Newsroom

Newsroom

Mad Max: Ο Δρόμος της Οργής του Τζορτζ Μίλερ

30 σχεδόν χρόνια μετά την πρώτη μας γνωριμία με τον κινηματογραφικό θρύλο που ακούει στο όνομα Mad Max, ο ιδιοφυής σκηνοθέτης…

30 σχεδόν χρόνια μετά την πρώτη μας γνωριμία με τον κινηματογραφικό θρύλο που ακούει στο όνομα Mad Max, ο ιδιοφυής σκηνοθέτης Τζορτζ Μίλερ ετοιμάζεται να μας διηγηθεί το νέο κεφάλαιο της μετά-αποκαλυπτικής ιστορίας που ενέπνευσε κινηματογραφιστές και καλλιτέχνες σε όλο τον κόσμο. Η πολυαναμενόμενη νέα ταινία Mad Max: Ο Δρόμος της Οργής του Τζορτζ Μίλερ, με τον Τομ Χάρντι στον ομώνυμο ρόλο και την Σαρλίζ Θερόν, θα ξεκινήσει να προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες στις 14 Μαΐου, σε 2D και 3D, από την Tanweer.

Η ταινία μας μεταφέρει σε έναν μετά-αποκαλυπτικό κόσμο, όπου συμμορίες μάχονται για τον έλεγχο των περιορισμένων υδάτινων πόρων και των καυσίμων. Ο Μαξ Ροκατάνσκι (Τομ Χάρντι) θα έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με την Αυτοκράτειρα Φιουριόσα (Σαρλίζ Θερόν), που δραπετεύει με την συμμορία της, με προορισμό την Άγονη Γη. Η ταινία σηματοδοτεί την πολυαναμενόμενη επιστροφή του σκηνοθέτη Τζορτζ Μίλερ σε ταινίες δράσης και επιστημονικής φαντασίας.

Ο Αυστραλός, με ελληνικές ρίζες, κινηματογραφιστής σκηνοθέτησε την πρώτη ταινία του franchise, με τίτλο Mad Max το 1979, όπως και τα δυο σίκουελ, Mad Max 2: The Road Warrior (1981) και Mad Max: Beyond Thunderdome (1985).

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ

Με το MAD MAX: Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ, ο σκηνοθέτης/σεναριογράφος/παραγωγός Τζορτζ Μίλερ παρουσιάζει ένα κόσμο γεμάτο ένταση, απίστευτη δράση και σε εμπόλεμη κατάσταση, όπως μόνος εκείνος θα μπορούσε. Ο εμπνευστής της επικής τριλογίας, δοκιμάζει για ακόμη μια φορά τα όρια του σύγχρονου κινηματογράφου για να επανεφεύρει την ομορφιά και το χάος του μετά-αποκαλυπτικού κόσμου που ο ίδιος δημιούργησε, μέσα από τις διαρκείς περιπλανήσεις του θρυλικού Πολεμιστή του Δρόμου.

Ο Μίλερ ανέκαθεν ήθελε να γυρίσει μια ταινία που θα έμοιαζε με ένα αδιάκοπο ανθρωποκυνηγητό από την αρχή μέχρι τους τίτλους τέλους. «Για μένα οι περιπέτειες είναι κάτι σαν οπτικοποιημένη μουσική. Ο ‘Δρόμος της Οργής’ ισορροπεί ανάμεσα στο ροκ και την όπερα,» λέει ο Μίλερ. «Θέλω να ξεσηκώσω τους θεατές, να τους παρασύρω σε μια θορυβώδη και γεμάτη ένταση περιπέτεια, αφήνοντάς τους να ανακαλύψουν στην πορεία τόσο τους ήρωες, όσο και τα γεγονότα που προκάλεσαν τα όσα διαδραματίζονται.»

Ο επί 35 χρόνια στενός συνεργάτης και παραγωγός του Μίλερ, Νταγκ Μίτσελ, λέει ότι χρειάστηκε περίπου μια δεκαετία για να γυριστεί η ταινία. «Ο Τζορτζ διαθέτει ένα υπέροχα δημιουργικό μυαλό. Παρά την εξαιρετική δημιουργικότητά του παραμένει ιδιαίτερα πραγματιστής, και αυτός ο συνδυασμός ήταν απαραίτητος για ένα πρότζεκτ τέτοιας κλίμακας. Είχαμε τις δύσκολες και τις αστείες στιγμές μας, αλλά θεωρώ εαυτόν πολύ τυχερό που υπήρξαμε συνοδοιπόροι σε αυτό το επικό ταξίδι.»

Για τον Μίλερ, η ιστορία ξεκινάει στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές του στην Ιατρική, με γνώμονα το πάθος του για τις περιπέτειες του παλιού κινηματογράφου, αποφασίζει να φτιάξει τα δικά του καρέ. Εμπνεόμενος από τις εμπειρίες του ως γιατρός στα Επείγοντα, φαντάζεται έναν μοναχικό άνθρωπο σε έναν ρημαγμένο και τρομοκρατούμενο από ψυχωσικές συμμορίες κόσμο.

Ο Μίλερ λέει σχετικά, «ανέκαθεν με εντυπωσίαζε ο τρόπος που εξελίσσεται μία κοινωνία. Αυτή η διαδικασία κάποιες φορές μπορεί να σε εμπνεύσει αλλά μπορεί και να σε προβληματίσει. Αν απογυμνώσεις τον σύγχρονο κόσμο από την πολυπλοκότητά του, αποκαλύπτεις κάτι το στοιχειώδες, το λιτό, και οι ιστορίες που προκύπτουν ουσιαστικά είναι αλληγορίες.»

Με έναν ισχνό προϋπολογισμό στη διάθεσή του, ο Μίλερ συγκέντρωσε ένα ετερόκλητο πλήθος μοτοσυκλετών και αυτοκινήτων, βρήκε τον πρωταγωνιστή του στο πρόσωπο του ακόμα άγνωστου πιτσιρικά, Μελ Γκίμπσον, και με τον φακό του ταξίδεψε στην έρημο της Αυστραλίας για να αιχμαλωτίσει την ωμή ενέργεια καταιγιστικών σκηνών, με πραγματικούς ανθρώπους να οδηγούν πραγματικά αυτοκίνητα, σε πραγματικές ταχύτητες.

«Για εμάς στην Αυστραλία, το αυτοκίνητο ισοδυναμεί με όπλο,» επισημαίνει ο σεναριογράφος Νίκο Λαθούρις, ο οποίος είναι φίλος του Μίλερ από τα σχολικά χρόνια τους και ενσάρκωσε τον Γκριζ Ρατ στην πρώτη ταινία. «Ο Τζορτζ ως γιατρός είχε φροντίσει πιτσιρικάδες, θύματα τροχαίων, οι οποίοι αντί να πάρουν σοβαρά αυτό που τους είχε συμβεί, πολλές φορές καυχιούνταν, αν υπήρχε κάποιος σοβαρός τραυματισμός ή θάνατος. Ένοιωθε ότι προσπαθούσε να διορθώσει ένα σοβαρό πρόβλημα με τσιρότα, οπότε η ιστορία αυτή ήταν για εκείνον μια προσπάθεια να στείλει ένα μήνυμα.»

Το αποτέλεσμα ήταν η ταινία «Mad Max», που προβλήθηκε στις αίθουσες το 1979 και προκάλεσε τεράστια εντύπωση. Καθώς ο θρύλος γιγαντωνόταν, ο Μίλερ κλιμάκωσε το ισοδύναμο της καταιγιστικής δράσης brand με δύο ακόμα ταινίες – το επικό «Mad Max 2: The Road Warrior» και το οπερατικό «Mad Max: Beyond Thunderdome».

Τα γυμνά, ρημαγμένα τοπία, η χωρίς φιοριτούρες δράση, οι μινιμαλιστικοί διάλογοι και το καλειδοσκοπικό καστ του Μίλερ οδήγησαν στη δημιουργία ενός εντελώς καινούριου genre, και ενέπνευσε γενιές και γενιές καλλιτεχνών κάθε είδους. Ο Τομ Χάρντι που ενσαρκώνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο λέει, «Ο Τζορτζ ουσιαστικά εφηύρε τη μετά-αποκαλυπτική ατμόσφαιρα που βλέπουμε σε πολλά βιντεοπαιχνίδια και ταινίες. Είναι δικός του αυτός ο καμβάς, και συνεχίζει να ζωγραφίζει πάνω του με όλα τα ταλέντα που διαθέτει. Επειδή ο Τζορτζ διαθέτει αυτή τη μοναδική φαντασία, ουσιαστικά δεν παίζεις στις ταινίες του. Μπαίνεις στο μυαλό του.»

Για να μπορέσει το κοινό του σήμερα να ταξιδέψει στον τρελό κόσμο του Mad Max, χρειάστηκαν πάνω από δέκα χρόνια και εκατοντάδες καλλιτέχνες για τον σχεδιασμό και την κατασκευή του. Πρόκειται για μια παραγωγή με αριθμούς που ξεπερνούν κάθε προηγούμενο: το καστ, το συνεργείο και 150 χειροποίητα και πλήρως κινούμενα οχήματα παρέμειναν 120 μέρες στην έρημο της Ναμίμπια προκειμένου να «στηθεί» ένας αληθοφανής Πόλεμος του Δρόμου.

Ο Μίλερ και οι συνεργάτες του δοκίμασαν τα όρια της τεχνολογίας και των πρωταγωνιστών στα γυρίσματα, ανεβάζοντας κατά πολύ τον πήχη. «Ο κόσμος έχει αλλάξει επίπεδο, αλλά δεν έχει μπει στη σφαίρα της φαντασίας,» εξηγεί ο Μίλερ. ‘Ο Δρόμος της Οργής’ ήταν μια τέλεια ευκαιρία για να αξιοποιήσουμε την αιχμή της τεχνολογίας. Βάλαμε κάμερες εκεί που στο παρελθόν δεν είχαμε τη δυνατότητα, κάναμε ωραία πανοραμικά πλάνα με τη βοήθεια της τεχνολογίας. Στις σκηνές που υπάρχει κάποια συμπλοκή μέσα σε κάποιο όχημα, είχαμε τη δυνατότητα να δέσουμε τους ηθοποιούς και μετά να σβήσουμε τις εξαρτύσεις με CGI. Στη σκηνή που ο Mad Max βρίσκεται κρεμασμένος ανάποδα ανάμεσα σε δύο οχήματα, ο άνθρωπος που βλέπετε είναι ο Τομ Χάρντι. Όλοι οι ηθοποιοί εκτέλεσαν με τη βοήθεια των ειδικών τις περισσότερες επικίνδυνες σκηνές τους.»

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟΥΣ ΤΡΕΛΟΥΣ

45 χρόνια μετά την καταστροφή του κόσμου, χωρίς νόμους, χωρίς ηλεκτρισμό, χωρίς νερό και κυρίως χωρίς οίκτο… στο «Mad Max: Ο Δρόμος της Οργής», ο πολιτισμός αποτελεί μια μακρινή ανάμνηση για λίγους. Οι ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου έχουν καταρρεύσει, οι παράκτιες πόλεις έχουν σβηστεί από τον χάρτη και με τον πόλεμο για τους υδάτινους πόρους και τα καύσιμα να μαίνεται, ο αέρας είναι μολυσμένος και η τροφή αποτελεί ένα σπάνιο αγαθό. Όσοι άνθρωποι έχουν απομείνει περιπλανιούνται στην Άγονη Γη, προσπαθώντας να επιβιώσουν γύρω από το Οχυρό, ένα φρούριο που αποτελείται από ένα δίκτυο υπόγειων σπηλαίων όπου υπάρχει η μοναδική αντλία νερού σε ακτίνα εκατοντάδων χιλιομέτρων. Ελέγχοντας πλήρως τους χρειώδεις πόρους, το Οχυρό και οι σύμμαχοί του, η Βενζινούπολη και η Φάρμα των Πυρομαχικών, είναι οι άρχοντες της Άγονης Γης.

Ο Μαξ Ροκατάνσκι έκανε την παγκόσμια πρώτη του στην ταινία του 1979 και η αναγνώριση που απόλαυσε παγκοσμίως εξέπληξε ακόμα και τον δημιουργό του. «Συνειδητοποίησα ότι άθελά μου είχα ‘πατήσει’ πάνω στο κλασικό μυθολογικό αρχέτυπο», λέει ο Μίλερ. «Στην Ιαπωνία, ο Μαξ ήταν ο Μοναχικός Ρόνιν Σαμουράι. Στη Γαλλία, η ταινία αντιμετωπίστηκε ως «μηχανοκίνητο γουέστερν» και ο Μαξ ήταν ο μοναχικός καβαλάρης. Στη Σκανδιναβία, κάποιοι είπαν ότι τους θύμιζε έναν μοναχικό πολεμιστή Βίκινγκ, που περιπλανιόταν στη ρημαγμένη γη.»

Όταν ο Μίλερ επέλεγε τον Τομ Χάρντι για τον πρωταγωνιστικό ρόλο ήξερε ότι είχε βρει έναν ηθοποιό που θα μπορούσε να δώσει μια απτή αληθοφάνεια σε έναν μυθικό χαρακτήρα. «Κάποιοι ηθοποιοί έχουν τεράστιο συναισθηματικό υπόβαθρο. Ένας από αυτούς είναι και ο Τομ. Είναι ατρόμητος. Έναν τέτοιο άνθρωπο περίμενα. Όταν τον βρήκα ήξερα ότι θα αναδείκνυε τον ψυχισμό του Μαξ.»

Μπορεί ο Χάρντι να ήταν μόλις έξι εβδομάδων όταν προβλήθηκε η πρώτη ταινία, αλλά μεγάλωσε με τον θρύλο του Πολεμιστή του Δρόμου. Από τη στιγμή που κατανόησε σε βάθος το όραμα του σκηνοθέτη, συνειδητοποίησε ότι καλείτο όχι να αναβιώσει τον συγκεκριμένο χαρακτήρα, αλλά να τον επανεφεύρει. Έτσι, ο Μαξ Ροκατάνσκι στον Δρόμο της Οργής εμφανίζεται ως ένας βετεράνος πολέμου, του οποίου οι ικανότητες του επιτρέπουν να επιβιώνει ολομόναχος, καθώς έχει μάθει με τον δύσκολο τρόπο ότι κάθε δεσμός σε αυτόν τον εχθρικό κόσμο μόνο πόνο μπορεί να προκαλέσει.

Η ταινία ξεκινά με τον Μαξ να ατενίζει το νεκρό και μάταιο κενό της Κοιλάδας της Σιωπής, όπου έχει φτάσει με το καταπονημένο Ιντερσέπτορ του, το τελευταίο απομεινάρι της παλιάς του ζωής. Η ησυχία σπάει σε χίλια κομμάτια από τον εκκωφαντικό θόρυβο των κινητήρων των Παιδιών του Πολέμου, που τον αιχμαλωτίζουν και τον μεταφέρουν στο Οχυρό – το πιο καλά φυλασσόμενο φρούριο της Άγονης Γης.

Εκεί συναντάμε πρώτη φορά και την Φιουριόσα, της οποίας η οργή θα πυροδοτήσει τον επόμενο Πόλεμο του Δρόμου. Η πορεία της Φουριόσα, της γυναίκας-πολεμιστή σε έναν κόσμο που οι γυναίκες είναι υπόδουλες, είναι αυτό που ώθησε τον Μίλερ να γυρίσει τον ‘Δρόμο της Οργής’. Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, η Θερόν έδωσε μια τεράστια δόση αλήθειας στον αγώνα της ηρωίδας. «Η Σαρλίζ έχει τεράστια δύναμη, όχι μόνο σωματική αλλά και ψυχική, χωρίς όμως να χάνει την ευαισθησία της. Κλήθηκε να ενσαρκώσει τον ρόλο μιας γυναίκας που δεν συμβιβάζεται με τους κανόνες που ισχύουν για το φύλλο της. Μπορεί η ζωή της να είναι γεμάτη θλίψη και πόνο, αλλά δεν έχει χρόνο να το σκεφτεί αυτό. Πρέπει να βγει εκεί έξω, να είναι σκληρή, να φερθεί όπως πρέπει, και η Σαρλίζ έχει το πάθος και την υποκριτική δεινότητα να το πετύχει αυτό.» 

Ως μέλος της ελίτ του Οχυρού, η Φιουριόσα οδηγεί το Πολεμικό Φορτηγό – μια κινητή πολεμική μηχανή και το πιο πολύτιμο όχημα του Πολέμαρχου της Άγονης Γης: του Ιμόρταν Τζο.

Όταν εμπνεύστηκε τον περίπλοκο και επιβλητικό κακό της υπόθεσης, ο Μίλερ έλαβε υπόψη του ότι έπρεπε να διαθέτει ικανότητες, διάνοια και άσβεστη δίψα για εξουσία ώστε όχι μόνο να επιβιώσει της κατάρρευσης του πολιτισμού αλλά και να ευημερήσει. Ο Ιμόρταν Τζο βρήκε την απάντηση που αναζητούσε στο νερό, το Άκουα Κόλα. Είναι ίσως η μοναδική νομισματική μονάδα στην Άγονη Γη, και τη χρησιμοποιεί για να παίρνει αυτά που χρειάζεται από τους άλλους – καύσιμα και πυρομαχικά – και να κρατά υπό τον έλεγχό του τον άρρωστο και πεινασμένο όχλο που έχει μετοικίσει στο Οχυρό.

Ψηλά στο οχυρό του, στα πιο καλά φυλασσόμενα διαμερίσματα, ο Ιμόρταν έχει στήσει το αρχηγείο του και σε έναν σφραγισμένο θάλαμο κρατά ότι πολυτιμότερο έχει – τις Πέντε Συζύγους του. «Ξέρει ότι η εξουσία που με τόσο κόπο απέκτησε δεν μπορεί να συνεχιστεί από κανέναν από τους δύο γιους του – ούτε τον Ρίκτους Ερέκτους (Νέιθαν Τζόουνς) ένα παιδί φυλακισμένο στο σώμα ενός πελώριου άνδρα ούτε από τον Κόρπους Κολόσους (Κουέντιν Κένιχαν), έναν ώριμο διανοούμενο παγιδευμένο στο σώμα ενός παιδιού. Κανείς τους δεν είναι σε θέση να αναλάβει την εξουσία μετά τον θάνατό του, ως εκ τούτου έχει φυλακίσει υγιείς νεαρές κοπέλες σε ένα σφραγισμένο θάλαμο με ελεγχόμενη ατμόσφαιρα, τις οποίες καθιστά έγκυες προκειμένου να αποκτήσει έναν υγιή διάδοχο,» εξηγεί ο Μίλερ.

Ο σκηνοθέτης δεν δυσκολεύτηκε να επιλέξει τον κατάλληλο ηθοποιό για τον ρόλο του Πολέμαρχου. Στην πρώτη ταινία, είχε επιλέξει τον Χιου Κέις-Μπερν για τον ρόλο του ψυχωσικού Τόουκατερ. Ο ξέγνοιαστος καβαλάρης – ηθοποιός, προσφέρθηκε να τον βοηθήσει να επιλέξει το καστ του. Επίσης, είπε στον σκηνοθέτη, ότι αν του έστελνε μοτοσυκλέτες, θα ηγείτο της πομπής στο τριήμερο ταξίδι από το Σύδνεϋ ως τη Μελβούρνη, όπου θα γίνονταν τα γυρίσματα. Προς μεγάλη έκπληξη του Μίλερ, όταν έφτασαν, ο Κέις-Μπερν είχε καταφέρει μέσα σε τρεις μέρες να μεταμορφώσει μια χαλαρή ομάδα ηθοποιών σε μια αυθεντική συμμορία μοτοσικλετιστών.

Ο Πολέμαρχος έχει πείσει τα Παιδιά του Πολέμου ότι ο ίδιος είναι ένας αθάνατος που επέστρεψε για να τους οδηγήσει στην Βαλχάλα, τον παράδεισο των πολεμιστών, καταφέρνοντας έτσι να τους ρίχνει στη μάχη με θρησκευτικό φανατισμό. Εκτός από τον αρχηγό τους, τα Παιδιά του Πολέμου πιστεύουν μόνο στο ατσάλι και στους οκτακύλινδρους κινητήρες και μαζί με τους Μπλακ Φίνγκερς, απαρτίζουν τις μεσαίες τάξεις της αρμάδας του Ιμόρταν, ανεφοδιαζόμενοι από την Τράπεζα Αίματος για να επιμηκύνουν την εξ ορισμού περιορισμένη τους ζωή.

«Ο Ιμόρταν μπορεί να σε φάει ζωντανό αν δεν αποδεχτείς τη θεϊκή του φύση,» λέει ο Κέις-Μπερν. «Οι άνθρωποι πεθαίνουν με ασύλληπτους ρυθμούς λόγω της ατμοσφαιρικής μόλυνσης. Έτσι, αυτός έχει θεσπίσει ένα πρόγραμμα με τράπεζες αίματος, τράπεζες γάλακτος, υδροπονικές καλλιέργειες και ό,τι άλλο χρειάζεται για να διατηρήσει τη φυλή του. Κρατάει τα Παιδιά του Πολέμου γερά δίνοντάς τους υγιές αίμα. Πώς θα πολεμήσουν για χάρη του αν πεθαίνουν από ασθένειες; Τα αγαπάει τα παιδιά του. Έτσι φέρεται ένας σωστός δικτάτορας.»

Ο Νίκολας Χουλτ ενσαρκώνει τον Νουξ, που έχει καταφέρει να φτάσει όσο πιο ψηλά μπορεί ένα Παιδί του Πολέμου στη σύντομη ζωή του – είναι οδηγός με δικό του hot rod και έναν κινητήρα V-8 σκαλισμένο στο θώρακά του. «Σε αυτή την ιστορία, όλοι είναι αναλώσιμοι. Κι όμως, στον Νουξ, διακρίνουμε την ορμή της νιότης,» λέει ο Μίλερ. «Παρόλο που δεν έχει και την πιο ευτυχισμένη ζωή, ξέρει ότι δεν έχει πολύ χρόνο στη διάθεσή του και γι’ αυτό χαίρεται ό,τι του συμβαίνει. Ο Νικ είχε την απαραίτητη ενέργεια. Είναι εξαιρετικός ηθοποιός, πολύ πειθαρχημένος, με τεράστια εσωτερική δύναμη και πάρα πολύ πλάκα. Εκπέμπει αυτή τη νεανική πληθωρικότητα που σε βοηθάει να καταλάβεις το συγκεκριμένο χαρακτήρα.»

Πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα, ο Μίλερ ανέβασε σε ένα ασφαλές website βίντεο με τα κοστούμια, τα δοκιμαστικά των σταντ και άλλο χρήσιμο υλικό που θα βοηθούσε τους πρωταγωνιστές του να μπουν στο πετσί των ρόλων τους. «Με βοήθησε να καταλάβω γιατί ο Νουξ προσπαθεί συνέχεια να είναι αισιόδοξος,» λέει ο ηθοποιός. «Δεν ξέρει και πολλά για τον κόσμο. Το μόνο που ξέρει είναι ότι θα έχει μια σύντομη ζωή. Έχει δύο όγκους στον λαιμό του, τον Λάρι και τον Μπάρι, που ναι μεν τους αντιμετωπίζει σα φιλαράκια του, αλλά ξέρει ότι τον σκοτώνουν αργά και σταθερά. Έχει μια αθωότητα και έναν ενθουσιασμό που μας βοηθά να καταλάβουμε την πορεία του.»

Όλα τα Παιδιά του Πολέμου έχουν ξυρισμένα κεφάλια, τατουάζ, σκαριφισμό ενώ τα σώματά τους είναι βαμμένα με το χαρακτηριστικό λευκό του Ιμόρταν. Ο Χουλτ ξύρισε το κεφάλι του και καθημερινά, πριν από κάθε γύρισμα, παρέμενε δύο ώρες στο μακιγιάζ για να ολοκληρωθεί το λουκ του. Παρόλο που απολάμβανε την όλη διαδικασία, παραδέχεται ότι ζήλεψε το πόσο εύκολα ήταν τα πράγματα για τη Θερόν. «Ερχόταν, έβαζε λίγο γράσο στο μέτωπο και έφευγε. Μου έσπαγε τα νεύρα.»

Όταν η Φιουριόσα με το κονβόι της παρεκκλίνουν της προκαθορισμένης τους πορείας προς την Βενζινούπολη, η κρυφή ατζέντα της προκαλεί την οργή του Ιμόρταν, καθώς ανακαλύπτει ότι το φορτίο που έχει πάρει μαζί της είναι ό,τι πολυτιμότερο είχε. Ο θάλαμος στον οποίο κρατούσε τις πολύτιμες αναπαραγωγικές μηχανές του είναι κενός. Το μόνο που βρίσκει μέσα σε αυτόν είναι την Μις Γκίντι, την μητρική-φιγούρα και δασκάλα των Συζύγων του και το απλό μήνυμα «Δεν είμαστε αντικείμενα» σκαλισμένο στον τοίχο.

Όταν ηχούν τα τύμπανα του πολέμου, ο οΝυξ είναι στην Τράπεζα Αίματος όπου ο Οργκάνικ Μεκάνικ (Άνγκους Σάμπσον) του μεταγγίζει «τρελό αίμα πολλών οκτανίων» από τον νέο δότη του Οχυρού – τον Μαξ. «Ο μόνος λόγος για τον οποίο κρατούν τον Μαξ ζωντανό είναι το αίμα του,» εξηγεί ο ΜακΚάρθι. «Το αίμα παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην ταινία. Με αυτό «γεμίζουν». Γεμίζουν τα αυτοκίνητα με βενζίνη και τα Παιδιά του Πολέμου με αίμα.»

Ο Νουξ ξέρει ότι δεν του έχει απομείνει πολύς χρόνος. Η επανάσταση της Φιουριόσα είναι η τελευταία του ευκαιρία για να πεθάνει με θεαματικό τρόπο. Έτσι ορμά στο πεδίο της μάχης, με τον Μαξ σε ρόλο φιάλης αίματος, δεμένο στο καπό του αυτοκινήτου του.

Η αρμάδα δεν είναι η μοναδική απειλή όμως, για το Πολεμικό Άρμα στην Άγονη Γη: σε κάθε σχισμή, σε κάθε λαγκάδι παραμονεύει ο κίνδυνος με τη μορφή είτε των υπόγειων Μπάζαρντ είτε των Ροκ Ράιντερς. Ακόμα και ο ουρανός κρύβει κινδύνους, όταν ξεσπά μια τοξική καταιγίδα.

Μετά την μάχη, ο Μαξ παραμένει ζωντανός αλλά και δεμένος στο Παιδί του Πολέμου, στον ίδιο λάκκο με την Φιουριόσα και τις Συζύγους. Μπορεί η ομορφιά και η αγνότητά τους να έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με την παρακμή και τη βρομιά που τον περιβάλλει, αλλά εκείνος δεν εντυπωσιάζεται. Εκείνος έχει μάτια μόνο για το Άρμα – τη μοναδική του ευκαιρία να ξεφύγει. Για να το κάνει αυτό όμως, πρώτα πρέπει να αντιμετωπίσει την Φιουριόσα.

Μετά από μια επική αναμέτρηση, κατά την οποία και οι δύο χρησιμοποιούν ό,τι όπλο και ικανότητα έχουν, και μια δύσκολη ισοπαλία αποφασίζουν να συνεργαστούν, καταλαβαίνοντας ότι έτσι έχουν περισσότερες ελπίδες να επιβιώσουν. 

Τόσο ο Μαξ όσο και η Φιουριόσα είναι άνθρωποι που δύσκολα εμπιστεύονται τον άλλο. Δεδομένων όμως, των συνθηκών και των περιστάσεων αναγκάζονται να το κάνουν.

Καθώς ο Ιμόρταν βάζει λυτούς και δεμένους για να ανακτήσει την ‘περιουσία’ του, ο Μαξ θα αναλάβει τον αντιπερισπασμό, προκειμένου να διασφαλίσει τη διαφυγή του Άρματος παραπλανώντας τον Πολέμαρχο. «Παρατηρώντας αυτή τη μικρή ομάδα γυναικών, ο Μαξ βλέπει ότι η προσπάθειά τους να καταφέρουν κάτι σημαντικό τις ενώνει, δημιουργεί δεσμούς μεταξύ τους. Έτσι, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό καταφέρνει να αλλάξει οπτική,» λέει ο Χάρντι. «Σε έναν κόσμο όπου η επιβίωση είναι το παν και δεν έχεις από πού να πιαστείς, κάτι τέτοιες στιγμές ανθρωπιάς είναι εξαιρετικά πολύτιμες.»

ΕΝΑΣ ΘΡΥΛΟΣ ΖΩΝΤΑΝΕΥΕΙ

Ο ‘Δρόμος της Οργής’ ήταν στη φαντασία του Μίλερ, από το πρώτο κιόλας καρέ, μια οπτικοποιημένη διήγηση. Έτσι, αντί να γράψει ένα παραδοσιακό σενάριο, ο σκηνοθέτης επικοινώνησε με τον Μπρένταν ΜακΚάρθι, έναν συγγραφέα βιβλίων κόμικ, ανιμέιτορ και καλλιτέχνη που επί σειρά ετών του έστελνε τη δουλειά του. Και κάπως έτσι, αυτό που ξεκίνησε ως καλλιτεχνική συμβουλευτική κατέληξε σε συν-υπογραφή του σεναρίου.

Την ομάδα συμπλήρωσαν άλλοι δύο καλλιτέχνες, οι οποίοι πήραν τα πρωτόλεια των Μίλερ και ΜακΚάρθι και τα έκαναν τέχνη: ο Πίτερ Πάουντ, ο μηχανικός της υπόθεσης, ο οποίος ανέλαβε τη θέση του επικεφαλής σχεδιαστή των οχημάτων της ταινίας, και ο Μαρκ Σέξτον, που χάρη στην επιστημονική του κατεύθυνση ανέλαβε να ετοιμάσει τα στόριμπορντ. Έναν χρόνο περίπου αργότερα, η δημιουργική ομάδα είχε γεμίσει τους τοίχους του στούντιο του Μίλερ με 3.500 στόριμπορντ, που αποτελούσαν το πρώτο draft του ‘Δρόμου της Οργής’.

Πολύ σύντομα ο Μίλερ ζήτησε από τον Νίκο Λαθούρις να ενισχύσει με την πένα του την ομάδα συγγραφής του σεναρίου, και από τους Πι Τζέι Βότεν, Γκάι Νόρις και Κόλιν Γκίμπσον να αναλάβουν τον σχεδιασμό παραγωγής.

Τα επόμενα χρόνια, η ομάδα εμπλουτίστηκε με την ενδυματολόγο Τζένι Μπίβαν, την μακιγιέρ Λέσλι Βάντεργουολτ, τους ειδικούς σπέσιαλ εφέ Νταν Όλιβερ και Άντριου Γουίλιαμς και των ειδικό οπτικών εφέ Άντριου Τζάκσον.

Ο βραβευμένος με Όσκαρ Τζον Σιλ είχε μόλις αποσυρθεί από την ενεργό δράση όταν η ομάδα παραγωγής του ζήτησε να αναλάβει τη διεύθυνση φωτογραφίας. «Δεν ήθελα και πολύ για να το αποφασίσω. Λατρεύω να δουλεύω με τον Τζορτζ. Είναι καταπληκτικός άνθρωπος. Ας πούμε, είσαι στην έρημο, γυρίζεις, τα φορτηγά ντεραπάρουν, εκρήγνυνται, όλα γίνονται όπως πρέπει και ο καιρός δεν συνεργάζεται… Είναι ο τύπος που θα έρθει, θα σε χτυπήσει στον ώμο και θα σου πει ‘Μην ανησυχείς, θα το φτιάξουμε στο μοντάζ’.»

Ο Μίλερ είχε σχεδιάσει να κάνει μονοκάμερα πλάνα, αλλά όταν ξεκίνησαν τα γυρίσματα, ο Σιλ και η ομάδα του είχαν τρεις με τέσσερις Arri Alexa Plus κάμερες και δύο με τέσσερις Arri M Steadicams να γυρίζουν ταυτόχρονα καθημερινά. Επιπλέον είχαν εναέριες κάμερες και κάμερες μίας χρήσης με αποσπώμενες ψηφιακές κάρτες.

Και τότε ήρθε η τεχνολογία του ρομποτικού βραχίονα Edge Arm… Από τα πρώτα στάδια της παραγωγής, η ομάδα προσπαθούσε να βρει μια λύσει για τους περιορισμούς που αντιμετώπιζαν με τις κινητές κάμερες. Κατέληξαν ότι η μόνη λύση ήταν να κατασκευάσουν ένα καρότσι και να πείσουν μια εταιρεία καμερών να το εξοπλίσει. Στο μεταξύ ο Βέτεν δούλεψε σε μια άλλη ταινία και ανακάλυψε την ιδανικότερη και πραγματικά επαναστατική λύση.

Ο Βέτεν εξηγεί «Ο ρομποτικός βραχίονας σου παρέχει την απαιτούμενη ευελιξία ώστε να τοποθετήσεις την κάμερα εκεί ακριβώς που θέλεις για να πάρεις μοναδικά πλάνα. Μόλις είδα τις δυνατότητες που σου δίνει, ήξερα ότι ήταν η ιδανική λύση.»

Σε μια επίσκεψή του στις ΗΠΑ, ο Νόρις συναντήθηκε με τον Ντιν Μπέιλι της LAMotorsports, ο οποίος προσφέρθηκε να φτιάξει ένα off-road όχημα με γυροσκοπικό μηχανισμό στήριξης κάμερας, με δυνατότητα επέκτασης 6 μέτρων και περιστροφής 360 μοιρών. «Μετά την πρώτη δοκιμή, ο Τζορτζ αποφάσισε ότι με αυτό έπρεπε να γυρίσουμε όλη την ταινία,» λέει ο Βέτεν. «Το χρησιμοποιήσαμε όλες τις μέρες, σε κάθε γύρισμα με εντυπωσιακά αποτελέσματα.»

Η αναζήτηση του κατάλληλου σημείου για τα γυρίσματα ήταν εξίσου επική με την ίδια την ταινία. Η ομάδα παραγωγής αναζητούσε μια τοποθεσία επίπεδη, αμμώδη, με σχεδόν ανύπαρκτη βλάστηση και τραχύ ανάγλυφο. Ο Βέτεν και ο Γκίμπσον γύρισαν τον πλανήτη αναζητώντας την κατάλληλη τοποθεσία: Νότια Αμερική, Αφρική, Μέση Ανατολή… Τελικά αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Αυστραλιανή ύπαιθρο όπου είχε γυριστεί η τριλογία. Μετά όμως, από 20 χρόνια βροχοπτώσεων, το τοπίο είχε μεταβληθεί οριστικά και αμετάκλητα. «Χρειαζόμασταν έναν τόπο που να μην βρέχει ποτέ. Και αυτός ο τόπος είναι η Ναμίμπια», λέει ο Μίλερ.

Όντας κοντά στο νοτιότερο άκρο της Αφρικής, η Ναμίμπια βρίσκεται ανάμεσα στα παγωμένα ρεύματα της Ανταρκτικής και την ασφυκτική ζέστη της αφρικανικής ερήμου. Η έρημος Ναμίμπ προσέφερε στον σκηνοθέτη ακριβώς αυτό που χρειαζόταν για τις ανάγκες των γυρισμάτων. Κάπως έτσι, η ομάδα παραγωγής διέλυσε και έστειλε κομμάτι-κομμάτι όλα τα props, συμπεριλαμβανομένων και των 150 οχημάτων, από την ανατολική ακτή της Αυστραλίας στην δυτική ακτή της Αφρικής.

Κι ενώ η Άγονη Γη θα σμιλευόταν στην Ναμίμπια, ο Γκίμπσον αποφάσισε να ‘στήσει’ το Οχυρό σε ένα σύμπλεγμα από πλατό σε Ναμίμπια, Σύδνεϋ και Κέιπ Τάουν.

ΙΣΧΥΣ ΠΟΛΛΩΝ ΚΥΒΙΚΩΝ

Για τις ανάγκες της ταινίας, δημιουργήθηκαν και συναρμολογήθηκαν με το χέρι περίπου 150 αυτοκίνητα, φορτηγά και μοτοσικλέτες. Ο παλαιικός στόλος οχημάτων που βλέπουμε στην ταινία κατασκευάστηκε με τέτοιο τρόπο ώστε από τη μία να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της πλοκής και από την άλλη να αντέξει στην πολύμηνη δύσκολη οδήγηση στην ανοιχτή έρημο της Ναμίμπια. «Το έδαφος και το κλίμα της ερήμου αποτέλεσαν πρόβλημα για εμάς – έπρεπε να αντιμετωπίσουμε την υπερθέρμανση των κινητήρων, τις φθορές των αναρτήσεων κλπ. Κι όμως, ακόμα και αυτά προσέθεσαν γοητεία στη δράση,» λέει ο Γκίμπσον.

Η αισθητική της ταινίας αντανακλάται περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στο Ιντερσέπτορ, το χαρακτηριστικό μαύρο XB Ford Falcon Coupe του 1974 του Μαξ Ροκατάνσκι. «Στα γουέστερν, ο κάθε καουμπόι έχει το αγαπημένο του άλογο. Έτσι και ο Μαξ έχει το Ιντερσέπτορ του», λέει ο Μίλερ.

Το πολυτιμότερο όχημα όμως, είναι το Φορτηγό/Άρμα της Φιουριόσα, που όπως και η οδηγός του έχει συγκεκριμένο χαρακτήρα, προκαλεί δέος και αποπνέει αντοχή. «Έχει έναν πολύ ιδιαίτερο ρόλο στην ταινία, συνεπώς δαπανήσαμε αρκετό χρόνο στον σχεδιασμό του,» λέει ο Μίλερ. «Είναι καλυμμένο με πίσσα. Φέρει καρφιά και σκελετούς για να κρατάει τον κόσμο μακριά και να εμπνέει φόβο σε όποιον θελήσει να του επιτεθεί. Χρειαζόμασταν κάτι που να είναι λειτουργικό που όμως θα έμενε αξέχαστο. Νομίζω ότι αμέσως μετά τους βασικούς χαρακτήρες, το Φορτηγό είναι ίσως η πιο σημαντική παρουσία στην ταινία.» 

Το τερατώδες τριαξονικό είναι μίξη ενός τσεχοσλοβάκικου Tatra και ενός Chev Fleetmaster. Φοράει έναν V-8 twin-turbo κινητήρα, ενώ το πίσω μέρος αποτελείται από ένα επικαθήμενο και ένα ρυμουλκούμενο βυτίο. Στο σασί, εκτός από την καμπίνα έχει προστεθεί ένας VW Σκαραβαίος που χρησιμεύει ως κινούμενο οχυρό. Το εσωτερικό του έχει διαμορφωθεί έτσι ώστε να ταιριάζει με το στρατηγικό και διαισθητικό πνεύμα της οδηγού του, καθώς διαθέτει σχάρες με εργαλεία, κρυφό οπλισμό και ένα μοναδικό τιμόνι με το έμβλημα του Ιμόρταν.

Ο Πολέμαρχος από την άλλη κάθεται στο τιμόνι του επιβλητικού Γκίγκαχορς, ενός κινητού ονείρου πολλών κυβικών. Ο Μίλερ το αποκαλεί «Ντοπαρισμένη Cadillac». Για την κατασκευή του χρειάστηκαν δύο Cadillac Devilles του 1959, οι οποίες κόπηκαν, τροποποιήθηκαν και συγκολλήθηκαν η μία πάνω στην άλλη.     

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΡΑΞΗ

Για σχεδόν 15 χρόνια, το «Mad Max: Ο Δρόμος της Οργής», υπήρχε σαν ιδέα. Όταν ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα, αυτή η ιδέα είχε μετουσιωθεί σε υλικό 400 ωρών. Για να το συμπυκνώσει σε 110 λεπτά συναισθήματος και ωμής δράσης, ο Μίλερ εμπιστεύτηκε την επί πολλά χρόνια συνεργάτη του Μάργκαρετ Σίξελ στην οποία όπως χαρακτηριστικά λέει ανέθεσε «να πλάσει τη διάσταση του χρόνου και να ενώσει όλα τα διαφορετικά κομμάτια του παζλ σε μια ενιαία εμπειρία.»

Για να μετατρέψει το υλικό που γύρισαν στη Ναμίμπια, στην Άγονη Γη της φαντασίας του, ο Μίλερ συνεργάστηκε με τον Έρικ Γουίπ για να αποδώσει τα σωστά χρώματα, και τους μιξέρ Κρις Τζένκινς και Γκρεγκ Ρούντλοφ για την ανάδειξη της σύγκρουσης και της έντασης του Πολέμου. Η πραγματική όμως διάσταση σε ό,τι αφορά τον ήχο της ταινίας, θα δινόταν από τον υποψήφιο για Grammy παραγωγό και συνθέτη Τομ Χόλκενμποργκ, γνωστό και ως Junkie XL.

Ο Μίλερ ανέκαθεν θαύμαζε τους πειραματισμούς του Junkie XL. Όταν του ζήτησε να αναλάβει τη μουσική επένδυση της ταινίας, ο Junkie XL ήξερε ότι έπρεπε να κάνει την υπέρβαση. «Βλέποντας την ταινία, μεταφέρεσαι σε έναν κόσμο στον οποίο επικρατεί τρέλα, άρα η μουσική που θα την επένδυε έπρεπε να είναι κάτι το διαφορετικό,» λέει ο συνθέτης. «Έπρεπε να είναι κάτι το εξαιρετικό που θα ‘κούμπωνε’ με τη φωτογραφία, κάτι σαν μια σύγχρονη ροκ όπερα.»

Για να χρωματίσει τις στιγμές αγωνιώδους σιωπής και έντονης ψυχωσικής εγκατάλειψης της Άγονης Γης, χρησιμοποίησε σχεδόν 200 διαφορετικά όργανα, παντρεύοντας ντραμς και σαρωτικά ακόρντα με ηλεκτρικές κιθάρες σε οπερατικές συνθέσεις. «Η μουσική ακολουθεί τη ροή της πλοκής. Τις στιγμές που αφήνεις πίσω σου την τρέλα του κόσμου για να επιστρέψεις στην ανθρωπιά των χαρακτήρων, η μουσική απογυμνώνεται από την ένταση,» λέει. «Σε αυτές τις σκηνές, η κινητήρια δύναμη της μουσικής ήταν ο ήχος του ανέμου με υπόκρουση εγχόρδων.»

Για τον Μίλερ, το αποτέλεσμα ήταν μια πραγματική αποκάλυψη, καθώς όπως λέει χαρακτηριστικά «αποδεικνύει ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι έριξαν το μεράκι και τη σοφία τους σε αυτό το πρότζεκτ. Είδα την ταινία χιλιάδες φορές με την Μάργκαρετ, και πλέον μπορώ να καθίσω και να την απολαύσω. Να την αφήσω να με παρασύρει.»

«Ο Τζορτζ πάντα ήθελε να δημιουργήσει μια εμπειρία για το κινηματογραφόφιλο κοινό. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο κοπίασε τόσο για να κάνει αυτή την ταινία, και νομίζω ότι τα κατάφερε,» λέει ο Μίτσελ.

«Οι ταινίες υπάρχουν χάρη στο κοινό τους,» λέει ο Μίλερ. «Το ότι βρίσκονται σε κάποιο δίσκο ή σε κάποια μπομπίνα, δεν σημαίνει ότι υπάρχουν. Ο κινηματογράφος είναι το σημείο επαφής με ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε και στους οποίους εκτιθέμεθα μέσω της μεγάλης οθόνης. Είναι μια εμπειρία που τη μοιράζεσαι με το κοινό. Και μόνο μέσα από αυτή τη δοκιμασία μπορούμε να καταλάβουμε τι πετύχαμε και τι όχι. Ελπίζω το κοινό να καταφέρει να βρει τα δικά του σημεία αναφοράς ώστε η ταινία αυτή να αποκτήσει νόημα για τον κάθε θεατή ξεχωριστά.»

Mad Max: Ο Δρόμος της Οργής με αριθμούς

400 ώρες υλικού είχε η παραγωγή της ταινίας στα χέρια της, μόλις ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα της ταινίας.

120’ η συνολική διάρκεια του «Mad Max: Ο Δρόμος της Οργής»

200 μουσικά όργανα χρησιμοποίησε ο συνθέτης της ταινίας, Junkie XL, για να αποδώσει την παράνοια που επικρατεί στο «Mad Max: Ο Δρόμος της Οργής», ντύνοντας τις σκηνές της ταινίας, με οπερετικές συνθέσεις, ντραμς και ηλεκτρικές κιθάρες. 

1.700 άτομα δούλεψαν στην παραγωγή της ταινίας, με έναν μέσο όρο 1.000 ατόμων να βρίσκονται καθημερινά στα γυρίσματα.

150 συνολικά αυτοκίνητα, φορτηγά και μοτοσυκλέτες συναρμολογήθηκαν με το χέρι για τις ανάγκες της ταινίας.

1974 XB Ford Falcon Coupe, ή αλλιώς Interceptor, το μαύρο Ford αμάξι του Μαξ Ροκατάνσκι στο franchise του «Mad Max».

3.500 τα storyboards που σχεδίασε η δημιουργική ομάδα της ταινίας και τοποθέτησε στους τοίχους του στούντιο παραγωγής του Μίλερ. Αποτέλεσαν το πρώτο οπτικό πια σενάριο του «Δρόμου της Οργής».

1979, η χρονιά που ο Τζορτζ Μίλερ μας γνώρισε τον διάσημο πια Mad Max.

MAD MAX: Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ

MAD MAX: FURY ROAD

ΣΕ 2D & 3D

Πρωταγωνιστούν:

Τομ Χάρντι, Σαρλίζ Θερόν, Νίκολας Χουλτ, Χιου Κέις Μπερν, Τζος Χέλμαν, Νέιθαν Τζόουνς, Ζόι Κράβιτς, Ρόσι Χάντινγκτον-Γουάιτλι, Άμπεϊ Λι

Σκηνοθεσία:  Τζορτζ Μίλερ
Σενάριο: Τζορτζ Μίλερ, Μπρένταν ΜακΚάρθι, Νίκο Λαθούρης

Παραγωγή: Νταγκ Μίτσελ, Τζορτζ Μίλερ, Π. Τζ. Βέτεν
Φωτογραφία: Τζον Σιλ, ASC, ACS
Καλλιτεχνική Διεύθυνση Κόλιν Γκίμπσον

Μοντάζ: Μάργκαρετ Σίξελ
Μουσική: Τομ Χόλκενμποργκ (Junkie XL)

Κοστούμια: Τζένι Μπίβαν
Διάρκεια: 120’
Ημερομηνία Εξόδου: 14 Μαΐου
Διανομή: Tanweer

 

 

 

 

 

 

 

 

«Καμπανάκι» του ΕΟΦ που διαφημίζεται για τους πόνους των αρθρώσεων -«Μην το χρησιμοποιήσετε»

eof

«Καμπανάκι» του ΕΟΦ που διαφημίζεται για τους πόνους των αρθρώσεων -«Μην το χρησιμοποιήσετε»

Το σκεύασμα αυτό δεν είναι εγκεκριμένο φαρμακευτικό προϊόν και ως εκ τούτου δεν έχει αξιολογηθεί…