήσεις του συναδέλφου και μεγάλου θαυμαστή του, του Κώστα Μπαλαχούτη. Θυμάμαι την κυρία Βάσω να μας λέει πως του Στέλιου του άρεσε πολύ το εξωτερικό. Πώς έπαιρναν συχνά το αυτοκίνητο και έφταναν μέχρι την Αυστρία και τη Γερμανία σε μέρη που ήξερε πόσο τον λάτρευε ο απόδημος ελληνισμός. Με εκείνο, πάντως, που είχα συγκινηθεί ήταν με την περιγραφή ενός κατά βάθος απέραντα μοναχικού ανθρώπου. Όποτε ο Καζαντζίδης πνιγόταν απ’ τις ίδιες του τις σκέψεις, έπαιρνε – λέει – τη βάρκα του και ανοιγόταν στο πέλαγος, εκεί που ουρανός και θάλασσα γίνονται ένα και το μυαλό καθαρίζει απ’ όλα τα βάσανα. Ήταν και η αιτία που όταν η Λένα Πλάτωνος έβγαλε τα «Ημερολόγια» της από την Οδό Πανός του Χρονά, το 2008, εκείνο το μελαγχολικό spoken word τραγούδι της με τίτλο «Θάλασσα», εμένα μου θύμιζε αποκλειστικά και μόνο τον Στέλιο Καζαντζίδη: «Τη θάλασσα δεκατέσσερα χρόνια είχα να τη δω/ υποθέτω πως έτσι ξαναγεννιέται κανείς/ ανοίγοντας τον εαυτό του/ μοιρογνωμόνιο του ορίζοντα/ σε μιαν ανείπωτη αγκαλιά/ για τη μητέρα του κόσμου, τη θάλασσα»

Με είχε συγκινήσει πολύ ακόμη η αγάπη που είχε για τη μάνα του – παθολογική ισχυρίζονται κάποιοι – και η επιθυμία του να μην ταφεί στο Πρώτο Νεκροταφείο, όπως ωρυόταν η Καίτη Γκρέυ μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες, αλλά στο ταπεινό κοιμητήριο της Ελευσίνας δίπλα στο μνήμα της κυρα- Γεθσημανής, η οποία είχε φύγει από τη ζωή το 1988.

Στο συγκεκριμένο κοιμητήριο τον είχαμε αποχαιρετίσει μια μέρα τέτοιον καιρό πριν από μία εικοσαετία. Πως περνούν τόσο γρήγορα τα χρόνια; Δεν θα πάψουμε ποτέ να το λέμε αυτό, μου φαίνεται. Σαν να ήταν χθες θυμάμαι που πέρασε με το αυτοκίνητο της η Μαρίζα Κωχ για να με πάρει και να πάμε παρέα στην κηδεία του Καζαντζίδη. Η φάση θύμιζε λαϊκό προσκύνημα, κανονικά όμως, με τις ουρές των αυτοκινήτων να ξεκινούν από τη Γρηγορίου Λαμπράκη και να συνεχίζονται ως τη λεωφόρο Σχιστού. «Για τον Στέλιο καλά πάμε;» ρωτούσε κάθε λίγο και λιγάκι η Κωχ τους οδηγούς των άλλων διερχόμενων αυτοκινήτων με ένα χαμόγελο χαράς για το γεγονός πως ένας καλλιτέχνης σαν τον Καζαντζίδη επρόκειτο να έχει πάνδημη κηδεία. Στη διαδρομή, μάλιστα, η Κωχ μού αφηγήθηκε για πρώτη φορά μία άγνωστη ιστορία: Όταν κάποτε η Μελίνα Μερκούρη επί υπουργίας της στο Πολιτισμού, τηλεφώνησε του Καζαντζίδη και του ζήτησε να τραγουδήσει σε μία επέτειο του Κιλελέρ, εκείνος ζήτησε και την Κωχ για να τραγουδούσε μαζί του. «Το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου ήταν που δεν τραγούδησα ποτέ με τον Καζαντζίδη» μου έλεγε η Μαρίζα, «αλλά μ’ έτρωγαν οι περιοδείες και τα ταξίδια και στις πέντε ηπείρους τον καιρό εκείνο».

Δεν ξέρω αν η φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη λείπει σήμερα. Σίγουρα λείπουν τα τραγούδια που θα μπορούσε να πει μοναδικά ο Καζαντζίδης κι εδώ δεν αναφέρομαι φυσικά σ’ αυτά της αναζήτησης μιας καλύτερης ζωής στο εξωτερικό από τους ρημαγμένους Έλληνες του ’60. Υπάρχουν οι ηχογραφήσεις του που θα συνεχίσουν να ακούγονται και να μας θυμίζουν το πέρασμα του από τη χώρα μας και από τον ταραχώδη 20ο αιώνα. Ο Στέλιος Καζαντζίδης ήταν αιρετικός (δεν κώλωνε να τα βάλει με όλους, ακόμη κι αν ήξερε ότι είχαν πιο μεγάλη δύναμη απ’ τη δική του), αντικομφορμιστής (είπε ότι παρατάει τα κέντρα με τα πολλά φράγκα και το τήρησε μέχρι το τέλος του), αλληλέγγυος (σ’ αυτόν οφείλουν οι μεταγενέστεροι συνάδελφοί του τα εργασιακά δικαιώματα τους) και, πάνω απ’ όλα, λαϊκός ως το κόκαλο, πάντα δίπλα και κοντά στους απλούς φτωχούς ανθρώπους που τον ανάδειξαν και τον λάτρεψαν. Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε δίκιο και στην τελική κάτι παραπάνω ήξερε αυτός: Φωνές σαν του Καζαντζίδη θα γεννηθούν στην Ελλάδα μετά από 150 χρόνια πάλι. Εμείς δεν θα είμαστε εδώ. Τυχερές οι επόμενες γενιές των ανθρώπων. 

Υ.Γ. Η φράση αυτή του Χατζιδάκι είχε μπει σε φάκελλο δίσκου του Καζαντζίδη. Μπορεί το σωστό νά’ναι «κάθε 100» ή «κάθε 200 χρόνια», αλλά δεν θα σκοτωθούμε και με τις χρονολογίες τώρα. Σημασία έχει που κάτι τέτοιο ειπώθηκε από έναν, εξίσου αυστηρό στο λόγο του, Χατζιδάκι.

Μητσοτάκης: Όλο το παρασκήνιο για τις εκκαθαρίσεις Μπρατάκου και Παπασταύρου

InCollage 20240328 205245331

Μητσοτάκης: Όλο το παρασκήνιο για τις εκκαθαρίσεις Μπρατάκου και Παπασταύρου

O Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται πως «παραίτησε» τους δύο στενούς του συνεργάτες προκειμένου να μην απολογηθεί…

«Η ΛΑΡΚΟ ανήκει στους εργάτες» – Μαζικό συλλαλητήριο για τη ΛΑΡΚΟ στο κέντρο της Αθήνας

6167427

«Η ΛΑΡΚΟ ανήκει στους εργάτες» – Μαζικό συλλαλητήριο για τη ΛΑΡΚΟ στο κέντρο της Αθήνας

Στο μαζικό συλλαλητήριο για την ΛΑΡΚΟ συμμετέχουν και άλλα σωματεία, φορείς, συνδικάτα αλλά και φοιτητικοί…

Θρήνος στο Ρέθυμνο: Αυτοκτόνησαν σε μια μέρα, ένας 56χρονος επιχειρηματίας και ένας 84χρονος

5860197

Θρήνος στο Ρέθυμνο: Αυτοκτόνησαν σε μια μέρα, ένας 56χρονος επιχειρηματίας και ένας 84χρονος

Τον αυτόχειρα εντόπισαν οι οικείοι του. Λίγες ώρες αργότερα, ένας 84χρονος, έκοψε το νήμα της…