Για μια ακόμη φορά το Συμβούλιο της Επικρατείας είπε «ναι» στη συνέχιση της απομάκρυνσης των αρχαιοτήτων που έχουν έλθει στο φως λόγω των εργασιών κατασκευής του σταθμού Βενιζέλου του Μετρό Θεσσαλονίκης.
Ειδικότερα, με την 6/2022 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών της Ολομέλειας του ΣτΕ, έκρινε ότι η απομάκρυνση των αρχαιοτήτων μπορεί να συνεχιστεί μέχρι να τελειώσουν οι εργασίες κατασκευής του σταθμού οπότε και τα αρχαία μπορούν να επανατοποθετηθούν εκεί.
Σε σχετική ανακοίνωση του ΣτΕ αναφέρει ότι η Επιτροπή Αναστολών της Ολομέλειας εξέτασε τους ισχυρισμούς περί ανεπανόρθωτης βλάβης των αρχαιοτήτων.
Έκρινε δε ότι «η βλάβη αυτή δεν πιθανολογείται, ακριβώς διότι η σχετική μελέτη έχει ήδη τροποποιηθεί όπως υπέδειξαν οι αρχαιολογικές υπηρεσίες, πριν από τη σχετική θετική γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, εξειδικεύεται συνεχώς σε επίπεδο κάθε αρχαιολογικής ενότητας ξεχωριστά, προβλέπεται δε η σύνταξη και συμπληρωματικών μελετών για την έδραση και ανάδειξη των αρχαιοτήτων, πριν από την επανατοποθέτησή τους στον σταθμό, μετά την κατασκευή του».
Ολόκληρη η απόφαση
Επιτρεπτή η συνέχιση της προσωρινής απομάκρυνσης των αρχαιοτήτων από το σταθμό Βενιζέλου της Θεσσαλονίκης. Με την 6/2022 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας απορρίφθηκε αίτηση, με την οποία είχε ζητηθεί η αναστολή της απομάκρυνσης των αρχαιοτήτων που έχουν έλθει στο φως λόγω των εργασιών κατασκευής του σταθμού Βενιζέλου του μετρό Θεσσαλονίκης.
Με σχετική υπουργική απόφαση έχει αποφασιστεί, ακόμη, η διατήρηση των αρχαιοτήτων σε άλλο χώρο μέχρι την κατασκευή του σταθμού, οπότε και θα επανατοποθετηθούν εκεί. Με το κύριο ένδικο βοήθημα, η απόφαση επί του οποίου αναμένεται, οι ενδιαφερόμενοι αμφισβητούν τη νομιμότητα της υπουργικής απόφασης που ενέκρινε τη σχετική μελέτη, υποστηρίζοντας ότι αυτή μη νομίμως εκπονήθηκε από ιδιωτικό μελετητικό σχήμα χωρίς να τηρηθούν οι, κατά τους ίδιους, εφαρμοστέες σχετικές διατάξεις, καθώς και ότι η μελέτη που εγκρίθηκε με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, δεν αποτελεί “οριστική μελέτη εφαρμογής”, όπως ορίζει, μεταξύ άλλων, προηγούμενη απόφαση της ίδιας υπουργού.
Υποστηρίζουν, ειδικότερα, οι ενδιαφερόμενοι ότι η μη οριστικότητα της μελέτης αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η εγκριτική υπουργική απόφαση εκδόθηκε υπό πλήθος όρων, που αναφέρονται, μεταξύ άλλων, και στην εκπόνηση συμπληρωματικών μελετών, καθώς και από το ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου εγκρίνουν, τελικά, επιμέρους μελέτες για κάθε αρχαιολογική ενότητα ξεχωριστά, πριν αυτή απομακρυνθεί. Η Επιτροπή Αναστολών του ΣτΕ έκρινε ότι η βασιμότητα των λόγων ακυρώσεως ούτε αποκλείεται, ώστε η αίτηση να απορριφθεί γι’ αυτόν τον λόγο, ούτε όμως είναι προφανής, ώστε να διαταχθεί η αναστολή για τον ίδιο λόγο. Κατόπιν τούτου, εξέτασε τους ισχυρισμούς περί ανεπανόρθωτης βλάβης των αρχαιοτήτων, χωρίς, δηλαδή, αυτή να συναρτάται με τη βασιμότητα της αιτήσεως ακυρώσεως. Έκρινε δε ότι η βλάβη αυτή δεν πιθανολογείται, ακριβώς διότι η σχετική μελέτη έχει ήδη τροποποιηθεί όπως υπέδειξαν οι αρχαιολογικές υπηρεσίες, πριν από τη σχετική θετική γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, εξειδικεύεται συνεχώς σε επίπεδο κάθε αρχαιολογικής ενότητας ξεχωριστά, προβλέπεται δε η σύνταξη και συμπληρωματικών μελετών για την έδραση και ανάδειξη των αρχαιοτήτων, πριν από την επανατοποθέτησή τους στον σταθμό, μετά την κατασκευή του.
Σημειώνεται, τέλος, ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση, ανάλογες μεταφορές έχουν γίνει και κατά το παρελθόν, όπως αυτή που αφορά σε τμήμα των ίδιων αρχαιοτήτων του σταθμού Βενιζέλου, που έχει ήδη μεταφερθεί κατ’ εφαρμογή υπουργικής απόφασης του έτους 2017, η νομιμότητα της οποίας δεν έχει αμφισβητηθεί.